Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62000CC0020

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Mischo της 20ής Σεπτεμβρίου 2001.
    Booker Aquacultur Ltd (C-20/00) και Hydro Seafood GSP Ltd (C-64/00) κατά The Scottish Ministers.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Court of Session (Scotland) - Ηνωμένο Βασίλειο.
    Οδηγία 93/53/ΕΟό - Θανάτωση και καταστροφή αποθεμάτων ψαριών προσβεβλημένων από ιογενή αιμορραγική σηψαιμία (VHS) και λοιμώδη αναιμία των σολομών (ISA) - Αποζημίωση - Υποχρεώσεις του κράτους μέλους - Προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ιδίως του δικαιώματος της ιδιοκτησίας - όύρος της οδηγίας 93/53/ΕΟό
    Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-20/00 και C-64/00.

    Συλλογή της Νομολογίας 2003 I-07411

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2001:469

    62000C0020

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Mischo της 20ης Σεπτεμβρίου 2001. - Booker Aquacultur Ltd (C-20/00) και Hydro Seafood GSP Ltd (C-64/00) κατά The Scottish Ministers. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Court of Session (Scotland) - Ηνωμένο Βασίλειο. - Οδηγία 93/53/ΕΟό - Θανάτωση και καταστροφή αποθεμάτων ψαριών προσβεβλημένων από ιογενή αιμορραγική σηψαιμία (VHS) και λοιμώδη αναιμία των σολομών (ISA) - Αποζημίωση - Υποχρεώσεις του κράτους μέλους - Προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ιδίως του δικαιώματος της ιδιοκτησίας - όύρος της οδηγίας 93/53/ΕΟό - Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-20/00 και C-64/00.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2003 σελίδα I-07411


    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


    1. Το Court of Session (Scotland), Edinburgh (Ηνωμένο Βασίλειο), ερωτά το Δικαστήριο, στην ουσία, αν το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, όπως αυτό αναγνωρίζεται βάσει του κοινοτικού δικαίου, επιβάλλει την αποζημίωση ιχθυοτροφικών επιχειρήσεων των οποίων τα ψάρια έπρεπε να καταστραφούν στο πλαίσιο μέτρων καταπολεμήσεως των ασθενειών, τα οποία επιβλήθηκαν με οδηγία του Συμβουλίου.

    2. Ο κοινοτικός νομοθέτης, κάνοντας χρήση των εξουσιών που του παρέχει στον τομέα της κοινής γεωργικής πολιτικής το άρθρο 43 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 37 ΕΚ) παρενέβη στον τομέα των ασθενειών των ψαριών, εκδίδοντας δύο οδηγίες, την οδηγία 91/67/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 1991, σχετικά με τους όρους υγειονομικού ελέγχου που διέπουν τη διάθεση στην αγορά ζώων και προϊόντων υδατοκαλλιέργειας , που τροποποιήθηκε με τις οδηγίες 93/54/ΕΟΚ , 95/22/ΕΚ , 97/79/ΕΚ και 98/45/ΕΚ , καθώς και με την οδηγία 93/53/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 1993, σχετικά με τη θέσπιση στοιχειωδών κοινοτικών μέτρων για την καταπολέμηση ορισμένων νόσων των ψαριών , που τροποποιήθηκε με την οδηγία 2000/27/ΕΚ .

    3. Το παράρτημα Α της οδηγίας 91/67, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 93/54, κατανέμει τις ασθένειες στις οποίες έχει εφαρμογή σε τρεις καταλόγους.

    4. Στον κατάλογο Ι περιλαμβάνεται μόνον η λοιμώδης αναιμία των σολομών (στο εξής: ISA), με ευαίσθητο ζωικό είδος τον σολομό του Ατλαντικού.

    5. Στον κατάλογο ΙΙ περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, η ιογενής αιμορραγική σηψαιμία (στο εξής: VHS), με ευαίσθητο είδος το καλκάνι.

    6. H ISA είναι εξωτική ασθένεια, ενώ η VHS είναι ασθένεια της οποίας η ύπαρξη είναι γνωστή σε διάφορα τμήματα του εδάφους της Κοινότητας.

    7. Το άρθρο 3 της οδηγίας 91/67 απαγορεύει τη διάθεση στην αγορά ψαριών ιχθυοκαλλιέργειας αν παρουσιάζουν κλινικά συμπτώματα ασθενείας την ημέρα της φορτώσεώς τους, καθώς και τη διάθεση στην αγορά ζωντανών ψαριών προερχομένων από εκμετάλλευση σχετικά με την οποία έχουν ληφθεί μέτρα καταπολεμήσεως δυνάμει της οδηγίας 93/53 ή που έχουν έρθει σε επαφή με ζώα τέτοιας εκμεταλλεύσεως.

    8. Για τις ασθένειες του καταλόγου ΙΙ, δηλαδή τις ενδημικές εντός της Κοινότητας ασθένειες, το άρθρο 5 της οδηγίας 91/67 προβλέπει την ακολουθητέα διαδικασία για να μπορεί να δοθεί σε συγκεκριμένη περιοχή της Κοινότητας ο χαρακτηρισμός της εγκεκριμένης ζώνης, δηλαδή ζώνης απαλλαγμένης από ασθένεια.

    9. Παρόμοια είναι η πρόβλεψη του άρθρου 6 σχετικά με την ιδιότητα της εγκεκριμένης εκμεταλλεύσεως εντός μη εγκεκριμένης ζώνης. Οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για να μπορεί να δοθεί η σχετική έγκριση καθορίζονται στο παράρτημα Β της οδηγίας.

    10. Η οδηγία αυτή προβλέπει επίσης τις προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται η αποκατάσταση της εγκρίσεως μιας ζώνης, όταν η έγκριση έχει αρθεί λόγω εμφανίσεως ασθενείας.

    11. Η αποκατάσταση αυτή δεν μπορεί να επέρχεται παρά μόνον εάν, αφενός, με την εμφάνιση εστίας μολύνσεως, όλα τα ψάρια των μολυσμένων εκμεταλλεύσεων θανατώθηκαν και τα προσβεβλημένα ή μολυσμένα ψάρια καταστράφηκαν, οι εγκαταστάσεις και το υλικό απολυμάνθηκαν με τρόπο εγκεκριμένο από την αρμόδια υπηρεσία και εάν, αφετέρου, μετά την εξάλειψη της εστίας μολύνσεως, πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση της εγκρίσεως, μεταξύ των οποίων είναι και η έλλειψη οποιασδήποτε ενδείξεως της ασθενείας επί τέσσερα έτη.

    12. Τέλος, τα άρθρα 7 και 9 της οδηγίας 91/67 προβλέπουν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορούν να μεταφέρονται και να διατίθενται στην αγορά εντός της Κοινότητας τα ευαίσθητα στις ασθένειες του καταλόγου ΙΙ ψάρια. Αν προέρχονται από εγκεκριμένη ζώνη ή εγκεκριμένη εκμετάλλευση, μπορούν να μεταφέρονται και να διατίθενται στην αγορά ζωντανά. Σε διαφορετική περίπτωση τούτο δεν είναι δυνατό εντός εγκεκριμένης ζώνης παρά μόνον αν θανατωθούν και εκσπλαχνισθούν προ της αποστολής της.

    13. Η οδηγία 93/53, που προβλέπει στοιχειώδη μέτρα καταπολεμήσεως ορισμένων ασθενειών ψαριών, εισάγει διάκριση ανάλογα με το αν πρόκειται για καταπολέμηση ασθένειας του καταλόγου Ι ή ασθένειας του καταλόγου ΙΙ, εμφανισθείσας σε εγκεκριμένη ζώνη ή εγκεκριμένη εκμετάλλευση.

    14. Σε περίπτωση εμφανίσεως ασθενείας του καταλόγου Ι, τα άρθρα 5 και 6 επιβάλλουν, μεταξύ άλλων, τον ορισμό ως απαγορευμένης ζώνης της περιοχής της πληγείσας εκμεταλλεύσεως, την άμεση απόσυρση όλων των ψαριών από τα ύδατα της εκμεταλλεύσεως, την αποστράγγιση, τον καθαρισμό και την απολύμανση των υδροστασίων, τη θανάτωση και καταστροφή όλων των ψαριών που εμφανίζουν κλινικά συμπτώματα της νόσου, τηρουμένων των διατάξεων της οδηγίας 90/667/ΕΟΚ , όσον αφορά τις ουσίες υψηλού κινδύνου, και τη θανάτωση όλων των άλλων ψαριών, τα οποία πρέπει να καταστρέφονται ή, εφόσον έχουν αποκτήσει το κατάλληλο προς εμπορία μέγεθος, μπορούν να διατίθενται στο εμπόριο για την ανθρώπινη διατροφή αφού θανατωθούν και εκσπλαχνισθούν, ενώ τα σπλάχνα τους θεωρούνται ως υλικό υψηλού κινδύνου.

    15. Πρέπει να πραγματοποιείται επιζωοτιολογική έρευνα, ενώ όλες οι γειτονικές εκμεταλλεύσεις πρέπει να υποβάλλονται σε υγειονομικές επιθεωρήσεις. Η επανασύσταση του ιχθυοπληθυσμού της εκμεταλλεύσεως μπορεί να γίνει μόνον εφόσον το αποτέλεσμα της επιθεωρήσεως των εργασιών καθαρισμού και απολυμάνσεως είναι ικανοποιητικό και αφού παρέλθει επαρκές, κατά την κρίση της αρμόδιας υπηρεσίας, χρονικό διάστημα που να εγγυάται την πλήρη εξάλειψη του παθογόνου παράγοντα.

    16. Σε περίπτωση εμφανίσεως ασθενείας του καταλόγου ΙΙ σε εγκεκριμένη ζώνη ή εκμετάλλευση, το άρθρο 9 της οδηγίας 93/53 επιβάλλει να διενεργείται επιζωοτιολογική έρευνα και εξαρτά την αποκατάσταση της προβλεπομένης από την οδηγία 91/67 εγκρίσεως από την πλήρωση των προϋποθέσεων του παραρτήματος Β της οδηγίας αυτής, δηλαδή από τη θανάτωση όλων των ψαριών της προσβληθείσας εκμεταλλεύσεως. Ωστόσο, η αρμόδια υπηρεσία μπορεί να επιτρέψει την πάχυνση των προς θανάτωση ψαριών μέχρις ότου αποκτήσουν το κατάλληλο για εμπορία μέγεθος.

    17. Το άρθρο 20, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/53 ορίζει ότι «[...] τα κράτη μέλη μπορούν τηρώντας τους γενικούς κανόνες της Συνθήκης να διατηρούν ή να εφαρμόζουν, στην επικράτειά τους, διατάξεις αυστηρότερες από αυτές της παρούσας οδηγίας και ενημερώνουν την Επιτροπή για κάθε σχετικό μέτρο.»

    18. Κατά το άρθρο 17 της οδηγίας 93/53, οι προϋποθέσεις οικονομικής συμμετοχής της Κοινότητας στις ενέργειες που συνδέονται με την εφαρμογή της οδηγίας καθορίζονται στην απόφαση 90/424/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 1990, σχετικά με ορισμένες δαπάνες του κτηνιατρικού τομέα .

    19. Η απόφαση 90/424 προβλέπει, ανάλογα με τις προϋποθέσεις που θα εκτεθούν κατωτέρω στο πλαίσιο του τελευταίου ερωτήματος, χρηματοδοτική συνδρομή της Κοινότητας στα εθνικά προγράμματα αποζημιώσεως στο πλαίσιο επειγουσών ενεργειών σε περίπτωση εμφανίσεως ορισμένων ασθενειών, αλλά και στο πλαίσιο προγραμμάτων εξαλείψεως ορισμένων ενδημικών ασθενειών.

    20. Στην αρχική της μορφή η απόφαση 90/424 δεν εφαρμοζόταν για καμία ασθένεια των ψαριών. Ωστόσο, το 1994 τροποποιήθηκε, κατ' εφαρμογήν του άρθρου της 5, παράγραφος 1, προκειμένου να έχει εφαρμογή σε μία ασθένεια ψαριών, τη λοιμώδη αιματοποιητική νέκρωση.

    21. Η οδηγία 93/53 μεταφέρθηκε στην έννομη τάξη του Ηνωμένου Βασιλείου με νομοθετικές πράξεις με τον τίτλο Diseases of Fish (Control) Regulations 1994 (Statutory Instrument 1994, αριθ. 1447, στο εξής: νομοθετικές πράξεις του 1994). Όσον αφορά τις ασθένειες του καταλόγου Ι, οι νομοθετικές πράξεις αυτές επιβάλλουν στον αρμόδιο υπουργό να διατάξει την εφαρμογή των μέτρων που προβλέπει η οδηγία 93/53.

    22. Όσον αφορά τις ασθένειες του καταλόγου ΙΙ, το Ηνωμένο Βασίλειο, που εθεωρείτο ως εγκεκριμένη ζώνη για τις ασθένειες αυτές, δεδομένου ότι δεν είχαν εμφανιστεί κρούσματα στο έδαφός του, επέλεξε την εφαρμογή στην περίπτωσή τους των ίδιων μέτρων που επέτασσε η Κοινότητα για εκείνες του καταλόγου Ι.

    23. Κατά συνέπεια, οι νομοθετικές πράξεις του 1994 ορίζουν, μεταξύ άλλων, ότι, σε περίπτωση επιβεβαιωμένης επιδημίας της VHS σε εγκεκριμένη ζώνη, όλα τα ψάρια της προσβληθείσας εκμεταλλεύσεως πρέπει να θανατωθούν, ενώ όσα έχουν κατάλληλο προς εμπορία μέγεθος μπορούν να μην καταστραφούν και να διατεθούν αγορά, είτε προς πώληση είτε προς μεταποίησή τους για την ανθρώπινη διατροφή, υπό την προϋπόθεση ότι δεν παρουσιάζουν κανένα κλινικό σύμπτωμα ασθενείας. Επομένως, σε αντίθεση με τη δυνατότητα την οποία παρέχει το άρθρο 9 της οδηγίας 93/53, η αρμόδια βρετανική υπηρεσία δεν μπορεί να επιτρέψει την πάχυνση των προς θανάτωση ψαριών μέχρις ότου αποκτήσουν κατάλληλο για εμπορία μέγεθος.

    24. Αυτό ήταν το κανονιστικό πλαίσιο όταν εμφανίστηκαν εστίες ασθενειών σε δύο εκμεταλλεύσεις ιχθυοκαλλιέργειας στη Σκωτία, της VHS στην εκμετάλλευση της McConnell Salmon Ltd, την οποία διαδέχθηκε η Booker Aquaculture Ltd (στο εξής: Booker), το 1994, και της ISA στην εκμετάλλευση της Hydro Seafood GSP Ltd (στο εξής: Hydro) το 1998.

    25. Η Booker υποχρεώθηκε να συμμορφωθεί προς σχετική υπουργική απόφαση, ληφθείσα κατ' εφαρμογή των νομοθετικών πράξεων του 1994, κατά την οποία:

    «4. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 5 κατωτέρω, [η εκμετάλλευση] υποχρεούται να θανατώσει και να καταστρέψει όλα τα ψάρια σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας 90/667/ΕΟΚ του Συμβουλίου, φροντίζοντας για τη διάθεση των νεκρών ψαριών και κάθε άλλου αποβλήτου που προέρχεται από τα ψάρια αυτά με τρόπο και σε τόπο που θα έχει προηγουμένως εγκρίνει ο Secretary of State.

    5. Όλα τα ψάρια τα οποία την ημερομηνία εκδόσεως της παρούσας Αποφάσεως έχουν το μέγεθος που απαιτείται προκειμένου να διατεθούν στο εμπόριο μπορούν να προωθηθούν προς πώληση ή να υποστούν επεξεργασία με σκοπό την κατανάλωσή τους εφόσον:

    α) κατά την άποψη του επιθεωρητή δεν παρουσιάζουν κλινικά συμπτώματα ασθένειας·

    β) τους έχουν αφαιρεθεί προηγουμένως τα εντόσθια·

    γ) η εξαγωγή τους από τις δεξαμενές, η αφαίρεση των εντοσθίων και η επεξεργασία τους για την προώθησή τους στην αγορά ή για την ανθρώπινη κατανάλωση πραγματοποιούνται σύμφωνα με κάθε προβλεπόμενο στον οικείο τομέα κανόνα·

    [...]»

    26. Έτσι, θανατώθηκαν όλα τα ψάρια της κάθε εκμεταλλεύσεως. Επειδή τα ψάρια των ηλικιακών κλάσεων 1993 και 1994 δεν είχαν ακόμη αποκτήσει το μέγεθος που απαιτείτο προκειμένου να διατεθούν στο εμπόριο κατά την κοινοποίηση της αποφάσεως του 1994, καταστράφηκαν, ενώ εκείνα της ηλικιακής κλάσεως 1991, που είχαν τότε αποκτήσει το απαραίτητο μέγεθος, διατέθηκαν στο εμπόριο προς κατανάλωση σύμφωνα με τις προϋποθέσεις των νομοθετικών πράξεων του 1994.

    27. Κατ' εφαρμογή των διαφόρων υπουργικών αποφάσεων σχετικά με τις προσβληθείσες εγκαταστάσεις που εκμεταλλευόταν, η Hydro αναγκάστηκε να καταστρέψει τις ποσότητες ψαριών που δεν είχαν το κατάλληλο προς εμπορία μέγεθος και να διαθέσει στην αγορά πρόωρα τα ψάρια που είχαν το μέγεθος αυτό. Εξάλλου, επιβαρύνθηκε με τα σημαντικά έξοδα που προκλήθηκαν λόγω των ενεργειών ελεγχόμενης καταστροφής των θανατωθέντων ψαριών.

    28. Τόσο η Booker όσο και η Hydro ζήτησαν από τις δημόσιες αρχές αποζημίωση για τις ζημίες που υπέστησαν, για να λάβουν αρνητική απάντηση, με την αιτιολογία ότι η ισχύουσα ρύθμιση δεν προέβλεπε κάτι τέτοιο και ότι αποκλειόταν χαριστική αποζημίωση («ex gratia»), διότι πάγια πολιτική της κυβερνήσεως ήταν να μη χορηγείται αποζημίωση προκειμένου περί ασθενειών των ψαριών.

    29. Μη αποδεχόμενες την άρνηση αυτή, οι δύο επιχειρήσεις άσκησαν αγωγές ενώπιον των δικαστηρίων του Ηνωμένου Βασιλείου. Στο πλαίσιο αυτό το Court of Session (Scotland), Edinburgh, ακολουθώντας τη διαδικασία του άρθρου 234 ΕΚ, υπέβαλε διάφορα προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο.

    30. Τα προδικαστικά ερωτήματα στη δίκη στην οποία διάδικος είναι η Booker, που πρωτοκολλήθηκε με τον αριθμό C-20/00, τρία τον αριθμό, είναι διατυπωμένα ως ακολούθως:

    «1) Όταν κάποιο κράτος μέλος λαμβάνει εθνικό μέτρο του οποίου η εφαρμογή συνεπάγεται καταστροφή και θανάτωση ψαριών στο πλαίσιο εκπληρώσεως υποχρεώσεως που υπέχει από την οδηγία 93/53/ΕΟΚ σχετικά με τη λήψη μέτρων λόγω εκδηλώσεως ασθένειας περιλαμβανομένης στον κατάλογο ΙΙ σε μια εγκεκριμένη εκμετάλλευση ή σε μια εγκεκριμένη ζώνη, έχουν την έννοια οι σχετικές με την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων αρχές του κοινοτικού δικαίου και, ειδικότερα, του δικαιώματος της ιδιοκτησίας ότι υποχρεώνουν το κράτος μέλος αυτό να λάβει μέτρα προς αποζημίωση

    α) του κυρίου των καταστραφέντων ψαριών και

    β) του κυρίου των ψαριών που απαιτείται να θανατωθούν αμέσως, πράγμα το οποίο επιβάλλει σ' αυτόν την άμεση διάθεσή τους στην αγορά;

    2) Αν επιβάλλεται στο κράτος μέλος η λήψη τέτοιων μέτρων, ποια είναι τα ερμηνευτικά κριτήρια που πρέπει να εφαρμόσει ένα εθνικό δικαστήριο για να καθορίσει αν τα λαμβανόμενα μέτρα συμβιβάζονται προς τα θεμελιώδη δικαιώματα, ιδίως το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, την προστασία του οποίου εγγυάται το Δικαστήριο και το οποίο απορρέει ειδικότερα από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών;

    3) Ειδικότερα, επιβάλλουν τα κριτήρια αυτά διαφοροποίηση των μέτρων που λαμβάνονται σε περίπτωση που η εκδήλωση της ασθένειας οφείλεται σε πταίσμα του κυρίου των ψαριών από τα λαμβανόμενα σε περίπτωση που δεν υφίσταται τέτοιο πταίσμα;»

    31. Στην υπόθεση που αφορά την αγωγή της Hydro, που πρωτοκολλήθηκε με τον αριθμό C-64/00, υποβλήθηκαν τέσσερα προδικαστικά ερωτήματα. Το πρώτο διακρίνεται από το αντίστοιχο πρώτο ερώτημα της υποθέσεως C-20/00 αποκλειστικά καθόσον αφορά τον κατάλογο Ι αντί του καταλόγου ΙΙ. Το δεύτερο και το τρίτο είναι ταυτόσημα. Το τέταρτο έχει ως εξής:

    «Είναι η οδηγία 93/53/ΕΟΚ ανίσχυρη ως προσβάλλουσα το θεμελιώδες δικαίωμα της ιδιοκτησίας καθόσον δεν προβλέπει την καταβολή αποζημιώσεως α) στον κύριο των καταστραφέντων ψαριών και β) στον κύριο των ψαριών που απαιτείται να θανατωθούν αμέσως, πράγμα που τον αναγκάζει να τα πωλήσει αμέσως, στην περίπτωση που επιβεβαιώνεται η εκδήλωση της ασθένειας ISA;»

    32. Προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως αποφασίστηκε η ένωση και συνεκδίκαση των δύο υποθέσεων.

    33. Με τις γραπτές και προφορικές παρατηρήσεις τους οι Booker και Hydro εξέθεσαν ότι οι Scottish Ministers, ακολουθώντας μια πολιτική επί της αρχής αποκλείουσα κάθε είδους αποζημίωση, παραβίασαν θεμελιώδη δικαιώματα τα οποία οφείλουν να σέβονται όχι μόνον τα κοινοτικά όργανα αλλά και τα κράτη μέλη όταν λαμβάνουν μέτρα κατ' εφαρμογήν του κοινοτικού δικαίου.

    34. Όσον αφορά το δεύτερο ερώτημα, σχετικά με το επίπεδο προστασίας που παρέχει το κοινοτικό δίκαιο στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας, οι εταιρίες Booker και Hydro θεωρούν ότι το δικαίωμα της ιδιοκτησίας το οποίο εγγυάται η κοινοτική έννομη τάξη περιλαμβάνει το δικαίωμα λήψεως αποζημιώσεως για τις ζημίες που προκαλούνται λόγω της καταστροφής ή της άμεσης και πρόωρης θανατώσεως ψαριών, κατ' εντολή των δημοσίων αρχών. Κατά τις εταιρίες αυτές, η παντελής έλλειψη προβλέψεως αποζημιώσεως κατά την εφαρμογή μέτρων εσωτερικού δικαίου που μεταφέρουν στην εθνική έννομη τάξη μιαν οδηγία προσβάλλει την αρχή της αναλογικότητας.

    35. Όσον αφορά την προστασία της ιδιοκτησίας, όπως την καθιερώνει το άρθρο 1 του πρόσθετου πρωτοκόλλου υπ' αριθ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (στο εξής: ΕΣΔΑ), η Hydro υποστηρίζει ότι εν προκειμένω δεν υφίσταται καμία εξαιρετική περίσταση ικανή να δικαιολογήσει την απόλυτη άρνηση των αρχών να την αποζημιώσουν για όσα υπέστη εξαιτίας των μέτρων θανατώσεως και καταστροφής των ψαριών, που έλαβαν οι σκωτικές αρχές. Διατείνεται επίσης ότι ο χαρακτηρισμός των επίμαχων αποφάσεων ως «ρύθμιση της χρήσεως αγαθών» δεν είναι καθόλου ρεαλιστικός και, εν πάση περιπτώσει, καθιστά αναποτελεσματική την παρεχόμενη από το κοινοτικό δίκαιο προστασία του δικαιώματος της ιδιοκτησίας.

    36. Όσον αφορά το τρίτο ερώτημα, δηλαδή αν πρέπει να γίνει διάκριση ανάλογα με το αν η εμφάνιση εστίας της ασθενείας οφείλεται ή όχι σε πταίσμα του ιδιοκτήτη των προσβληθέντων ψαριών προκειμένου να εκτιμηθεί αν πρέπει να προβλεφθεί ένα σύστημα αποζημιώσεων, η Hydro και η Baker υποστηρίζουν ότι το ζήτημα της υπαιτιότητας δεν μπορεί να είναι παρά ένα στοιχείο εκτιμήσεως της δίκαιας αποζημιώσεως.

    37. Όσον αφορά το τέταρτο ερώτημα, περί του κύρους της οδηγίας 93/53, η Hydro διατείνεται ότι, καθόσον η κοινοτική ρύθμιση επιτρέπει, ευθέως ή εμμέσως, στο οικείο κράτος μέλος να προσβάλει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας κατά την εφαρμογή της ρυθμίσεως αυτής, τα ως άνω μέτρα συνιστούν απαράδεκτη προσβολή του δικαιώματος της ιδιοκτησίας.

    38. Όλοι οι λοιποί διάδικοι που κατέθεσαν παρατηρήσεις ενώπιον του Δικαστηρίου, ήτοι οι εναγόμενοι, η Γαλλική, η Ιταλική, η Ολλανδική, η Βρετανική και η Νορβηγική Κυβέρνηση, καθώς και το Συμβούλιο και η Επιτροπή, συμφωνούν ότι καμία διάταξη των εφαρμοστέων κοινοτικών πράξεων δεν προβλέπει αποζημίωση στο πλαίσιο των υπό κρίση υποθέσεων. Μια ενδεχόμενη υποχρέωση αποζημιώσεως κατά το κοινοτικό δίκαιο θα μπορούσε να απορρέει μόνον από τις γενικές αρχές του δικαίου.

    39. Εντούτοις, οι προαναφερθέντες διάδικοι θεωρούν ότι οι ως άνω γενικές αρχές δεν επιβάλλουν αποζημίωση σε περιπτώσεις όπως αυτές των διαφορών των κυρίων δικών και ότι, επομένως, η οδηγία 93/53 είναι ισχυρή.

    Επί των πρώτων ερωτημάτων

    40. Είναι προφανές ότι, και στις δύο υποθέσεις, το ουσιώδες ερώτημα είναι το πρώτο. Πράγματι, το δεύτερο και το τρίτο, και αν ακόμα υποτεθεί ότι χρήζουν απαντήσεως, αφορούν μόνο λεπτομέρειες εφαρμογής μιας αποζημιώσεως που θα καταστεί αναγκαία αν δοθεί θετική απάντηση στο πρώτο ερώτημα, ενώ το τέταρτο, στην υπόθεση C-64/00, έστω και αν δεν θέτει ακριβώς το ίδιο πρόβλημα όπως το πρώτο, εξαρτάται και αυτό στενά από την απάντηση που θα δοθεί στο πρώτο αυτό ερώτημα.

    41. Επομένως, θα αρχίσω τις παρατηρήσεις μου με την εξέταση του ως άνω πρώτου ερωτήματος, όπως έχει διατυπωθεί και στις δύο υποθέσεις, που αντιστοιχεί σε καθεμία ειδική κατάσταση των εναγουσών της κύριας δίκης.

    42. Για την ορθολογική έκθεση των παρατηρήσεών μου η σχετική εξέταση πρέπει να πραγματοποιηθεί κατά στάδια. Πράγματι, δεν θα έχει κανένα νόημα να εξετασθεί τι επιβάλλουν ενδεχομένως στον τομέα της αποζημιώσεως οι σχετικές με την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων κοινοτικές αρχές σε καταστάσεις όπως αυτές τις οποίες αντιμετωπίζουν η Booker και η Hydro παρά μόνον αν έχει προηγουμένως συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι ως άνω αρχές έχουν πράγματι εφαρμογή εν προκειμένω.

    43. Συνεπώς, χωρίς να ασχοληθώ προς στιγμήν με το περιεχόμενο των αρχών του κοινοτικού δικαίου στις οποίες αναφέρεται το εθνικό δικαστήριο, θα εξετάσω αν το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν υποχρεωμένο να συμμορφωθεί προς τις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου όταν εξέδωσε τις νομοθετικές πράξεις του 1994 και, στη συνέχεια, έλαβε τα ατομικά μέτρα που αφορούν τις εκμεταλλεύσεις των εταιριών Booker και Hydro. Με άλλα λόγια, θα εξετάσω αν είναι δυνατή η αμφισβήτηση της νομιμότητας εθνικών μέτρων λόγω παραβιάσεως των γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου.

    Έχουν εφαρμογή οι γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου;

    44. Αν επρόκειτο για μέτρα μη εμπίπτοντα στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, ασφαλώς δεν θα υπήρχε μια τέτοια υποχρέωση τηρήσεως των γενικών αρχών του δικαίου αυτού .

    45. Αντιθέτως, όσον αφορά τα μέτρα που λαμβάνονται προς εξασφάλιση της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, η Νομολογία του Δικαστηρίου δέχεται σαφέστατα ότι επιβάλλεται η τήρηση των ως άνω αρχών.

    46. Πράγματι, με την απόφαση Wachauf έγινε δεκτό ότι οι υποχρεώσεις που απορρέουν από την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων δεσμεύουν και τα κράτη μέλη «κατά την εφαρμογή κοινοτικών ρυθμίσεων» και ότι, επομένως, «[τα κράτη αυτά οφείλουν] να εφαρμόζουν τις ρυθμίσεις αυτές, κατά το μέτρο του δυνατού, κατά τρόπο που να μην αντιβαίνει στις προαναφερθείσες επιταγές».

    47. Με την απόφαση ΕΡΤ το Δικαστήριο επιβεβαίωσε την ως άνω δυνατότητα εφαρμογής των θεμελιωδών δικαιωμάτων που στηρίζονται σε γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου σε μια εθνική ρύθμιση όταν «πρόκειται για ρύθμιση που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου».

    48. Με την απόφαση Bostock το Δικαστήριο, στηριζόμενο ρητά στις δύο προαναφερθείσες αποφάσεις, εξέτασε αν η προστασία των αναγνωριζομένων στην κοινοτική έννομη τάξη θεμελιωδών δικαιωμάτων υποχρεώνει τα κράτη μέλη να προβλέπουν, μεταξύ των μέτρων που λαμβάνουν για τη θέση σε εφαρμογή του συστήματος ποσοστώσεων παραγωγής που θεσπίστηκε στο πλαίσιο της κοινής οργανώσεως αγορών στον τομέα του γάλακτος, ένα σύστημα αποζημιώσεως του αποχωρούντος μισθωτή εκ μέρους του εκμισθωτή ή αν ένα από τα δικαιώματα αυτά παρέχει απευθείας στον μισθωτή δικαίωμα τέτοιας αποζημιώσεως, με βάση την ποσότητα αναφοράς που μεταφέρθηκε στον εκμισθωτή με τη λήξη της συμβάσεως μισθώσεως.

    49. Ομοίως, με την απόφαση Demand το Δικαστήριο δέχθηκε, πάντοτε σχετικά με το σύστημα ποσοστώσεων γάλακτος, ότι, όταν τα κράτη μέλη κάνουν χρήση της δυνατότητας που τους παρέσχε ο κοινοτικός νομοθέτης να καθορίσουν τις λεπτομέρειες μιας νέας κατανομής των ποσοτήτων αναφοράς που απελευθερώνονται από ορισμένους παραγωγούς, είναι υποχρεωμένα να τηρούν «τις γενικές αρχές και τα θεμελιώδη δικαιώματα όπως αναγνωρίζονται στο κοινοτικό δίκαιο από τη νομολογία του Δικαστηρίου».

    50. Η νομολογία αυτή, όσο κι αν είναι πάγια, περιορίζεται ωστόσο στο ζήτημα των μέτρων που λαμβάνουν τα κράτη μέλη προς εξασφάλιση της εφαρμογής κανονισμών. Επομένως, μερικοί θα βρίσκονταν μπροστά στον πειρασμό να συναγάγουν από αυτό ότι η ως άνω νομολογία δεν καλύπτει την περίπτωση στην οποία τα εθνικά μέτρα λαμβάνονται προς εξασφάλιση της μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο μιας οδηγίας. Κατά τη γνώμη μου, ένα τέτοιο συμπέρασμα θα ήταν εσφαλμένο.

    51. Καταρχάς, δεν είναι βέβαιο ότι, όταν το Δικαστήριο χρησιμοποίησε, στην περίπτωση της προαναφερθείσας αποφάσεως Wachauf, τους όρους «κοινοτική ρύθμιση», τους χρησιμοποίησε με τη στενή έννοια του «κοινοτικού κανονισμού» και όχι με την ευρύτερη έννοια των «κοινοτικών κανόνων», οι οποίοι μπορούν να περιλαμβάνονται τόσο σε κανονισμό όσο και σε οδηγία.

    52. Στη συνέχεια, έστω και αν πρέπει να θεωρηθεί, κατά τον Bruno De Witte , ότι:

    «The question whether the Wachauf line (Member States are bound by Community fundamental rights when they implement EC law) also applies to the transposition and implementation of directives (as opposed to the mere executions of regulations as in Wachauf and Bostock) remains unclear»,

    [Εξακολουθεί να είναι ασαφές το ζήτημα αν η νομολογία Wachauf (ότι δηλαδή τα κράτη μέλη δεσμεύονται από τα θεμελιώδη κοινοτικά δικαιώματα όταν εφαρμόζουν το κοινοτικό δίκαιο) ισχύει και όσον αφορά τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο και εφαρμογή οδηγιών (σε αντίθεση με την απλή εκτέλεση κανονισμών, όπως στις υποθέσεις Wachauf και Bostock)],

    δεν βλέπω κάποιο λόγο που να δικαιολογεί την απαλλαγή των κρατών μελών από την υποχρέωση τηρήσεως των θεμελιωδών δικαιωμάτων της κοινοτικής έννομης τάξεως όσον αφορά την εφαρμογή οδηγιών.

    53. Όπως ορθά αναφέρει ο προαναφερθείς συγγραφέας, «[i]n several cases, the ECJ has held that the specific duties imposed by a directive on the Member States should be read in the light of the general principles of Community law , but has never declared those general principles to be binding as such on the States when they are adopting measures for the transposition of a directive. Yet, one would think that the choice of form and methods left to the States according to Article 249 (ex article 189) EC does not include the choice whether or not to violate fundamental rights, and vice versa, that respect for fundamental rights is an implicit part of the "result to be achieved" under the directive. So, the extension of the Wachauf line to directives (and, indeed, to the application by Member States of external agreements concluded by the EC) would seem logical».

    [Σε ορισμένες περιπτώσεις το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι οι συγκεκριμένες υποχρεώσεις που επιβάλλει οδηγία στα κράτη μέλη πρέπει να εκτιμώνται με γνώμονα τις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου, ουδέποτε όμως δέχθηκε ότι οι ως άνω γενικές αρχές δεσμεύουν αυτές καθαυτές τα κράτη μέλη όταν αυτά λαμβάνουν μέτρα για τη μεταφορά στην εθνική έννομη τάξη μιας οδηγίας. Μπορεί να υποτεθεί ότι η δυνατότητα επιλογής του τύπου και των μεθόδων, την οποία παρέχει στα κράτη μέλη το άρθρο 249 (πρώην άρθρο 189) ΕΚ δεν περιλαμβάνει τη δυνατότητα να παραβιάσουν ή να μην παραβιάσουν θεμελιώδη δικαιώματα και, αντιστρόφως, ότι η τήρηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων αποτελεί εμμέσως μέρος «του επιδιωκομένου αποτελέσματος» βάσει της οδηγίας. Έτσι, φαίνεται λογική η γενίκευση της νομολογίας Wachauf ώστε να καλύπτει και τις οδηγίες (και, ασφαλώς, την εφαρμογή εκ μέρους των κρατών μελών εξωτερικών συμφωνιών τις οποίες συνάπτει η Ευρωπαϊκή Κοινότητα)].

    54. Τέλος, στη συγκεκριμένη περίπτωση που αντιμετωπίζουμε, η οδηγία 93/53 προβλέπει μεν ότι τα κράτη μέλη «μπορούν [...] να διατηρούν ή να εφαρμόζουν διατάξεις αυστηρότερες από αυτές της παρούσας οδηγίας», διευκρινίζει όμως, παράλληλα, ότι τα κράτη αυτά πρέπει να ενεργούν, στο πλαίσιο αυτό, «τηρώντας τους γενικούς κανόνες της Συνθήκης».

    55. Η διευκρίνιση αυτή πιστεύω ότι αποκλείει, αυτή καθαυτή, το ενδεχόμενο να μπορεί να ισχυρισθεί ένα κράτος μέλος ότι, εφόσον μεταφέρει πιστά στην εσωτερική έννομη τάξη τους κανόνες της οδηγίας, χωρίς να προσθέσει τίποτα, οφείλει, όπως και ο συντάκτης της οδηγίας κοινοτικός νομοθέτης, να σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα, όταν όμως συμπληρώνει τα μέτρα που υποχρεώνεται να λάβει με άλλα μέτρα τα οποία θεωρεί πρόσφορα για την πλήρη πραγματοποίηση του σκοπού της εξαλείψεως των ασθενειών των ψαριών, τον οποίο επιδιώκει η οδηγία, μπορεί να αγνοεί τα θεμελιώδη δικαιώματα.

    56. Δεν μπορεί να εξετάζεται έναντι του εθνικού και μόνο δικαίου η νομιμότητα μιας εθνικής διατάξεως που θεσπίζεται προς εξασφάλιση της μεταφοράς στην εσωτερική έννομη τάξη μιας κοινοτικής οδηγίας, όσο και αν είναι εθνική η διάταξη αυτή. Είναι γνωστό ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν διστάζουν πλέον να ακυρώσουν ένα εθνικό μέτρο που φέρεται ότι εξασφαλίζει τη μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη μιας οδηγίας όταν κρίνουν ότι το μέτρο αυτό δεν είναι σύμφωνο προς την οδηγία.

    57. Η οδηγία εισβάλλει κατά κάποιο τρόπο στην εσωτερική έννομη τάξη, καθιστάμενη κανόνας αναφοράς προς τον οποίο πρέπει να είναι σύμφωνα τα μέτρα μεταφοράς της.

    58. Δεν εισβάλλει όμως μόνη· δεν μπορεί να νοηθεί χωριστά από τους κανόνες προς τους οποίους και η ίδια πρέπει να είναι σύμφωνη, κανόνες μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται, προφανώς, οι γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου.

    59. Επομένως, θεωρώ δεδομένο, όπως υποστηρίζουν η Booker και η Hydro, ότι τα κράτη μέλη πρέπει να σέβονται τα θεμελιώδη δικαιώματα όταν θέτουν σε εφαρμογή μια οδηγία. Τούτο με οδηγεί να αναρωτηθώ αν τα μέτρα που έλαβε το Ηνωμένο Βασίλειο αντιδρώντας στην εμφάνιση δύο ασθενειών αποτελούν, ως διατείνονται οι ως άνω δύο επιχειρήσεις, παραβίαση ενός θεμελιώδους δικαιώματος, εν προκειμένω του δικαιώματος της ιδιοκτησίας.

    Εξέταση του προβλήματος ενόψει της νομολογίας του Δικαστηρίου περί του δικαιώματος της ιδιοκτησίας

    60. Αρχίζω διαπιστώνοντας ότι το δικαίωμα της ιδιοκτησίας αποτελεί πράγματι μέρος των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Το δικαίωμα αυτό εμφανίσθηκε αυτό καθαυτό για πρώτη φορά στην απόφαση Nold κατά Επιτροπής και επιβεβαιώνεται παγίως από τότε . Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, ποιο είναι το περιεχόμενο του δικαιώματος ή, πιο συγκεκριμένα, ποια είναι η έκταση των εγγυήσεων που αυτό παρέχει έναντι ενδεχόμενων προσβολών εκ μέρους των δημοσίων αρχών;

    61. Ήδη με την προαναφερθείσα απόφαση Nold κατά Επιτροπής το Δικαστήριο έχει δώσει απάντηση στο ερώτημα αυτό. Πράγματι, δέχθηκε τα ακόλουθα:

    «Όπως έκρινε ήδη το Δικαστήριο, τα θεμελιώδη δικαιώματα αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των γενικών αρχών του δικαίου, την τήρηση των οποίων διασφαλίζει.

    Κατά την προστασία των δικαιωμάτων αυτών το Δικαστήριο καθοδηγείται από τις συνταγματικές παραδόσεις που είναι κοινές στα κράτη μέλη και, συνεπώς, δεν μπορεί να κάνει δεκτά μέτρα που αντίκεινται στα θεμελιώδη δικαιώματα που αναγνωρίζονται και προστατεύονται από τα Συντάγματα των κρατών αυτών.

    Οι διεθνείς συμβάσεις που αφορούν την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου, στις οποίες συνέπραξαν και προσχώρησαν τα κράτη μέλη, παρέχουν επίσης ενδείξεις που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στα πλαίσια του κοινοτικού δικαίου.

    [...]

    Τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται με την εξασφάλιση προστασίας του δικαιώματος ιδιοκτησίας από τα Συντάγματα των κρατών μελών και τις παρόμοιες εγγυήσεις που παρέχονται στην ελεύθερη άσκηση εμπορικής δραστηριότητας, εργασίας και άλλων επαγγελματικών δραστηριοτήτων, όχι μόνο δεν αποτελούν απόλυτα δικαιώματα, αλλά πρέπει να κρίνονται ενόψει της κοινωνικής λειτουργίας των προστατευομένων αγαθών και δραστηριοτήτων.

    Γι' αυτό το λόγο, τα δικαιώματα αυτού του είδους δεν προστατεύονται κατά κανόνα παρά με την επιφύλαξη των περιορισμών που προβλέπονται για λόγους δημοσίου συμφέροντος.

    Και κατά την κοινοτική έννομη τάξη είναι θεμιτή η επιφύλαξη σχετικά με τα δικαιώματα της εφαρμογής ορισμένων ορίων που δικαιολογούνται από τους στόχους γενικού συμφέροντος, τους οποίους επιδιώκει η Κοινότητα, εφόσον δεν θίγεται η ουσία των δικαιωμάτων αυτών.»

    62. Η απάντηση αυτή ουδέποτε τέθηκε υπό αμφισβήτηση στη συνέχεια. Ασφαλώς, η προαναφερθείσα απόφαση Hauer προβαίνει σε λεπτομερέστερη ανάλυση των διδαγμάτων που μπορούν να συναχθούν από το πρόσθετο πρωτόκολλο αριθ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και από τα Συντάγματα των κρατών μελών. Όμως, το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει δεν αποκλίνει από εκείνο της προαναφερθείσας αποφάσεως Nold κατά Επιτροπής.

    63. Πράγματι, η απάντηση αυτή επιβεβαιώνει εκ νέου ότι το δικαίωμα της ιδιοκτησίας δεν αποτελεί απόλυτο πλεονέκτημα και μπορεί, αντιθέτως, ενόψει της κοινωνικής του λειτουργίας, να περιορίζεται αισθητά, εξυπακουομένου ότι οι σχετικοί περιορισμοί δεν πρέπει να αποτελούν, ενόψει του επιδιωκομένου από την αρχή που τους επιβάλλει σκοπού, «υπέρμετρη και απαράδεκτη παρέμβαση στα δικαιώματα του ιδιοκτήτη η οποία θίγει την ίδια την ουσία του δικαιώματος της ιδιοκτησίας» (σκέψη 25).

    64. Ενόψει αυτής της νομολογίας, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι αποφάσεις στις οποίες υποχρεώθηκαν να συμμορφωθούν η Booker και η Hydro συνιστούν παραβίαση του δικαιώματος της ιδιοκτησίας; Δεν το πιστεύω.

    65. Διαπιστώνω καταρχάς ότι οι ως άνω αποφάσεις δεν μπορούν να θεωρηθούν ως αυθαίρετες, καθόσον εκδόθηκαν από την αρμόδια αρχή κατ' εφαρμογή προϋφισταμένης ρυθμίσεως.

    66. Στη συνέχεια, σημειώνω ότι επιδιώκουν ένα μη αμφισβητήσιμο σκοπό γενικού συμφέροντος. Όπως ανέφερα ανωτέρω, η εμφάνιση μιας ασθένειας σε εγκατάσταση ιχθυοκαλλιέργειας χρήζει σοβαρής αντιμετωπίσεως, λόγω του κινδύνου αναπτύξεως επιδημίας, που μπορεί να ξεφύγει από κάθε έλεγχο και να προκαλέσει καταστροφή σε όλο τον σχετικό οικονομικό τομέα.

    67. Στο παρόν στάδιο εξελίξεως των επιστημονικών γνώσεων, ασφαλώς οι ασθένειες που εμφανίσθηκαν στις εγκαταστάσεις των Booker και Hydro δεν αποτελούν κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία· την περίοδο όμως των σχετικών πραγματικών περιστατικών, από τις ίδιες επιστημονικές γνώσεις δεν μπορούσε να συναχθεί κάποια άλλη μέθοδος καταπολεμήσεως των επίμαχων ασθενειών από τη θανάτωση των ψαριών που βρίσκονταν στις προσβληθείσες εγκαταστάσεις.

    68. Ασφαλώς, όσον αφορά τις ασθένειες του καταλόγου ΙΙ, δηλαδή εκείνες που είναι ενδημικές στην Κοινότητα, ο ίδιος ο κοινοτικός νομοθέτης παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να επιτρέπουν την αναβολή της θανατώσεως των ψαριών που δεν παρουσιάζουν συμπτώματα της ασθενείας μέχρι τη στιγμή κατά την οποία, συμπληρωθέντος του κατάλληλου προς εμπορία μεγέθους, θα μπορέσουν να διατεθούν στο εμπόριο για την ανθρώπινη κατανάλωση.

    69. Η Booker δεν παραλείπει εξάλλου να στηριχθεί στην εν λόγω ευχέρεια που έχει παρασχεθεί στα κράτη μέλη προκειμένου να αμφισβητήσει το βάσιμο της αποφάσεως περί άμεσης θανατώσεως των ψαριών χωρίς σχετική αποζημίωση, η οποία αιτιολογείται, κατ' αυτήν, όχι από σκέψεις σχετικά με την υγεία των ζώων αλλά από την επιθυμία των αρχών να αποκατασταθεί το γρηγορότερο δυνατόν ο χαρακτηρισμός της συγκεκριμένης ζώνης για την περιοχή στην οποία εκδηλώθηκε η ασθένεια που προσέβαλε την εκμετάλλευση της.

    70. Κατά τη γνώμη μου, η κριτική αυτή είναι αδικαιολόγητη, διότι το γενικό συμφέρον δεν μπορεί να περιορίζεται στην προστασία της υγείας των ανθρώπων ή των ζώων, αλλά περιλαμβάνει ασφαλώς και την αποκατάσταση των συνθηκών που καθιστούν δυνατή την αρμονική εξέλιξη μιας οικονομικής δραστηριότητας που συμβάλλει στην εθνική ευμάρεια.

    71. Όμως, από την ανάγνωση της οδηγίας 91/67 προκύπτει ότι η απώλεια της ιδιότητας της εγκεκριμένης ζώνης παρουσιάζει σημαντικά μειονεκτήματα έναντι των δυνατοτήτων διαθέσεως στο εμπόριο προϊόντων υδατοκαλλιέργειας, που μπορεί να παρεμβάλει σοβαρότατα προσκόμματα στην ανάπτυξη του εν λόγω τομέα οικονομικών δραστηριοτήτων.

    72. Τέλος, διαπιστώνω ότι τα μέτρα που έλαβαν οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου, εξεταζόμενα συνολικά, δεν αποτελούν μια υπέρμετρη και απαράδεκτη παρέμβαση θίγουσα την ίδια την ουσία του δικαιώματος της ιδιοκτησίας.

    73. Η Booker και η Hydro υπογραμμίζουν την επιβληθείσα υποχρέωση συστηματικής θανατώσεως των ψαριών με συνακόλουθη καταστροφή τους.

    74. Εντούτοις, κατά την άποψή μου, η υποχρέωση αυτή πρέπει να εξεταστεί σε συσχετισμό με το σύνολο των μέτρων που έλαβαν οι δημόσιες αρχές κατόπιν της εμφανίσεως ασθενειών στις ως άνω εκμεταλλεύσεις. Τα μέτρα αυτά έχουν ένα σκοπό, την εξάλειψη της ασθένειας, αναπτύσσουν δε τα αποτελέσματά τους σε όλα τα μέτωπα καταπολεμήσεως της ασθένειας αυτής. Η καταστροφή των ψαριών που θανατώνονται αποτελεί ίσως το πιο θεαματικό μέτρο, δεν πρέπει όμως να λησμονούμε ότι συνοδεύεται από συστηματική απολύμανση των εγκαταστάσεων και των υδάτων, με σκοπό την εξαφάνιση, στο μέτρο του δυνατού, κάθε ίχνους του παθογόνου παράγοντα.

    75. Το γεγονός ότι επιβλήθηκε θανάτωση όλων των ψαριών οφείλεται στο ότι μόνο το μέτρο αυτό παρείχε τη δυνατότητα αποκαταστάσεως της καταστάσεως της επιχειρήσεως από απόψεως υγιεινής. Απλώς και μόνον το ότι ένα ψάρι δεν παρουσιάζει σε συγκεκριμένη στιγμή ενδείξεις της ασθενείας δεν σημαίνει ότι δεν έχει προσβληθεί από τον ιό που την προκαλεί, ενώ ο περιορισμός της θανατώσεως μόνον των ψαριών που έχουν προσβληθεί είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα οδηγήσει στην ανάγκη να θανατωθούν εκ νέου ψάρια, ανάλογα με τη συχνότητα με την οποία θα εμφανίζονται νέα κρούσματα, με αποτέλεσμα, εν πάση περιπτώσει, τη μόνιμη αναβολή της λήψεως μέτρων απολυμάνσεως των εγκαταστάσεων, τα οποία όμως είναι απαραίτητα.

    76. Εξάλλου, μολονότι δεν διαθέτω ιδιαίτερες ικανότητες σε θέματα κτηνιατρικής, ομολογώ ότι δεν αντιλαμβάνομαι ποιο θα ήταν το συμφέρον να διατηρηθούν στις σχετικές εγκαταστάσεις ψάρια που ήρθαν σε επαφή με άλλα ψάρια παρουσιάζοντα κλινικά συμπτώματα της ασθένειας, τα οποία κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται να αναπτύξουν και αυτά την ασθένεια σχετικά σύντομα.

    77. Αντιθέτως, νομίζω ότι είναι εύλογο να εκκενωθούν πλήρως οι εγκαταστάσεις, με καταστροφή των ψαριών που παρουσιάζουν κλινικά συμπτώματα της ασθενείας και με δυνατότητα διαθέσεως στο εμπόριο των ψαριών εκείνων που δεν παρουσιάζουν τέτοια συμπτώματα και που πληρούν τους ισχύοντες κανόνες σχετικά με την εν λόγω διάθεση στο εμπόριο, τηρουμένων ορισμένων μέτρων προλήψεως, εφόσον τα ψάρια αυτά έχουν ήδη αποκτήσει το κατάλληλο προς εμπορία μέγεθος, πράγμα το οποίο προέβλεψε ακριβώς η ρύθμιση του Ηνωμένου Βασιλείου, που εφαρμόστηκε στην περίπτωση της Booker και της Hydro.

    78. Επομένως, ο επιβληθείς στις δύο αυτές επιχειρήσεις περιορισμός του δικαιώματος της ιδιοκτησίας συνίστατο στην υποχρέωση, αφενός, να διακόψουν την πάχυνση των ψαριών που βρίσκονταν στις εγκαταστάσεις τους με συστηματική θανάτωσή τους και, αφετέρου, να καταστρέψουν τα ψάρια εκείνα που δεν μπορούσαν να διατεθούν στο εμπόριο είτε επειδή είχαν προσβληθεί από την ασθένεια είτε επειδή δεν είχαν αποκτήσει το κατάλληλο μέγεθος. Πρόκειται προφανώς κάθε άλλο παρά για «υπέρμετρη και απαράδεκτη παρέμβαση» υπό την έννοια της προαναφερθείσας αποφάσεως Hauer.

    79. Όσο και αν οι αποφάσεις που έλαβαν οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου φαίνονται ότι αποτελούν μέτρα ανάλογα προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, σε σχέση με τις υποχρεώσεις που επιβάλλουν, απομένει ακόμη να εξετασθεί αν οι ως άνω αποφάσεις πρέπει να θεωρηθούν δυσανάλογα αυστηρές επειδή αποκλείουν κάθε δυνατότητα αποζημιώσεως.

    80. Επ' αυτού επιβάλλεται να γίνουν δύο προκαταρκτικές παρατηρήσεις. Αφενός, η νομολογία του Δικαστηρίου περί του δικαιώματος της ιδιοκτησίας ουδέποτε δέχθηκε ότι κάθε περιορισμός του δικαιώματος αυτού πρέπει οπωσδήποτε να συνοδεύεται από σχετική αποζημίωση. Ακόμα και η προαναφερθείσα απόφαση Wachauf, που αναγνωρίζει ότι, στην υπόθεση που εξέτασε το Δικαστήριο, ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων δεν συμβιβάζεται με την παντελή έλλειψη αποζημιώσεως, σαφώς δεν θέτει έναν τέτοιο κανόνα.

    81. Αφετέρου, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η απόφαση Flip και Verdegem έχει δώσει κάποια απάντηση στο υπό εξέταση ζήτημα.

    82. Πράγματι, με την απόφαση αυτή το Δικαστήριο φρόντισε να διευκρινίσει «ότι τα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να εκληφθούν ως αφορώντα, γενικότερα, το ζήτημα αν η κοινοτική νομοθεσία περί καταπολεμήσεως της κλασικής πανώλης των χοίρων έχει, στο σύνολό της, την έννοια ότι προβλέπει την πλήρη και άμεση αποζημίωση των κτηνοτρόφων των οποίων οι χοίροι εσφάγησαν κατόπιν διαταγής των εθνικών αρχών, εν εναντία δε περιπτώσει, αν η ρύθμιση αυτή πρέπει να θεωρηθεί ότι συμβιβάζεται με την αρχή της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων του άρθρου 7 της Συνθήκης ΕΟΚ, το οποίο έγινε το άρθρο 6 της Συνθήκης ΕΚ» (σκέψη 19).

    83. To Δικαστήριο απάντησε στο σχετικό ερώτημα δεχόμενο ότι, «ελλείψει σχετικών κοινοτικών διατάξεων, η αποζημίωση των κυρίων των οποίων οι χοίροι εσφάγησαν κατόπιν διαταγής των εθνικών αρχών στα πλαίσια των μέτρων για την καταπολέμηση της κλασικής πανώλης των χοίρων εμπίπτει στην αρμοδιότητα κάθε κράτους μέλους.

    Επομένως, η ισχύουσα κοινοτική ρύθμιση περί καταπολεμήσεως της κλασικής πανώλης των χοίρων έχει την έννοια ότι δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη να προβλέψουν σύστημα αποζημιώσεως των κυρίων των οποίων οι χοίροι εσφάγησαν κατόπιν διαταγής των εθνικών αρχών» (σκέψεις 30 και 31 της αποφάσεως).

    84. Από το κείμενο αυτό δεν μπορεί να συναχθεί ούτε ότι τα κράτη μέλη απαλλάσσονται από την υποχρέωση προβλέψεως αποζημιώσεως ούτε ότι, αντιθέτως, είναι υποχρεωμένα να προβλέπουν μια τέτοια δυνατότητα προκειμένου να αποφύγουν το ενδεχόμενο προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

    85. Μπορούμε να αναρωτηθούμε, το πολύ, αν το Δικαστήριο αναγνώρισε έμμεσα ότι δεν υφίσταται καμία αρχή του κοινοτικού δικαίου επιβάλλουσα μια τέτοια αποζημίωση, παραπέμποντας απλώς στην αρμοδιότητα των κρατών μελών.

    86. Κατόπιν των διευκρινίσεων αυτών πρέπει να ασχοληθώ με τη συγκεκριμένη κατάσταση σχετικά με την οποία υποβάλλει προδικαστικά ερωτήματα το αιτούν δικαστήριο.

    87. Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, έστω και ελλείψει παρεμβάσεως εκ μέρους των εθνικών αρχών, εν πάση περιπτώσει η Booker και η Hydro θα είχαν υποστεί ζημία, δεδομένης της υπάρξεως στις εγκαταστάσεις τους, αφενός, ασθενών ψαριών και, αφετέρου, ψαριών που θα μπορούσαν να ασθενήσουν σύντομα και τα οποία, για τον λόγο αυτό, είχαν χάσει ένα μεγάλο μέρος της εμπορικής τους αξίας.

    88. Συνεπώς, το ζημιογόνο για τις εταιρίες αυτές γεγονός ουδόλως συνδέεται με τις αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου: πρόκειται απλώς για την εμφάνιση μιας ασθενείας στις εκμεταλλεύσεις τους.

    89. Όπως υπογραμμίστηκε κατά την έγγραφη διαδικασία, η εμφάνιση αυτή αποτελεί έναν κίνδυνο στον οποίο δυστυχώς εκτίθενται όλοι όσοι εκμεταλλεύονται κτηνοτροφικές επιχειρήσεις, ανεξάρτητα από το είδος των ζώων που εκτρέφουν. Κάθε οικονομική δραστηριότητα περιλαμβάνει προφανώς κάποιο κίνδυνο, ο κίνδυνος όμως αυτός είναι ιδιαίτερα υψηλός όταν πρόκειται για δραστηριότητες που στηρίζονται στην εκμετάλλευση ζώντων ζώων.

    90. Οι επιχειρηματίες που αναλαμβάνουν τέτοιες δραστηριότητες αποδέχονται ελεύθερα τον κίνδυνο αυτό, ενώ, από όσα γνωρίζω, μέχρι σήμερα κανένα κράτος δεν έχει αναγάγει σε αρχή την πρόβλεψη να χορηγείται πάντοτε αποζημίωση από δημόσιους πόρους για τις ζημίες που προκαλούνται λόγω εμφανίσεως κάποιας ασθενείας, έστω και αν στην πράξη πολλά κράτη χορηγούν τέτοιες αποζημιώσεις σε περίπτωση μεγάλων επιδημιών.

    91. Εξάλλου, δεν πρέπει να παραβλεφθεί ότι μια εκμετάλλευση που πλήττεται από κάποια ασθένεια -και χωρίς να υπάρχει λόγος να διατυπωθεί κάποια αιτίαση σε βάρος του ιδιοκτήτη της ή χωρίς να υφίσταται κάποια ηθική ευθύνη- καθίσταται αντικειμενικά επικίνδυνη για όλες τις άλλες εκμεταλλεύσεις πλησίον της προσβληθείσας, καθόσον μπορούν και αυτές να μολυνθούν με τη σειρά τους.

    92. Όμως, κανείς δεν θα τολμούσε να αμφισβητήσει την άποψη ότι κάθε τι που είναι επικίνδυνο πρέπει να εξαλείφεται και ότι η εξάλειψη αυτή αποτελεί μία από τις αποστολές των δημοσίων αρχών.

    93. Σε μια τέτοια περίπτωση, πρόκειται για το ακριβώς αντίθετο της εκ μέρους της δημόσιας αρχής αφαιρέσεως ενός αγαθού ανήκοντος σε ιδιώτη, πράγμα το οποίο συμβαίνει όταν πρόκειται για απαλλοτρίωση ακινήτου. Σαφώς δεν υφίσταται αγαθό έχον βεβαία οικονομική αξία του οποίου η κυριότητα μεταφέρεται σε κάποιον άλλο με σκοπό την ικανοποίηση ανάγκης γενικού συμφέροντος. Υφίσταται μόνον ένα αγαθό το οποίο, έστω και αν μπορεί ενδεχομένως ακόμη να έχει κάποια οικονομική αξία, πρέπει να εξαφανισθεί, οπότε δεν έχει ως προορισμό την αξιοποίησή του στο πλαίσιο εμπορικών συναλλαγών.

    94. Οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου δεν αποκόμισαν κανένα όφελος από τη θέση σε εφαρμογή των μέτρων που επιβλήθηκαν στην Booker και στην Hydro, οι οποίες, λόγω μιας ατυχούς συνδρομής περιστάσεων, είχαν σε δεδομένη στιγμή την κυριότητα ψαριών τα οποία έχασαν είτε ένα μέρος της αγοραίας αξίας τους είτε το σύνολο της αξίας αυτής.

    95. Η κατάσταση αυτή είναι συγκρίσιμη προς εκείνη ενός ακινήτου που υπάρχει κίνδυνος να καταρρεύσει, το οποίο η δημόσια αρχή διατάσσει να καταστραφεί, ή εκείνη ενός ακινήτου κατασκευασθέντος σε περίοδο στην οποία επιτρεπόταν η χρήση του αμιάντου, σχετικά με το οποίο η δημόσια αρχή, διαπιστωθέντος του κινδύνου εκ του αμιάντου, διατάσσει την πραγματοποίηση εργασιών εξυγιάνσεως οι οποίες αποδεικνύονται τόσο δαπανηρές ώστε ο ιδιοκτήτης να υποχρεώνεται στην πράξη να επιλέξει τη λύση της κατεδαφίσεως, που συνεπάγεται και αυτή υψηλή δαπάνη, διότι θα πρέπει να πραγματοποιηθεί αφού ληφθούν διάφορα προφυλακτικά μέτρα.

    96. Σε τέτοιες περιπτώσεις δεν πιστεύω ότι ο θιγόμενος ιδιοκτήτης μπορεί να επικαλεστεί κάποιο δικαίωμα αποζημιώσεως, σε αντίθεση με την περίπτωση στην οποία η δημόσια αρχή επιθυμεί να αποκτήσει το ακίνητό του.

    97. Επίσης, η κατάσταση της Booker και της Hydro πρέπει να διακριθεί από εκείνη στην οποία λαμβάνονται προφυλακτικά μέτρα σε εκμεταλλεύσεις οι οποίες εκτίθενται μεν σε κάποιο κίνδυνο αλλά δεν έχουν αντιμετωπίσει κρούσματα ασθενείας τη στιγμή της λήψεως αναγκαστικών μέτρων σε βάρος τους.

    98. Σε μια τέτοια περίπτωση ασφαλώς θα ετίθετο ζήτημα επιτρεπτού των σχετικών δρακόντειων μέτρων, που επιβάλλονται χωρίς αποζημίωση και έχουν καθαρά προληπτικό χαρακτήρα, έναντι της αρχής της αναλογικότητας. Κατά τη γνώμη μου, στην περίπτωση αυτή η στάθμιση μεταξύ του γενικού συμφέροντος και της εκτάσεως της θυσίας που επιβάλλεται στον εκμεταλλευόμενο ιχθυοτροφική μονάδα η οποία δεν έχει μολυνθεί θα μπορούσε να κλίνει υπέρ της αποδοχής του δικαιώματος αποζημιώσεως.

    99. Σήμερα όμως δεν αντιμετωπίζουμε μια τέτοια προβληματική, καθόσον ήταν αποδεδειγμένη η εμφάνιση μεταδοτικής ασθενείας στις εγκαταστάσεις της Booker και της Hydro, ασθενείας η οποία ενέχει μεγάλους κινδύνους για τον σχετικό οικονομικό τομέα.

    100. Συνοψίζοντας, η κατάσταση ήταν η ακόλουθη: οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου απλώς εφάρμοσαν μια προϋφιστάμενη ρύθμιση στην περίπτωση της Booker και της Hydro. Ενεργώντας με τον τρόπο αυτό, επιδίωξαν έναν αναμφισβήτητο σκοπό γενικού συμφέροντος. Τα επιβληθέντα μέτρα, όσο αυστηρά και δεσμευτικά κι αν ήταν, δεν είναι παράλογα σε σχέση με τον κίνδυνο που συνδέεται με την ύπαρξη μολυσμένων ψαριών στις θιγείσες εκμεταλλεύσεις, ενώ για την κατάσταση την οποία τα μέτρα αυτά αποσκοπούσαν να αντιμετωπίσουν δεν μπορούσε με κανένα τρόπο να προσαφθεί κάποια πράξη, παράλειψη ή αμέλεια στις δημόσιες αρχές, καθόσον αυτή απέρρεε μόνο από την εμφάνιση ενός κινδύνου που είναι εγγενής προς τη δραστηριότητα της υδατοκαλλιέργειας. Λαμβανομένης υπόψη της συνδρομής του συνόλου των στοιχείων αυτών, θεωρώ ότι η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με το δικαίωμα της ιδιοκτησίας δεν επιβάλλει καμία αποζημίωση.

    101. Πρέπει ωστόσο να εξετάσω ακόμα δύο σημεία πριν προτείνω οριστικά στο Δικαστήριο να δώσει μια απάντηση στο πρώτο ερώτημα που τίθεται σε κάθε μία από τις δύο υπό εξέταση υποθέσεις.

    102. Πράγματι, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο ήδη με την προαναφερθείσα απόφαση Nold κατά Επιτροπής, που επιβεβαιώθηκε με την προαναφερθείσα υπόθεση Hauer, όταν πρόκειται για τον προσδιορισμό του περιεχομένου θεμελιωδών δικαιωμάτων, το κοινοτικό δίκαιο δεν μπορεί να αγνοεί το επίπεδο προστασίας που παρέχουν, αφενός, οι διεθνείς συνθήκες περί προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου, κατά κύριο λόγο η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, στις οποίες μετέχουν τα κράτη μέλη, και, αφετέρου, οι κοινές συνταγματικές παραδόσεις των διαφόρων κρατών μελών.

    103. Ασφαλώς, οι αποφάσεις του Δικαστηρίου τις οποίες παρέθεσα έχουν ήδη λάβει υπόψη τις ως άνω πηγές του δικαίου, όμως, για μια πληρέστερη όσο το δυνατό εξέταση, θα ασχοληθώ ακόμη με την πλέον πρόσφατη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, καθώς και με τις συνταγματικές αρχές των κρατών μελών.

    Εξέταση του προβλήματος έναντι της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου

    104. Αρχίζω εξετάζοντας αν η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ειδικότερα το πρόσθετο πρωτόκολλο αριθ. 1 αυτής, όπως ερμηνεύεται από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, θεωρεί απαράδεκτα, έναντι της επιβαλλόμενης προστασίας του δικαιώματος της ιδιοκτησίας, μέτρα όπως αυτά που ελήφθησαν για τις εγκαταστάσεις της Booker και της Hydro, εφόσον αυτά δεν συνοδεύονται από σχετική αποζημίωση.

    105. Υπενθυμίζω ότι το άρθρο 1 του ως άνω πρωτοκόλλου έχει ως ακολούθως:

    «Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθεί της ιδιοκτησίας αυτού ειμή διά λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους.

    Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός κράτους όπως θέση εν ισχύι νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίους προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων.»

    106. Κατά το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όπως υπενθύμισε με την πρόσφατη απόφαση Μάλαμα κατά Ελλάδος της 1ης Μαρτίου 2001, που αποτελεί μέρος μιας πάγιας σχετικής νομολογίας, «το άρθρο αυτό περιέχει τρεις επί μέρους κανόνες: ο πρώτος κανόνας, ο οποίος διατυπώνεται στην πρώτη φράση του πρώτου εδαφίου και είναι γενικού χαρακτήρα, αναφέρεται στην αρχή του σεβασμού της ιδιοκτησίας. Ο δεύτερος κανόνας, ο οποίος διατυπώνεται στη δεύτερη φράση του ίδιου εδαφίου, αναφέρεται στην αποστέρηση της ιδιοκτησίας και ορίζει ότι η εν λόγω αποστέρηση υπόκειται σε ορισμένους όρους. Όσον αφορά τον τρίτο κανόνα, ο οποίος διατυπώνεται στο τρίτο εδάφιο, αναγνωρίζει στα κράτη την εξουσία, μεταξύ άλλων, να ρυθμίζουν τη χρήση των αγαθών σύμφωνα με το δημόσιο συμφέρον. Δεν πρόκειται ωστόσο για κανόνες άσχετους μεταξύ τους. Ο δεύτερος και ο τρίτος κανόνας αναφέρονται σε συγκεκριμένα παραδείγματα προσβολής της περιουσίας. Κατά συνέπεια, πρέπει να ερμηνευθούν υπό το πρίσμα της αρχής η οποία θεσμοθετείται από τον πρώτο κανόνα».

    107. Όταν καλείται να αποφανθεί σε μια συγκεκριμένη υπόθεση στην οποία ένας προσφεύγων επικαλείται παράβαση του άρθρου 1 του προσθέτου πρωτοκόλλου αριθ. 1, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ακολουθεί, καταρχήν, πάντα την ίδια μέθοδο. Αρχίζει εξετάζοντας αν υπήρξε πράγματι παρέμβαση στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας. Αν συνέβη πράγματι κάτι τέτοιο, κατά την άποψή του, προβαίνει σε μια σειρά εξακριβώσεων. Εξετάζει, αρχικά, αν η εν λόγω παρέμβαση προβλέπεται από το νόμο. Με την προαναφερθείσα απόφαση υπενθύμισε συναφώς ότι «το άρθρο 1 του πρωτοκόλλου αριθ. 1 απαιτεί, προπαντός και κυρίως, να είναι νόμιμη η ανάμειξη της δημόσιας αρχής στην απόλαυση του δικαιώματος στον σεβασμό της περιουσίας: η δεύτερη φράση του πρώτου εδαφίου του άρθρου αυτού επιτρέπει την αποστέρηση της ιδιοκτησίας "μόνον υπό τους προβλεπομένους υπό του νόμου όρους" και το δεύτερο εδάφιο αναγνωρίζει στα κράτη το δικαίωμα να ρυθμίζουν τη χρήση των αγαθών θέτοντας σε ισχύ "νόμους". Επίσης, η υπεροχή του δικαίου, μια από τις θεμελιώδεις αρχές μιας δημοκρατικής κοινωνίας είναι έννοια σύμφωνη με το σύνολο των άρθρων της Σύμβασης (απόφαση Amuur κατά Γαλλίας, 25 Ιουνίου 1996, ΕΔΔΑ, 1996-ΙΙΙ, σ. 850-851, § 50)». Στη συνέχεια, εξετάζει αν η παρέμβαση αποσκοπούσε σε νόμιμο σκοπό δηλαδή αν υπήρχε λόγος δημόσιας ωφέλειας υπό την έννοια του δευτέρου κανόνα του άρθρου 1.

    108. Πάντοτε στην ίδια απόφαση, αναφέρεται σχετικά ότι:

    «Το Δικαστήριο εκτιμά ότι, χάρις στην άμεση γνώση της κοινωνίας τους και των αναγκών της, οι εθνικές αρχές είναι σε θέση να μπορούν καλύτερα από τον διεθνή δικαστή να προσδιορίζουν τι είναι "δημόσια ωφέλεια". Στον μηχανισμό προστασίας, τον οποίο δημιούργησε η Σύμβαση, οι δημόσιες αρχές καλούνται επομένως να αποφανθούν πρώτες περί της ύπαρξης προβλήματος κοινής ωφέλειας, το οποίο δικαιολογεί αποστέρηση της ιδιοκτησίας. Κατ' ακολουθία, απολαμβάνουν εδώ ενός περιθωρίου εκτίμησης, όπως και σε άλλες τομείς στους οποίους εκτείνονται οι εγγυήσεις της Σύμβασης.

    Επίσης, η έννοια της "δημόσιας ωφέλειας" είναι εκ φύσεως ευρεία. Ειδικότερα, η απόφαση περί υιοθέτησης νόμων οι οποίοι επιτρέπουν την αποστέρηση της ιδιοκτησίας συνεπάγεται συνήθως την εξέταση πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών θεμάτων. Εκτιμώντας ότι είναι φυσιολογικό να διαθέτει ο νομοθέτης διακριτική ευχέρεια προκειμένου να ασκεί οικονομική και κοινωνική πολιτική, το Δικαστήριο σέβεται τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται τις επιταγές της "δημόσιας ωφέλειας", εκτός εάν αποδειχθεί ότι η κρίση του στερείται ορθολογικής βάσης (απόφαση James κ.λπ. κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 21 Φεβρουαρίου 1986, Σειρά Α, αριθ. 98, σ. 32, § 46).»

    109. Αν πληρούνται οι δύο πρώτες προϋποθέσεις, χωρίς τη συνδρομή των οποίων κάθε σχετική παρέμβαση συνιστά παράβαση του άρθρου 1 του προσθέτου πρωτοκόλλου αριθ. 1, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου εξετάζει το πλέον ευαίσθητο ζήτημα, δηλαδή εκείνο της συμφωνίας της παρεμβάσεως αυτής προς την αρχή της αναλογικότητας. Με την προαναφερθείσα απόφαση εξέθεσε, με τον ακόλουθο τρόπο, τις σκέψεις που το οδηγούν στον σχετικό τομέα.

    «Ένα μέτρο το οποίο προβλέπει ανάμιξη στο δικαίωμα στον σεβασμό της περιουσίας πρέπει να επιτυγχάνει τη χρυσή τομή ανάμεσα στις επιταγές της κοινής ωφέλειας της κοινότητας και στις επιταγές της προάσπισης των θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων (βλ., μεταξύ άλλων, την απόφαση Sporrong και Lönnroth κατά Σουηδίας, 23 Σεπτεμβρίου 1982, Σειρά Α, αριθ. 52, σ. 26, § 69). Το ενδιαφέρον όσον αφορά την επίτευξη αυτής της χρυσής τομής αντικατοπτρίζεται στη δομή ολόκληρου του άρθρου 1, επομένως και στη δεύτερη φράση, της οποίας η ανάγνωση πρέπει να γίνεται υπό το πρίσμα της αρχής η οποία έχει θεσμοθετηθεί από την πρώτη. Ειδικότερα, πρέπει να υπάρχει λογική αναλογική σχέση ανάμεσα στα μέσα τα οποία χρησιμοποιούνται και στον σκοπό τον οποίο επιδιώκει κάθε μέτρο το οποίο στερεί ένα πρόσωπο της ιδιοκτησίας του (απόφαση Pressos Compania Naviera S.A. κ.λπ. κατά Βελγίου, 20 Νοεμβρίου 1995, Σειρά Α, αριθ. 332, σ. 23, § 38).

    Για να προσδιορισθεί εάν το επίδικο μέτρο σέβεται την επιθυμητή χρυσή τομή και, ειδικότερα, εάν δεν επιβάλλει στους προσφεύγοντες δυσανάλογο βάρος , πρέπει να ληφθεί υπόψη ο τρόπος αποζημίωσης ο οποίος προβλέπεται από την εσωτερική νομοθεσία. Ως προς τούτο, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι χωρίς την καταβολή ποσού ευλόγως αναλόγου της αξίας του περιουσιακού στοιχείου, η αποστέρηση ιδιοκτησίας συνιστά συνήθως υπερβολική προσβολή, και πλήρης έλλειψη αποζημίωσης θα ήταν δυνατό να δικαιολογηθεί στο πλαίσιο του άρθρου 1 μόνον υπό εξαιρετικές συνθήκες (απόφαση Ιερές Μονές κατά Ελλάδος, 9 Δεκεμβρίου 1994, Σειρά Α, αριθ. 301-Α, σ. 35, § 71).»

    110. Σημειώνω ότι, στο σημείο 53 της αποφάσεως Mellacher κ.λπ. κατά Αυστρίας της 19ης Δεκεμβρίου 1989 , το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δέχθηκε, σχετικά με την ως άνω υποχρέωση σεβασμού της αρχής της αναλογικότητας, τα ακόλουθα:

    «Όσον αφορά τις εναλλακτικές λύσεις, η ενδεχόμενη ύπαρξή τους δεν καθιστά αυτή καθαυτή αδικαιολόγητη την επίμαχη νομοθεσία. Όταν ο νομοθέτης δεν υπερβαίνει τα όρια διακριτικής ευχερείας του, δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να αποφανθεί αν αυτός επέλεξε τον καλύτερο τρόπο αντιμετωπίσεως του προβλήματος ή αν όφειλε να ασκήσει την εξουσία του διαφορετικά (προαναφερθείσα στην απόφαση James κ.λπ., Σειρά Α, αριθ. 98, σ. 35, § 51)».

    111. Σημειώνω όμως ιδίως ότι, ναι μεν η καταβολή αποζημιώσεως είναι, ενόψει της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, απαραίτητη προκειμένου να μη θεωρηθεί αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας η σχετική παρέμβαση σε όλες τις περιπτώσεις που καλύπτει το άρθρο 1, πρώτο εδάφιο, του πρόσθετου πρωτοκόλλου αριθ. 1, δηλαδή σε όλες τις περιπτώσεις αποστερήσεως της ιδιοκτησίας, ήτοι απαλλοτριώσεως με την οποία πραγματοποιείται μεταφορά ιδιοκτησίας ή σε περίπτωση ανάλογων μέτρων, η αποζημίωση δεν έχει τον ίδιο επιτακτικό χαρακτήρα όταν πρόκειται για μέτρο που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δευτέρου εδαφίου του ως άνω άρθρου 1, δηλαδή για μέτρο προβλέπον ρύθμιση του τρόπου χρήσεως των αγαθών.

    112. Ασφαλώς, ένα τέτοιο μέτρο πρέπει να είναι σύμφωνο προς την αρχή της αναλογικότητας. Η έλλειψη όμως αποζημιώσεως αποτελεί ένα μόνο στοιχείο μεταξύ όλων εκείνων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να εκτιμάται αν η έκταση της επιβαλλόμενης στον ιδιώτη θυσίας είναι δικαιολογημένη έναντι του επιδιωκόμενου γενικού συμφέροντος.

    113. Η ως άνω έλλειψη αποζημιώσεως δεν σημαίνει ότι πρέπει αυτομάτως να θεωρηθεί ότι υφίσταται περίπτωση απαράδεκτης παρεμβάσεως. Έτσι, για παράδειγμα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δέχθηκε, με την απόφαση Handyside κατά Ηνωμένου Βασιλείου, της 7ης Δεκεμβρίου 1976 , την οποία παραθέτει η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, το βάσιμο της κατασχέσεως και της καταστροφής χωρίς αποζημίωση πορνογραφικού υλικού, πράξεις τις οποίες θεώρησε ως μορφή ρυθμίσεως του τρόπου χρησιμοποιήσεως των αγαθών, σχετικά με την οποία, κατά το Δικαστήριο, είναι δυνατός μόνον ο έλεγχος της νομιμότητας και του σκοπού του περιορισμού που επιβάλλει στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας.

    114. Με την απόφαση αυτή το προαναφερθέν δικαστήριο εξέθεσε, προς στήριξη της λύσεως που δέχθηκε, ότι

    «Η κατάσχεση και η καταστροφή του Schoolbook στέρησαν οριστικά τον προσφεύγοντα από την κυριότητα ορισμένων αγαθών. Εντούτοις, τέτοιες πράξεις επιτρέπονται βάσει του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 1 του πρωτοκόλλου αριθ. 1, ερμηνευομένου ενόψει της κοινής στα συμβαλλόμενα κράτη μέλη αρχής του δικαίου κατά την οποία κατάσχονται προς καταστροφή τα αντικείμενα των οποίων η χρήση κρίνεται αθέμιτη και επικίνδυνη για το κοινό συμφέρον.»

    115. Πιστεύω ότι από την εν λόγω σύντομη επισκόπηση της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου προκύπτει, αφενός, ότι, όσον αφορά τις αρχές, η οφειλόμενη προστασία του δικαιώματος της ιδιοκτησίας βάσει της νομολογίας του Δικαστηρίου δεν περιορίζει τις εγγυήσεις που προβλέπονται υπέρ του δικαιώματος αυτού στο πλαίσιο του συστήματος της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και, αφετέρου, ότι, όσον αφορά τις συγκεκριμένες υποθέσεις που μας απασχολούν, τα μέτρα για τα οποία διαμαρτύρονται η Booker και η Hydro δύσκολα μπορούν να θεωρηθούν ως παράβαση του άρθρου 1 του πρόσθετου πρωτοκόλλου αριθ. 1 της ως άνω συμβάσεως. Από την ανάγνωση της προαναφερθείσας αποφάσεως Nold κατά Επιτροπής, με την οποία το Δικαστήριο διευκρίνισε την έννοια του δικαιώματος της ιδιοκτησίας με βάση τα ίδια σημεία αναφοράς όπως και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αφήνεται να εννοηθεί ότι αυτό θα ήταν το συμπέρασμα στο οποίο θα κατέληγα, οι σκέψεις όμως που εκθέτει το αιτούν δικαστήριο και η επιμονή με την οποία η Booker και η Hydro επικαλέστηκαν την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου με εμπόδισαν να παραλείψω την εξέταση των ζητημάτων αυτών.

    Εξέταση του προβλήματος ενόψει των συνταγμάτων ή των κατοχυρωμένων από συνταγματικές διατάξεις αρχών των κρατών μελών

    116. Η Booker εκθέτει ότι οι συνταγματικές διατάξεις των κρατών μελών, τις οποίες παραθέτει σε παράρτημα των παρατηρήσεων της, της παρέχουν τη δυνατότητα να λάβει αποζημίωση για το σύνολο ή για μέρος των ζημιών που υπέστη, εντός όλων σχεδόν των κρατών μελών της Κοινότητας, εξαιρέσει του Ηνωμένου Βασιλείου.

    117. Είναι βέβαιο ότι όλα αυτά τα Συντάγματα αναγνωρίζουν το δικαίωμα της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, με την επιφύλαξη της επιτάξεως ή της απαλλοτριώσεως για λόγους δημόσιας ωφέλειας, πραγματοποιούμενης στο πλαίσιο της προβλεπομένης νομοθεσίας ή κατόπιν αποζημιώσεως, ενώ, στις περισσότερες περιπτώσεις, η προβλέπουσα την αποζημίωση αυτή αρχή περιλαμβάνεται στην ίδια τη σχετική συνταγματική διάταξη.

    118. Ωστόσο, δεν είναι βέβαιο ότι η καταστροφή αγαθών για λόγους δημόσιας υγείας -περίπτωση η οποία δεν περιλαμβάνει καμία μεταβίβαση ιδιοκτησίας στη δημόσια αρχή- μπορεί να εξομοιωθεί με μια τέτοια επίταξη ή απαλλοτρίωση.

    119. Ασφαλώς, στην Ισπανία η νομολογία θεωρεί ότι η καταστροφή ζώων προσβληθέντων από μεταδοτική ασθένεια αποτελεί ειδικό τρόπο απαλλοτριώσεως. Όμως, τούτο δεν απορρέει απευθείας από το Σύνταγμα.

    120. Θεωρώ ότι το πιο συγκεκριμένο σχετικά είναι το Σύνταγμα του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, καθόσον ορίζει σχετικά με την ιδιοκτησία ότι, «στις προβλεπόμενες από τον νόμο ή κατόπιν νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως περιπτώσεις, υφίσταται δικαίωμα πλήρους ή μερικής αποζημιώσεως όταν η αρμόδια αρχή καταστρέφει ή καθιστά μη χρησιμοποιήσιμο ιδιωτικό αγαθό προς το κοινό συμφέρον ή περιορίζει την άσκηση του δικαιώματος της ιδιοκτησίας». Εντούτοις, η νομολογία και η θεωρία θεωρούν ότι δεν υφίσταται αυτομάτως δικαίωμα αποζημιώσεως σε περίπτωση καταστροφής ιδιωτικού αγαθού προς το κοινό συμφέρον.

    121. Τούτο επιβεβαιώνεται από τις παρατηρήσεις που υπέβαλε η Ολλανδική Κυβέρνηση στο πλαίσιο των υπό κρίση υποθέσεων. Πράγματι, η ως άνω κυβέρνηση δήλωσε, τονίζοντας ιδιαίτερα την παρατήρηση αυτή, ότι η Hydro και η Booker πρέπει να φέρουν τις δαπάνες που προκλήθηκαν εν προκειμένω εξαιτίας της εμφανίσεως των σχετικών ασθενειών, περιλαμβανομένων εκείνων που απορρέουν από την εφαρμογή των μέτρων καταπολεμήσεως των ασθενειών αυτών. Η Ολλανδική Κυβέρνηση προσέθεσε: «ορισμένα κράτη μέλη δέχονται την αρχή ότι ο καθένας πρέπει να φέρει, κατά γενικό κανόνα, το κόστος της ζημίας που υφίσταται προσωπικά. Εναπόκειται κάθε φορά στο θύμα να υποστεί τις συνέπειες της ζημίας αυτής, ανεξάρτητα αν προέρχεται από αδεξιότητα, αμέλεια ή οφείλεται σε τυχηρό. Κάτι τέτοιο συμβαίνει, καταρχήν, όταν πρόκειται για κακή συγκομιδή λόγω ξηρασίας, για ζημίες προκαλούμενες από κεραυνό ή πλημμύρα ή για εκείνες που προκαλούνται λόγω της εμφανίσεως κάποιας ασθένειας».

    122. Στην Ιρλανδία, κατά τη νομολογία, λόγω της καταστροφής ασθενών ζώων επιβάλλεται, δυνάμει του Συντάγματος, η παροχή αποζημιώσεως αν η επέμβαση στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας αποτελεί άδικη προσβολή του σχετικού δικαιώματος. Η αδικία πρέπει να εκτιμάται έναντι των επιταγών του γενικού συμφέροντος και των αρχών της κοινωνικής δικαιοσύνης. Έχουν θεωρηθεί ως άδικες οι μη εύλογες ή οι αντίθετες προς την αρχή της αναλογικότητας επεμβάσεις.

    123. Επομένως, δεν μπορεί να συναχθεί ότι υφίσταται μια κοινή συνταγματική αρχή στα δίκαια των κρατών μελών κατά την οποία η καταστροφή ψαριών θα πρέπει οπωσδήποτε να οδηγεί σε καταβολή σχετικής αποζημιώσεως.

    124. Η Booker παραθέτει επίσης τρία κράτη μέλη (το Βασίλειο της Σουηδίας, τη Δημοκρατία της Φινλανδίας και τη Γαλλική Δημοκρατία), στα οποία ειδική νομοθεσία προβλέπει αποζημίωση σε περίπτωση ασθενειών των ψαριών. Παρόμοια νομοθεσία υφίσταται και σε άλλα κράτη της Κοινότητας (στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, στη Δημοκρατία της Αυστρίας, στο Βασίλειο του Βελγίου, στο Βασίλειο της Δανίας, στο Βασίλειο της Ισπανίας, στην Ελληνική Δημοκρατία, στην Ιταλική Δημοκρατία, στο Βασίλειο των Κάτω Χωρών και στην Πορτογαλική Δημοκρατία). Θεωρώ ωστόσο ότι δεν είναι βέβαιο ότι τα Κοινοβούλια των ως άνω κρατών μελών έχουν θεσπίσει τις νομοθεσίες αυτές λόγω της προστασίας που αρμόζει στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας. Ενήργησαν με τον τρόπο αυτό μάλλον για λόγους εθνικής αλληλεγγύης έναντι των πληττομένων ιχθυοτρόφων ή προκειμένου να αποσπάσουν την ενεργό συμμετοχή τους για την εξάλειψη ασθενειών που μπορούν να λάβουν ταχύτατα πολύ μεγάλη έκταση.

    125. Σημειώνω, τέλος, ότι ούτε ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, που δημοσιεύθηκε τον Δεκέμβριο του 2000 επ' ευκαιρία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Νίκαιας, συνηγορεί υπέρ της απόψεως ότι η προστασία του δικαιώματος της ιδιοκτησίας επιβάλλει τη χορήγηση δικαιώματος αποζημιώσεως σε ιδιοκτήτες ζώων προσβληθέντων από επιδημία ή ζωονόσο.

    126. Γνωρίζω καλά ότι ο ως άνω Χάρτης δεν έχει δεσμευτική νομική ισχύ, θεωρώ όμως ενδιαφέρον να αναφερθώ σ' αυτόν, δεδομένου ότι αποτελεί την έκφραση, στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο, μιας δημοκρατικά επιτευχθείσας πολιτικής συναινέσεως σχετικά με αυτό το οποίο πρέπει να θεωρηθεί σήμερα ως ο κατάλογος των θεμελιωδών δικαιωμάτων τα οποία εγγυάται η κοινοτική έννομη τάξη. Όσον αφορά το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, το άρθρο 17 του Χάρτη αυτού αναφέρει τα ακόλουθα:

    «1. Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα να είναι κύριος των νομίμως κτηθέντων αγαθών του, να τα χρησιμοποιεί, να τα διαθέτει και να τα κληροδοτεί. Κανείς δεν μπορεί να στερείται [από] την ιδιοκτησία του, παρά μόνον για λόγους δημόσιας ωφέλειας, στις περιπτώσεις και υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο νόμο και έναντι δίκαιης και έγκυρης αποζημίωσης για την απώλειά της. Η χρήση των αγαθών μπορεί να υπόκειται σε περιορισμούς από το νόμο, εφόσον αυτό είναι αναγκαίο προς το γενικό συμφέρον.

    2. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται.»

    127. Ενόψει του ως άνω κειμένου διαπιστώνεται αμέσως ότι αυτό δανείζεται τη διάκριση που έχει ήδη θέσει η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και ότι διακρίνει σαφώς τη στέρηση της ιδιοκτησίας από τη ρύθμιση της χρήσεως των αγαθών, επιβάλλοντας αποζημίωση για την πρώτη και τηρώντας πλήρη σιγή για τη δεύτερη περίπτωση.

    128. Λαμβανομένων υπόψη των συζητήσεων που προκάλεσε η διάκριση αυτή στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, δεν νομίζω ότι είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι η εν λόγω σιγή αποτελεί το αποτέλεσμα ατυχούς παραλείψεως.

    129. Εξάλλου, συμμερίζομαι την άποψη της Επιτροπής ότι τα επίμαχα στις υπό κρίση υποθέσεις μέτρα δεν συνιστούν απαλλοτρίωση αλλά ακραίες περιπτώσεις περιορισμού της χρήσεως αγαθών.

    130. Πράγματι, δεν υφίσταται απαλλοτρίωση των λεκανών και άλλων εγκαταστάσεων υδατοκαλλιέργειας, αλλά υποχρέωση καταστροφής των ψαριών που έχουν ήδη προσβληθεί από κάποια ασθένεια ή που έχουν μεγάλη πιθανότητα να προσβληθούν σύντομα από αυτήν.

    131. Υπενθυμίζω ότι, κατά την άποψή μου, η κατάσταση θα ήταν διαφορετική αν επρόκειτο για καταστροφή των ψαριών μιας εγκαταστάσεως υδατοκαλλιέργειας που δεν έχει ακόμη προσβληθεί από την ασθένεια, αποκλειστικά και μόνο με τον σκοπό της αποφυγής του ενδεχομένου το βακτηρίδιο ή ο ιός να βρει πρόσφορο έδαφος για μια μεταγενέστερη γεωγραφική εξάπλωση της ασθενείας. Στην περίπτωση αυτή, στην οποία η ασθένεια θα μπορούσε ενδεχομένως να μην εμφανισθεί στην επίμαχη εγκατάσταση, η υποχρέωση θανατώσεως των ζώων θα μπορούσε να εξομοιωθεί προς βάρος επιβαλλόμενο εκ μέρους της δημόσιας αρχής υπέρ του γενικού συμφέροντος. Επομένως, θα έπρεπε να οδηγήσει, κατά πάσα πιθανότητα, στην καταβολή αποζημιώσεως.

    132. Δεδομένου ότι κάτι τέτοιο δεν συνέβη στις διαφορές της κύριας δίκης, προτείνω στο Δικαστήριο, όπως προτείνουν και οι Scottish Ministers, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, η Γαλλική, η Ιταλική, η Ολλανδική και η Νορβηγική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή, να δώσει στα πρώτα ερωτήματα στις δύο υποθέσεις την απάντηση ότι, υπό περιστάσεις όπως η υπό κρίση, οι αρχές του κοινοτικού δικαίου περί προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ειδικότερα του δικαιώματος της ιδιοκτησίας, δεν έχουν την έννοια ότι επιβάλλουν αποζημίωση των θιγομένων ιδιοκτητών.

    Επί του δευτέρου και του τρίτου ερωτήματος

    133. Έτσι, αν δοθεί αρνητική απάντηση στο πρώτο ερώτημα, παρέλκει η εξέταση του δευτέρου και του τρίτου ερωτήματος. Σημειώνω απλώς ότι, κατά την άποψή μου, αν αναγνωρισθεί η ύπαρξη δικαιώματος αποζημιώσεως, η αποζημίωση δεν θα προορίζεται να καλύψει το διαφυγόν κέρδος και, εν πάση περιπτώσει, θα πρέπει να περιορισθεί στη θετική ζημία.

    134. Πράγματι, δύσκολα μπορεί να γίνει δεκτό ότι, προκειμένου περί μέτρων επιβαλλομένων στον ιδιοκτήτη εκμεταλλεύσεως που έχει πληγεί από την εμφάνιση ασθενείας ψαριών, το κοινωνικό σύνολο έχει την υποχρέωση να τον αποζημιώσει όχι μόνο για τις ζημίες που πράγματι υπέστη, σε σχέση με τις επενδύσεις και με τις λειτουργικές δαπάνες της επιχειρήσεώς του στις οποίες αποδύθηκε, αλλά και για την απώλεια των κερδών που ήλπιζε να έχει από τη δραστηριότητά του.

    135. Η στάθμιση μεταξύ του γενικού συμφέροντος και του συμφέροντος ιδιώτη δεν μπορεί να κλίνει υπέρ μιας ασφαλίσεως κατά παντός κινδύνου χωρίς καμία καταβολή ασφαλίστρου εκ μέρους του ασφαλισμένου.

    136. Ομοίως, κατά την άποψή μου, πρέπει να αποκλείεται κάθε δυνατότητα αποζημιώσεως στην περίπτωση στην οποία αποδεικνύεται πταίσμα ή αμέλεια του ιδιοκτήτη της εκμεταλλεύσεως, όταν το πταίσμα αυτό ή η αμέλεια αυτή οδήγησε στην εμφάνιση της ασθενείας.

    Επί του τετάρτου ερωτήματος στην υπόθεση C-64/00

    137. Με το τέταρτο ερώτημά του το Court of Session (Scotland) ερωτά αν η οδηγία 93/53 είναι ανίσχυρη, καθόσον προσβάλλει το θεμελιώδες δικαίωμα της ιδιοκτησίας μη προβλέποντας τη χορήγηση αποζημιώσεως σε περίπτωση επιβεβαιωμένης υπάρξεως επιδημίας ISA.

    138. Υπενθυμίζω ότι αντικείμενο της οδηγίας είναι η θέσπιση «στοιχειωδών κοινοτικών μέτρων για την καταπολέμηση ορισμένων νόσων των ψαριών», τούτο δε προκειμένου «να εξασφαλισθεί η ορθολογική ανάπτυξη της υδατοκαλλιέργειας και να βελτιωθεί η προστασία της υγείας των ζώων στην Κοινότητα» (δεύτερη αιτιολογική σκέψη).

    139. Η ως άνω οδηγία δεν προβλέπει υποχρέωση αποζημιώσεως εκ μέρους των κρατών μελών για καμία ασθένεια.

    140. Η απάντηση την οποία προτείνω να δοθεί στο πρώτο ερώτημα στις δύο υποθέσεις με οδηγεί λογικά σε μια αρνητική απάντηση σ' αυτό το τέταρτο ερώτημα.

    141. Πράγματι, εφόσον ο σεβασμός που οφείλεται στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας δεν επιβάλλει την παροχή αποζημιώσεως υπέρ ιδιοκτητών εκμεταλλεύσεων ευρισκομένων στην κατάσταση της Booker ή της Hydro, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η οδηγία 93/53 προσέβαλε το δικαίωμα της κυριότητας των ιδιοκτητών αυτών παραλείποντας να επιβάλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση χορηγήσεως μιας τέτοιας αποζημιώσεως.

    142. Επιπλέον, δεδομένου ότι πρόκειται για οδηγία, εξ ορισμού απευθυνόμενη στα κράτη μέλη, δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι αυτή δεν περιλαμβάνει διατάξεις σχετικά με κάποια αποζημίωση με πόρους προερχομένους από τον κοινοτικό προϋπολογισμό.

    143. Το άρθρο 17 της οδηγίας αυτής ορίζει μόνον, ως απλή υπόμνηση, ότι «οι προϋποθέσεις οικονομικής συμμετοχής της Κοινότητας στις ενέργειες που συνδέονται με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας καθορίζονται στην απόφαση 90/424/ΕΟΚ».

    144. Κατά το άρθρο 1 της τελευταίας αυτής αποφάσεως, η εν λόγω απόφαση «καθορίζει τις λεπτομέρειες της χρηματοδοτικής συμμετοχής της Κοινότητας σχετικά με:

    - τις κτηνιατρικές ενέργειες σε συγκεκριμένους τομείς,

    - τις ενέργειες ελέγχου στον κτηνιατρικό τομέα,

    - τα προγράμματα εκρίζωσης και επιτήρησης των ζωικών ασθενειών».

    145. Όπως προκύπτει από την έκφραση «συμμετοχή», η Κοινότητα δεν αναλαμβάνει το σύνολο των δαπανών σχετικά με ενέργειες των κρατών μελών αλλά συμμετέχει, με τη μορφή της μερικής επιστροφής, στα έξοδα στα οποία υποβάλλονται τα κράτη αυτά.

    146. Η ως άνω συμμετοχή εξαρτάται από μια απόφαση του οικείου κράτους μέλους να αποζημιώσει τους ιδιοκτήτες των ζώων τα οποία προσβλήθηκαν από ασθένεια.

    147. Το άρθρο 3 της αποφάσεως 90/424 (που θα είχε εφαρμογή αν οι δύο ασθένειες ψαριών που παρουσιάστηκαν στις δύο υπό κρίση υποθέσεις περιλαμβάνονταν στον κατάλογο της παραγράφου 1, της αποφάσεως αυτής) ορίζει, πράγματι, στην παράγραφο 2, ότι:

    «Το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος πρέπει να απολαύει της χρηματοδοτικής συμμετοχής της Κοινότητας για την εκρίζωση της ασθένειας, υπό την προϋπόθεση ότι τα μέτρα που εφαρμόζονται αμέσως περιλαμβάνουν τουλάχιστον τη θέση υπό αναγκαστική διαχείριση της εκμετάλλευσης, από τη στιγμή που θα υπάρξει υποψία για την ασθένεια, και, μετά την επίσημη διάγνωση της ασθένειας:

    [...]

    - την άμεση και προσήκουσα αποζημίωση των εκτροφέων.»

    148. Επομένως, η Κοινότητα συμμετέχει στα έξοδα κράτους μέλους μόνον αν το κράτος αυτό αποφασίσει ελεύθερα να προβεί σε αποζημίωση των ιδιοκτητών των σχετικών επιχειρήσεων (και προχωρήσει ταχέως στην ενέργεια αυτή με πρόσφορο τρόπο).

    149. Ασφαλώς, προκύπτει εμμέσως από την απόφαση αυτή ότι τα κράτη μέλη ήταν όλα σύμφωνα να προβούν πράγματι σε αποζημίωση των ιδιοκτητών κτηνοτροφικών επιχειρήσεων των οποίων τα ζώα προσβλήθηκαν από μια από τις ασθένειες οι οποίες απαριθμούνται στην απόφαση αυτή.

    150. Όσον αφορά τη χρηματοδοτική συνδρομή της Κοινότητας, η συνδρομή αυτή δικαιολογείται από την ανάγκη «να συμβάλλει [η Κοινότητα] [...] στην εκρίζωση, το συντομότερο δυνατό, κάθε εστίας σοβαρών μεταδοτικών ασθενειών» (πέμπτη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως 90/424). Δεν γίνεται καμία μνεία της ανάγκης καλύψεως των ζημιών που υφίστανται οι ιδιοκτήτες κτηνοτροφικών επιχειρήσεων. Συνεπώς, φαίνεται ότι το Συμβούλιο θεώρησε την αποζημίωση ως ένα μέσο για να επιτύχει την αποτελεσματική συνεργασία των ιδιοκτητών των ως άνω επιχειρήσεων.

    151. Αυτό όμως το οποίο πρέπει να έχουμε κατά νου είναι ότι κανένα σημείο στην εν λόγω απόφαση δεν εμποδίζει το Ηνωμένο Βασίλειο να αποφασίσει να προχωρήσει σε αποζημίωση των ιδιοκτητών κτηνοτροφικών επιχειρήσεων των οποίων τα ζώα προσβλήθηκαν από ασθένειες μη απαριθμούμενες στην απόφαση αυτή.

    152. Το γεγονός ότι, έτσι όπως είναι διατυπωμένη σήμερα η απόφαση 90/424, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν θα μπορούσε να λάβει χρηματοδοτική συμμετοχή εκ μέρους της Κοινότητας σε μέτρα αποζημιώσεως αν αποφάσιζε το ίδιο κάτι τέτοιο, είναι δευτερεύον ζήτημα που αφορά αποκλειστικά τα δημόσια οικονομικά του εν λόγω κράτους μέλους.

    153. Η αποζημίωση των ιδιοκτητών κτηνοτροφικών επιχειρήσεων και η συμμετοχή της Κοινότητας στην αποζημίωση αυτή αποτελούν δύο εντελώς διαφορετικά ζητήματα.

    154. Έστω και αν η αποζημίωση των εν λόγω ιδιοκτητών ήταν υποχρεωτική λόγω του σεβασμού που οφείλεται στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει εν προκειμένω, τούτο δεν θα σήμαινε οπωσδήποτε την ύπαρξη υποχρεώσεως της Κοινότητας να μετέχει χρηματοδοτικά στην κάλυψη της αποζημιώσεως αυτής.

    155. Πράγματι, το Συμβούλιο είναι ελεύθερο να επιβάλλει στα κράτη μέλη, στις επιχειρήσεις ή στους ιδιώτες ορισμένες υποχρεώσεις οι οποίες συνεπάγονται σε βάρος τους οικονομικές επιβαρύνσεις, χωρίς να έχει παράλληλα την υποχρέωση να προβλέπει χρηματοδοτική συμμετοχή της Κοινότητας στις επιβαρύνσεις αυτές.

    156. Μόνο ένα κράτος μέλος μπορεί να αμφισβητήσει το γεγονός ότι η επίμαχη απόφαση δεν προβλέπει χρηματοδοτική συμμετοχή της Κοινότητας όσον αφορά ορισμένες ασθένειες των ψαριών που εμφανίσθηκαν στο έδαφός του ενώ η απόφαση αυτή προβλέπει κάτι τέτοιο όσον αφορά ασθένειες εμφανισθείσες στο έδαφος άλλων κρατών μελών, για παράδειγμα με επίκληση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως. Όμως, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν έχει ασκήσει τέτοια προσφυγή κατά του Συμβουλίου.

    157. Επομένως, δεν μπορούν να κηρυχθούν ανίσχυρες ούτε η οδηγία 93/53 ούτε η απόφαση 90/424 επειδή δεν προβλέπουν αποζημίωση των ιχθυοτροφικών επιχειρήσεων στις οποίες σημειώθηκαν κρούσματα των δύο προαναφερθεισών ασθενειών.

    158. Δεδομένου ότι το ζήτημα επί της αρχής σχετικά με τη χορήγηση μιας τέτοιας αποζημιώσεως εμπίπτει πλήρως στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, τούτο πρέπει να διευκρινιστεί σε συνάρτηση με τα διάφορα εθνικά δίκαια.

    159. Έτσι, και αν ακόμα υποτεθεί ότι το σκωτικό δίκαιο αναγνωρίζει μια αρχή της ίσης μεταχειρίσεως αντίστοιχη προς εκείνη του κοινοτικού δικαίου, θα εναπόκειται στους ιχθυοτρόφους να αποδείξουν ότι βρίσκονται σε ουσιωδώς παρόμοια κατάσταση με εκείνη των κτηνοτρόφων που εκτρέφουν βοοειδή για τα οποία χορηγήθηκε αποζημίωση λόγω του γεγονότος ότι τα ζώα τους προσβλήθηκαν από σπογγώδη εγκεφαλοπάθεια των βοοειδών (ΣΕΒ) ή από αφθώδη πυρετό.

    160. Επομένως, δεν βλέπω κανένα λόγο να προτείνω στο Δικαστήριο να διαπιστώσει το ανίσχυρο της οδηγίας 93/53 (αλλ' ούτε και της αποφάσεως 90/424), είτε λόγω προσβολής του δικαιώματος της ιδιοκτησίας είτε λόγω προσβολής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

    Πρόταση

    161. Ενόψει των συμπερασμάτων στα οποία κατέληξα σχετικά με τα διάφορα ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο, προτείνω στο Δικαστήριο:

    1) στην υπόθεση C-20/00,

    - να απαντήσει στο πρώτο ερώτημα ότι:

    «Όταν κράτος μέλος, προκειμένου να συμμορφωθεί σε υποχρέωση που του επιβάλλεται με την οδηγία 93/53/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 1993, σχετικά με τη θέσπιση στοιχειωδών κοινοτικών μέτρων για την καταπολέμηση ορισμένων νόσων των ψαριών, προβλέπουσα τη λήψη μέτρων καταπολεμήσεως μιας εστίας ασθένειας περιλαμβανομένης στον κατάλογο ΙΙ εντός εγκεκριμένης εκμεταλλεύσεως ή εντός εγκεκριμένης ζώνης, λαμβάνει μέτρα εσωτερικού δικαίου, η εκτέλεση των οποίων συνεπάγεται την καταστροφή και τη θανάτωση ψαριών, οι αρχές του κοινοτικού δικαίου περί προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ειδικότερα του δικαιώματος της ιδιοκτησίας, δεν έχουν την έννοια ότι επιβάλλουν στο ως άνω κράτος να λάβει μέτρα προβλέποντα τη χορήγηση αποζημιώσεως

    α) στον ιδιοκτήτη των ψαριών που καταστράφηκαν και

    β) στον ιδιοκτήτη των ψαριών των οποίων διατάχθηκε η άμεση θανάτωση, καθιστώντας με τον τρόπο αυτό αναγκαία την άμεση πώλησή τους εκ μέρους του ιδιοκτήτη τους,»

    - και να μην απαντήσει στο δεύτερο και στο τρίτο ερώτημα·

    2) στην υπόθεση 64/00,

    - να απαντήσει στο πρώτο ερώτημα ότι :

    «Όταν κράτος μέλος, προκειμένου να συμμορφωθεί σε υποχρέωση που του επιβάλλεται με την οδηγία 93/53 προβλέπουσα τη λήψη μέτρων καταπολεμήσεως μιας εστίας ασθένειας περιλαμβανομένης στον κατάλογο Ι, λαμβάνει μέτρα εσωτερικού δικαίου, η εκτέλεση των οποίων συνεπάγεται την καταστροφή και τη θανάτωση ψαριών, οι αρχές του κοινοτικού δικαίου περί προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ειδικότερα του δικαιώματος της ιδιοκτησίας, δεν έχουν την έννοια ότι επιβάλλουν στο ως άνω κράτος να λάβει μέτρα προβλέποντα τη χορήγηση αποζημιώσεως

    α) στον ιδιοκτήτη των ψαριών που καταστράφηκαν και

    β) στον ιδιοκτήτη των ψαριών των οποίων διατάχθηκε η άμεση θανάτωση, καθιστώντας με τον τρόπο αυτό αναγκαία την άμεση πώλησή τους εκ μέρους του ιδιοκτήτη τους»,

    - να μην απαντήσει στο δεύτερο και στο τρίτο ερώτημα και να δώσει στο τέταρτο ερώτημα την απάντηση ότι:

    «Από την εξέταση της οδηγίας 93/53 έναντι του οφειλόμενου σεβασμού στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας δεν προέκυψαν στοιχεία ικανά να επηρεάσουν το κύρος της.»

    Top