Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62000CJ0037

    Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 27ης Φεβρουαρίου 2002.
    Herbert Weber κατά Universal Ogden Services Ltd.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Hoge Raad der Nederlanden - Κάτω Χώρες.
    Σύμβαση των Βρυξελλών - ΄Αρθρο 5, σημείο 1 - Δικαστήριο του τόπου εκπληρώσεως παροχής εκ συμβάσεως - Σύμβαση εργασίας - Τόπος όπου ο εργαζόμενος εκτελεί συνήθως την εργασία του - Εργασία που εκτελείται εν μέρει επί εγκαταστάσεως υπεράνω της υφαλοκρηπίδας συμβαλλόμενου κράτους και εν μέρει επί του εδάφους άλλου συμβαλλόμενου κράτους.
    Υπόθεση C-37/00.

    Συλλογή της Νομολογίας 2002 I-02013

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2002:122

    62000J0037

    Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 27ης Φεβρουαρίου 2002. - Herbert Weber κατά Universal Ogden Services Ltd. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Hoge Raad der Nederlanden - Κάτω Χώρες. - Σύμβαση των Βρυξελλών - ΄Αρθρο 5, σημείο 1 - Δικαστήριο του τόπου εκπληρώσεως παροχής εκ συμβάσεως - Σύμβαση εργασίας - Τόπος όπου ο εργαζόμενος εκτελεί συνήθως την εργασία του - Εργασία που εκτελείται εν μέρει επί εγκαταστάσεως υπεράνω της υφαλοκρηπίδας συμβαλλόμενου κράτους και εν μέρει επί του εδάφους άλλου συμβαλλόμενου κράτους. - Υπόθεση C-37/00.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2002 σελίδα I-02013


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Σκεπτικό της απόφασης
    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    1. Σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων - Ειδικές βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας - Δικαστήριο του τόπου εκτελέσεως παροχής εκ συμβάσεως - Σύμβαση εργασίας - Εργασία ασκηθείσα «επί του εδάφους συμβαλλομένου κράτους» - Έννοια - Εργασία ασκηθείσα επί της υφαλοκρηπίδας συμβαλλομένου κράτους - Υπάγεται στην έννοια αυτή

    (Σύμβαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, άρθρο 5, σημ. 1, όπως τροποποιήθηκε με τις Συμβάσεις ροσχωρήσεως του 1978, του 1982 και του 1989)

    2. Σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων - Ειδικές βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας - Δικαστήριο του τόπου εκτελέσεως παροχής εκ συμβάσεως - Σύμβαση εργασίας - Τόπος όπου ο εργαζόμενος εκτελεί συνήθως την εργασία του - Καθορισμός σε περίπτωση εκτελέσεως της εργασίας σε περισσότερα συμβαλλόμενα κράτη - Κριτήρια

    (Σύμβαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, άρθρο 5, σημ. 1, όπως τροποποιήθηκε με τις Συμβάσεις ροσχωρήσεως του 1978, του 1982 και του 1989)

    Περίληψη


    1. Για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 5, σημείο 1, της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, όπως τροποποιήθηκε με τη Σύμβαση της 9ης Οκτωβρίου 1978 για την προσχώρηση του Βασιλείου της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας, με τη Σύμβαση της 25ης Οκτωβρίου 1982 για την προσχώρηση της Ελληνικής Δημοκρατίας και με τη Σύμβαση της 26ης Μα_ου 1989 για την προσχώρηση του Βασιλείου της Ισπανίας και της ορτογαλικής Δημοκρατίας, εργασία ασκηθείσα από μισθωτό επί σταθερών ή πλωτών εγκαταστάσεων επί ή υπεράνω της υφαλοκρηπίδας κράτους μέλους, στο πλαίσιο της εξερευνήσεως και/ή της εκμεταλλεύσεως των φυσικών πόρων της, πρέπει να θεωρηθεί ως εργασία ασκηθείσα επί του εδάφους του εν λόγω κράτους.

    ( βλ. σκέψη 36, διατακτ. 1 )

    2. Το άρθρο 5, σημείο 1, της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, όπως τροποποιήθηκε με τη Σύμβαση της 9ης Οκτωβρίου 1978 για την προσχώρηση του Βασιλείου της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας, με τη Σύμβαση της 25ης Οκτωβρίου 1982 για την προσχώρηση της Ελληνικής Δημοκρατίας και με τη Σύμβαση της 26ης Μα_ου 1989 για την προσχώρηση του Βασιλείου της Ισπανίας και της ορτογαλικής Δημοκρατίας, έχει την έννοια ότι, αν ο μισθωτός εκπληρώνει τις απορρέουσες από την εργασιακή σύμβασή του υποχρεώσεις σε περισσότερα συμβαλλόμενα κράτη, ο τόπος όπου εκτελεί συνήθως την εργασία του, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, είναι ο τόπος όπου ή απ' όπου, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως, εκπληρώνει στην πράξη κατά τα ουσιώδη τις υποχρεώσεις του έναντι του εργοδότη του.

    _Οταν πρόκειται για σύμβαση εργασίας σε εκτέλεση της οποίας ο μισθωτός ασκεί τις ίδιες δραστηριότητες για λογαριασμό του εργοδότη του σε περισσότερα του ενός συμβαλλόμενα κράτη, πρέπει κατ' αρχήν να λαμβάνεται υπόψη ολόκληρη η διάρκεια της σχέσεως εργασίας για τον προσδιορισμό του τόπου όπου ο εργαζόμενος εκτελούσε συνήθως την εργασία του κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως. Ελλείψει άλλων κριτηρίων, ο τόπος αυτός είναι εκείνος όπου ο εργαζόμενος διήνυσε το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου εργασίας του. Τούτο δεν ισχύει μόνον όταν, λαμβανομένων υπόψη των πραγματικών στοιχείων της συγκεκριμένης υποθέσεως, το αντικείμενο της σχετικής διαφοράς έχει στενότερο σύνδεσμο με άλλον τόπο εργασίας, οπότε ο τελευταίος τόπος ασκεί επιρροή για την εφαρμογή του άρθρου 5, σημείο 1, της Συμβάσεως.

    Αν τα κριτήρια που καθόρισε το Δικαστήριο δεν επιτρέπουν στο εθνικό δικαστήριο να προσδιορίσει τον κατά το άρθρο 5, σημείο 1, της Συμβάσεως συνήθη τόπο εργασίας, ο εργαζόμενος δύναται να εναγάγει τον εργοδότη του επιλεκτικώς είτε ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου εγκαταστάσεως της επιχειρήσεως που τον προσέλαβε είτε ενώπιον των δικαστηρίων του συμβαλλόμενου κράτους, στο έδαφος του οποίου βρίσκεται η κατοικία του εργοδότη.

    Εξάλλου, το εφαρμοστέο στη διαφορά της κύριας δίκης εθνικό δίκαιο είναι όλως αδιάφορο για την ερμηνεία της εννοίας του τόπου όπου ο εργαζόμενος εκτελεί συνήθως την εργασία του κατά την προαναφερθείσα διάταξη.

    ( βλ. σκέψεις 58, 62, διατακτ. 2-3 )

    Διάδικοι


    Στην υπόθεση C-37/00,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Hoge Raad der Nederlanden (Κάτω Χώρες) προς το Δικαστήριο, βάσει του ρωτοκόλλου της 3ης Ιουνίου 1971 για την ερμηνεία από το Δικαστήριο της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

    Herbert Weber

    και

    Universal Ogden Services Ltd,

    η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 5, σημείο 1, της προαναφερθείσας Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 (EE 1982, L 388, σ. 7), όπως τροποποιήθηκε με τη Σύμβαση της 9ης Οκτωβρίου 1978 για την προσχώρηση του Βασιλείου της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας (ΕΕ 1982, L 388, σ. 24), με τη Σύμβαση της 25ης Οκτωβρίου 1982 για την προσχώρηση της Ελληνικής Δημοκρατίας (ΕΕ L 388, σ. 1) και με τη Σύμβαση της 26ης Μα_ου 1989 για την προσχώρηση του Βασιλείου της Ισπανίας και της ορτογαλικής Δημοκρατίας (ΕΕ L 285, σ. 1).

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους F. Macken, πρόεδρο τμήματος, N. Colneric, J.-P. Puissochet, R. Schintgen (εισηγητή) και Β. Σκουρή, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: F. G. Jacobs

    γραμματέας: R. Grass

    λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

    - ο H. Weber, εκπροσωπούμενος από τον E. van Staden ten Brink, advocaat,

    - η Universal Ogden Services Ltd., εκπροσωπούμενη από τους C. J. J. C. van Nispen και S. J. Schaafsma, advocaten,

    - η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Μ. A. Fierstra,

    - η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από την G. Amodeo, επικουρούμενη από την K. Smith, barrister,

    - η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον J. L. Iglesias Buhigues και την W. Neirinck,

    έχοντας υπόψη την έκθεση του εισηγητή δικαστή,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 18ης Οκτωβρίου 2001,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    Σκεπτικό της απόφασης


    1 Με απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 2000, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 10 Φεβρουαρίου 2000, το Hoge Raad der Nederlanden υπέβαλε, κατ' εφαρμογήν του ρωτοκόλλου της 3ης Ιουνίου 1971 για την ερμηνεία από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, τρία προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 5, σημείο 1, της Συμβάσεως αυτής (ΕΕ 1982, L 388, σ. 7), όπως τροποποιήθηκε με τη Σύμβαση της 9ης Οκτωβρίου 1978 για την προσχώρηση του Βασιλείου της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας (ΕΕ 1982, L 388, σ. 24), με τη Σύμβαση της 25ης Οκτωβρίου 1982 για την προσχώρηση της Ελληνικής Δημοκρατίας (ΕΕ L 388, σ. 1) και με τη Σύμβαση της 26ης Μα_ου 1989 για την προσχώρηση του Βασιλείου της Ισπανίας και της ορτογαλικής Δημοκρατίας (ΕΕ L 285, σ. 1, στο εξής: Σύμβαση των Βρυξελλών).

    2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του H. Weber, γερμανικής ιθαγενείας κατοίκου Krefeld (Γερμανία), και του εργοδότη του, της εταιρίας σκωτικού δικαίου Universal Ogden Services Ltd (στο εξής: UOS), με έδρα το Aberdeen (Ηνωμένο Βασίλειο), κατόπιν της λύσεως της συμβάσεως εργασίας που είχε συνάψει ο πρώτος με τη δεύτερη.

    Το νομικό πλαίσιο

    Η Σύμβαση των Βρυξελλών

    3 Οι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που περιέχονται στη Σύμβαση των Βρυξελλών περιλαμβάνονται στον τίτλο ΙΙ της Συμβάσεως αυτής, ο οποίος αποτελείται από τα άρθρα 2 έως 24.

    4 Το άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, το οποίο ανήκει στο επιγραφόμενο «Γενικές διατάξεις» τμήμα 1 του τίτλου ΙΙ, ορίζει:

    «Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρούσας συμβάσεως, τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος συμβαλλόμενου κράτους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους αυτού, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους.»

    5 Το άρθρο 3, πρώτο εδάφιο, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, το οποίο περιλαμβάνεται στο ίδιο τμήμα, ορίζει:

    «Τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος συμβαλλόμενου κράτους μπορούν να εναχθούν ενώπιον των δικαστηρίων άλλου συμβαλλόμενου κράτους μόνο σύμφωνα με τους κανόνες που περιλαμβάνονται στα τμήματα 2 έως 6 του παρόντος τίτλου.»

    6 Στα τμήματα 2 έως 6 του τίτλου ΙΙ, η Σύμβαση των Βρυξελλών θέτει κανόνες περί ειδικών βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας ή αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας.

    7 _Ετσι, κατά το άρθρο 5, το οποίο περιλαμβάνεται στο επιγραφόμενο «Ειδικές βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας» τμήμα 2 του τίτλου ΙΙ της Συμβάσεως:

    «ρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος συμβαλλομένου κράτους μπορεί να εναχθεί σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος:

    1) ως προς διαφορές εκ συμβάσεως, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή· ως προς διαφορές από ατομικές συμβάσεις εργασίας, ο τόπος αυτός είναι εκείνος όπου ο εργαζόμενος εκτελεί συνήθως την εργασία του, ή, αν ο εργαζόμενος δεν εκτελεί συνήθως την εργασία του στην ίδια πάντα χώρα, ο εργοδότης είναι δυνατόν να εναχθεί ενώπιον του δικαστηρίου στην περιφέρεια του οποίου ήταν ή είναι εγκατεστημένη η επιχείρηση που τον προσέλαβε·

    [...]».

    Το εφαρμοστέο διεθνές δίκαιο

    8 Η Σύμβαση περί υφαλοκρηπίδας, η οποία συνήφθη στη Γενεύη στις 29 Απριλίου 1958 (στο εξής: Σύμβαση της Γενεύης), τέθηκε σε ισχύ στις 10 Ιουνίου 1964 και επικυρώθηκε από το Βασίλειο των Κάτω Χωρών στις 18 Φεβρουαρίου 1966. Αντιθέτως, η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το δίκαιο της θάλασσας, η οποία υπεγράφη στο Montego Bay στις 10 Δεκεμβρίου 1982, επικυρώθηκε από το Βασίλειο των Κάτω Χωρών μόλις στις 28 Ιουνίου 1996, οπότε δεν είχε εφαρμογή σε αυτό το κράτος κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης.

    Οι σχετικές εθνικές διατάξεις

    9 Στις Κάτω Χώρες, ο Wet arbeid mijnbouw Noordzee (νόμος περί της εργασίας σε εξορυκτικές εγκαταστάσεις στη Βόρεια Θάλασσα, στο εξής: WAMN), της 2ας Νοεμβρίου 1992, τέθηκε σε ισχύ την 1η Φεβρουαρίου 1993.

    10 Το άρθρο 1, στοιχείο a, του WAMN ορίζει ότι, κατά την έννοια του νόμου, ο όρος «υφαλοκρηπίδα» συμπίπτει εννοιολογικώς με τον ορισμό της στον Mijnwet continentaal plat (νόμο περί εκμεταλλεύσεως του ορυκτού πλούτου της υφαλοκρηπίδας), της 23ης Σεπτεμβρίου 1965, είναι δηλαδή το εκτός της αιγιαλίτιδας ζώνης τμήμα του βυθού και του υπεδάφους της Βόρειας Θάλασσας επί του οποίου το Βασίλειο των Κάτω Χωρών ασκεί κυριαρχικά δικαιώματα (στο εξής: ολλανδική υφαλοκρηπίδα), κατ' εφαρμογήν ιδίως της Συμβάσεως της Γενεύης.

    11 Κατά το άρθρο 1, στοιχείο b, του WAMN, ως «εξορυκτική εγκατάσταση» κατά την έννοια του νόμου νοείται η εγκατάσταση που έχει δημιουργηθεί επί ή υπεράνω της ολλανδικής υφαλοκρηπίδας για την αναζήτηση ή την εξόρυξη ορυκτών ή το σύνολο εγκαταστάσεων από τις οποίες τουλάχιστον μία εμπίπτει στον ορισμό αυτόν.

    12 Από την αιτιολογική έκθεση σχετικά με το άρθρο 1 του WAMN προκύπτει ότι στον ορισμό της εξορυκτικής εγκαταστάσεως εμπίπτουν και τα διενεργούντα γεωτρήσεις πλοία και ότι ο ορισμός καλύπτει όλες τις εγκαταστάσεις αναζητήσεως ή εξορύξεως ορυκτών οι οποίες κείνται πέραν της αιγιαλίτιδος ζώνης, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για σταθερές ή πλωτές (προσδεδεμένες) εγκαταστάσεις.

    13 Το άρθρο 1, στοιχείο c, του WAMN ορίζει ότι ως «εργαζόμενος», κατά την έννοια του νόμου, νοείται:

    «1) το πρόσωπο το οποίο εργάζεται, στο πλαίσιο συμβάσεως εργασίας, επί της εξορυκτικής εγκαταστάσεως ή με βάση την εγκατάσταση αυτή·

    2) το πρόσωπο το οποίο, χωρίς να εμπίπτει στο ανωτέρω σημείο 1, έχει προσληφθεί με σύμβαση εργασίας για να ασκήσει, για χρονικό διάστημα τουλάχιστον τριάντα ημερών, εργασίες αναγνωρίσεως, αναζητήσεως ή εξορύξεως ορυκτών επί ή από πλοίο ευρισκόμενο εντός της αιγιαλίτιδας ζώνης ή εκτός αυτής και υπεράνω της υφαλοκρηπίδας της Βόρειας Θάλασσας».

    14 Το άρθρο 2 του WAMN έχει ως εξής:

    «Η σύμβαση εργασίας εργαζομένου διέπεται από το ολλανδικό δίκαιο των συμβάσεων εργασίας, περιλαμβανομένων των σχετικών κανόνων ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. Για την εφαρμογή των κανόνων ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, η ασκηθείσα από εργαζόμενο εργασία τεκμαίρεται ως ολοκληρωθείσα στο έδαφος των Κάτω Χωρών.»

    15 Το άρθρο 10, παράγραφος 1, του WAMN ορίζει:

    «Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 98, παράγραφος 2, και του άρθρου 126 του Κώδικα πολιτικής δικονομίας, ο Kantonrechter te Alkmaar έχει διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση των διαφορών που απορρέουν από σύμβαση εργασίας εργαζομένου και ως εκ της εφαρμογής του παρόντος νόμου.»

    16 Η αιτιολογική έκθεση σχετικά με το άρθρο 10 του WAMN διευκρινίζει ότι η διάταξη αυτή δεν δύναται να εισαγάγει εξαίρεση από τους κανόνες που θέτει η Σύμβαση των Βρυξελλών.

    Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

    17 Από τη δικογραφία της υποθέσεως της κύριας δίκης προκύπτει ότι ο H. Weber απασχολήθηκε από την UOS ως μάγειρας από τον Ιούλιο του 1987 μέχρι τις 30 Δεκεμβρίου 1993.

    18 Το αιτούν δικαστήριο διαπιστώνει ότι ο H. Weber εργάστηκε μέχρι τις 21 Σεπτεμβρίου 1993 για λογαριασμό της UOS «μεταξύ άλλων» υπεράνω της ολλανδικής υφαλοκρηπίδας, εντός πλοίων ή επί εξορυκτικών εγκαταστάσεων κατά την έννοια του WAMN.

    19 Κατά το αιτούν δικαστήριο, δεν αποδείχθηκε πότε ακριβώς, εντός της περιόδου μεταξύ της ενάρξεως της εργασιακής σχέσεώς του με την UOS, τον Ιούλιο του 1987, και της 21ης Σεπτεμβρίου 1993, ο H. Weber άσκησε τις δραστηριότητές του επί της ολλανδικής υφαλοκρηπίδας ούτε ποιες ακριβώς ημερομηνίες εργάστηκε επί εξορυκτικών εγκαταστάσεων ή πλοίων κατά την έννοια του WAMN.

    20 Συγκεκριμένα, κατά τους ισχυρισμούς του H. Weber, ο τελευταίος εργάστηκε καθ' όλη τη διάρκεια της περιόδου αυτής κυρίως επί της ολλανδικής υφαλοκρηπίδας, και συγκεκριμένα σε εξορυκτικές εγκαταστάσεις και σε πλοία υπό ολλανδική σημαία· πάντως, η UOS αμφισβητεί την ακρίβεια των ισχυρισμών αυτών.

    21 Αντιθέτως, δεν αμφισβητείται ότι, από τις 21 Σεπτεμβρίου μέχρι τις 30 Δεκεμβρίου 1993, ο H. Weber άσκησε το επάγγελμα του μάγειρα επί πλωτού γερανού, χρήση του οποίου γινόταν εντός της δανικής αιγιαλίτιδας ζώνης για την κατασκευή γέφυρας υπεράνω του Μεγάλου Βέλτ (Δανία).

    22 ροσάπτοντας στην UOS ότι έλυσε παρανόμως τη σχέση εργασίας, ο H. Weber άσκησε στις 29 Ιουνίου 1994 κατά της εταιρίας αγωγή ενώπιον του Kantonrechter te Alkmaar (Κάτω Χώρες), σύμφωνα με το άρθρο 10, παράγραφος 1, του WAMN.

    23 Το δικαστήριο απέρριψε, σκεπτόμενο κατά το ολλανδικό δίκαιο, την προβληθείσα από την UOS ένσταση ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας και κήρυξε την αγωγή του Η. Weber εν μέρει βάσιμη.

    24 Στη συνέχεια, η UOS άσκησε έφεση ενώπιον του Rechtbank te Alkmaar (Κάτω Χώρες), το οποίο, σκεπτόμενο επίσης αποκλειστικά με βάση το εθνικό δίκαιο, εκτίμησε ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κακώς έκρινε ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία να εκδικάσει την αγωγή του H. Weber. Το Rechtbank te Alkmaar αποφάνθηκε στην ουσία ότι μπορούσε να ληφθεί υπόψη μόνον η περίοδος απασχολήσεως μετά την 1η Φεβρουαρίου 1993, ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του WAMN, και ότι η πλέον των τριών μηνών διανυθείσα εντός της δανικής αιγιαλίτιδας ζώνης περίοδος εργασίας υπερισχύει εκείνης που διανύθηκε υπεράνω της ολλανδικής υφαλοκρηπίδας.

    25 Στις 7 Ιανουαρίου 1998, ο H. Weber άσκησε αναίρεση ενώπιον του Hoge Raad der Nederlanden, το οποίο έκρινε ότι το Rechtbank te Alkmaar υπέπεσε σε νομική πλάνη επειδή δεν εξέτασε αυτεπαγγέλτως αν η διεθνής δικαιοδοσία των ολλανδικών δικαστηρίων δύναται να συναχθεί από τους κανόνες της Συμβάσεως των Βρυξελλών. Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν, για την εφαρμογή του άρθρου 5, σημείο 1, της Συμβάσεως αυτής, αφενός, η εργασία που ασκήθηκε από τον Η. Weber επί της ολλανδικής υφαλοκρηπίδας πρέπει να θεωρηθεί ως εργασία που ασκήθηκε στις Κάτω Χώρες - και επομένως επί του εδάφους συμβαλλόμενου κράτους - και, αφετέρου, αν, από τότε που ανέλαβε υπηρεσία στην UOS τον Ιούλιο του 1987, ο ενδιαφερόμενος ασκούσε «συνήθως» την εργασία του στον τόπο αυτόν, κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως της Συμβάσεως των Βρυξελλών.

    26 Εκτιμώντας ότι υπό τις συνθήκες αυτές η έκβαση της δίκης εξαρτάται από την ερμηνεία της Συμβάσεως των Βρυξελλών, το Hoge Raad der Nederlanden αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1) ρέπει για την εφαρμογή του άρθρου 5, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών η εργασία που ασκήθηκε από εργαζόμενο κατά την έννοια του WAMN επί της ολλανδικής υφαλοκρηπίδας να θεωρηθεί ή εξομοιωθεί με εργασία που παρασχέθηκε εντός των Κάτω Χωρών;

    2) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, πρέπει, για την επίλυση του ζητήματος αν επιβάλλεται να θεωρηθεί ότι ο εργαζόμενος ασκούσε "συνήθως" την εργασία του στις Κάτω Χώρες, να ληφθεί υπόψη ολόκληρο το χρονικό διάστημα κατά το οποίο παρείχε την εργασία του ή μόνο η τελευταία περίοδος του διαστήματος αυτού;

    3) Για την απάντηση στο δεύτερο ερώτημα, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ του χρονικού διαστήματος κατά το οποίο ο WAMN δεν είχε ακόμα τεθεί σε ισχύ - περίοδος κατά την οποία ολλανδικός νόμος δεν είχε ακόμα ορίσει κανένα ολλανδικό δικαστήριο ως κατά τόπον αρμόδιο για την εκδίκαση υποθέσεως όπως η παρούσα - και του χρονικού διαστήματος μετά την έναρξη ισχύος του WAMN;»

    Επί του πρώτου ερωτήματος

    27 Για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, πρέπει να υπομνηστεί, πρώτον, ότι, κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 5, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών δεν μπορεί να εφαρμοστεί όταν η σύμβαση εργασίας εκτελείται καθ' ολοκληρίαν εκτός του εδάφους των συμβαλλομένων κρατών, λόγω του ότι ο εργαζόμενος ασκεί όλες τις δραστηριότητές του σε τρίτες χώρες (βλ. την απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 1989, 32/88, Six Constructions, Συλλογή 1989, σ. 341, σκέψη 22).

    28 Κατά συνέπεια, η εφαρμογή του εν λόγω άρθρου 5, σημείο 1, προϋποθέτει ότι είναι δυνατόν να συνδεθεί με το έδαφος τουλάχιστον ενός συμβαλλόμενου κράτους η ατομική σύμβαση εργασίας, σε εκτέλεση της οποίας ο μισθωτός ασκεί τις επαγγελματικές του δραστηριότητες.

    29 Δεύτερον, από το άρθρο 29 της Συμβάσεως της Βιέννης της 23ης Μα_ου 1969 περί του δικαίου των Συνθηκών προκύπτει ότι «[ε]ξαιρέσει της περιπτώσεως καθ' ην υφίσταται διάφορος πρόθεσις, προκύπτουσα εκ της συνθήκης ή άλλως πως, η συνθήκη δεσμεύει έκαστον μέρος επί ολοκλήρου του εδάφους του».

    30 Υπό το φως των προεκτεθέντων, πρέπει να καθοριστεί αν, για τον σκοπό εφαρμογής του άρθρου 5, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, εργασία ασκηθείσα, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης, επί της ολλανδικής υφαλοκρηπίδας πρέπει να θεωρηθεί ως δραστηριότητα ασκηθείσα στο έδαφος των Κάτω Χωρών, και επομένως συμβαλλόμενου κράτους.

    31 Ελλείψει διατάξεως της εν λόγω Συμβάσεως ικανής να διέπει τη συγκεκριμένη πτυχή του πεδίου εφαρμογής της και ελλείψει άλλων στοιχείων ως προς την απάντηση που πρέπει να δοθεί στο ερώτημα αυτό, επιβάλλεται η αναφορά στις αρχές του δημόσιου διεθνούς δικαίου σχετικά με το νομικό καθεστώς της υφαλοκρηπίδας και ειδικότερα στη Σύμβαση της Γενεύης, η οποία είχε εφαρμογή στις Κάτω Χώρες κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης.

    32 Κατά το άρθρο 2 της Συμβάσεως της Γενεύης, το παράκτιο κράτος ασκεί κυριαρχικά δικαιώματα επί της υφαλοκρηπίδας για την εξερεύνησή της και για την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων της. Τα δικαιώματα αυτά είναι αποκλειστικά και ανεξάρτητα κάθε ρητής διακηρύξεως.

    33 Κατά το άρθρο 5 της ίδιας Συμβάσεως, «το παράκτιον κράτος δικαιούται να κατασκευάζη και να συντηρή ή να θέτη εις λειτουργίαν επί της υφαλοκρηπίδος τας εγκαταστάσεις και ετέρας κατασκευάς αναγκαίας διά την εξερεύνησιν αυτής και διά την εκμετάλλευσιν των φυσικών αυτής πόρων». Το ίδιο άρθρο ορίζει ότι οι εγκαταστάσεις ή κατασκευές αυτές «υπάγονται εις την δικαιοδοσίαν του παρακτίου κράτους».

    34 Επίσης, το Διεθνές Δικαστήριο έχει κρίνει ότι τα δικαιώματα του παράκτιου κράτους σχετικά με την υφαλοκρηπίδα, ως φυσικής προεκτάσεως του εδάφους του υπό την θάλασσα, υφίστανται ipso facto και ab initio δυνάμει της κυριαρχίας του κράτους επί του εδάφους αυτού και ως επέκταση της κυριαρχίας αυτής υπό μορφή ασκήσεως κυριαρχικών δικαιωμάτων για την εξερεύνηση του βυθού της θάλασσας και την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων του (απόφαση της 20ής Φεβρουαρίου 1969 στις αποκαλούμενες υποθέσεις «της υφαλοκρηπίδας της Βόρειας Θάλασσας», Recueil des arrêts, avis consultatifs et ordonnances, 1969, σ. 3, σκέψη 19).

    35 _Αλλωστε, σύμφωνα με τις αρχές αυτές του δημόσιου διεθνούς δικαίου, το άρθρο 10, παράγραφος 1, του WAMN όρισε ότι συγκεκριμένο ολλανδικό δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία να εκδικάζει τις διαφορές σχετικά με σύμβαση εργασίας προσώπου, η δραστηριότητα του οποίου ασκείται επί ή από εξορυκτική εγκατάσταση, κείμενη επί της ολλανδικής υφαλοκρηπίδας ή υπεράνω αυτής, προς εξερεύνηση και/ή εκμετάλλευση των φυσικών πόρων της.

    36 Επομένως, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, για την εφαρμογή του άρθρου 5, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, εργασία ασκηθείσα από μισθωτό επί σταθερών ή πλωτών εγκαταστάσεων επί ή υπεράνω της υφαλοκρηπίδας κράτους μέλους, στο πλαίσιο της εξερευνήσεως και/ή της εκμεταλλεύσεως των φυσικών πόρων της, πρέπει να θεωρηθεί ως εργασία ασκηθείσα επί του εδάφους του εν λόγω κράτους.

    Επί του δευτέρου ερωτήματος

    37 Για την απάντηση στο ερώτημα αυτό, πρέπει να υπομνηστεί εκ προοιμίου η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 5, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών όταν η διαφορά αφορά ατομική σύμβαση εργασίας.

    38 ρώτον, όπως προκύπτει από τη νομολογία, όταν πρόκειται για συμβάσεις του είδους, ο κατά την ανωτέρω διάταξη της Συμβάσεως των Βρυξελλών τόπος εκπληρώσεως της παροχής που αποτελεί τη βάση της αγωγής δεν πρέπει να καθορίζεται, όπως εν γένει επί των συμβάσεων, με αναφορά στο εθνικό δίκαιο που έχει εφαρμογή κατά τους κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του δικάζοντος δικαστηρίου (πάγια νομολογία μετά την απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 1976, 12/76, Tessili, Συλλογή τόμος 1976, σ. 533), αλλ' αντιθέτως με βάση ομοιόμορφα κριτήρια που απόκειται στο Δικαστήριο να ορίσει στηριζόμενο στο σύστημα και στους στόχους της Συμβάσεως των Βρυξελλών (βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις της 13ης Ιουλίου 1993, C-125/92, Mulox IBC, Συλλογή 1993, σ. Ι-4075, σκέψεις 10, 11 και 16· της 9ης Ιανουαρίου 1997, C-383/95, Rutten, Συλλογή 1997, σ. Ι-57, σκέψεις 12 και 13, και της 28ης Σεπτεμβρίου 1999, C-440/97, GIE Groupe Concorde κ.λπ., Συλλογή 1999, σ. Ι-6307, σκέψη 14).

    39 Δεύτερον, το Δικαστήριο δέχεται ότι ο περιεχόμενος στο άρθρο 5, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών κανόνας περί ειδικής βάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας δικαιολογείται από την ύπαρξη ιδιαίτερα στενού δεσμού μεταξύ της διαφοράς και του δικαστηρίου που καλείται να την εκδικάσει, ώστε να εξασφαλιστεί η ορθή απονομή της δικαιοσύνης και να καταστεί δυνατή η λυσιτελής οργάνωση της δίκης, και ότι το δικαστήριο του τόπου όπου πρέπει να εκπληρωθεί η υποχρέωση του εργαζομένου να ασκήσει τις συμπεφωνημένες δραστηριότητες είναι το πλέον κατάλληλο να λύσει τη διαφορά που μπορεί να αναφυεί από τη σύμβαση εργασίας (βλ., μεταξύ άλλων, τις προαναφερθείσες αποφάσεις Mulox IBC, σκέψη 17, και Rutten, σκέψη 16).

    40 Τρίτον, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι, όταν πρόκειται για συμβάσεις εργασίας, κατά την ερμηνεία του άρθρου 5, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η μέριμνα για τη διασφάλιση της ενδεδειγμένης προστασίας του εργαζομένου, ως του πλέον αδυνάτου από κοινωνικής απόψεως συμβαλλομένου, και ότι η προστασία αυτή παρέχεται καλύτερα αν οι διαφορές σχετικά με σύμβαση εργασίας υπάγονται στη διεθνή δικαιοδοσία του δικαστηρίου του τόπου όπου ο εργαζόμενος εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του έναντι του εργοδότη του, εφόσον στον τόπο αυτόν ο εργαζόμενος μπορεί με μικρότερα έξοδα να προσφύγει στα δικαστήρια ή να αμυνθεί (προαναφερθείσες αποφάσεις Mulox IBC, σκέψεις 18 και 19, και Rutten, σκέψη 17).

    41 Το Δικαστήριο συνάγει εξ αυτών ότι το άρθρο 5, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι, όταν πρόκειται για συμβάσεις εργασίας, ο τόπος εκπληρώσεως της σχετικής παροχής, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, είναι εκείνος όπου ο εργαζόμενος ασκεί εμπράκτως τις δραστηριότητες που συμφώνησε με τον εργοδότη του (προαναφερθείσες αποφάσεις Mulox IBC, σκέψη 20· Rutten, σκέψη 15, και GIE Group Concorde κ.λπ., σκέψη 14).

    42 Το Δικαστήριο έχει επίσης διευκρινίσει ότι, οσάκις η εργασία ασκείται σε περισσότερα του ενός συμβαλλόμενα κράτη, πρέπει να αποφεύγεται η πολλαπλότητα των εχόντων διεθνή δικαιοδοσία δικαστηρίων, ώστε να αποτρέπεται ο κίνδυνος εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων και να διευκολύνεται η αναγνώριση και η εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων εκτός του κράτους όπου εκδόθηκαν, και ότι επομένως το άρθρο 5, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών δεν μπορεί να ερμηνευτεί υπό την έννοια ότι παρέχει συντρέχουσα δικαιοδοσία στα δικαστήρια κάθε συμβαλλόμενου κράτους, στο έδαφος του οποίου ο εργαζόμενος ασκεί μέρος των επαγγελματικών του δραστηριοτήτων (προαναφερθείσες αποφάσεις Mulox IBC, σκέψεις 21 και 23 και Rutten, σκέψη 18).

    43 Κατόπιν αυτού, το Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 25 και 26 της προαναφερθείσας αποφάσεως Mulox IBC, ότι στην περίπτωση αυτή ο τόπος όπου εκπληρώθηκε ή πρέπει να εκπληρωθεί, κατά την έννοια του άρθρου 5, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, η παροχή που χαρακτηρίζει τη σύμβαση εργασίας είναι ο τόπος όπου ή απ' όπου ο εργαζόμενος εκπληρώνει κατά κύριο λόγο τις υποχρεώσεις του έναντι του εργοδότη του και ότι πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι η εκτέλεση της ανατεθείσας στον μισθωτό αποστολής πραγματοποιήθηκε από γραφείο κείμενο σε συμβαλλόμενο κράτος, όπου ο εργαζόμενος είχε εγκαταστήσει την κατοικία του, από το οποίο ασκούσε τις δραστηριότητές του για λογαριασμό του εργοδότη του, και όπου επανερχόταν μετά από κάθε επαγγελματική μετακίνηση σε άλλες χώρες.

    44 Με την προαναφερθείσα απόφαση Rutten, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι, σε παρόμοια περίπτωση, τόπος όπου ο εργαζόμενος εκτελεί συνήθως την εργασία του, κατά την έννοια του άρθρου 5, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, είναι εκείνος όπου ο εργαζόμενος έχει εγκαταστήσει το πραγματικό κέντρο των επαγγελματικών δραστηριοτήτων του και ότι, για τον συγκεκριμένο καθορισμό του τόπου αυτού, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος διανύει το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου του εργασίας σε ένα από τα συμβαλλόμενα κράτη όπου διαθέτει γραφείο, από το οποίο οργανώνει τις δραστηριότητές του για λογαριασμό του εργοδότη του, και όπου επιστρέφει μετά από κάθε επαγγελματικό ταξίδι στο εξωτερικό.

    45 _Οσον αφορά τον συγκεκριμένο καθορισμό, σε υπόθεση όπως αυτή της κύριας δίκης, του κατά το άρθρο 5, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών συνήθους τόπου εργασίας, πρέπει να υπομνηστεί, αφενός, ότι τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς μεταξύ του H. Weber και του εργοδότη του δεν έχουν ακόμη αποσαφηνιστεί στο σύνολό τους ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.

    46 _Ετσι, ναι μεν δεν αμφισβητείται ότι ο ενδιαφερόμενος εργάστηκε επί πλωτού γερανού στη δανική αιγιαλίτιδα ζώνη από τις 21 Σεπτεμβρίου μέχρι τις 30 Δεκεμβρίου 1993, πλην όμως, κατά τα λοιπά, από τη δικογραφία προκύπτει μόνον ότι, από τον Ιούλιο του 1987 μέχρι τις 21 Σεπτεμβρίου 1993, ο H. Weber, τουλάχιστον για μέρος της περιόδου αυτής, είχε απασχοληθεί από την UOS επί πλοίων ή εξορυκτικών εγκαταστάσεων κατά την έννοια του WΑMN κειμένων υπεράνω της ολλανδικής υφαλοκρηπίδας. Ειδικότερα, οι απόψεις των διαδίκων διίστανται όσον αφορά τις ακριβείς ημερομηνίες της εν λόγω περιόδου κατά τις οποίες ο H. Weber εργάστηκε υπεράνω της ολλανδικής υφαλοκρηπίδας, ενώ ούτε από τη δικογραφία προκύπτει αν, κατά την ίδια περίοδο, ο ενδιαφερόμενος προέβη σε παροχές υπέρ της UOS σε άλλο τόπο, και, σε καταφατική περίπτωση, δεν προκύπτει η ταυτότητα της εμπλεκόμενης χώρας ή των χωρών ούτε η διάρκεια των δραστηριοτήτων αυτών. Από τις διαπιστώσεις του Rechtbank te Alkmaar προκύπτει απλώς ότι, κατά την περίοδο από 1ης Φεβρουαρίου μέχρι 21 Σεπτεμβρίου 1993, ο H. Weber εργάστηκε επί 79 ημέρες υπεράνω της ολλανδικής υφαλοκρηπίδας, χωρίς να έχει αποδειχθεί αν κατά τις υπόλοιπες 144 ημέρες εργάστηκε αλλού ή αντιθέτως έκανε χρήση του χρόνου αναπαύσεως.

    47 άντως, παρά τις σχετικές ασάφειες, δεν αμφισβητείται ότι, κατά την περίοδο εργασίας του για λογαριασμό της UOS, ο H. Weber απασχολήθηκε τουλάχιστον σε δύο διαφορετικά συμβαλλόμενα κράτη.

    48 Αφετέρου, σε αντίθεση με τα πραγματικά περιστατικά των υποθέσεων επί των οποίων εκδόθηκαν οι προαναφερθείσες αποφάσεις Mulox IBC και Rutten, ο H. Weber δεν διέθετε σε ένα από τα συμβαλλόμενα κράτη γραφείο το οποίο κατέστησε πραγματικό κέντρο των επαγγελματικών του δραστηριοτήτων και από το οποίο εκπλήρωνε κατά τα ουσιώδη τις υποχρεώσεις του έναντι του εργοδότη του.

    49 Κατά συνέπεια, η νομολογία αυτή δεν μπορεί να μεταφερθεί αυτούσια στην παρούσα υπόθεση. αρά ταύτα, παραμένει λυσιτελής στο μέτρο που συνεπάγεται ότι, όταν πρόκειται για σύμβαση εργασίας που εκτελείται στο έδαφος περισσοτέρων συμβαλλομένων κρατών, το άρθρο 5, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών έχει την έννοια ότι, λαμβανομένης υπόψη τόσο της ανάγκης να καθορίζεται ο τόπος με τον οποίο η διαφορά έχει τον σημαντικότερο σύνδεσμο προκειμένου να προσδιορίζεται το καταλληλότερο να αποφανθεί δικαστήριο όσο και εκείνης να διασφαλίζεται η ενδεδειγμένη προστασία του εργαζομένου, ως του πλέον αδυνάτου συμβαλλομένου, και να αποφεύγεται η πολλαπλότητα των δικαστηρίων που έχουν διεθνή δικαιοδοσία, αφορά τον τόπο όπου ή απ' όπου ο εργαζόμενος εκπληρώνει στην πράξη κατά τα ουσιώδη τις υποχρεώσεις του έναντι του εργοδότη του. Συγκεκριμένα, στον τόπο αυτόν ο εργαζόμενος μπορεί με μικρότερα έξοδα να εναγάγει τον εργοδότη του ή να αμυνθεί και το δικαστήριο του τόπου αυτού είναι το καταλληλότερο να λύσει τη διαφορά σχετικά με τη σύμβαση εργασίας (βλ. την προαναφερθείσα απόφαση Rutten, σκέψεις 22 έως 24).

    50 Υπό τις συνθήκες αυτές, όταν πρόκειται για υπόθεση όπως αυτή της κύριας δίκης, το λυσιτελές κριτήριο που πρέπει να ληφθεί υπόψη για να καθοριστεί ο συνήθης τόπος εργασίας κατά την έννοια του άρθρου 5, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών είναι κατ' αρχήν ο τόπος όπου ο εργαζόμενος διήνυσε το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου εργασίας του για λογαριασμό του εργοδότη του.

    51 Συγκεκριμένα, σε μια υπόθεση όπως αυτή της κύριας δίκης, όπου ο μισθωτός άσκησε, καθ' όλη τη διάρκεια της σχετικής περιόδου εργασίας, επί μονίμου βάσεως την ίδια δραστηριότητα υπέρ του εργοδότη του, και συγκεκριμένα τη δραστηριότητα του μάγειρα, είναι εντελώς αλυσιτελές το ποιοτικό κριτήριο, το οποίο ανάγεται στη φύση και στη σημασία της εργασίας που ασκήθηκε σε διαφορετικούς τόπους των συμβαλλόμενων κρατών.

    52 Λογική συνέπεια του κατά τη σκέψη 50 της παρούσας αποφάσεως χρονικού κριτηρίου, το οποίο στηρίζεται στη διάρκεια του χρόνου της εργασίας που ασκήθηκε σε κάθε ένα από τα σχετικά συμβαλλόμενα κράτη, είναι ότι η περίοδος δραστηριότητας του εργαζομένου λαμβάνεται υπόψη εξ ολοκλήρου για να καθοριστεί ο τόπος όπου ο μισθωτός άσκησε το σημαντικότερο μέρος της εργασίας του και όπου, στην περίπτωση αυτή, βρίσκεται το κέντρο βάρους της συμβατικής σχέσεώς του με τον εργοδότη.

    53 Η αρχή που διατυπώθηκε στην προηγούμενη σκέψη δεν έχει εφαρμογή μόνον αν, λαμβανομένων υπόψη των πραγματικών στοιχείων της συγκεκριμένης υποθέσεως, το αντικείμενο της επίδικης διαφοράς εμφανίζει στενότερο σύνδεσμο με άλλο τόπο εργασίας.

    54 _Ετσι, η πλέον πρόσφατη περίοδος εργασίας πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όταν ο εργαζόμενος, μετά την επί ορισμένο χρονικό διάστημα εκτέλεση της εργασίας του σε συγκεκριμένο τόπο, ασκεί στη συνέχεια τις δραστηριότητές του αδιαλείπτως σε άλλο τόπο, εφόσον, κατά τη σαφή βούληση των μερών, ο δεύτερος τόπος προορίζεται να καταστεί νέος συνήθης τόπος εργασίας κατά την έννοια του άρθρου 5, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών.

    55 Αντιθέτως, αν τα διατυπωθέντα ανωτέρω στις σκέψεις 50 έως 54 κριτήρια δεν παρέχουν στο εθνικό δικαστήριο τη δυνατότητα προσδιορισμού, για την εφαρμογή του άρθρου 5, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, του συνήθους τόπου εργασίας είτε διότι υφίστανται τουλάχιστον δύο τόποι εργασίας ίσης σημασίας είτε διότι ουδείς από τους διαφόρους τόπους όπου ο ενδιαφερόμενος άσκησε τις επαγγελματικές του δραστηριότητες συνδέεται με αρκούντως στέρεους και ισχυρούς δεσμούς με την παρασχεθείσα εργασία ώστε να θεωρείται ως κατ' εξοχήν τόπος συνδέσεως για τον καθορισμό του δικαστηρίου που έχει διεθνή δικαιοδοσία, προέχει, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 42 και 49 της παρούσης αποφάσεως, να αποφεύγεται η πολλαπλότητα των δικαστηρίων που έχουν διεθνή δικαιοδοσία να επιλαμβάνονται της αυτής έννομης σχέσεως. Κατά συνέπεια, το άρθρο 5, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απονέμει συντρέχουσα δικαιοδοσία στα δικαστήρια κάθε συμβαλλόμενου κράτους στο έδαφος του οποίου ο εργαζόμενος άσκησε μέρος των επαγγελματικών του δραστηριοτήτων.

    56 Εν προκειμένω, πρέπει να υπομνηστεί, αφενός, ότι, όπως προκύπτει από την έκθεση Jenard σχετικά με τη Σύμβαση των Βρυξελλών (ΕΕ 1986, C 298, σ. 29, και συγκεκριμένα σ. 50), οι κανόνες περί ειδικών βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας αποτελούν μόνο μια πρόσθετη δυνατότητα για τον ενάγοντα, χωρίς να θίγουν τη γενική αρχή που διατυπώνεται στο άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, της Συμβάσεως αυτής ότι τα πρόσωπα που κατοικούν στο έδαφος συμβαλλόμενου κράτους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους αυτού, ανεξάρτητα από την ιθαγένεια των διαδίκων. Αφετέρου, το άρθρο 5, σημείο 1, τελευταία φράση της περιόδου, της Συμβάσεως των Βρυξελλών ορίζει ότι, όταν ο εργαζόμενος δεν εκτελεί συνήθως την εργασία του στην ίδια χώρα, ο εργοδότης είναι δυνατόν να εναχθεί και ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου είναι ή ήταν εγκατεστημένη η επιχείρηση που προσέλαβε τον εργαζόμενο.

    57 Κατά συνέπεια, εφόσον πρόκειται περί καταστάσεως όπως η περιγραφόμενη στη σκέψη 55 της παρούσας αποφάσεως, ο εργαζόμενος θα μπορεί να επιλέξει να ασκήσει την αγωγή του κατά του εργοδότη είτε ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου εγκαταστάσεως της επιχειρήσεως που τον προσέλαβε, σύμφωνα με το άρθρο 5, σημείο 1, τελευταία φράση της περιόδου, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, είτε ενώπιον των δικαστηρίων του συμβαλλόμενου κράτους στο έδαφος του οποίου κατοικεί ο εργοδότης, σύμφωνα με το άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, της εν λόγω Συμβάσεως, εξυπακοουμένου ότι τα δύο αυτά δικαστήρια δεν συμπίπτουν.

    58 Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 5, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών έχει την έννοια ότι, αν ο μισθωτός εκπληρώνει τις απορρέουσες από την εργασιακή σύμβασή του υποχρεώσεις σε περισσότερα συμβαλλόμενα κράτη, ο τόπος όπου εκτελεί συνήθως την εργασία του, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, είναι ο τόπος όπου ή απ' όπου, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως, εκπληρώνει στην πράξη κατά τα ουσιώδη τις υποχρεώσεις του έναντι του εργοδότη του.

    _Οταν πρόκειται για σύμβαση εργασίας σε εκτέλεση της οποίας ο μισθωτός ασκεί τις ίδιες δραστηριότητες για λογαριασμό του εργοδότη του σε περισσότερα του ενός συμβαλλόμενα κράτη, πρέπει κατ' αρχήν να λαμβάνεται υπόψη ολόκληρη η διάρκεια της σχέσεως εργασίας για τον προσδιορισμό του τόπου όπου ο εργαζόμενος εκτελούσε συνήθως την εργασία του κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως.

    Ελλείψει άλλων κριτηρίων, ο τόπος αυτός είναι εκείνος όπου ο εργαζόμενος διήνυσε το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου εργασίας του.

    Τούτο δεν ισχύει μόνον όταν, λαμβανομένων υπόψη των πραγματικών στοιχείων της συγκεκριμένης υποθέσεως, το αντικείμενο της σχετικής διαφοράς έχει στενότερο σύνδεσμο με άλλον τόπο εργασίας, οπότε ο τελευταίος τόπος ασκεί επιρροή για την εφαρμογή του άρθρου 5, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών.

    Αν τα κριτήρια που καθόρισε το Δικαστήριο δεν επιτρέπουν στο εθνικό δικαστήριο να προσδιορίσει τον κατά το άρθρο 5, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών συνήθη τόπο εργασίας, ο εργαζόμενος δύναται να εναγάγει τον εργοδότη του επιλεκτικώς είτε ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου εγκαταστάσεως της επιχειρήσεως που τον προσέλαβε είτε ενώπιον των δικαστηρίων του συμβαλλόμενου κράτους, στο έδαφος του οποίου βρίσκεται η κατοικία του εργοδότη.

    Επί του τρίτου ερωτήματος

    59 Αφενός, όσον αφορά το ερώτημα αυτό, επιβάλλεται η επισήμανση ότι η Σύμβαση των Βρυξελλών έχει ως αντικείμενο τον προσδιορισμό της διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων των συμβαλλομένων κρατών εντός της ενδοκοινοτικής έννομης τάξεως επί των αστικών και εμπορικών υποθέσεων, οπότε στα θέματα που ρυθμίζει η Σύμβαση αυτή οι εσωτερικές δικονομικές νομοθεσίες υποχωρούν έναντι των διατάξεων της εν λόγω Συμβάσεως (βλ. την απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 1979, 25/79, Sanicentral, Συλλογή τόμος 1979/ΙΙ, σ. 653, σκέψη 5).

    60 Αφετέρου, πρέπει να υπομνηστεί ότι, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, οι όροι που χρησιμοποιεί το άρθρο 5, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών πρέπει, όταν πρόκειται για συμβάσεις εργασίας, να ερμηνεύονται αυτοτελώς, κατά τρόπον ώστε να εξασφαλίζεται τόσο η πλήρης αποτελεσματικότητα όσο και η ομοιόμορφη εφαρμογή, σε όλα τα συμβαλλόμενα κράτη, της Συμβάσεως αυτής, ο στόχος της οποίας έγκειται, μεταξύ άλλων, στην ενοποίηση των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων των συμβαλλομένων κρατών (βλ., μεταξύ άλλων, τις προαναφερθείσες αποφάσεις Mulox IBC, σκέψεις 10 και 16, και Rutten, σκέψεις 12 και 13).

    61 Επομένως, το εθνικό δίκαιο ουδεμία επιρροή ασκεί για την εφαρμογή του άρθρου 5, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, οπότε η ημερομηνία της ενάρξεως ισχύος του WAMN ουδόλως μεταβάλλει την έκταση εφαρμογής της διατάξεως αυτής.

    62 Υπό τις συνθήκες αυτές, στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το εφαρμοστέο στη διαφορά της κύριας δίκης εθνικό δίκαιο είναι όλως αδιάφορο για την ερμηνεία της εννοίας του τόπου όπου ο εργαζόμενος εκτελεί συνήθως την εργασία του κατά το άρθρο 5, σημείο 1, της εν λόγω Συμβάσεως, αντικείμενο του δευτέρου ερωτήματος.

    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


    Επί των δικαστικών εξόδων

    63 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Ολλανδική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου καθώς και η Επιτροπή, που υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

    κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 2000 το Hoge Raad der Nederlanden, αποφαίνεται:

    1) Για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 5, σημείο 1, της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, όπως τροποποιήθηκε με τη Σύμβαση της 9ης Οκτωβρίου 1978 για την προσχώρηση του Βασιλείου της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας, με τη Σύμβαση της 25ης Οκτωβρίου 1982 για την προσχώρηση της Ελληνικής Δημοκρατίας και με τη Σύμβαση της 26ης Μα_ου 1989 για την προσχώρηση του Βασιλείου της Ισπανίας και της ορτογαλικής Δημοκρατίας, εργασία ασκηθείσα από μισθωτό επί σταθερών ή πλωτών εγκαταστάσεων επί ή υπεράνω της υφαλοκρηπίδας κράτους μέλους, στο πλαίσιο της εξερευνήσεως και/ή της εκμεταλλεύσεως των φυσικών πόρων της, πρέπει να θεωρηθεί ως εργασία ασκηθείσα επί του εδάφους του εν λόγω κράτους.

    2) Το άρθρο 5, σημείο 1, της ανωτέρω Συμβάσεως έχει την έννοια ότι, αν ο μισθωτός εκπληρώνει τις απορρέουσες από την εργασιακή σύμβασή του υποχρεώσεις σε περισσότερα συμβαλλόμενα κράτη, ο τόπος όπου εκτελεί συνήθως την εργασία του, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, είναι ο τόπος όπου ή απ' όπου, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως, εκπληρώνει στην πράξη κατά τα ουσιώδη τις υποχρεώσεις του έναντι του εργοδότη του.

    _Οταν πρόκειται για σύμβαση εργασίας σε εκτέλεση της οποίας ο μισθωτός ασκεί τις ίδιες δραστηριότητες για λογαριασμό του εργοδότη του σε περισσότερα του ενός συμβαλλόμενα κράτη, πρέπει κατ' αρχήν να λαμβάνεται υπόψη ολόκληρη η διάρκεια της σχέσεως εργασίας για τον προσδιορισμό του τόπου όπου ο εργαζόμενος εκτελούσε συνήθως την εργασία του κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως.

    Ελλείψει άλλων κριτηρίων, ο τόπος αυτός είναι εκείνος όπου ο εργαζόμενος διήνυσε το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου εργασίας του.

    Τούτο δεν ισχύει μόνον όταν, λαμβανομένων υπόψη των πραγματικών στοιχείων της συγκεκριμένης υποθέσεως, το αντικείμενο της σχετικής διαφοράς έχει στενότερο σύνδεσμο με άλλον τόπο εργασίας, οπότε ο τελευταίος τόπος ασκεί επιρροή για την εφαρμογή του άρθρου 5, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών.

    Αν τα κριτήρια που καθόρισε το Δικαστήριο δεν επιτρέπουν στο εθνικό δικαστήριο να προσδιορίσει τον κατά το άρθρο 5, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών συνήθη τόπο εργασίας, ο εργαζόμενος δύναται να εναγάγει τον εργοδότη του επιλεκτικώς είτε ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου εγκαταστάσεως της επιχειρήσεως που τον προσέλαβε είτε ενώπιον των δικαστηρίων του συμβαλλόμενου κράτους, στο έδαφος του οποίου βρίσκεται η κατοικία του εργοδότη.

    3) Το εφαρμοστέο στη διαφορά της κύριας δίκης εθνικό δίκαιο είναι όλως αδιάφορο για την ερμηνεία της εννοίας του τόπου όπου ο εργαζόμενος εκτελεί συνήθως την εργασία του κατά το άρθρο 5, σημείο 1, της εν λόγω Συμβάσεως, αντικείμενο του δευτέρου ερωτήματος.

    Top