This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 61999CJ0230
Judgment of the Court (Sixth Chamber) of 15 February 2001. # Commission of the European Communities v French Republic. # Failure of a Member State to fulfil its obligations - Infringement of Article 30 of the EC Treaty (now, after amendment, Article 28 EC) - National legislation concerning rubber materials and rubber articles entering into contact with foodstuffs, food products and beverages - Mutual recognition - No proper letter of formal notice - Action inadmissible. # Case C-230/99.
Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 15ης Φεβρουαρίου 2001.
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Γαλλικής Δημοκρατίας.
Παράβαση κράτους μέλους - Παράβαση του άρθρου 30 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 28 ΕΚ) - Εθνική ρύθμιση περί υλικών και ειδών από καουτσούκ που έρχονται σε επαφή με στερεά και υγρά τρόφιμα - Αμοιβαία αναγνώριση - Έλλειψη νομότυπης οχλήσεως - Απαράδεκτο της προσφυγής.
Υπόθεση C-230/99.
Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 15ης Φεβρουαρίου 2001.
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Γαλλικής Δημοκρατίας.
Παράβαση κράτους μέλους - Παράβαση του άρθρου 30 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 28 ΕΚ) - Εθνική ρύθμιση περί υλικών και ειδών από καουτσούκ που έρχονται σε επαφή με στερεά και υγρά τρόφιμα - Αμοιβαία αναγνώριση - Έλλειψη νομότυπης οχλήσεως - Απαράδεκτο της προσφυγής.
Υπόθεση C-230/99.
Συλλογή της Νομολογίας 2001 I-01169
ECLI identifier: ECLI:EU:C:2001:100
Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 15ης Φεβρουαρίου 2001. - Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Γαλλικής Δημοκρατίας. - Παράβαση κράτους μέλους - Παράβαση του άρθρου 30 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 28 ΕΚ) - Εθνική ρύθμιση περί υλικών και ειδών από καουτσούκ που έρχονται σε επαφή με στερεά και υγρά τρόφιμα - Αμοιβαία αναγνώριση - Έλλειψη νομότυπης οχλήσεως - Απαράδεκτο της προσφυγής. - Υπόθεση C-230/99.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2001 σελίδα I-01169
Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό
ροσφυγή λόγω παραβάσεως - ρο της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία - Όχληση - Εμπεριστατωμένη γνώμη εκδοθείσα δυνάμει της οδηγίας 83/189 - Έλλειψη νομότυπης οχλήσεως - Απαράδεκτο της προσφυγής
[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 169 (νυν άρθρο 226 ΕΚ)· οδηγία 83/189 του Συμβουλίου, άρθρο 9 § 1]
$$Από τον σκοπό της διαδικασίας που προηγείται της ασκήσεως προσφυγής λόγω παραβάσεως συνάγεται ότι το έγγραφο οχλήσεως αποσκοπεί, αφενός, στο να προσδιορίσει το αντικείμενο της διαφοράς και να παράσχει στο κράτος μέλος που καλείται να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του τα αναγκαία στοιχεία για την προετοιμασία της άμυνάς του και, αφετέρου, στο να του παράσχει τη δυνατότητα να συμμορφωθεί προτού επιληφθεί της υποθέσεως το Δικαστήριο. Εξάλλου, η έκδοση εγγράφου οχλήσεως προϋποθέτει ότι προσάπτεται στο οικείο κράτος μέλος προϋπάρχουσα παράβαση υποχρεώσεως την οποία αυτό υπέχει.
Κατά τον χρόνο της εκδόσεως εμπεριστατωμένης γνώμης βάσει του άρθρου 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 83/189, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών, το κράτος μέλος στο οποίο απευθύνεται η γνώμη αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει παραβιάσει το κοινοτικό δίκαιο, καθόσον η πράξη του βρίσκεται απλώς στη φάση του σχεδίου. Η αντίθετη άποψη θα είχε ως συνέπεια να συνιστά η εμπεριστατωμένη γνώμη όχληση υπό αίρεση, η υπόσταση της οποίας θα εξηρτάτο από τη συνέχεια την οποία επιφυλάσσει στη γνώμη αυτή το οικείο κράτος μέλος. Οι επιταγές της ασφάλειας δικαίου, οι οποίες είναι συμφυείς με κάθε διαδικασία που μπορεί να καταλήξει σε ένδικη διαφορά, δεν επιτρέπουν μια τέτοια αβεβαιότητα.
Επειδή η εμπεριστατωμένη αυτή γνώμη δεν συνιστά όχληση πληρούσα τις προϋποθέσεις του άρθρου 169 της Συνθήκης (νυν άρθρου 226 ΕΚ), η προφυγή λόγω παραβάσεως που άσκησε η Επιτροπή είναι απαράδεκτη.
( βλ. σκέψεις 31-35 )
Στην υπόθεση C-230/99,
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους H. van Lier και O. Couvert-Castéra, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,
προσφεύγουσα,
κατά
Γαλλικής Δημοκρατίας, εκπροσωπουμένης από τον J.-F. Dobelle και τις R. Loosli-Surrans και K. Rispal-Bellanger, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,
καθής,
που έχει ως αντικείμενο να διαπιστωθεί ότι η Γαλλική Δημοκρατία, θεσπίζοντας το διάταγμα της 9ης Νοεμβρίου 1994, περί υλικών και ειδών από καουτσούκ που έρχονται σε επαφή με στερεά και υγρά τρόφιμα (JORF της 2ας Δεκεμβρίου 1994, σ. 17029), χωρίς να προβλέψει ρητά την αναγνώριση των τεχνικών κανόνων, προτύπων και διαδικασιών παρασκευής που εφαρμόζονται νομίμως εντός των λοιπών κρατών μελών, καθώς και την αναγνώριση των αποτελεσμάτων των σχετικών ελέγχων και αναλύσεων που διενεργούνται από μονάδα επιθεωρήσεως και ελέγχου ή από εργαστήριο επίσημα αναγνωρισμένο εντός άλλου κράτους μέλους, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 28 ΕΚ),
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),
συγκείμενο από τους C. Gulmann, πρόεδρο τμήματος, Β. Σκουρή, J.-P. Puissochet, R. Schintgen και την F. Macken (εισηγητή), δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: S. Alber
γραμματέας: H. von Holstein, βοηθός γραμματέας,
έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,
αφού άκουσε τις αγορεύσεις των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2000,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 7ης Νοεμβρίου 2000,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 15 Ιουνίου 1999, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων άσκησε, δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ, προσφυγή με την οποία ζητεί να διαπιστωθεί ότι η Γαλλική Δημοκρατία, θεσπίζοντας το διάταγμα της 9ης Νοεμβρίου 1994, περί υλικών και ειδών από καουτσούκ που έρχονται σε επαφή με στερεά και υγρά τρόφιμα (JORF της 2ας Δεκεμβρίου 1994, σ. 17029, στο εξής: διάταγμα του 1994), χωρίς να προβλέψει ρητά την αναγνώριση των τεχνικών κανόνων, προτύπων και διαδικασιών παρασκευής που εφαρμόζονται νομίμως εντός των λοιπών κρατών μελών, καθώς και την αναγνώριση των αποτελεσμάτων των σχετικών ελέγχων και αναλύσεων που διενεργούνται από μονάδα επιθεωρήσεως και ελέγχου ή από εργαστήριο επίσημα αναγνωρισμένο εντός άλλου κράτους μέλους, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 28 ΕΚ).
Νομικό πλαίσιο
2 Το άρθρο 1 του διατάγματος του 1994 ορίζει ότι «τα υλικά και είδη από καουτσούκ που φυλάσσονται με σκοπό την πώληση, διατίθενται προς πώληση ή πωλούνται για να έρθουν σε επαφή με στερεά και υγρά τρόφιμα, καθώς και τα εν λόγω υλικά και είδη που έρχονται σε επαφή με τα στερεά και υγρά αυτά τρόφιμα πρέπει να πληρούν τις προδιαγραφές» του διατάγματος αυτού.
3 Το άρθρο 2, δεύτερο εδάφιο, πρώτη φράση, του διατάγματος του 1994 έχει ως εξής:
«Η επεξεργασία των συνθετικών πολυμερών που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή των υλικών και ειδών που περιγράφονται στο άρθρο 1 πρέπει να γίνεται αποκλειστικά από τα μονομερή, τις βασικές ουσίες και τα τροποποιητικά μέσα των οποίων ο κατάλογος περιλαμβάνεται στον πίνακα Β του παραρτήματος Ι.»
4 Κατά το άρθρο 4, πρώτο εδάφιο, του διατάγματος του 1994:
«Κατά την επεξεργασία των υλικών και ειδών από καουτσούκ που περιγράφονται στο άρθρο 1, μόνον τα προσθετικά που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ μπορούν να προστεθούν στα πολυμερή που ορίζει το άρθρο 2 του παρόντος διατάγματος.»
5 Τέλος, το άρθρο 5 του διατάγματος του 1994 ορίζει:
«Οι ουσίες που αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙ συνοδεύονται ενδεχομένως από αριθμητικές παραπομπές που σημαίνουν την τήρηση ειδικών κριτηρίων καθαρότητας ή κριτηρίων καθαρότητας ανγνωριζομένων ως ισοδυνάμων, τα οποία καθορίζουν οι αρχές των κρατών μελών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή των συμβαλλομένων μερών της συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο.»
ραγματικά περιστατικά και διαδικασία
6 Στις 18 Νοεμβρίου 1993, οι γαλλικές αρχές κοινοποίησαν στην Επιτροπή, κατ' εφαρμογήν της οδηγίας 83/189/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 28ης Μαρτίου 1983, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών (ΕΕ L 109, σ. 8), σχέδιο διατάγματος σχετικά με τα υλικά και είδη από καουτσούκ που έρχονται σε επαφή με στερεά και υγρά τρόφιμα.
7 Η Επιτροπή, εκτιμώντας ότι ορισμένες διατάξεις του κοινοποιηθέντος σχεδίου θα μπορούσαν να εμποδίσουν το ενδοκοινοτικό εμπόριο, εξέδωσε, στις 20 Φεβρουαρίου 1994, εμπεριστατωμένη γνώμη με την οποία επισήμανε ότι το σχέδιο αυτό έπρεπε να προβλέπει ρητά, αφενός, την αναγνώριση των τεχνικών κανόνων, προτύπων και διαδικασιών παρασκευής που εφαρμόζονται νόμιμα στο έδαφος των λοιπών κρατών μελών ή άλλων συμβαλλομένων μερών της συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, της 2ας Μα_ου 1992 (ΕΕ 1994, L 1, σ. 3, στο εξής: συμφωνία ΕΟΧ) και, αφετέρου, την αναγνώριση των αποτελεσμάτων των ελέγχων και των αναλύσεων, καθώς και των σχετικών πιστοποιητικών που εκδίδονται από μονάδα επιθεωρήσεως και ελέγχου ή από εργαστήριο επίσημα αναγνωρισμένο από άλλο κράτος μέλος ή άλλο συμβαλλόμενο μέρος της συμφωνίας ΕΟΧ, παρέχον προσήκουσες και ικανοποιητικές τεχνικές και επαγγελματικές εγγυήσεις, καθώς και τα απαιτούμενα εχέγγυα ανεξαρτησίας.
8 Με έγγραφο της 9ης Αυγούστου 1994, οι γαλλικές αρχές απάντησαν ότι, κατά την άποψή τους, η προτεινόμενη από την Επιτροπή προσέγγιση δεν ήταν βάσιμη.
9 Εξάλλου, οι γαλλικές αρχές εξέδωσαν και στη συνέχεια, στις 5 Ιανουαρίου 1995, διαβίβασαν στην Επιτροπή το διάταγμα του 1994, το οποίο επαναλαμβάνει τις διατάξεις του κοινοποιηθέντος σχεδίου χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι παρατηρήσεις που διατύπωσε συναφώς η Επιτροπή.
10 Οι γαλλικές αρχές ενέμειναν στη θέση τους στο πλαίσιο αρκετών διμερών συνεδριάσεων, καθώς και σε σημείωμα που περιήλθε στην Επιτροπή στις 15 Ιανουαρίου 1996.
11 Στις 3 Δεκεμβρίου 1997, η Επιτροπή εξέδωσε, δυνάμει του άρθρου 169 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 226 ΕΚ), αιτιολογημένη γνώμη με την οποία έκρινε ότι η Γαλλική Δημοκρατία, θεσπίζοντας το διάταγμα του 1994 χωρίς να λάβει υπόψη τις προτάσεις της Επιτροπής, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 30 επ. της Συνθήκης. Η Επιτροπή κάλεσε επίσης τη Γαλλική Κυβέρνηση να λάβει τα μέτρα που απαιτούνται για να συμμορφωθεί προς την εν λόγω γνώμη εντός προθεσμίας δύο μηνών από της κοινοποιήσεώς της.
12 ρος απάντηση στην αιτιολογημένη γνώμη, οι γαλλικές αρχές διαβίβασαν στην Επιτροπή, με έγγραφο της 18ης Φεβρουαρίου 1998, σημείωμα με το οποίο πρότειναν να προστεθεί στο διάταγμα του 1994 ρήτρα αμοιβαίας αναγνωρίσεως των «μονομερών, αρχικών ουσιών, τροποποιητικών μέσων και προσθετικών», όπως αυτά ορίζονται στα άρθρα 2 και 4 του διατάγματος αυτού.
13 Με έγγραφο της 15ης Απριλίου 1998, η Επιτροπή πρότεινε στις γαλλικές αρχές να τροποποιήσουν την εν λόγω ρήτρα έτσι ώστε να καθίσταται δυνατή η πλήρης εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνωρίσεως.
14 Οι γαλλικές αρχές απάντησαν, με έγγραφο της 4ης Ιουνίου 1998, ότι ενέμεναν στη διατύπωση της ρήτρας που είχαν προτείνει να περιληφθεί στο διάταγμα του 1994, διότι θεωρούσαν ότι κάθε κράτος μέλος έπρεπε να μπορεί να εγγυάται, αφενός, ότι λαμβάνει υπόψη τις επιταγές της δημόσιας υγείας και, αφετέρου, ότι έχει προβεί στην αξιολόγηση των κινδύνων, ιδίως των τοξικολογικών, προτού επιτρέψει τη διάθεση μιας ουσίας στην αγορά.
15 Η Επιτροπή, διαπιστώνοντας ότι η Γαλλική Δημοκρατία δεν συμμορφώθηκε εμπροθέσμως προς την αιτιολογημένη γνώμη, άσκησε την παρούσα προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου.
16 Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο, αφενός, να διαπιστώσει ότι η Γαλλική Δημοκρατία, θεσπίζοντας το διάταγμα του 1994, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 30 της Συνθήκης και, αφετέρου, να την καταδικάσει στα δικαστικά έξοδα.
17 Εκ προοιμίου, η Γαλλική Κυβέρνηση αμφισβητεί το παραδεκτό της προσφυγής και, ως εκ τούτου, ζητεί από το Δικαστήριο να την απορρίψει.
Επί του παραδεκτού της προσφυγής
18 Σύμφωνα με τη Γαλλική Κυβέρνηση, η Επιτροπή ανέμειξε τη διαδικασία του άρθρου 169 της Συνθήκης και τον προληπτικό μηχανισμό κοινοποιήσεως που προβλέπει η οδηγία 83/189.
19 Η Γαλλική Κυβέρνηση εκτιμά ότι η ανάμειξη αυτή προσβάλλει θεμελιώδεις αρχές του δικαίου.
20 Κατ' αρχάς, η Επιτροπή, δεν μπορούσε να αντικαταστήσει το έγγραφο οχλήσεως με μια εμπεριστατωμένη γνώμη, χωρίς να διακυβευθούν τα τρία στάδια της προβλεπόμενης στο άρθρο 169 της Συνθήκης διαδικασίας και, ως εκ τούτου, παραβίασε την αρχή της ιεραρχίας των κανόνων δικαίου.
21 Ακολούθως, η Επιτροπή αγνόησε τη διάκριση μεταξύ, αφενός, των προπαρασκευαστικών εργασιών και των γνωμοδοτήσεων και, αφετέρου, των υποχρεωτικών μέτρων. Συγκεκριμένα, η διάκριση αυτή θα έχανε το νόημά της αν μια εμπεριστατωμένη γνώμη της Επιτροπής δημιουργούσε υποχρεώσεις για τα κράτη μέλη ή αν ένα σχέδιο κανονιστικής ρυθμίσεως εξομοιωνόταν με την κανονιστική ρύθμιση.
22 Τέλος, η Γαλλική Κυβέρνηση θεωρεί ότι η στάση της Επιτροπής προσβάλλει την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως, στον βαθμό που η εφαρμογή της προβλεπόμενης στην οδηγία 83/189 διαδικασίας έχει ως αποτέλεσμα να καταργείται το στάδιο της οχλήσεως.
23 Η Επιτροπή θεωρεί ότι η προσφυγή είναι παραδεκτή.
24 Κατ' αυτήν, ναι μεν το άρθρο 169 της Συνθήκης επιβάλλει την τήρηση ορισμένης διαδικασίας πριν από την άσκηση της προσφυγής, η διάταξη αυτή όμως δεν καθορίζει τη μορφή που πρέπει να έχουν οι πράξεις της Επιτροπής κατά την εν λόγω διαδικασία.
25 Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι, στην πράξη, καθιερώθηκε ως πρώτη πράξη της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας η αποστολή εγγράφου οχλήσεως, το οποίο πρέπει να εκθέτει συνοπτικά τις αιτιάσεις που προβάλλονται κατά του οικείου κράτους μέλους.
26 άντως, δεδομένου ότι ο όρος «έγγραφο οχλήσεως» δεν χρησιμοποιείται στο άρθρο 169 της Συνθήκης, καμία ιδιαίτερη μορφή δεν επιβάλλεται για την πρώτη πράξη της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας.
27 Συνεπώς, δεν υπάρχει κανένας λόγος για τον οποίο μια «εμπεριστατωμένη [λεπτομερώς αιτιολογημένη] γνώμη», υπό την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 83/189, δεν μπορεί να θεωρηθεί ισοδύναμη με έγγραφο οχλήσεως, εφόσον σ' αυτήν την εμπεριστατωμένη γνώμη εκτίθενται τουλάχιστον συνοπτικά οι αιτιάσεις της Επιτροπής σχετικά με την παράβαση εκ μέρους κράτους μέλους μιας από τις υποχρεώσεις του.
28 Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, στην απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 1998, C-184/96, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 1998, σ. Ι-6197), η υπόθεση αφορούσε, όπως εν προκειμένω, εμπεριστατωμένη γνώμη και όχι έγγραφο οχλήσεως. Η Γαλλική Κυβέρνηση όμως, διάδικος στην εν λόγω υπόθεση, δεν προέβαλε καμία αντίρρηση επί του σημείου αυτού και το Δικαστήριο δέχθηκε σιωπηρά την προσέγγιση αυτή.
29 Στο υπόμνημά της ανταπαντήσεως, η Γαλλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι, εξ ορισμού, ένα σχέδιο κειμένου δεν περιέχει διατάξεις παράγουσες έννομα αποτελέσματα. Επομένως, ένα σχέδιο δεν μπορεί να συνιστά αφ' εαυτού παράβαση μιας από τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη Συνθήκη ή από το παράγωγο δίκαιο. Επιπλέον, το γεγονός ότι, αφενός, το κοινοποιούν κράτος μέλος μπορεί να απαντήσει στο πλαίσιο της διαδικασίας της εκατέρωθεν ακροάσεως που προβλέπει η οδηγία 83/189 και να ανασυντάξει ή να αποσύρει το κοινοποιηθέν σχέδιο κανονιστικής ρυθμίσεως και, αφετέρου, η Επιτροπή μπορεί, ενόψει της εναρμονίσεως, να επιβάλει δωδεκάμηνη απαγόρευση κάθε αλλαγής αποδεικνύει ότι δεν μπορεί να διαπιστωθεί παράβαση στο στάδιο αυτό.
30 Εξάλλου, το γεγονός ότι το δικονομικό αυτό ζήτημα δεν τέθηκε από τη Γαλλική Κυβέρνηση στην προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Γαλλίας δεν έρχεται σε αντίθεση με το ότι προβάλλεται εν προκειμένω και, κατά μείζονα λόγο, με το ότι το Δικαστήριο, το οποίο δεν εξετάζει αυτεπάγγελτα το ζήτημα αυτό, το εξετάζει στην υπό κρίση υπόθεση κατόπιν αιτήματος της καθής.
31 Όπως έκρινε το Δικαστήριο με τη διάταξη της 13ης Σεπτεμβρίου 2000, C-341/97, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (Συλλογή 2000, σ. Ι-6611, σκέψη 17), από τον σκοπό της διαδικασίας που προηγείται της ασκήσεως προσφυγής λόγω παραβάσεως συνάγεται ότι το έγγραφο οχλήσεως αποσκοπεί, αφενός, στο να προσδιορίσει το αντικείμενο της διαφοράς και να παράσχει στο κράτος μέλος που καλείται να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του τα αναγκαία στοιχεία για την προετοιμασία της άμυνάς του (απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 1996, C-289/94, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1996, σ. Ι-4405, σκέψη 15) και, αφετέρου, στο να του παράσχει τη δυνατότητα να συμμορφωθεί προτού επιληφθεί της υποθέσεως το Δικαστήριο (απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 1999, C-365/97, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1999, σ. Ι-7773, σκέψεις 23 και 24).
32 Εξάλλου, η έκδοση εγγράφου οχλήσεως προϋποθέτει ότι στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος προσάπτεται προϋπάρχουσα παράβαση υποχρεώσεως την οποία υπέχει το οικείο κράτος μέλος (προπαρατεθείσα διάταξη Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, σκέψη 18).
33 Επιβάλλεται, όμως, η διαπίστωση ότι, κατά τον χρόνο της εκδόσεως της εμπεριστατωμένης γνώμης βάσει της οδηγίας 83/189, το κράτος μέλος στο οποίο απευθυνόταν η γνώμη αυτή δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι είχε παραβιάσει το κοινοτικό δίκαιο, καθόσον η πράξη βρισκόταν απλώς στη φάση του σχεδίου (προπαρατεθείσα διάταξη Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, σκέψη 19).
34 Η αντίθετη άποψη θα είχε ως συνέπεια να συνιστά η εμπεριστατωμένη γνώμη όχληση υπό αίρεση, η υπόσταση της οποίας θα εξηρτάτο από τη συνέχεια την οποία επιφυλάσσει στη γνώμη αυτή το οικείο κράτος μέλος. Οι επιταγές της ασφάλειας δικαίου, οι οποίες είναι συμφυείς με κάθε διαδικασία που μπορεί να καταλήξει σε ένδικη διαφορά, δεν επιτρέπουν μια τέτοια αβεβαιότητα (προπαρατεθείσα διάταξη Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, σκέψη 20).
35 Κατόπιν των προεκτεθέντων, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.
Επί των δικαστικών εξόδων
36 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα.
37 Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Γαλλική Δημοκρατία δεν ζήτησε να καταδικαστεί η Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα. Συνεπώς, κάθε διάδικος φέρει τα δικά του έξοδα.
Για τους λόγους αυτούς,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)
αποφασίζει:
1) Απορρίπτει την προσφυγή ως απαράδεκτη.
2) Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.