This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 61999CJ0179
Judgment of the Court (Fifth Chamber) of 2 October 2003. # Eurofer ASBL v Commission of the European Communities. # Appeal - Agreements and concerted practices - European producers of beams. # Case C-179/99 P.
Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 2ας Οκτωβρίου 2003.
Eurofer ASBL κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Αναίρεση - Συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές - Ευρωπαίοι παραγωγοί δοκών χάλυβα.
Υπόθεση C-179/99 P.
Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 2ας Οκτωβρίου 2003.
Eurofer ASBL κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Αναίρεση - Συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές - Ευρωπαίοι παραγωγοί δοκών χάλυβα.
Υπόθεση C-179/99 P.
Συλλογή της Νομολογίας 2003 I-10725
ECLI identifier: ECLI:EU:C:2003:525
Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 2ας Οκτωβρίου 2003. - Eurofer ASBL κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. - Αναίρεση - Συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές - Ευρωπαίοι παραγωγοί δοκών χάλυβα. - Υπόθεση C-179/99 P.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2003 σελίδα I-10725
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό
Στην υπόθεση C-179/99 P,
Eurofer ASBL, με έδρα το Λουξεμβούργο (Λουξεμβούργο), εκπροσωπούμενη από τον N. Koch, Rechtsanwalt,
αναιρεσείουσα,
που έχει ως αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων (δεύτερο πενταμελές τμήμα) στις 11 Μαρτίου 1999 επί της υποθέσεως T-136/94 Eurofer κατά Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. II-263), με την οποία ζητείται η εξαφάνιση της αποφάσεως αυτής,
όπου ο έτερος διάδικος είναι η
Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους J. Currall και W. Wils, επικουρουμένους από τον H.-J. Freund, Rechtsanwalt, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,
καθής πρωτοδίκως,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(πέμπτο τμήμα),
συγκείμενο από τους M. Wathelet, πρόεδρο τμήματος, D. A. O. Edward, A. La Pergola, P. Jann (εισηγητή) και S. von Bahr, δικαστές,
γενική εισαγγελέας: C. Stix-Hackl
γραμματέας: M.-F. Contet, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,
έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,
αφού άκουσε τις αγορεύσεις των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 31ης Ιανουαρίου 2002,
αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2002,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 14 Μαου 1999, η Ένωση Eurofer ASBL άσκησε, δυνάμει του άρθρου 49 του Οργανισμού ΕΚΑΞ του Δικαστηρίου, αναίρεση κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου της 11ης Μαρτίου 1999, T-136/94, Eurofer κατά Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. II-263, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το Πρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή που είχε ασκήσει η αναιρεσείουσα για τη μερική ακύρωση, μεταξύ άλλων, της αποφάσεως 94/215/ΕΚΑΞ της Επιτροπής, της 16ης Φεβρουαρίου 1994, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 65 της Συνθήκης ΕΚΑΞ όσον αφορά συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές που εφήρμοσαν ευρωπαίοι παραγωγοί δοκών χάλυβα (ΕΕ L 116, σ. 1, στο εξής: επίδικη απόφαση). Με την απόφαση εκείνη, η Επιτροπή είχε επιβάλει πρόστιμο στην προσφεύγουσα κατ' εφαρμογή του ως άνω άρθρου 65 και την κάλεσε να θέσει πάραυτα τέλος στην παράβαση.
Τα πραγματικά περιστατικά και η επίδικη απόφαση
2 Όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, από το έτος 1974 η ευρωπαϋκή βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα επλήγη από κρίση λόγω πτώσεως της ζητήσεως, γεγονός που δημιούργησε προβλήματα πλεονάζουσας προσφοράς και παραγωγικής ικανότητας, καθώς και χαμηλό επίπεδο τιμών.
3 Αφού αποπειράθηκε να διαχειριστεί την κρίση μέσω μονομερών εθελουσίων δεσμεύσεων των επιχειρήσεων σχετικά με τον διατιθέμενο στην αγορά όγκο χάλυβα και τις κατώτατες τιμές («σχέδιο Simonet») ή μέσω του καθορισμού ενδεικτικών και ελαχίστων τιμών («σχέδιο Davignon», συμφωνία «Eurofer I»), η Επιτροπή διαπίστωσε το 1980 κατάσταση έκδηλης κρίσεως, κατά την έννοια του άρθρου 58 της Συνθήκης ΕΚΑΞ, και επέβαλε υποχρεωτικές ποσοστώσεις παραγωγής, ιδίως για τις δοκούς χάλυβα. Το εν λόγω κοινοτικό καθεστώς έπαυσε να ισχύει στις 30 Ιουνίου 1988.
4 Αρκετά νωρίτερα η Επιτροπή είχε εξαγγείλει την κατάργηση του συστήματος ποσοστώσεων με διάφορες ανακοινώσεις και αποφάσεις, υπενθυμίζοντας ότι ο τερματισμός του θα σηματοδοτούσε την επιστροφή σε αγορά ελεύθερου ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων. Πάντως, ο τομέας εξακολουθούσε να χαρακτηρίζεται από πλεονάζουσες ικανότητες παραγωγής, για τις οποίες οι ειδικοί θεωρούσαν ότι έπρεπε να αποτελέσουν αντικείμενο ικανοποιητικής και ταχείας μειώσεως ώστε να επιτραπεί στις επιχειρήσεις να αντιμετωπίσουν τον παγκόσμιο ανταγωνισμό.
5 Ήδη από την κατάργηση του καθεστώτος ποσοστώσεων η Επιτροπή εγκαθίδρυσε καθεστώς επιτηρήσεως, το οποίο συνεπαγόταν τη συλλογή στατιστικών στοιχείων για την παραγωγή και τις παραδόσεις, την παρακολούθηση της εξελίξεως των αγορών και τακτικές διαβουλεύσεις με τις επιχειρήσεις σχετικά με την κατάσταση και τις τάσεις της αγοράς. Οι επιχειρήσεις του τομέα, μερικές από τις οποίες ήσαν μέλη της επαγγελματικής ενώσεως Eurofer, εξακολούθησαν έτσι να έχουν τακτικές επαφές με τη ΓΔ ΙΙΙ (Γενική Διεύθυνση «Εσωτερική αγορά και βιομηχανικές υποθέσεις» της Επιτροπής, στο εξής: ΓΔ ΙΙΙ) στο πλαίσιο συσκέψεων για ανταλλαγή απόψεων. Το καθεστώς επιτηρήσεως τερματίστηκε στις 30 Ιουνίου 1990 και αντικαταστάθηκε από καθεστώς ατομικής και εθελουσίας πληροφορήσεως.
6 Η Επιτροπή διενήργησε στις αρχές του έτους 1991 διαφόρους ελέγχους σε ορισμένες χαλυβουργικές επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων του τομέα. Στις 6 Μαου 1992 τους απεστάλη ανακοίνωση των αιτιάσεων. Στις αρχές του έτους 1993 έλαβαν χώρα ακροάσεις.
7 Η Επιτροπή εξέδωσε στις 16 Φεβρουαρίου 1994 την επίδικη απόφαση, με την οποία διαπίστωσε τη συμμετοχή δεκαεπτά ευρωπαϋκών χαλυβουργικών επιχειρήσεων και μιας από τις επαγγελματικές ενώσεις τους σε σειρά συμφωνιών, αποφάσεων και εναρμονισμένων πρακτικών περί καθορισμού των τιμών, κατανομής των αγορών και ανταλλαγής εμπιστευτικών πληροφοριών σχετικά με την κοινοτική αγορά δοκών χάλυβα, κατά παράβαση του άρθρου 65, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚΑΞ. Με την ίδια απόφαση, επέβαλε πρόστιμα σε 14 επιχειρήσεις για παραβάσεις που είχαν διαπραχθεί μεταξύ 1ης Ιουλίου 1988 και 31 Δεκεμβρίου 1990.
8 Όσον αφορά την αναιρεσείουσα, η επίδικη απόφαση διευκρινίζει στο σημείο 317 των αιτιολογικών σκέψεών της:
«Αντίθετα προς τα όσα ισχυρίσθηκαν ορισμένα μέρη στην υπόθεση αυτή, οι ενώσεις επιχειρήσεων είναι δυνατό να παραβιάσουν τους κανόνες της Συνθήκης ΕΚΑΞ περί ανταγωνισμού (βλέπε άρθρο 48, πρώτο εδάφιο). Το άρθρο 65, παράγραφος 1, περιέχει απαγόρευση όσον αφορά τις αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων. Ενώ το άρθρο 65, παράγραφος 5, προβλέπει μόνο την επιβολή προστίμων σε επιχειρήσεις, η παράβαση που έχει διαπραχθεί από ένωση επιχειρήσεων εκθέτει τις επιχειρήσεις που ανήκουν σε αυτή στον κίνδυνο προστίμου. Εάν δεν συντρέχουν ειδικές περιστάσεις, οι επιχειρήσεις πρέπει να αναλάβουν την ευθύνη για τις δράσεις μιας ενώσεως που τελεί υπό τον έλεγχό τους, ανάλογα με την επιρροή τους στην ένωση αυτή.
Στην παρούσα υπόθεση, η Eurofer διευκόλυνε τη διάπραξη παραβάσεων του άρθρου 65 της Συνθήκης ΕΚΑΞ από τα μέλη της, συνδράμοντας στην ανταλλαγή ορισμένων απαραιτήτων απορρήτων πληροφοριών. Πάντως, επειδή στα μέλη αυτά έχουν επιβληθεί πρόστιμα για τις παραβάσεις, συμπεριλαμβανομένης και της ανταλλαγής εμπιστευτικών πληροφοριών στα πλαίσια του καθορισμού των τιμών και της κατανομής της αγοράς, η Επιτροπή κρίνει ότι δεν είναι αναγκαίο να τους επιβάλει οποιοδήποτε επιπρόσθετο πρόστιμο για τη συμπεριφορά των ενώσεών τους.»
9 Τα άρθρα 2 και 3 της επίδικης αποφάσεως έχουν ως εξής:
«Άρθρο 2
Η Eurofer παρέβη το άρθρο 65 της Συνθήκης ΕΚΑΞ επειδή διευκόλυνε τα μέλη της στην ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών σε σχέση με τις παραβάσεις που διέπραξαν τα μέλη της και οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1.
Άρθρο 3
Οι επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων που αναφέρονται στα άρθρα 1 και 2 παύουν στο εξής τις παραβάσεις που αναφέρονται στα άρθρα 1 και 2, εάν δεν το έχουν ήδη πράξει. Προς το σκοπό αυτό οι επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων δεν επαναλαμβάνουν ή δεν συνεχίζουν οποιεσδήποτε από τις ενέργειες ή τη συμπεριφορά που αναφέρεται στο άρθρο 1, ή, ανάλογα με την περίπτωση, στο άρθρο 2 και δεν λαμβάνουν μέτρα με ισοδύναμο αποτέλεσμα.»
Η ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση
10 Η αναιρεσείουσα άσκησε την 1η Απριλίου 1994 ενώπιον του Πρωτοδικείου προσφυγή, αιτούμενη ειδικότερα τη μερική ακύρωση της επίδικης αποφάσεως.
11 Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Πρωτοδικείο απέρριψε την ασκηθείσα από την αναιρεσείουσα προσφυγή.
Τα αιτήματα των διαδίκων
12 Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:
- να εξαφανίσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·
- δεχόμενο τα πρωτοδίκως προβληθέντα αιτήματά της να ακυρώσει το άρθρο 2 της επίδικης αποφάσεως καθώς και το αφορών την αναιρεσείουσα τμήμα του άρθρου 3 της ιδίας αποφάσεως·
- να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.
13 Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:
- να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως·
- να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.
Οι λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως
14 Προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα επικαλείται τέσσερις λόγους:
1) παράβαση του άρθρου 65, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚΑΞ λόγω πεπλανημένης ερμηνείας της εννοίας «αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων» που απαντά στην εν λόγω διάταξη·
2) παράβαση του άρθρου 15, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚΑΞ λόγω εσφαλμένης, αντιφατικής και υπερβαίνουσας τα όρια της καθ' ύλην αρμοδιότητας του Πρωτοδικείου αιτιολογίας, όσον αφορά τη διαπίστωση, στο άρθρο 2 της επίδικης αποφάσεως, ότι η αναιρεσείουσα είχε οργανώσει ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών σε σχέση με τις διαπραχθείσες από τα μέλη της παραβάσεις·
3) παράβαση του άρθρου 65, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚΑΞ και υπέρβαση των ορίων της καθ' ύλην αρμοδιότητας του Πρωτοδικείου λόγω πεπλανημένης ερμηνείας της υποθετικής εγκλίσεως κατά τη χρήση της εκφράσεως «που τείνουν [...] να» με την εν λόγω διάταξη, στο πλαίσιο της εφαρμογής της επί των στρεφομένων καθ' υπόθεση κατά του ανταγωνισμού επιπτώσεων της ανταλλαγής πληροφοριών που οργάνωσε η αναιρεσείουσα·
4) παράβαση των άρθρων 15, πρώτο εδάφιο, και 65, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚΑΞ λόγω πεπλανημένης ερμηνείας της υποθετικής εγκλίσεως κατά τη χρήση των όρων «να περιορίζουν ή να νοθεύουν την κανονική λειτουργία του ανταγωνισμού» με την τελευταία διάταξη και λόγω αντιφατικής αιτιολογίας στο πλαίσιο της εφαρμογής της επί της ανταλλαγής πληροφοριών που είχε οργανώσει η αναιρεσείουσα.
15 Οι επικρινόμενες με τους επιμέρους λόγους αναιρέσεως σκέψεις της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως παρατίθενται ομού με την ανάλυση κάθε λόγου.
Επί της αιτήσεως αναιρέσεως
16 Επιβάλλεται κατ' αρχάς η εξέταση του πρώτου λόγου, ακολούθως του δευτέρου και τετάρτου λόγου αναιρέσεως από κοινού και τέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως.
Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως
17 Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως αρύεται από την παράβαση, εκ μέρους του Πρωτοδικείου, του άρθρου 65, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚΑΞ λόγω πεπλανημένης ερμηνείας του όρου «αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων» που απαντά στην ως άνω διάταξη.
18 Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι εσφαλμένα το Πρωτοδικείο συνήγαγε, στις σκέψεις 109 έως 120 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι υφίσταται απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων, ενώ ουδεμία τυπική απόφαση είχε ληφθεί από τα όργανα της αναιρεσείουσας. Με τον τρόπο αυτό, το Πρωτοδικείο αγνόησε τον όρο «αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων» που απαντά στο άρθρο 65, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚΑΞ, όρο ο οποίος αναφέρεται αποκλειστικά στις δεσμευτικές και για τα μέλη της ενώσεως που ψήφισαν κατά της υιοθετήσεώς τους, δεν εξέφρασαν συναφώς άποψη ή δεν συμμετέσχον στην έκδοσή τους πράξεις. Ο όρος αυτός είναι απλώς επικουρικός του όρου συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεων, υπό την έννοια ότι, οσάκις υφίσταται παρόμοια συμφωνία, παρέλκει η εξέταση του ζητήματος αν υφίσταται και απόφαση ενώσεως.
19 Εξάλλου, επίσης εσφαλμένα το Πρωτοδικείο εφήρμοσε, στη σκέψη 130 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το άρθρο 65, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚΑΞ στις ασκούμενες στο πλαίσιο ενώσεως επιχειρήσεων δραστηριότητες και έκρινε, στις σκέψεις 137 έως 139 της αποφάσεώς του, ότι η Επιτροπή διέθετε την εξουσία να υιοθετήσει το άρθρο 2 της επίδικης αποφάσεως, ενώ μια ένωση παραβιάζει την απαγόρευση των συμφωνιών μόνον οσάκις συμπεριφέρεται ως επιχείρηση.
20 Η Επιτροπή θεωρεί ότι η πρώτη αιτίαση στερείται βάσεως εφόσον το Πρωτοδικείο, στηριζόμενο σε ορισμένους δείκτες απτομένους των πραγματικών περιστατικών και μη αμφισβητούμενους από την αναιρεσείουσα, συνήγαγε, στις σκέψεις 110 έως 118 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι υφίσταται απόφαση της αναιρεσείουσας. Εξάλλου, στις σκέψεις 112 και 204 της αποφάσεώς του, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε την ύπαρξη ανταλλαγής πληροφοριών που είχε οργανωθεί από την αναιρεσείουσα, και ίσχυε παράλληλα με την πραγματοποιούμενη μεταξύ επιχειρήσεων, στο πλαίσιο της αποκαλούμενης «επιτροπής δοκών», ανταλλαγή πληροφοριών. Επομένως, ορθώς το Πρωτοδικείο διαπίστωσε την ύπαρξη τόσο αποφάσεως ενώσεως όσο και συμφωνίας μεταξύ επιχειρήσεων. Κατά την Επιτροπή, το άρθρο 65, της Συνθήκης ΕΚΑΞ δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει απόφαση ενώσεως αποκλειστικά οσάκις δεν υφίσταται επί του θέματος συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεων, οπότε σε διαφορετική περίπτωση μόνον οι μη εκδοθείσες ομοφώνως από τις απαρτίζουσες την ένωση επιχειρήσεις αποφάσεις θα μπορούσαν να αποτελούν αποφάσεις ενώσεων κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως.
21 Ομοίως, όπως το Πρωτοδικείο έκρινε στη σκέψη 131 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το άρθρο 65, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚΑΞ εφαρμόζεται και στις επί τούτου δραστηριότητες των ενώσεων επιχειρήσεων και όχι μόνον στις ανάλογες προς εκείνες των επιχειρήσεων δραστηριότητές τους, διότι άλλως η ρύθμιση αυτή θα ήταν περιττή ως αφορώσα ρητώς τις εν λόγω ενώσεις.
Εκτίμηση του Δικαστηρίου
22 Tο άρθρο 65, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚΑΞ απαγορεύει συγκεκριμένα τις αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων που τείνουν, εντός της κοινής αγοράς, άμεσα ή έμμεσα, να παρεμποδίζουν, να περιορίζουν ή να νοθεύουν την κανονική λειτουργία του ανταγωνισμού.
23 Άρα, τυγχάνει εφαρμογής επί των ενώσεων στο μέτρο που η δραστηριότητα των ιδίων ή των προσχωρουσών σ' αυτές επιχειρήσεων τείνει στην παραγωγή των αποτελεσμάτων στα οποία το άρθρο αυτό αναφέρεται (απόφαση της 19ης Μαρτίου 1964, 67/63, Sorema κατά Ανωτάτης Αρχής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 1065).
24 Ουδαμώς η ανωτέρω διάταξη διευκρινίζει ότι η προβλεπόμενη έναντι των ενώσεων επιχειρήσεων απαγόρευση δεν εφαρμόζεται παρά μόνον επικουρικώς, ήτοι οσάκις δεν κατέστη εφικτό να εντοπιστεί συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεων.
25 Ομοίως, το άρθρο 65, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚΑΞ δεν διευκρινίζει ότι καλύπτει τη δραστηριότητα ενώσεως επιχειρήσεων μόνο στον βαθμό που η ένωση αυτή συμπεριφέρεται ως επιχείρηση. Εν πάση περιπτώσει, αν ένωση επιχειρήσεων συμπεριφερόταν ως επιχείρηση θα εκλαμβανόταν ως τοιαύτη στο πλαίσιο της εφαρμογής της ως άνω διατάξεως, γεγονός που θα καθιστούσε περιττή απαγόρευση στοχεύουσα συγκεκριμένα τις ενώσεις αυτές.
26 Έπεται ότι ορθώς το Πρωτοδικείο έκρινε, στις σκέψεις 130 έως 133 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι η εξαγγελλόμενη στο άρθρο 65, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚΑΞ απαγόρευση μπορούσε να αφορά ένωση επιχειρήσεων και απέρριψε, στις σκέψεις 137 έως 139 της αποφάσεώς του, το επιχείρημα της προσφεύγουσας, σύμφωνα με το οποίο η Επιτροπή δεν διέθετε την εξουσία να εκδώσει το άρθρο 2 της επίδικης αποφάσεως.
27 Όσον αφορά την ύπαρξη αποφάσεως ενώσεως επιχειρήσεων βαρύνουσας την αναιρεσείουσα, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το Πρωτοδικείο κατέληξε στο συμπέρασμα αυτό αφού εξέτασε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση τους εκ του καταστατικού στόχους της προσφεύγουσας (σκέψη 111), καθώς και τη δραστηριότητά της να συλλέγει, κατατάσσει και γνωστοποιεί τα επίδικα στοιχεία (σκέψη 112), αφού συνήγαγε από τη δράση του προσωπικού την έγκριση των αρμοδίων επί του θέματος οργάνων ή, τουλάχιστον, τη ρητή ή σιωπηρή συναίνεση των μελών της (σκέψη 113) και αφού επισήμανε ότι μέλη της προσφεύγουσας ήσαν επιχειρήσεις που είχαν συμμετάσχει στην επίδικη ανταλλαγή πληροφοριών (σκέψη 114).
28 Ενόψει του συνόλου των επισημανθέντων στοιχείων, ορθώς το Πρωτοδικείο έκρινε, στη σκέψη 115 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή ήταν σε θέση να συναγάγει, με την επίδικη απόφαση, ότι η επίδικη ανταλλαγή πληροφοριών ήταν αδύνατο να είχε διενεργηθεί χωρίς «απόφαση» της προσφεύγουσας.
29 Έπεται ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος.
Επί του δευτέρου και τετάρτου λόγου αναιρέσεως
30 Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως αρύεται από παράβαση του άρθρου 15, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚΑΞ λόγω εσφαλμένης, αντιφατικής και υπερβαίνουσας τα όρια της καθ' ύλην αρμοδιότητας του Πρωτοδικείου αιτιολογίας, όσον αφορά τη διαπίστωση, στο άρθρο 2 της επίδικης αποφάσεως, ότι η αναιρεσείουσα είχε οργανώσει ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών σε σχέση με τις διαπραχθείσες από τα μέλη της παραβάσεις.
31 Ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως αρύεται από παράβαση των άρθρων 15, πρώτο εδάφιο, και 65, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚΑΞ λόγω πεπλανημένης ερμηνείας της υποθετικής εγκλίσεως κατά τη χρήση των όρων «να περιορίζουν ή να νοθεύουν την κανονική λειτουργία του ανταγωνισμού» με την τελευταία διάταξη και λόγω αντιφατικής αιτιολογίας στο πλαίσιο της εφαρμογής της επί της ανταλλαγής πληροφοριών που είχε οργανώσει η αναιρεσείουσα.
32 Επιβάλλεται η από κοινού εξέταση των συγκεκριμένων λόγων αναιρέσεως.
33 Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως βάλλει κατά των σκέψεων 169 έως 208 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως και ειδικότερα κατά της σκέψεως 191, η οποία έχει ως εξής:
«Πράγματι, το γεγονός ότι το επίδικο σύστημα δημιουργήθηκε το αργότερο το 1986, στο πλαίσιο του συστήματος ποσοστώσεων του οποίου τη διαχείριση είχε τότε η προσφεύγουσα, καταδεικνύει ότι το σύστημα αυτό είχε αρχικά ως σκοπό να ελέγχει την τήρηση των χορηγουμένων σε κάθε συμμετέχουσα επιχείρηση ποσοστώσεων, σε μια αλληλουχία όπου η Επιτροπή ακολουθούσε πολιτική σταθερότητας των "παραδοσιακών ρευμάτων" [...]. Το γεγονός ότι η επίδικη ανταλλαγή εξακολούθησε μετά το τέλος του συστήματος ποσοστώσεων στις 30 Ιουνίου 1998 (βλ. έγγραφα 3482 και 3483) επέτρεπε στις επιχειρήσεις να ελέγχουν σε ποιο βαθμό καθεμία από αυτές εξακολούθησε να σέβεται τις παραδοσιακές αγορές οι οποίες χρησίμευσαν ως βάση του συστήματος ποσοστώσεων. Μια τέτοια ανταλλαγή πληροφοριών έτεινε ως εκ της φύσεώς της στη διατήρηση στεγανοποιήσεως των αγορών σε σχέση με τα παραδοσιακά ρεύματα».
34 Η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι, με τη σκέψη 191 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, υπερέβη τα όρια της καθ' ύλην αρμοδιότητάς του αναφερόμενο σε νέα πραγματικά περιστατικά και ειδικότερα διαπιστώνοντας τη συνέχιση του συστήματος ποσοστώσεων, ενώ το εν λόγω σύστημα είχε λήξει στις 30 Ιουνίου 1988 και η διαπίστωση αυτή δεν επιβεβαιωνόταν από τα γεγονότα, όπως αυτά προκύπτουν από την επίδικη απόφαση, ή την ίδια την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.
35 Αιτιάται επίσης το Πρωτοδικείο ότι περιέπεσε σε αντιφάσεις διαπιστώνοντας, στις σκέψεις 179 και 202 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι η οργανωθείσα από την προσφεύγουσα ανταλλαγή πληροφοριών αποτελούσε αυτοτελή παράβαση και, στη σκέψη 191 της ιδίας αποφάσεως, ότι η σχετική ανταλλαγή υπηρετούσε τον στόχο του ελέγχου της τηρήσεως των ποσοστώσεων.
36 Με τον τέταρτο λόγο της αναιρέσεως, ο οποίος βάλλει κατά των σκέψεων 185 έως 196 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, η αναιρεσείουσα προσάπτει εκ νέου στο Πρωτοδικείο ότι χαρακτήρισε, στη σκέψη 202 της ως άνω αποφάσεως, την οργανωθείσα από την προσφεύγουσα ανταλλαγή πληροφοριών ως αυτοτελή παράβαση, αλλ' ότι, στη σκέψη 191 της ιδίας αποφάσεως, στηρίχτηκε, προκειμένου να αιτιολογήσει την ύπαρξη περιορισμού του ανταγωνισμού, στη χρήση της εν λόγω ανταλλαγής πληροφοριών για τους σκοπούς της επιτηρήσεως συμφωνίας σχετικά με την τήρηση των εθνικών αγορών και ότι με τον τρόπο αυτό αναγνώρισε τον παρεπόμενο, και όχι αυτοτελή, χαρακτήρα της ανταλλαγής.
37 Η αναιρεσείουσα αμφισβητεί περαιτέρω το γεγονός ότι η ανταλλαγή πληροφοριών μπορούσε αφεαυτής να περιορίσει τον ανταγωνισμό. Συγκεκριμένα, τα ανταλλαγέντα στοιχεία δεν ήσαν ούτε αρκούντως πρόσφατα ούτε αρκούντως λεπτομερή, ιδίως όσον αφορά τα προϋόντα και τους οικείους αγοραστές, ώστε να επιτρέπει τον περιορισμό της ελευθερίας δράσεως των οικείων επιχειρήσεων.
38 Η Επιτροπή υποστηρίζει προκαταρκτικώς ότι η αναιρεσείουσα χωρεί σε εσφαλμένη ερμηνεία της σκέψεως 191 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, η οποία δεν αναφέρει ότι οι επιχειρήσεις παρέτειναν το σύστημα των ποσοστώσεων πέραν της 30ής Ιουνίου 1988. Η εν λόγω σκέψη επισημαίνει απλώς ότι η επίδικη ανταλλαγή πληροφοριών επέτρεπε στις επιχειρήσεις να επιτηρούν σε ποιο βαθμό καθεμία από αυτές εξακολουθούσε να τηρεί τις παραδοσιακές αγορές που είχαν αποτελέσει τη βάση του συστήματος.
39 Όσον αφορά την επιχειρηματολογία της αναιρεσείουσας ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη χαρακτηρίζοντας την επίδικη ανταλλαγή πληροφοριών ως αυτοτελή παράβαση, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι είναι απαράδεκτη ως εκ του ότι αμφισβητεί τη διαπίστωση και την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, ιδίως όσον αφορά την ομοιογένεια των προϋόντων, επί των οποίων στηρίχθηκε, στις σκέψεις 185 έως 194 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο προκειμένου να βεβαιώσει ότι οι ανταλλαγείσες πληροφορίες ήσαν τέτοιας φύσεως ώστε να επηρεάζουν αισθητά τη συμπεριφορά των συμμετεχόντων.
40 Η Επιτροπή ισχυρίζεται επίσης ότι η αναιρεσείουσα επισημαίνει αντιφατική αιτιολόγηση μόνο σε σχέση με τη σκέψη 191 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, σε εσφαλμένη ερμηνεία της οποίας προέβη. Ανεξάρτητα από την ύπαρξη συμφωνίας επί των τιμών και επί της κατανομής των αγορών, η επίδικη ανταλλαγή πληροφοριών ήταν αφεαυτής σε θέση να επηρεάσει αισθητά τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων επί της αγοράς.
Εκτίμηση του Δικαστηρίου
41 Σύμφωνα με την αφορώσα την αγορά των ελκυστήρων νομολογία (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 27ης Οκτωβρίου 1994, Τ-34/92, Fiatagri και New Holland Ford κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. ΙΙ-905, και Τ-35/92, Deere κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. ΙΙ-957, καθώς και αποφάσεις του Δικαστηρίου της 28ης Μαου 1988, C-7/95 P, Deere κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. Ι-3111, και C-8/95 P, New Holland Ford κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. Ι-3175), με την οποία το Πρωτοδικείο και το Δικαστήριο εξέτασαν για πρώτη φορά συμφωνία ανταλλαγής πληροφοριών στο πλαίσιο της Συνθήκης ΕΚ, και οι γενικής φύσεως εκτιμήσεις της οποίας μπορούν να τύχουν εφαρμογής και στο πλαίσιο της Συνθήκης ΕΚΑΞ, παρόμοια συμφωνία αντίκειται στους κανόνες περί ανταγωνισμού οσάκις μετριάζει ή εξαλείφει τον βαθμό αβεβαιότητας ως προς τη λειτουργία της επίδικης αγοράς, με συνέπεια τον περιορισμό του ανταγωνισμού μεταξύ επιχειρήσεων (βλ., ειδικώς, προαναφερθείσα απόφαση του Δικαστηρίου Deere κατά Επιτροπής, σκέψη 90).
42 Πράγματι, τα κριτήρια συντονισμού και συνεργασίας που συνθέτουν μια εναρμονισμένη πρακτική, πέραν του να απαιτούν την κατάρτιση πραγματικού «σχεδίου», πρέπει να νοούνται υπό το φως της αντιλήψεως που είναι συνυφασμένη με τις σχετικές προς τον ανταγωνισμό διατάξεις των Συνθηκών ΕΚ και ΕΚΑΞ και σύμφωνα με την οποία αντίληψη κάθε επιχειρηματίας οφείλει να καθορίζει αυτοτελώς την πολιτική που προτίθεται να ακολουθήσει στην κοινή αγορά και τους όρους που προτίθεται να επιφυλάξει στην πελατεία του (προαναφερθείσα απόφαση του Δικαστηρίου Deere κατά Επιτροπής, σκέψη 86, και παρατιθέμενη εκεί νομολογία).
43 Ναι μεν σαφώς η απαιτούμενη αυτοτέλεια δεν αποκλείει το δικαίωμα των επιχειρηματιών να προσαρμόζονται επιτηδείως στη διαπιστούμενη ή αναμενόμενη συμπεριφορά των ανταγωνιστών τους, πλην όμως αντιτίθεται αυστηρώς σε κάθε άμεση ή έμμεση επαφή μεταξύ των επιχειρηματιών αυτών, η οποία έχει ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τη δημιουργία συνθηκών ανταγωνισμού που δεν αντιστοιχούν προς τις κανονικές συνθήκες της εν λόγω αγοράς, λαμβανομένων υπόψη της φύσεως των προϋόντων ή των παρεχομένων υπηρεσιών, της σπουδαιότητας και του αριθμού των επιχειρήσεων, καθώς και του όγκου της εν λόγω αγοράς (προαναφερθείσα απόφαση του Δικαστηρίου Deere κατά Επιτροπής, σκέψη 87, και παρατιθέμενη εκεί νομολογία).
44 Προκειμένου να εξακριβώσει αν το σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών που οργάνωσε εν προκειμένω η προσφεύγουσα είχε ως αποτέλεσμα περιορισμό του ανταγωνισμού, το Πρωτοδικείο εξέτασε διάφορα στοιχεία. Έτσι, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση υπογράμμισε την εμπιστευτική φύση των παρασχεθέντων στοιχείων (σκέψη 186), το γεγονός ότι τα στοιχεία αυτά είχαν κοινοποιηθεί μόνο σε ορισμένο αριθμό παραγωγών (σκέψη 187), τον ομοιογενή χαρακτήρα των οικείων προϋόντων (σκέψη 188), την ολιγοπωλιακή διάρθρωση της αγοράς (σκέψη 189), το γεγονός ότι οι επίδικες πληροφορίες επέτρεπαν την επακριβή γνώση των μεριδίων αγοράς καθενός από τους ανταγωνιστές (σκέψη 190) και, συνακόλουθα, επέτρεπαν επιτήρηση των δραστηριοτήτων τους (σκέψη 191), το γεγονός ότι τα εν λόγω στοιχεία έδιδαν λαβή για συζητήσεις και επικρίσεις (σκέψη 192), καθώς και τον επίκαιρο χαρακτήρα των στοιχείων (σκέψη 194).
45 Από τα ανωτέρω στοιχεία συνήγαγε, στη σκέψη 195 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι οι πληροφορίες που ελάμβαναν οι επιχειρήσεις στο πλαίσιο του επίμαχου συστήματος ανταλλαγής πληροφοριών ήταν ικανό να επηρεάσει αισθητά τη συμπεριφορά τους.
46 Επιβάλλεται να υπογραμμιστεί ότι οι απαντώσες στις σκέψεις 186 έως 195 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως εκτιμήσεις άπτονται πραγματικών περιστατικών και δεν υπόκεινται στον έλεγχο του Δικαστηρίου στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως. Πράγματι, προέχει να υπομνηστεί ότι, όπως προκύπτει από τα άρθρα 32δ, παράγραφος 1, ΑΞ και 51 του Οργανισμού ΕΚΑΞ του Δικαστηρίου, η αναίρεση περιορίζεται στα νομικά ζητήματα. Το Πρωτοδικείο είναι επομένως κατ' αρχήν μόνο αρμόδιο να προβαίνει στη διαπίστωση και εκτίμηση των σχετικών πραγματικών περιστατικών καθώς και να εκτιμά τα αποδεικτικά στοιχεία, υπό την επιφύλαξη της αλλοιώσεως των πραγματικών αυτών περιστατικών και των εν λόγω στοιχείων (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 1ης Ιουνίου 1994, C-136/92 P, Επιτροπή κατά Brazzelli Lualdi κ.λπ., Συλλογή 1994, σ. I-1981, σκέψεις 49 και 66, της 15ης Οκτωβρίου 2002, C-238/99 P, C-244/99 P, C-245/99 P, C-247/99 P, C-250/99 P έως C-252/99 P και C-254/99 P, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I-8375, σκέψη 194, και της 10ης Δεκεμβρίου 2002, C-312/00 P, Επιτροπή κατά Camar και Tico, Συλλογή 2000, σ. Ι-11355, σκέψη 69).
47 Ενόψει των ανωτέρω εκτιμήσεων των πραγματικών περιστατικών, ορθώς το Πρωτοδικείο συνήγαγε, στη σκέψη 196 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι το επίδικο σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών έτεινε στην παρεμπόδιση, στον περιορισμό ή στη νόθευση της κανονικής λειτουργίας του ανταγωνισμού, κατά την έννοια του άρθρου 65, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚΑΞ, επιτρέποντας στους συμμετέχοντες παραγωγούς να υποκαταστήσουν με πρακτική συνεργασία μεταξύ τους τους συνήθεις κινδύνους του ανταγωνισμού.
48 Όσον αφορά ειδικότερα τη σκέψη 191 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, σε αντίθεση προς όσα ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα, δεν μπορεί να συναχθεί εξ αυτής ότι το Πρωτοδικείο διαπίστωσε με τη σκέψη αυτή τη συνέχιση του συστήματος ποσοστώσεων πέραν της 30ής Ιουνίου 1988. Πράγματι, το Πρωτοδικείο περιορίζεται στη σκέψη αυτή να αναφέρει ότι η επίδικη ανταλλαγή πληροφοριών επέτρεπε στις επιχειρήσεις να αλληλοεπιτηρούνται και ότι η εν λόγω ανταλλαγή έτεινε αφεαυτής, ως εκ της ιδίας της φύσεώς της, στη διατήρηση της στεγανοποιήσεως των αγορών σε σχέση με τα παραδοσιακά ρεύματα.
49 Επειδή στην ανωτέρω σκέψη ουδεμία μνεία γίνεται συμφωνίας αφορώσας ποσοστώσεις και αντιμετωπίζεται αποκλειστικά το ζήτημα των επιπτώσεων εκ της ανταλλαγής πληροφοριών αφεαυτού, χωρίς να αντιφάσκει, το Πρωτοδικείο συνήγαγε, στη σκέψη 202 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι η επίδικη ανταλλαγή πληροφοριών συνιστούσε αυτοτελή παράβαση.
50 Από τις προεκτεθείσες σκέψεις προκύπτει ότι ο δεύτερος και τέταρτος λόγος αναιρέσεως είναι εν μέρει απαράδεκτοι και εν μέροι αβάσιμοι.
Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως
51 Ο τρίτος λόγος αναιρέσεως αρύεται από παράβαση του άρθρου 65, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚΑΞ και υπέρβαση των ορίων της καθ' ύλην αρμοδιότητας του Πρωτοδικείου λόγω πεπλανημένης ερμηνείας της υποθετικής εγκλίσεως κατά τη χρήση της εκφράσεως «που τείνουν [...] να» με την εν λόγω διάταξη, στο πλαίσιο της εφαρμογής της επί των στρεφομένων καθ' υπόθεση κατά του ανταγωνισμού επιπτώσεων της ανταλλαγής πληροφοριών που οργάνωσε η αναιρεσείουσα.
52 Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, λαμβάνοντας υπόψη τις επιπτώσεις εκ της ανταλλαγής πληροφοριών επί του ανταγωνισμού (σκέψεις 191, 195 και 196 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως), ενώ το άρθρο 65 της Συνθήκης ΕΚΑΞ αφορά αποκλειστικά τις συμφωνίες που «τείνουν [...] να» περιορίσουν τη λειτουργία του ανταγωνισμού, στοιχείο που προϋποθέτει, τόσο στη γερμανική απόδοση της συνθήκης («abzielen») όσο και στη γαλλική απόδοσή της, την επιδίωξη στόχου. Πράττοντας τούτο, το Πρωτοδικείο παρέβη το ως άνω άρθρο 65, παράγραφος 1.
53 Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει επίσης ότι το Πρωτοδικείο υπερέβη τα όρια της καθ' ύλην αρμοδιότητάς του, αντικαθιστώντας τον όρο «επιπτώσεις» της ανταλλαγής πληροφοριών που χρησιμοποιείται στο σημείο 283 των αιτιολογικών σκέψεων της επίδικης αποφάσεως από ορολογία σύμφωνα με την οποία η ανταλλαγή πληροφοριών «έτεινε να» θίξει την κανονική λειτουργία του ανταγωνισμού, διορθώνοντας έτσι νομικό χαρακτηρισμό.
54 Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι οι σκέψεις 191 και 196 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως περιλαμβάνουν εκτίμηση εκ μέρους του Πρωτοδικείου προδιαπιστωθέντων πραγματικών περιστατικών.
55 Η Επιτροπή αμφισβητεί ότι το Πρωτοδικείο παρέβη το άρθρο 65, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚΑΞ, η έκφραση της οποίας «τείνουν [...] να» αντιστοιχεί στους όρους «έχουν ως αντικείμενο και ως αποτέλεσμα» του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 81 ΕΚ). Επιπλέον, η έκφραση «τείνουν να» νοείται επίσης και ως «έχουν την τάση να» ή «εξελίσσονται κατά τρόπον ώστε». Επομένως, αρκεί δεδομένη συμπεριφορά να τείνει αντικειμενικώς στον περιορισμό του ανταγωνισμού ώστε να τυγχάνει εφαρμογής η ανωτέρω διάταξη της Συνθήκης ΕΚΑΞ.
56 Κατά την Επιτροπή, δεν μπορεί να προσάπτεται στο Πρωτοδικείο ότι δεν περιορίστηκε στη διαπίστωση ότι η επίδικη ανταλλαγή πληροφοριών ήταν απλώς ικανή να επηρεάσει αισθητά τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων, αλλ' ότι επεξέτεινε έτι περαιτέρω την ανάλυσή του και συνήγαγε από τις διαπιστωθείσες περιστάσεις ότι η εν λόγω ανταλλαγή έτεινε συγκεκριμένα σε στεγανοποίηση των αγορών (σκέψη 191 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως), καθώς και, εν γένει, στην παρεμπόδιση, στον περιορισμό ή στη νόθευση της κανονικής λειτουργίας του ανταγωνισμού (σκέψη 196 της αποφάσεως).
Εκτίμηση του Δικαστηρίου
57 Έτσι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 145 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, η αναιρεσείουσα υποστήριξε ενώπιον του Πρωτοδικείου ότι η επικρινόμενη απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων είχε ως στόχο την επίτευξη, μέσω ανταλλαγής πληροφοριών, μεγαλύτερης διαφανείας της αγοράς και ότι ο στόχος αυτός δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί ως αντίθετος προς τον ανταγωνισμό.
58 Πάντως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο προτεινόμενος από την αναιρεσείουσα ορισμός της εννοίας «τείνουν [...] να» που απαντά στο άρθρο 65, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚΑΞ είναι υπερβολικά περιοριστικός. Πράγματι, τόσο η ανωτέρω γαλλική έκφραση όσο και η αντίστοιχη έκφραση που χρησιμοποιείται στη γερμανική απόδοση της διατάξεως μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να εκφράσουν την επιδίωξη ορισμένου σκοπού, αλλ' επίσης και να περιγράψουν αντικειμενική κατάσταση ενός στοιχείου που τείνει προς ορισμένη κατεύθυνση, επιδιωκόμενη ή μη.
59 Όπως προκύπτει από την παρατιθέμενη στις σκέψεις 41 και 42 της παρούσας αποφάσεως νομολογία, ο επιδιωκόμενος στόχος της επιτεύξεως μεγαλύτερης διαφανείας της αγοράς δεν εκφεύγει του χαρακτηρισμού ως στόχου αντιθέτου προς τον ανταγωνισμό οσάκις η επικρινόμενη συμπεριφορά μετριάζει ή εξαλείφει τον βαθμό αβεβαιότητας επί της λειτουργίας της επίδικης αγοράς και δημιουργεί προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι επιχειρηματίες δεν προσδιορίζουν αυτοτελώς την πολιτική που προτίθενται να ακολουθήσουν επί της εν λόγω αγοράς.
60 Έπεται ότι, ορθώς και χωρίς να υπερβαίνει τις εξουσίες του, το Πρωτοδικείο εξέτασε, στις σκέψεις 191 και 195 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, τις συνέπειες από την επίδικη ανταλλαγή πληροφοριών επί της συμπεριφοράς των συμμετασχόντων στο σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών επιχειρηματιών, και συνήγαγε, στη σκέψη 196 της ιδίας αποφάσεως, ότι το οικείο σύστημα έτεινε στην παρεμπόδιση, στον περιορισμό ή στη νόθευση της κανονικής λειτουργίας του ανταγωνισμού κατά την έννοια του άρθρου 65, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚΑΞ.
61 Επομένως, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος.
62 Όπως προκύπτει από το σύνολο των προηγηθεισών σκέψεων, η αίτηση αναιρέσεως είναι απορριπτέα.
Επί των δικαστικών εξόδων
63 Σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, που εφαρμόζεται στη διαδικασία της αιτήσεως αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 118 του ίδιου κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη της αναιρεσείουσας, η δε τελευταία ηττήθηκε ως προς το σύνολο των λόγων της αναιρέσεως, επιβάλλεται η καταδίκη της στα δικαστικά έξοδα.
Για τους λόγους αυτούς,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(πέμπτο τμήμα)
αποφασίζει:
1) Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.
2) Καταδικάζει την Eurofer ASBL στα δικαστικά έξοδα.