Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62000CJ0003

    Απόφαση του Δικαστηρίου της 20ής Μαρτίου 2003.
    Βασίλειο της Δανίας κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
    Προσέγγιση των νομοθεσιών - Οδηγία 95/2/Εό - Χρήση θειωδών, νιτρωδών και νιτρικών ως προσθέτων τροφίμων - Προστασία της υγείας - Αυστηρότερες εθνικές διατάξεις - Προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 95, παράγραφος 4, Εό - Αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως.
    Υπόθεση C-3/00.

    Συλλογή της Νομολογίας 2003 I-02643

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2003:167

    62000J0003

    Απόφαση του Δικαστηρίου της 20ης Μαρτίου 2003. - Βασίλειο της Δανίας κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. - Προσέγγιση των νομοθεσιών - Οδηγία 95/2/Εό - Χρήση θειωδών, νιτρωδών και νιτρικών ως προσθέτων τροφίμων - Προστασία της υγείας - Αυστηρότερες εθνικές διατάξεις - Προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 95, παράγραφος 4, Εό - Αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως. - Υπόθεση C-3/00.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2003 σελίδα I-02643


    Διάδικοι
    Σκεπτικό της απόφασης
    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
    Διατακτικό

    Διάδικοι


    Στην υπόθεση C-3/00,

    Βασίλειο της Δανίας, εκπροσωπούμενο από τον J. Molde, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

    προσφεύγον,

    υποστηριζόμενο από

    τη Δημοκρατία της Ισλανδίας, εκπροσωπούμενη από τον H. S. Kristjαnsson,

    και από

    το Βασίλειο της Νορβηγίας, εκπροσωπούμενο από την B. B. Ekeberg,

    παρεμβαίνοντες,

    κατά

    Επιτροπής των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τους M. Shotter και H. C. Stψvlbζk, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

    καθής,

    "που έχει ως αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως 1999/830/ΕΚ της Επιτροπής, της 26ης Οκτωβρίου 1999, για τις εθνικές διατάξεις που κοινοποιήθηκαν από το Βασίλειο της Δανίας σχετικά με τη χρήση θειωδών, νιτρωδών και νιτρικών στα τρόφιμα (ΕΕ L 329, σ. 1),

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

    συγκείμενο από τους G. C. Rodrνguez Iglesias, Πρόεδρο, J.-P. Puissochet, M. Wathelet και R. Schintgen, προέδρους τμήματος, C. Gulmann, D. A. O. Edward, A. La Pergola, P. Jann, Β. Σκουρή, F. Macken, N. Colneric, S. von Bahr και J. N. Cunha Rodrigues (εισηγητή), δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: A. Tizzano

    γραμματέας: H. von Holstein, βοηθός γραμματέας,

    έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

    αφού άκουσε τις αγορεύσεις των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 25ης Σεπτεμβρίου 2001,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 30ής Μαου 2002,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    Σκεπτικό της απόφασης


    1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 6 Ιανουαρίου 2000, το Βασίλειο της Δανίας ζήτησε, δυνάμει του άρθρου 230, πρώτο εδάφιο, ΕΚ, την ακύρωση της αποφάσεως 1999/830/ΕΚ της Επιτροπής, της 26ης Οκτωβρίου 1999, για τις εθνικές διατάξεις που κοινοποιήθηκαν από το Βασίλειο της Δανίας σχετικά με τη χρήση θειωδών, νιτρωδών και νιτρικών στα τρόφιμα (ΕΕ L 329, σ. 1, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

    2 Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 4ης Οκτωβρίου 2000, επετράπη στη Δημοκρατία της Ισλανδίας και στο Βασίλειο της Νορβηγίας να παρέμβουν προς στήριξη των αιτημάτων του Βασιλείου της Δανίας.

    Το νομικό πλαίσιο

    Το άρθρο 95 ΕΚ

    3 Η ισχύουσα από 1ης Μαου 1999 Συνθήκη του Άμστερνταμ τροποποίησε ουσιωδώς το άρθρο 100 Α της Συνθήκης ΕΚ και το επαναρίθμησε ως άρθρο 95 ΕΚ. Το άρθρο 95, παράγραφοι 4 έως 7, ΕΚ ορίζει:

    «4. Όταν, αφού το Συμβούλιο ή η Επιτροπή θεσπίσουν ένα μέτρο εναρμόνισης, ένα κράτος μέλος θεωρεί αναγκαίο να διατηρήσει εθνικές διατάξεις που δικαιολογούνται από τις επιτακτικές ανάγκες που προβλέπονται στο άρθρο 30 ή διατάξεις σχετικές με την προστασία του περιβάλλοντος ή του χώρου εργασίας, τις κοινοποιεί στην Επιτροπή, καθώς και τους λόγους διατήρησής τους.

    5. Επίσης, υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 4, εάν, μετά την εκ μέρους του Συμβουλίου ή της Επιτροπής θέσπιση μέτρου εναρμόνισης, ένα κράτος μέλος θεωρεί αναγκαία τη θέσπιση εθνικών διατάξεων επί τη βάσει νέων επιστημονικών στοιχείων σχετικών με την προστασία του περιβάλλοντος ή του χώρου εργασίας, για λόγους οι οποίοι συντρέχουν μόνον στην περίπτωσή του και οι οποίοι έχουν ανακύψει μετά τη θέσπιση του μέτρου εναρμόνισης, κοινοποιεί στην Επιτροπή τις μελετώμενες διατάξεις και τους λόγους που υπαγορεύουν τη θέσπισή τους.

    6. Η Επιτροπή, εντός έξι μηνών από τις κοινοποιήσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 4 και 5, εγκρίνει ή απορρίπτει τις εν λόγω εθνικές διατάξεις, αφού εξακριβώσει εάν αποτελούν ή όχι μέσο αυθαιρέτων διακρίσεων ή συγκεκαλυμμένο περιορισμό του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών, και εάν συνιστούν ή όχι εμπόδιο στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

    Εάν η Επιτροπή δεν αποφασίσει εντός αυτής της περιόδου, οι εθνικές διατάξεις, περί των οποίων οι παράγραφοι 4 και 5, λογίζονται ότι έχουν εγκριθεί.

    Εάν η πολυπλοκότητα του αντικειμένου το δικαιολογεί, και δεν υπάρχει κίνδυνος για την υγεία του ανθρώπου, η Επιτροπή μπορεί να κοινοποιήσει στο συγκεκριμένο κράτος μέλος ότι η περίοδος η αναφερόμενη στην παρούσα παράγραφο μπορεί να παραταθεί μέχρι ένα εξάμηνο.

    7. Οσάκις, σύμφωνα με την παράγραφο 6, επιτρέπεται σε ένα κράτος μέλος να διατηρήσει ή να εισαγάγει εθνικές διατάξεις παρεκκλίνουσες από το μέτρο εναρμόνισης, η Επιτροπή εξετάζει πάραυτα μήπως πρέπει να προτείνει αναπροσαρμογή του εν λόγω μέτρου.»

    Η οδηγία 89/107/ΕΟΚ

    4 Εκδοθείσα με θεμέλιο το άρθρο 100 Α της Συνθήκης, η οδηγία 89/107/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τα πρόσθετα που μπορούν να χρησιμοποιούνται στα τρόφιμα τα οποία προορίζονται για ανθρώπινη διατροφή (ΕΕ L 40, σ. 27, στο εξής: οδηγία πλαίσιο), ορίζει τα πρόσθετα τροφίμων, καθορίζει τις βασικές προϋποθέσεις χρήσεώς τους στα τρόφιμα και θεσπίζει το πλαίσιο εντός του οποίου πρόκειται να καταρτιστεί στη συνέχεια θετικός κατάλογος προσθέτων. Σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας, ο εν λόγω θετικός κατάλογος ορίζει τα πρόσθετα των οποίων επιτρέπεται η χρήση, εξαιρουμένου κάθε άλλου, τα τρόφιμα στα οποία μπορούν να προστίθενται τα πρόσθετα και τις προϋποθέσεις για την προσθήκη.

    5 Δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 3, της οδηγίας πλαισίου, τα πρόσθετα τροφίμων ενσωματώνονται στον θετικό κατάλογο σύμφωνα με γενικά κριτήρια περιγραφόμενα στο παράρτημα ΙΙ της οδηγίας.

    6 Το παράρτημα ΙΙ της οδηγίας πλαισίου, τιτλοφορούμενο «Γενικά κριτήρια για τη χρήση των προσθέτων τροφίμων» προβλέπει στα σημεία 1, 3 και 6:

    «1. Τα πρόσθετα τροφίμων μπορούν να γίνουν αποδεκτά μόνον εφόσον:

    - μπορεί να αποδειχθεί η ύπαρξη επαρκούς τεχνολογικής ανάγκης και ο επιδιωκόμενος στόχος δεν μπορεί να επιτευχθεί με άλλα μέσα, εφαρμόσιμα από οικονομική και τεχνολογική άποψη,

    - δεν παρουσιάζουν κανέναν κίνδυνο για την υγεία του καταναλωτή στα προτεινόμενα επίπεδα χρήσης, στον βαθμό που είναι δυνατό να εκτιμηθεί με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία,

    - δεν εξαπατούν τον καταναλωτή.

    [...]

    3. Για να προσδιοριστούν οι ενδεχόμενες βλαβερές επιπτώσεις ενός προσθέτου ή των παραγώγων του, το πρόσθετο υποβάλλεται στις κατάλληλες δοκιμές και σε κατάλληλη τοξικολογική αξιολόγηση. Στην αξιολόγηση πρέπει να λαμβάνονται επίσης υπόψη, παραδείγματος χάριν, τυχόν σωρευτικά, συνεργιστικά ή ενισχυτικά αποτελέσματα της χρήσεώς του καθώς και το φαινόμενο της δυσανεξίας του ανθρώπου έναντι ουσιών ξένων προς τον οργανισμό του.

    [...]

    6. Η έγκριση των προσθέτων τροφίμων πρέπει:

    [...]

    β) να περιορίζεται στην ελάχιστη δόση που είναι απαραίτητη για την επίτευξη του επιθυμητού αποτελέσματος·

    γ) να λαμβάνει υπόψη την τυχόν αποδεκτή ημερήσια δόση ή ισοδύναμο υπολογισμό που έχει καθοριστεί για τα πρόσθετα τροφίμων και την πιθανή ημερήσια πρόσληψη του συγκεκριμένου προσθέτου μέσω των τροφών στο σύνολό τους [...].»

    7 Το άρθρο 6 της οδηγίας πλαισίου προβλέπει ότι οι διατάξεις που ενδέχεται να έχουν επίπτωση στη δημόσια υγεία θεσπίζονται αφού ζητηθεί η γνώμη της επιστημονικής επιτροπής για την ανθρώπινη διατροφή (στο εξής: ΕΕΑΔ).

    Η οδηγία 95/2/ΕΚ

    8 Κατ' εφαρμογήν της οδηγίας πλαισίου, το περιεχόμενο του θετικού καταλόγου συγκεκριμενοποιήθηκε με τρεις ειδικές οδηγίες: την οδηγία 94/35/ΕΚ του Ευρωπαϋκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 1994, για τα γλυκαντικά που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν στα τρόφιμα (ΕΕ L 237, σ. 3), την οδηγία 94/36/ΕΚ του Ευρωπαϋκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 1994, για τις χρωστικές που μπορούν να χρησιμοποιούνται στα τρόφιμα (ΕΕ L 237, σ. 13), και την οδηγία 95/2/ΕΚ του Ευρωπαϋκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Φεβρουαρίου 1995, για τα πρόσθετα τροφίμων πλην των χρωστικών και των γλυκαντικών (ΕΕ L 61, σ. 1).

    9 Εκδοθείσα με θεμέλιο το άρθρο 100 Α της Συνθήκης, η οδηγία 95/2 αφορά τις προϋποθέσεις χρήσεως προσθέτων τροφίμων πλην των χρωστικών και των γλυκαντικών. Κατά την υιοθέτησή της, η δανική αντιπροσωπεία ψήφισε κατά της οδηγίας, διευκρινίζοντας, με δήλωση ψήφου της 15ης Δεκεμβρίου 1994, ότι δεν ανταποκρινόταν ικανοποιητικά στις υγειονομικές απαιτήσεις στις οποίες η εν λόγω αντιπροσωπεία απέδιδε καθοριστική σημασία όσον αφορά ιδίως τη χρήση νιτρικών, νιτρωδών και θειωδών ως προσθέτων τροφίμων.

    10 Σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 95/2:

    «Μόνο τα πληρούντα τις καθορισθείσες από την επιστημονική επιτροπή [για την ανθρώπινη διατροφή] απαιτήσεις πρόσθετα μπορούν να χρησιμοποιηθούν στα τρόφιμα».

    11 Σύμφωνα με το άρθρο 2 της οδηγίας 95/2, τα εγκεκριμμένα για τη χρήση τους στα τρόφιμα πρόσθετα απαριθμούνται στα παραρτήματα Ι, ΙΙ, IV και V αυτής. Όπως προκύπτει ειδικότερα από το άρθρο 2, παράγραφος 4, τα απαριθμούμενα στο παράρτημα ΙΙΙ πρόσθετα μπορούν να χρησιμοποιούνται μόνο στα αναφερόμενα στο εν λόγω παράρτημα τρόφιμα και υπό τους καθοριζόμενους εκεί όρους.

    12 Το παράρτημα ΙΙΙ, τμήμα Β, της οδηγίας 95/2 παραθέτει στον ακόλουθο πίνακα τις προϋποθέσεις χρήσεως του διοξειδίου του θείου (Ε 220) και των θειωδών - θειώδους νατρίου (Ε 221), όξινου θειώδους νατρίου (Ε 222), πυροθειώδους νατρίου (Ε 223), πυροθειώδους καλίου (Ε 224), θειώδους ασβεστίου (Ε 226), όξινου θειώδους ασβεστίου (Ε 227) και όξινου θειώδους καλίου (Ε 228). Τα ανώτατα επίπεδα εκφράζονται ως SO2 σε mg/kg ή mg/l, κατά περίπτωση, και αφορούν τη συνολικά διατιθέμενη ποσότητα από όλες τις πηγές.

    Τρόφιμα

    Ανώτατα επίπεδα (mg/kg ή mg/l, κατά περίπτωση) εκφραζόμενα ως SO2

    Burger-meat με ελάχιστη περιεκτικότητα σε λαχανικά ή/και σιτηρά 4%

    450

    Breakfast sausages

    450

    Longaniza fresca και butifarra fresca

    450

    Αποξηραμένα αλατισμένα ψάρια του είδους gadidae

    200

    Καρκινοειδή και κεφαλόποδα:

    - νωπά, κατεψυγμένα και υπερκατεψυγμένα

    Καρκινοειδή των ειδών penaeidae solencerides, aristeidae:

    - έως 80 μονάδες

    - από 80 έως 120 μονάδες

    - άνω των 120 μονάδων

    - μαγειρευμένα

    150(1)

    150(1)

    200(1)

    300(1)

    50(1)

    Χηρά μπισκότα

    50

    Άμυλο (εκτός από άμυλο για τροφές απογαλακτισμού, τροφές δεύτερης βρεφικής ηλικίας και τροφές νηπίων)

    50

    Σάγο

    30

    Κριθάρι σε σφαιρίδια

    30

    Αφυδατωμένες πατάτες σε κόκκους

    400

    Σνακς με βάση σιτηρά και πατάτες

    50

    Αποφλοιωμένες πατάτες

    50

    Επεξεργασμένες πατάτες (συμπεριλαμβανομένων των κατεψυγμένων και των υπερκατεψυγμένων)

    100

    Ζύμη πατάτας

    100

    Λευκά λαχανικά, αποξηραμένα

    400

    Λευκά λαχανικά, επεξεργασμένα (συμπεριλαμβανομένων των κατεψυγμένων και των υπερκατεψυγμένων)

    50

    Αποξηραμένο ρίζωμα ζιγγιβέρεως

    150

    Αποξηραμένες τομάτες

    200

    Πολτός χρένου

    800

    Πολτός κρεμμυριού, σκόρδου και ασκαλώνιου (κροκάρι)

    300

    Οπωροκηπευτικά σε ξίδι, λάδι ή άλμη (εκτός από τις ελιές και τις κίτρινες πιπεριές σε άλμη)

    100

    Κίτρινες πιπεριές σε άλμη

    500

    Επεξεργασμένα μανιτάρια (συμπεριλαμβανομένων των κατεψυγμένων)

    50

    Αποξηραμένα μανιτάρια

    100

    Αποξηραμένοι καρποί:

    - βερίκοκα, ραδάκινα, σταφύλια, δαμάσκηνα και σύκα

    - μπανάνες

    - μήλα και αχλάδια

    - άλλα (συμπεριλαμβανομένων των φλοιοκάρπων ξηρών καρπών)

    2000

    1000

    600

    500

    Αποξηραμένη ινδική καρύδα

    50

    Ζαχαρωμένα, κρυσταλλωμένα ή γλασαρισμένα οπωροκηπευτικά και φλοιός αγγελικής και εσπεριδοειδών

    100

    Μαρμελάδες, ζελέδες και μαρμελάδες εσπεριδοειδών όπως αναφέρονται στην οδηγία 79/693/ΕΟΚ (εκτός από τις μαρμελάδες και τους ζελέδες εξαιρετικής ποιότητας) και άλλες παρόμοιες πάστες φρούτων προς επάλειψη, συμπεριλαμβανομένων των προϋόντων «χαμηλών θερμίδων»

    50

    Jams, jellies, marmelades που γίνονται από φρούτα

    100

    Γέμιση πίτας με βάση τα φρούτα

    100

    Αρτύματα με βάση χυμούς εσπεριδοειδών

    200

    Συμπυκνωμένος σταφυλοχυμός για οικιακή οινοποα

    2 000

    Mostarda di frutta

    100

    Εκχύλισμα φρούτων για ζελέ, υγρή πηκτίνη προς πώληση στον τελικο καταναλωτή

    800

    Εμφιαλωμένα πετροκέρασα, ενυδατωμένοι ξηροί καρποί και λίτσι

    100

    Εμφιαλωμένες φέτες λεμονιού

    250

    Σάκχαρα κατά την έννοια της οδηγίας 73/437/ΕΟΚ, εκτός από το σιρόπι γλυκόζης, αφυδατωμένο ή μη

    15

    Σιρόπι γλυκόζης, αφυδατωμένο ή μη

    20

    Μελάσσα

    70

    Άλλα σάκχαρα

    40

    Σακχαρούχες τελικές επικαλύψεις (σιρόπια για τηγανίτες, αρωματισμένα σιρόπια για μιλκσέικ και παγωτά· παρόμοια προϋόντα)

    40

    Ξυμός πορτοκαλιού, μήλου, γκρέιπφρουτ και ανανά για χονδρική διανομή σε εστιατόρια

    50

    Ξυμός γλυκολεμονιού και λεμονιού

    350

    Συμπυκνώματα με βάση χυμούς φρούτων και περιεκτικότητα σε κριθάρι τουλάχιστον 2,5% (barley water)

    350

    Άλλα συμπυκνώματα με βάση χυμούς φρούτων ή φρούτα πλήρους συνθλίψεως· capilι groselha

    250

    Μη αλκοολούχα αρωματισμένα ποτά που περιέχουν χυμούς φρούτων

    20 (μόνον λόγω του SO2 του συμπυκνώματος)

    Μη αλκοολούχα αρωματισμένα ποτά που περιέχουν σιρόπι γλυκόζης τουλάχιστον 235 g/l

    50

    Σταφυλοχυμός, μη ζυμωθείς, για ιερουργική χρήση

    70

    Είδη ζαχαροπλαστικής με βάση το σιρόπι γλυκόζης

    50 (μόνον λόγω του SO2 του σιροπιού γλυκόζης)

    Μπύρα, συμπεριλαμβανομένης της μπύρας με χαμηλή περιεκτικότητα σε αλκοόλη και χωρίς αλκοόλη

    20

    Μπύρα με δεύτερη ζύμωση στο βαρέλι

    50

    Οίνος

    Σύμφωνα με τους κανονισμούς (ΕΟΚ) 822/87,

    (ΕΟΚ) 4252/88,

    (ΕΟΚ) 2332/92 και

    (ΕΟΚ) 1873/84 του Συμβουλίου, και τους εκτελεστικούς κανονισμούς

    [...]

    Οίνος χωρίς αλκοόλη

    200

    Made wine

    260

    Μηλίτης, απίτης, οίνος από φρούτα, αφρώδεις οίνοι από φρούτα (συμπεριλαμβανομένων των προϋόντων χωρίς αλκοόλη)

    200

    Υδρόμελι

    200

    Χύδι από ζύμωση

    170

    Μουστάρδα εκτός από μουστάρδα Dijon

    250

    Μουστάρδα Dijon

    500

    Ζελατίνη

    50

    [Υποκατάστατα] κρέατος, ψαριών και καρκινοειδών, με βάση πρωτενες λαχανικών και σιρητών

    200

    (1) Στα βρώσιμα μέρη.

    13 Το παράρτημα III, τμήμα Γ, της οδηγίας 95/2 προσδιορίζει με πίνακα τις προϋποθέσεις χρήσεως των νιτρικών και νιτρωδών στα τρόφιμα. Το περιεχόμενο του πίνακα μπορεί να εμφαίνεται ως ακολούθως.

    Νιτρώδες κάλιο (E 249) και νιτρώδες νάτριο (E 250):

    Τρόφιμα

    Προστιθέμενη ποσότητα (mg/kg)

    Υπολειπόμενο ποσό

    (mg/kg)

    Προϋόντα κρέατος, μη θερμικώς επεξεργασμένα, αλίπαστα, αποξηραμένα

    150(2)

    50(3)

    Άλλα αλίπαστα προϋόντα κρέατος Κονσέρβες προϋόντων κρέατος

    Foie gras, foie gras entier, blocs de foie gras

    150(2)

    100(3)

    Αλίπαστο μπέικον

    175(3)

    (2) Εκφραζόμενο ως NaNO2.

    (3) Ποσότητα καταλοίπων στο σημείο πώλησης στον τελικό καταναλωτή, εκφραζόμενη ως NaNO2.

    Νιτρικό κάλιο (E 251) και νιτρικό νάτριο (E 252):

    Τρόφιμα

    Προστιθέμενη ποσότητα

    (mg/kg)

    Υπολειπόμενο ποσό

    (mg/kg)

    Αλίπαστα προϋόντα κρέατος

    Κονσέρβες προϋόντων κρέατος

    300

    250(4)

    Σκληρό και ημίσκληρο τυρί

    [Υποκατάστατο] τυριού με βάση γαλακτοκομικά προϋόντα

    50(4)

    Ρέγγα και σαρδελλόρεγγα τουρσί

    200(5)

    (4) Εκφραζόμενο ως NaNO3.

    (5) Ποσότητα καταλοίπων, συμπεριλαμβανομένων των σχηματιζόμενων νιτρωδών αλάτων, εκφραζόμενη ως NaNO2.

    14 Το άρθρο 9, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 95/2 ορίζει:

    «Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για τη συμμόρφωση προς την παρούσα οδηγία το αργότερο στις 25 Σεπτεμβρίου 1996 προκειμένου:

    - να επιτρέψουν την εμπορία και τη χρήση των προϋόντων που [ανταποκρίνονται προς] την παρούσα οδηγία το αργότερο στις 25 Σεπτεμβρίου 1996,

    - να απαγορεύσουν την εμπορία και τη χρήση των προϋόντων που δεν ανταποκρίνονται στις διατάξεις της παρούσας οδηγίας το αργότερο στις 25 Μαρτίου 1997· πάντως, επιτρέπεται η εμπορία, μέχρις εξαντλήσεως των αποθεμάτων, των προϋόντων που δεν ανταποκρίνονται στην παρούσα οδηγία αλλά διατέθηκαν στην αγορά ή επισημάνθηκαν πριν από την ημερομηνία αυτή.»

    Η δανική κανονιστική ρύθμιση

    15 Η πρώτη συνολική κανονιστική ρύθμιση των προσθέτων τροφίμων θεσπίστηκε στη Δανία το 1973. Η ρύθμιση περιελάμβανε συγκεκριμένα θετικό κατάλογο των εγκεκριμένων προσθέτων. Επιτρεπόταν μόνο η χρήση των περιλαμβανομένων στον κατάλογο αυτό προσθέτων και μόνον υπό τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις που προσδιορίζονταν με τον κατάλογο.

    16 Ο δανικός θετικός κατάλογος υπέστη συνεχείς τροποποιήσεις σε συνάρτηση με υγειονομικές αξιολογήσεις και τεχνολογικές ανάγκες παράλληλα με τη θέσπιση κοινοτικών κανόνων αφορώντων τα πρόσθετα.

    17 Με εξαίρεση τις διατάξεις περί των θειωδών, των νιτρωδών και των νιτρικών, η οδηγία 95/2 μεταφέρθηκε στη δανική έννομη τάξη με το διάταγμα 1055 του Υπουργείου Υγείας, της 18ης Δεκεμβρίου 1995, σχετικά με τα πρόσθετα τροφίμων (Lovtidende 1995 A, σ. 5571), όπως αυτό τροποποιήθηκε ακολούθως με τα διατάγματα 834 του Υπουργείου Υγείας, της 23ης Σεπτεμβρίου 1996 (Lovtidende 1996 A, σ. 55089), και 942 του Υπουργείου Τροφίμων, της 11ης Δεκεμβρίου 1997 (Lovtidende 1997 A, σ. 5614) (στο εξής: διάταγμα 1055/95).

    18 Τα παραρτήματα του διατάγματος 1055/95 απαριθμούν σε πίνακα τις προϋποθέσεις χρήσεως των θειωδών στα τρόφιμα πλην του οίνου (οι κοινοτικοί κανόνες που αφορούν τον οίνο τυγχάνουν εφαρμογής στη Δανία). Το περιεχόμενό τους εμφαίνεται ως εξής:

    Τρόφιμα

    Ανώτατα επίπεδα (mg/kg ή mg/l, κατά περίπτωση) εκφραζόμενα ως SO2

    Πολτός σκόρδου

    300

    Πολτός χρένου

    600

    Βερίκοκα

    1 000(6)

    Πατάτες σε κόκκους

    100

    Μαρμελάδες, ζελέδες, μαρμελάδες εσπεριδοειδών και κρέμα κάστανου (όπως αναφέρονται στην οδηγία 79/693/ΕΟΚ)

    50(6)

    Άλλες μαρμελάδες

    50(6)

    Είδη ζαχαροπλαστικής με βάση το σιρόπι γλυκόζης

    50(6)

    Χηρά μπισκότα

    150

    Νωπός αστακός βαθέων υδάτων

    30

    Κατεψυγμένα καρκινοειδή

    30

    Μαγειρευμένα καρκινοειδή

    30

    Σάκχαρα (κατά την οδηγία 73/437/ΕΟΚ)

    15(6)

    Σιρόπι γλυκόζης

    20(6)

    Χύδι με βαθμό περιεκτικότητας σε οξύ 8 %

    100

    Ξυμός γλυκολεμονιού

    100

    Ξυμός λεμονιού

    350

    Αρωματισμένα ποτά με βάση συμπυκνωμένο χυμό φρούτων

    20(6)

    Μπύρα

    20

    Μηλίτης και απίτης

    50

    Οίνος από φρούτα

    300

    (6) Ποσότητα καταλοίπων.

    19 Τα παραρτήματα του διατάγματος 1055/95 αναφέρουν επίσης τις προϋποθέσεις χρήσεως των νιτρωδών και των νιτρικών στα τρόφιμα. Το περιεχόμενό τους εμφαίνεται ως ακολούθως.

    Νιτρώδες κάλιο (E 249) και νιτρώδες νάτριο (E 250):

    Τρόφιμα

    Προστιθέμενη ποσότητα (7)

    (mg/kg)

    Προϋόντα με βάση το κρέας, μη θερμικώς επεξεργασμένα, παρασκευασμένα από ολόκληρα κομμάτια κρέατος (συμπεριλαμβάνονται και οι φέτες από το προϋόν)

    60

    Μπέικον τύπου Wiltshire και συναφή τεμάχια, συμπεριλαμβανομένου του αλατισμένου χοιρομηρίου

    150

    Προϋόντα με βάση το κρέας, θερμικώς επεξεργασμένα, παρασκευασμένα από ολόκληρα κομμάτια κρέατος (συμπεριλαμβάνονται και οι φέτες από το προϋόν)

    60

    Rullepψlse (λουκάνικο κρέατος σε ρολό)

    100

    Προϋόντα με βάση το κρέας, θερμικώς επεξεργασμένα, παρασκευασμένα από ολόκληρα κομμάτια κρέατος (συμπεριλαμβάνονται και οι φέτες από το προϋόν), εξ ολοκλήρου συντηρημένα ή ημισυντηρημένα

    150

    Προϋόντα με βάση το κρέας, μη θερμικώς επεξεργασμένα, παρασκευασμένα από κιμά

    60

    Δανικό σαλάμι που έχει υποστεί ζύμωση

    100

    Προϋόντα με βάση το κρέας, μη θερμικώς επεξεργασμένα, παρασκευασμένα από κιμά, εξ ολοκλήρου συντηρημένα ή ημισυντηρημένα

    150

    Προϋόντα με βάση το κρέας, θερμικώς επεξεργασμένα, παρασκευασμένα από κιμά

    60

    Σφαιρίδια κρέατος ή ηπατοπολτός

    0

    Προϋόντα με βάση το κρέας, θερμικώς επεξεργασμένα, παρασκευασμένα από κιμά, εξ ολοκλήρου συντηρημένα ή ημισυντηρημένα

    150

    (7) Υπολογιζόμενη ως NaNO2.

    Νιτρικό κάλιο (E 251) και νιτρικό νάτριο (E 252):

    Τρόφιμα

    Προστιθέμενη ποσότητα (8)

    (mg/kg)

    Μπέικον τύπου Wiltshire και συναφή τεμάχια, συμπεριλαμβανομένου του αλατισμένου χοιρομηρίου

    300

    (8) Υπολογιζόμενη ως NaNO3.

    Η προσβαλλόμενη απόφαση

    20 Με έγγραφο της 15ης Ιουλίου 1996, το οποίο συμπληρώθηκε με έγγραφο της 20ής Μαου 1997, η Δανική Κυβέρνηση κοινοποίησε, δυνάμει του άρθρου 100 Α, παράγραφος 4, της Συνθήκης, στην Επιτροπή τις εθνικές διατάξεις της σχετικά με τη χρήση θειωδών, νιτρωδών και νιτρικών (στο εξής: επίδικες διατάξεις) με σκοπό την, κατά παρέκκλιση των διατάξεων της οδηγίας 95/2, διατήρησή τους σε ισχύ.

    21 Κατόπιν ατύπων επαφών με τις υπηρεσίες της Επιτροπής, η Δανική Κυβέρνηση απηύθυνε στην πρώτη συμπληρωματικές πληροφορίες στις 14 Ιουλίου 1998. Ακολούθως, η Επιτροπή διαβίβασε τον φάκελο της κοινοποιήσεως στα λοιπά κράτη μέλη προκειμένου να εκφέρουν τη γνώμη τους. Διατύπωσαν γνώμες επτά κράτη μέλη, αρκετά από τα οποία εξέφρασαν επιφυλάξεις επί του αιτήματος της Δανικής Κυβερνήσεως.

    22 Στις 26 Οκτωβρίου 1999 η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση στηριζόμενη στο άρθρο 95, παράγραφος 6, ΕΚ. Η Επιτροπή διαπίστωσε με την εν λόγω απόφαση ότι οι επίδικες διατάξεις «έχουν ως στόχο την προστασία της δημόσιας υγείας, αλλά υπερβαίνουν τα αναγκαία για την επίτευξη του στόχου αυτού επίπεδα» (σημείο 44 των αιτιολογικών σκέψεων της αποφάσεως), οπότε αποφάσισε να μη τις εγκρίνει.

    23 Η προσβαλλόμενη απόφαση κοινοποιήθηκε στη Δανική Κυβέρνηση στις 28 Οκτωβρίου 1999.

    24 Κατόπιν της εν λόγω κοινοποιήσεως, η Δανική Κυβέρνηση κατήργησε τις επίδικες διατάξεις με την έκδοση του διατάγματος 822, της 5ης Νοεμβρίου 1999 (Lovtidende 1999 A, σ. 5713).

    Τα επιστημονικά δεδομένα

    Θειώδη

    25 Όπως προκύπτει από τη δικογραφία της παρούσας υποθέσεως, η προσθήκη θειωδών στα τρόφιμα μπορεί να συνεπάγεται τη συντήρησή τους. Τα θειώδη χρησιμοποιούνται ειδικότερα στον οίνο, τις μαρμελάδες, τα ξηρά μπισκότα και τους ξηρούς καρπούς. Παρεμποδίζουν την ανάπτυξη βακτηρίων, διαβρωτικών των τροφίμων, μούχλας και ζυμώσεων.

    26 Πάντως, όταν λαμβάνονται σε μεγάλες ποσότητες, τα θειώδη μπορούν να είναι βλαβερά για την υγεία, δεδομένου ότι είναι ικανά να προκαλέσουν ειδικότερα βλάβες του πεπτικού σωλήνα. Επιπλέον, μπορούν να προκαλέσουν σοβαρές αλλεργικές αντιδράσεις σε ασθματικούς και να οδηγήσουν στον θάνατο σε σοβαρότερες περιπτώσεις. Οι σχετικές αλλεργικές αντιδράσεις μπορούν να παρατηρηθούν ακόμη και αν το αλλεργικό άτομο καταναλίσκει πολύ μικρές ποσότητες θειωδών.

    27 Η ΕΕΑΔ μελέτησε την τοξικολογία των θειωδών το 1981 (Εκθέσεις της ΕΕΑΔ, 11η σειρά, σ. 47, στο εξής: γνώμη του 1981). Ακολούθως, η ΕΕΑΔ εξέδωσε στις 25 Φεβρουαρίου 1994 γνώμη επί των θειωδών που χρησιμοποιούνται ως πρόσθετα στα τρόφιμα (Εκθέσεις της ΕΕΑΔ, 35η σειρά, σ. 23, στο εξής: γνώμη του 1994). Με τη γνώμη αυτή, η ΕΕΑΔ καθόρισε ως ημερήσια αποδεκτή δόση (στο εξής: ΗΑΔ) για τον θειώδη ανυδρίτη τα 0-0,7 mg/kg βάρους σώματος. Επιπλέον, συνέστησε, όσον αφορά την εμφάνιση σοβαρών αλλεργικών αντιδράσεων, η χρήση των θειωδών να περιορίζεται κατά το δυνατό και να αναγράφεται στην ετικέτα η προσθήκη τους στα τρόφιμα.

    Τα νιτρώδη και νιτρικά

    28 Σύμφωνα με τις πληροφορίες που διαθέτει το Δικαστήριο στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως, τα νιτρώδη και τα νιτρικά είναι πρόσθετα τροφίμων που έχουν ως αποτέλεσμα τη συντήρησή τους και μπορούν να καταστούν επικίνδυνα για τον ανθρώπινο οργανισμό κατά ποικίλους τρόπους.

    29 Η προσθήκη νιτρωδών και νιτρικών στα τρόφιμα στηρίζει το αποτέλεσμα της συντηρήσεως μέσω καπνίσεως, αλατίσματος ή βρώσεως των προϋόντων κρέατος επί παραδείγματι. Οι ουσίες αυτές παρεμποδίζουν την ανάπτυξη βακτηρίων ικανών να αλλοιώσουν τα τρόφιμα, καθώς και παθογενών βακτηρίων όπως το clostridium botulinum, υπεύθυνο για την αλλαντίαση. Πάντως, στα προϋόντα κρέατος, τα νιτρώδη μετατρέπονται σε νιτροζαμίνες, ειδικότερα μέσω αντιδράσεως που χωρεί μεταξύ των νιτρωδών και ορισμένων ουσιών που απαντούν εκ φύσεως στο κρέας. Οι νιτροζαμίνες αναγνωρίζονται ως καρκινογόνες.

    30 Η ΕΕΑΔ εξέτασε τις τεχνολογικές ανάγκες και τους υγειονομικούς κινδύνους που συνδέονται με την προσθήκη νιτρωδών και νιτρικών στις από 19 Οκτωβρίου 1990 (Εκθέσεις της ΕΕΑΔ, 26η σειρά, σ. 21, στο εξής: γνώμη του 1990) και 22 Σεπτεμβρίου 1995 (Εκθέσεις της ΕΕΑΔ, 38η σειρά, σ. 1, στο εξής: γνώμη του 1995) γνώμες της. Με την πρώτη από τις ανωτέρω γνώμες, συνήγαγε ιδίως:

    «Θα ήταν φρόνιμο να μειωθεί στο μέτρο του δυνατού το επίπεδο των προσχηματισμένων νιτρωδοενώσεων στα τρόφιμα. Για τον λόγο αυτό η επιτροπή συνιστά τη μείωση στο ελάχιστο της εκθέσεως στις προσχηματισμένες νιτροζαμίνες στα τρόφιμα μέσω καταλλήλων τεχνολογικών πρακτικών, όπως η μείωση των δόσεων νιτρωδών και νιτρικών που προστίθενται στα τρόφιμα στο ελάχιστο δυνατό απαιτούμενο για την επίτευξη του αναγκαίου αποτελέσματος σε επίπεδο συντηρήσεως και για την επίτευξη ασφαλείας από μικροβιολογικής απόψεως. Τα επίπεδα αυτά νιτρωδών και νιτρικών θα έπρεπε να είναι τα χαμηλότερα δυνατά ενόψει των στοιχείων που υποβλήθηκαν στην επιτροπή κατά τη διάρκεια της καταρτίσεως της παρούσας εκθέσεως» (Εκθέσεις της ΕΕΑΔ, 26η σειρά, σ. 27 και 28).

    31 Με τη γνώμη τού 1995, η ΕΕΑΔ υπενθυμίζει ότι οι νιτροζαμίνες είναι καρκινογόνες και διαπιστώνει ότι είναι ανέφικτος ο καθορισμός κατωτάτου ορίου κάτω του οποίου δεν εμφανίζουν κανένα κίνδυνο καρκινογενέσεως. Η ΕΕΑΔ επαναλαμβάνει το πόρισμα στο οποίο κατέληξε με τη γνώμη του 1990 ότι επιβάλλεται μείωση στο ελάχιστο της εκθέσεως στις νιτροζαμίνες μέσω της διατροφής (Εκθέσεις της ΕΕΑΔ, 38η σειρά, σ. 22 και 23, σημεία 3.3.2.2 και 3.3.2.3).

    Η προσφυγή

    32 Προς στήριξη της προσφυγής του για την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Βασίλειο της Δανίας επικαλείται πέντε σειρές λόγων αντλουμένων, πρώτον, από παράβαση ουσιωδών τύπων, δεύτερον, από μη τήρηση των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 95, παράγραφος 4, ΕΚ, τρίτον, πλανών περί το δίκαιο και τα πραγματικά περιστατικά ως προς την απόρριψη συγκεκριμένα των επιδίκων διατάξεων περί της χρήσεως θειωδών, τέταρτον, πλανών περί το δίκαιο και τα πραγματικά περιστατικά ως προς την απόρριψη ειδικότερα των επιδίκων διατάξεων περί της χρήσεως νιτρωδών και νιτρικών και, πέμπτον, παραλείψεως αποφάνσεως και ελλείψεως αιτιολογίας.

    Επί των λόγων ακυρώσεως που αντλούνται από την παράβαση ουσιωδών τύπων

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    33 Με τον πρώτο λόγο του ακυρώσεως, το Βασίλειο της Δανίας, υποστηριζόμενο από τη Δημοκρατία της Ισλανδίας, ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει παράβαση ουσιωδών τύπων ως εκ του ότι η Επιτροπή δεν σεβάστηκε έναντι αυτού την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως προτού εκδώσει την απόφασή της. Η τελευταία στηρίζεται σε εσφαλμένες εκτιμήσεις - μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται εκείνη, σύμφωνα με την οποία οι διατάξεις της οδηγίας 95/2 είναι σύννομες προς τις αναπροσαρμοσμένες γνώμες της ΕΕΑΔ - που θα μπορούσαν να αποσαφηνιστούν αν η Επιτροπή είχε παράσχει τη σχετική δυνατότητα στη Δανική Κυβέρνηση.

    34 Με τον δεύτερο λόγο του ακυρώσεως, το Βασίλειο της Δανίας, υποστηριζόμενο από τη Δημοκρατία της Ισλανδίας, υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει παράβαση ουσιωδών τύπων ως εκ του ότι η Επιτροπή δεν παρέσχε στη Δανική Κυβέρνηση τη δυνατότητα να λάβει γνώση των γνωμών που είχε συλλέξει από άλλα κράτη μέλη ούτε να τις σχολιάσει. Με δική της πρωτοβουλία, η Επιτροπή διαβίβασε τον φάκελο κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη προκειμένου να εκφέρουν γνώμη, χωρίς οποιαδήποτε διάταξη της Συνθήκης ΕΚ να προβλέπει την υποχρέωσή της να λάβει τη γνώμη τους προτού εκδώσει απόφαση κατ' εφαρμογήν του άρθρου 95, παράγραφος 6, ΕΚ. Αρκετές από τις περιλαμβανόμενες στην προσβαλλόμενη απόφαση αιτιάσεις που στρέφονται κατά των επιδίκων διατάξεων συμπίπτουν με τις εν λόγω γνώμες, γεγονός που επιτρέπει να υποτεθεί ότι οι τελευταίες επηρέασαν την απόφαση. Οι γνώμες αυτές περιλαμβάνουν εσφαλμένες απόψεις που επαναλαμβάνονται στην απόφαση και που η Δανική Κυβέρνηση θα είχε τη δυνατότητα να διορθώσει αν είχε ζητηθεί η γνώμη της.

    35 Η Επιτροπή απαντά στον πρώτο και δεύτερο λόγο ακυρώσεως υποστηρίζοντας, κυρίως, ότι η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως δεν εφαρμόζεται στο πλαίσιο αιτήσεως δυνάμει του άρθρου 95, παράγραφος 4, ΕΚ. Συγκεκριμένα, η θεσπιζόμενη με την ανωτέρω διάταξη διαδικασία συνιστά στην πραγματικότητα στάδιο νομοθετικής διαδικασίας, τείνει δηλαδή στην έκδοση πράξεων γενικής εφαρμογής. Η έγκριση της διατηρήσεως εθνικών διατάξεων παρεκκλινουσών δυνάμει του άρθρου 95, παράγραφος 4, ΕΚ ισοδυναμεί με τροποποίηση οδηγίας ή θέσπιση μεταβατικού καθεστώτος στο πλαίσιο οδηγίας.

    36 Επικουρικώς, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι εν προκειμένω δεν προσέβαλε την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως. Συγκεκριμένα, η Δανική Κυβέρνηση είχε στην πραγματικότητα τη δυνατότητα να εκφράσει την άποψή της. Αφενός, στο πλαίσιο της νομοθετικής διαδικασίας που είχε προηγηθεί της εκδόσεως της οδηγίας 95/2, είχε την ευκαιρία να εκφράσει την άποψή της σχετικά με το προβλεπόμενο από την οδηγία επίπεδο προστασίας. Αφετέρου, με την αίτησή της, δυνάμει του άρθρου 95, παράγραφος 4, ΕΚ, η Δανική Κυβέρνηση εξέθεσε τα στοιχεία τα οποία δικαιολογούν, κατά την άποψή της, την επίκληση της εν λόγω διατάξεως. Αν η Δανική Κυβέρνηση είχε ακουστεί προτού η Επιτροπή εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, τούτο θα σήμαινε ότι της παρεσχέθη τρίτη δυνατότητα να εκφράσει την άποψή της. Η Επιτροπή προσθέτει ότι, μετά την κοινοποίηση των επιδίκων διατάξεων δυνάμει του άρθρου 95, παράγραφος 4, ΕΚ, αλλά προ της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, πραγματοποιήθηκε στις 19 Νοεμβρίου 1997 σύσκεψη μεταξύ της ιδίας και των δανικών αρχών προκειμένου να συζητηθεί η υπόθεση. Κατά την εν λόγω σύσκεψη, η Δανική Κυβέρνηση ήταν απόλυτα ελεύθερη να εγείρει άλλα ζητήματα συναφή προς τη συγκεκριμένη κοινοποίηση.

    37 Όλως επικουρικότερα, για την περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο θα εκτιμούσε ότι συντρέχει παραβίαση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως, η Επιτροπή επιχειρηματολογεί υποστηρίζοντας ότι η συγκεκριμένη παραβίαση δεν είχε εν προκειμένω καμία επίπτωση ως προς την έκβαση της διαδικασίας. Ισχυρίζεται ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, η παραβίαση των δικαιωμάτων άμυνας δεν μπορεί να συνεπάγεται ακύρωση παρά μόνον εφόσον επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι, ελλείψει της παρατυπίας αυτής, η διαδικασία θα είχε καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα. Η Επιτροπή ενημέρωσε τη Δανική Κυβέρνηση, ιδίως με έγγραφο του Επιτρόπου M. Bangemann της 16ης Μαρτίου 1999, ότι είχε ζητήσει και λάβει παρατηρήσεις άλλων κρατών μελών, χωρίς η ενδιαφερόμενη κυβέρνηση να ζητήσει να της παρασχεθεί η δυνατότητα να σχολιάσει τις ληφθείσες από τα λοιπά κράτη μέλη πληροφορίες. Με το δικόγραφό της περί ακυρώσεως εξέφρασε για πρώτη φορά τη σχετική επιθυμία. Εξάλλου, στις 22 Οκτωβρίου 1999 η Δανική Κυβέρνηση απηύθυνε σε δύο μέλη της Επιτροπής έγγραφα με τα οποία σχολίασε ορισμένα τεχνικά στοιχεία που παρετίθεντο στο σχέδιο της προσβαλλομένης αποφάσεως. Έπεται ότι η Δανική Κυβέρνηση γνώριζε το σχέδιο πριν από την έκδοση της αποφάσεως και γνωστοποίησε τις παρατηρήσεις της συναφώς προτού εκδοθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    38 Προκαταρκτικώς, επιβάλλεται η εξέταση της φύσεως της προβλεπόμενης στο άρθρο 95, παράγραφοι 4 και 6, ΕΚ διαδικασίας.

    39 Ασφαλώς, αληθεύει, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, ότι η εκδιδόμενη από την Επιτροπή απόφαση, στα πλαίσια της εν λόγω διαδικασίας, περί εγκρίσεως της διατηρήσεως εθνικής διατάξεως παρεκκλίνουσας από κοινοτική πράξη γενικής ισχύος, συνεπάγεται την erga omnes τροποποίηση του πεδίου εφαρμογής της εν λόγω πράξεως. Πάντως, η διαδικασία που καταλήγει στην έκδοση παρόμοιας αποφάσεως δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αποτελούσα τμήμα της νομοθετικής διαδικασίας που ολοκληρώνεται με την έκδοση της πράξεως γενικής ισχύος.

    40 Πράγματι, η διαδικασία εγκρίσεως εθνικών διατάξεων περί παρεκκλίσεως, όπως προβλέπει το άρθρο 95, παράγραφοι 4 και 6, ΕΚ, διαφέρει από εκείνη που οδηγεί στην έκδοση του μέτρου εναρμονίσεως, αντικειμένου της παρεκκλίσεως. Δυνάμει του άρθρου 95, παράγραφος 1, ΕΚ, το εν λόγω μέτρο εκδίδεται, σύμφωνα με την προβλεπόμενη στο άρθρο 251 ΕΚ διαδικασία συναποφάσεως, από το Συμβούλιο και το Ευρωπαϋκό Κοινοβούλιο κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής και μετά από διαβούλευση με την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή. Αντίθετα, η διαδικασία εγκρίσεως κινείται, σύμφωνα με τη φρασεολογία του άρθρου 95, παράγραφος 4, ΕΚ, μετά την έκδοση εκ μέρους του νομοθέτη του μέτρου εναρμονίσεως. Ο σκοπός της έγκειται στην αξιολόγηση των ειδικών αναγκών κράτους μέλους, η δε Επιτροπή υπέχει την υποχρέωση, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 95, παράγραφος 7, ΕΚ, να εξετάσει τη σκοπιμότητα της προτάσεως στον κοινοτικό νομοθέτη της προσαρμογής του μέτρου εναρμονίσεως, εφόσον ενέκρινε εθνικές διατάξεις παρεκκλίνουσες από αυτό.

    41 Το επιχείρημα της Επιτροπής, το οποίο θεμελιώνεται στη νομοθετική φύση της διαδικασίας, είναι, επομένως, απορριπτέο.

    42 Πάντως, επιβάλλεται να υπογραμμιστεί ότι καμία διάταξη δεν προβλέπει την εφαρμογή της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως κατά τη διαδικασία της προβλεπόμενης στο άρθρο 95, παράγραφοι 4 και 6, ΕΚ αποφάσεως με σκοπό την έγκριση εθνικών διατάξεων παρεκκλίσεως από μέτρο εναρμονίσεως που εκδόθηκε σε κοινοτικό επίπεδο.

    43 Ομοίως, καμία διάταξη δεν επιβάλλει στην Επιτροπή, στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, την υποχρέωση να συλλέξει τις γνώμες των λοιπών κρατών μελών, όπως έπραξε εν προκειμένω.

    44 Επομένως προέχει η εξέταση του ζητήματος αν η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως εφαρμόζεται, έστω και ελλείψει ειδικής ρυθμίσεως, ιδίως σε κατάσταση όπου ζητήθηκαν παρόμοιες γνώμες.

    45 Η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως, την τήρηση της οποίας διασφαλίζει το Δικαστήριο, επιβάλλει στη δημόσια αρχή την υποχρέωση να ακούσει τους ενδιαφερομένους πριν από την έκδοση αποφάσεως που τους αφορά (απόφαση της 10ης Ιουλίου 2001, C-315/99 P, Ismeri Europa κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 2001, σ. I-5281, σκέψη 28).

    46 Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η αρχή της τηρήσεως των δικαιωμάτων άμυνας, αρχή με την οποία συνδέεται στενά εκείνη της εκατέρωθεν ακροάσεως, εφαρμόζεται όχι μόνο επί των διοικουμένων αλλά και επί των κρατών μελών. Όσον αφορά τα τελευταία, η εν λόγω αρχή αναγνωρίστηκε στο πλαίσιο διαδικασιών που κινεί κοινοτικό όργανο κατά του ενδιαφερομένου κράτους μέλους, όπως είναι οι διαδικασίες επί θεμάτων ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων ή εποπτείας της συμπεριφοράς των κρατών μελών σχετικά με τις δημόσιες επιχειρήσεις (βλ., π.χ., αποφάσεις της 12ης Φεβρουαρίου 1992, C-48/90 και C-66/90, Κάτω Ξώρες κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. I-565, σκέψη 44, και της 5ης Οκτωβρίου 2000, C-288/96, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I-8237, σκέψη 99).

    47 Πάντως, η προβλεπόμενη στο άρθρο 95, παράγραφοι 4 και 6, ΕΚ, διαδικασία κινείται όχι από κοινοτικό όργανο αλλά από κράτος μέλος δοθέντος ότι η απόφαση του κοινοτικού οργάνου δεν εκδίδεται παρά ως αντίδραση στη σχετική πρωτοβουλία.

    48 Πράγματι, η οικεία διαδικασία κινείται κατόπιν αιτήσεως κράτους μέλους με σκοπό την έγκριση εθνικών διατάξεων παρεκκλινουσών από εκδοθέν σε κοινοτικό επίπεδο μέτρο εναρμονίσεως. Με την αίτησή του, το οικείο κράτος είναι απόλυτα ελεύθερο να εκφραστεί επί της αποφάσεως της οποίας ζητεί την έκδοση, όπως προκύπτει ρητώς από το άρθρο 95, παράγραφος 4, ΕΚ, διάταξη υποχρεώνουσα το οικείο κράτος να αναφέρει τους λόγους διατηρήσεως των επιμάχων εθνικών διατάξεων. Με τη σειρά της, η Επιτροπή οφείλει, εντός των προθεσμιών που της τάσσονται, να είναι σε θέση να λάβει τις πληροφορίες που παρίστανται αναγκαίες, χωρίς να είναι υποχρεωμένη να ακούσει εκ νέου το αιτούν κράτος μέλος.

    49 Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται, αφενός, από τη διάταξη του άρθρου 95, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, σύμφωνα με την οποία οι παρεκκλίνουσες εθνικές διατάξεις λογίζονται ως εγκριθείσες εφόσον η Επιτροπή δεν αποφασίζει εντός ορισμένης προθεσμίας. Αφετέρου, δυνάμει του τρίτου εδαφίου της εν λόγω παραγράφου, η παράταση της σχετικής προθεσμίας είναι δυνατή μόνο σε περίπτωση κινδύνου για τη δημόσια υγεία. Εξ αυτού έπεται ότι βούληση των συντακτών της Συνθήκης ήταν, τόσο προς το συμφέρον του αιτούντος κράτους μέλους όσο και προς εκείνο της εύρυθμης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, η προβλεπόμενη από το άρθρο αυτό διαδικασία να περατώνεται ταχέως. Ο συγκεκριμένος στόχος συμβαδίζει δυσχερώς με επιταγή επιβάλλουσα παρατεταμένες ανταλλαγές πληροφοριών και επιχειρημάτων.

    50 Έπεται ότι η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως δεν εφαρμόζεται στην προβλεπόμενη με το άρθρο 95, παράγραφοι 4 και 6, ΕΚ διαδικασία. Επομένως, οι δύο πρώτοι λόγοι ακυρώσεως του Βασιλείου της Δανίας είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.

    Επί των λόγων ακυρώσεως που αντλούνται από τη μη τήρηση των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 95, παράγραφος 4, ΕΚ

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    51 Με το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως, το Βασίλειο της Δανίας, υποστηριζόμενο από τη Δημοκρατία της Ισλανδίας, ισχυρίζεται, τόσο όσον αφορά τα θειώδη όσο και τα νιτρικά και νιτρώδη, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αναγνωρίζει πλήρως το γεγονός ότι το άρθρο 95, παράγραφος 4, ΕΚ παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να διατηρούν εθνικές διατάξεις παρεκκλίνουσες από τα θεσπιζόμενα από τον κοινοτικό νομοθέτη μέτρα εναρμονίσεως. Το άρθρο 95, παράγραφοι 4 και 6, ΕΚ, στοχεύει στο να παράσχει στα κράτη μέλη που το κρίνουν αναγκαίο τη δυνατότητα να διατηρηθούν εθνικές διατάξεις παρεκκλίσεως με βάση εκτίμηση διαφορετική από εκείνη του κοινοτικού νομοθέτη. Αντιθέτως, η προσβαλλόμενη απόφαση, και ειδικότερα το σημείο 42 των αιτιολογικών σκέψεών της, εκπορεύεται από την άποψη ότι, άπαξ και ο κοινοτικός νομοθέτης εξέτασε τα συναφή στοιχεία και εξέδωσε νομική πράξη, δεν εναπόκειται πλέον στα κράτη μέλη να αμφισβητήσουν την εξέταση αυτή. Συναφώς, η προσβαλλόμενη απόφαση εδράζεται σε πλάνη περί το δίκαιο.

    52 Εξάλλου, τα σημεία 28 και 43 των αιτιολογικών σκέψεων της προσβαλλομένης αποφάσεως υπενθυμίζουν ότι τα αφορώντα τα θειώδη, νιτρικά και νιτρώδη αντιστοίχως μέτρα εναρμονίσεως επιδέχονται πάντοτε αναθεώρηση, κατ' εφαρμογήν των άρθρων 4 της οδηγίας πλαισίου και 7 της οδηγίας 95/2. Εντούτοις, η ύπαρξη ρήτρας διαφυλάξεως είναι αλυσιτελής για τους σκοπούς της εκτιμήσεως στην οποία πρέπει να προβεί η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 95, παράγραφοι 4 και 6, ΕΚ. Η Επιτροπή ενέταξε εσφαλμένα την ύπαρξη ρήτρας διασφαλίσεως στις αιτιολογικές σκέψεις επί των οποίων θεμελιώνεται η άρνησή της να εγκρίνει τις επίδικες διατάξεις. Και επί του σημείου αυτού, η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει πλάνη περί το δίκαιο.

    53 Με τον έκτο λόγο του ακυρώσεως, το Βασίλειο της Δανίας, υποστηριζόμενο από τη Δημοκρατία της Ισλανδίας και το Βασίλειο της Νορβηγίας, υπενθυμίζει ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν εγκρίθηκαν οι επίδικες διατάξεις με το αιτιολογικό, ιδίως, ότι η Δανική Κυβέρνηση δεν απέδειξε ούτε την ύπαρξη συγκεκριμένου προβλήματος υγείας για τον δανικό πληθυσμό σε συνάρτηση με τη χρήση των θειωδών (σημείο 32 των αιτιολογικών σκέψεων της αποφάσεως) ούτε την ύπαρξη ειδικής καταστάσεως του δανικού πληθυσμού ενόψει του κινδύνου που ενέχει ενδεχομένως η χρήση νιτρωδών και νιτρικών (σημείο 43 των αιτιολογικών σκέψεων της αποφάσεως). Αλλά η ύπαρξη, εντός του οικείου κράτους μέλους, ειδικής καταστάσεως η οποία φέρεται να δικαιολογεί την επίκληση του άρθρου 95, παράγραφος 4, ΕΚ δεν εμπίπτει στις προβλεπόμενες από την οικεία διάταξη ανάγκες. Η διάταξη αυτή αναφέρεται στις «επιτακτικές ανάγκες που προβλέπονται στο άρθρο 30 ή διατάξεις σχετικές με την προστασία του περιβάλλοντος ή του χώρου εργασίας», αλλά όχι στην ύπαρξη ειδικής καταστάσεως στο αιτούν κράτος. Το τελευταίο αυτό κριτήριο καθίσταται λυσιτελές στην περίπτωση αποφάσεως εκδιδομένης κατ' εφαρμογήν του άρθρου 95, παράγραφος 5, ΕΚ, σχετικά με τη θέσπιση νέων εθνικών διατάξεων θεμελιωμένων σε νέες γνώσεις. Άρα, η προσβαλλόμενη απόφαση αντιστρατεύεται τις διατάξεις του άρθρου 95, παράγραφος 4, ΕΚ.

    54 Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η ερμηνεία του άρθρου 95 ΕΚ πρέπει να θεμελιώνεται πρωτίστως στο γεγονός ότι η παράγραφος 1 της εν λόγω διατάξεως επιτρέπει τη θέσπιση μέτρων σχετικά με την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών με αντικείμενο την εσωτερική αγορά. Οι θεμελιούμενες στο άρθρο 95, παράγραφος 1, κοινοτικές πράξεις παρίστανται ενδεχομένως ως επιφέρουσες πλήρη εναρμόνιση του τομέα στον οποίο αναφέρονται. Σε παρόμοια περίπτωση, το άρθρο 95, παράγραφος 4, ΕΚ παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να διατηρούν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, παρεκκλίνουσες εθνικές διατάξεις. Η εν λόγω διάταξη εισάγει εξαίρεση από την αρχή της ενιαίας εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου και της ενότητας της αγοράς, οπότε πρέπει να τυγχάνει στενής ερμηνείας. Επιπλέον, εναπόκειται στο οικείο κράτος μέλος να αποδείξει ότι οι εθνικές διατάξεις που προτίθεται να εφαρμόσει προβλέπουν υψηλότερο επίπεδο προστασίας από εκείνο των κοινοτικών μέτρων εναρμονίσεως από τα οποία παρεκκλίνουν.

    55 Τα κράτη μέλη μπορούν να διατηρούν, δυνάμει του άρθρου 95, παράγραφος 4, ΕΚ, εθνικές διατάξεις παρεκκλίσεως είτε στην περίπτωση κατά την οποία ειδική κατάσταση εντός του κράτους αυτού δικαιολογεί τη διατήρηση των εν λόγω διατάξεων είτε στην περίπτωση κατά την οποία η κοινοτική νομοθεσία εμφανίζει κενά υπό την έννοια ότι δεν διασφαλίζει «υψηλό επίπεδο προστασίας» κατά την έννοια άρθρου 95, παράγραφος 3, ΕΚ. Αντιθέτως, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να υποκαθιστούν με τη δική τους εκτίμηση του κινδύνου την εκτίμηση του κοινοτικού νομοθέτη. Το γεγονός ότι ένα κράτος μέλος εκτιμά τον κίνδυνο διαφορετικά απ' ό,τι ο κοινοτικός νομοθέτης δεν αποτελεί «δικαιολογία» επιτρέπουσα τη διατήρηση εθνικών διατάξεων παρεκκλίσεως κατ' εφαρμογήν του άρθρου 95, παράγραφος 4, ΕΚ. Τα κράτη μέλη που επικαλούνται την εν λόγω διάταξη οφείλουν να αποδεικνύουν την ύπαρξη νέων επιστημονικών στοιχείων ή στοιχείων που θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη και αποδεικνύουν ότι η κοινοτική νομοθεσία δεν διασφαλίζει επαρκή προστασία. Την ανωτέρω ερμηνεία επιρρωννύει το άρθρο 95, παράγραφος 7, ΕΚ, διάταξη από την οποία προκύπτει ότι, οσάκις κράτος μέλος λαμβάνει την άδεια να διατηρήσει εθνικές διατάξεις παρεκκλίνουσες από μέτρο εναρμόνισης, η Επιτροπή εξετάζει πάραυτα αν είναι σκόπιμο να προτείνει προσαρμογή του μέτρου.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    56 Επιβάλλεται η υπόμνηση ότι η Συνθήκη ΕΚ στοχεύει στην προοδευτική εγκαθίδρυση της εσωτερικής αγοράς, η οποία περιλαμβάνει έναν χώρο χωρίς εσωτερικά σύνορα εντός του οποίου διασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων. Προς τον σκοπό αυτό, η Συνθήκη ΕΚ προέβλεψε την έκδοση μέτρων περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών. Στο πλαίσιο της εξελίξεως του πρωτογενούς δικαίου, η ενιαία Ευρωπαϋκή Πράξη εισήγαγε στη Συνθήκη νέα διάταξη, ήτοι εκείνη του άρθρου 100 Α.

    57 Το άρθρο 95 ΕΚ, το οποίο, δυνάμει της Συνθήκης του Άμστερνταμ, αντικαθιστά και τροποποιηθεί το άρθρο 100 Α της Συνθήκης, διακρίνει ανάλογα με το αν οι κοινοποιούμενες διατάξεις είναι προϋφιστάμενες της εναρμονίσεως εθνικές διατάξεις ή εθνικές διατάξεις που προτίθεται να θεσπίσει το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος. Στην πρώτη περίπτωση, την οποία προβλέπει το άρθρο 95, παράγραφος 4, ΕΚ, η διατήρηση των προϋφισταμένων εθνικών διατάξεων πρέπει να δικαιολογείται από επιτακτικές ανάγκες προβλεπόμενες στο άρθρο 30 ΕΚ ή αφορώσες την προστασία του περιβάλλοντος ή του χώρου εργασίας. Στη δεύτερη περίπτωση, την οποία προβλέπει το άρθρο 95, παράγραφος 5, ΕΚ, η θέσπιση νέων εθνικών διατάξεων πρέπει να θεμελιώνεται σε νέες επιστημονικές αποδείξεις αφορώσες την προστασία του περιβάλλοντος ή τον χώρο εργασίας λόγω ειδικού προβλήματος που συντρέχει στην περίπτωση του οικείου κράτους μέλους και ανακύπτει μετά τη θέσπιση του μέτρου εναρμονίσεως.

    58 Η διαφορά μεταξύ των δύο αυτών περιπτώσεων έγκειται στο ότι, στην πρώτη περίπτωση, η εθνική διάταξη υφίστατο προ του μέτρου εναρμονίσεως. Ήταν γνωστή στον κοινοτικό νομοθέτη, ο οποίος, πάντως, δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε να εμπνευστεί από αυτή για την εναρμόνιση. Κρίθηκε ως εκ τούτου ότι έπρεπε να γίνει δεκτή η δυνατότητα του κράτους μέλους να ζητήσει οι κανόνες του να παραμείνουν σε ισχύ. Προς τούτο, η Συνθήκη απαιτεί τα εν λόγω μέτρα να δικαιολογούνται από επιτακτικές ανάγκες προβλεπόμενες στο άρθρο 30 ΕΚ ή αφορώσες την προστασία του χώρου εργασίας ή του περιβάλλοντος. Αντιθέτως, στη δέυτερη περίπτωση, η θέσπιση νέας εθνικής νομοθεσίας είναι ικανή να θέσει σε κίνδυνο την εναρμόνιση. Τα κοινοτικά όργανα δεν κατέστη εφικτό, εξ ορισμού, να λάβουν υπόψη την εθνική διάταξη κατά την κατάρτιση του μέτρου εναρμονίσεως. Στην περίπτωση αυτή, οι προβλεπόμενες στο άρθρο 30 ΕΚ ανάγκες δεν λαμβάνονται υπόψη και γίνονται δεκτοί αποκλειστικά λόγοι αφορώντες την προστασία του περιβάλλοντος ή του χώρου εργασίας υπό την προϋπόθεση ότι το κράτος μέλος προσκομίζει νέα επιστημονικά αποδεικτικά στοιχεία και ότι η ανάγκη θεσπίσεως νέων εθνικών διατάξεων είναι απόρροια ειδικού προβλήματος του ενδιαφερόμενου κράτους που ανακύπτει μετά την έκδοση του μέτρου εναρμονίσεως.

    59 Εξ αυτών έπεται ότι ούτε από τη διατύπωση του άρθρου 95, παράγραφος 4, ΕΚ, ούτε από την οικονομία της διατάξεως αυτής στο σύνολό της παρέχεται η δυνατότητα να απαιτείται το αιτούν κράτος μέλος να αποδεικνύει ότι η διατήρηση των εθνικών διατάξεων που αυτό κοινοποιεί στην Επιτροπή δικαιολογείται από ειδικό πρόβλημα του εν λόγω κράτους.

    60 Αντιθέτως, αν όντως υφίσταται ειδικό πρόβλημα εντός του αιτούντος κράτους μέλους, το γεγονός αυτό μπορεί να είναι εξόχως λυσιτελές για να διαφωτίσει την Επιτροπή ως προς την επιλογή της να εγκρίνει ή να απορρίψει τις κοινοποιηθείσες εθνικές διατάξεις. Πρόκεται για στοιχείο το οποίο η Επιτροπή οφείλει ενδεχομένως να λαμβάνει υπόψη οσάκις εκδίδει την απόφασή της.

    61 Όπως προκύπτει από τη γενική οικονομία της αποφάσεως, η Επιτροπή δεν εξέτασε την τυχόν συνδρομή ειδικής καταστάσεως στο Βασίλειο της Δανίας παρά υπό μορφή λυσιτελούς στοιχείου για την εκτίμησή της περί της ληπτέας αποφάσεως. Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αντιμετωπίζει την ύπαρξη παρόμοιας καταστάσεως ως προϋπόθεση της εγκρίσεως των προϋφισταμένων παρεκκλινουσών εθνικών διατάξεων. Έπεται ότι είναι αβάσιμος ο λόγος ακυρώσεως του Βασιλείου της Δανίας που αντλείται από εσφαλμένη ερμηνεία εκ μέρους της Επιτροπής του άρθρου 95, παράγραφος 4, ΕΚ, ως εκ του ότι θα απαιτούνταν η συνδρομή ειδικής καταστάσεως.

    62 Παρόμοιες σκέψεις τυγχάνουν εφαρμογής επί της ανάγκης νέων επιστημονικών αποδείξεων. Την προϋπόθεση αυτή θέτει το άρθρο 95, παράγραφος 5, ΕΚ για τη θέσπιση νέων παρεκκλινουσών εθνικών διατάξεων, αλλά δεν την προβλέπει το άρθρο 95, παράγραφος 4, ΕΚ για τη διατήρηση των προϋφισταμένων παρεκκλινουσών εθνικών διατάξεων. Δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των προϋποθέσεων που τίθενται για τη διατήρηση παρομοίων διατάξεων.

    63 Επιπλέον, το αιτούν κράτος μέλος μπορεί, προκειμένου να δικαιολογήσει τη διατήρηση παρομοίων παρεκκλινουσών εθνικών διατάξεων, να επικαλεστεί το γεγονός ότι εκτιμά τον κίνδυνο για τη δημόσια υγεία διαφορετικά απ' ό,τι έπραξε ο κοινοτικός νομοθέτης με το μέτρο εναρμονίσεως. Ενόψει της εγγενούς αβεβαιότητας ως προς την εκτίμηση των κινδύνων που ενέχει για τη δημόσια υγεία, ιδίως, η χρήση προσθέτων τροφίμων, είναι θεμιτό να χωρούν αποκλίνουσες εκτιμήσεις των εν λόγω κινδύνων, χωρίς κατ' ανάγκη να στηρίζονται σε διαφορετικά ή νέα επιστημονικά δεδομένα.

    64 Πράγματι, ένα κράτος μέλος μπορεί να στηρίξει αίτηση σκοπούσα στη διατήρηση των προϋφισταμένων εθνικών διατάξεών του επί εκτιμήσεως του κινδύνου για την υγεία διαφορετικής από εκείνη του κοινοτικού νομοθέτη κατά την έκδοση του μέτρου εναρμονίσεως από το οποίο παρεκκλίνουν οι εθνικές διατάξεις. Προς τούτο, εναπόκειται στο αιτούν κράτος μέλος να αποδείξει ότι οι επίδικες εθνικές διατάξεις διασφαλίζουν υψηλότερο επίπεδο προστασίας της δημόσιας υγείας απ' ό,τι το κοινοτικό μέτρο εναρμονίσεως και ότι δεν υπερβαίνουν ό,τι είναι αναγκαίο για την επίτευξη του στόχου αυτού.

    65 Η ανωτέρω ερμηνεία του άρθρου 95, παράγραφος 4, ΕΚ επιβεβαιώνεται από το άρθρο 95, παράγραφος 7, ΕΚ, δυνάμει του οποίου, οσάκις επιτρέπεται σε κράτος μέλος να διατηρήσει εθνικές διατάξεις παρεκκλίσεως, η Επιτροπή εξετάζει πάραυτα τη σκοπιμότητα να προτείνει αναπροσαρμογή του μέτρου εναρμονίσεως. Η αναπροσαρμογή αυτή μπορεί όντως να ενδείκνυται οσάκις οι εθνικές διατάξεις που ενέκρινε η Επιτροπή διασφαλίζουν υψηλότερο επίπεδο προστασίας από το μέτρο εναρμονίσεως μετά από αποκλίνουσα εκτίμηση του κινδύνου για τη δημόσια υγεία.

    66 Υπό το φως της ερμηνείας του άρθρου 95, παράγραφος 4, ΕΚ με αφετηρία τις σκέψεις 62 έως 64 της παρούσας αποφάσεως, επιβάλλεται η εξέταση των συγκεκριμένων διατάξεων της προσβαλλομένης αποφάσεως σχετικά με τη χρήση των επιδίκων προσθέτων, ήτοι αφενός των θειωδών και αφετέρου των νιτρωδών και νιτρικών.

    67 Προτού χωρήσει η οικεία εξέταση και προκειμένου να ολοκληρωθεί η ανάλυση των λόγων ακυρώσεως που αντλούνται από τη μη τήρηση των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 95, παράγραφος 4, ΕΚ, επιβάλλεται η εκτίμηση του επιχειρήματος του Βασιλείου της Δανίας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει πλάνη περί το δίκαιο λόγω του ότι στα σημεία 28 και 43 των αιτιολογικών σκέψεων της εν λόγω αποφάσεως αναφέρεται ότι τα μέτρα εναρμονίσεως που αφορούν τα θειώδη, νιτρώδη και νιτρικά μπορούν να τροποποιηθούν στο μέλλον δυνάμει των άρθρων 4 της οδηγίας πλαισίου και 7 της οδηγίας 95/2.

    68 Η απόφαση περί εγκρίσεως ή μη της διατηρήσεως των κοινοποιουμένων εθνικών διατάξεων πρέπει να εκδίδεται λαμβάνοντας υπόψη υφιστάμενες κατά τον χρόνο λήψεως της εν λόγω αποφάσεως περιστάσεις. Επομένως, το ενδεχόμενο τροποποιήσεως του μέτρου εναρμονίσεως δεν μπορεί να αποτελέσει θεμέλιο της αποφάσεως.

    69 Όπως προκύπτει από την οικονομία της προσβαλλομένης αποφάσεως στο σύνολό της, η απαντώσα στα σημεία 28 και 43 αυτής αναφορά δεν εξαρτάται από τη θέση που λαμβάνει η Επιτροπή. Η εν λόγω αναφορά πρέπει να θεωηθρεί ως εκ περισσού. Στο μέτρο αυτό, το γεγονός ότι δεν ασκεί επιρροή δεν συνιστά αφ' εαυτού λόγο ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Επομένως, επιβάλλεται η απόρριψη του επιχειρήματος που προέβαλε συναφώς το Βασίλειο της Δανίας.

    Επί των λόγω ακυρώσεως που αντλούνται από πλάνες περί το δίκαιο και τα πραγματικά περιστατικά για την απόρριψη των επιδίκων διατάξεων σχετικά με τη χρήση των θειωδών

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    70 Επιβάλλεται η εξέταση των λόγων ακυρώσεως που επικαλείται το Βασίλειο της Δανίας και άπτονται της χρήσεως των θειωδών. Πρόκειται για το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως, τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως και το πρώτο σκέλος του εβδόμου λόγου ακυρώσεως.

    71 Με το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως, το Βασίλειο της Δανίας, υποστηριζόμενο από τη Δημοκρατία της Ισλανδίας, υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με το σημείο 20 των αιτιολογικών σκέψεων της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα υποβληθέντα από τη Δανική Κυβέρνηση στοιχεία σχετικά με την τεχνολογική ανάγκη χρησιμοποιήσεως των θειωδών δεν ανάγονται ούτε στον στόχο προστασίας της δημόσιας υγείας, όπως μνημονεύεται στο άρθρο 30 ΕΚ ούτε στους λοιπούς στόχους που απαριθμούνται στο άρθρο 95, παράγραφος 4, ΕΚ, οπότε δεν είναι λυσιτελή. Κατά το Βασίλειο της Δανίας, πάντως, είναι αδύνατος ο διαχωρισμός της αξιολογήσεως των επιπτώσεων επί της υγείας συγκεκριμένης ουσίας από την αξιολόγηση της δικαιολογούσας τη χρήση της τεχνολογικής ανάγκης. Επομένως, η τεχνολογική ανάγκη αποτελεί συναφές κριτήριο για την αξιολόγηση των παραμέτρων που συνδέονται με την υγεία των προσώπων κατά το άρθρο 30 ΕΚ και, συνακόλουθα, κατά το άρθρο 95, παράγραφος 4, ΕΚ. Στον βαθμό αυτό, η προσβαλλόμενη απόφαση εδράζεται σε πλάνη περί το δίκαιο. Έτσι, η Επιτροπή δεν έλαβε θέση επί των επιχειρημάτων που επικαλέστηκε η Δανική Κυβέρνηση όσον αφορά την τεχνολογική ανάγκη. Τούτο προκύπτει σαφώς από το σημείο 21 των αιτιολογικών σκέψεων της προσβαλλομένης αποφάσεως που διευκρινίζει in fine ότι «δεν μπορεί να γίνει επίκληση του [αφορώντα στην τεχνολογική ανάγκη επιχειρήματος] από πλευράς προστασίας της δημόσιας υγείας, εφόσον, στην περίπτωση αυτή, οι δανικές αρχές πρέπει να αποδείξουν ότι η παρουσία θειωδών συνιστά κίνδυνο για την δημόσια υγεία».

    72 Η Επιτροπή δέχεται ότι, ελλείψει τεχνολογικής ανάγκης δικαιολογούσας τη χρήση προσθέτου, ουδείς λόγος συντρέχει επελεύσεως του απορρέοντος από την έγκριση χρήσεως του εν λόγω προσθέτου δυνητικού κινδύνου για την υγεία. Πλην όμως, υποστηρίζει ότι εν προκειμένω μελέτησε επισταμένως όλα τα επικληθέντα από τη Δανική Κυβέρνηση επιχειρήματα σχετικά με την τεχνολογική ανάγκη χρησιμοποιήσεως θειωδών. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εδράζεται σε πλάνη περί το δίκαιο, έστω και αν η διατύπωση του σημείου 20 των αιτιολογικών σκέψεών της οδηγεί ενδεχομένως σε παρανοήσεις.

    73 Με τον πέμπτο λόγο του ακυρώσεως, το Βασίλειο της Δανίας, υποστηριζόμενο από τη Δημοκρατία της Ισλανδίας, ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εδράζεται σε πλάνη περί το δίκαιο και ειδικότερα σε εσφαλμένη εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας ως εκ του ότι απορρίπτει τις επίδικες διατάξεις σχετικά με τη χρήση των θειωδών.

    74 Κατ' αρχάς, η Επιτροπή ισχυρίζεται εσφαλμένα, στο σημείο 27 των αιτιολογικών σκέψεων της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Δανική Κυβέρνηση δεν δικαιολόγησε την επιλογή 16 μόνο από τις κατηγορίες τροφίμων για τις οποίες επιτρέπεται η χρήση των θειωδών έναντι των 61 που περιλαμβάνει το παράρτημα ΙΙΙ, τμήμα Β, της οδηγίας 95/2. Συγκεκριμένα, το άρθρο 95, παράγραφος 4, ΕΚ επιτρέπει αποκλειστικά τη διατήρηση των ισχυουσών εθνικών διατάξεων, η δε Δανική Κυβέρνηση περιορίστηκε να επαναλάβει τον δανικό θετικό κατάλογο που ίσχυε κατά την ημερομηνία εκδόσεως της οδηγίας 95/2, χωρίς να χωρήσει σε οποιαδήποτε άλλη επιλογή.

    75 Ακολούθως, η Επιτροπή ισχυρίζεται εσφαλμένα, στο σημείο 26 των αιτιολογικών σκέψεων της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Δανική Κυβέρνηση, αντί να παρεκκλίνει από τις διατάξεις της οδηγίας 95/2, θα όφειλε να εργαστεί για την ενίσχυση των προϋποθέσεων χρήσεως των θειωδών στον οίνο. Το Βασίλειο της Δανίας δέχεται ότι δύο ποτήρια οίνου περιλαμβάνουν περί τα 40 mg θειωδών, ενώ, σύμφωνα με την ΗΑΔ που κατήρτισε η ΕΕΑΔ, οι ενήλικες μπορούν να προσλαμβάνουν 45 έως 50 mg θειωδών ημερησίως. Πάντως, οι κοινοτικοί κανονισμοί περί του οίνου θεμελιώνονται στο άρθρο 37 ΕΚ το οποίο, σε αντίθεση προς το άρθρο 95 ΕΚ, δεν επιτρέπει τη διατήρηση παρεκκλινουσών εθνικών διατάξεων. Το γεγονός ότι, σε περίπτωση προσλήψεως χαμηλής ποσότητας οίνου, είναι επιτρεπτή η υπέρβαση της ΗΑΔ δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να εμποδίσει τα κράτη μέλη να περιορίσουν την προσθήκη θειωδών σε άλλα προϋόντα με σκοπό την εν γένει μείωση του κινδύνου υπερβάσεως της ΗΑΔ.

    76 Τέλος, η προσβαλλόμενη απόφαση εδράζεται σε εσφαλμένη εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας δοθέντος ότι, σε αντίθεση προς όσα ισχυρίζεται η Επιτροπή, οι επίδικες δανικές διατάξεις περί της χρήσεως των θειωδών δεν είναι δυσανάλογες. Οι διατάξεις αυτές ακολουθούν απλώς τις συστάσεις της ΕΕΑΔ, ειδικότερα της γνώμης της του 1994, όπου αναφέρεται ειδικώς ότι μπορούν να παρατηρηθούν περιπτώσεις σοβαρών ασθματικών αντιδράσεων ακόμη και με σχετικά χαμηλούς συντελεστές εκθέσεως στα θειώδη.

    77 Απαντώντας, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι οι διατάξεις της οδηγίας 95/2 αφορούν ιδίως τη χρήση των θειωδών ως προσθέτων στα τρόφιμα. Η χρήση αυτή δικαιολογείται από τεχνολογική ανάγκη. Τυχόν γενικευμένη μείωση της ποσότητας θειωδών που μπορούν να χρησιμοποιούνται στα τρόφιμα δεν δικαιολογείται ενόψει της τεχνολογικής λειτουργίας των συγκεκριμένων προσθέτων. Αντιθέτως, τα προβλήματα που εγείρει η Δανική Κυβέρνηση σε σχέση με την υπέρβαση της ΗΑΔ λόγω της προσθήκης θειωδών στον οίνο πρέπει κατ' ουσίαν να επιλύονται στο πλαίσιο της αφορώσας τον οίνο κανονιστικής ρυθμίσεως.

    78 Επί του ζητήματος του κινδύνου αλλεργικών αντιδράσεων στα θειώδη, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι οι οφειλόμενες στη χρήση προσθέτων αλλεργίες αφορούν μεμονωμένες περιπτώσεις. Ο κοινοτικός νομοθέτης, έχοντας συνείδηση του κινδύνου αυτού, επέλεξε να επιλύσει το πρόβλημα των αλλεργιών με την ενημέρωση των καταναλωτών. Εξάλλου, η γνώμη του 1981 βάσει της οποίας εκδόθηκε η οδηγία 95/2, καθώς και η γνώμη του 1994, δεν περιλαμβάνουν κανένα στοιχείο αντιστρατευόμενο τις ανώτατες ποσότητες που καθορίζει η ως άνω οδηγία. Επιπλέον, η ΕΕΑΔ δεν αναγνώρισε ότι η επισήμανση συνιστά ανεπαρκές μέτρο.

    79 Με το πρώτο σκέλος του εβδόμου λόγου του ακυρώσεως, το Βασίλειο της Δανίας ισχυρίζεται ότι, όπως προκύπτει από το σημείο 23 των αιτιολογικών σκέψεων της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οδηγία 95/2 θεμελιώνεται στη γνώμη του 1994, που προσδιορίζει ΗΑΔ για τα θειώδη. Στην πραγματικότητα, η κοινή θέση του Συμβουλίου επί του σχεδίου οδηγίας διαμορφώθηκε το 1993, πριν δηλαδή από την κοινοποίηση της γνώμης του 1994. Η οδηγία 95/2 εκδόθηκε στις 20 Φεβρουαρίου 1995 χωρίς καμία τροποποίηση του αρχικού κειμένου της. Επομένως, στηρίζεται στην προγενέστερη αξιολόγηση των θειωδών εκ μέρους της ΕΕΑΔ, η οποία είχε κοινοποιηθεί το 1981 και η οποία δεν προσδιόριζε καμία ΗΑΔ.

    80 Εξάλλου, οι παρατιθέμενοι στα σημεία 30 και 31 των αιτιολογικών σκέψεων της προσβαλλομένης αποφάσεως λόγοι σχετικά με την επισήμανση δεν λαμβάνουν υπόψη τη γνώμη του 1994, σύμφωνα με την οποία η χρήση των θειωδών πρέπει να περιορίζεται στο μέτρο του δυνατού προκειμένου να λαμβάνεται υπόψη ο κίνδυνος σοβαρών αλλεργικών αντιδράσεων. Σύμφωνα με την ανωτέρω γνώμη, η επισήμανση δεν αρκεί στην περίπτωση των θειωδών.

    81 Η Επιτροπή απαντά ότι το σημείο 23 των αιτιολογικών σκέψεων της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν αναφέρει ότι η οδηγία 95/2 θεμελιώνεται στη γνώμη του 1994, την οποία, αντιθέτως, μνημονεύει μόνον ενδεικτικώς. Κατά τα λοιπά, παραπέμπει στα επιχειρήματα που εξέθεσε στο πλαίσιο του τρίτου, τετάρτου και πέμπτου λόγου ακυρώσεως.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    82 Όσον αφορά το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος άπτεται της τεχνολογικής ανάγκης χρήσεως των θειωδών, επιβάλλεται να υπομνηστεί ότι η τεχνολογική ανάγκη συνδέεται στενά με την αξιολόγηση του τι είναι αναγκαίο για την προστασία της δημόσιας υγείας. Πράγματι, ελλείψει τεχνολογικής ανάγκης δικαιολογούσας τη χρήση προσθέτου, ουδείς λόγος δικαιολογεί την τυχόν επέλευση του κινδύνου για την υγεία που απορρέει από την έγκριση χρήσεως του προσθέτου αυτού. Ο περιλαμβανόμενος στο σημείο 20 των αιτιολογικών σκέψεων της προσβαλλομένης αποφάσεως ισχυρισμός ότι τα υποβληθέντα από τη Δανική Κυβέρνηση στοιχεία σχετικά με την τεχνολογική ανάγκη χρήσεως των θειωδών δεν σχετίζονται με τον στόχο της δημόσιας υγείας είναι σαφώς πεπλανημένος.

    83 Παρά τον πεπλανημένο αυτό ισχυρισμό, όπως προκύπτει από τα σημεία 21, 24 και 27, καθώς και από την υποσημείωση 20 των αιτιολογικών σκέψεων της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή προέβη όντως σε εμπεριστατωμένη εξέταση των επιχειρημάτων που προέβαλε η Δανική Κυβέρνηση σχετικά με την τεχνολογική ανάγκη χρήσεως των θειωδών στα τρόφιμα. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εδράζεται σε πλάνη περί το δίκαιο επί του σημείου αυτού.

    84 Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το γεγονός ότι, όπως αναφέρεται στο σημείο 21 των αιτιολογικών σκέψεων της προσβαλλομένης αποφάσεως, εναπόκειται στις εθνικές αρχές να αποδείξουν ότι η παρουσία θειωδών συνιστά κίνδυνο για τη δημόσια υγεία. Πράγματι, εναπόκειται συγκεκριμένα στο επικαλούμενο το άρθρο 95, παράγραφος 4, ΕΚ, κράτος μέλος να αποδείξει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως. Η περιλαμβανόμενη στο σημείο 21 μνεία δεν εμπεριέχει καμία πλάνη περί το δίκαιο.

    85 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι είναι αβάσιμο το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως σχετικά με την τεχνολογική ανάγκη.

    86 Όσον αφορά την πρώτη αιτίαση επ' αφορμή του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με την αιτιολόγηση της επιλογής της Δανικής Κυβερνήσεως, πρέπει να τονιστεί ότι η ουσιώδης διαφορά μεταξύ των επιδίκων διατάξεων και της οδηγίας 95/2 έγκειται στον αριθμό των κατηγοριών προϋόντων διατροφής για τα οποία επιτρέπεται η χρήση των θειωδών. Πράγματι, οι επίδικες διατάξεις δεν επιτρέπουν τη χρήση των θειωδών παρά μόνο για 16 κατηγορίες επί των 61 που δέχεται η οδηγία. Ενόψει όλων των στοιχείων που προσκομίστηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Δανική Κυβέρνηση δεν αιτιολόγησε την επιλογή της να απαγορεύσει οποιαδήποτε χρήση θειωδών στις υπόλοιπες 45 κατηγορίες τροφίμων.

    87 Συναφώς, δεν μπορεί να δεκτό το επιχείρημα του Βασιλείου της Δανίας ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 95, παράγραφος 4, ΕΚ, ένα κράτος μέλος μπορεί να ζητήσει αποκλειστικά να διατηρήσει σε ισχύ τον υφιστάμενο κατά τον χρόνο εκδόσεως της οδηγίας 95/2 εθνικό θετικό κατάλογο, αδυνατώντας να χωρήσει σε άλλη επιλογή των τροφίμων. Πράγματι, το γεγονός ότι η ως άνω διάταξη επιτρέπει μόνο τη διατήρηση της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας δεν έχει ως συνέπεια ότι ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να τροποποιήσει εν μέρει τη νομοθεσία αυτή κατά τη μεταφορά της οδηγίας εναρμονίσεως στην εσωτερική έννομη τάξη και να τη διατηρήσει κατά τα λοιπά. Προβλέποντας τη δυνατότητα εγκρίσεως της διατηρήσεως ορισμένων ισχυουσών εθνικών διατάξεων, το άρθρο 95 ΕΚ προϋποθέτει κατ' ανάγκη ότι οι τελευταίες μπορούν να συνυπάρξουν με άλλες εθνικές διατάξεις που συνάδουν με την οδηγία εναρμονίσεως.

    88 Όσον αφορά τη δεύτερη αιτίαση επ' αφορμή του πέμπτου λόγου ακυρώσεως σχετικά με τη χρήση των θειωδών στον οίνο, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι η παρούσα υπόθεση αφορά τη χρήση προσθέτων στα τρόφιμα και όχι στον οίνο και ως εκ τούτου εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 95/2 και όχι στην αφορώσα τον οίνο κανονιστική ρύθμιση. Αν ο οίνος εμπεριέχει σημαντικές ποσότητες θειωδών, ικανές να εμφανίσουν κίνδυνο για την υγεία των προσώπων, προέχει ο κοινοτικός νομοθέτης να λάβει εγκαίρως τα αναγκαία μέτρα για την αντιμετώπιση του κινδύνου αυτού.

    89 Αντιθέτως η παρουσία υψηλών ποσοτήτων θειωδών στον οίνο δεν μπορεί να δικαιολογεί, στα πλαίσια της προβλεπόμενης στο άρθρο 95, παράγραφος 4, ΕΚ, διαδικασίας, γενικευμένη απαγόρευση χρήσεως των θειωδών ως προσθέτων στα τρόφιμα. Πράγματι, στον βαθμό που το προσφεύγον κράτος μέλος ζητεί την έγκριση να διατηρήσει σε ισχύ τις εθνικές διατάξεις περί παρεκκλίσεως από την οδηγία 95/2, όσον αφορά ορισμένα τρόφιμα, εναπόκειται σ' αυτό να δικαιολογήσει τις εν λόγω εθνικές διατάξεις σε συνάρτηση με τα τρόφιμα αυτά και όχι σε σχέση με άλλα προϋόντα.

    90 Υπό τις παρούσες περιστάσεις, η αιτίαση σχετικά με την περιεκτικότητα του οίνου σε θειώδη δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως και είναι απορριπτέα.

    91 Όσον αφορά την τρίτη αιτίαση επ' αφορμή του πέμπτου λόγου ακυρώσεως σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, είναι ανακριβές να ερμηνεύεται η γνώμη του 1994 υπό την έννοια ότι τάσσεται κατά της επισημάνσεως στην περίπτωση των θειωδών. Αντιθέτως, μολονότι συνιστά τον περιορισμό της χρήσεως τους, η εν λόγω γνώμη συνάγει ότι δεν αποτελεί κίνδυνο για την υγεία της πλειονότητας των προσώπων και συνιστά την επισήμανση έναντι εκείνων που υπάρχει κίνδυνος να εμφανίσουν συναφώς αλλεργίες. Πράγματι, σύμφωνα με τη σύσταση iii της εν λόγω γνώμης, «[τ]α ευαίσθητα άτομα θα έπρεπε να είναι σε θέση να εντοπίσουν την παρουσία θειωδών που προστίθενται στα τρόφιμα και τα μη αλκοολούχα ποτά μέσω του καταλόγου των συστατικών επί της επισημάνσεως».

    92 Αφενός, η οδηγία 95/2 καθορίζει τις μέγιστες ποσότητες για τη χρήση των θειωδών ως προσθέτων, αφετέρου, η οδηγία 79/112/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1978, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την επισήμανση και την παρουσίαση των τροφίμων που προορίζονται για τον τελικό καταναλωτή καθώς επίσης και τη διαφήμισή τους (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/024, σ. 33), προβλέπουν την ενημέρωση εκείνων που εμφανίζουν αλλεργία σε ορισμένα συστατικά των τροφίμων, γεγονός που ανταποκρίνεται στη διπλή μέριμνα που εκφράζεται με τη γνώμη του 1994 για τον περιορισμό της χρήσεως των θειωδών και για την ειδοποίηση του κοινού ως προς την παρουσία τους μέσω της επισημάνσεως.

    93 Εξ αυτού έπεται ότι, όσον αφορά τα θειώδη, τα κοινοτικά μέτρα εναρμονίσεως παρίστανται επαρκή ενόψει της γνώμης του 1994, η δε προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει συναφώς καμία πραγματική πλάνη ή πλάνη περί την εκτίμηση. Επομένως, είναι αβάσιμη η αιτίαση περί της εσφαλμένης εφαρμογής εκ μέρους της Επιτροπής της αρχής της αναλογικότητας.

    94 Όσον αφορά το πρώτο σκέλος του εβδόμου λόγου ακυρώσεως, περί πραγματικής πλάνης, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, σε αντίθεση προς όσα ισχυρίζεται το Βασίλειο της Δανίας, το σημείο 23 των αιτιολογικών σκέψεων της προσβαλλομένης αποφάσεως ουδόλως βεβαιώνει ότι η οδηγία 95/2 θεμελιώνεται στη γνώμη του 1994. Αντιθέτως, είναι σαφές ότι η προσβαλλόμενη απόφαση μνημονεύει τη γνώμη του 1994 επειδή η Δανική Κυβέρνηση την επικαλέστηκε προς στήριξη της αιτήσεώς της. Πράγματι, με τα σημεία 23 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή προβαίνει σε εμπεριστατωμένη εξέταση ορισμένων επιχειρημάτων που προέβαλε η Δανική Κυβέρνηση με βάση τη γνώμη του 1994.

    95 Συναφώς, επιβάλλεται η απόρριψη ως αβασίμου του πρώτου σκέλους του εβδόμου λόγου ακυρώσεως περί πραγματικής πλάνης.

    96 Κατά τα λοιπά, το σκέλος αυτό του λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά τον κίνδυνο αλλεργικών αντιδράσεων στα θειώδη, επαναλαμβάνει κατ' ουσίαν την τρίτη αιτίαση επ' αφορμή του πέμπτου λόγου ακυρώσεως. Όπως ακριβώς και με την αιτίαση εκείνη, το σκέλος αυτό του λόγου ακυρώσεως είναι συνεπώς απορριπτέο για τους εκτεθέντες στις σκέψεις 91 έως 93 λόγους.

    97 Από τις προεκτεθείσες σκέψεις προκύπτει ότι το σύνολο των λόγων ακυρώσεως που άπτονται ειδικότερα της απορρίψεως των επιδίκων διατάξεων σχετικά με τη χρήση των θειωδών πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

    Επί των λόγων ακυρώσεως που αντλούνται από πλάνες περί το δίκαιο και τα πραγματικά περιστατικά για την απόρριψη των επιδίκων διατάξεων σχετικά με τη χρήση των νιτρωδών και νιτρικών

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    98 Επιβάλλεται η εξέταση των λόγων που επικαλέστηκε το Βασίλειο της Δανίας και αφορούν τη χρήση των νιτρωδών και νιτρικών. Πρόκειται, κυρίως, για το πρώτο σκέλος και, επικουρικώς, για το δεύτερο σκέλος αυτού, καθώς και για το δεύτερο σκέλος του εβδόμου λόγου ακυρώσεως.

    99 Με το πρώτο σκέλος του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, που επικαλείται, κυρίως, το Βασίλειο της Δανίας υποστηρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εδράζεται σε εσφαλμένη εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας ως εκ του ότι απορρίπτει τις επίδικες διατάξεις σχετικά με τη χρήση των νιτρωδών και νιτρικών.

    100 Συναφώς, το Βασίλειο της Δανίας, υποστηριζόμενο από τη Δημοκρατία της Ισλανδίας και το Βασίλειο της Νορβηγίας, υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με το σημείο 44 των αιτιολογικών σκέψεων της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι επίδικες διατάξεις «έχουν ως στόχο την προστασία της δημόσιας υγείας, αλλά υπερβαίνουν τα αναγκαία για την επίτευξη του στόχου αυτού επίπεδα». Όσον αφορά τα νιτρώδη και τα νιτρικά, το συμπέρασμα αυτό θεμελιώνεται ειδικότερα στα σημεία 35, 37 και 38 των αιτιολογικών σκέψεων της προσβαλλομένης αποφάσεως, με τα οποία βεβαιώνεται, αναποδείκτως, ιδίως ότι τα επίπεδα νιτρωδών και νιτρικών που καθορίζονται με το διάταγμα 834 του δανικού Υπουργείου Υγείας, της 23ης Σεπτεμβρίου 1996, δεν εγγυώνται επαρκή παρουσία προσθέτων στα προϋόντα που προορίζονται για την τροφική αλυσίδα ώστε να εκπληρούν τις τεχνολογικές λειτουργίες τους, ήτοι να επιτυγχάνουν τη μικροβιολογική ασφάλεια των προϋόντων.

    101 Η Δανική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι, στα πλαίσια του άρθρου 95, παράγραφος 6, ΕΚ, η Επιτροπή οφείλει να εγκρίνει τις εθνικές διατάξεις που της κοινοποιούνται εφόσον είναι ανάλογες προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, ήτοι την προστασία της υγείας. Το συμπέρασμα αυτό συνάγεται επίσης και από το παράρτημα ΙΙ, σημεία 1 έως 3 και 6, της οδηγίας πλαισίου, το οποίο θέτει τα γενικά κριτήρια για τη χρήση των προσθέτων τροφίμων. Οι γνώμες των ετών 1990 και 1995, με τις οποίες διαπιστώνεται διαπλοκή μεταξύ του επιπέδου νιτρωδών που προστίθενται στα τρόφιμα και του σχηματισμού καρκινογόνων νιτροζαμινών, επισημαίνουν ότι είναι αδύνατος ο καθορισμός ενός επιπέδου νιτρωδών και νιτρικών που προστίθενται κάτω από εκείνο που δεν θα οδηγούσε στη δημιουργία κανενός όγκου. Άρα, οι εν λόγω γνώμες συνάγουν ότι επιβάλλεται η μείωση των προστιθεμένων στα τρόφιμα νιτρωδών στο ελάχιστο αναγκαίο για την επίτευξη του απαιτούμενου βαθμού συντηρήσεως. Δεδομένου του επιστημονικώς αποδεδειγμένου συνδέσμου της προσθήκης νιτρωδών ή νιτρικών προς τον σχημαστισμό νιτροζαμινών, οι επίδικες διατάξεις περί της χρησιμοποιήσεως των νιτρωδών και νιτρικών, οι οποίες καθορίζουν τις ανώτατες ποσότητες που αντιστοιχούν στις απολύτως απαραίτητες τεχνολογικές ανάγκες για την επίτευξη του απαιτούμενου βαθμού συντηρήσεως στα επίδικα προϋόντα κρέατος και της από μικροβιολογικής απόψεως ασφαλείας, είναι ανάλογες προς τον επιδιωκόμενο στόχο της προστασίας της ανθρώπινης υγείας. Οι ως άνω διατάξεις συνάδουν επίσης προς την αναγνωριζόμενη με τη νομολογία του Δικαστηρίου αρχή της προλήψεως.

    102 Επομένως, εκτιμώντας, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι οι επίδικες διατάξεις συνιστούσαν περιττή υπερπροστασία της δημόσιας υγείας, η Επιτροπή αποδόθηκε σε εσφαλμένη ερμηνεία των απορρεουσών από την αρχή της αναλογικότητας αναγκών. Η πλάνη περί το δίκαιο που διαπράχθηκε με τον τρόπο αυτό πρέπει να συνεπάγεται την ακύρωση της αποφάσεως.

    103 Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το οριζόμενο με την οδηγία 95/2 επίπεδο προστασίας αντιστοιχεί στη γνώμη του 1990. Η γνώμη του 1995 επιβεβαιώνει επί της ουσίας τα πορίσματα της γνώμης του 1990. Σε περίπτωση κατά την οποία, όπως εν προκειμένω, υφίστανται μέτρα εναρμονίσεως, η αναλογικότητα των εθνικών διατάξεων που ένα κράτος μέλος προτίθεται να διατηρήσει πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα το επίπεδο της οριζόμενης από τον κοινοτικό νομοθέτη προστασίας. Εκτίμηση του επιπέδου προστασίας βάσει των ιδίων στοιχείων με εκείνα που διέθετε το Συμβούλιο κατά την έκδοση της οδηγίας δεν μπορεί, κατ' αρχήν, να καταλήγει σε διαφορετικό αποτέλεσμα από εκείνο στο οποίο έφθασε ο κοινοτικός νομοθέτης, εκτός και αν αποδεικνύεται ότι η παρεχόμενη με την οδηγία 95/2 προστασία είναι προδήλως ανεπαρκής. Παρόμοια απόδειξη δεν προσκόμισε η Δανική Κυβέρνηση με την υποβληθείσα δυνάμει του άρθρου 95, παράγραφος 4, ΕΚ αίτησή της. Εξάλλου, ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να επικαλείται μονομερώς την αρχή της προλήψεως για να διατηρήσει παρεκκλίνουσες εθνικές διατάξεις. Σε τομέα που αποτελεί αντικείμενο εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, εναπόκειται στον κοινοτικό νομοθέτη να εφαρμόσει την αρχή της προλήψεως.

    104 Με το δεύτερο σκέλος του τετάρτου λόγου ακυρώσεως που επικαλείται επικουρικώς, το Βασίλειο της Δανίας υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εδράζεται σε πρόδηλη κατάχρηση της εξουσίας εκτιμήσεως της Επιτροπής κατά την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας ως εκ του ότι απορρίπτει τις επίδικες διατάξεις σχετικά με τη χρήση των νιτρωδών και νιτρικών.

    105 Συναφώς, το Βασίλειο της Δανίας, υποστηριζόμενο από Βασίλειο της Νορβηγίας, διατείνεται ότι η Επιτροπή υπερέβη εν πάση περιπτώσει την εξουσία της εκτιμήσεως, περιοριζόμενη στη διαπίστωση, χωρίς την παραμικρή επιστημονική απόδειξη, ότι οι οριζόμενες με τις επίδικες διατάξεις ανώτατες ποσότητες για τη χρήση νιτρωδών και νιτρικών στα τρόφιμα προσκρούουν στις επιταγές της αρχής της αναλογικότητας. Οι αφορώσες τη χρήση των νιτρωδών και νιτρικών επίδικες διατάξεις συνάδουν προς τις συστάσεις της ΕΕΑΔ που περιλαμβάνονται στις γνώμες της των ετών 1990 και 1995.

    106 Η Επιτροπή απαντά ότι η οδηγία 95/2 είναι σύμφωνη προς τις συστάσεις της ΕΕΑΔ. Με τα πορίσματα της γνώμη της του 1990, η ΕΕΑΔ δεν συνιστά καμία ανώτατη ποσότητα για τα νιτρώδη και νιτρικά στα τρόφιμα. Συνιστά απλώς «τη μείωση στο ελάχιστο της εκθέσεως στις προσχηματισμένες στα τρόφιμα νιτροζαμίνες μέσω καταλλήλων τεχνολογικών πρακτικών, όπως η μείωση των δόσεων νιτρωδών και νιτρικών που προστίθενται στα τρόφιμα στο ελάχιστο αναγκαίο για την επίτευξη του απαραίτητου βαθμού συντηρήσεως και την ασφάλεια από μικροβιολογικής απόψεως». Οι επίδικες διατάξεις δεν διασφαλίζουν επαρκή παρουσία προσθέτων στα προϋόντα που προορίζονται για την τροφική αλυσίδα ώστε να τηρούν τις τεχνολογικές λειτουργίες τους, ήτοι να επιτυγχάνουν τη μικροβιολογική ασφάλεια των προϋόντων.

    107 Με το δεύτερο σκέλος του εβδόμου λόγου ακυρώσεως, το Βασίλειο της Δανίας διατείνεται ότι η εκτίμηση της Επιτροπής πάσχει πραγματικές πλάνες στο μέτρο που αφορά τις επίδικες διατάξεις για τη χρήση των νιτρωδών και νιτρικών. Υποστηρίζει ότι, σε αντίθεση προς ό,τι βεβαιώνεται στα σημεία 37 και 38 των αιτιολογικών σκέψεων της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι εν λόγω διατάξεις επιτυγχάνουν αρκούντως τη μικροβιολογική ασφάλεια και συμπλέουν απόλυτα με τη γνώμη του 1990. Σε αντίθεση προς όσα αναφέρονται στα σημεία 35, 37, 41 και 42 των αιτιολογικών σκέψεων της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν στερούνται συνοχής ενόψει του δεδηλωμένου στόχου της προστασίας της δημόσιας υγείας, εφόσον, για όλους τους τύπους των εμπλεκομένων προϋόντων κρέατος, καθορίζουν εγκεκριμένες δόσεις νιτρωδών και νιτρικών, σημαντικά κατώτερες από τις προβλεπόμενες με την οδηγία 95/2. Συγκεκριμένα, οι επίδικες διατάξεις ορίζουν ανώτατη ποσότητα ενσωματώσεως νιτρωδών, ενώ η οδηγία 95/2 καθορίζει ανώτατη ποσότητα καταλοίπων.

    108 Σε απάντηση, η Επιτροπή παραπέμπει στα επιχειρήματα που ανέπτυξε επ' ευκαιρία του τρίτου, τετάρτου και πέμπτου λόγου ακυρώσεως.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    109 Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του εβδόμου λόγου ακυρώσεως περί πραγματικών πλανών, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι η γνώμη του 1995 σχετικά με τα νιτρώδη και τα νιτρικά εξέτασε ρητώς τις διατάξεις της οδηγίας 95/2 περί των εν λόγω προσθέτων. Με τη γνώμη εκείνη, η ΕΕΑΔ σημειώνει ότι η ποσότητα καταλοίπων νιτρωδών που επιτρέπει η οδηγία «είναι σαφώς ανώτερη των προβλέψεων που στηρίζονται στα ανώτατα επίπεδα προσθήκης νιτρικών και νιτρωδών που μπορούν να δικαιολογούνται για τεχνολογικούς λόγους σύμφωνα με τις πληροφορίες που έλαβε η [ΕΕΑΔ] κατά την προγενέστερη έκθεση».

    110 Η πολύ επικριτική αυτή αξιολόγηση των ανωτάτων ποσοτήτων που καθορίζει η οδηγία 95/2 δεν αναιρείται από το γεγονός ότι, με την ίδια γνώμη της, η ΕΕΑΔ επανέλαβε τις συστάσεις που περιελάμβανε η γνώμη της του 1990. Αντιθέτως, οι συστάσεις αυτές επιβεβαιώνουν την ανάγκη μειώσεως στο ελάχιστο των επιπέδων νιτρωδών και νιτρικών που προστίθενται στα τρόφιμα. Πράγματι, σύμφωνα με το σημείο 3.3.2.3 της γνώμης του 1995:

    «Η [ΕΕΑΔ] επαναλαμβάνει συνεπώς, όπως και στην προγενέστερη έκθεσή της, ότι η έκθεση στις προσχηματισμένες στα τρόφιμα νιτροζαμίνες πρέπει να μειωθεί στο ελάχιστο μέσω των καταλλήλων τεχνολογικών πρακτικών, όπως είναι η μείωση των επιπέδων νιτρωδών και νιτρικών που προστίθενται στα τρόφιμα κατά τρόπον ώστε να μειωθούν στο ελάχιστα απαιτούμενο για τη διασφάλιση του αναγκαίου βαθμού συντηρήσεως και για τη μικροβιολογική ασφάλεια.»

    111 Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έλαβε επαρκώς υπόψη τη γνώμη του 1995. Συναφώς, παραλείπει να μνημονεύσει ότι οι ανώτατες ποσότητες νιτρωδών που καθορίζονται στην οδηγία 95/2 αμφισβητούνται με τη γνώμη του 1995.

    112 Επιβάλλεται η υπόμνηση ότι η γνώμη του 1990 ήταν αδύνατο, λόγω της ημερομηνίας εκδόσεώς της, να λάβει θέση επί της οδηγίας 95/2, η οποία προτάθηκε μόλις το 1992 και εκδόθηκε το 1995. Αντιθέτως, για να συντάξει τη γνώμη της του 1995, η ΕΕΑΔ επιφορτίστηκε συγκεκριμένα με το έργο να μελετήσει, μεταξύ άλλων, την ασφάλεια της χρήσεως των νιτρωδών και νιτρικών ως προσθέτων τροφίμων υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζει η οδηγία 95/2. Ανταποκρινόμενη στη συγκεκριμένη εντολή, η ΕΕΑΔ επέκρινε την οδηγία ως προς τις προϋποθέσεις χρήσεως των νιτρωδών. Το γεγονός ότι η γνώμη του 1995 επιβεβαίωσε συναφώς εκείνη του 1990 επιτείνει την άποψη ότι οι εγκεκριμένες με την οδηγία 95/2 ποσότητες νιτρωδών είναι επικριτέες και υπό το φως της γνώμης του 1990.

    113 Οι διαπιστώσεις της ΕΕΑΔ συναφώς είναι λυσιτελείς για την εκτίμηση αν δικαιολογούνται οι επίδικες διατάξεις.

    114 Έπεται ότι, στον βαθμό που η Επιτροπή παρέλειψε να λάβει δεόντως υπόψη τη γνώμη του 1995 προκειμένου να αξιολογήσει αν δικαιολογούνται οι επίδικες διατάξεις για τη χρήση των νιτρωδών και νιτρικών, η απόφασή της φέρει το στίγμα πλημμέλειας ικανής να οδηγήσει στην έλλειψη νομιμότητας αυτής.

    115 Έπεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί στο μέρο που απορρίπτει τις εν λόγω διατάξεις.

    116 Υπό τις περιστάσεις αυτές, παρέλκει η εξέταση του τετάρτου λόγου ακυρώσεως.

    Επί των λόγων ακυρώσεως που αντλούνται από τη μη απόφανση και την έλλειψη αιτιολογίας

    117 Τέλος, με τον όγδοο λόγο ακυρώσεως, το Βασίλειο της Δανίας ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή παρέλειψε να αποφανθεί επί του ζητήματος αν οι επίδικες διατάξεις αποτελούν αυθαίρετο μέσο δυσμενούς διακρίσεως ή συγκεκαλυμμένο περιορισμό στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και αν συνιστούν εμπόδιο στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Εντούτοις, κατά το άρθρο 95, παράγραφος 6, ΕΚ, η Επιτροπή όφειλε να αποφανθεί επί των σημείων αυτών και δεν είχε τη δυνατότητα να στηρίξει τη θέση της επί του απλού γεγονότος ότι οι επίδικες διατάξεις δεν δικαιολογούνταν εκ λόγων προστασίας της δημόσιας υγείας. Το Βασίλειο της Δανίας είναι της γνώμης ότι η ανεπαρκής λήψη θέσεως συνιστά παράβαση του άρθρου 95, παράγραφος 6, ΕΚ και ότι, συνακόλουθα, είναι λόγος ακυρώσεως κατ' εφαρμογήν του άρθρου 230 ΕΚ.

    118 Η υποβαλλόμενη δυνάμει του άρθρου 95, παράγραφος 4, ΕΚ αίτηση πρέπει να εκτιμάται υπό το φως των προβλεπομένων τόσο από την εν λόγω όσο και από την παράγραφο 6 του ιδίου άρθρου προϋποθέσεων. Αν δεν πληρούται η μία εξ αυτών των προϋποθέσεων η αίτηση είναι απορριπτέα, χωρίς να απαιτείται η εξέταση των λοιπών. Επειδή η Επιτροπή απέρριψε το αίτημα εν προκειμένω με βάση την επιτακτική ανάγκη που συνιστά η προστασία της δημόσιας υγείας, προϋπόθεση προβλεπόμενη από το άρθρο 95, παράγραφος 4, ΕΚ, δεν όφειλε να εξετάσει το σύννομό της προς τις υπόλοιπες τρεις προϋποθέσεις που απαντούν στην παράγραφο 6 του άρθρου.

    119 Έπεται ότι ο παρών λόγος ακυρώσεως είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.

    120 Με τον ένατο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος προβάλλεται επικουρικώς σε σχέση με τον προηγούμενο λόγο, το Βασίλειο της Δανίας καταλήγει στο συμπέρασμα της ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως λόγω ανεπαρκούς αιτιολογίας.

    121 Συναφώς, το Βασίλειο της Δανίας ισχυρίζεται ότι, αν υποτεθεί ότι τα απαριθμούμενα στο άρθρο 95, παράγραφος 6, ΕΚ στοιχεία ελήφθησαν όντως υπόψη από την Επιτροπή προκειμένου να εκδώσει την απόφαση, θα έπρεπε να το είχε πράξει κατά τρόπον ώστε τούτο να προκύπτει ρητώς με την απόφασή της. Σε παρόμοια περίπτωση, η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει ανεπαρκή αιτιολογία.

    122 Η Επιτροπή απαντά ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ανταποκρίνεται πλήρως στην προβλεπόμενη στο άρθρο 253 ΕΚ υποχρέωση αιτιολογήσεως, όπως ερμηνεύεται με τη νομολογία του Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, η απόφαση περιλαμβάνει στα σημεία 20 έως 34 των αιτιολογικών σκέψεών της, όσον αφορά τα θειώδη, και στα σημεία 37 και 38 καθώς και 41 έως 44 των αιτιολογικών σκέψεών της, όσον αφορά τα νιτρώδη και τα νιτρικά, εμπεριστατωμένη παράθεση των πραγματικών και νομικών στοιχείων που δικαιολογούν τη ληφθείσα από την Επιτροπή θέση.

    123 Για την εκτίμηση του παρόντος λόγου ακυρώσεως, επιβάλλεται κατ' αρχάς η εξέταση της περιπτώσεως στην οποία στηρίζεται, ήτοι αν η προσβαλλόμενη απόφαση θεμελιωνόταν στην πραγματικότητα σε ένα ή περισσότερα από τα τρία μνημονευόμενα στο άρθρο 95, παράγραφος 6, ΕΚ στοιχεία.

    124 Στο πλαίσιο της εξετάσεως της αιτιολογήσεως των επιδίκων διατάξεων ενόψει της επιτακτικής ανάγκης που συνιστά η προστασία της δημόσιας υγείας, η προσβαλλόμενη απόφαση περιλαμβάνει ορισμένες νύξεις, ιδίως στα σημεία 37, 41 και 42, σύμφωνα με τις οποίες οι επίδικες διατάξεις επιτρέπουν τη χρήση νιτρωδών και νιτρικών υπό συνθήκες παρεμφερείς προς εκείνες που προβλέπει η οδηγία 95/2 για παραδοσιακά προϋόντα στη Δανία, όπως είναι το μπέικον τύπου Wiltshire, το λουκάνικο από κρέας σε ρολό (rullepψlse) και το υποστάν ζύμωση δανικό σαλάμι, επικαλείται δε συναφώς ρητώς, στο σημείο 37, μεταχείριση εισάγουσα δυσμενή διάκριση.

    125 Πάντως, η Επιτροπή δεν προβαίνει στην εκτίμηση του ζητήματος αν οι επίδικες διατάξεις συνιστούν ή όχι μέσο αυθαίρετης δυσμενούς διακρίσεως ή συγκεκαλυμμένο περιορισμό στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και αν συνιστούν ή όχι εμπόδιο στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς κατά την έννοια του άρθρου 95, παράγραφος 6, ΕΚ. Προέχει να διευκρινιστεί συναφώς ότι η εκτίμηση του ζητήματος αυτού εναπόκειται στην Επιτροπή, ενώ το Δικαστήριο αδυνατεί, στο πλαίσιο διαφοράς όπως η παρούσα με αντικείμενο την ακύρωση, να υποκαταστήσει με την εκτίμησή του εκείνη της Επιτροπής.

    126 Πράγματι, τα σημεία 45, 46 και 47 των αιτιολογικών σκέψεων της προσβαλλομένης αποφάσεως βεβαιώνουν ότι η Επιτροπή δεν υπεχρεούτο εν προκειμένω να επαληθεύσει τις προϋποθέσεις σχετικά με την έλλειψη αυθαίρετης δυσμενούς διακρίσεως, την έλλειψη συγκεκαλυμμένου περιορισμού στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και την έλλειψη εμποδίου στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Στα πλαίσια της άμυνάς της, η Επιτροπή επιβεβαίωσε ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, είχε απορρίψει την αίτηση της Δανικής Κυβερνήσεως αποκλειστικά και μόνο για τον λόγο ότι δεν δικαιολογούνταν επαρκώς από επιτακτικές ανάγκες κατά την έννοια του άρθρου 95, παράγραφος 4, ΕΚ. Επιπλέον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η αιτιολόγηση της αρνήσεως αυτής, η οποία απαντά στα σημεία 19 έως 44 των αιτιολογικών σκέψεων της προσβαλλομένης αποφάσεως, είναι διαρθρωμένη με γνώμονα την επιτακτική ανάγκη που αποτελεί η προστασία της δημόσιας υγείας.

    127 Υπό το φως των σκέψεων αυτών, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν θεμελιώνεται προφανώς επί του ενός ή περισσοτέρων από τα απαριθμούμενα στο άρθρο 95, παράγραφος 6, ΕΚ στοιχεία. Έπεται ότι η περίπτωση στην οποία στηρίζεται ο παρών λόγος δεν αποδεικνύεται. Επομένως, επιβάλλεται η απόρριψη του λόγου αυτού ακυρώσεως.

    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


    Επί των δικαστικών εξόδων

    128 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Πάντως, σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 3, του ιδίου κανονισμού, το Δικαστήριο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων. Εν προκειμένω, επειδή και οι δύο διάδικοι ηττήθησαν εν μέρει, κάθε διάδικος πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

    129 Κατ' εφαρμογήν του άρθρου 69, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του ίδιου κανονισμού, η Δημοκρατία της Ισλανδίας και το Βασίλειο της Νορβηγίας που παρενέβησαν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

    αποφασίζει:

    1) Ακυρώνει την απόφαση 1999/830/ΕΚ της Επιτροπής, της 26ης Οκτωβρίου 1999, για τις εθνικές διατάξεις που κοινοποιήθηκαν από το Βασίλειο της Δανίας σχετικά με τη χρήση θειωδών, νιτρωδών και νιτρικών στα τρόφιμα, στο μέτρο που απορρίπτει τις εν λόγω εθνικές διατάξεις όσον αφορά τη χρήση των νιτρωδών και νιτρικών στα τρόφιμα.

    2) Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

    3) Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

    4) Η Δημοκρατία της Ισλανδίας και το Βασίλειο της Νορβηγίας φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

    Top