Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61999CJ0379

Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 9ης Οκτωβρίου 2001.
Pensionskasse für die Angestellten der Barmer Ersatzkasse VVaG κατά Hans Menauer.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Bundesarbeitsgericht - Γερμανία.
Ισότητα αμοιβών μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων - Επαγγελματικές συντάξεις - Ταμείο συντάξεων στο οποίο έχει ανατεθεί η εκτέλεση των υποχρεώσεων του εργοδότη ως προς τη χορήγηση επικουρικής συντάξεως - Σύνταξη επιζώντος.
Υπόθεση C-379/99.

Συλλογή της Νομολογίας 2001 I-07275

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2001:527

61999J0379

Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 9ης Οκτωβρίου 2001. - Pensionskasse für die Angestellten der Barmer Ersatzkasse VVaG κατά Hans Menauer. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Bundesarbeitsgericht - Γερμανία. - Ισότητα αμοιβών μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων - Επαγγελματικές συντάξεις - Ταμείο συντάξεων στο οποίο έχει ανατεθεί η εκτέλεση των υποχρεώσεων του εργοδότη ως προς τη χορήγηση επικουρικής συντάξεως - Σύνταξη επιζώντος. - Υπόθεση C-379/99.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2001 σελίδα I-07275


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


Κοινωνική πολιτική - Άνδρες και γυναίκες εργαζόμενοι - Ισότητα αμοιβών - Ταμεία συντάξεων στα οποία έχει ανατεθεί η καταβολή των παροχών ενός επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος - Υποχρέωση διασφαλίσεως της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών - εριεχόμενο

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 119 (τα άρθρα 117 έως 120 της Συνθήκης ΕΚ αντικαταστάθηκαν από τα άρθρα 136 ΕΚ έως 143 ΕΚ)]

Περίληψη


$$Το άρθρο 119 της Συνθήκης (τα άρθρα 117 έως 120 της Συνθήκης ΕΚ αντικαταστάθηκαν από τα άρθρα 136 ΕΚ έως 143 ΕΚ) πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι οι φορείς στους οποίους έχει ανατεθεί η καταβολή των παροχών ενός επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος, όπως είναι τα ταμεία συντάξεων γερμανικού δικαίου («Pensionskassen»), οφείλουν να διασφαλίζουν την ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών, ακόμα και αν οι εργαζόμενοι που υφίστανται διάκριση λόγω φύλου έχουν έναντι των άμεσων οφειλετών τους, δηλαδή των εργοδοτών τους ως αντισυμβαλλομένων στις συμβάσεις εργασίας, αξίωση προστατευόμενη σε περίπτωση αφερεγγυότητας και αποκλείουσα τις διακρίσεις.

Το γεγονός ότι τα ταμεία συντάξεων γερμανικού δικαίου διέπονται, ως ασφαλιστικές επιχειρήσεις, από το ασφαλιστικό δίκαιο, άρα και από την αυτοτελή αρχή της ισότητας που ισχύει στο πλαίσιο του δικαίου αυτού, και ότι η αύξηση του όγκου των ασφαλιστικών υποχρεώσεών τους κατόπιν της εφαρμογής του άρθρου 119 της Συνθήκης θα μπορούσε να οδηγήσει στη λήψη μέτρων για την κάλυψη της αυξήσεως αυτής, μεταξύ των οποίων θα μπορούσε ενδεχομένως να καταλέγεται η αύξηση των εισφορών όλων των ασφαλισμένων μισθωτών, αποτελεί ζήτημα που πρέπει να επιλυθεί από το εθνικό δίκαιο. Εν πάση περιπτώσει, η ύπαρξη του προβλήματος αυτού δεν αναιρεί την υποχρέωση των ταμείων συντάξεων γερμανικού δικαίου να τηρούν την αρχή της ισότητας των αμοιβών που διακηρύσσεται στο άρθρο 119, ανεξάρτητα από τη νομική αυτοτέλεια που έχουν και από την ιδιότητά τους ως ασφαλιστικών επιχειρήσεων.

( βλ. σκέψεις 25, 33 και διατακτ. )

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-379/99,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Bundesarbeitsgericht (Γερμανία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Pensionskasse für die Angestellten der Barmer Ersatzkasse VVaG

και

Hans Menauer,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΚ (τα άρθρα 117 έως 120 της Συνθήκης ΕΚ αντικαταστάθηκαν από τα άρθρα 136 ΕΚ έως 143 ΕΚ),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους F. Macken, πρόεδρο τμήματος, N. Colneric, C. Gulman, J.-P. Puissochet και Β. Σκουρή (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: A. Tizzano

γραμματέας: R. Grass

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

- το Pensionskasse für die Angestellten der Barmer Ersatzkasse VVaG, εκπροσωπούμενο από τον J. Bornheimer, Rechtsanwalt,

- η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους W.-D. Plessing και B. Muttelsee-Schön,

- η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών, εκπροσωπούμενη από τον Μ. A. Fierstra,

- η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους H. Michard και C. Ladenburger,

έχοντας υπόψη την έκθεση του εισηγητή δικαστή,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 27ης Μαρτίου 2001,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με διάταξη της 23ης Μαρτίου 1999, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 7 Οκτωβρίου 1999, το Bundesarbeitsgericht υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΚ (τα άρθρα 117 έως 120 της Συνθήκης ΕΚ αντικαταστάθηκαν από τα άρθρα 136 ΕΚ έως 143 ΕΚ).

2 Το ερώτημα αυτό ανέκυψε κατά την εκδίκαση διαφοράς μεταξύ του Pensionskasse für die Angestellten der Barmer Ersatzkasse VVaG (ταμείου συντάξεων των υπαλλήλων της Barmer Ersatzkasse, στο εξής: ταμείο συντάξεων της κύριας δίκης) και του H. Menauer, αντικείμενο της οποίας είναι το ζήτημα κατά πόσον ο H. Menauer δικαιούται σύνταξη χηρείας και κατά πόσον το εν λόγω ταμείο συντάξεων πρέπει να αναγνωρίσει το δικαίωμα αυτό.

Νομικό πλαίσιο

Το κοινοτικό δίκαιο

3 Το άρθρο 119 της Συνθήκης διακηρύσσει την αρχή της ισότητας των αμοιβών για όμοια εργασία μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών.

4 Το δεύτερο εδάφιο του άρθρου αυτού ορίζει τα εξής:

«Ως αμοιβή νοούνται, κατά την έννοια του παρόντος άρθρου, οι συνήθεις βασικοί ή ελάχιστοι μισθοί ή αποδοχές και όλα τα άλλα οφέλη που παρέχονται άμεσα ή έμμεσα, σε χρήματα ή σε είδος, από τον εργοδότη στον εργαζόμενο, λόγω της σχέσεως εργασίας.»

Το εθνικό δίκαιο

Ο Gesetz zur Verbesserung der betrieblichen Altersversorgung (γερμανικός νόμος περί βελτιώσεως των επαγγελματικών συστημάτων ασφαλίσεως γήρατος, στο εξής: BertAVG).

5 Από τη δικογραφία προκύπτει ότι στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υπάρχουν διάφορες μέθοδοι καταβολής των παροχών των σχετικών με τις χορηγούμενες από τις επιχειρήσεις επικουρικές συντάξεις γήρατος. Ο εργοδότης μπορεί, πρώτον, να καταβάλλει απευθείας τις παροχές τις οποίες υποχρεούται να καταβάλλει δυνάμει του επαγγελματικού συστήματος συντάξεων της επιχειρήσεώς του. Δεύτερον, μπορεί να αναθέσει την καταβολή των παροχών αυτών σε ανεξάρτητους φορείς. Στην περίπτωση αυτή δεν καταβάλλει καμία παροχή, αλλά μεριμνά έμμεσα για την καταβολή είτε μέσω μιας «Direktversicherung», δηλαδή μιας ασφαλίσεως ζωής που συνάπτει ο εργοδότης υπέρ του εργαζομένου, είτε μέσω ενός «Unterstützungskasse», δηλαδή ενός ταμείου προνοίας, είτε μέσω ενός «Pensionskasse», δηλαδή ενός ταμείου συντάξεων στο οποίο ο εργοδότης αναθέτει τη διαχείριση του επαγγελματικού συστήματος συντάξεων της επιχειρήσεώς του.

6 Στην τελευταία αυτή περίπτωση, το άρθρο 1, παράγραφος 3, του BetrAVG προβλέπει ότι το ταμείο συντάξεων αποτελεί φορέα πρόνοιας και αρωγής με ικανότητα δικαίου, το οποίο παρέχει ορισμένο δικαίωμα στον εργαζόμενο ή στους επιζώντες του.

7 Κατά το αιτούν δικαστήριο, αν οι όροι ασφαλίσεως που προβλέπονται στο καταστατικό του οικείου ταμείου συντάξεων δεν αρκούν για την εκπλήρωση της υποχρεώσεως που έχει αναλάβει ο εργοδότης, δυνάμει της συμβάσεως εργασίας, στα ζητήματα πρόνοιας, ο εργοδότης πρέπει να καλύψει ο ίδιος το κενό· συναφώς, πρόκειται για υποχρέωση πρόνοιας, στηριζόμενη στην αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, τέταρτο εδάφιο, του BetrAVG.

8 Η σχετική αξίωση του εργαζομένου έναντι του εργοδότη του προστατεύεται από την αφερεγγυότητα του εργοδότη σύμφωνα με το άρθρο 7 του BetrAVG.

Το καταστατικό του ταμείου συντάξεων της κύριας δίκης

9 Το άρθρο 11 του καταστατικού του ταμείου συντάξεων της κύριας δίκης, το οποίο επιγράφεται: «Είδη παροχών», προβλέπει στο σημείο 2a τα εξής:

«Οι παροχές που καταβάλλονται στους ασφαλισμένους οι οποίοι παύουν να εργάζονται στο Barmer Ersatzkasse λόγω συνταξιοδοτήσεως [...] είναι οι εξής:

[...]

2. συντάξεις στους επιζώντες μετά τη διακοπή της καταβολής της συντάξεως ή των αποδοχών στους ασφαλισμένους:

a) σύνταξη χηρείας στη χήρα του αποθανόντος ασφαλισμένου. Σύνταξη χηρείας λαμβάνει ο σύζυγος μετά τον θάνατο της ασφαλισμένης συζύγου του, αν η αποθανούσα έφερε το μεγαλύτερο μέρος των οικογενειακών βαρών.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

10 Η σύζυγος του H. Menauer εργαζόταν ως μισθωτή του Barmer Ersatzkasse (επικουρικού ασφαλιστικού ταμείου Barmer) στο Straubing της Γερμανίας από την 1η Σεπτεμβρίου 1956 μέχρι τον θάνατό της, ο οποίος επήλθε στις 12 Νοεμβρίου 1993. Η σύμβαση εργασίας της κυρίας Menauer διεπόταν, δυνάμει μιας από τις ρήτρες της, από την Ersatzkassentarifvertrag (συλλογική σύμβαση εργασίας των επικουρικών ασφαλιστικών ταμείων, στο εξής: EKTV).

11 Σύμφωνα με τις διατάξεις της EKTV, το Barmer Ersatzkasse είναι υποχρεωμένο να διασφαλίζει στους εργαζομένους του, άνδρες και γυναίκες, παροχές επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος. Οι παροχές αυτές συνίστανται σε σύνταξη γήρατος, την οποία οφείλει το ίδιο το Barmer Ersatzkasse, και σε επικουρική σύνταξη, την οποία καταβάλλει το ταμείο συντάξεων της κύριας δίκης στους μισθωτούς του Barmer Ersatzkasse, άνδρες και γυναίκες, που είναι ασφαλισμένοι στο εν λόγω ταμείο. Σύμφωνα με την EKTV, το Barmer Ersatzkasse υποχρεούται να καταβάλλει στο ταμείο συντάξεων τις εισφορές για λογαριασμό των εργαζομένων του, ανδρών και γυναικών. Η αποβιώσασα σύζυγος του H. Menauer ήταν ασφαλισμένη στο εν λόγω ταμείο συντάξεων καθ' όλη τη διάρκεια της ισχύος της συμβάσεως εργασίας της.

12 Ο H. Menauer ενήγαγε το Barmer Ersatzkasse και το ταμείο συντάξεων της κύριας δίκης ενώπιον του Arbeitsgericht και ζήτησε να υποχρεωθούν να του χορηγήσουν σύνταξη χηρείας. Το Arbeitsgericht δέχθηκε την αγωγή σε σχέση με το ταμείο συντάξεων και την απέρριψε σε σχέση με το Barmer Ersatzkasse. Το ταμείο συντάξεων άσκησε έφεση ενώπιον του Landesarbeitsgericht. Δεδομένου ότι ο H. Menauer δεν άσκησε έφεση, η απόρριψη της αγωγής του ως προς το Barmer Ersatzkasse κατέστη τελεσίδικη. Το Landesarbeitsgericht απέρριψε την έφεση του ταμείου συντάξεων. Κατόπιν αυτού το ταμείο συντάξεων άσκησε αναίρεση ενώπιον του Bundesarbeitsgericht και ζήτησε την ακύρωση και τη μεταρρύθμιση των αποφάσεων που είχαν εκδοθεί στους προηγούμενους βαθμούς δικαιοδοσίας, καθώς και την απόρριψη του αιτήματος του H. Menauer.

13 Ο H. Menauer ισχυρίστηκε ότι η πρόσθετη προϋπόθεση την οποία προβλέπει το άρθρο 11 του καταστατικού του ταμείου συντάξεων της κύριας δίκης σε σχέση με την καταβολή συντάξεως στους χήρους αντιβαίνει στην αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και είναι επομένως ανίσχυρη. Ο H. Menauer υποστηρίζει ότι δικαιούται την ίδια σύνταξη χηρείας που θα δικαιούνταν η χήρα ενός πρώην εργαζόμενου του Barmer Ersatzkasse. Φρονεί ότι, ως εκ τούτου, το ταμείο συντάξεων ευθύνεται λόγω του ότι είναι ο φορέας στον οποίο το Barmer Ersatzkasse έχει αναθέσει τη διαχείριση του επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματός του.

14 Με την αίτηση περί παραπομπής το Bundesarbeitsgericht διαπιστώνει, μεταξύ άλλων, ότι η αξίωση του H. Menauer για σύνταξη χηρείας συνιστά «άλλο όφελος» κατά την έννοια του άρθρου 119 της Συνθήκης και ότι το άρθρο 11, σημείο 2, στοιχείο a, του καταστατικού του ταμείου συντάξεων της κύριας δίκης αντιβαίνει στη διάταξη αυτή της Συνθήκης. Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται πάντως αν ο H. Menauer μπορεί να προβάλει την αξίωσή του έναντι του ταμείου συντάξεων της κύριας δίκης. Συναφώς τονίζει ότι η διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 119 της Συνθήκης, ώστε να εμπίπτουν σ' αυτό και τα ταμεία συντάξεων, θα είχε ως αποτέλεσμα σοβαρές ανακολουθίες και διχοστασίες στο γερμανικό εθνικό δίκαιο, χωρίς τούτο να είναι αναγκαίο για την προστασία των εργαζομένων από κάθε διάκριση λόγω φύλου.

15 Το Bundesarbeitsgericht εκθέτει ειδικότερα τα εξής:

- Κατά το γερμανικό εργατικό δίκαιο, ο εργοδότης παραμένει ο οφειλέτης των παροχών που δικαιούται ο εργαζόμενος, ακόμη και στις περιπτώσεις στις οποίες, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης, το καταστατικό του ταμείου αντιβαίνει στην απαγόρευση των διακρίσεων. Κατά συνέπεια, ο εργοδότης πρέπει να καλύπτει το υφιστάμενο κενό παρέχοντας τις σχετικές παροχές, χωρίς να έχει καμία δυνατότητα να αποφύγει την εκπλήρωση της υποχρεώσεως αυτής. Επιπλέον, ο εργαζόμενος προστατεύεται από τον κίνδυνο της αφερεγγυότητας του εργοδότη.

- Γι' αυτούς ακριβώς τους λόγους και παρά το γεγονός ότι, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 3, του BetrAVG, τα ταμεία συντάξεων αναλαμβάνουν, ως ασφαλιστές, ορισμένους κινδύνους κοινωνικής πρόνοιας, οι περισσότεροι από τους Γερμανούς θεωρητικούς του δικαίου δεν δέχονται ότι τα ταμεία συντάξεων έχουν αυτοτελή υποχρέωση εκπληρώσεως των υποχρεώσεων που απορρέουν, κατά το εργατικό δίκαιο, από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Συναφώς τονίζεται ότι τα ταμεία συντάξεων όχι μόνον έχουν νομική αυτοτέλεια, αλλά και υπόκεινται στο σύστημα επιτηρήσεως των ασφαλιστικών εταιριών και διέπονται από το ασφαλιστικό δίκαιο· η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως όμως που ισχύει στο ασφαλιστικό δίκαιο επιβάλλει την καταβολή ίσων παροχών σε περίπτωση καταβολής ίσων εισφορών. Αν αυξανόταν ο προβλεπόμενος από το καταστατικό ενός ασφαλιστικού ταμείου όγκος των ασφαλιστικών υποχρεώσεών του, το ταμείο αυτό θα ήταν υποχρεωμένο να προβεί σε αύξηση των εισφορών, πράγμα που, αν ο εργοδότης δεν έχει αναλάβει πλήρως την καταβολή των εισφορών για τους εργαζομένους του, δεν θα επιβάρυνε τον εργοδότη που θα όφειλε τις παροχές, αλλά το σύνολο των ασφαλισμένων μισθωτών.

16 Λαμβάνοντας εντούτοις υπόψη τη νομολογία του Δικαστηρίου (αποφάσεις της 28ης Σεπτεμβρίου 1994, C-200/91, Coloroll Pension Trustees, Συλλογή 1994, σ. Ι-4389, και C-128/93, Fisscher, Συλλογή 1994, σ. Ι-4583), το Bundesarbeitsgericht αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«ρέπει το άρθρο 119 της Συνθήκης ΕΚ να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι τα ταμεία συντάξεων πρέπει να θεωρούνται ως εργοδότες και ότι οφείλουν να διασφαλίζουν την ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών ως προς τις παροχές των επαγγελματικών συστημάτων συντάξεων, παρ' όλον ότι οι υφιστάμενοι τη δυσμενή μεταχείριση εργαζόμενοι έχουν έναντι των άμεσων οφειλετών των παροχών, δηλαδή των εργοδοτών τους ως αντισυμβαλλομένων στις συμβάσεις εργασίας, αξίωση προστατευόμενη σε περίπτωση αφερεγγυότητας και αποκλείουσα τις διακρίσεις;»

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

17 Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, κατά πάγια νομολογία, οι συντάξεις γήρατος που καταβάλλονται στο πλαίσιο επαγγελματικών συνταξιοδοτικών συστημάτων, τα οποία προβλέπονται από συλλογικές συμβάσεις, αποτελούν οφέλη που παρέχει ο εργοδότης στον εργαζόμενο λόγω της εργασίας του τελευταίου αυτού και, κατά συνέπεια, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119 της Συνθήκης, ανεξάρτητα από το αν το οικείο σύστημα αντικαθιστά το εκ του νόμου σύστημα ή έχει επικουρικό χαρακτήρα (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 13ης Μα_ου 1986, 170/84, Bilka, Συλλογή 1986, σ. 1607, σκέψεις 20 και 22, της 17ης Μα_ου 1990, C-262/88, Barber, Συλλογή 1990, σ. Ι-1889, σκέψη 28, και της 14ης Δεκεμβρίου 1993, C-110/91, Moroni, Συλλογή 1993, σ. Ι-6591, σκέψη 15).

18 Το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει επίσης ότι οι συντάξεις επιζώντων που προβλέπονται από τα ανωτέρω συστήματα εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119 της Συνθήκης. Το Δικαστήριο διευκρίνισε συνφώς ότι το γεγονός ότι η εν λόγω σύνταξη, εξ ορισμού, δεν καταβάλλεται στον εργαζόμενο, αλλά στον επιζώντα αυτού, δεν αναιρεί την ορθότητα της ερμηνείας αυτής, διότι η παροχή αυτή αποτελεί όφελος που απορρέει από την ασφάλιση του συζύγου του επιζώντος στο εν λόγω σύστημα, με αποτέλεσμα η αξίωση του επιζώντος επί της συντάξεως να αποκτάται στο πλαίσιο της εργασιακής σχέσεως μεταξύ του συζύγου του και του εργοδότη και η σύνταξη να καταβάλλεται στον επιζώντα λόγω της εργασίας του συζύγου του (βλ. αποφάσεις της 6ης Οκτωβρίου 1993, C-109/91, Ten Oever, Συλλογή 1993, σ. Ι-4879, σκέψεις 12 και 13, Coloroll Pension Trustees, προπαρατεθείσα, σκέψη 18, και της 17ης Απριλίου 1997, C-147/95, Εβρενόπουλος, Συλλογή 1997, σ. Ι-2057, σκέψη 22).

19 Κατά συνέπεια, ο επιζών σύζυγος του αποβιώσαντος εργαζομένου μπορεί να επικαλείται το άρθρο 119 της Συνθήκης προκειμένου να αναγνωριστεί κατ' αρχήν η αξίωσή του επί της συντάξεως επιζώντος και να προσδιοριστεί η έκταση της αξιώσεως αυτής (βλ. συναφώς προπαρατεθείσα απόφαση Coloroll Pension Trustees, σκέψη 19).

20 Όσον αφορά το ζήτημα αν ο επιζών σύζυγος μπορεί να επικαλείται το άρθρο αυτό έναντι εξωτερικών φορέων, όπως είναι τα ταμεία συντάξεων που διέπονται από το γερμανικό δίκαιο («Pensionskasse»), στους οποίους ο εργοδότης έχει αναθέσει την καταβολή των οικείων παροχών και οι οποίοι έχουν νομική αυτοτέλεια, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες αποφάσεις Barber και Coloroll Pension Trustees, η δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 119 της Συνθήκης στα επαγγελματικά συνταξιοδοτικά συστήματα δεν επηρεάζεται από το γεγονός ότι το οικείο σύστημα έχει συσταθεί με τη μορφή trust (ταμείου) και διοικείται από τους trustees (διαχειριστές του ταμείου) που είναι τυπικά ανεξάρτητοι έναντι του εργοδότη, δεδομένου ότι το άρθρο 119 αφορά επίσης τα οφέλη που παρέχει ο εργοδότης εμμέσως (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις Barber, σκέψεις 28 και 29, και Coloroll Pension Trustees, σκέψη 20).

21 Το Δικαστήριο δέχθηκε επίσης ότι οι trustees, παρόλον ότι είναι ξένοι προς την εργασιακή σχέση, καλούνται να καταβάλλουν παροχές που εξακολουθούν να έχουν τον χαρακτήρα αμοιβής, υπό την έννοια του άρθρου 119, και ότι συνεπώς είναι υποχρεωμένοι να πράξουν ό,τι εμπίπτει στις αρμοδιότητές τους προκειμένου να εξασφαλίσουν την τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως στον εν λόγω τομέα (προπαρατεθείσα απόφαση Coloroll Pension Trustees, σκέψη 22).

22 Στη σκέψη 31 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Fisscher, το Δικαστήριο προέβη στην ίδια ανάλυση όσον αφορά τους διαχειριστές ενός επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος που διεπόταν από το ολλανδικό δίκαιο οι οποίοι, όπως οι trustees, ήσαν ξένοι προς την εργασιακή σχέση.

23 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, εφόσον αυτοί στους οποίους έχει ανατεθεί η διαχείριση ενός επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος καλούνται να καταβάλλουν παροχές που αποτελούν αμοιβή υπό την έννοια του άρθρου 119 της Συνθήκης, οφείλουν να τηρούν την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως που διακηρύσσεται με τη διάταξη αυτή, ανεξάρτητα από τη νομική μορφή τους ή τον τρόπο με τον οποίο τους έχει ανατεθεί η διαχείριση του εν λόγω συνταξιοδοτικού συστήματος.

24 Το συμπέρασμα αυτό ισχύει και για τα ταμεία συντάξεων γερμανικού δικαίου, όπως είναι το εμπλεκόμενο στην κύρια δίκη ταμείο. Συγκεκριμένα, τα ταμεία αυτά, εφόσον τους έχει ανατεθεί η διαχείριση επαγγελματικών συνταξιοδοτικών συστημάτων και καλούνται να καταβάλλουν στους ασφαλισμένους εργαζομένους και στους έλκοντες από τους εργαζομένους αυτούς δικαιώματα παροχές οι οποίες, όπως τονίστηκε στις σκέψεις 17 και 18 της παρούσας αποφάσεως, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119 της Συνθήκης, οφείλουν να τηρούν την αρχή της ισότητας των αμοιβών που διακηρύσσεται στη εν λόγω διάταξη, ανεξάρτητα από τη νομική αυτοτέλεια που έχουν και από την ιδιότητά τους ως ασφαλιστικών επιχειρήσεων.

25 Ειδικότερα, το γεγονός ότι τα ταμεία συντάξεων γερμανικού δικαίου διέπονται, ως ασφαλιστικές επιχειρήσεις, από το ασφαλιστικό δίκαιο, άρα και από την αυτοτελή αρχή της ισότητας που ισχύει στο πλαίσιο του δικαίου αυτού, και ότι η αύξηση του όγκου των ασφαλιστικών υποχρεώσεών τους κατόπιν της εφαρμογής του άρθρου 119 της Συνθήκης θα μπορούσε να οδηγήσει στη λήψη μέτρων για την κάλυψη της αυξήσεως αυτής, μεταξύ των οποίων θα μπορούσε ενδεχομένως να καταλέγεται η αύξηση των εισφορών όλων των ασφαλισμένων μισθωτών, αποτελεί ζήτημα που πρέπει να επιλυθεί από το εθνικό δίκαιο. Εν πάση περιπτώσει, η ύπαρξη του προβλήματος αυτού δεν αναιρεί την ορθότητα της διαπιστώσεως που παρατίθεται στην προηγούμενη σκέψη.

26 Συγκεκριμένα, όπως δέχθηκε το Δικαστήριο με τις σκέψεις 42 και 43 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Coloroll Pension Trustees σχετικά με ένα επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα που είχε τη μορφή trust, το γεγονός ότι η εφαρμογή της αρχής της ισότητας των αμοιβών προσκρούει σε δυσχέρειες που απορρέουν από την ανεπάρκεια των πόρων που διαθέτουν οι trustees αποτελεί πρόβλημα αναγόμενο στο εθνικό δίκαιο. Συνεπώς, τα ενδεχόμενα προβλήματα που απορρέουν από την ανεπάρκεια των πόρων αυτών προς εξίσωση των παροχών πρέπει να επιλύονται βάσει του εθνικού δικαίου υπό το πρίσμα της αρχής της ισότητας των αμοιβών και δεν μπορούν ιδίως να επηρεάσουν τη διαπίστωση που περιέχεται στη σκέψη 24 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Coloroll Pensions Trustees και κατά την οποία τόσο οι εργαζόμενοι όσο και οι έλκοντες δικαιώματα από αυτούς μπορούν να επικαλεστούν το άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 119 της Συνθήκης έναντι των trustees επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος, οι οποίοι οφείλουν να τηρούν την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων και υποχρεώσεών τους.

27 Η ίδια διαπίστωση επιβάλλεται σε σχέση με τα ανάλογα προβλήματα ανεπάρκειας πόρων τα οποία θα αντιμετώπιζε, λόγω των ιδιαιτεροτήτων του γερμανικού ασφαλιστικού δικαίου, ένα ταμείο συντάξεων γερμανικού δικαίου που οφείλει να εφαρμόζει το άρθρο 119 της Συνθήκης.

28 ρέπει επίσης να εξεταστεί αν η υποχρέωση τηρήσεως του άρθρου 119 της Συνθήκης βαρύνει επίσης ένα φορέα όπως είναι τα ταμεία συντάξεων γερμανικού δικαίου, όταν οι εργαζόμενοι που υφίστανται δυσμενή διάκριση λόγω φύλου εκ μέρους του φορέα αυτού ή οι έλκοντες από αυτούς δικαιώματα μπορούν να απευθυνθούν στον εργοδότη, ο οποίος παραμένει, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, ο άμεσος οφειλέτης των παροχών που χορηγεί ο εν λόγω φορέας, και τους παρέχεται προς τούτο αξίωση προστατευόμενη σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη και αποκλείουσα κάθε διάκριση.

29 Συναφώς υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, θα μειωνόταν σημαντικά η πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 119 της Συνθήκης και θα κινδύνευε σοβαρά η νομική προστασία την οποία απαιτεί η πραγματική ισότητα, αν ο εργαζόμενος ή οι έλκοντες δικαιώματα από αυτόν μπορούσαν να επικαλεστούν τη διάταξη αυτή μόνον έναντι του εργοδότη και όχι έναντι αυτών στους οποίους έχει ανατεθεί ρητά η εκτέλεση των υποχρεώσεων του τελευταίου αυτού (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσες αποφάσεις Coloroll Pension Trustees, σκέψη 23, και Fisscher, σκέψη 31).

30 αρά τις αμφιβολίες που εκφράζει στο σημείο αυτό το αιτούν δικαστήριο, η διαπίστωση αυτή ισχύει ακόμα και στην περίπτωση κατά την οποία το εθνικό δίκαιο προβλέπει ότι οι εργαζόμενοι που υφίστανται διάκριση λόγω φύλου ή οι έλκοντες από αυτούς δικαιώματα έχουν πλήρη νομική προστασία έναντι του εργοδότη τους. Η πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 119 της Συνθήκης απαιτεί την τήρηση της διατάξεως αυτής εκ μέρους οποιουδήποτε καλείται να καταβάλει παροχές που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της. Ο εξαναγκασμός του εργαζομένου ή των ελκόντων δικαιώματα από αυτόν να απευθύνονται μόνο στον εργοδότη, χωρίς να έχουν τη δυνατότητα να απευθυνθούν στον φορέα στον οποίο έχει ανατεθεί η καταβολή των παροχών, θα ισοδυναμούσε με περιορισμό του αριθμού των προσώπων έναντι των οποίων μπορούν να προβάλλουν τις αξιώσεις τους ο ενδιαφερόμενος εργαζόμενος ή οι έλκοντες δικαιώματα από αυτόν.

31 Ο περιορισμός αυτός όμως θα μείωνε την πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 119 της Συνθήκης. Επιπλέον, θα ήταν κατά μείζονα λόγο ασυμβίβαστος με το άρθρο αυτό, καθόσον η δυσμενής διάκριση θα μπορούσε να προκύπτει, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης, από το καταστατικό του φορέα στον οποίο έχει ανατεθεί η καταβολή των παροχών και ο οποίος εμφανίζεται, στα όμματα ιδίως των ελκόντων δικαιώματα από τον εργαζόμενο, ως ο κανονικός οφειλέτης της οικείας παροχής.

32 Κατά συνέπεια, η εφαρμογή του άρθρου 119 της Συνθήκης στα ταμεία συντάξεων γερμανικού δικαίου είναι αναγκαία για την εξασφάλιση της πλήρους και ομοιόμορφης νομικής προστασίας των εργαζομένων που υφίστανται διάκριση λόγω φύλου ή, ενδεχομένως, των ελκόντων δικαιώματα από αυτούς.

33 Κατόπιν των ανωτέρω, στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 119 της Συνθήκης πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι οι φορείς στους οποίους έχει ανατεθεί η καταβολή των παροχών ενός επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος, όπως είναι τα ταμεία συντάξεων γερμανικού δικαίου («Pensionskassen»), οφείλουν να διασφαλίζουν την ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών, ακόμα και αν οι εργαζόμενοι που υφίστανται διάκριση λόγω φύλου έχουν έναντι των άμεσων οφειλετών τους, δηλαδή των εργοδοτών τους ως αντισυμβαλλομένων στις συμβάσεις εργασίας, αξίωση προστατευόμενη σε περίπτωση αφερεγγυότητας και αποκλείουσα τις διακρίσεις.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

34 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Γερμανική και η Ολλανδική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή, που υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε με διάταξη της 23ης Μαρτίου 1999 το Bundesarbeitsgericht, αποφαίνεται:

Το άρθρο 119 της Συνθήκης ΕΚ (τα άρθρα 117 έως 120 της Συνθήκης ΕΚ αντικαταστάθηκαν από τα άρθρα 136 ΕΚ έως 143 ΕΚ) πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι οι φορείς στους οποίους έχει ανατεθεί η καταβολή των παροχών ενός επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος, όπως είναι τα ταμεία συντάξεων γερμανικού δικαίου («Pensionskassen»), οφείλουν να διασφαλίζουν την ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών, ακόμα και αν οι εργαζόμενοι που υφίστανται διάκριση λόγω φύλου έχουν έναντι των άμεσων οφειλετών τους, δηλαδή των εργοδοτών τους ως αντισυμβαλλομένων στις συμβάσεις εργασίας, αξίωση προστατευόμενη σε περίπτωση αφερεγγυότητας και αποκλείουσα τις διακρίσεις.

Top