Υπόθεση T-66/99
Μινωικές Γραμμές ΑΝΕ
κατά
Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
«Ανταγωνισμός – Κανονισμός (ΕΟΚ) 4056/86 – Έλεγχοι στους χώρους εταιρίας ανεξάρτητης προς την αποδέκτρια της αποφάσεως διενέργειας ελέγχου – Άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ) – Κρατική ρύθμιση περί θαλασσίων μεταφορών και πρακτική των δημοσίων αρχών – Δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 85 της Συνθήκης – Δυνατότητα καταλογισμού της συνιστώσας παράβαση συμπεριφοράς – Πρόστιμο – Εφαρμογή των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων»
|
Απόφαση του Πρωτοδικείου (πέμπτο τμήμα) της 11ης Δεκεμβρίου 2003 |
|
|
|
|
|
|
|
Περίληψη της αποφάσεως
- 1..
- Κοινοτικό δίκαιο – Αρχές – Δικαιώματα άμυνας – Σεβασμός στο πλαίσιο των διοικητικών διαδικασιών
(Κανονισμοί του Συμβουλίου 17, άρθρο 14, και 4056/86, άρθρο 10)
- 2..
- Ανταγωνισμός – Δοικητική διαδικασία – Εξουσίες ελέγχου της Επιτροπής – Όρια – Προστασία από τις αυθαίρετες ή υπέρ το δέον αναμείξεις της δημόσιας αρχής
(Κανονισμοί του Συμβουλίου 17, άρθρο 14, και 4056/86, άρθρο 18)
- 3..
- Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Εξουσίες ελέγχου της Επιτροπής – Περιεχόμενο – Πρόσβαση στους χώρους των επιχειρήσεων – Όρια – Μνεία του αντικειμένου και του σκοπού του ελέγχου – Δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του κοινοτικού δικαστή
(Κανονισμοί του Συμβουλίου 17, άρθρο 14, και 4056/86, άρθρο 18)
- 4..
- Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Εξουσίες ελέγχου της Επιτροπής – Πρόσβαση στους χώρους των επιχειρήσεων – Επιχείρηση την οποία δεν αφορά η απόφαση διενέργειας ελέγχου – Προϋποθέσεις προσβάσεως
(Κανονισμός 4056/96 του Συμβουλίου, άρθρο 18)
- 5..
- Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Εξουσίες ελέγχου της Επιτροπής – Εκούσια συνεργασία της επιχειρήσεως – Συνέπειες ως προς τη δυνατότητα προβολής του στοιχείου της υπέρ το δέον αναμείξεως της δημόσιας αρχής
(Κανονισμός 4056/86 του Συμβουλίου, άρθρο 18)
- 6..
- Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Επιχείρηση – Έννοια – Οικονομική ενότητα – Καταλογισμός των παραβάσεων
[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 85 § 1(νυν άρθρο 81 § 1 ΕΚ)]
- 7..
- Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Δεσπόζουσα θέση – Επιχείρηση – Έννοια – Οικονομική ενότητα – Εταιρίες έχουσες κάθετη σχέση – Κριτήρια
[Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 85 και 86 (νυν άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ])
- 8..
- Ανταγωνισμός – Κοινοτικοί κανόνες – Καθ' ύλην πεδίο εφαρμογής – Συμπεριφορά επιβαλλόμενη από κρατικά μέτρα – Δεν εμπίπτει – Προϋποθέσεις
[Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 85 και 86 (νυν άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ)]
- 9..
- Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων – Έννοια – Συμφωνία κυρίων ως προς την ακολουθητέα στην αγορά συμπεριφορά
[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 85 § 1(νυν άρθρο 81 § 1 ΕΚ)]
- 10..
- Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Συμμετοχή σε συσκέψεις επιχειρήσεων με αντικείμενο που θίγει τον ανταγωνισμό – Στάση συνιστώσα αυτή καθ' εαυτήν παράβαση
[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 85 § 1 (νυν άρθρο 81 § 1 ΕΚ)]
- 11..
- Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια καθοριζόμενα στις θεσπισθείσες από την Επιτροπή κατευθυντήριες γραμμές – Δυνατότητα εφαρμογής επί των παραβάσεων των κανόνων ανταγωνισμού στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών
(Συνθήκη ΕΚΑΧ, άρθρο 65 § 5, κανονισμοί του Συμβουλίου 17, άρθρο 15 § 2, και 4056/86, άρθρο 19 § 2)
- 12..
- Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Μείωση του ύψους του προστίμου λόγω συνεργασίας – Προσφυγή ακυρώσεως – Νέα εκτίμηση του ποσοστού της μειώσεως – Αποκλείεται
(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15)
- 1.
Σε όλες τις διαδικασίες εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού της Συνθήκης, η Επιτροπή πρέπει να σέβεται τα δικαιώματα άμυνας
τόσο κατά τις διοικητικές διαδικασίες που μπορούν να καταλήξουν σε επιβολή κυρώσεων όσο και κατά τις διαδικασίες προκαταρκτικής
έρευνας, διότι είναι σημαντικό να αποφεύγεται η μη θεραπεύσιμη προσβολή των δικαιωμάτων αυτών στο πλαίσιο διαδικασιών προκαταρκτικής
έρευνας, όπως είναι οι έλεγχοι, οι οποίες μπορούν να παίξουν καθοριστικό ρόλο για την εξακρίβωση στοιχείων σχετικά με τον
παράνομο χαρακτήρα ενεργειών ορισμένων επιχειρήσεων ικανών να επισύρουν την ευθύνη τους. βλ. σκέψεις 47-48
- 2.
Όσον αφορά τις εξουσίες ελέγχου που αναγνωρίζει στην Επιτροπή το άρθρο 14 του κανονισμού 17 και το ζήτημα κατά πόσον τα δικαιώματα
άμυνας περιορίζουν το περιεχόμενο των εξουσιών αυτών, η ανάγκη προστασίας έναντι παρεμβάσεων της δημόσιας αρχής στη σφαίρα
της ιδιωτικής δραστηριότητας ενός προσώπου, είτε φυσικού είτε νομικού, που είναι αυθαίρετες ή δυσανάλογα επαχθείς συνιστά
γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου. Συγκεκριμένα, σε όλα τα νομικά συστήματα των κρατών μελών οι παρεμβάσεις της δημόσιας
αρχής στη σφαίρα της ιδιωτικής δραστηριότητας κάθε προσώπου, είτε φυσικού είτε νομικού, πρέπει να είναι νομικώς θεμελιωμένες
και να δικαιολογούνται από λόγους προβλεπόμενους στον νόμο και, όπως είναι επόμενο, τα συστήματα αυτά προβλέπουν, καίτοι με
διαφορές ως προς τις λεπτομέρειες, την προστασία από παρεμβάσεις που είναι αυθαίρετες ή δυσανάλογα επαχθείς. βλ. σκέψη 49
- 3.
Tόσο από τον σκοπό του κανονισμού 17 όσο και από την απαρίθμηση, στο άρθρο 14, των εξουσιών που έχουν παρασχεθεί στα όργανα
της Επιτροπής προκύπτει ότι οι έλεγχοι μπορούν να είναι λίαν εκτεταμένοι. Ωστόσο, η άσκηση αυτών των ευρέων εξουσιών εξαρτάται
από προϋποθέσεις ικανές να διασφαλίσουν τον σεβασμό των δικαιωμάτων των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων. Συναφώς, η υποχρέωση της Επιτροπής να αναφέρει το αντικείμενο και τον σκοπό ενός ελέγχου αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση όχι
μόνο για να αποδεικνύεται ότι η μελετώμενη παρέμβαση στο εσωτερικό των οικείων επιχειρήσεων είναι δικαιολογημένη, αλλά, επίσης,
για να είναι οι τελευταίες σε θέση να αντιληφθούν την έκταση του καθήκοντος συνεργασίας που υπέχουν, διατηρώντας και τα δικαιώματα
άμυνάς τους. Ομοίως, εναπόκειται στην Επιτροπή να αναφέρει στη διατάσσουσα τη διενέργεια ελέγχου απόφαση, με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια,
αυτό που αναζητείται και τα στοιχεία που πρέπει να αποτελέσουν το αντικείμενο του ελέγχου. Η υποχρέωση αυτή αποβλέπει στην
προστασία των δικαιωμάτων άμυνας των οικείων επιχειρήσεων, στο μέτρο που τα δικαιώματα αυτά θα διακυβεύονταν σοβαρώς, αν μπορούσε
η Επιτροπή να επικαλείται σε βάρος των επιχειρήσεων αποδείξεις οι οποίες, συλλεγείσες κατά τη διάρκεια ενός ελέγχου, είναι
άσχετες προς το αντικείμενο και τον σκοπό του τελευταίου. Τέλος, η παραλήπτρια της αποφάσεως επιχείρηση μπορεί να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του κοινοτικού
δικαστή· σε περίπτωση ευδοκιμήσεως της προσφυγής, η Επιτροπή θα βρεθεί σε αδυναμία να χρησιμοποιήσει όλα τα έγγραφα και αποδεικτικά
στοιχεία που θα έχει συγκεντρώσει στο πλαίσιο του επίμαχου ελέγχου. βλ. σκέψεις 51, 54-56
- 4.
Η Επιτροπή, στο πλαίσιο των ελεγκτικών της δραστηριοτήτων, πρέπει να διασφαλίζει την τήρηση της αρχής της νομιμότητας της
δράσεως των κοινοτικών οργάνων και της αρχής της προστασίας έναντι των αυθαιρέτων παρεμβάσεων της δημόσιας αρχής στη σφαίρα
της ιδιωτικής δραστηριότητας κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου. Θα ήταν υπερβολικό και αντίθετο προς τον κανονισμό 4056/86,
για τον καθορισμό του τρόπου εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης στις θαλάσσιες μεταφορές, και προς τις θεμελιώδεις
αρχές του δικαίου να αναγνωρίζεται γενικώς στην Επιτροπή δικαίωμα προσβάσεως, βάσει αποφάσεως διενέργειας ελέγχου απευθυνόμενης
προς συγκεκριμένο νομικό πρόσωπο, στους χώρους ενός τρίτου νομικού προσώπου, με το απλό πρόσχημα ότι το πρόσωπο αυτό συνδέεται
στενά με τον αποδέκτη της αποφάσεως διενέργειας ελέγχου ή ότι η Επιτροπή θεωρεί ότι μπορεί να βρει στους χώρους αυτούς έγγραφα
του αποδέκτη αυτού, και το δικαίωμα να διενεργεί ελέγχους στους εν λόγω χώρους βάσει της ως άνω αποφάσεως. Ωστόσο, η Επιτροπή δεν υπερβαίνει τις εξουσίες της προς έρευνα οσάκις ενεργεί με επιμέλεια και τηρώντας σε μεγάλο βαθμό το
καθήκον της να βεβαιώνεται κατά το δυνατόν, πριν από τον έλεγχο, ότι οι χώροι που σκοπεύει να επιθεωρήσει είναι πράγματι οι
χώροι του νομικού προσώπου ως προς το οποίο επιθυμεί να διεξαγάγει έρευνα. Παραμένει εντός του πλαισίου της νομιμότητας οσάκις,
αφού αντιληφθεί ότι οι χώροι που αποτελούν το αντικείμενο του ελέγχου δεν ανήκουν στην επιχείρηση την οποία αναφέρει η απόφαση,
μπορεί να θεωρήσει ότι οι χώροι αυτοί χρησιμοποιούνται από την επιχείρηση την οποία αφορούσε αρχικώς η απόφαση, για την άσκηση
των εμπορικών της δραστηριοτήτων, δεδομένου ότι η εταιρία που είναι εγκατεστημένη στους χώρους αυτούς, μολονότι είναι νομικώς
αυτοτελής προς την παραλήπτρια της αποφάσεως, είναι αντιπρόσωπός της και αποκλειστικός διαχειριστής των δραστηριοτήτων τις
οποίες αφορά η έρευνα. Πράγματι, το δικαίωμα εισόδου σε κάθε χώρο, γήπεδο ή μέσο μεταφοράς των επιχειρήσεων έχει ιδιάζουσα
σημασία καθόσον καθιστά δυνατή για την Επιτροπή τη συλλογή των αποδείξεων για παραβάσεις των κανόνων περί ανταγωνισμού στον
τόπο όπου ανευρίσκονται συνήθως, δηλαδή στους χώρους ασκήσεως των εμπορικών δραστηριοτήτων των επιχειρήσεων. Εντεύθεν συνάγεται
ότι η Επιτροπή μπορεί να λαμβάνει υπόψη, κατά την άσκηση των ελεγκτικών της εξουσιών, τη λογική κατά την οποία οι πιθανότητές
της να βρει αποδείξεις της εικαζομένης παραβάσεως είναι μεγαλύτερες αν ερευνήσει τους χώρους από τους οποίους η ερευνόμενη
επιχείρηση αναπτύσσει συνήθως και de facto την επιχειρηματική της δραστηριότητα. βλ. σκέψεις 76-77, 83-84, 88
- 5.
Δεν τίθεται θέμα υπερβολικής αναμείξεως της δημόσιας αρχής στη σφαίρα δραστηριότητας μιας επιχειρήσες οσάκις ένας έλεγχος
πραγματοποιείται με τη συνεργασία της οικείας επιχειρήσεως και δεν γίνεται επίκληση κανενός στοιχείου με το οποίο να υποστηρίζεται
ότι η Επιτροπή υπερέβη τα όρια της συνεργασίας που προσέφεραν οι υπάλληλοι της εταιρίας την οποία αφορά ο έλεγχος. βλ. σκέψη 94
- 6.
O όρος επιχείρηση, υπό την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης (νυν άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ), πρέπει να νοηθεί
ως οικονομική ενότητα από την άποψη του αντικειμένου της οικείας συμφωνίας, έστω και αν από νομική άποψη η οικονομική αυτή
ενότητα αποτελείται από περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Μια τέτοια οικονομική ενότητα συνίσταται σε ενιαία οργάνωση προσωπικών,
υλικών και άυλων στοιχείων, τα οποία έχουν ταχθεί στη διαρκή επιδίωξη ορισμένου οικονομικού σκοπού, η οποία οργάνωση δύναται
να συντελέσει στη διάπραξη παραβάσεως προβλεπομένης από τη διάταξη αυτή. Ορθώς, επομένως, οσάκις ένας όμιλος εταιριών αποτελεί
μία και μόνη επιχείρηση, η Επιτροπή καταλογίζει την ευθύνη μιας παραβάσεως διαπραχθείσας από την εν λόγω επιχείρηση και επιβάλλει
πρόστιμο στην εταιρία που ήταν υπεύθυνη για τις ενέργειες του ομίλου στο πλαίσιο της παραβάσεως. βλ. σκέψεις 121-122
- 7.
Η κατάσταση στην οποία δύο εταιρίες οι οποίες έχουν αυτοτελείς νομικές προσωπικότητες αποτελούν ή υπάγονται σε μία και μόνη
επιχείρηση ή οικονομική ενότητα που αναπτύσσει ενιαία συμπεριφορά στην αγορά δεν περιορίζεται στις περιπτώσεις όπου οι εταιρίες
έχουν σχέσεις μητρικής προς θυγατρική, αλλά αφορά, επίσης, υπό ορισμένες περιστάσεις, τις σχέσεις μεταξύ μιας εταιρίας και
του εμπορικού της αντιπροσώπου ή μεταξύ του εντολέα και του εντολοδόχου του. Συγκεκριμένα, όσον αφορά την εφαρμογή των άρθρων
85 και 86 της Συνθήκης (νυν άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ), το ζήτημα αν ο εντολέας και ο μεσάζων του ή ο
εμπορικός του αντιπρόσωπος αποτελούν οικονομική ενότητα, οπότε ο τελευταίος αποτελεί βοηθητικό όργανο ενσωματωμένο στην επιχείρηση του πρώτου, είναι
σημαντικό προκειμένου να καθορισθεί αν μια συμπεριφορά εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής ενός από τα δύο άρθρα. Συναφώς, στην περίπτωση
εταιριών που έχουν κάθετη σχέση, όπως η υφιστάμενη μεταξύ του εντολέα και του πράκτορα ή μεσάζοντός του, δύο στοιχεία πρέπει
να επιλέγονται ως οι κύριες παράμετροι αναφοράς κατά την κρίση περί του αν υπάρχει οικονομική ενότητα: αφενός, το αν ο μεσάζων
αναλαμβάνει οικονομικό κίνδυνο και, αφετέρου, το αν οι παρεχόμενες από τον μεσάζοντα υπηρεσίες είναι αποκλειστικές. Όσον αφορά την ανάληψη του οικονομικού κινδύνου, ο μεσάζων δεν μπορεί να θεωρηθεί ως βοηθητικό όργανο ενσωματωμένο στην επιχείρηση
του εντολέα οσάκις η συναφθείσα με τον εντολέα σύμβαση του απονέμει ή του αφήνει αρμοδιότητες που πλησιάζουν οικονομικά τις
αρμοδιότητες ενός ανεξάρτητου εμπόρου, λόγω του ότι προβλέπει την ανάληψη από τον μεσάζοντα των οικονομικών κινδύνων που συνδέονται
με την πώληση ή με την εκτέλεση συμβάσεων που συνήφθησαν με τρίτους. Όσον αφορά την αποκλειστικότητα των παρεχομένων από τον μεσάζοντα υπηρεσιών, δεν συνηγορεί υπέρ της ιδέας της οικονομικής
ενότητας το γεγονός ότι, παραλλήλως προς τις ασκούμενες για λογαριασμό του εντολέα δραστηριότητες, ο μεσάζων προβαίνει, ως
ανεξάρτητος έμπορος, σε συναλλαγές σημαντικής εκτάσεως στην αγορά του οικείου προϊόντος ή της οικείας υπηρεσίας. βλ. σκέψεις 124-128
- 8.
Tα άρθρα 85 και 86 της Συνθήκης (νυν άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ) δεν αφορούν παρά αντίθετες προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορές που
υιοθετούν οι επιχειρήσεις με δική τους πρωτοβουλία. Αν η αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά επιβάλλεται στις επιχειρήσεις
από εθνική νομοθεσία ή αν η νομοθεσία αυτή διαμορφώνει ένα νομικό πλαίσιο το οποίο, από μόνο του, αποκλείει κάθε δυνατότητα
ανταγωνιστικής συμπεριφοράς των επιχειρήσεων, τα άρθρα 85 και 86 δεν έχουν εφαρμογή. Στην περίπτωση αυτή, ο περιορισμός του
ανταγωνισμού δεν οφείλεται, όπως προϋποθέτουν οι διατάξεις αυτές, σε αυτοτελείς συμπεριφορές των επιχειρήσεων. Αντιθέτως, τα άρθρα 85 και 86 της Συνθήκης μπορούν να εφαρμοστούν αν αποδεικνύεται ότι η εθνική νομοθεσία αφήνει να υπάρχει
δυνατότητα ανταγωνισμού δυναμένου να εμποδιστεί, περιοριστεί ή στρεβλωθεί από αυτοτελείς συμπεριφορές των επιχειρήσεων. Επιπλέον,
η δυνατότητα αποκλεισμού δεδομένης αντίθετης προς τον ανταγωνισμό συμπεριφοράς από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος
1, της Συνθήκης, λόγω του ότι η συμπεριφορά αυτή επιβλήθηκε στις εν λόγω επιχειρήσεις από υφισταμένη εθνική νομοθεσία ή λόγω
του ότι η νομοθεσία αυτή εξάλειψε κάθε δυνατότητα ανταγωνιστικής συμπεριφοράς των επιχειρήσεων, εφαρμόστηκε περιοριστικά από
τα κοινοτικά δικαστήρια. Επομένως, ελλείψει αναγκαστικής κανονιστικής διατάξεως επιβάλλουσας αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά, η Επιτροπή
δεν μπορεί να καταλήξει ότι οι εγκαλούμενοι επιχειρηματίες στερούνται αυτονομίας, παρά μόνον αν προκύπτει, βάσει αντικειμενικών,
κρισίμων και συγκλινουσών ενδείξεων, ότι τη συμπεριφορά αυτή τους την επέβαλαν μονομερώς οι εθνικές αρχές, ασκώντας τους ακαταμάχητες
πιέσεις, όπως απειλώντας τους ότι θα λάβουν κρατικά μέτρα δυνάμενα να τους προκαλέσουν σοβαρή οικονομική ζημία. βλ. σκέψεις 176-179
- 9.
Για να υφίσταται συμφωνία κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης (νυν άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ), αρκεί
οι οικείες επιχειρήσεις να έχουν εκδηλώσει την κοινή τους βούληση να συμπεριφέρονται στην αγορά καθ' ορισμένο τρόπο. Τούτο
ισχύει ως προς τη
συμφωνία κυρίων. βλ. σκέψη 207
- 10.
Το γεγονός ότι μια συμφωνία που έχει αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού δεν τέθηκε σε εφαρμογή ή δεν ακολουθήθηκε
δεν είναι αρκετό για να θεωρηθεί ότι η συμφωνία αυτή διαφεύγει από την απαγόρευση του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης
(νυν άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ), καθόσον η συμμετοχή σε διαβουλεύσεις για τον περιορισμό του ανταγωνισμού είναι εκείνη που
συνιστά την παράβαση, ακόμη και αν δεν υλοποιήθηκαν τα συμφωνηθέντα. βλ. σκέψη 208
- 11.
H γενική μέθοδος για τον υπολογισμό του ύψους των προστίμων η οποία εκτίθεται στις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό
των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της
Συνθήκης ΕΚΑΧ, έχει επίσης εφαρμογή στα πρόστιμα που επιβάλλονται βάσει του άρθρου 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 4056/86,
για τον καθορισμό του τρόπου εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης στις θαλάσσιες μεταφορές. Δεδομένου ότι, σύμφωνα με τη μέθοδο αυτή, ο υπολογισμός του ύψους των προστίμων γίνεται βάσει των δύο κριτηρίων που μνημονεύονται
στο άρθρο 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 4056/86, ήτοι της σοβαρότητας της παραβάσεως και της διάρκειάς της, τηρουμένου
συγχρόνως του ανωτάτου ορίου σε σχέση προς τον κύκλο εργασιών κάθε επιχειρήσεως το οποίο προβλέπει η ίδια αυτή διάταξη, οι
κατευθυντήριες γραμμές δεν βαίνουν πέραν του νομικού πλαισίου των κυρώσεων που καθορίζει η διάταξη αυτή. βλ. σκέψεις 270, 279
- 12.
O κίνδυνος μια επιχείρηση, που, χάρη στη συνεργασία της, έτυχε μειώσεως του προστίμου, να ασκήσει μεταγενεστέρως προσφυγή
ακυρώσεως κατά της αποφάσεως της Επιτροπής, με την οποία διαπιστώνεται η παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού και τιμωρείται
η ευθυνόμενη γι' αυτήν επιχείρηση, και να δικαιωθεί ενώπιον του Πρωτοδικείου ή, κατόπιν ασκήσεως αναιρέσεως, ενώπιον του Δικαστηρίου
αποτελεί φυσιολογική συνέπεια της ασκήσεως των προβλεπομένων από τη Συνθήκη και τον Οργανισμό του Δικαστηρίου ενδίκων βοηθημάτων.
Συνεπώς, το γεγονός και μόνον ότι η συνεργασθείσα με την Επιτροπή και τυχούσα, γι' αυτό, μειώσεως του προστίμου της επιχείρηση
δικαιώθηκε δεν δικαιολογεί νέα εκτίμηση της εκτάσεως της μειώσεως που της παραχωρήθηκε. βλ. σκέψη 358