EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61999CJ0363

Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 12ης Φεβρουαρίου 2004.
Koninklijke KPN Nederland NV κατά Benelux-Merkenbureau.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Gerechtshof te 's-Gravenhage - Κάτω Χώρες.
Προσέγγιση των νομοθεσιών - Σήματα - Οδηγία 89/104/ΕΟΚ - Άρθρο 3, παράγραφος 1 - Λόγοι αρνήσεως καταχωρίσεως - Συνεκτίμηση του συνόλου των πραγματικών περιστατικών και συνθηκών που ασκούν επιρροή - Απαγόρευση καταχωρίσεως σήματος για ορισμένα προϊόντα ή υπηρεσίες εφόσον δεν παρουσιάζουν συγκεκριμένο χαρακτηριστικό - Λέξη συντιθέμενη από στοιχεία περιγραφικά των χαρακτηριστικών των οικείων προϊόντων ή υπηρεσιών.
Υπόθεση C-363/99.

Συλλογή της Νομολογίας 2004 I-01619

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2004:86

Υπόθεση C-363/99

Koninklijke KPN Nederland NV

κατά

Benelux-Merkenbureau

(αίτηση του Gerechtshof te’s-Gravenhage για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Προσέγγιση των νομοθεσιών – Σήματα – Οδηγία 89/104/ΕΟΚ – Άρθρο 3, παράγραφος 1 – Λόγοι αρνήσεως καταχωρίσεως – Συνεκτίμηση του συνόλου των πραγματικών περιστατικών και συνθηκών που ασκούν επιρροή – Απαγόρευση καταχωρίσεως σήματος για ορισμένα προϊόντα ή υπηρεσίες εφόσον δεν παρουσιάζουν συγκεκριμένο χαρακτηριστικό – Λέξη συντιθέμενη από στοιχεία περιγραφικά των χαρακτηριστικών των οικείων προϊόντων ή υπηρεσιών»

Περίληψη της αποφάσεως

1.        Προσέγγιση των νομοθεσιών – Σήματα – Οδηγία 89/104 – Καταχώριση νέου σήματος – Εξέταση του σήματος από την αρμόδια αρχή – Συνεκτίμηση όλων των πραγματικών περιστατικών και των περιστάσεων που ασκούν επιρροή

(Οδηγία 89/104 του Συμβουλίου, άρθρο 3)

2.        Προσέγγιση των νομοθεσιών – Σήματα – Οδηγία 89/104 – Καταχώριση νέου σήματος – Εξέταση του σήματος από την αρμόδια αρχή – Καταχώριση σε άλλο κράτος μέλος παρεμφερούς σήματος για παρεμφερή προϊόντα ή παρεμφερείς υπηρεσίες – Δεν ασκεί επιρροή

(Οδηγία 89/104 του Συμβουλίου, άρθρο 3)

3.        Προσέγγιση των νομοθεσιών – Σήματα – Οδηγία 89/104 – Απόρριψη αιτήσεως καταχωρίσεως ή ακυρότητα – Σήματα συγκείμενα αποκλειστικώς από σημεία ή ενδείξεις που μπορούν να χρησιμεύσουν για τη δήλωση των χαρακτηριστικών προϊόντων ή υπηρεσιών – Ύπαρξη συνηθέστερων σημείων ή ενδείξεων προς δήλωση των ίδιων χαρακτηριστικών – Αριθμός ανταγωνιστών που έχουν συμφέρον να χρησιμοποιήσουν τα ίδια σήματα ή τις ίδιες ενδείξεις – Δεν ασκεί επιρροή – Καταχώριση καλύπτουσα, εντός ζώνης όπου συνυπάρχουν διάφορες γλώσσες, τις μεταφράσεις λεκτικού σήματος – Επαλήθευση από την αρμόδια μεταφραστική αρχή

(Οδηγία 89/104 του Συμβουλίου, άρθρο 3 § 1, στοιχ. γ΄)

4.        Προσέγγιση των νομοθεσιών – Σήματα – Οδηγία 89/104 – Απόρριψη αιτήσεως καταχωρίσεως ή ακυρότητα – Έλλειψη διακριτικού χαρακτήρα – Σήματα συγκείμενα αποκλειστικώς από σημεία ή ενδείξεις που μπορούν να χρησιμεύσουν για τη δήλωση των χαρακτηριστικών προϊόντος – Σχέση μεταξύ των διατάξεων του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο β΄ και του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄

(Οδηγία 89/104 του Συμβουλίου, άρθρο 3 § 1, στοιχ. β΄ και γ΄)

5.        Προσέγγιση των νομοθεσιών – Σήματα – Οδηγία 89/104 – Απόρριψη αιτήσεως καταχωρίσεως ή ακυρότητα – Σήματα συγκείμενα αποκλειστικώς από σημεία ή ενδείξεις που μπορούν να χρησιμεύσουν για τη δήλωση των χαρακτηριστικών προϊόντος – Έννοια – Λεκτικό σήμα συγκείμενο σε στοιχεία περιγραφικά των χαρακτηριστικών των οικείων προϊόντων ή υπηρεσιών – Εμπίπτει αν ο συνδυασμός δεν είναι ασυνήθης

(Οδηγία 89/104 του Συμβουλίου, άρθρο 3 § 1, στοιχ. γ΄)

6.        Προσέγγιση των νομοθεσιών – Σήματα – Οδηγία 89/104 – Καταχώριση νέου σήματος – Εξέταση του σήματος από την αρμόδια αρχή – Καταχώριση για ορισμένα προϊόντα ή υπηρεσίες υπό την προϋπόθεση ότι δεν εμφανίζουν συγκεκριμένο χαρακτηριστικό – Δεν επιτρέπεται

(Οδηγία 89/104 του Συμβουλίου)

7.        Προσέγγιση των νομοθεσιών – Σήματα – Οδηγία 89/104 – Καταχώριση νέου σήματος – Εξέταση του σήματος από την αρμόδια αρχή – Απόρριψη αιτήσεως καταχωρίσεως περιοριζόμενη στα «προδήλως απαράδεκτα» σήματα – Δεν επιτρέπεται

(Οδηγία 89/104 του Συμβουλίου, άρθρο 3)

1.                 Το άρθρο 3 της πρώτης οδηγίας 89/104 περί σημάτων πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η αρμόδια για την καταχώριση των σημάτων αρχή πρέπει να συνεκτιμά, πέραν του κατατεθέντος σήματος, το σύνολο των πραγματικών περιστατικών και περιστάσεων που ασκούν επιρροή.

         Η εν λόγω αρχή πρέπει να λάβει υπόψη όλα τα ασκούντα επιρροή πραγματικά περιστατικά και περιστάσεις πριν λάβει οριστική απόφαση επί αιτήσεως καταχωρίσεως σήματος. Δικαστήριο, το οποίο επιλαμβάνεται ενδίκου βοηθήματος κατ’ αποφάσεως επί αιτήσεως καταχωρίσεως σήματος, πρέπει επίσης να λάβει υπόψη το σύνολο των ασκούντων επιρροή πραγματικών περιστατικών και περιστάσεων εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων του, όπως τις ορίζουν οι εφαρμοστέες εθνικές διατάξεις.

(βλ. σκέψη 37, διατακτ. 1)

2.        Το γεγονός ότι ένα σήμα έχει καταχωριστεί εντός κράτους μέλους για ορισμένα προϊόντα ή υπηρεσίες δεν ασκεί επιρροή επί της εξετάσεως, εκ μέρους της αρμόδιας για την καταχώριση σημάτων αρχής σε άλλο κράτος μέλος, αιτήσεως καταχωρίσεως παρεμφερούς σήματος για ομοειδή προϊόντα ή ομοειδείς υπηρεσίες με αυτά για τα οποία καταχωρίστηκε το πρώτο σήμα.

(βλ. σκέψη 44, διατακτ. 2)

3.        Το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της πρώτης οδηγίας 89/104 περί σημάτων απαγορεύει την καταχώριση σήματος συνισταμένου αποκλειστικώς από σημεία ή ενδείξεις που μπορούν να χρησιμεύσουν στο εμπόριο, προς δήλωση των χαρακτηριστικών των προϊόντων ή των υπηρεσιών για τα οποία ζητείται η καταχώριση, τούτο δε ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία υπάρχουν συνηθέστερα σημεία ή συνηθέστερες ενδείξεις προς δήλωση των ίδιων χαρακτηριστικών, και μάλιστα ανεξαρτήτως του αριθμού των ανταγωνιστών που ενδέχεται να ενδιαφέρονται να χρησιμοποιήσουν τα σημεία ή τις ενδείξεις στα οποία συνίσταται το σήμα.

         Οσάκις η εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία περιλαμβάνει ρύθμιση δυνάμει της οποίας το αποκλειστικό δικαίωμα, εντός ζώνης όπου συνυπάρχει πληθώρα επίσημα αναγνωρισμένων γλωσσών, το οποίο παρέχει η καταχώριση σήματος συνταχθέντος σε μία εκ των γλωσσών αυτών, καλύπτει αυτοδικαίως τις μεταφράσεις στις λοιπές γλώσσες, η εν λόγω αρχή οφείλει να επαληθεύσει ότι εκάστη των μεταφράσεων αυτών δεν συνίσταται αποκλειστικώς από σημεία ή ενδείξεις που μπορούν να χρησιμεύσουν, στο εμπόριο, προς δήλωση των χαρακτηριστικών των εν λόγω προϊόντων ή υπηρεσιών.

(βλ. σκέψη 61, διατακτ. 3)

4.        Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της πρώτης οδηγίας 89/104 περί σημάτων πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι σήμα, το οποίο είναι μεν περιγραφικό ως προς τα χαρακτηριστικά ορισμένων προϊόντων ή υπηρεσιών, αλλά δεν είναι τέτοιο ως προς τα χαρακτηριστικά άλλων προϊόντων ή υπηρεσιών, κατά την έννοια του στοιχείου γ΄ της διατάξεως αυτής, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει οπωσδήποτε διακριτικό χαρακτήρα έναντι των τελευταίων αυτών προϊόντων ή υπηρεσιών, κατά την έννοια του στοιχείου β΄ της εν λόγω διατάξεως.

         Το γεγονός ότι ένα σήμα είναι περιγραφικό των χαρακτηριστικών ορισμένων προϊόντων ή υπηρεσιών, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄ της οδηγίας, δεν ασκεί επιρροή επί της εκτιμήσεως του διακριτικού χαρακτήρα του ίδιου σήματος έναντι άλλων προϊόντων ή υπηρεσιών, κατά την έννοια της αυτής παραγράφου, στοιχείο β΄.

(βλ. σκέψη 79, διατακτ. 4)

5.        Το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της πρώτης οδηγίας 89/104 περί σημάτων πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι σήμα συνιστάμενο σε λέξη συντιθέμενη από στοιχεία, έκαστο των οποίων είναι περιγραφικό χαρακτηριστικών των προϊόντων ή υπηρεσιών για τα οποία ζητείται η καταχώριση, είναι και το ίδιο περιγραφικό των χαρακτηριστικών των εν λόγω προϊόντων ή υπηρεσιών, κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, εκτός αν υφίσταται αισθητή διαφορά μεταξύ της λέξεως και της απλής παραθέσεως των συγκροτούντων αυτή στοιχείων, πράγμα που προϋποθέτει είτε ότι, λόγω του ασυνήθους χαρακτήρα του συνδυασμού σε σχέση προς τα εν λόγω προϊόντα ή τις υπηρεσίες, η λέξη δημιουργεί αρκούντως διαφορετική εντύπωση από εκείνη που παράγει η απλή παράθεση των ενδείξεων τις οποίες εκφέρουν τα συγκροτούντα αυτή στοιχεία, οπότε η λέξη κατισχύει της σωρεύσεως των εν λόγω στοιχείων, είτε ότι η λέξη έχει υπεισέλθει στην κοινή γλώσσα και απέκτησε δική της σημασία, οπότε είναι εφεξής ανεξάρτητη από τα στοιχεία που τη συγκροτούν. Επομένως, στην τελευταία αυτή περίπτωση, πρέπει να διερευνηθεί μήπως η λέξη, η οποία απέκτησε δική της σημασία, έχει η ίδια περιγραφικό χαρακτήρα κατά την έννοια της αυτής διατάξεως.

         Η ύπαρξη ή όχι συνωνύμων που παρέχουν τη δυνατότητα περιγραφής των αυτών χαρακτηριστικών των διαλαμβανομένων στην αίτηση προϊόντων ή υπηρεσιών ή το ζήτημα αν τα δυνάμενα να περιγραφούν χαρακτηριστικά των προϊόντων ή υπηρεσιών είναι, από εμπορικής απόψεως, ουσιώδη ή παρεπόμενα, είναι άνευ σημασίας για την εκτίμηση του αν τέτοιο σήμα εμπίπτει στον λόγο απαραδέκτου του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.

(βλ. σκέψη 104, διατακτ. 5)

6.        Η πρώτη οδηγία 89/104 περί σημάτων απαγορεύει να προβαίνει η αρμόδια για την καταχώριση των σημάτων αρχή σε καταχώριση σήματος για ορισμένα προϊόντα ή ορισμένες υπηρεσίες υπό τον όρο ότι τα εν λόγω προϊόντα ή οι εν λόγω υπηρεσίες δεν παρουσιάζουν συγκεκριμένο χαρακτηριστικό.

(βλ. σκέψη 117, διατακτ. 6)

7.        Το άρθρο 3 της πρώτης οδηγίας 89/104 περί σημάτων απαγορεύει την πρακτική της αρμόδιας για την καταχώριση των σημάτων αρχής η οποία συνίσταται αποκλειστικώς στην άρνηση της καταχωρίσεως «προδήλως απαραδέκτων» σημάτων.

(βλ. σκέψη 126, διατακτ. 7)




ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 12ης Φεβρουαρίου 2004 (*)

«Προσέγγιση των νομοθεσιών – Σήματα – Οδηγία 89/104/ΕΟΚ – Άρθρο 3, παράγραφος 1 – Λόγοι αρνήσεως καταχωρίσεως – Συνεκτίμηση του συνόλου των πραγματικών περιστατικών και συνθηκών που ασκούν επιρροή – Απαγόρευση καταχωρίσεως σήματος για ορισμένα προϊόντα ή υπηρεσίες εφόσον δεν παρουσιάζουν συγκεκριμένο χαρακτηριστικό – Λέξη συντιθέμενη από στοιχεία περιγραφικά των χαρακτηριστικών των οικείων προϊόντων ή υπηρεσιών»

Στην υπόθεση C-363/99,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Gerechtshof te ’s-Gravenhage (Κάτω Χώρες) προς το Δικαστήριο, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Koninklijke KPN Nederland NV

και

Benelux-Merkenbureau,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 2 και 3 της πρώτης οδηγίας 89/104/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (ΕΕ 1989, L 40, σ. 1),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Β. Σκουρή, προεδρεύοντα του έκτου τμήματος, C. Gulmann, J. N. Cunha Rodrigues και R. Schintgen, και F. Macken (εισηγήτρια), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: D. Ruiz-Jarabo Colomer,

γραμματέας: H. von Holstein, βοηθός γραμματέας,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

–        η Koninklijke KPN Nederland NV, εκπροσωπούμενη από τους K. Limperg και T. Cohen Jehoram, advocaten,

–        το Benelux-Merkenbureau, εκπροσωπούμενο από τους J. H. Spoor και L. De Gryse, advocaten,

–        η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την K. Banks και τον H. M. H. Speyart,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Koninklijke KPN Nederland NV, του Benelux-Merkenbureau και της Επιτροπής, κατά τη συνεδρίαση της 15ης Νοεμβρίου 2001,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 31ης Ιανουαρίου 2002,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με απόφαση της 3ης Ιουνίου 1999, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο την 1η Οκτωβρίου 1999, το Gerechtshof te ’s-Gravenhage υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, εννέα προδικαστικά ερωτήματα επί της ερμηνείας των άρθρων 2 και 3 της πρώτης οδηγίας  του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων  (ΕΕ 1989, L 40, σ. 1, στο εξής: οδηγία).

2        Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Koninklijke KPN Nederland NV (στο εξής: KPN) και του Benelux Merkenbureau (Γραφείου Σημάτων της Μπενελούξ, στο εξής: BBM), κατόπιν της αρνήσεως του τελευταίου να προβεί στην αιτηθείσα από την KPN καταχώριση του σημείου «Postkantoor» ως σήματος για διάφορα προϊόντα και υπηρεσίες.

 Το νομικό πλαίσιο

 Οι κοινοτικές διατάξεις

3        Η οδηγία αποσκοπεί, σύμφωνα με την πρώτη αιτιολογική σκέψη της, στην προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων, προκειμένου να καταργηθούν οι υφιστάμενες διαφορές οι οποίες δύνανται, αφενός, να παρεμποδίσουν την ελεύθερη κυκλοφορία των προϊόντων και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και, αφετέρου, να νοθεύσουν τους όρους ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς.

4        Εντούτοις, όπως προκύπτει από την τρίτη αιτιολογική σκέψη της, η οδηγία δεν αποσκοπεί στην πλήρη προσέγγιση των περί σημάτων νομοθεσιών των κρατών μελών, δεδομένου ότι η προσέγγιση περιορίζεται μόνον σε εκείνες τις εθνικές διατάξεις οι οποίες έχουν την πλέον άμεση επίδραση στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

5        Η έβδομη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας διευκρινίζει ότι η πραγματοποίηση των στόχων, οι οποίοι επιδιώκονται με την προσέγγιση των περί σημάτων νομοθεσιών των κρατών μελών, προϋποθέτει ότι η απόκτηση και η διατήρηση του δικαιώματος επί του κατατεθέντος σήματος εξαρτάται, κατ’ αρχήν, από τους ίδιους όρους σε όλα τα κράτη μέλη και ότι οι λόγοι απαραδέκτου ή ακυρότητας που αφορούν το ίδιο το σήμα, όπως η έλλειψη διακριτικού χαρακτήρα, πρέπει να απαριθμούνται περιοριστικά, έστω και αν ορισμένοι από αυτούς τους λόγους αναφέρονται ενδεικτικά για τα κράτη μέλη που θα έχουν συνεπώς τη δυνατότητα να διατηρήσουν ή να εισαγάγουν τους λόγους αυτούς στη νομοθεσία τους.

6        Η δωδέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας εκθέτει ότι όλα τα κράτη μέλη της Κοινότητας δεσμεύονται από τη Σύμβαση των Παρισίων για την προστασία της βιομηχανικής ιδιοκτησίας, της 20ής Μαρτίου 1883, όπως αναθεωρήθηκε, για τελευταία φορά, στη Στοκχόλμη στις 14 Ιουλίου 1967 (Recueil des traités des Nations unies, τόμος 828, αριθ. 11847, σ. 8), και ότι είναι απαραίτητο οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας να βρίσκονται σε πλήρη αρμονία με τις διατάξεις της εν λόγω συμβάσεως.

7        Το άρθρο 2 της οδηγίας, με τίτλο «Σημεία από τα οποία είναι δυνατόν να συνίσταται ένα σήμα», ορίζει:

«Το σήμα μπορεί να συνίσταται από οποιαδήποτε σημεία επιδεχόμενα γραφικής παράστασης, ιδίως δε από λέξεις, συμπεριλαμβανομένου του ονόματος προσώπων, από εικόνες, γράμματα, αριθμούς, το σχήμα του προϊόντος ή της συσκευασίας του, εφόσον τα σημεία αυτά μπορούν από τη φύση τους να διακρίνουν τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες μιας επιχείρησης από τα αντίστοιχα άλλων.»

8        Το άρθρο 3 της οδηγίας, το οποίο απαριθμεί τους λόγους απαραδέκτου ή ακυρότητας της εγγραφής, προβλέπει τα ακόλουθα, στις παραγράφους 1 και 3:

«1.      Δεν καταχωρούνται ή, αν έχουν καταχωρισθεί, είναι δυνατόν να κηρυχθούν άκυρα:

α)      τα σημεία από τα οποία δεν δύναται να συνίσταται ένα σήμα·

β)      τα σήματα που στερούνται διακριτικού χαρακτήρα·

γ)      τα σήματα που συνίστανται αποκλειστικά από σημεία ή ενδείξεις που μπορούν να χρησιμεύσουν στο εμπόριο, προς δήλωση του είδους, της ποιότητας, της ποσότητας, του προορισμού, της αξίας, της γεωγραφικής προέλευσης ή του χρόνου παραγωγής του προϊόντος ή της παροχής της υπηρεσίας ή άλλων χαρακτηριστικών του προϊόντος ή της υπηρεσίας·

δ)      τα σήματα που συνίστανται αποκλειστικά από σημεία ή ενδείξεις τα οποία έχουν καταστεί συνήθη στην καθημερινή γλώσσα ή στη θεμιτή και πάγια πρακτική του εμπορίου·

[...]

ζ)      τα σήματα που θα μπορούσαν να παραπλανήσουν το κοινό, για παράδειγμα ως προς τη φύση, την ποιότητα ή τη γεωγραφική προέλευση του προϊόντος ή της υπηρεσίας·

[…]

3.      Ένα σήμα γίνεται δεκτό προς καταχώριση ή δεν κηρύσσεται άκυρο κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 1, στοιχεία β΄, γ΄ ή δ΄ εφόσον, πριν από την ημερομηνία της αίτησης καταχώρισης και μετά από τη χρήση που του έχει γίνει, απέκτησε διακριτικό χαρακτήρα. Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να προβλέπουν ότι η παρούσα διάταξη εφαρμόζεται επίσης εφόσον ο διακριτικός χαρακτήρας αποκτήθηκε μετά την αίτηση καταχώρισης ή μετά την καταχώριση.»

 Ο ενιαίος νόμος της Μπενελούξ περί σημάτων

9        Ο ενιαίος νόμος της Μπενελούξ περί σημάτων τροποποιήθηκε, από της 1ης Ιανουαρίου 1996, με το πρωτόκολλο της 2ας Δεκεμβρίου 1992 περί τροποποιήσεως του εν λόγω νόμου (Nederlands Traktatenblad 1993, αριθ. 12, στο εξής: LBM), προκειμένου να μεταφερθεί η οδηγία στην εσωτερική έννομη τάξη των τριών κρατών μελών της Μπενελούξ.

10      Το άρθρο 1 του LBM ορίζει:

«Θεωρούνται ως ατομικά σήματα οι επωνυμίες, τα σχέδια, τα αποτυπώματα, οι σφραγίδες, τα γράμματα, οι αριθμοί, οι διασχηματισμοί προϊόντων ή συσκευασιών και κάθε άλλο σημείο το οποίο χρησιμοποιείται προς διάκριση των προϊόντων επιχειρήσεως.

Ωστόσο, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθούν ως σήματα οι διασχηματισμοί οι οποίοι επιβάλλονται από την ίδια τη φύση του προϊόντος, οι οποίοι επηρεάζουν τη θεμελιώδη αξία του ή παράγουν βιομηχανικά αποτελέσματα.»

11      Το άρθρο 6 bis,  παράγραφοι 1 έως 4, του LBM ορίζει:

«1.      Το Γραφείο Σημάτων της Μπενελούξ δεν καταχωρεί ένα σημείο όταν θεωρεί ότι:

a)      το σημείο που κατατέθηκε δεν αποτελεί σήμα υπό την έννοια του άρθρου 1, ιδίως λόγω της παντελούς ελλείψεως διακριτικού χαρακτήρα που προβλέπεται από το άρθρο 6ε, Β, σημείο 2, της Συμβάσεως των Παρισίων·

b)      η αίτηση καταχωρίσεως έχει σχέση με σήμα του άρθρου 4, σημεία 1 και 2.

2.      Η άρνηση καταχωρίσεως πρέπει να αφορά ολόκληρο το σημείο που αποτελεί το σήμα. Δύναται να περιοριστεί σε ένα ή περισσότερα από τα προϊόντα για τα οποία προορίζεται το σήμα.

3.      Το Γραφείο Σημάτων της Μπενελούξ πληροφορεί αμελλητί και εγγράφως τον αιτούντα για την πρόθεση του Γραφείου να αρνηθεί εν όλω ή εν μέρει την καταχώριση, του εκθέτει τους σχετικούς λόγους και του παρέχει τη δυνατότητα να απαντήσει εντός προθεσμίας που θα καθοριστεί με εκτελεστικό διάταγμα.

4.      Αν οι αντιρρήσεις του Γραφείου Σημάτων της Μπενελούξ κατά της καταχωρίσεως δεν αρθούν εντός της ταχθείσας προθεσμίας, το σήμα δεν καταχωρείται εν όλω ή εν μέρει. Το Γραφείο Σημάτων της Μπενελούξ ενημερώνει αμελλητί και εγγράφως τον αιτούντα, εκθέτοντας τους λόγους της αρνήσεως και υπενθυμίζοντας το κατά το άρθρο 6 ter μέσο δικαστικής προστασίας κατά της αποφάσεως αυτής.»

12      Το άρθρο 6 ter του LBM ορίζει:

«Ο αιτών δύναται, εντός δύο μηνών από την κατά το άρθρο 6 bis, παράγραφος 4, ανακοίνωση, να ασκήσει ενώπιον του Cour d’appel των Βρυξελλών, του Gerechtshof της Χάγης ή του Cour d’appel του Λουξεμβούργου προσφυγή με αντικείμενο να διαταχθεί η καταχώριση. Το κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο καθορίζεται με βάση τη διεύθυνση του αιτούντος την καταχώριση, τη διεύθυνση του εντολοδόχου του ή την ταχυδρομική θυρίδα που αναγράφεται στην αίτηση καταχωρίσεως.»

13      Το άρθρο 13, C, πρώτο εδάφιο, του LBM ορίζει:

«Το αποκλειστικό δικαίωμα επί σήματος διατυπωμένου σε μία από τις εθνικές ή περιφερειακές γλώσσες της επικράτειας της Μπενελούξ καλύπτει αυτοδικαίως τις μεταφράσεις στην άλλη από τις γλώσσες αυτές.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

14      Στις 2 Απριλίου 1997, η KPN κατέθεσε, ενώπιον του BBM, αίτηση καταχωρίσεως της λέξεως «Postkantoor» (δυνάμενης να μεταφραστεί ως  «ταχυδρομικό γραφείο») ως σήμα για ορισμένα προϊόντα και υπηρεσίες που εμπίπτουν στις κλάσεις 16, 35 έως 39, 41 και 42, κατά τον Διακανονισμό της Νίκαιας περί της διεθνούς ταξινομήσεως των προϊόντων και των υπηρεσιών για την καταχώριση των σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως αυτός έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί (στο εξής: Διακανονισμός της Νίκαιας), που αφορούν, μεταξύ άλλων, το χαρτί, τις διαφημίσεις, τις ασφαλίσεις, την έκδοση γραμματοσήμων, τις οικοδομικές εργασίες, τις τηλεπικοινωνίες, τις μεταφορές, την εκπαίδευση καθώς και την παροχή τεχνικών πληροφοριών και συμβουλών.

15      Με επιστολή της 16ης Ιουνίου 1997, το BBM πληροφόρησε την KPN ότι αρνείται προσωρινώς την καταχώριση με το σκεπτικό ότι «[η] ένδειξη Postkantoor είναι αποκλειστικώς περιγραφική για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που εμπίπτουν στις κλάσεις 16, 35, 36, 37, 38, 39, 41 και 42 και έχουν σχέση με ταχυδρομικό γραφείο» και ότι «στερείται, ως εκ τούτου, οποιουδήποτε διακριτικού χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 6 bis, παράγραφος 1, στοιχείο a, του ενιαίου νόμου της Μπενελούξ περί σημάτων».

16      Με επιστολή της 15ης Δεκεμβρίου 1997, η KPN υπέβαλε ένσταση κατά της εν λόγω αρνήσεως, η οποία όμως επιβεβαιώθηκε και κατέστη οριστική με επιστολή του BBM της 28ης Ιανουαρίου 1998.

17      Στις 30 Μαρτίου 1998, η KPN προσέβαλε την εν λόγω άρνηση καταχωρίσεως ενώπιον του Gerechtshof te ’s-Gravenhage, το οποίο έκρινε ότι για την απάντηση σε ορισμένα ερωτήματα, αφορώντα την ερμηνεία του LBM, ήταν αναγκαία η έκδοση αποφάσεως από το δικαστήριο της Μπενελούξ, ενώ για την απάντηση σε άλλα ερωτήματα, αφορώντα την ερμηνεία της οδηγίας, ήταν αναγκαία η έκδοση αποφάσεως από το Δικαστήριο.

18      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Gerechtshof te ’s-Gravenhage αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιον αυτού διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα εννέα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Πρέπει το Γραφείο Σημάτων της Μπενελούξ, στο οποίο το Πρωτόκολλο της 2ας Δεκεμβρίου 1992 περί τροποποιήσεως του ενιαίου νόμου Μπενελούξ περί σημάτων (Trb. 1993, 12) ανέθεσε την εξέταση των απολύτων λόγων απαραδέκτου σήματος, οι οποίοι εκτίθενται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 2 της πρώτης οδηγίας 89/104/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (ΕΕ 1989, L 40), να λάβει υπόψη όχι μόνον το σημείο όπως κατατέθηκε, αλλά και όλα τα εν γνώσει του πραγματικά περιστατικά και περιστάσεις που ασκούν επιρροή,  μεταξύ αυτών δε εκείνα που του γνωστοποίησε ο αιτών  την καταχώριση (παραδείγματος χάριν ότι, πριν από την κατάθεση ο αιτών την καταχώριση είχε ήδη χρησιμοποιήσει ευρέως το σημείο ως σήμα για τα σχετικά προϊόντα ή ότι προέκυψε από έρευνα ότι η χρήση του σήματος για τα προϊόντα και/ή τις υπηρεσίες που αφορά η εν λόγω αίτηση δεν θα μπορεί να παραπλανήσει το κοινό);

2)      Η απάντηση στο [πρώτο] ερώτημα ισχύει επίσης για την εκ μέρους του Γραφείου Σημάτων της Μπενελούξ εκτίμηση, κατά το άρθρο 6 bis, παράγραφος 4, του LBM, επί του ζητήματος αν οι αντιρρήσεις του έναντι της καταχωρίσεως του σήματος αντικρούστηκαν από τον αιτούντα την καταχώριση και επί της κατά την αυτή διάταξη αποφάσεώς του να αρνηθεί, εν προκειμένω εν όλω ή εν μέρει, την καταχώριση;

3)      Ισχύει η απάντηση στο [πρώτο] ερώτημα επίσης για τη δικαστική κρίση επί της κατά το άρθρο 6 ter του LBM προσφυγής;

4)      Περιλαμβάνονται,  λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων του άρθρου 6ε, Β, σημείο 2, της Συμβάσεως των Παρισίων, στα σήματα που κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, αρχή και στοιχείο γ΄, της οδηγίας δεν καταχωρίζονται, ή που κατά την ίδια διάταξη της οδηγίας, αν έχουν καταχωριστεί μπορούν να κηρυχθούν άκυρα, τα σήματα που αποτελούνται από σημεία ή ενδείξεις δυνάμενες να χρησιμεύσουν στο εμπόριο προς δήλωση του είδους, της ποιότητας, της ποσότητας, του προορισμού, της αξίας, της γεωγραφικής προελεύσεως ή του χρόνου παραγωγής του προϊόντος ή παροχής της υπηρεσίας ή άλλων χαρακτηριστικών του προϊόντος ή της υπηρεσίας, ακόμη και αν η σύνθεση αυτή δεν είναι η συνήθης ένδειξη που χρησιμοποιείται (πάντοτε  ή τις περισσότερες φορές) προς τούτο; Έχει σημασία εν προκειμένω το γεγονός ότι υπάρχουν λίγοι ή αντιθέτως πολλοί ανταγωνιστές που μπορούν να χρησιμοποιήσουν τέτοιου είδους ενδείξεις [βλ. την απόφαση του Δικαστηρίου της Μπενελούξ της 19ης Ιανουαρίου 1981, Ferrero & Co S.p.A. κατά Alfred Ritter, Schokoladefabrik GmbH (Kinder), ΝJ 1981, σ. 294];

Ασκεί επίσης επιρροή το άρθρο 13 C του LBM, το οποίο ορίζει ότι το δικαίωμα επί σήματος που έχει συνταχθεί σε μια από τις εθνικές ή τοπικές γλώσσες του εδάφους της επικράτειας της Μπενελούξ καλύπτει  αυτοδικαίως τις μεταφράσεις σε άλλη από τις γλώσσες αυτές;

5)      α)     Πρέπει, για να κριθεί αν σημείο αποτελούμενο από μια (νέα) λέξη που συνίσταται από στοιχεία τα οποία, λαμβανόμενα χωριστά, στερούνται οποιουδήποτε διακριτικού χαρακτήρα ως προς τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που αφορά η αίτηση καταχωρίσεως σήματος, εμπίπτει στον ορισμό του σήματος που δίδεται από το άρθρο 2 της οδηγίας (και το άρθρο 1 του LBM), να θεωρηθεί ότι μια τέτοια (νέα) λέξη έχει κατ’ αρχήν διακριτικό χαρακτήρα;

β)      Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, πρέπει τότε να θεωρηθεί ότι μια τέτοια λέξη στερείται κατ’ αρχήν διακριτικού χαρακτήρα [μη λαμβανομένου υπόψη του διακριτικού χαρακτήρα που αποκτάται με τη χρήση (inburgering)] και ότι τα πράγματα έχουν άλλως μόνον όταν, λόγω των συντρεχουσών περιστάσεων, ο όλος συνδυασμός υπερβαίνει το άθροισμα των στοιχείων;

Έχει εν προκειμένω σημασία το γεγονός ότι η ένδειξη αποτελεί τον μοναδικό τρόπο, ή τουλάχιστον ένα συνήθη τρόπο, να δηλωθεί η εν λόγω ιδιότητα ή ο συνδυασμός των εν λόγω ιδιοτήτων, ή το γεγονός ότι υφίστανται προς τούτο συνώνυμα τα οποία ευλόγως μπορούν να χρησιμοποιηθούν ή το γεγονός ότι η λέξη δηλώνει ουσιώδη, από εμπορικής απόψεως, ή μάλλον παρεπόμενη,  ιδιότητα του προϊόντος ή της υπηρεσίας;

Έχει περαιτέρω σημασία το γεγονός ότι κατά το άρθρο 13 C του LBM, το δικαίωμα επί σήματος συνταχθέντος σε μια από τις εθνικές ή τοπικές γλώσσες της επικράτειας της Μπενελούξ καλύπτει αυτοδικαίως τη μετάφραση σε άλλη από τις γλώσσες αυτές;

6)      Αρκεί απλώς και μόνον το γεγονός ότι μια περιγραφική ένδειξη κατατέθηκε συγχρόνως ως σήμα για προϊόντα και/ή υπηρεσίες, για τα οποία η ένδειξη δεν είναι περιγραφική, για να είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι η ένδειξη έχει, ως εκ τούτου, διακριτικό χαρακτήρα για τα προϊόντα αυτά και/ή τις υπηρεσίες αυτές [παραδείγματος χάριν, η ονομασία Postkantoor (ταχυδρομικό γραφείο) για έπιπλα];

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, πρέπει, για να κριθεί αν μια τέτοια περιγραφική ένδειξη έχει διακριτικό χαρακτήρα για τέτοια προϊόντα και/ή τέτοιες υπηρεσίες, να ληφθεί υπόψη το ενδεχόμενο, λόγω  του περιγραφικού χαρακτήρα της ενδείξεως αυτής (το κοινό ή μέρος του κοινού) να μην εκλάβει την ένδειξη αυτή ως διακριτικό σημείο (όλων) των εν λόγω προϊόντων ή υπηρεσιών (ή μέρους αυτών);

7)      Αφότου τα κράτη της Μπενελούξ επέλεξαν όπως το Γραφείο Σημάτων της Μπενελούξ εξετάζει τις αιτήσεις καταχωρίσεως σήματος πριν προβεί στην καταχώριση των σημάτων, η πολιτική που το Γραφείο Σημάτων της Μπενελούξ ακολουθεί κατά την εξέταση βάσει του άρθρου 6 bis του LBM είναι (πρέπει να είναι), σύμφωνα με τα κοινά σχόλια των κυβερνήσεων, “προσεκτική και συγκρατημένη πολιτική, η οποία να λαμβάνει υπόψη κάθε συμφέρον της οικονομικής ζωής και να έχει αποκλειστικώς ως σκοπό να διορθώνονται ή να απορρίπτονται οι προδήλως απαράδεκτες αιτήσεις καταχωρίσεως σήματος”: Ασκεί τούτο επιρροή επί των απαντήσεων στα προεκτεθέντα ερωτήματα; Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, βάσει ποιων κανόνων πρέπει να εκτιμάται εάν μια αίτηση είναι “προδήλως απαράδεκτη”;

Λαμβάνεται ως δεδομένο ότι, σε μια δικαστική διαδικασία ακυρώσεως σήματος (η οποία μπορεί να κινηθεί μετά την καταχώριση του σήματος), δεν απαιτείται, πέραν της ακυρότητας της ενδείξεως η οποία κατατέθηκε ως σήμα, η εν λόγω ένδειξη να είναι “προδήλως απαράδεκτη”.

8)      Συμβιβάζεται με την οικονομία της οδηγίας και της Συμβάσεως των Παρισίων η καταχώριση μιας ενδείξεως για ορισμένα προϊόντα ή ορισμένες υπηρεσίες, με περιορισμό της καταχωρίσεως στα προϊόντα και στις υπηρεσίες που δεν έχουν μία ή περισσότερες ιδιότητες (παραδείγματος χάριν, η κατάθεση της ενδείξεως Postkantoor για τις υπηρεσίες: διαφήμιση μέσω ταχυδρομείου και έκδοση γραμματοσήμων “στο μέτρο που δεν έχουν σχέση με ταχυδρομικό γραφείο”).

9)      Έχει σημασία για την απάντηση στα ερωτήματα το γεγονός ότι παρεμφερής ένδειξη καταχωρίστηκε σε άλλο κράτος μέλος ως σήμα για ομοειδή προϊόντα ή ομοειδείς υπηρεσίες;»

 Επί των τριών πρώτων ερωτημάτων

19      Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο θέτει κατ’ ουσίαν το ζήτημα αν το άρθρο 3 της οδηγίας πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η αρμόδια για την καταχώριση των σημάτων αρχή πρέπει να λάβει υπόψη όχι μόνον την ένδειξη που κατατέθηκε, αλλά και όλα τα ασκούντα επιρροή πραγματικά περιστατικά και όλες τις ασκούσες επιρροή περιστάσεις που γνωρίζει. Με το δεύτερο και το τρίτο ερώτημα, τα οποία πρέπει να συνεξετασθούν, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να μάθει σε ποιο στάδιο της ακολουθούμενης ενώπιόν του διαδικασίας η αρμόδια αρχή πρέπει να λάβει υπόψη το σύνολο των πραγματικών περιστατικών και περιστάσεων που ασκούν επιρροή και αν, σε περίπτωση προσφυγής στη δικαιοσύνη, το επιλαμβανόμενο δικαστήριο πρέπει επίσης να τα λάβει υπόψη.

 Παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο

20      Η KPN φρονεί ότι το BBM, οσάκις εξετάζει τη δυνατότητα καταχωρίσεως σήματος, δεν πρέπει να στηρίζει την εκτίμησή του αποκλειστικώς επί του σήματος, αλλά μπορεί να λαμβάνει υπόψη ορισμένα κοινώς γνωστά πραγματικά περιστατικά καθώς και τα στοιχεία που προσκόμισε ο καταθέτης. Εντούτοις, το BBM δεν δύναται να υπερακοντίζει τα ασκούντα επιρροή πραγματικά περιστατικά και τις ασκούσες επιρροή περιστάσεις, των οποίων έχει λάβει γνώση κατά την κατάθεση της αιτήσεως.

21      Η KPN διατείνεται ότι το BBM οφείλει να εφαρμόζει τα αυτά κριτήρια τόσο κατά την προσωρινή όσο και κατά την οριστική απόφανση επί αιτήσεως καταχωρίσεως, αλλά, παρά ταύτα, πρέπει να έχει τη δυνατότητα να λάβει υπόψη, όταν αποφαίνεται οριστικώς, πραγματικά περιστατικά, τα οποία ασκούν επιρροή και περιήλθαν σε γνώση του μετά την προσωρινή εξέταση της αιτήσεως.

22      Τέλος, η KPN εκθέτει ότι το δικαστήριο, το οποίο επιλαμβάνεται ενδίκου βοηθήματος κατ’ αποφάσεως του BBM, οφείλει να εξετάσει τα ίδια πραγματικά περιστατικά με το BBM.

23      Το BBM ισχυρίζεται ότι οφείλει να λάβει υπόψη το σύνολο των εν γνώσει του πραγματικών περιστατικών και περιστάσεων που αφορούν το ζήτημα αν η ένδειξη, όπως κατατέθηκε, μπορεί να επιτελέσει λειτουργία σήματος δυναμένου να διακρίνει τα προϊόντα και τις υπηρεσίες, για τα οποία ζητείται η καταχώρισή του. Ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατόν να αρκεστεί στα στοιχεία τα οποία προσκομίζει ο καταθέτης ή αυτά που είναι κοινώς γνωστά, δεδομένου ότι, αν ήθελε να στηριχθεί σε στοιχεία άγνωστα στον καταθέτη, θα έπρεπε να τον καλέσει να αναπτύξει τις απόψεις του, όπως επιβάλλει η αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας.

24      Εξάλλου, το BBM διατείνεται ότι η εν λόγω υποχρέωση συνεκτιμήσεως του συνόλου των πραγματικών περιστατικών και περιστάσεων που ασκούν επιρροή έχει εφαρμογή επί όλων των σταδίων της ενώπιόν του διαδικασίας.

25      Τέλος, το BBM εκθέτει, κατ’ ουσίαν, ότι το δικαστήριο το οποίο επιλαμβάνεται ενδίκου βοηθήματος πλήττοντος απόφασή του πρέπει να αξιολογεί τα υπέρ της αιτήσεως καταχωρίσεως στοιχεία βάσει του συνόλου των πραγματικών περιστατικών και περιστάσεων που ήταν γνωστά στο BBM κατά τη στιγμή της οριστικής απορρίψεως, χωρίς να μπορεί να λάβει υπόψη νέα στοιχεία προσκομιζόμενα για πρώτη φορά ενώπιόν του.

26      Η Επιτροπή διατείνεται ότι είναι αδιανόητη μια in abstracto εκτίμηση ως προς το κατατεθέν σήμα και ως προς το ζήτημα αν τούτο εμπίπτει σε μια από τις περιπτώσεις απαραδέκτου ή ακυρότητας που απαριθμούνται στο άρθρο 3 της οδηγίας.

27      Συγκεκριμένα, αφενός, για κάθε σήμα –ιδίως τα λεκτικά σήματα–, η απάντηση στο ερώτημα αυτό εξαρτάται από τη σημασία της ενδείξεως, η οποία, με τη σειρά της, εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιείται το εν λόγω σήμα στον κοινωνικό και τον συναλλακτικό βίο, ιδίως έναντι του κοινού που είναι αποδέκτης του οικείου σήματος. Αφετέρου, η αιτούμενη προστασία ουδέποτε είναι απόλυτη, αλλά αφορά ορισμένα προϊόντα ή υπηρεσίες που πρέπει να προσδιορίζονται με την αίτηση καταχωρίσεως. Η ικανότητα του σήματος να διακρίνει τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες μιας επιχειρήσεως από τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες άλλων επιχειρήσεων πρέπει να εκτιμάται πάντοτε σε σχέση προς τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες, για τα οποία ζητείται η καταχώρισή του.

28      Τέλος, η Επιτροπή εκθέτει ότι, μολονότι τα κράτη μέλη εξακολουθούν να απολαύουν ελευθερίας ως προς τη διαμόρφωση των διαδικαστικών διατάξεων περί σημάτων, η τήρηση, αντιθέτως, των ουσιαστικών διατάξεων της οδηγίας δεν είναι δυνατόν να εξαρτάται από το στάδιο της οικείας διαδικασίας, οπότε η υποχρέωση αξιολογήσεως της αιτήσεως καταχωρίσεως υπό το πρίσμα των συγκεκριμένων περιστάσεων ισχύει τόσον ενώπιον της αρμόδιας διοικητικής αρχής όσον και ενώπιον του δικαστηρίου.

 Απάντηση του Δικαστηρίου

29      Επί του ζητήματος αν η αρμόδια αρχή οφείλει να λάβει υπόψη το σύνολο των πραγματικών περιστατικών και περιστάσεων που ασκούν επιρροή, κατά την εξέταση αιτήσεως καταχωρίσεως σήματος, επιβάλλεται η διαπίστωση, πρώτον, ότι η δωδέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας ορίζει ότι «όλα τα κράτη μέλη της Κοινότητας δεσμεύονται από τη Σύμβαση των Παρισίων για την προστασία της βιομηχανικής ιδιοκτησίας» και ότι «είναι απαραίτητο οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας να βρίσκονται σε πλήρη αρμονία με τις διατάξεις της Σύμβασης των Παρισίων».

30      Το άρθρο 6ε, Γ, παράγραφος 1, της Συμβάσεως των Παρισίων ορίζει ότι «κατά την εκτίμησιν αν σήμα τι είναι επιδεκτικόν προστασίας, δέον να λαμβάνονται υπόψιν άπαντα τα πραγματικά περιστατικά, ιδία δε η διάρκεια της χρήσεως».

31      Δεύτερον, η αρμόδια αρχή, οσάκις εξετάζει αίτηση καταχωρίσεως σήματος και, πρέπει, προς τούτο, να αποφανθεί, ιδίως, αν το σήμα έχει ή όχι διακριτικό χαρακτήρα, είναι ή όχι περιγραφικό των χαρακτηριστικών των οικείων προϊόντων ή υπηρεσιών, έχει ή όχι καταστεί κοινόχρηστο, δεν μπορεί να προβεί σε εξέταση in abstracto.

32      Συγκεκριμένα, κατά την εξέταση αυτή, εναπόκειται στην αρμόδια αρχή να λάβει υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση, μεταξύ των οποίων η φύση του (λεκτικό σήμα, σήμα συνιστάμενο σε απεικόνιση κ.λπ.) και, αν πρόκειται περί λεκτικού σήματος, τη σημασία της ενδείξεως προκειμένου να κριθεί αν, ως προς το σήμα αυτό, συντρέχει λόγος απαραδέκτου εκ των απαριθμουμένων στο άρθρο 3 της οδηγίας.

33      Εξάλλου, δεδομένου ότι η καταχώριση σήματος ζητείται πάντοτε σε σχέση προς προϊόντα ή υπηρεσίες που μνημονεύονται στην αίτηση καταχωρίσεως, το ζήτημα αν ως προς το σήμα συντρέχει λόγος απαραδέκτου εκ των απαριθμουμένων στο άρθρο 3 της οδηγίας πρέπει να κριθεί in concreto σε σχέση προς τα εν λόγω προϊόντα ή υπηρεσίες.

34      Ο διακριτικός χαρακτήρας ενός σήματος, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας, πρέπει να εκτιμάται σε σχέση, αφενός, με τα εν λόγω προϊόντα ή υπηρεσίες και, αφετέρου, με την αντίληψη του οικείου κοινού, συνισταμένου στον μέσο καταναλωτή των εν λόγω προϊόντων ή υπηρεσιών, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι σε λογικό βαθμό προσεκτικός (βλ., ιδίως, αποφάσεις της 8ης  Απριλίου 2003, C‑53/01 έως C‑55/01, Linde κ.λπ., Συλλογή 2003, σ. I‑3161, σκέψη 41, και της 6ης Μαΐου 2003, C‑104/01, Libertel, Συλλογή 2003, σ. Ι‑3793, σκέψεις 46 και 75).

35      Στο πλαίσιο της εκτιμήσεώς της, η αρμόδια αρχή λαμβάνει υπόψη το σύνολο των ασκούντων επιρροή πραγματικών περιστατικών και περιστάσεων, περιλαμβανομένων, κατά περίπτωση, των πορισμάτων μελέτης προσκομιζομένης από τον αιτούντα με σκοπό να καταδειχθεί, επί παραδείγματι, ότι το σήμα δεν στερείται διακριτικού χαρακτήρα ή ότι δεν είναι παραπλανητικό.

36      Επί του ζητήματος, αφενός, σε ποιο στάδιο της ακολουθουμένης ενώπιον της αρμόδιας αρχής διαδικασίας εξετάσεως πρέπει να ληφθεί υπόψη το σύνολο των ασκούντων επιρροή πραγματικών περιστατικών και περιστάσεων και, αφετέρου, αν, στην περίπτωση κατά την οποία η εθνική νομοθεσία προβλέπει τη δυνατότητα προσφυγής στη δικαιοσύνη κατά της αποφάσεως της εν λόγω αρχής, το επιλαμβανόμενο δικαστήριο πρέπει επίσης να λάβει υπόψη τα ασκούντα επιρροή πραγματικά περιστατικά και περιστάσεις, πρέπει να επισημανθεί ότι η αρμόδια αρχή πρέπει να λάβει υπόψη όλα τα πραγματικά περιστατικά και τις περιστάσεις που ασκούν επιρροή, πριν αποφανθεί οριστικώς επί αιτήσεως καταχωρίσεως του σήματος. Δικαστήριο, το οποίο επιλαμβάνεται ενδίκου βοηθήματος κατ’ αποφάσεως επί αιτήσεως καταχωρίσεως σήματος, πρέπει επίσης να λάβει υπόψη το σύνολο των ασκούντων επιρροή πραγματικών περιστατικών και περιστάσεων εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων του, όπως τις ορίζουν οι εφαρμοστέες εθνικές διατάξεις.

37      Επομένως, στα πρώτα τρία ερωτήματα προσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 3 της οδηγίας πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η αρμόδια για την καταχώριση των σημάτων αρχή πρέπει να συνεκτιμά, πέραν του κατατεθέντος σήματος, το σύνολο των πραγματικών περιστατικών και περιστάσεων που ασκούν επιρροή.

Η εν λόγω αρχή πρέπει να λάβει υπόψη όλα τα ασκούντα επιρροή πραγματικά περιστατικά και περιστάσεις πριν λάβει οριστική απόφαση επί αιτήσεως καταχωρίσεως σήματος. Δικαστήριο, το οποίο επιλαμβάνεται ενδίκου βοηθήματος κατ’ αποφάσεως επί αιτήσεως καταχωρίσεως σήματος, πρέπει επίσης να λάβει υπόψη το σύνολο των ασκούντων επιρροή πραγματικών περιστατικών και περιστάσεων εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων του, όπως  τις ορίζουν οι εφαρμοστέες εθνικές διατάξεις.

 Επί του ενάτου ερωτήματος

38      Με το ένατο ερώτημά του, το οποίο πρέπει να εξεταστεί δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν το γεγονός ότι ένα σήμα καταχωρίστηκε σε κράτος μέλος για ορισμένα προϊόντα ή υπηρεσίες ασκεί επιρροή επί της εξετάσεως, εκ μέρους της αρμόδιας για την καταχώριση σημάτων αρχής σε άλλο κράτος μέλος, αιτήσεως καταχωρίσεως παρεμφερούς σήματος για ομοειδή προϊόντα ή ομοειδείς υπηρεσίες με αυτά για τα οποία καταχωρίστηκε το πρώτο σήμα.

 Παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο

39      Η KPN εκτιμά ότι η εντός κράτους μέλους καταχώριση σήματος για ορισμένα προϊόντα ή ορισμένες υπηρεσίες δεν έχει ως συνέπεια ότι, εν πάση περιπτώσει, το ίδιο ή παρεμφερές σήμα πρέπει να καταχωριστεί επίσης για τα ίδια προϊόντα ή τις ίδιες υπηρεσίες σε άλλα κράτη μέλη. Συγκεκριμένα, δεδομένο σήμα δεν έχει κατ’ ανάγκη, καθεαυτό, την ίδια διακριτική ικανότητα σε κάθε κράτος μέλος. Σύμφωνα με την KPN, πρέπει να εξετασθεί, σε κάθε κράτος μέλος, κατά πόσον το εν λόγω σήμα έχει διακριτικό χαρακτήρα κατά την αντίληψη του κοινού που πρέπει να ληφθεί υπόψη σε αυτό το κράτος μέλος.

40      Το BBM προβάλλει ότι δεν είναι δυνατόν να λάβει υπόψη κατά την εξέταση κατατεθέντος σήματος, πέραν του εν λόγω σήματος, αυτά που έχουν κατατεθεί στα λοιπά κράτη μέλη. Επιπλέον, ένα σήμα, ακόμη και αν στερείται αρχικώς διακριτικού χαρακτήρα, ενδέχεται να έχει καταχωριστεί εντός άλλου κράτους μέλους, διότι απέκτησε εκεί διακριτικό χαρακτήρα διά της χρήσεως, ο δε καταθέτης πέτυχε να γίνει δεκτό. Τέλος, κατά το BBM, ένα σήμα δεν αποκτά διακριτικό χαρακτήρα εκ του γεγονότος ότι καταχωρίστηκε κακώς άλλο σήμα, ομοίως στερούμενο διακριτικού χαρακτήρα. Σφάλματα εκτιμήσεως είναι αναπόφευκτα, αλλά δεν πρέπει να επαναλαμβάνονται κατ’ ανάγκη, λόγω εσφαλμένης ερμηνείας γενικών αρχών του δικαίου όπως είναι η προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ή η ασφάλεια δικαίου.

41      Η Επιτροπή εκθέτει ότι η εντός κράτους μέλους οριστική καταχώριση, κατόπιν ελέγχου των λόγων απαραδέκτου, δύναται να αποτελέσει ένδειξη για τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών, οσάκις προβαίνουν σε έλεγχο δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχεία β΄ έως δ΄, της οδηγίας. Ωστόσο, επί λεκτικών σημάτων, τέτοια καταχώριση είναι λυσιτελής μόνον αν η οικεία ένδειξη ανήκει σε μία από τις γλώσσες της εν λόγω νομοθεσίας περί σημάτων. Εν πάση περιπτώσει, τέτοια καταχώριση συνιστά απλή ένδειξη και δεν είναι δυνατόν να υποκαταστήσει την εκτίμηση στην οποία οφείλουν να προβούν οι αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών βάσει των συγκεκριμένων περιστάσεων κάθε υποθέσεως, λαμβάνοντας υπόψη την προστασία των ενδιαφερομένων κύκλων στα εν λόγω κράτη μέλη.

 Απάντηση του Δικαστηρίου

42      Όπως επισημάνθηκε με τη σκέψη 32 της παρούσας αποφάσεως, εναπόκειται στην αρμόδια αρχή να λάβει υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση, προκειμένου να κριθεί αν συντρέχει, ως προς αυτό, λόγος απαραδέκτου εκ των απαριθμουμένων στο άρθρο 3 της οδηγίας. Επιπλέον, όπως υπομνήσθηκε με τη σκέψη 33 της παρούσας αποφάσεως, η αίτηση καταχωρίσεως σήματος αφορά πάντοτε προϊόντα ή υπηρεσίες που μνημονεύονται στην αίτηση καταχωρίσεως.

43      Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι ένα σήμα έχει καταχωριστεί εντός κράτους μέλους για ορισμένα προϊόντα ή υπηρεσίες δεν είναι δυνατόν να ασκήσει επιρροή επί του ζητήματος αν παρεμφερές σήμα, του οποίου ζητείται η καταχώριση εντός άλλου κράτους μέλους για ομοειδή προϊόντα ή υπηρεσίες, καταλαμβάνεται ή όχι από λόγο απαραδέκτου εκ των απαριθμουμένων στο άρθρο 3 της οδηγίας.

44      Επομένως, στο ένατο ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι το γεγονός ότι ένα σήμα έχει καταχωριστεί εντός κράτους μέλους για ορισμένα προϊόντα ή υπηρεσίες δεν ασκεί επιρροή επί της εξετάσεως, εκ μέρους της αρμόδιας για την καταχώριση σημάτων αρχής σε άλλο κράτος μέλος, αιτήσεως καταχωρίσεως παρεμφερούς σήματος για ομοειδή προϊόντα ή ομοειδείς υπηρεσίες με αυτά για τα οποία καταχωρίστηκε το πρώτο σήμα.

 Επί του τετάρτου ερωτήματος

45      Με το πρώτο σκέλος του τετάρτου ερωτήματός του, το οποίο πρέπει να εξετασθεί τρίτο, το αιτούν δικαστήριο θέτει το ζήτημα αν το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας απαγορεύει την καταχώριση σήματος συνισταμένου αποκλειστικώς σε σημεία ή ενδείξεις που δύνανται να χρησιμεύσουν, στο εμπόριο, προς δήλωση των χαρακτηριστικών των προϊόντων ή των υπηρεσιών για τα οποία ζητείται η καταχώριση, οσάκις υπάρχουν συνηθέστερα σημεία ή συνηθέστερες ενδείξεις προς δήλωση των αυτών χαρακτηριστικών. Ερωτά επίσης αν ο μικρός ή μεγάλος αριθμός ανταγωνιστών που ενδέχεται να ενδιαφέρονται να χρησιμοποιήσουν τα σημεία ή τις ενδείξεις, εκ των οποίων απαρτίζεται το σήμα, ασκεί επιρροή επί της απαντήσεως στο ερώτημα αυτό. Με το δεύτερο σκέλος του τετάρτου ερωτήματος, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να μάθει ποιες συνέπειες, επί της εφαρμογής αυτής της διατάξεως, απορρέουν από εθνική ρύθμιση, δυνάμει της οποίας το αποκλειστικό δικαίωμα, εντός ζώνης όπου συνυπάρχει πληθώρα επίσημα αναγνωρισμένων γλωσσών, το οποίο παρέχει η καταχώριση σήματος συνταχθέντος σε μία εκ των γλωσσών αυτών καλύπτει αυτοδικαίως τις μεταφράσεις στις λοιπές γλώσσες.

 Παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο

46      Σύμφωνα με την KPN, δεν είναι σπάνιο ένα εγκύρως καταχωρισμένο σήμα να έχει, κατά κάποιον τρόπο, δημιουργό συνειρμών ή περιγραφικό χαρακτήρα. Εντούτοις, ένα τέτοιο σήμα δεν μπορεί να θεωρηθεί απαράδεκτο προς καταχώριση, ακόμη και αν, σε ορισμένη μερίδα του κοινού, δημιουργεί αυθορμήτως συνειρμό προς τα χαρακτηριστικά των προϊόντων για τα οποία καταχωρίστηκε. Σήματα τα οποία, κατά τη στιγμή της καταχωρίσεως, δεν αποτελούν συνήθη ένδειξη δηλούσα ορισμένη ιδιότητα των προϊόντων, αλλ’ απλώς και μόνο δημιουργούν συνειρμό, δεν εμπίπτουν στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.

47      Η KPN προσθέτει ότι έχει σημασία το ζήτημα αν οι ανταγωνιστές διαθέτουν εναλλακτικές λύσεις, διότι, όσο περισσότερες είναι οι εναλλακτικές λύσεις, τόσο μειώνεται ο κίνδυνος ένας ανταγωνιστής, ο οποίος έχει περιορισμένες δυνατότητες, να χρησιμοποιήσει δημιουργό συνειρμών σημείο ως διακριτικό σημείο.

48      Το BBM φρονεί ότι ο κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας λόγος απαραδέκτου ισχύει στην περίπτωση κατά την οποία το σήμα συνίσταται αποκλειστικώς από σημεία ή ενδείξεις που μπορούν να χρησιμεύσουν, στο εμπόριο, προς δήλωση των χαρακτηριστικών των προϊόντων ή των υπηρεσιών για τα οποία ζητείται η καταχώριση αυτή, είναι δε αδιάφορο αν υφίστανται άλλες δυνατότητες, εκτός της χρήσεως των εν λόγω σημείων ή ενδείξεων, προς δήλωση των αυτών χαρακτηριστικών. Η ανάλυση αυτή επιρρωννύεται από την απόφαση της 4ης Μαΐου 1999, C‑108/97 και C‑109/97, Windsurfing Chiemsee (Συλλογή 1999, σ. I‑2779).

49      Το BBM διατείνεται, εξάλλου, ότι το ζήτημα περί του αν λίγοι ή πολλοί ανταγωνιστές επιθυμούν να χρησιμοποιήσουν τα σημεία ή τις ενδείξεις περί των οποίων πρόκειται, δεν είναι καθοριστικό για την εφαρμογή του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.

50      Τέλος, κατά το BBM, βάσει του δικαίου της Μπενελούξ περί σημάτων, η επικράτεια της Μπενελούξ είναι ενιαία και αδιαίρετη, οπότε, αν ένα σημείο έχει περιγραφικό χαρακτήρα εντός ενός μόνον από τα κράτη μέλη της Μπενελούξ ή σε μία μόνο από τις γλώσσες της Μπενελούξ ή στερείται εκεί διακριτικού χαρακτήρα για άλλο λόγο, η καταχώρισή του ως σήματος πρέπει να απορριφθεί για το σύνολο της επικράτειας της Μπενελούξ.

51      Επικαλούμενη την προπαρατεθείσα απόφαση Windsurfing Chiemsee, η Επιτροπή διατείνεται ότι η κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας απαγόρευση των περιγραφικών σημάτων έχει ως σκοπό οι περιγραφικές των χαρακτηριστικών των προϊόντων ενδείξεις να μπορούν να χρησιμοποιούνται ελευθέρως απ’ όλους. Συναφώς, δεν είναι αναγκαίο ο κίνδυνος μονοπωλήσεως να είναι ενεστώς ή συγκεκριμένος προκειμένου να απαγορευθούν τέτοια σήματα. Εξάλλου, το ζήτημα αν τα σημεία ή οι ενδείξεις, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν προς δήλωση των χαρακτηριστικών των προϊόντων έχουν, ή όχι, συνώνυμα, δεν ασκεί επιρροή.

52      Τέλος, κατά την Επιτροπή, το ζήτημα αν η δημιουργία καταστάσεως μονοπωλίου συνεπεία της καταχωρίσεως σήματος, συνισταμένου αποκλειστικώς από τέτοια σημεία ή τέτοιες ενδείξεις, ενδέχεται να θίξει λίγους ή πολλούς ανταγωνιστές, είναι επίσης άνευ σημασίας.

 Απάντηση του Δικαστηρίου

53      Επί του πρώτου σκέλους του ερωτήματος προσήκει η υπενθύμιση ότι, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, δεν καταχωρούνται τα σήματα που συνίστανται αποκλειστικώς από σημεία ή ενδείξεις που μπορούν να χρησιμεύσουν, στο εμπόριο, προς δήλωση των χαρακτηριστικών των προϊόντων ή των υπηρεσιών για τα οποία ζητείται η καταχώριση αυτή.

54      Όπως έχει αποφανθεί το Δικαστήριο (προπαρατεθείσες αποφάσεις Windsurfing Chiemsee, σκέψη 25· Linde κ.λπ., σκέψη 73, και Libertel, σκέψη 52), το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας επιδιώκει ένα σκοπό γενικού συμφέροντος, ο οποίος απαιτεί τέτοια σημεία ή τέτοιες ενδείξεις να μπορούν να χρησιμοποιηθούν απ’ όλους. Κατά συνέπεια, η διάταξη αυτή δεν επιτρέπει να επιφυλάσσονται τέτοια σημεία ή τέτοιες ενδείξεις μόνον για μια επιχείρηση λόγω της καταχωρίσεώς τους ως σήματος.

55      Συγκεκριμένα, το εν λόγω γενικό συμφέρον επιβάλλει το σύνολο των σημείων ή ενδείξεων που μπορούν να χρησιμεύσουν προς δήλωση των χαρακτηριστικών των προϊόντων ή υπηρεσιών, για τα οποία ζητείται η καταχώριση, να τίθεται στην ελεύθερη διάθεση όλων των επιχειρήσεων, προκειμένου αυτές να έχουν τη δυνατότητα χρήσεώς τους προς δήλωση των ίδιων χαρακτηριστικών των δικών τους προϊόντων. Επομένως, τα συνιστάμενα αποκλειστικώς σε τέτοια σημεία ή τέτοιες ενδείξεις σήματα δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο καταχωρίσεως, παρά μόνον κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3, παράγραφος 3, της οδηγίας.

56      Υπό τις συνθήκες αυτές, η αρμόδια αρχή πρέπει, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, να κρίνει αν σήμα, του οποίου ζητείται η καταχώριση συνιστά σήμερα, κατά την αντίληψη των ενδιαφερομένων κύκλων, περιγραφή των χαρακτηριστικών των οικείων προϊόντων ή υπηρεσιών ή αν  μπορεί ευλόγως να πιθανολογηθεί ότι τούτο μπορεί να συμβεί στο μέλλον (βλ. σχετικώς την προπαρατεθείσα απόφαση Windsurfing Chiemsee, σκέψη 31). Η αρμόδια αρχή αν, κατόπιν της εξετάσεως αυτής, καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τούτο συμβαίνει, πρέπει να αρνηθεί, δυνάμει της εν λόγω διατάξεως, την καταχώριση του σήματος.

57      Είναι άνευ σημασίας ότι υπάρχουν άλλα σημεία ή ενδείξεις συνηθέστερα αυτών που απαρτίζουν το εν λόγω σήμα, προς δήλωση των ίδιων χαρακτηριστικών των προϊόντων ή υπηρεσιών που μνημονεύονται στην αίτηση καταχωρίσεως. Συγκεκριμένα, το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας προβλέπει μεν ότι το σήμα, για να εμπίπτει στον εκεί διαλαμβανόμενο λόγο απαραδέκτου, πρέπει να συνίσταται «αποκλειστικώς» από σημεία ή ενδείξεις που μπορούν να χρησιμεύσουν προς δήλωση των χαρακτηριστικών των οικείων  προϊόντων ή υπηρεσιών, δεν απαιτεί όμως, αντιθέτως, αυτά τα σημεία ή οι ενδείξεις να αποτελούν τον μοναδικό δυνατό τρόπο δηλώσεως των εν λόγω χαρακτηριστικών.

58      Επίσης, δεν ασκεί αποφασιστική επιρροή το ζήτημα αν είναι σημαντικός ή όχι ο αριθμός των ανταγωνιστών που ενδέχεται να ενδιαφέρονται να χρησιμοποιήσουν τα σημεία ή τις ενδείξεις, εκ των οποίων απαρτίζεται το σήμα. Συγκεκριμένα, κάθε επιχείρηση η οποία προτείνει σήμερα, καθώς και κάθε επιχείρηση δυναμένη να προτείνει μελλοντικώς, προϊόντα ή υπηρεσίες ανταγωνιστικά προς αυτά, για τα οποία ζητείται η καταχώριση, πρέπει να έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει ελευθέρως τα σημεία ή τις ενδείξεις που μπορούν να χρησιμεύσουν προς δήλωση των χαρακτηριστικών των προϊόντων της ή των υπηρεσιών της.

59      Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του τετάρτου ερωτήματος, οσάκις, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης, η εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία περιλαμβάνει ρύθμιση, δυνάμει της οποίας το αποκλειστικό δικαίωμα, εντός ζώνης όπου συνυπάρχει πληθώρα επίσημα αναγνωρισμένων γλωσσών, το οποίο παρέχει η καταχώριση σήματος συνταχθέντος σε μία εκ των γλωσσών αυτών, καλύπτει αυτοδικαίως τις μεταφράσεις στις λοιπές γλώσσες, μια τέτοια διάταξη ισοδυναμεί, κατ’ ουσίαν, προς καταχώριση πλειόνων διαφορετικών σημάτων.

60      Κατά συνέπεια, η εν λόγω αρχή οφείλει να επαληθεύσει ότι εκάστη των μεταφράσεων αυτών δεν συνίσταται αποκλειστικώς από σημεία ή ενδείξεις που μπορούν να χρησιμεύσουν, στο εμπόριο, προς δήλωση των χαρακτηριστικών των προϊόντων ή των υπηρεσιών για τα οποία ζητείται η καταχώριση.

61      Επομένως, στο τέταρτο ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας απαγορεύει την καταχώριση σήματος, συνισταμένου αποκλειστικώς από σημεία ή ενδείξεις που μπορούν να χρησιμεύσουν στο εμπόριο, προς δήλωση των χαρακτηριστικών των προϊόντων ή των υπηρεσιών για τα οποία ζητείται η καταχώριση, τούτο δε ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία υπάρχουν συνηθέστερα σημεία ή συνηθέστερες ενδείξεις προς δήλωση των ίδιων χαρακτηριστικών, και μάλιστα ανεξαρτήτως του αριθμού των ανταγωνιστών που ενδέχεται να ενδιαφέρονται να χρησιμοποιήσουν τα σημεία  ή τις ενδείξεις εκ των οποίων συνίσταται το σήμα.

Οσάκις η εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία περιλαμβάνει ρύθμιση, δυνάμει της οποίας το αποκλειστικό δικαίωμα, εντός ζώνης όπου συνυπάρχει πληθώρα επίσημα αναγνωρισμένων γλωσσών, το οποίο παρέχει η καταχώριση σήματος συνταχθέντος σε μία εκ των γλωσσών αυτών, καλύπτει αυτοδικαίως τις μεταφράσεις στις λοιπές γλώσσες, η εν λόγω αρχή οφείλει να επαληθεύσει ότι εκάστη των μεταφράσεων αυτών δεν συνίσταται αποκλειστικώς από σημεία ή ενδείξεις που μπορούν να χρησιμεύσουν, στο εμπόριο, προς δήλωση των χαρακτηριστικών των εν λόγω προϊόντων ή υπηρεσιών.

 Επί του έκτου ερωτήματος

62      Με το πρώτο σκέλος του έκτου ερωτήματός του, το οποίο πρέπει να εξεταστεί τέταρτο, το αιτούν δικαστήριο θέτει, κατ’ ουσίαν, το ζήτημα αν το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι σήμα, το οποίο είναι μεν περιγραφικό ως προς τα χαρακτηριστικά ορισμένων προϊόντων ή υπηρεσιών, αλλά δεν είναι τέτοιο ως προς τα χαρακτηριστικά άλλων προϊόντων ή υπηρεσιών, κατά την έννοια του στοιχείου γ΄ της διατάξεως αυτής, πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει οπωσδήποτε διακριτικό χαρακτήρα έναντι των τελευταίων αυτών προϊόντων ή υπηρεσιών, κατά την έννοια του στοιχείου β΄ της εν λόγω διατάξεως. Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να μάθει, με το δεύτερο σκέλος του ερωτήματός του αν, προκειμένου να κριθεί αν τέτοιο σήμα στερείται, ή όχι, διακριτικού χαρακτήρα ως προς προϊόντα ή υπηρεσίες για τα οποία δεν είναι περιγραφικό, πρέπει να ληφθεί υπόψη το ενδεχόμενο το κοινό να μην εκλάβει την ένδειξη αυτή ως διακριτικό σημείο για τα προϊόντα αυτά ή τις υπηρεσίες αυτές, ένεκα του γεγονότος ότι έχει περιγραφικό χαρακτήρα ως προς τα χαρακτηριστικά άλλων προϊόντων ή υπηρεσιών.

 Παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο

63      Η KPN υποστηρίζει, αφενός, ότι αν, ως «περιγραφική ένδειξη», το αιτούν δικαστήριο εννοεί όρο της κοινής γλώσσας, στην περίπτωση αυτή, οσάκις τέτοιος όρος κατατίθεται ως σήμα για προϊόντα ή υπηρεσίες για τα οποία δεν είναι περιγραφικός, πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 1 και 3 της οδηγίας όσον αφορά το διακριτικό του χαρακτήρα. Αφετέρου, κατ’ αυτήν, ο διακριτικός χαρακτήρας σήματος πρέπει να εκτιμάται σε σχέση προς τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τα οποία κατατίθεται, και όχι σε σχέση προς προϊόντα ή υπηρεσίες που ενδεχομένως σχετίζονται με τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τα οποία κατατίθεται το σήμα.

64      Κατά το BBM, σήμα όπως Postkantoor μπορεί, ιδίως, να χρησιμεύσει προς δήλωση του προορισμού των προϊόντων ή των υπηρεσιών, επί παραδείγματι των επίπλων που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν σε ταχυδρομικό γραφείο. Υπό τις συνθήκες αυτές, το γεγονός ότι το οικείο κοινό μπορεί να εκλάβει το σήμα ως ένδειξη αφορώσα χαρακτηριστικό των σχετικών προϊόντων ή υπηρεσιών, ιδίως τον προορισμό, το καθιστά απαράδεκτο κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.

65      Εντούτοις, ακόμη και αν το κοινό δεν εξελάμβανε το σήμα Postkantoor για ορισμένα προϊόντα ή υπηρεσίες ως ένδειξη εμπίπτουσα στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, το εν λόγω σήμα θα ήταν και πάλι απαράδεκτο λόγω της διατάξεως αυτής. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το BBM, υπό το πρίσμα της εν λόγω διατάξεως, δεν ενδιαφέρει τόσο πώς εκλαμβάνεται σήμερα το σήμα από το οικείο κοινό, αλλά μάλλον το αν τούτο μπορεί να χρησιμεύσει, στο εμπόριο, προς δήλωση των χαρακτηριστικών ή περιστάσεων περί των οποίων γίνεται λόγος. Εξάλλου, πρέπει να ληφθεί υπόψη με ποιον τρόπο πιθανολογείται ευλόγως ότι θα εκλαμβάνουν μελλοντικώς το σήμα οι οικείες κατηγορίες του κοινού.

66      Η Επιτροπή διατείνεται, αφενός, ότι ο διακριτικός χαρακτήρας εξαρτάται συγχρόνως από τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τα οποία ζητείται η προστασία και από τη σχετική με τα εν λόγω προϊόντα ή τις εν λόγω υπηρεσίες αντίληψη του μέσου καταναλωτή, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και την εύλογη προσοχή. Φρονεί, αφετέρου, ότι οι λόγοι απαραδέκτου, περί των οποίων γίνεται λόγος, αντιστοίχως, στα στοιχεία β΄ και γ΄, του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας, πρέπει να εκτιμώνται χωριστά, παρά τις αλληλοεπικαλύψεις που ενδέχεται να εμφανιστούν στην πράξη. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το γεγονός ότι μια ένδειξη δεν είναι αποκλειστικώς περιγραφική γι’ αυτά τα προϊόντα ή γι’ αυτές τις υπηρεσίες δεν αρκεί για να συναχθεί ότι αυτή έχει διακριτικό χαρακτήρα ως προς τα εν λόγω προϊόντα ή υπηρεσίες.

 Απάντηση του Δικαστηρίου

67      Επί του πρώτου σκέλους του ερωτήματος, αφενός, από το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας προκύπτει ότι έκαστος των λόγων απαραδέκτου, οι οποίοι διαλαμβάνονται στη διάταξη αυτή, είναι ανεξάρτητος των λοιπών και απαιτεί χωριστή εξέταση (βλ., ιδίως, προπαρατεθείσα απόφαση  Linde κ.λπ., σκέψη 67). Τούτο συμβαίνει, ιδίως, με τους λόγους απαραδέκτου που απαριθμούνται, αντιστοίχως, στα σημεία β΄, γ΄ και δ΄ της εν λόγω διατάξεως, ακόμη και αν τα αντίστοιχα πεδία εφαρμογής τους προφανώς αλληλοεπικαλύπτονται (βλ., υπ’ αυτό το πνεύμα, απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2001, C-517/99, Merz & Krell, Συλλογή 2001, σ. I‑6959, σκέψεις 35 και  36).

68      Εξάλλου, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, οι διάφοροι λόγοι απαραδέκτου της καταχωρίσεως, που απαριθμούνται στο άρθρο 3 της οδηγίας, πρέπει να ερμηνεύονται υπό το φως του γενικού συμφέροντος που δικαιολογεί καθέναν από αυτούς (βλ., ιδίως, αποφάσεις της 18ης Ιουνίου 2002, C‑299/99, Philips, Συλλογή 2002, σ. I‑5475, σκέψη 77· Linde κ.λπ., προπαρατεθείσα, σκέψη 71, και Libertel, προπαρατεθείσα, σκέψη 51).

69      Κατά συνέπεια, εκ του γεγονότος ότι ένα σήμα δεν εμπίπτει σε έναν εξ αυτών των λόγων απαραδέκτου δεν συνάγεται ότι δεν μπορεί να εμπίπτει σε άλλον (βλ., υπ’ αυτό το πνεύμα, την προπαρατεθείσα απόφαση Linde κ.λπ., σκέψη 68).

70      Επομένως, η αρμόδια αρχή δεν μπορεί να καταλήξει στο συμπέρασμα, ειδικότερα, ότι σήμα δεν στερείται διακριτικού χαρακτήρα έναντι ορισμένων προϊόντων ή υπηρεσιών εκ μόνου του λόγου ότι δεν είναι περιγραφικό αυτών.

71      Αφετέρου, όπως υπομνήσθηκε με τη σκέψη 34 της παρούσας αποφάσεως, ο διακριτικός χαρακτήρας σήματος, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας, πρέπει να εκτιμάται σε σχέση προς τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που αναφέρονται στην αίτηση καταχωρίσεως.

72      Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 13 της οδηγίας, «[ε]άν οι λόγοι απαραδέκτου […] αφορούν μέρος μόνον των προϊόντων ή υπηρεσιών για τις οποίες το εν λόγω σήμα έχει κατατεθεί […], το απαράδεκτο […] καλύπτει μόνον τα συγκεκριμένα αυτά προϊόντα ή τις συγκεκριμένες αυτές υπηρεσίες».

73      Κατά συνέπεια, οσάκις η καταχώριση σήματος ζητείται για διάφορα προϊόντα ή υπηρεσίες, η αρμόδια αρχή πρέπει να βεβαιώνεται ότι το σήμα δεν εμπίπτει σε κανέναν από τους λόγους απαραδέκτου, οι οποίοι απαριθμούνται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας όσον αφορά έκαστο των προϊόντων αυτών ή εκάστη των υπηρεσιών αυτών, και μπορεί να καταλήξει σε διαφορετικό συμπέρασμα ανάλογα με το υπό κρίση προϊόν ή την υπό κρίση υπηρεσία.

74      Ως εκ τούτου, η αρμόδια αρχή δεν μπορεί να αποφανθεί ότι ένα σήμα δεν στερείται διακριτικού χαρακτήρα για ορισμένα προϊόντα ή ορισμένες υπηρεσίες εκ μόνου του λόγου ότι είναι περιγραφικό των χαρακτηριστικών άλλων προϊόντων ή υπηρεσιών, ακόμη και αν η καταχώρισή του ζητείται για το σύνολο των εν λόγω προϊόντων ή υπηρεσιών.

75      Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του ερωτήματος, ο διακριτικός χαρακτήρας σήματος πρέπει να εκτιμάται, όπως υπομνήσθηκε με τη σκέψη 34 της παρούσας αποφάσεως, αφενός, σε σχέση προς τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τα οποία ζητείται η καταχώριση του σήματος και, αφετέρου, σε σχέση προς την αντίληψη του οικείου κοινού, συνισταμένου στον μέσο καταναλωτή των εν λόγω προϊόντων ή υπηρεσιών, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και την εύλογη προσοχή.

76      Κατά συνέπεια, η αρμόδια αρχή, αν, αφού εξετάσει την αίτηση καταχωρίσεως σήματος, διαπιστώσει, υπό το πρίσμα του συνόλου των πραγματικών περιστατικών και περιστάσεων που ασκούν επιρροή, ότι ο έχων τη συνήθη πληροφόρηση και την εύλογη προσοχή μέσος καταναλωτής ορισμένων προϊόντων ή υπηρεσιών, εκλαμβάνει το σήμα ως στερούμενο διακριτικού χαρακτήρα έναντι των εν λόγω προϊόντων ή υπηρεσιών, οφείλει να αρνηθεί την καταχώριση του σήματος για τα προϊόντα αυτά ή τις υπηρεσίες αυτές, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας.

77      Αντιθέτως, δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι ο μέσος καταναλωτής άλλων προϊόντων ή υπηρεσιών, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και εύλογη προσοχή, εκλαμβάνει το αυτό σήμα ως περιγραφικό των χαρακτηριστικών των τελευταίων αυτών προϊόντων ή υπηρεσιών, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.

78      Συγκεκριμένα, ούτε από το άρθρο 3 της οδηγίας ούτε από άλλη διάταξη αυτής προκύπτει ότι ο περιγραφικός χαρακτήρας σήματος έναντι ορισμένων προϊόντων ή υπηρεσιών συνιστά λόγο απαραδέκτου αυτού του σήματος για άλλα προϊόντα και άλλες υπηρεσίες. Επομένως, όπως διευκρινίζεται με την έβδομη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, οι λόγοι απαραδέκτου που αφορούν το ίδιο το σήμα, απαριθμούνται περιοριστικά.

79      Συνεπώς, στο έκτο ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι σήμα, το οποίο είναι μεν περιγραφικό ως προς τα χαρακτηριστικά ορισμένων προϊόντων ή υπηρεσιών, αλλά δεν είναι τέτοιο ως προς τα χαρακτηριστικά άλλων προϊόντων ή υπηρεσιών, κατά την έννοια του στοιχείου γ΄ της διατάξεως αυτής, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει οπωσδήποτε διακριτικό χαρακτήρα έναντι των τελευταίων αυτών προϊόντων ή υπηρεσιών, κατά την έννοια του στοιχείου β΄ της εν λόγω διατάξεως.

Το γεγονός ότι ένα σήμα είναι περιγραφικό των χαρακτηριστικών ορισμένων προϊόντων ή υπηρεσιών, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄ της οδηγίας, δεν ασκεί επιρροή επί της εκτιμήσεως του διακριτικού χαρακτήρα του ίδιου σήματος έναντι άλλων προϊόντων ή υπηρεσιών, κατά την έννοια της αυτής παραγράφου, στοιχείο β΄.

 Επί του πέμπτου ερωτήματος

80      Εκ προοιμίου, πρέπει να υπομνησθεί, πρώτον, ότι το άρθρο 2 της οδηγίας σκοπεί στον καθορισμό των ειδών σημείων που μπορούν να αποτελέσουν σήματα (απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2002, C‑273/00, Sieckmann, Συλλογή 2002, σ. I‑11737, σκέψη 43), ανεξαρτήτως των προϊόντων ή υπηρεσιών, για τα οποία μπορεί να ζητείται η προστασία (βλ., υπ’ αυτό το πνεύμα, αποφάσεις Sieckmann, προπαρατεθείσα, σκέψεις 43 έως 55· Libertel, προπαρατεθείσα, σκέψεις 22 έως 42, και της 27ης Νοεμβρίου 2003, C‑283/01, Shield Mark, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 34 έως 41). Προβλέπει, ιδίως, ότι σήματα μπορεί να αποτελέσουν «οι λέξεις» και «τα γράμματα», υπό την προϋπόθεση ότι είναι κατάλληλα να χρησιμεύσουν προς διάκριση των προϊόντων ή των υπηρεσιών επιχειρήσεως από τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες  άλλων επιχειρήσεων.

81      Υπό το πρίσμα αυτής της διατάξεως, ουδείς λόγος υφίσταται να θεωρηθεί ότι λέξη όπως «Postkantoor» δεν μπορεί να επιτελέσει, έναντι ορισμένων προϊόντων ή υπηρεσιών, την ουσιώδη λειτουργία του σήματος, η οποία είναι να εγγυάται στον καταναλωτή ή στον τελικό χρήστη την καταγωγή του καλυπτόμενου από το σήμα προϊόντος ή υπηρεσίας, παρέχοντάς του τη δυνατότητα να διακρίνει χωρίς κίνδυνο συγχύσεως το εν λόγω προϊόν ή υπηρεσία από εκείνα που έχουν άλλη προέλευση (βλ., ιδίως, τις αποφάσεις της 29ης Σεπτεμβρίου 1998, C‑39/97, Canon, Συλλογή 1998, σ. I‑5507, σκέψη 28· Merz & Krell, προπαρατεθείσα, σκέψη 22, και Libertel, προπαρατεθείσα, σκέψη 62). Ως εκ τούτου, η ερμηνεία του άρθρου 2 της οδηγίας φαίνεται να στερείται λυσιτέλειας για την επίλυση της διαφοράς.

82      Ωστόσο, από τη διατύπωση του πέμπτου ερωτήματος προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να μάθει αν σήμα, του οποίου ζητείται η καταχώριση ως προς ορισμένα προϊόντα ή υπηρεσίες, εμπίπτει ή όχι σε λόγο απαραδέκτου. Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ότι, με το ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί την ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας.

83      Δεύτερον, όπως προκύπτει από τη σκέψη 15 της παρούσας αποφάσεως, στην υπόθεση της κύριας δίκης, το BBM στηρίχθηκε επί του «αποκλειστικώς περιγραφικού χαρακτήρα [του σημείου Postkantoor] για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες [περί των οποίων πρόκειται] που σχετίζονται με ταχυδρομικό γραφείο» για να καταλήξει ότι το σήμα Postkantoor στερείται διακριτικού χαρακτήρα.

84      Έτσι, η κατά το αιτούν δικαστήριο ενδεχόμενη έλλειψη διακριτικού χαρακτήρα του σήματος Postkantoor απορρέει από τη διαπίστωση ότι τούτο είναι περιγραφικό των χαρακτηριστικών των σχετικών προϊόντων και  υπηρεσιών, ως συνιστάμενο αποκλειστικώς από στοιχεία που είναι τα ίδια περιγραφικά των εν λόγω χαρακτηριστικών.

85      Συναφώς, όπως επισημάνθηκε με τη σκέψη 67 της παρούσας αποφάσεως, ακόμη κι αν έκαστος των κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας λόγων απαραδέκτου είναι ανεξάρτητος των λοιπών και απαιτεί χωριστή εξέταση, υφίσταται προφανής επικάλυψη των αντίστοιχων πεδίων εφαρμογής των λόγων οι οποίοι απαριθμούνται στα σημεία β΄, γ΄ και δ΄ της εν λόγω διατάξεως.

86      Ειδικότερα, λεκτικό σήμα, το οποίο είναι περιγραφικό των χαρακτηριστικών προϊόντων ή υπηρεσιών, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, στερείται οπωσδήποτε, εξ αυτού του λόγου, διακριτικού χαρακτήρα έναντι των αυτών προϊόντων ή υπηρεσιών, κατά την έννοια της ίδιας διατάξεως, στοιχείο β΄, της οδηγίας. Παρά ταύτα, ένα σήμα ενδέχεται να στερείται διακριτικού χαρακτήρα ως προς προϊόντα ή υπηρεσίες  για λόγους άλλους από τον ενδεχόμενο περιγραφικό χαρακτήρα του.

87      Ως εκ τούτου, προκειμένου να δοθεί χρήσιμη απάντηση προς το αιτούν δικαστήριο, πρέπει να θεωρηθεί ότι με το πέμπτο ερώτημά του, το οποίο πρέπει να εξεταστεί πέμπτο, το δικαστήριο αυτό ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι σήμα συνιστάμενο σε λέξη συντιθέμενη από στοιχεία, έκαστο των οποίων είναι περιγραφικό χαρακτηριστικών των προϊόντων ή υπηρεσιών, για τα οποία ζητείται η καταχώριση, μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν είναι το ίδιο περιγραφικό των χαρακτηριστικών των εν λόγω προϊόντων ή υπηρεσιών και, αν συντρέχει περίπτωση, υπό ποιες προϋποθέσεις. Σε αυτή την προοπτική το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν έχει σημασία το γεγονός ότι υφίστανται ή όχι συνώνυμα της λέξεως αυτής ή ότι τα χαρακτηριστικά των προϊόντων ή υπηρεσιών, προς δήλωση των οποίων μπορεί να χρησιμεύσει η λέξη, είναι από εμπορικής απόψεως ουσιώδη ή παρεπόμενα.

 Παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο

88      Η KPN διατείνεται ότι, οσάκις τα απαρτίζοντα ένα σήμα στοιχεία στερούνται οποιουδήποτε διακριτικού χαρακτήρα έναντι των προϊόντων ή υπηρεσιών που αφορά η αιτούμενη καταχώριση, το σήμα θα στερείται επίσης συνηθέστατα τέτοιου χαρακτήρα. Αντιθέτως, αν τα απαρτίζοντα το σήμα στοιχεία δεν στερούνται οποιουδήποτε διακριτικού χαρακτήρα, αλλά αναφέρονται απλώς στα σχετικά προϊόντα ή τις σχετικές υπηρεσίες, οπότε θα μπορούσαν θεωρητικώς να χρησιμοποιηθούν, στο εμπόριο, προς μνεία ορισμένων ιδιοτήτων τους, το σήμα ενδέχεται, παρά ταύτα, να έχει διακριτικό χαρακτήρα έναντι των εν λόγω προϊόντων ή υπηρεσιών.

89      Κατά το BBM, κάθε σήμα, σύνθετο ή όχι, πρέπει να πληροί τα κριτήρια που επιβάλλουν τα άρθρα 2 και 3, παράγραφος 1, στοιχεία β΄ έως δ΄, της οδηγίας. Νέος συνδυασμός λέξεων, εκάστη των οποίων στερείται διακριτικού χαρακτήρα, δεν αποκτά, εξ αυτού και μόνον του λόγου, διακριτική ικανότητα.

90      Το BBM διατείνεται ότι το συχνότερα ανακύπτον ζήτημα είναι αν συνδυασμός λέξεων, εκάστη των οποίων είναι απλώς περιγραφική των χαρακτηριστικών των σχετικών προϊόντων, καταλήγει παρά ταύτα να αποκτήσει επαρκή διακριτική ικανότητα, ώστε το σήμα, το οποίο συνίσταται από αυτόν τον συνδυασμό λέξεων, να μην έχει το ίδιο περιγραφικό χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας. Συναφώς, αν ο συνδυασμός είναι απλή παράθεση δύο στοιχείων, τα οποία, ως περιγραφικά, στερούνται διακριτικού χαρακτήρα, ο συνδυασμός αυτός, μολονότι νέος υπό στενή έννοια, συνήθως δεν θα θεωρηθεί ότι έχει διακριτικό χαρακτήρα.

91      Τέλος, η ύπαρξη συνωνύμων προς ένδειξη καθ’ υπόθεση περιγραφική δεν αποτελεί αποφασιστικό κριτήριο για το κύρος του συνισταμένου σε παρόμοια ένδειξη σήματος.

92      Κατά την Επιτροπή, σήμα συνιστάμενο από στοιχεία, έκαστο των οποίων στερείται οιουδήποτε διακριτικού χαρακτήρα έναντι των προϊόντων ή υπηρεσιών που αφορά η κατατεθείσα αίτηση, στερείται και το ίδιο, κατά κανόνα, εξαιρέσει της καθιερώσεως διά της χρήσεως, οποιουδήποτε διακριτικού χαρακτήρα, εκτός αν παρεπόμενα περιστατικά, όπως η εικαστική ή σημασιολογική τροποποίηση του συνδυασμού των εν λόγω στοιχείων, προσδώσουν στο σήμα πρόσθετο χαρακτηριστικό δυνάμενο να το καταστήσει κατάλληλο, ως σύνολο, προς διάκριση των προϊόντων ή υπηρεσιών επιχειρήσεως από τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες άλλων επιχειρήσεων. Ωστόσο, παρόμοια εκτίμηση πρέπει να στηρίζεται πάντοτε επί των συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών κάθε υποθέσεως.

 Απάντηση του Δικαστηρίου

93      Σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, δεν καταχωρούνται τα σήματα που συνίστανται αποκλειστικά από σημεία ή ενδείξεις που μπορούν να χρησιμεύσουν, στο εμπόριο, προς δήλωση του είδους, της ποιότητας, της ποσότητας, του προορισμού, της αξίας, της γεωγραφικής προέλευσης ή του χρόνου παραγωγής του προϊόντος ή της παροχής της υπηρεσίας, ή άλλων χαρακτηριστικών του προϊόντος ή της υπηρεσίας.

94      Όπως επισημάνθηκε με τη σκέψη 68 της παρούσας αποφάσεως, οι διάφοροι λόγοι απαραδέκτου της καταχωρίσεως, που απαριθμούνται στο άρθρο 3 της οδηγίας, πρέπει να ερμηνεύονται υπό το φως του γενικού συμφέροντος που δικαιολογεί κάθε έναν από αυτούς.

95      Από τις σκέψεις 54 και 55 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας επιδιώκει σκοπό γενικού συμφέροντος, ο οποίος απαιτεί να μπορούν να χρησιμοποιηθούν από όλους τα σημεία ή οι ενδείξεις που περιγράφουν τα χαρακτηριστικά των προϊόντων ή υπηρεσιών για τα οποία ζητείται η καταχώριση. Κατά συνέπεια, η διάταξη αυτή δεν επιτρέπει να επιφυλάσσονται τέτοια σημεία ή ενδείξεις μόνο για μια επιχείρηση λόγω της καταχωρίσεώς τους ως σήματος.

96      Προκειμένου ένα σήμα συνιστάμενο σε λέξη η οποία απορρέει από συνδυασμό στοιχείων, όπως αυτή που αποτελεί αντικείμενο της κύριας δίκης, να θεωρηθεί ως περιγραφικό, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, δεν αρκεί η διαπίστωση ότι έκαστο των εν λόγω στοιχείων έχει ενδεχομένως περιγραφικό χαρακτήρα. Τέτοιος χαρακτήρας πρέπει να διαπιστωθεί για την ίδια τη λέξη.

97      Εξάλλου, δεν απαιτείται τα σημεία ή οι ενδείξεις που συνθέτουν το σήμα και εμπίπτουν στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας να χρησιμοποιούνται όντως, κατά τον χρόνο της αιτήσεως καταχωρίσεως, για περιγραφικούς σκοπούς προϊόντων ή υπηρεσιών όπως εκείνα για τα οποία υποβάλλεται η αίτηση ή για χαρακτηριστικά γνωρίσματα των οικείων προϊόντων ή υπηρεσιών. Αρκεί, όπως δηλώνει το ίδιο το γράμμα της εν λόγω διατάξεως, τα ως άνω σημεία και οι ενδείξεις να μπορούν να χρησιμοποιούνται για τους ως άνω σκοπούς. Έτσι, κατ’ εφαρμογήν της οικείας διατάξεως, είναι απαράδεκτη η καταχώριση προφορικού σημείου αν, σε μία τουλάχιστον από τις ενδεχόμενες σημασίες του, είναι δηλωτικό χαρακτηριστικού γνωρίσματος των οικείων προϊόντων ή υπηρεσιών [βλ., υπ’ αυτό το πνεύμα, ως προς τις πανομοιότυπες διατάξεις του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1), απόφαση της  23ης Οκτωβρίου 2003, C-191/01 P, ΓΕΕΑ κατά  Wrigley, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 32].

98      Κατά κανόνα, ο απλός συνδυασμός στοιχείων, έκαστο των οποίων περιγράφει χαρακτηριστικά των προϊόντων ή υπηρεσιών για τα οποία ζητείται η καταχώριση, εξακολουθεί να είναι και ο ίδιος περιγραφικός των εν λόγω χαρακτηριστικών, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας. Συγκεκριμένα, από την απλή παράθεση τέτοιων στοιχείων χωρίς να επέλθει ασυνήθης μεταβολή, ιδίως συντακτική ή σημασιολογική, μπορεί να προέλθει μόνο σήμα συνιστάμενο αποκλειστικώς από σημεία ή ενδείξεις που μπορούν να χρησιμεύσουν, στο εμπόριο, προς δήλωση των χαρακτηριστικών των εν λόγω προϊόντων ή υπηρεσιών.

99      Ωστόσο, τέτοιος συνδυασμός ενδέχεται να μην είναι περιγραφικός, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, υπό την προϋπόθεση ότι δημιουργεί εντύπωση αρκούντως διαφορετική από εκείνη που παράγει η απλή σύνδεση των εν λόγω στοιχείων. Στην περίπτωση λεκτικού σήματος, το οποίο προορίζεται τόσο να ακούγεται όσο και να διαβάζεται, η προϋπόθεση αυτή πρέπει να πληρούται συγχρόνως ως προς την ακουστική και ως προς την οπτική εντύπωση που δημιουργεί το σήμα.

100    Επομένως, σήμα, συνιστάμενο σε λέξη συντιθέμενη από στοιχεία, έκαστο των οποίων είναι περιγραφικό χαρακτηριστικών των προϊόντων ή υπηρεσιών για τα οποία ζητείται η καταχώριση, είναι και το ίδιο περιγραφικό των εν λόγω χαρακτηριστικών, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, εκτός αν υφίσταται αισθητή διαφορά μεταξύ της λέξεως και της απλής παραθέσεως των συγκροτούντων αυτή στοιχείων, πράγμα που προϋποθέτει είτε ότι, λόγω του ασυνήθους χαρακτήρα του συνδυασμού σε σχέση προς τα εν λόγω προϊόντα ή τις υπηρεσίες, η λέξη δημιουργεί αρκούντως διαφορετική εντύπωση από εκείνη που παράγει η απλή παράθεση των ενδείξεων τις οποίες εκφέρουν τα συγκροτούντα αυτή στοιχεία, οπότε η λέξη κατισχύει της σωρεύσεως των εν λόγω στοιχείων, είτε ότι η λέξη έχει υπεισέλθει στην κοινή γλώσσα και απέκτησε δική της σημασία, οπότε είναι εφεξής ανεξάρτητη από τα στοιχεία που τη συγκροτούν. Επομένως, στην τελευταία αυτή περίπτωση, πρέπει να διερευνηθεί μήπως η λέξη, η οποία απέκτησε δική της σημασία, έχει η ίδια περιγραφικό χαρακτήρα κατά την έννοια της ίδιας διατάξεως.

101    Εξάλλου, για τον εκτιθέμενο στη σκέψη 57 της παρούσας αποφάσεως λόγο, η ύπαρξη ή όχι συνωνύμων που παρέχουν τη δυνατότητα δηλώσεως των αυτών χαρακτηριστικών των διαλαμβανομένων στην αίτηση προϊόντων ή υπηρεσιών είναι άνευ σημασίας για την εκτίμηση του αν ένα τέτοιο σήμα εμπίπτει στον λόγο απαραδέκτου του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.

102    Ομοίως, είναι αδιάφορο αν τα δυνάμενα να περιγραφούν χαρακτηριστικά των προϊόντων ή υπηρεσιών είναι, από εμπορικής απόψεως, ουσιώδη ή παρεπόμενα. Συγκεκριμένα, το γράμμα του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας δεν διακρίνει ανάλογα με τα χαρακτηριστικά με τα οποία μπορούν να δηλώνουν τα σημεία ή οι ενδείξεις που συγκροτούν το σήμα. Πράγματι, υπό το φως του γενικού συμφέροντος που δικαιολογεί την εν λόγω διάταξη, κάθε επιχείρηση πρέπει να έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί ελευθέρως τέτοια σημεία ή ενδείξεις προς δήλωση οποιουδήποτε χαρακτηριστικού των δικών της προϊόντων, ανεξαρτήτως της σπουδαιότητάς της από εμπορικής απόψεως.

103    Τέλος, με τις σκέψεις 59 και 60 της παρούσας αποφάσεως, δόθηκε ήδη απάντηση στο ερώτημα ποιες είναι οι συνέπειες μιας εθνικής διατάξεως, όπως αυτή του άρθρου 13, C, πρώτο εδάφιο, του LBM  επί της ερμηνείας του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.

104    Επομένως, στο πέμπτο ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι σήμα, συνιστάμενο σε λέξη, συντιθέμενη από στοιχεία, έκαστο των οποίων είναι περιγραφικό χαρακτηριστικών των προϊόντων ή υπηρεσιών, για τα οποία ζητείται η καταχώριση, είναι και το ίδιο περιγραφικό των χαρακτηριστικών των εν λόγω προϊόντων ή υπηρεσιών, κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, εκτός αν υφίσταται αισθητή διαφορά μεταξύ της λέξεως και της απλής παραθέσεως των συγκροτούντων αυτή στοιχείων, πράγμα που προϋποθέτει είτε ότι, λόγω του ασυνήθους χαρακτήρα του συνδυασμού σε σχέση προς τα εν λόγω προϊόντα ή τις υπηρεσίες, η λέξη δημιουργεί αρκούντως διαφορετική εντύπωση από εκείνη που παράγει η απλή παράθεση των ενδείξεων τις οποίες εκφέρουν τα συγκροτούντα αυτή στοιχεία, οπότε η λέξη κατισχύει της σωρεύσεως των εν λόγω στοιχείων, είτε ότι η λέξη έχει υπεισέλθει στην κοινή γλώσσα και απέκτησε δική της σημασία, οπότε είναι εφεξής ανεξάρτητη από τα στοιχεία που τη συγκροτούν. Επομένως, στην τελευταία αυτή περίπτωση, πρέπει να διερευνηθεί μήπως η λέξη, η οποία απέκτησε δική της σημασία, έχει η ίδια περιγραφικό χαρακτήρα κατά την έννοια της αυτής διατάξεως.

Η ύπαρξη ή όχι συνωνύμων που παρέχουν τη δυνατότητα περιγραφής των αυτών χαρακτηριστικών των διαλαμβανομένων στην αίτηση προϊόντων ή υπηρεσιών ή το ζήτημα αν τα δυνάμενα να περιγραφούν χαρακτηριστικά των προϊόντων ή υπηρεσιών είναι, από εμπορικής απόψεως, ουσιώδη ή παρεπόμενα, είναι άνευ σημασίας για την εκτίμηση του αν τέτοιο σήμα εμπίπτει στον λόγο απαραδέκτου του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.

 Επί του ογδόου ερωτήματος

105    Με το όγδοο ερώτημά του, το οποίο πρέπει να εξεταστεί έκτο, το αιτούν δικαστήριο θέτει, κατ’ ουσίαν, το ζήτημα αν η οδηγία ή η Σύμβαση των Παρισίων απαγορεύουν την, εκ μέρους της αρμόδιας για την καταχώριση των σημάτων αρχής, καταχώριση σήματος για ορισμένα προϊόντα ή ορισμένες υπηρεσίες  υπό την προϋπόθεση ότι δεν παρουσιάζουν συγκεκριμένο χαρακτηριστικό.

106    Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι με το ερώτημα ζητεί να μάθει αν το σήμα Postkantoor θα μπορούσε να καταχωριστεί, επί παραδείγματι, για τις υπηρεσίες διαφημίσεως μέσω ταχυδρομείου και εκδόσεως γραμματοσήμων «στο μέτρο που δεν έχουν σχέση με ταχυδρομικό γραφείο».

 Παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο

107    Η KPN υποστηρίζει ότι το ζήτημα αυτό δεν ρυθμίζεται από την οδηγία, οπότε δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου. Επικουρικώς, διατείνεται ότι τέτοιοι περιορισμοί είναι παραδεκτοί, είναι δε δυνατόν να γίνονται δεκτές ή ακόμη και να επιβάλλονται εξαιρέσεις στην κατάθεση αιτήσεως καταχωρίσεως.

108    Το BBM διατείνεται ότι, σύμφωνα με την οδηγία, μολονότι τα διαδικαστικά ζητήματα εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, η απόκτηση και η διατήρηση του επί του σήματος δικαιώματος υπόκεινται κατ’ αρχήν, εντός όλων αυτών των κρατών, στους ίδιους όρους. Στους όρους αυτούς περιλαμβάνεται η υποχρέωση να ανταποκρίνεται η καταχώριση σήματος σε διεθνώς αναγνωρισμένους κανόνες, ιδίως δε στην ταξινόμηση που προβλέπει ο Διακανονισμός της Νίκαιας.

109    Οι διατάξεις του Διακανονισμού της Νίκαιας δεν επιτρέπουν να καταχωριστεί η έλλειψη ορισμένου χαρακτηριστικού, μη δυναμένου να οριστεί αντικειμενικώς, ως υποκατηγορία σε κατάλογο προϊόντων ή υπηρεσιών.

110    Η Επιτροπή ισχυρίζεται, πρώτον, ότι το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί της συμβατότητας εθνικής διατάξεως με τη Σύμβαση των Παρισίων. Δεύτερον, επικαλουμένη τον κανονισμό 40/94, υποστηρίζει ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας δεν απαγορεύει τα περιγράφοντα ορισμένα προϊόντα ή υπηρεσίες σήματα, να μη γίνονται δεκτά για μέρος των προϊόντων ή υπηρεσιών που απαριθμούνται στην αίτηση καταχωρίσεως, πρακτική την οποία ακολουθεί επίσης το Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ).

 Απάντηση του Δικαστηρίου

111    Πρέπει να υπομνησθεί ότι ο Διακανονισμός της Νίκαιας κατανέμει τα προϊόντα και τις υπηρεσίες σε κλάσεις προκειμένου να διευκολύνεται η καταχώριση των σημάτων. Κάθε κλάση συμπεριλαμβάνει διάφορα προϊόντα ή διάφορες υπηρεσίες.

112    Αν μια επιχείρηση δύναται να ζητήσει την καταχώριση σήματος ως προς το σύνολο των προϊόντων ή των υπηρεσιών που περιλαμβάνει μια τέτοια κλάση, ουδεμία διάταξη της οδηγίας της απαγορεύει να ζητήσει την καταχώριση αυτή μόνον ως προς ορισμένα από τα εν λόγω προϊόντα ή ορισμένες από τις εν λόγω υπηρεσίες.

113    Ομοίως, οσάκις η καταχώριση σήματος ζητείται ως προς ολόκληρη κλάση κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας, η αρμόδια αρχή δύναται, δυνάμει του άρθρου 13 της οδηγίας, να καταχωριστεί το σήμα για ορισμένα μόνον από τα προϊόντα ή ορισμένες μόνον από τις υπηρεσίες που ανήκουν στην κλάση αυτή, αν, επί παραδείγματι, το σήμα στερείται διακριτικού χαρακτήρα έναντι των λοιπών προϊόντων ή των λοιπών υπηρεσιών που μνημονεύονται στην αίτηση.

114    Αντιθέτως, οσάκις η καταχώριση ζητείται για συγκεκριμένα προϊόντα ή συγκεκριμένες υπηρεσίες, απάδει το να μπορεί η αρμόδια αρχή να καταχωρίζει το σήμα μόνον εφόσον τα εν λόγω προϊόντα ή οι εν λόγω υπηρεσίες δεν παρουσιάζουν συγκεκριμένο χαρακτηριστικό.

115    Παρόμοια πρακτική θα συνεπαγόταν ανασφάλεια δικαίου ως προς την έκταση της παρεχομένης από το σήμα προστασίας. Οι τρίτοι – ιδίως οι ανταγωνιστές – δεν θα πληροφορούνταν, κατ’ αρχήν, ότι, όσον αφορά συγκεκριμένα προϊόντα ή συγκεκριμένες υπηρεσίες, η παρεχομένη από το σήμα προστασία δεν αφορά εκείνα από αυτά τα προϊόντα ή εκείνες από τις εν λόγω υπηρεσίες που παρουσιάζουν συγκεκριμένο χαρακτηριστικό, οπότε αυτοί θα κατέληγαν ενδεχομένως να μη χρησιμοποιούν τα σημεία ή τις  ενδείξεις, που συγκροτούν το σήμα και περιγράφουν το χαρακτηριστικό αυτό, για να περιγράψουν τα δικά τους προϊόντα.

116    Δεδομένου ότι παρόμοια πρακτική αντιβαίνει προς την οδηγία, παρέλκει η εξέταση του αιτήματος περί ερμηνείας της Συμβάσεως των Παρισίων.

117    Υπό τις συνθήκες αυτές, στο όγδοο ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι η οδηγία απαγορεύει να προβαίνει η αρμόδια για την καταχώριση των σημάτων αρχή σε καταχώριση σήματος για ορισμένα προϊόντα ή ορισμένες υπηρεσίες υπό τον όρο ότι τα εν λόγω προϊόντα ή οι εν λόγω υπηρεσίες δεν παρουσιάζουν συγκεκριμένο χαρακτηριστικό.

 Επί του εβδόμου ερωτήματος

118    Με το έβδομο ερώτημά του, το οποίο πρέπει να εξεταστεί τελευταίο, το αιτούν δικαστήριο θέτει το ζήτημα αν το άρθρο 3 της οδηγίας απαγορεύει την πρακτική της αρμόδιας για την καταχώριση των σημάτων αρχής η οποία συνίσταται αποκλειστικώς στην άρνηση της καταχωρίσεως προφανώς απαραδέκτων σημάτων.

 Παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο

119    Κατά την KPN, η οδηγία, προβλέποντας στο άρθρο 3, παράγραφος 1, ότι τα σήματα είναι δυνατόν είτε να μην καταχωριστούν, είτε να κηρυχθούν άκυρα μετά την καταχώρισή τους, επιτρέπει ρητώς στα κράτη μέλη να καταχωρίζουν τα σήματα τα οποία δύνανται ακολούθως να κηρυχθούν άκυρα. Ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να ορίσουν ότι, κατά το στάδιο της καταχωρίσεως, απορρίπτονται μόνον τα «προφανώς απαράδεκτα» σήματα. Έχουν επίσης την ευχέρεια να ορίσουν ποια σήματα πρέπει να θεωρηθούν «προφανώς απαράδεκτα» και ποια όχι. Η εφαρμογή αυτού του κριτηρίου μπορεί να συνίσταται στην καταχώριση σήματος, ακόμη και αν υφίσταται εύλογη αμφιβολία ως προς το αν αυτό έχει επαρκή διακριτική ικανότητα. Αντιθέτως, στο πλαίσιο δικαστικής διαδικασίας περί ακυρώσεως καταχωρηθέντος σήματος, τα κριτήρια των άρθρων 1 έως 3 της οδηγίας πρέπει να εφαρμόζονται με αυστηρότητα.

120    Το BBM και η Επιτροπή θεωρούν, αντιθέτως, ότι, από της θέσεως σε ισχύ της οδηγίας, τα κράτη της Μπενελούξ δεν δύνανται πλέον να επαφίενται στα κοινά σχόλια των κυβερνήσεών τους επί του LBM ούτε στην προτέρα νομολογία του δικαστηρίου της Μπενελούξ, η οποία κατέστη άνευ σημασίας ένεκα της οδηγίας, αλλά πρέπει να στηρίζονται στο κείμενο, τον σκοπό και στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3 της οδηγίας. Η διάταξη αυτή όμως δεν διακρίνει μεταξύ «απαραδέκτων» και «προφανώς απαραδέκτων» αιτήσεων καταχωρίσεως.

 Απάντηση του Δικαστηρίου

121    Από το σημείο I.6, τελευταίο εδάφιο, της αιτιολογικής εκθέσεως του Πρωτοκόλλου της 2ας Δεκεμβρίου 1992 περί τροποποιήσεως του LBM προκύπτει ότι «η πολιτική ελέγχου του BBM [...] πρέπει να είναι προσεκτική και συγκρατημένη πολιτική, η οποία να λαμβάνει υπόψη κάθε συμφέρον της οικονομικής ζωής και να έχει αποκλειστικώς ως σκοπό να διορθώνονται ή να απορρίπτονται οι προδήλως απαράδεκτες αιτήσεις καταχωρίσεως σήματος» και ότι «ο έλεγχος θα ασκείται εντός των ορίων που χαράσσει η νομολογία εντός της Μπενελούξ, ιδίως η νομολογία του Δικαστηρίου της Μπενελούξ».

122    Συναφώς, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, μολονότι η τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας διευκρινίζει ότι, προς το παρόν δεν φαίνεται αναγκαία η πλήρης προσέγγιση των νομοθεσιών περί σημάτων, η έβδομη αιτιολογική σκέψη της ορίζει ότι η απόκτηση και η διατήρηση του δικαιώματος επί του κατατεθέντος σήματος εξαρτάται, κατ’ αρχήν, από τους ίδιους όρους σε όλα τα κράτη μέλη και ότι, για τον σκοπό αυτό, οι λόγοι απαραδέκτου που αφορούν το ίδιο το σήμα απαριθμούνται περιοριστικά στην οδηγία.

123    Πέραν αυτού, το σύστημα της οδηγίας στηρίζεται σε έλεγχο προ της καταχωρίσεως, ακόμη και αν αυτή προβλέπει επίσης έλεγχο εκ των υστέρων. Η εξέταση των απαριθμουμένων, ιδίως, στο άρθρο 3 της οδηγίας λόγων απαραδέκτου, η οποία διενεργείται κατά την υποβολή της αιτήσεως καταχωρίσεως, πρέπει να είναι αυστηρή και πλήρης, για να αποφεύγεται η αδικαιολόγητη καταχώριση σημάτων (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, την προπαρατεθείσα απόφαση Libertel, σκέψη 59).

124    Κατά συνέπεια, η αρμόδια αρχή κράτους μέλους πρέπει να αρνείται την καταχώριση οποιουδήποτε σήματος εμπίπτοντος σε έναν εκ των λόγων απαραδέκτου που προβλέπει η οδηγία, ιδίως το άρθρο 3 αυτής.

125    Το άρθρο 3 της οδηγίας δεν διακρίνει μεταξύ των σημάτων τα οποία δεν μπορούν να καταχωριστούν και αυτών που «προδήλως» δεν μπορούν να καταχωριστούν. Κατά συνέπεια, η αρμόδια αρχή δεν δύναται να καταχωρίσει σήματα τα οποία εμπίπτουν σε έναν εκ των απαριθμουμένων στο άρθρο αυτό λόγων απαραδέκτου, με το πρόσχημα ότι αυτά δεν είναι «προδήλως απαράδεκτα».

126    Συνεπώς, στο έβδομο ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 3 της οδηγίας απαγορεύει την πρακτική της αρμόδιας για την καταχώριση των σημάτων αρχής η οποία συνίσταται αποκλειστικώς στην άρνηση της καταχωρίσεως «προφανώς απαραδέκτων» σημάτων.

 Επί των δικαστικών εξόδων

127    Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή, η οποία κατέθεσε παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει, ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης, τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σε αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με απόφαση της 3ης Ιουνίου 1999 το  Gerechtshof te ’s-Gravenhage, αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 3 της πρώτης οδηγίας 89/104/ΕΟΚ Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η αρμόδια για την καταχώριση των σημάτων αρχή πρέπει να συνεκτιμά, πέραν του κατατεθέντος σήματος, το σύνολο των πραγματικών περιστατικών και περιστάσεων που ασκούν επιρροή.

Η εν λόγω αρχή πρέπει να λάβει υπόψη όλα τα ασκούντα επιρροή πραγματικά περιστατικά και περιστάσεις πριν λάβει οριστική απόφαση επί αιτήσεως καταχωρίσεως σήματος. Δικαστήριο, το οποίο επιλαμβάνεται ενδίκου βοηθήματος κατ’ αποφάσεως επί αιτήσεως καταχωρίσεως σήματος, πρέπει επίσης να λάβει υπόψη το σύνολο των ασκούντων επιρροή πραγματικών περιστατικών και περιστάσεων εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων του, όπως  τις ορίζουν οι εφαρμοστέες εθνικές διατάξεις.

2)      Το γεγονός ότι ένα σήμα έχει καταχωριστεί εντός κράτους μέλους για ορισμένα προϊόντα ή υπηρεσίες δεν ασκεί επιρροή επί της εξετάσεως, εκ μέρους της αρμόδιας για την καταχώριση σημάτων αρχής σε άλλο κράτος μέλος, αιτήσεως καταχωρίσεως παρεμφερούς σήματος για ομοειδή προϊόντα ή ομοειδείς υπηρεσίες με αυτά για τα οποία καταχωρίστηκε το πρώτο σήμα.

3)      Το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 89/104 απαγορεύει την καταχώριση σήματος, συνισταμένου αποκλειστικώς από σημεία ή ενδείξεις που μπορούν να χρησιμεύσουν στο εμπόριο, προς δήλωση των χαρακτηριστικών των προϊόντων ή των υπηρεσιών για τα οποία ζητείται η καταχώριση, τούτο δε ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία υπάρχουν συνηθέστερα σημεία ή συνηθέστερες ενδείξεις προς δήλωση των ίδιων χαρακτηριστικών, και μάλιστα ανεξαρτήτως του αριθμού των ανταγωνιστών που ενδέχεται να ενδιαφέρονται να χρησιμοποιήσουν τα σημεία  ή τις ενδείξεις εκ των οποίων συνίσταται το σήμα.

Οσάκις η εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία περιλαμβάνει ρύθμιση, δυνάμει της οποίας το αποκλειστικό δικαίωμα, εντός ζώνης όπου συνυπάρχει πληθώρα επίσημα αναγνωρισμένων γλωσσών, το οποίο παρέχει η καταχώριση σήματος συνταχθέντος σε μία εκ των γλωσσών αυτών, καλύπτει αυτοδικαίως τις μεταφράσεις στις λοιπές γλώσσες, η εν λόγω αρχή οφείλει να επαληθεύσει ότι εκάστη των μεταφράσεων αυτών δεν συνίσταται αποκλειστικώς από σημεία ή ενδείξεις που μπορούν να χρησιμεύσουν, στο εμπόριο, προς δήλωση των χαρακτηριστικών των εν λόγω προϊόντων ή υπηρεσιών.

4)      Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/104 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι σήμα, το οποίο είναι μεν περιγραφικό ως προς τα χαρακτηριστικά ορισμένων προϊόντων ή υπηρεσιών, αλλά δεν είναι τέτοιο ως προς τα χαρακτηριστικά άλλων προϊόντων ή υπηρεσιών, κατά την έννοια του στοιχείου γ΄ της διατάξεως αυτής, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει οπωσδήποτε διακριτικό χαρακτήρα έναντι των τελευταίων αυτών προϊόντων ή υπηρεσιών, κατά την έννοια του στοιχείου β΄ της εν λόγω διατάξεως.

Το γεγονός ότι ένα σήμα είναι περιγραφικό των χαρακτηριστικών ορισμένων προϊόντων ή υπηρεσιών, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄ της οδηγίας 89/104, δεν ασκεί επιρροή επί της εκτιμήσεως του διακριτικού χαρακτήρα του ίδιου σήματος έναντι άλλων προϊόντων ή υπηρεσιών, κατά την έννοια της αυτής παραγράφου, στοιχείο β΄.

5)      Το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 89/104 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι σήμα, συνιστάμενο σε λέξη, συντιθέμενη από στοιχεία, έκαστο των οποίων είναι περιγραφικό χαρακτηριστικών των προϊόντων ή υπηρεσιών, για τα οποία ζητείται η καταχώριση, είναι και το ίδιο περιγραφικό των χαρακτηριστικών των εν λόγω προϊόντων ή υπηρεσιών, κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, εκτός αν υφίσταται αισθητή διαφορά μεταξύ της λέξεως και της απλής παραθέσεως των συγκροτούντων αυτή στοιχείων, πράγμα που προϋποθέτει είτε ότι, λόγω του ασυνήθους χαρακτήρα του συνδυασμού σε σχέση προς τα εν λόγω προϊόντα ή τις υπηρεσίες, η λέξη δημιουργεί αρκούντως διαφορετική εντύπωση από εκείνη που παράγει η απλή παράθεση των ενδείξεων τις οποίες εκφέρουν τα συγκροτούντα αυτή στοιχεία, οπότε η λέξη κατισχύει της σωρεύσεως των εν λόγω στοιχείων, είτε ότι η λέξη έχει υπεισέλθει στην κοινή γλώσσα και απέκτησε δική της σημασία, οπότε είναι εφεξής ανεξάρτητη από τα στοιχεία που τη συγκροτούν. Επομένως, στην τελευταία αυτή περίπτωση, πρέπει να διερευνηθεί μήπως η λέξη, η οποία απέκτησε δική της σημασία, έχει η ίδια περιγραφικό χαρακτήρα κατά την έννοια της αυτής διατάξεως.

Η ύπαρξη ή όχι συνωνύμων που παρέχουν τη δυνατότητα περιγραφής των αυτών χαρακτηριστικών των διαλαμβανομένων στην αίτηση προϊόντων ή υπηρεσιών ή το ζήτημα αν τα δυνάμενα να περιγραφούν χαρακτηριστικά των προϊόντων ή υπηρεσιών είναι, από εμπορικής απόψεως, ουσιώδη ή παρεπόμενα, είναι άνευ σημασίας για την εκτίμηση του αν τέτοιο σήμα εμπίπτει στον λόγο απαραδέκτου του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.

6)      Η οδηγία 89/104 απαγορεύει να προβαίνει η αρμόδια για την καταχώριση των σημάτων αρχή σε καταχώριση σήματος για ορισμένα προϊόντα ή ορισμένες υπηρεσίες υπό τον όρο ότι τα εν λόγω προϊόντα ή οι εν λόγω υπηρεσίες δεν παρουσιάζουν συγκεκριμένο χαρακτηριστικό.

7)      Το άρθρο 3 της οδηγίας 89/104 απαγορεύει την πρακτική της αρμόδιας για την καταχώριση των σημάτων αρχής η οποία συνίσταται αποκλειστικώς στην άρνηση της καταχωρίσεως «προφανώς απαραδέκτων» σημάτων.

Σκουρής

Gulmann

Cunha Rodrigues

Schintgen

 

      Macken

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 12 Φεβρουαρίου 2004.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

R. Grass

 

      Β. Σκουρής


* Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.

Top