Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62000CC0256

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Alber της 27ης Σεπτεμβρίου 2001.
Besix SA κατά Wasserreinigungsbau Alfred Kretzschmar GmbH & Co. KG (WABAG) και Planungs- und Forschungsgesellschaft Dipl. Ing. W. Kretzschmar GmbH & KG (Plafog).
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Cour d'appel de Bruxelles - Βέλγιο.
Σύμβαση των Βρυξελλών - Άρθρο 5, σημείο 1 - Διεθνής δικαιοδοσία ως προς ζητήματα εκ συμβάσεων - Tόπος εκπληρώσεως της παροχής - Παροχή συνιστάμενη σε παράλειψη που πρέπει να εκπληρώνεται χωρίς γεωγραφικό περιορισμό - Δέσμευση δύο εταιριών να μη συμπράξουν με άλλους για τη διεκδίκηση αναθέσεως δημοσίου έργου - Εφαρμογή του άρθρου 2.
Υπόθεση C-256/00.

Συλλογή της Νομολογίας 2002 I-01699

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2001:500

62000C0256

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Alber της 27ης Σεπτεμβρίου 2001. - Besix SA κατά Wasserreinigungsbau Alfred Kretzschmar GmbH & Co. KG (WABAG) και Planungs- und Forschungsgesellschaft Dipl. Ing. W. Kretzschmar GmbH & KG (Plafog). - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Cour d'appel de Bruxelles - Βέλγιο. - Σύμβαση των Βρυξελλών - Άρθρο 5, σημείο 1 - Διεθνής δικαιοδοσία ως προς ζητήματα εκ συμβάσεων - Tόπος εκπληρώσεως της παροχής - Παροχή συνιστάμενη σε παράλειψη που πρέπει να εκπληρώνεται χωρίς γεωγραφικό περιορισμό - Δέσμευση δύο εταιριών να μη συμπράξουν με άλλους για τη διεκδίκηση αναθέσεως δημοσίου έργου - Εφαρμογή του άρθρου 2. - Υπόθεση C-256/00.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2002 σελίδα I-01699


Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


I - Εισαγωγή

1. Αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως είναι ο καθορισμός του δικαστηρίου του τόπου εκπληρώσεως μιας συμβατικής παροχής, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 5, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών. Οι ενάγουσες, βελγικές εταιρίες Six International Ltd και Six Construct International SA, δικαιοδόχος των οποίων είναι η Besix SA, αφενός (στο εξής: Besix), και η εναγομένη - μέλος του ομίλου Deutsche Babcock - Wasserreinigungsbau Alfred Kretzschmar GmbH & Co. KG (Wabag) (στο εξής: Wabag), αφετέρου, συμφώνησαν να καταρτίσουν από κοινού προσφορά προκειμένου να διεκδικήσουν την ανάθεση δημοσίου έργου στο Καμερούν. Επί του παρόντος, εκκρεμεί διαφορά μεταξύ τους ενώπιον των βελγικών δικαστηρίων σχετικά με το αν η Wabag παρέβη τον όρο αποκλειστικότητας που περιεχόταν στη συμφωνία αυτή, καθόσον η επίσης εναγομένη Planungs- und Forschungsgesellschaft Dipl. Ing. W. Kretzschmar & Co. (στο εξής: Plafog), η οποία ανήκε στον ίδιο όμιλο με την εναγομένη Wabag, μετέσχε στην προσφορά άλλης επιχειρήσεως. Εν προκειμένω, πρέπει να καθοριστεί αν τα βελγικά δικαστήρια είναι αρμόδια για την εκδίκαση της διαφοράς.

ΙΙ - Το νομικό πλαίσιο

2. Οι σχετικές διατάξεις της Συμβάσεως των Βρυξελλών , ως ίσχυε όταν συνέβησαν τα πραγματικά περιστατικά, έχουν ως εξής:

«Άρθρο 2

Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρούσας συμβάσεως, τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος συμβαλλόμενου κράτους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους αυτού, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους.

[...]

Άρθρα 3 και 4 [...]

Άρθρο 5

ρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος συμβαλλόμενου κράτους μπορεί να εναχθεί σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος:

1) ως προς διαφορές εκ συμβάσεως, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή·

2 έως 5 [...]»

ΙΙΙ - Τα πραγματικά περιτατικά

3. Το αιτούν δικαστηρίο εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά ως εξής:

«- Στις 20 Δεκεμβρίου 1983, η εταιρία Deutsche Babcock Anlagen AG, κύρια εταιρία του ομίλου Deutsche Babcock, αφενός, και οι εταιρίες Six International Ltd και Six Construct International SA, εταιρίες στα δικαιώματα των οποίων υποκαταστάθηκε η ανώνυμη εταιρία SA Besix, αφετέρου, δεσμεύθηκαν να καταρτίσουν από κοινού προσφορά για έργο του Ministère des Mines et de l' Energie (Υπουργείου Ορυχείων και Ενέργειας) του Καμερούν, επονομαζόμενο "Υδροδότηση έντεκα αστικών κέντρων του Καμερούν" και, σε περίπτωση που τους ανατεθεί το έργο, να εκτελέσουν απο κοινού, ως κοινοπραξία, τη σύμβαση που θα συνήπταν με τον πελάτη.

Κατά τα πρακτικά που συνετάγησαν εκείνη την ημέρα, τα συμβαλλόμενα μέρη δεσμεύθηκαν να "ενεργήσουν αποκλειστικώς μεταξύ τους και να μη συνεργαστούν με άλλους ενδεχόμενους εταίρους, με την επιφύλαξη της ανταγωνιστικότητας των προσφορών κάθε εταίρου".

- Στις 24 Ιανουαρίου 1984, η εταιρία Wabag Wasserreinigungsbau Alfred Kretzschmar GmbH & Co., μέλος του ομίλου Deutsche Babcock, και η εταιρία Besix υπέγραψαν σύμβαση με το προβλεπόμενο στα πρακτικά της 20ής Δεκεμβρίου 1983 αντικείμενο. Η σύμβαση αυτή επιβεβαίωνε την αποκλειστική συνεργασία που προβλεπόταν στα πρακτικά, χωρίς, ωστόσο, να επαναλαμβάνει την επιφύλαξη περί ανταγωνιστικότητας των προσφορών.

- Η κοινοπραξία Wabag Besix υπέβαλε την προσφορά της στις 30 Ιανουαρίου 1984.

- Κατά το άνοιγμα των προσφορών, η εταιρία Besix διαπίστωσε ότι η εταιρία Plafog, επίσης μέλος του ομίλου Deutsche Babcock, είχε συμμετάσχει στην προσφορά μιας άλλης εταιρίας, της εταιρίας φινλανδικού δικαίου Perusythyma, (στο εξής: POY), γεγονός για το οποίο διαμαρτυρήθηκε αμέσως στην εταιρία Wabag. Αυτή της απάντησε, με τηλετύπημα της 8ης Φεβρουαρίου 1984, ότι επρόκειτο για σφάλμα οφειλόμενο σε πλημμελή ανταλλαγή πληροφοριών εντός του ομίλου και ότι ζητούσε συγγνώμη γι' αυτό.

- Η προσφορά της κοινοπραξίας Wabag Besix κατατάχθηκε έκτη σε σύνολο έξι προσφορών, διότι ήταν αισθητά ακριβότερη από τις λοιπές ανταγωνιστικές προσφορές. Η φινλανδική προσφορά κατατάχθηκε πέμπτη.

Ακολούθως, η σύμβαση επιμερίστηκε και η εκτέλεση των διαφόρων μερών της ανατέθηκε σε αρκετές διαφορετικές επιχειρήσεις.

Αφενός το μέρος 1 και αφετέρου τα μέρη 3, 4 και 5 ανατέθηκαν στον φινλανδό ανάδοχο, στην προσφορά του οποίου συμμετείχε και η Plafog .

Για το μέρος αυτό, η κατάταξη ήταν η ακόλουθη:

1) Εταιρία Χ

2) Εταιρία Υ

3) Φινλανδική εταιρία και Plafog

4) Εταιρία Z

5) Εταιρίες Wabag και Besix.»

4. Βάσει αυτών, η Besix ζήτησε από τον όμιλο Deutsche Babcock αποζημίωση λόγω παραβάσεως της συμφωνίας περί αποκλειστικότητας.

IV - Διαδικασία ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων

5. Ακολούθως, η Besix άσκησε ενώπιον του Tribunal de commerce de Bruxelles αγωγή προκειμένου να λάβει αποζημίωση 80 εκατομμυρίων βελγικών φράγκων (BEF) από τους Deutsche Babcock, Wabag και Plafog. Η διαδικασία ανεστάλη όσον αφορά τον όμιλο Deutsche Babcock και, κατά τα λοιπά, η αγωγή απορρίφθηκε. Η Besix άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής. Οι Wabag και Plafog, με αντέφεση, ζήτησαν να αναγνωριστεί η αναρμοδιότητα των βελγικών δικαστηρίων.

V - Θέση του αιτούντος δικαστηρίου

6. Το Cour d'appel διαπιστώνει, κατ' αρχάς, ότι η επίδικη συμβατική παροχή, υπό την έννοια του άρθρου 5, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, είναι η ως άνω ρήτρα μη ανταγωνισμού.

7. Επιπλέον, αναφερόμενο στη νομολογία του Δικαστηρίου, το Cour d'appel βασίζεται στην αρχή ότι ο τόπος εκπληρώσεως της εν λόγω παροχής «πρέπει να προσδιοριστεί σύμφωνα με το δίκαιο που διέπει την παροχή αυτή, με βάση τους κανόνες του Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου του επιληφθέντος της διαφοράς δικαστηρίου». Σύμφωνα με τους βελγικούς κανόνες του Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου, το δίκαιο που διέπει, εν προκειμένω, την παροχή είναι το βελγικό.

8. Όσον αφορά τον τόπο εκπληρώσεως, το Cour d'appel διαπιστώνει τελικά ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να είναι η έδρα του οφειλέτη, δεδομένου ότι η πρόθεση των μερών, «εμμέσως πλην σαφώς, ήταν να εξασφαλίσουν συμβατικώς τη γενική παροχή αποκλειστικότητας, εκπληρούμενης σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου».

9. Συνεπώς, το Cour d'appel διερωτάται αν αρκεί το ότι η ρήτρα μη ανταγωνισμού έπρεπε να τηρηθεί και στο Βέλγιο για να συναχθεί ενδεχομένως η διεθνής δικαιοδοσία των βελγικών δικαστηρίων κατ' εφαρμογήν του άρθρου 5, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών.

10. Σκοπός της Συμβάσεως των Βρυξελλών, επισημαίνει το Cour d'appel, είναι η ασφάλεια δικαίου και, μεταξύ άλλων, η δυνατότητα προβλέψεως του αρμόδιου δικαστηρίου. Σ' αυτόν ακριβώς τον σκοπό πρέπει να ανταποκρίνεται η επιλογή του δικαστηρίου του τόπου εκπληρώσεως. Εν προκειμένω, ωστόσο, υπάρχουν διάφοροι τόποι εκπληρώσεως.

11. Σύμφωνα με το Cour d'appel, στην περίπτωση διαφορών επί συμβάσεων εργασίας που σχετίζονται με διάφορες έννομες τάξεις, το Δικαστήριο έλυσε παρόμοια προβλήματα, ορίζοντας τον τόπο εκπληρώσεως ως «αυτόν στον οποίο ή από τον οποίο ο εργαζόμενος εκτελεί κατά κύριο λόγο τις έναντι του εργοδότη του υποχρεώσεις του [...] ή αυτόν στον οποίο ο μισθωτός έχει εγκαταστήσει το ουσιαστικό κέντρο των επαγγελματικών δραστηριοτήτων του».

12. Εν προκειμένω, μπορεί να θεωρηθεί ότι το Βέλγιο είναι ο τόπος «όπου τα συμβαλλόμενα μέρη είχαν πράγματι μέγιστο συμφέρον για τήρηση της δεσμεύσεώς τους περί αποκλειστικότητας, εφόσον σε αυτήν τη χώρα επρόκειτο να υποβάλουν την κοινή προσφορά».

VI - Τα προδικαστικά ερωτήματα

13. Το Cour d'appel υποβάλλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«Έχει το άρθρο 5, σημείο 1, της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 1982, L 388, σ. 7), όπως τροποποιήθηκε από τη Σύμβαση της 9ης Οκτωβρίου 1978 σχετικά με την προσχώρηση του Βασιλείου της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας (ΕΕ 1982, L 388, σ. 24 και τροποποιημένο κείμενο σ. 77) και από τη Σύμβαση της 25ης Οκτωβρίου 1982 σχετικά με την προσχώρηση της Ελληνικής Δημοκρατίας (ΕΕ L 388, σ. 1), την έννοια ότι ο εναγόμενος που έχει την κατοικία του σε έδαφος συμβαλλομένου κράτους μπορεί να εναχθεί, ως προς διαφορές εκ συμβάσεως, σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή όφειλε να εκπληρωθεί η παροχή, ειδικότερα όταν η παροχή αυτή, συνιστάμενη σε παράλειψη - όπως είναι, εν προκειμένω, η δέσμευση, αφενός, αποκλειστικής συνεργασίας με τον αντισυμβαλλόμενο προκειμένου να υποβληθεί από κοινού προοσφορά για μια δημόσια σύμβαση και, αφετέρου, μη συνεργασίας με άλλον ενδεχόμενο εταίρο, πρέπει να εκπληρώνεται σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου;

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, δύναται ο εν λόγω εναγόμενος να εναχθεί ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή όφειλε να εκπληρωθεί η παροχή και, στην περίπτωση αυτή, με ποιο κριτήριο πρέπει να προσδιορίζεται ο τόπος αυτός;»

VII - Νομική εκτίμηση

Επιχειρήματα των διαδίκων

14. Η Besix, ενάγουσα της κύριας δίκης, οι Wabag και Plafog, εναγόμενες στην παρούσα διαδικασία, καθώς και η Επιτροπή βασίζονται στη νομολογία του Δικαστηρίου, κατά την οποία, για την εφαρμογή του άρθρου 5, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, πρέπει πάντοτε να λαμβάνεται υπόψη η συγκεκριμένη παροχή που πρέπει να εκπληρωθεί και όχι το σύνολο της συμβάσεως.

15. Οι Wabag και Plafog παραθέτουν την απόφαση Tessili Italiana Como , με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι το επιληφθέν δικαστήριο πρέπει να καθορίζει, βάσει των δικών του κανόνων Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου, το εφαρμοστέο δίκαιο και, ακολούθως, σύμφωνα με το δίκαιο αυτό, τον τόπο εκπληρώσεως. Σύμφωνα με τις εναγόμενες, το εφαρμοστέο εν προκειμένω δίκαιο είναι το γερμανικό, βάσει του οποίου η έδρα του οφειλέτη είναι, κατ' αρχήν, ο τόπος εκπληρώσεως. Κατά την άποψή τους, το ίδιο αποτέλεσμα θα προέκυπτε αν εφαρμοζόταν το βελγικό δίκαιο.

16. Σύμφωνα με τις εναγόμενες, η παρούσα διαφορά αφορά μόνον τη δέσμευση περί μη ανταγωνισμού. Οι λοιπές παροχές της συμβάσεως που συνήψαν με την Besix δεν ασκούν επιρροή για τον καθορισμό του αρμόδιου δικαστηρίου. Στην υπόθεση Leathertex , το Δικαστήριο αναγνώρισε, εξάλλου, ότι η εν λόγω μέθοδος οδηγεί στον καθορισμό διαφορετικών δικαστηρίων ανάλογα με την παροχή που πρέπει να εκπληρωθεί. Όπως ήδη διαπίστωσαν οι εναγόμενες, ο τόπος εκπληρώσεως της δεσμεύσεως περί μη ανταγωνισμού είναι η έδρα του οφειλέτη.

17. Οι εναγόμενες θεωρούν ότι, αν αναγνωριστεί η διεθνής δικαιοδοσία των βελγικών δικαστηρίων, πρέπει να γίνει γενικώς δεκτή η δικαιοδοσία των δικαστηρίων που επιλαμβάνονται το πρώτον της διαφοράς, χωρίς να εξακριβώνεται αν υφίσταται ειδικός δεσμός μεταξύ του δικαστηρίου και της επίδικης συμβάσεως. Εν προκειμένω, τον στενότερο δεσμό με την επίδικη συμβατική παροχή έχει το γερμανικό δικαστήριο. Οι διαπραγματεύσεις με τη φινλανδική εταιρία POY διεξάχθηκαν στα γραφεία της Plafog. Συνεπώς, ισχυρίζονται οι εναγόμενες, στον χώρο αυτό σημειώθηκε, ενδεχομένως, παράβαση της δεσμεύσεως περί μη ανταγωνισμού.

18. Ακόμη και η Besix θεωρεί ότι η δέσμευση περί μη ανταγωνισμού αποτελεί την καθοριστική παροχή για τον προσδιορισμό του τόπου εκπληρώσεως. Εντούτοις, σύμφωνα με την Besix, η παροχή αυτή δεν ασκεί επιρροή αφ' εαυτής, αλλά εξαρτάται πλήρως από την κύρια παροχή, ήτοι την από κοινού κατάρτιση προσφοράς. Η Besix στηρίζει την άποψή της στην απόφαση Shenavai , σύμφωνα με την οποία, όταν πρέπει να εκπληρωθούν περισσότερες από μία παροχές, το παρεπόμενο ακολουθεί το κύριο. Συνεπώς, ως τόπος εκπληρώσεως πρέπει να θεωρηθεί ο τόπος όπου εκπληρώθηκε η κύρια συμβατική παροχή. Κατά την Besix, η κύρια παροχή εκπληρώθηκε στο Βέλγιο, σύμφωνα με το εφαρμοστέο βελγικό δίκαιο.

19. Επικουρικώς και μόνο - σε περίπτωση που το Δικαστήριο εξετάσει μεμονωμένα την απαγόρευση ανταγωνισμού - αναγνωρίζει η Besix ότι η δέσμευση περί μη ανταγωνισμού δεν έχει έναν και μοναδικό τόπο εκπληρώσεως, αλλά πρέπει να εκπληρώνεται σε όλα τα κράτη μέλη. Ως εκ τούτου, η Besix θεωρεί ότι το αρμόδιο δικαστήριο πρέπει να καθοριστεί κατόπιν επιλογής. Συναφώς, μπορεί να τύχει εφαρμογής η σχετική με τον καθορισμό του τόπου εκτελέσεως των συμβάσεων εργασίας νομολογία. Όταν ο εργαζόμενος απασχολείται σε διάφορα κράτη μέλη, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη, κατά την άποψη της Besix, το πραγματικό κέντρο της δραστηριότητάς του. Με τον τόπο αυτό έχει η ένδικη διαφορά τους στενότερους δεσμούς. Σύμφωνα με την Besix, και στην υπό κρίση περίπτωση τόπος εκπληρώσεως είναι το Βέλγιο.

20. Η λύση αυτή εξυπηρετεί τον σκοπό όλων των σχετικών με τις ειδικές δικαιοδοσίες διατάξεων, οι οποίες περιλαμβάνονται στο δεύτερο τμήμα του δευτέρου τίτλου της Συμβάσεως των Βρυξελλών. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, πρέπει να αναγνωρίζεται η δικαιοδοσία του δικαστηρίου που παρουσιάζει ιδιαίτερα στενό δεσμό με τη διαφορά. Κατ' αυτόν τον τρόπο αποφεύγεται η ύπαρξη πολλαπλών δικαιοδοσιών ως προς την ίδια σύμβαση, μειώνεται ο κίνδυνος εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων και διευκολύνεται η αναγνώριση και η εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων.

21. Όπως και η Besix, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι, σύμφωνα με την απόφαση Shenavai, το παρεπόμενο ακολουθεί το κύριο όταν υφίστανται παράλληλα περισσότερες της μιας παροχές. Εντούτοις, η Επιτροπή θεωρεί ότι, εν προκειμένω, υφίσταται μία μόνον παροχή.

22. Η εφαρμογή, εν προκειμένω, της κλασικής ερμηνείας του άρθρου 5, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών θα είχε ως αποτέλεσμα - προσθέτει η Επιτροπή - να θεωρηθεί ότι, στις περιπτώσεις αυτού του είδους, μπορεί να ασκηθεί αγωγή σε κάθε κράτος μέλος. Το Δικαστήριο θεωρεί ότι αυτό ακριβώς πρέπει να αποφεύγει η Σύμβαση των Βρυξελλών . Συνεπώς, σύμφωνα με την Επιτροπή, εύλογα διερωτάται το αιτούν δικαστήριο αν μπορεί, εν προκειμένω, να τύχει εφαρμογής η λύση που προέκρινε το Δικαστήριο για τις συμβάσεις εργασίας. Η Επιτροπή ισχυρίζεται, πάντως, ότι το Δικαστήριο επανειλημμένα απέρριψε την επέκταση της νομολογίας αυτής. Ως εκ τούτου, στην υπό κρίση περίπτωση δεν μπορεί να καθοριστεί κάποια κύρια παροχή βάσει της οποίας θα προσδιοριστεί ο τόπος εκπληρώσεως του συνόλου της συμβάσεως.

23. Σύμφωνα με την Επιτροπή, το άρθρο 5, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών μπορεί να ερμηνευθεί με τους εξής τέσσερις διαφορετικούς τρόπους:

- κλασικά, χωρίς να ληφθούν υπόψη οι ιδιαιτερότητες της δεσμεύσεως περί μη ανταγωνισμού που εκτείνεται ανά τον κόσμο·

- καθορίζοντας ως τόπο εκπληρώσεως την έδρα του οφειλέτη·

- καθορίζοντας ως τόπο εκπληρώσεως τον τόπο παραβάσεως της απορρέουσας από την παροχή υποχρεώσεως ή

- καθορίζοντας ως τόπο εκπληρώσεως τον τόπο εκπληρώσεως της κύριας παροχής, παρεπόμενο της οποίας αποτελεί η δέσμευση περί μη ανταγωνισμού.

24. Κατά την Επιτροπή, η κλασική ερμηνεία της διατάξεως θα συνεπαγόταν τη δικαιοδοσία των δικαστηρίων όλων των κρατών μελών. Θα αντέβαινε, ωστόσο, προς τον σκοπό της ασφάλειας δικαίου, ήτοι το να μπορεί ο εναγόμενος να προβλέψει το δικαστήριο ενώπιον του οποίου θα εναχθεί. Επίσης, μια παροχή που συνίσταται σε παράλειψη ανά τον κόσμο, δεν μπορεί, από τη φύση της, να έχει ιδιαίτερους δεσμούς με μια συγκεκριμένη έννομη τάξη.

25. Δεδομένου ότι, σύμφωνα με τα πληροφοριακά στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, το βελγικό δίκαιο αποκλείει τον καθορισμό της έδρας του οφειλέτη ως τόπου εκπληρώσεως στην περίπτωση παροχής συνισταμένης σε παράλειψη ανά τον κόσμο, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η ερμηνεία αυτή δεν συνάδει προς την απόφαση GIE Groupe Concorde κ.λπ. (Η Επιτροπή υποθέτει πιθανώς ότι ούτε η ερμηνεία αυτή εξυπηρετεί τον σκοπό της προβλεψιμότητας).

26. Αν ως τόπος εκπληρώσεως καθοριστεί ο τόπος όπου πράγματι σημειώθηκε παράβαση της υποχρεώσεως που απορρέει από τη συνιστάμενη σε παράλειψη παροχή, ο καθορισμός του τόπου εκπληρώσεως εξαρτάται από τον οφειλέτη. Εντούτοις, ο τόπος εκπληρώσεως πρέπει, σύμφωνα με την Επιτροπή, να απορρέει από τη βούληση αμφοτέρων των μερών και να μπορούν αυτά να τον προβλέψουν κατά τη σύναψη της συμβάσεως.

27. Κατά την άποψη της Επιτροπής, η αιτία των δυσχερειών που παρουσιάζει η υπό κρίση περίπτωση έγκειται στο γεγονός ότι, από τη φύση της, η συνιστάμενη σε παράλειψη παροχή δεν μπορεί να προσδιοριστεί γεωγραφικά. Συνεπώς, οι προσπάθειες καθορισμού ενός τόπου εκπληρώσεως δεν αποδίδουν ικανοποιητικά. Η προσήκουσα λύση θα ήταν, επομένως, να θεωρηθεί ότι η παροχή αυτή είναι απλώς παρεπόμενη άλλης παροχής, η οποία μπορεί να προσδιοριστεί γεωγραφικά. Σύμφωνα με την Επιτροπή, τέτοια παροχή είναι η σχετική με την από κοινού κατάρτιση προσφοράς για τη διεκδίκηση της αναθέσεως του έργου. Μοναδικός σκοπός της συνισταμένης σε παράλειψη παροχής είναι, κατά την άποψη της Επιτροπής, η εξασφάλιση καλύτερης συνεργασίας. Χωρίς τη συνεργασία αυτή, η συνιστάμενη σε παράλειψη παροχή θα καθίστατο άνευ αντικειμένου.

28. Το αντίθετο επιχείρημα ότι η παροχή συνεργασίας δεν αποτελεί αντικείμενο της διαφοράς δεν αντίκειται, κατά την άποψη της Επιτροπής, στο ως άνω συμπέρασμα. Σε περίπτωση ασκήσεως αγωγής κατά μη εκπληρώσεως δύο παροχών, αρμόδιο είναι, σύμφωνα με την απόφαση Shenavai, μόνον το δικαστήριο του τόπου εκπληρώσεως της κύριας παροχής.

Εκτίμηση

29. ρέπει, κατ' αρχάς, να επισημανθεί ότι, σε αντίθεση προς την άποψη των Wabag και Plafog, το συμπέρασμα του Cour d'appel ότι πρέπει να εφαρμοστεί το βελγικό και όχι το γερμανικό δίκαιο δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας. Το άρθρο 5, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, το οποίο χρήζει, εν προκειμένω, ερμηνείας, δεν περιέχει καμία διάταξη σχετική με την επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου.

30. Σύμφωνα με τους σκοπούς της Συμβάσεως των Βρυξελλών, για την ερμηνεία του άρθρου 5, σημείο 1, της εν λόγω Συμβάσεως πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη «να αποφευχθεί, στο μέτρο του δυνατού, η ύπαρξη πολλαπλών δικαιοδοσιών ως προς την ίδια σύμβαση» . Αν, ωστόσο, είναι ορθή η διαπίστωση του αιτούντος δικαστηρίου, ήτοι ότι, στην υπό κρίση περίπτωση, υφίσταται μια συνιστάμενη σε παράλειψη παροχή που πρέπει, σύμφωνα με το εφαρμοστέο βελγικό δίκαιο, να εκπληρώνεται ανά τον κόσμο, η εφαρμογή του άρθρου 5, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών θα είχε ως αποτέλεσμα να αναγνωριστεί η δικαιοδοσία όλων των αρμόδιων επί της ουσίας δικαστηρίων όλων των κρατών μελών.

31. Συνεπώς, πρέπει να εξεταστεί αν το άρθρο 5, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών μπορεί να ερμηνευθεί κατά τρόπο που να αποκλείει το ως άνω αποτέλεσμα. Το αιτούν δικαστήριο, η Besix και η Επιτροπή προτείνουν τον καθορισμό του τόπου εκπληρώσεως με βάση την κύρια συμβατική παροχή. Η κύρια αυτή παροχή συνίσταται, εν προκειμένω, στην κατάρτιση και την υποβολή προσφοράς.

A - Η σχετική με τον καθορισμό του τόπου εκπληρώσεως νομολογία

32. Στην υπό κρίση περίπτωση, ο καθορισμός του τόπου εκπληρώσεως, υπό την έννοια του άρθρου 5, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, δεν εξαρτάται από το σύνολο της συμβάσεως, αλλά αποκλειστικά από την επίδικη παροχή . Μόνον έτσι εξηγείται το ότι δύο διαφορετικά δικαστήρια μπορούν να είναι αρμόδια για διαφορά σχετική με δύο παροχές απορρέουσες από την ίδια σύμβαση . Η αρχή αυτή δεν συνάδει προς το ότι, σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, ορισμένες συμβατικές παροχές ακολουθούν την αποκαλούμενη κύρια παροχή.

33. Κατά πάγια νομολογία, ο τόπος εκπληρώσεως της συμβατικής αυτής παροχής «πρέπει να καθορίζεται σύμφωνα με το ουσιαστικό δίκαιο που διέπει την επίδικη παροχή κατά τους κανόνες του Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου του επιληφθέντος δικαστηρίου» . Επομένως, δεν πρόκειται για αυτοτελώς εφαρμοζόμενη έννοια του κοινοτικού δικαίου, η οποία θα είχε μία και μοναδική σημασία καθοριζόμενη από το Δικαστήριο, αλλά απλώς για παραπομπή στις εθνικές διατάξεις. Οι εν λόγω διατάξεις είναι αυτές που διέπουν τη σύμβαση, ήτοι η αποκαλούμενη lex causae. Στην περίπτωση αμιγώς εθνικών διαφορών - στις οποίες δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής η Σύμβαση των Βρυξελλών - η lex causae είναι το εθνικό εφαρμοστέο δίκαιο. Στην περίπτωση διαφορών σχετικών με συμβάσεις που συνδέονται με περισσότερα του ενός κράτη, τίθεται ζήτημα εφαμοργής διαφόρων εθνικών εννόμων τάξεων, οι οποίες αλληλοσυγκρούονται - εν προκειμένω, η γερμανική και η βελγική έννομη τάξη. Στις περιπτώσεις αυτές, πρέπει να εξετάζεται ποια έννομη τάξη διέπει τη σύμβαση. Στον βαθμό που η σύμβαση - όπως εν προκειμένω - δεν προβλέπει κανένα κανόνα σχετικό με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο (επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου), το επιληφθέν δικαστήριο καθορίζει τη σχετική έννομη τάξη σύμφωνα με τους ισχύοντες ενώπιόν του κανόνες του Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου. Σύμφωνα με τα πληροφοριακά στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, οι εν προκειμένω ισχύοντες βελγικοί κανόνες του Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου προβλέπουν ότι εφαρμόζεται το δίκαιο της χώρας με την οποία η σύμβαση έχει τους στενότερους δεσμούς. Στην υπό κρίση περίπτωση, τόσο το αιτούν δικαστήριο όσο και το ρωτοδικείο θεωρούν ότι η εν λόγω χώρα είναι το Βασίλειο του Βελγίου και, ως εκ τούτου, τα δικαστήριά του εφάρμοσαν το βελγικό δίκαιο. Δεδομένου ότι η ερμηνεία των διατάξεων του εθνικού δικαίου δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, το Δικαστήριο, βάσει της νομολογίας αυτής, δεν μπορεί να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο κανένα ερμηνευτικό στοιχείο ως προς την έννοια του τόπου εκπληρώσεως.

34. Η νομολογία αυτή γνωρίζει, ωστόσο, το ακόλουθο όριο: «Είναι αληθές ότι στον τομέα των συμβάσεων εργασίας το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ο τόπος εκπληρώσεως της παροχής πρέπει να προσδιορίζεται όχι εν αναφορά προς την εθνική νομοθεσία που εφαρμόζεται σύμφωνα με τους κανόνες του Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου του επιληφθέντος της διαφοράς δικαστηρίου, αλλά, αντιθέτως, βάσει ομοιομόρφων κριτηρίων που στο Δικαστήριο εναπόκειται να τα καθορίσει με βάση το σύστημα και τους σκοπούς της Συμβάσεως των Βρυξελλών [...], κριτηρίων τα οποία οδηγούν στο να γίνεται δεκτός ο τόπος όπου ο εργαζόμενος ασκεί πράγματι τις συμφωνηθείσες με τον εργοδότη του δραστηριότητες» .

35. Αντιθέτως, το Δικαστήριο έχει, μέχρι σήμερα, αρνηθεί να επεκτείνει τη νομολογία αυτή, η οποία καθιερώνει αυτοτελή ερμηνεία της έννοιας του τόπου εκπληρώσεως , μολονότι διάφοροι γενικοί εισαγγελείς, λαμβάνοντας υπόψη τον σκοπό του άρθρου 5, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών - ήτοι την αναγνώριση της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου που έχει τον στενότερο δεσμό με την υπόθεση -, πρότειναν άλλες λύσεις .

36. Στην υπόθεση Shenavai, ζητήθηκε από το Δικαστήριο να αποφανθεί σχετικά με το αν η δικαιοδοσία επί αγωγής περί καταβολής αμοιβής αρχιτέκτονα έπρεπε να καθοριστεί βάσει του τόπου όπου ο αρχιτέκτων παρείχε τις υπηρεσίες του ή του τόπου όπου πληρώθηκε η αμοιβή. Η τελευταία αυτή λύση ήταν σύμφωνη με την αρχή βάσει της οποίας, για τον καθορισμό του δικαστηρίου του τόπου εκπληρώσεως, πρέπει πάντοτε να λαμβάνεται υπόψη η επίδικη συμβατική παροχή. Εντούτοις, στην περίπτωση εκείνη, το αιτούν δικαστήριο και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου πρότειναν να χρησιμοποιηθεί ως βάση για τον καθορισμό του τόπου εκπληρώσεως η παροχή που χαρακτηρίζει τη σύμβαση, όπως συμβαίνει και στις διαφορές επί συμβάσεων εργασίας. Ωστόσο, το Δικαστήριο τόνισε ότι οι συμβάσεις εργασίας δημιουργούν μια διαρκή σχέση εντάξεως του εργαζομένου στην οργάνωση της επιχειρήσεως του εργοδότη, γεγονός που δημιουργεί, κατ' αρχήν, δεσμό από γεωγραφικής απόψεως. Συνεπώς, ακόμη και στις περιπτώσεις διαφορών σχετικών με άλλες συμβατικές παροχές που απορρέουν από σχέση εργασίας, είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ως βάση η παροχή που χαρακτηρίζει τη σύμβαση. Αυτό, πάντως, δεν ισχύει για τις λοιπές συμβάσεις - όπως οι συμβάσεις με αρχιτέκτονα .

37. Στην υπόθεση Custom Made Commercial, έπρεπε να εξεταστεί αν η lex causae τυγχάνει εφαρμογής όταν την επίδικη σύμβαση διέπει ο ενιαίος νόμος περί πωλήσεων. Σύμφωνα με τον νόμο αυτό, ως τόπος εκπληρώσεως της απαιτήσεως καταβολής του τιμήματος πρέπει, κατ' αρχήν, να θεωρείται ο τόπος κατοικίας του δανειστή.

38. Για τον λόγο αυτό, ο γενικός εισαγγελέας Lenz εξέτασε την υφιστάμενη τότε νομολογία και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το Δικαστήριο προέβλεπε τον καθορισμό του τόπου εκπληρώσεως με βάση τη lex causae μόνον όταν η λύση αυτή δεν αντέβαινε προδήλως προς τον σκοπό του άρθρου 5, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών . Εξάλλου, ο γενικός εισαγγελέας διαπίστωσε ότι η επιλογή της παροχής που πρέπει να ληφθεί υπόψη για τον καθορισμό του τόπου εκπληρώσεως είχε καθοριστική προς τούτο σημασία . Τέλος, υποστήριξε ότι το να παραπέμπει ο ενιαίος νόμος περί πωλήσεων συστηματικά στον τόπο κατοικίας του δανειστή της απαιτήσεως καταβολής του τιμήματος δεν συνεπάγεται τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου που έχει τον στενότερο δεσμό με την υπόθεση . Αυτό εξηγείται λόγω του ότι ο καθορισμός του τόπου εκπληρώσεως με βάση το ουσιαστικό δίκαιο επιδιώκει σκοπούς διαφορετικούς από την αναγνώριση του δικαστηρίου που συνδέεται στενά με την υπόθεση . Συνεπώς, πρότεινε να καθοριστεί, κατ' αρχήν, ως τόπος εκπληρώσεως, επί υποθέσεων σχετικών με πωλήσεις, ο τόπος όπου ο πωλητής πρέπει να εκπληρώσει την παροχή του.

39. Αντιθέτως, το Δικαστήριο τόνισε ότι ναι μεν το άρθρο 5, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών στηριζόταν στην υπόθεση ότι από τον τόπο εκπληρώσεως της συμβατικής παροχής εξαρτάται, κατ' αρχήν, ο στενός δεσμός μεταξύ της διαφοράς και του αρμόδιου δικαστηρίου, ο καθοριστικός, όμως, λόγος χρησιμοποιήσεως του κριτηρίου του τόπου εκπληρώσεως είναι ότι οδηγεί σε απολύτως σαφή καθορισμό. Η ασφάλεια δικαίου που επιτυγχάνεται με τον τρόπο αυτό θα ετίθετο σε κίνδυνο αν το κριτήριο του τόπου εκπληρώσεως δεν χρησιμοποιούνταν στις περιπτώσεις που η εφαρμογή του δεν καταλήγει στη δικαιοδοσία του δικαστηρίου που παρουσιάζει τον στενότερο δεσμό με την υπόθεση .

40. Το 1999, το Δικαστήριο αντιμετώπισε εκ νέου, σε δύο υποθέσεις, το ζήτημα αν έπρεπε να εγκαταλείψει τη νομολογία του σχετικά με τον καθορισμό του τόπου εκπληρώσεως ή αν, τουλάχιστον, έπρεπε να την τροποποιήσει.

41. Η υπόθεση Leathertex αφορούσε δύο ισοδύναμες παροχές πληρωμής απορρέουσες από σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας, οι οποίες έπρεπε να εκπληρωθούν σε διάφορα μέρη. Ο γενικός εισαγγελέας Léger διαπίστωσε ότι η χρησιμοποίηση της lex causae δεν παρείχε μεγαλύτερη ασφάλεια δικαίου από την αυτοτελή ερμηνεία, ενώ ο αυτοτελής ορισμός του τόπου εκπληρώσεως για τους διαφόρους τύπους παροχών θα κάλυπτε, με την πάροδο του χρόνου, την πλειονότητα των πιθανών περιπτώσεων , δεδομένου ότι οι παροχές αυτές θα εξετάζονταν σταδιακά από το Δικαστήριο. ρότεινε, για τις παροχές πληρωμής, να ληφθεί υπόψη ο τόπος της συμβατικής αντιπαροχής. Για τις συμβάσεις εμπορικής αντιπροσωπείας, ο τόπος εκπληρώσεως της υλικής παροχής πρέπει να καθορίζεται με βάση τα υποχρεωτικώς προβλεπόμενα στη σύμβαση αντιπροσωπείας γεωγραφικά της όρια και, ενδεχομένως, λαμβάνοντας υπόψη το κέντρο της σχετικής δραστηριότητας. Έτσι, για όλες τις απορρέουσες από συμβάσεις εμπορικής αντιπροσωπείας αγωγές είναι δυνατό να καθοριστεί μία και μοναδική δικαιοδοσία για το δικαστήριο του τόπου εκπληρώσεως.

42. Τέλος, η υπόθεση GIE Groupe Concorde κ.λπ. αφορούσε αγωγή αποζημίωσεως κατά εταιρίας θαλάσσιων μεταφορών και του πλοιάρχου της σχετικά με μεταφορά εμπορευμάτων μεταξύ Χάβρης και Santos, στη Βραζιλία. Ο γενικός εισαγγελέας Ruiz-Jarabo Colomer εξέθεσε, κατ' αρχάς αφηρημένα και ακολούθως αναφερόμενος στην υπόθεση της κύριας δίκης , τις μεγάλες δυσχέρειες που αντιμετωπίζει ένα δικαστήριο όταν καλείται να εφαρμόσει την ισχύουσα νομολογία του Δικαστηρίου ως προς τον καθορισμό του τόπου εκπληρώσεως. Στην πράξη, ο καθορισμός του τόπου εκπληρώσεως δεν γίνεται συχνά με βάση τη lex causae, αλλά, χάριν ευκολίας, με βάση το δίκαιο του επιληφθέντος δικαστηρίου, το αποκαλούμενο lex fori. Βάσει αυτών, ο Ruiz-Jarabo Colomer διαπίστωσε ότι η θέση που προέβαλε το Δικαστήριο δεν παρείχε περαιτέρω ασφάλεια δικαίου από την αυτοτελή κοινοτική ερμηνεία της έννοιας του τόπου εκπληρώσεως. Επομένως, ούτε από την προσέγγιση αυτή προκύπτει δικαστήριο συνδεόμενο στενά με την υπόθεση. Ως εκ τούτου, ο γενικός εισαγγελέας πρότεινε να καθορίζεται ο τόπος εκπληρώσεως με βάση τις ιδιαίτερες περιστάσεις της εκάστοτε υποθέσεως σε συνδυασμό με την ενοχική σχέση.

43. Εντούτοις, και στην υπόθεση αυτή, το Δικαστήριο τόνισε εκ νέου ότι είναι αναγκαία η ύπαρξη ασφάλειας δικαίου . Επιπλέον, παρατήρησε ότι το ουσιαστικό δίκαιο παρέπεμπε στο άρθρο 5, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών και ότι, κατ' αρχήν, η βούληση των μερών ήταν καταλληλότερη για τον καθορισμό του τόπου εκπληρώσεως σε σχέση με την αφηρημένη και αυτοτελή ερμηνεία του Δικαστηρίου .

44. Ως εκ τούτου το Δικαστήριο δήλωσε:

«Εναπόκειται στον εθνικό νομοθέτη, που είναι ο μόνος αρμόδιος στον τομέα αυτόν, να καθορίζει ως τόπο εκπληρώσεως της παροχής έναν τόπο που να λαμβάνει δίκαια υπόψη τόσο τα συμφέροντα της ορθής απονομής της δικαιοσύνης όσο και τα συμφέροντα της επαρκούς προστασίας των ιδιωτών. Στον βαθμό που το εθνικό δίκαιο του επιτρέπει, το επιληφθέν δικαστήριο μπορεί έτσι να κληθεί να καθορίσει τον τόπο εκπληρώσεως της παροχής λαμβάνοντας υπόψη τα κριτήρια που προτείνει το αιτούν δικαστήριο, ήτοι αναζητώντας, με βάση τη φύση της ενοχικής σχέσεως και των συγκεκριμένων περιστατικών, τον τόπο στον οποίο η παροχή εκπληρώθηκε ή έπρεπε πράγματι να εκπληρωθεί» .

45. Στην υπόθεση Leathertex το Δικαστήριο δεν επανέλαβε τη νομολογία αυτή, αλλά ούτε και αναγνώρισε κοινή δικαιοδοσία για τις αγωγές με αντικείμενο ισοδύναμες πιστώσεις που έπρεπε να εκπληρωθούν σε διάφορα μέρη.

46. Επομένως, από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου, εναπόκειται στον εθνικό νομοθέτη να καθορίσει τον τόπο εκπληρώσεως των συμβατικών παροχών και στα εθνικά δικαστήρια να ερμηνεύσουν και να εφαρμόσουν τους κανόνες αυτούς.

47. Ακόμη και βάσει της Συμβάσεως της Ρώμης σχετικά με τον νόμο που εφαρμόζεται στις συμβατικές υποχρεώσεις , η οποία δεν τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής, το συμπέρασμα θα ήταν το ίδιο. Η εν λόγω σύμβαση ναι μεν διευκολύνει τον εντοπισμό της lex causae, αλλά προβλέπει, στο άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο β_, ότι βάσει αυτής καθορίζεται ο τόπος εκπληρώσεως.

48. Τέλος, ούτε από τον κανονισμό (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις , μορούν να αντληθούν επιχειρήματα υπέρ της διαφορετικής ερμηνείας του άρθρου 5, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών. Ασφαλώς, ο κανονισμός εισήγαγε, με το άρθρο του 5, σημείο 1, στοιχείο β_, ρητό κανόνα σχετικά με τον τόπο εκπληρώσεως στην περίπτωση συμβάσεων πωλήσεως - τον τόπο παραδόσεως - και στην περίπτωση συμβάσεων παροχής υπηρεσιών - τον τόπο παροχής των υπηρεσιών. άντως, ουδόλως προκύπτουν στοιχεία υπέρ της απόψεως ότι, εν προκειμένω, πρέπει το Δικαστήριο να καθορίσει τον τόπο εκπληρώσεως. Κατ' αρχάς, ο κανονισμός αυτός δεν τυγχάνει εφαρμογής, έστω και μόνον από χρονικής απόψεως, δεδομένου ότι ισχύει μόνο για αγωγές που ασκούνται μετά την 1η Μαρτίου 2002. Και επί της ουσίας, όμως, η υπό κρίση παροχή δεν εμπίπτει σε καμία από τις περιπτώσεις των ρητά ρυθμιζομένων τόπων εκπληρώσεως. Δεν πρόκειται ούτε για σύμβαση πωλήσεως ούτε για σύμβαση παροχής υπηρεσιών. Συνεπώς, ο κανονισμός δεν ορίζει τόπο εκπληρώσεως για την εν λόγω παροχή. Ως εκ τούτου, δεν τίθεται ζήτημα αναλογικής εφαρμογής του.

49. Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, και στην υπό κρίση περίπτωση, ο τόπος εκπληρώσεως πρέπει να καθοριστεί σύμφωνα με το εφαρμοστέο στην επίδικη παροχή δίκαιο (lex causae), βάσει των κανόνων του Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου του επιληφθέντος δικαστηρίου.

B - Επί της ερμηνείας της lex causae

50. Κατ' αρχήν, δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο - ή στον γενικό εισαγγελέα - να εξετάσει τη lex causae. Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι «έργο του εθνικού δικαστηρίου είναι να δώσει, στο μέτρο του δυνατού, στις διατάξεις του εσωτερικού δικαίου που καλείται να εφαρμόσει ερμηνεία σύμφωνη με τις επιταγές του κοινοτικού δικαίου» .

51. Όταν από τη lex causae δεν προκύπτει κανένα σαφές αποτέλεσμα, οπότε το εθνικό δικαστήριο διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως, το δικαστήριο αυτό πρέπει, κατά την ερμηνεία της, να λαμβάνει υπόψη το κοινοτικό δίκαιο. ρέπει, μεταξύ άλλων, να λαμβάνει υπόψη τον σκοπό του άρθρου 5, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, ήτοι τον καθορισμό ενός και μοναδικού δικαστηρίου που να συνδέεται με την υπόθεση.

52. Όσον αφορά την εφαρμογή των εκτιμήσεων αυτών στην παρούσα διαφορά, θα ήθελα να κάνω στο σημείο αυτό δύο σύντομες παρατηρήσεις.

53. Αφενός, το αιτούν δικαστήριο σίγουρα θα εξακριβώσει αν ένα παρόμοιο ζήτημα σχετικό με τον τόπο εκπληρώσεως παροχής συνισταμένης σε παράλειψη έχει ήδη αποτελέσει αντικείμενο διαδικασιών που έπρεπε να στηριχθούν σε ένα και μοναδικό εθνικό δίκαιο . Η λύση που θα προκύψει πρέπει να ισχύσει και στην υπό κρίση περίπτωση.

54. Αφετέρου, πρέπει να εξεταστεί μήπως, σύμφωνα με την εν λόγω σύμβαση, ο τόπος εκπληρώσεως πρέπει να αναζητηθεί εκεί όπου έπρεπε να κατατεθεί η προσφορά για την οποία συνήφθη η σύμβαση. Ανταγωνισμός δεν υπάρχει αν, στο ίδιο μέρος, δεν κατατεθεί ανταγωνιστική προσφορά. Αν ο τόπος καταθέσεως της προσφοράς ήταν το Καμερούν, δεν θα μπορούσε, σύμφωνα με τη λύση αυτή, να τύχει εφαρμογής το άρθρο 5, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, δεδομένου ότι το Καμερούν βρίσκεται εκτός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Σύμφωνα με το άρθρο 2 της Συμβάσεως των Βρυξελλών, αρμόδιο δικαστήριο είναι το δικαστήριο του τόπου κατοικίας της εναγομένης .

Γ - εριορισμός του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 5, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών

55. Αν το αιτούν δικαστήριο θεωρήσει ότι καμία από τις προβαλλόμενες λύσεις δεν μπορεί να γίνει δεκτή βάσει του βελγικού δικαίου, οπότε δεν είναι δυνατός ο καθορισμός ενός και μοναδικού τόπου εκπληρώσεως, πρέπει, σε τελική ανάλυση, να εξεταστεί αν το άρθρο 5, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών τυγχάνει εφαρμογής.

56. Εν προκειμένω, πρέπει να εξεταστεί το ενδεχόμενο αναλογικής εφαρμογής της νομολογίας σχετικά με το δικαστήριο που είναι αρμόδιο στις ενοχές εξ αδικοπραξίας, σύμφωνα με το άρθρο 5, σημείο 3, της Συμβάσεως των Βρυξελλών. Συναφώς, το Δικαστήριο δήλωσε ότι η έννοια του τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός «πρέπει, στην περίπτωση δυσφημίσεως μέσω άρθρου του τύπου έχοντος κυκλοφορήσει εντός πλειόνων συμβαλλομένων κρατών, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ο παθών μπορεί να ασκήσει κατά του εκδότη αγωγή περί επιδικάσεως χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης είτε ενώπιον των δικαστηρίων του συμβαλλομένου κράτους του τόπου εγκαταστάσεως του εκδότη του δυσφημιστικού δημοσιεύματος, εχόντων διεθνή δικαιοδοσία προς επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως για το σύνολο της ηθικής βλάβης που υπέστη ο παθών από τη δυσφήμιση, είτε ενώπιον των δικαστηρίων κάθε συμβαλλομένου κράτους εντός του οποίου κυκλοφόρησε το δημοσίευμα και, κατά τους ισχυρισμούς του παθόντος, προσβλήθηκε η υπόληψή του, εχόντων διεθνή δικαιοδοσία προς επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως μόνον για την ηθική βλάβη που υπέστη ο παθών λόγω της κυκλοφορίας του δυσφημιστικού δημοσιεύματος εντός του κράτους του δικάζοντος δικαστηρίου» .

57. Μια τέτοια ερμηνεία του άρθρου 5, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών θα επέφερε, ωστόσο, το μη ικανοποιητικό αποτέλεσμα ότι, στις περιπτώσεις όπως η υπό κρίση, τα αρμόδια δικαστήρια θα ήταν περισσότερα του ενός.

58. Η ύπαρξη πολλών αρμόδιων δικαστηρίων θα αποκλειόταν αν το Δικαστήριο εφάρμοζε το άρθρο 5, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών μόνο στις περιπτώσεις στις οποίες από τη lex causae προκύπτει ένα και μοναδικό αρμόδιο δικαστήριο για την επίδικη παροχή.

59. Το Δικαστήριο έχει ήδη δηλώσει ότι τα προβλεπόμενα στο άρθρο 5 της Συμβάσεως των Βρυξελλών δικαστήρια πρέπει να ερμηνεύονται περιοριστικά, ως εξαιρέσεις της γενικής δικαιοδοσίας του τόπου του εναγομένου που προκύπτει από το άρθρο 2 της Συμβάσεως των Βρυξελλών .

60. Στην υπόθεση Leathertex, ο γενικός εισαγγελέας Léger είχε επίσης εξετάσει την άποψη ότι το άρθρο 5, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών δεν πρέπει να τυγχάνει εφαρμογής όταν η εφαρμογή του αντιβαίνει προς τον σκοπό της Συμβάσεως. ρέπει να αναγνωριστεί ότι ο γενικός εισαγγελέας Léger ορθά επισήμανε ότι «δεν μπορεί να παρεμποδιστεί η εφαρμογή του άρθρου 5, σημείο 1, της Συμβάσεως για λόγους διαφορετικούς από αυτούς τους οποίους υπαγορεύει το ίδιο το πεδίο εφαρμογής της, ακόμη και όταν η χρήση που προτίθεται να κάνει ο ενάγων καταλήγει σε καθορισμό δικαιοδοσίας ο οποίος δεν συνάδει προς τις αρχές της Συμβάσεως, εάν αυτή είναι η επιλογή του ενάγοντος» . Η διάταξη αυτή δεν προβλέπει τέτοιου είδους περιορισμό του πεδίου εφαρμογής της.

61. Εν προκειμένω, από τον σκοπό της Συμβάσεως των Βρυξελλών αλλά και από το κείμενο του άρθρου 5, σημείο 1, όπως ισχύει σε όλες τις γλώσσες , προκύπτει ότι το αρμόδιο δικαστήριο του τόπου εκπληρώσεως παραπέμπει σε έναν και μοναδικό τόπο. ρόκειται πάντοτε για έναν και μοναδικό τόπο και όχι για περισσότερους.

62. Έτσι, μια αυστηρώς γραμματική ερμηνεία ανταποκρίνεται, εν προκειμένω, στους σκοπούς της Συμβάσεως των Βρυξελλών. Αν μια συμβατική παροχή αφορά παράλληλα περισσότερους του ενός τόπους εκπληρώσεως, τα μέρη δεν μπορούν πλέον να προβλέψουν ενώπιον ποιου δικαστηρίου μπορεί να εναχθούν. Εξάλλου, θα ήταν κατ' ανάγκη αρμόδια δικαστήρια που δεν θα μπορούσαν πλέον να θεωρηθούν ως έχοντα στενό δεσμό με την υπόθεση.

63. Κατά συνέπεια, το άρθρο 5, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών δεν τυγχάνει εφαρμογής όταν, σύμφωνα με το εφαρμοστέο στην επίδικη παροχή δίκαιο και βάσει των κανόνων του Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου του επιλεγέντος δικαστηρίου, δεν υφίσταται ένας και μοναδικός τόπος εκπληρώσεως της εν λόγω παροχής, αλλά περισσότεροι του ενός ισοδύναμοι τόποι εκπληρώσεως.

VIII - ρόταση

64. Συνεπώς, προτείνω την ακόλουθη απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα:

«1) Όταν τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 5, σημείο 1, της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, όπως τροποποιήθηκε με τη Σύμβαση της 9ης Οκτωβρίου 1978 για την προσχώρηση του Βασιλείου της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας (Σύμβαση των Βρυξελλών), ο τόπος εκπληρώσεως πρέπει να καθορίζεται σύμφωνα με το εφαρμοστέο στην επίδικη παροχή δίκαιο, βάσει των κανόνων του Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου του επιληφθέντος δικαστηρίου.

2) Το εθνικό δικαστήριο πρέπει να ερμηνεύει τις σχετικές με τον τόπο εκπληρώσεως εφαρμοστέες διατάξεις, στο μέτρο του δυνατού, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του κοινοτικού δικαίου και, μεταξύ άλλων, με τους σκοπούς της Συμβάσεως των Βρυξελλών - εν προκειμένω, τον καθορισμό ενός και μοναδικού, συνδεομένου στενά με την υπόθεση αρμόδιου δικαστηρίου.

3) Το άρθρο 5, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών δεν τυγχάνει εφαρμογής όταν, σύμφωνα με το εφαρμοστέο στην επίδικη παροχή δίκαιο και βάσει των κανόνων του Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου του επιληφθέντος δικαστηρίου, δεν υφίσταται ένας και μοναδικός τόπος εκπληρώσεως της εν λόγω παροχής, αλλά είναι δυνατή η επιλογή μεταξύ περισσοτέρων του ενός ισοδυνάμων τόπων εκπληρώσεως.»

Top