EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61999CC0517

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ruiz-Jarabo Colomer της 18ης Ιανουαρίου 2001.
Merz & Krell GmbH & Co..
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Bundespatentgericht - Γερμανία.
Σήματα - Προσέγγιση των νομοθεσιών - Άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, της πρώτης οδηγίας 89/104/ΕΟΚ - Λόγοι αρνήσεως καταχωρίσεως ή ακυρώσεως σήματος - Σήματα που συνίστανται αποκλειστικά από σημεία ή ενδείξεις που έχουν καταστεί συνήθη στην καθημερινή γλώσσα ή στη θεμιτή και πάγια πρακτική του εμπορίου - Ανάγκη να καταστούν τα σημεία ή οι ενδείξεις συνήθη για τον καθορισμό των προϊόντων ή των υπηρεσιών για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση του σήματος - Έλλειψη ανάγκης να περιγράφουν τα σημεία ή οι ενδείξεις άμεσα τις ιδιότητες ή τα χαρακτηριστικά των προϊόντων ή των υπηρεσιών σε σχέση με τα οποία ζητείται η καταχώριση του σήματος.
Υπόθεση C-517/99.

Συλλογή της Νομολογίας 2001 I-06959

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2001:40

61999C0517

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ruiz-Jarabo Colomer της 18ης Ιανουαρίου 2001. - Merz & Krell GmbH & Co.. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Bundespatentgericht - Γερμανία. - Σήματα - Προσέγγιση των νομοθεσιών - Άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, της πρώτης οδηγίας 89/104/ΕΟΚ - Λόγοι αρνήσεως καταχωρίσεως ή ακυρώσεως σήματος - Σήματα που συνίστανται αποκλειστικά από σημεία ή ενδείξεις που έχουν καταστεί συνήθη στην καθημερινή γλώσσα ή στη θεμιτή και πάγια πρακτική του εμπορίου - Ανάγκη να καταστούν τα σημεία ή οι ενδείξεις συνήθη για τον καθορισμό των προϊόντων ή των υπηρεσιών για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση του σήματος - Έλλειψη ανάγκης να περιγράφουν τα σημεία ή οι ενδείξεις άμεσα τις ιδιότητες ή τα χαρακτηριστικά των προϊόντων ή των υπηρεσιών σε σχέση με τα οποία ζητείται η καταχώριση του σήματος. - Υπόθεση C-517/99.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2001 σελίδα I-06959


Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


I - Εισαγωγή

1. Το προδικαστικό ερώτημα του Bundespatentgericht αφορά την ερμηνεία της πρώτης οδηγίας 89/104/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (στο εξής: πρώτη οδηγία).

2. Το Bundespatentgericht ερωτά αν τα σημεία ή οι ενδείξεις που έχουν καταστεί συνήθη στην καθημερινή γλώσσα ή στη θεμιτή και πάγια πρακτική του εμπορίου σε συγκεκριμένο τομέα δεν μπορούν να καταχωρισθούν ως σήματα ή αν, αντιθέτως, το εν λόγω εμπόδιο καταχωρίσεως τα αφορά μόνο στο μέτρο που έχουν καταστεί συνήθη σε σχέση μόνο με τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που θεωρούνται ότι αντιπροσωπεύουν. Στην περίπτωση κατά την οποία ισχύει το δεύτερο, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν τα σημεία ή οι ενδείξειες των οποίων ζητείται η καταχώριση πρέπει οπωσδήποτε να περιγράφουν άμεσα τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες, δηλαδή τις ουσιώδεις ιδιότητες ή τα ουσιώδη χαρακτηριστικά τους.

ΙΙ - Τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

3. Η εταιρία Merz & Krell GmbH & Co. (στο εξής: Merz & Krell) ζήτησε την καταχώριση του σήματος Bravo για «όργανα γραφής». Η αρμόδια για την κατηγορία 16 υπηρεσία σημάτων του Deutsches Patent- und Markenamt (γερμανικού γραφείου ευρεσιτεχνίας και σημάτων) απέρριψε την αίτηση καταχωρίσεως με την αιτιολογία ότι η λέξη της οποίας ζητείται η καταχώριση είναι απλώς εγκωμιαστική έκφραση ή διαφημιστικό σύνθημα σε σχέση με τα προϊόντα τα οποία η καταχώριση αποσκοπεί να προστατεύσει, πράγμα που εμποδίζει την εν λόγω καταχώριση της λέξεως ως σήματος.

4. Επειδή δεν ικανοποιήθηκε με την απόφαση αυτή, η Merz & Krell άσκησε προσφυγή ενώπιον του Bundespatentgericht. Επειδή έκρινε ότι η απάντησή του εξαρτάται από την ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο δ_, της πρώτης οδηγίας, το δικαστήριο αυτό υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«ρέπει το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο δ_, της πρώτης οδηγίας 89/104/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων, να ερμηνευθεί, αντίθετα προς το γράμμα του, κατά τρόπο στενό, ήτοι υπό την έννοια ότι απαγορεύεται η καταχώριση μόνον εκείνων των σημείων ή ενδείξεων που περιγράφουν άμεσα τα συγκεκριμένα προϊόντα ή τις υπηρεσίες σε σχέση με τα οποία ζητείται η καταχώριση σήματος ή τις ουσιώδεις ιδιότητες ή τα ουσιώδη χαρακτηριστικά αυτών των προϊόντων ή υπηρεσιών; Ή πρέπει να ερμηνευθεί η διάταξη αυτή υπό την έννοια ότι αποκλείεται η καταχώριση ως σημάτων όχι μόνον των "ελεύθερων σημείων" και των κοινών ονομασιών, αλλά επίσης των σημείων ή των ενδείξεων εκείνων που έχουν καταστεί συνήθη στην καθημερινή γλώσσα ή στη θεμιτή και πάγια πρακτική του εμπορίου του οικείου ή συγκρίσιμου τομέα, ως διαφημιστικά συνθήματα, ενδείξεις ποιότητας, προτροπές αγοράς κ.λπ., χωρίς να περιγράφουν άμεσα συγκεκριμένες ιδιότητες των προϊόντων ή των υπηρεσιών σε σχέση με τα οποία ζητείται η καταχώριση σήματος;»

ΙΙΙ - Το νομικό πλαίσιο

A - Η διεθνής νομοθεσία

5. Η Σύμβαση των αρισίων για την προστασία της βιομηχανικής ιδιοκτησίας (στο εξής: Σύμβαση ή Σύμβαση των αρισίων) της 20ής Μαρτίου 1883, την οποία έχουν υπογράψει όλα τα κράτη μέλη , είναι και ήταν πάντοτε το βασικό νομοθέτημα που περιλαμβάνει τους διεθνείς κανόνες που διέπουν τη βιομηχανική ιδιοκτησία. Έκτοτε, τέθηκε σε εφαρμογή ένα διεθνές σύστημα αποτελούμενο από σύνολο πολυμερών διατάξεων .

6. Η πρώτη διάταξη της Συμβάσεως αφορά τη δημιουργία της ενώσεως για την προστασία της βιομηχανικής ιδιοκτησίας (άρθρο 1, παράγραφος 1), που είναι ευρύτερα γνωστή υπό την επωνυμία Ένωση των αρισίων. Η Σύμβαση καθιερώνει ένα πλαίσιο αναφοράς που πρέπει να τηρήσουν τα κράτη μέλη στη νομοθεσία τους καθώς και στις συμφωνίες και συνθήκες που συνάπτουν μεταξύ τους (άρθρα 25 και 19).

7. Η Σύμβαση στηρίζεται στους ακόλουθους άξονες:

1) Η αρχή της εθνικής μεταχείρισης, που διατυπώνεται στο άρθρο 2, εξασφαλίζει σε κάθε υπήκοο κράτους μέλους της Ενώσεως ότι θα υποστεί σε όλα τα άλλα κράτη που έχουν υπογράψει τη Σύμβαση την ίδια μεταχείριση με αυτή την οποία έκαστο των κρατών αυτών επιφυλάσσει στους πολίτες του.

2) Η αρχή της μεταχειρίσεως της Ενώσεως, που διατυπώνεται επίσης στο άρθρο 2, εξασφαλίζει στους πολίτες των κρατών μελών της Ενώσεως, εκτός από τα δικαιώματα που απορρέουν από την αρχή της εθνικής μεταχειρίσεως, τα δικαιώματα που προβλέπονται ρητώς στη Σύμβαση.

3) Η αρχή της προτεραιότητας, που διατυπώνεται στο άρθρο 4, παρέχει σε οποιονδήποτε ζητεί την προστασία αντικειμένου βιομηχανικής ιδιοκτησίας εντός ενός των κρατών της Ενώσεως δικαίωμα προτεραιότητας όταν καταθέτει αίτηση στα άλλα κράτη που έχουν υπογράψει τη Σύμβαση.

8. Το άρθρο 6 δ_, B, ορίζει τα εξής:

«Η άρνηση καταχωρίσεως ή η ακύρωση των βιομηχανικών ή εμπορικών σημάτων που αφορά το παρόν άρθρο επιτρέπεται μόνο στις ακόλουθες περιπτώσεις:

[...]

2. Όταν στερούνται παντελώς διακριτικού χαρακτήρα ή συνίστανται αποκλειστικά από σημεία ή ενδείξεις που μπορούν να χρησιμεύσουν, στο εμπόριο, προς δήλωση του είδους, της ποιότητας, της ποσότητας, του προορισμού, της αξίας, της γεωγραφικής προέλευσης των προϊόντων ή του χρόνου παραγωγής, ή έχουν καταστεί συνήθη στην καθημερινή γλώσσα ή στη θεμιτή και πάγια πρακτική του εμπορίου της χώρας όπου ζητείται η προστασία []·

[...]».

B - Το κοινοτικό δίκαιο

1. Η Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας

9. Το άρθρο 36 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 30 ΕΚ) ορίζει τα εξής:

«Οι διατάξεις των άρθρων 30 και 34 [νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρα 28 ΕΚ και 29 ΕΚ] [] δεν αντιτίθενται στις απαγορεύσεις ή στους περιορισμούς εισαγωγών, εξαγωγών ή διαμετακομίσεων που δικαιολογούνται από λόγους [...] προστασίας της βιομηχανικής και εμπορικής ιδιοκτησίας. Οι απαγορεύσεις ή οι περιορισμοί αυτοί δεν δύνανται πάντως να αποτελούν ούτε μέσο αυθαιρέτων διακρίσεων ούτε συγκεκαλυμμένο περιορισμό στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών.»

2. Η πρώτη οδηγία

10. Σκοπός της πρώτης οδηγίας είναι η προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων ενόψει της δημιουργίας και της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς. Η προσέγγιση αυτή είναι απλώς μερική και περιορίζεται στις εθνικές διατάξεις που έχουν τον πλέον άμεσο αντίκτυπο στη λειτουργία της αγοράς αυτής. ράγματι, η οδηγία ρυθμίζει μόνο τα σήματα που έχουν καταχωρισθεί και αφήνει στα κράτη μέλη κάθε ελευθερία να καθορίσουν τις διαδικαστικές διατάξεις που αφορούν την καταχώριση, την έκπτωση ή την ακυρότητα των σημάτων που αποκτώνται με καταχώριση .

11. Το άρθρο 2 της πρώτης οδηγίας ορίζει τα σημεία που μπορούν να αποτελέσουν σήμα ως εξής:

«Το σήμα μπορεί να συνίσταται από οποιαδήποτε σημεία επιδεχόμενα γραφικής παράστασης, ιδίως δε από λέξεις, συμπεριλαμβανομένου του ονόματος προσώπων, από εικόνες, γράμματα, αριθμούς, το σχήμα του προϊόντος ή της συσκευασίας του, εφόσον τα σημεία αυτά μπορούν από τη φύση τους να διακρίνουν τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες μιας επιχείρησης από τα αντίστοιχα άλλων επιχειρήσεων.»

12. Το άρθρο 3 της πρώτης οδηγίας εκθέτει τις περιπτώσεις αρνήσεως καταχωρίσεως σήματος ή ακυρώσεως:

«1. Δεν καταχωρίζονται ή, εάν έχουν καταχωρισθεί, είναι δυνατόν να κηρυχθούν άκυρα:

α) τα σημεία από τα οποία δεν δύναται να συνίσταται ένα σήμα,

β) τα σήματα που στερούνται διακριτικού χαρακτήρα,

γ) τα σήματα που συνίστανται αποκλειστικά από σημεία ή ενδείξεις που μπορούν να χρησιμεύσουν στο εμπόριο, προς δήλωση του είδους, της ποιότητας, της ποσότητας, του προορισμού, της αξίας, της γεωγραφικής προέλευσης ή του χρόνου παραγωγής του προϊόντος ή της παροχής της υπηρεσίας ή άλλων χαρακτηριστικών του προϊόντος ή της υπηρεσίας

δ) τα σήματα που συνίστανται αποκλειστικά από σημεία ή ενδείξεις τα οποία έχουν καταστεί συνήθη στην καθημερινή γλώσσα ή στη θεμιτή και πάγια πρακτική του εμπορίου []·

[...].

2 [...].

3. Ένα σήμα γίνεται δεκτό προς καταχώριση ή δεν κηρύσσεται άκυρο κατ' εφαρμογή της παραγράφου 1, στοιχεία β_, γ_ ή δ_ εφόσον, πριν από την ημερομηνία της αίτησης καταχώρισης και μετά από τη χρήση που του έχει γίνει, απέκτησε διακριτικό χαρακτήρα. Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να προβλέπουν ότι η παρούσα διάταξη εφαρμόζεται επίσης εφόσον ο διακριτικός χαρακτήρας αποκτήθηκε μετά την αίτηση καταχώρισης ή μετά την καταχώριση.

4. [...]»

3. Ο κανονισμός (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου

13. Στις 20 Δεκεμβρίου 1993, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 40/94 για το κοινοτικό σήμα (στο εξής: κανονισμός), προκειμένου η κοινοτική αγορά να έχει συνθήκες ανάλογες με εκείνες που επικρατούν σε μια εθνική αγορά και ειδικότερα συνθήκες οι οποίες, από νομικής απόψεως, «[...] επιτρέπουν στις επιχειρήσεις να προσαρμόζουν ευθύς εξαρχής την παραγωγή και τη διανομή των προϊόντων ή την παροχή των υπηρεσιών στις διαστάσεις της Κοινότητας [...]» . ρόκειται για τη θέσπιση «[...] σημάτων διεπομένων από ενιαίο κοινοτικό δίκαιο το οποίο θα εφαρμόζεται άμεσα, σε όλα τα κράτη μέλη» . Ο σκοπός αυτός πρέπει να επιτευχθεί χωρίς το κοινοτικό δίκαιο περί σημάτων να αντικαθιστά τα δίκαια περί σημάτων των κρατών μελών .

14. Ο κανονισμός χρησιμοποιεί την ίδια μέθοδο με την πρώτη οδηγία και αρχίζει με τον ορισμό των σημείων που μπορούν να αποτελέσουν κοινοτικό σήμα (άρθρο 4) πριν διατυπώσει τους λόγους αρνήσεως καταχωρίσεως (άρθρα 7 και 8).

15. Το άρθρο 4 ορίζει τα εξής:

«Μπορεί να αποτελέσει κοινοτικό σήμα οποιοδήποτε σημείο επιδεκτικό γραφικής παράστασης, ιδίως λέξεις, συμπεριλαμβανομένων των ονομάτων των προσώπων, σχέδια, γράμματα, αριθμοί, το σχήμα προϊόντος ή της συσκευασίας του, υπό την προϋπόθεση ότι τα σημεία αυτά είναι ικανά να διακρίνουν τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες μιας επιχείρησης από τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες άλλων επιχειρήσεων.»

16. Κατά το άρθρο 7 του κανονισμού δεν γίνονται δεκτά για καταχώριση:

«[...]

δ) τα σήματα που συνίστανται αποκλειστικά από σημεία ή ενδείξεις τα οποία έχουν καταστεί συνήθη στην καθημερινή γλώσσα ή στη θεμιτή και πάγια πρακτική του εμπορίου []·

[...]».

17. Η γερμανική απόδοση της εν λόγω διατάξεως του κανονισμού διαφέρει και ορίζει ότι δεν γίνονται δεκτά προς καταχώριση:

«[...]

d) Marken, die ausschließlich aus Zeichen oder Angaben zur Bezeichnung der Ware oder Dienstleistung bestehen, die im allgemeinen Sprachgebrauch oder in den redlichen und ständigen Verkehrsgepflogenheiten üblich geworden sind [].

[...]»

Γ - Η γερμανική νομοθεσία

18. Για τη μεταφορά της πρώτης οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη, ο Γερμανός νομοθέτης εξέδωσε, στις 25 Οκτωβρίου 1994, ένα νόμο με τίτλο Gesetz über den Schutz von Marken und sonstigen Kennzeichnungen (γερμανικός νόμος περί προστασίας των σημάτων και λοιπών διακριτικών σημείων, στο εξής: νόμος περί σημάτων).

19. Το άρθρο 8 του νόμου αυτού διατυπώνει τους απόλυτους λόγους αρνήσεως καταχωρίσεως σήματος. Στην παράγραφο 2 ορίζει ότι δεν καταχωρίζονται τα σήματα:

«die ausschließlich aus Zeichen oder Angaben bestehen, die im allgemeinen Sprachgebrauch oder in den redlichen und ständigen Verkehrsgepflogenheiten zur Bezeichnung der Waren oder Dienstleistungen üblich geworden sind» .

IV - Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

20. Η Γερμανική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου καθώς και η Επιτροπή υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις εντός της προθεσμίας που προβλέπει το άρθρο 20 του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου.

21. Επειδή κανείς από τους διαδίκους δεν ζήτησε εμπροθέσμως να υποβάλει προφορικές παρατηρήσεις, το Δικαστήριο αποφάσισε, όπως του παρέχει την εξουσιοδότηση να το πράξει το άρθρο 4, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας , να μην κινήσει την προφορική διαδικασία.

V - Ανάλυση του προδικαστικού ερωτήματος

22. Οι αμφιβολίες που έχει το Bundespatentgericht σχετικά με την ερμηνεία την οποία ζήτησε από το Δικαστήριο αφορούν ένα απολύτως συγκεκριμένο σημείο . Αυτό που είναι λιγότερο σαφές, αντιθέτως, είναι το κανονιστικό πλαίσιο το οποίο πρέπει να ληφθεί υπόψη για να του δοθεί η απάντηση την οποία επιθυμεί να λάβει.

A - Η δομή της κοινοτικής έννομης τάξεως περί των σημάτων

23. Δεν είναι δυνατόν να αμφισβητηθεί ότι είναι σημαντικό για τη δημιουργία ενιαίας αγοράς να οργανωθεί επαρκώς η βιομηχανική ιδιοκτησία, της οποίας τα σήματα είναι απλώς μία συνιστώσα . Τούτο είναι τόσο σαφές, ώστε ο ίδιος ο κοινοτικός συντακτικός νομοθέτης έκρινε αναγκαίο να την αναγάγει, μεταξύ των άλλων βασικών συμφερόντων , σε περιορισμό ενός από τους πυλώνες του κοινοτικού δικαίου, δηλαδή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων. Αυτή είναι η έννοια του άρθρου 36 της Συνθήκης, καίτοι, όπως κάθε εξαίρεση, πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά .

24. Όσον αφορά τα σήματα, ο κοινοτικός νομοθέτης τόνισε τη σημασία τους στην έκθεση των αιτιολογικών σκέψεων της πρώτης οδηγίας και του κανονισμού, των οποίων τα κείμενα εμφαίνουν ότι, καίτοι μπορεί να αποτελέσει εμπόδιο στη δημιουργία ενιαίας αγοράς, το δικαίωμα επί του σήματος μπορεί επίσης να αποτελέσει εργαλείο για την προοδευτική διαμόρφωσή της αν ρυθμιστεί καταλλήλως. Στην πρώτη οδηγία διαπίστωσε ότι οι διαφορές μεταξύ των νομοθεσιών των κρατών μελών δύνανται να παρεμποδίσουν την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών και να νοθεύσουν τους όρους ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς και πρόσθεσε, στον κανονισμό, ότι τα σήματα αποτελούν ένα ιδιαιτέρως κατάλληλο νομικό μέσο για να παρασχεθεί στις επιχειρήσεις η δυνατότητα να προσαρμόσουν τις δραστηριότητές τους στην ενιαία αγορά . Τόσο η πρώτη οδηγία όσο και ο κανονισμός μας δίνουν τη δυνατότητα να αντιληφθούμε τις δύο πλευρές του νομίσματος.

25. ράγματι, το κοινοτικό δίκαιο έπρεπε να παρέμβει στη ρύθμιση των σημάτων βάσει δύο προοπτικών, οι οποίες, καίτοι είναι διαφορετικές, επιδιώκουν τον ίδιο σκοπό, πράγμα που τις καθιστά, επομένως, συμπληρωματικές. ρώτον, έπρεπε να πραγματοποιηθεί προσέγγιση, έστω μερική, των νομοθεσιών των κρατών μελών στον τομέα των σημάτων με την εναρμόνιση των πτυχών τους που είχαν τη μεγαλύτερη επίδραση στην εσωτερική αγορά διατηρώντας την εθνική ελευθερία για όλες τις άλλες πτυχές. Τούτο πραγματοποιήθηκε με την πρώτη οδηγία .

26. Έπρεπε, στη συνέχεια, να θεσπιστούν, όπως έγινε με τον κανονισμό, κανόνες που έχουν άμεση εφαρμογή σε κάθε κράτος μέλος με τη δημιουργία κοινοτικού καθεστώτος σημάτων το οποίο θα παρέχει στις επιχειρήσεις που το επιθυμούν τη δυνατότητα να υπερβαίνουν τα εμπόδια που απορρέουν από τον εδαφικό περιορισμό των δικαιωμάτων που οι εθνικές νομοθεσίες παρέχουν στους δικαιούχους αυτού του τύπου διακριτικού σημείου. Ο κοινοτικός νομοθέτης παρείχε έτσι τη δυνατότητα αποκτήσεως σημάτων που απολαύουν ενιαίας προστασίας και παράγουν τα αποτελέσματά τους στο σύνολο του εδάφους της Κοινότητας .

27. Κατά συνέπεια, το κοινοτικό δίκαιο των σημάτων έχει διπλή διάσταση: αυτή που απορρέει από τον διττό χαρακτήρα της παρεμβάσεως μέσω ξεχωριστών κανονιστικών εργαλείων που παράγουν διαφορετικά έννομα αποτελέσματα , αλλά που έχουν ενιαίο αντικείμενο και επιδιώκουν τον ίδιο σκοπό, δηλαδή τη δημιουργία και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

28. Στη διπλή αυτή προοπτική προστίθεται, επιπλέον, μια τρίτη θεώρηση, εξωτερική αλλά ουδόλως αμελητέα. Είναι αυτή την οποία επιτρέπει η Σύμβαση των αρισίων, στην οποία όλα τα κράτη μέλη είναι συμβαλλόμενα μέρη και η οποία πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου των σημάτων. Καίτοι ο νομοθέτης θέλησε οι διατάξεις της πρώτης οδηγίας να βρίσκονται σε πλήρη αρμονία με τις διατάξεις της Συμβάσεως , η ίδια αντιστοιχία πρέπει να διατηρείται όταν πρόκειται για την ερμηνεία και την εφαρμογή της ρυθμίσεως.

29. Όλες οι προηγούμενες σκέψεις δεν είναι και δεν επιδιώκουν να είναι μια απλή θεωρητική ανάλυση αλλά σαφώς η διαπίστωση μιας πραγματικότητας που έχει μια σοβαρή συνέπεια η οποία θα πρέπει να ληφθεί υπόψη όταν θα δοθεί στο Bundespatentgericht η απάντηση που αναμένει από το Δικαστήριο: οι διατάξεις της πρώτης οδηγίας και, ειδικότερα, η διάταξη του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο δ_, πρέπει να ερμηνευθούν κατά τρόπον ώστε να εντάσσονται στο σύνολο των διατάξεων της κοινοτικής έννομης τάξεως που έχει ως αντικείμενο τα σήματα .

B - Η λειτουργία του δικαιώματος επί του σήματος

30. Το δικαίωμα επί του σήματος «αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του συστήματος ανόθευτου ανταγωνισμού στη δημιουργία και διατήρηση του οποίου αποβλέπει η Συνθήκη» . Με τις παρεμβάσεις του στον τομέα αυτόν, ο κοινοτικός νομοθέτης κατόρθωσε να διαφυλάξει το σύστημα αυτό μεριμνώντας ώστε τα σήματα να μπορούν να εκπληρώσουν τη βασική λειτουργία τους. Το Δικαστήριο περιέγραψε τη λειτουργία αυτή κατ' επανάληψη κρίνοντας ότι «συνίσταται στην εγγύηση που παρέχει στον καταναλωτή ή στον τελικό χρήστη σε σχέση με την προέλευση του προϊόντος επί του οποίου έχει τεθεί το σήμα, αφού του δίνει τη δυνατότητα να διακρίνει, χωρίς κίνδυνο συγχύσεως, το προϊόν αυτό από τα προϊόντα που έχουν άλλη προέλευση» .

31. Για να διαμορφώσει την προστασία αυτή, το δικαίωμα επί του σήματος παρέχει στον δικαιούχο ένα σύνολο δικαιωμάτων και ευχερειών που έχουν ως αντικείμενο να του εξασφαλίσουν την αποκλειστική χρήση του διακριτικού σημείου και να τον προστατεύσουν από τους ανταγωνιστές που επιθυμούν να επωφεληθούν από τη θέση του και από τη φήμη του. ρόκειται γι' αυτό που η νομολογία του Δικαστηρίου χαρακτηρίζει «το ειδικό αντικείμενο του δικαιώματος επί του σήματος» .

32. Η αναγνώριση στον δικαιούχο του σήματος συγκεκριμένης νομικής καταστάσεως είναι ένα άμεσο αντικείμενο που παρέχει τη δυνατότητα επιτεύξεως του τελικού σκοπού, ο οποίος έγκειται στην εξασφάλιση ενός συστήματος πραγματικού ανταγωνισμού στο οποίο δεν υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ προϊόντων διαφορετικής προελεύσεως .

33. Όλοι οι κανόνες του κοινοτικού δικαίου των σημάτων πρέπει να ερμηνεύονται βάσει του εκπεφρασμένου σκοπού, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων που διέπουν την προνομιούχο νομική θέση που αναγνωρίζεται στον δικαιούχο του σήματος λόγω της ιδιότητας αυτής καθώς και των κανόνων που διατυπώνουν τους λόγους για τους οποίους μπορεί να μη γίνει δεκτή η καταχώριση ενός σήματος ή, ενδεχομένως, να ακυρωθεί. Το Δικαστήριο διατύπωσε την αρχή αυτή υπό την αντίστροφη έννοια, κρίνοντας ότι «για να καθοριστεί η ακριβής έκταση του αποκλειστικού αυτού δικαιώματος του δικαιούχου του σήματος, πρέπει να ληφθεί υπόψη η βασική λειτουργία του σήματος» .

34. Κατά συνέπεια, πρέπει να ληφθούν υπόψη δύο κριτήρια ερμηνείας για να δοθεί απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα. Το τελολογικό κριτήριο, που επικεντρώνεται στη λειτουργία του σήματος, και το κριτήριο της ολοκληρώσεως που αποσκοπεί να παράσχει στον κανόνα έννοια σύμφωνη προς το σύνολο του κανονιστικού συστήματος των σημάτων, κριτήριο το οποίο συνήγαγα ήδη στο σημείο 29 ανωτέρω.

Γ - Οι συνήθεις ονομασίες και τα συνήθη σημεία στην καθημερινή γλώσσα ή στα εμπορικά ήθη

35. Η διάταξη την οποία πρέπει να ερμηνεύσει το Δικαστήριο και η οποία παρατίθεται στο σημείο 12 ανωτέρω επαναλαμβάνει σχεδόν κατά λέξη τις τελευταίες φράσεις του άρθρου 6δ, Β, παράγραφος 2, της Συμβάσεως των αρισίων . Το κείμενο του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο δ_, του κανονισμού είναι πανομοιότυπο σε όλες τις γλωσσικές αποδόσεις. Η μόνη εξαίρεση είναι το γερμανικό κείμενο, το οποίο διευκρινίζει ότι τα σημεία ή οι ενδείξεις πρέπει να έχουν καταστεί συνήθη προς δήλωση των προϊόντων ή υπηρεσιών που αντιπροσωπεύει το σήμα .

36. Είναι απλό να λυθεί η διαφορά αυτή. Το γερμανικό κείμενο δεν μπορεί να εξεταστεί μεμονωμένα, αλλά πρέπει να αντιμετωπιστεί λαμβανομένων υπόψη των άλλων κειμένων και, εν πάση περιπτώσει, πρέπει να επανενταχθεί στο κανονιστικό πλαίσιο που συνιστούν η πρώτη οδηγία και η Σύμβαση των αρισίων. Όπως τόνισε η Επιτροπή στις γραπτές παρατηρήσεις της, το γερμανικό κείμενο του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο δ_, του κανονισμού στερείται σημασίας για την ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο δ_, της πρώτης οδηγίας.

37. Το κανονιστικό πλαίσιο αναφοράς εμποδίζει, κατά συνέπεια, την καταχώριση των σημάτων που συνίστανται αποκλειστικά από σημεία ή ενδείξεις που έχουν καταστεί συνήθη στην καθημερινή γλώσσα ή στην πρακτική του εμπορίου. Γενικώς, εμποδίζει την καταχώριση των σημείων που στερούνται διακριτικής ισχύος. Η διαπίστωση αυτή παρέχει τη δυνατότητα άμεσης ενασχολήσεως με το άγνωστο στοιχείο που δημιουργεί το πρόβλημα στο Bundespatentgericht.

1. Ο αναγκαίος σύνδεσμος μεταξύ του διακριτικού σημείου και των προϊόντων ή των υπηρεσιών που δηλώνει

38. Ένα σήμα έχει ως λειτουργία την εξατομίκευση. Αυτό είναι προφανές αλλά πρέπει να τονίζεται ούτως ώστε να μη λησμονείται ο εν λόγω σκοπός. Το άρθρο 2 της πρώτης οδηγίας το εκφράζει σαφώς και χωρίς περιστροφές όταν εξαρτά τη δυνατότητα ενός σημείου να αποτελέσει σήμα από την προϋπόθεση ότι είναι κατάλληλο «[...] να διακρίν[ει] τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες μιας επιχείρησης από τα αντίστοιχα άλλων επιχειρήσεων» . Για τον λόγο αυτόν, ένα σημείο που στερείται διακριτικού χαρακτήρα δεν μπορεί να αποτελέσει σήμα . Η εν λόγω αδυναμία διαφοροποιήσεως του προϊόντος μπορεί να οφείλεται στο ίδιο το σημείο ή σε εξωτερικούς παράγοντες. Θα οφείλεται σε εξωτερικούς παράγοντες όταν υφίσταται ήδη ένα σημείο πανομοιότυπο ή παρεμφερές που έχει καταχωρισθεί (ή ένα διάσημο σήμα σε χρήση) προς δήλωση των ιδίων προϊόντων ή παρεμφερών προϊόντων. Η διαφορά αυτή παρέχει στον κοινοτικό νομοθέτη τη δυνατότητα να προβεί σε διάκριση μεταξύ των απολύτων λόγων αρνήσεως καταχωρίσεως (δηλαδή των λόγων που διατυπώνονται στο άρθρο 3) και των σχετικών λόγων (των λόγων που απαριθμούνται στο άρθρο 4) . Για τον ίδιο λόγο ο δικαιούχος καταχωρισμένου σήματος μπορεί να αντιταχθεί σε οποιονδήποτε χρησιμοποιεί πανομοιότυπα ή παρεμφερή σημεία με το δικό του τα οποία μπορούν να προκαλέσουν σύγχυση . Στην προοπτική αυτή πρέπει να ερμηνευθεί το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας και, ειδικότερα, τα στοιχεία β_, γ_ και δ_, τα οποία δεν μπορούν να θεωρηθούν μεμονωμένως.

39. Ας αφήσουμε επί του παρόντος το στοιχείο α_, το οποίο, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, εμποδίζει κάθε σημείο το οποίο δεν δέχεται γραφική παράσταση να αποτελέσει σήμα. Όσον αφορά τα τρία επόμενα στοιχεία, η σημασία τους είναι σαφής. Το στοιχείο β_ αποκλείει από την καταχώριση τα σημεία που στερούνται διακριτικού χαρακτήρα. Τα στοιχεία γ_ και δ_ αφορούν δύο ειδικές περιπτώσεις ενδείξεων χωρίς αξία διαφοροποιήσεως: πρόκειται για ενδείξεις καθαρά περιγραφικές (στοιχείο γ_) και για συνήθεις ενδείξεις (στοιχείο δ_). Τα επόμενα στοιχεία αφορούν τους λόγους αρνήσεως καταχωρίσεως που δεν έχουν σχέση με την έλλειψη διακριτικού χαρακτήρα.

40. Εν πάση περιπτώσει, αυτό που πρέπει να ληφθεί υπόψη για να δοθεί απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα είναι ότι ο λόγος αρνήσεως καταχωρίσεως που ορίζεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο δ_, της πρώτης οδηγίας έχει ως αιτία υπάρξεως το ότι οι ενδείξεις που αφορά δεν πληρούν την προϋπόθεση που επιβάλλει το άρθρο 2, κατά το οποίο, προκειμένου να αποτελέσουν σήμα, οι ενδείξεις αυτές πρέπει να μπορούν από τη φύση τους να διακρίνουν τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες μιας επιχειρήσεως από τα αντίστοιχα άλλων επιχειρήσεων. Το γεγονός ότι η παράγραφος 3 του ιδίου άρθρου 3 παρέχει στις ενδείξεις της κατηγορίας αυτής (καθώς και στις ενδείξεις των στοιχείων β_ και γ_) τη δυνατότητα να αναχθούν σε σήματα αν αποκτήσουν μετά από τη χρήση που τους έχει γίνει τον διακριτικό χαρακτήρα που τους έλειπε αρχικώς επιρρωννύει την εν λόγω ερμηνεία του στοιχείου δ_.

41. ώς πρέπει να ερμηνευθεί η έκφραση διακριτικός χαρακτήρας; ώς μπορεί να ορισθεί αν ένα σημείο ή μια ένδειξη παρέχουν τη δυνατότητα διαφοροποιήσεως ενός προϊόντος ή μιας υπηρεσίας; Η έννοια του «διακριτικού χαρακτήρα» είναι αόριστη νομική έννοια που πρέπει να συμπληρώνεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση υπό το φως του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται και των ειδικών χαρακτηριστικών .

42. Επιπλέον, το συμπέρασμα αυτό επιρρωννύεται για την ουσιώδη λειτουργία του σήματος, που συνίσταται στη διάκριση των προϊόντων και των υπηρεσιών της επιχειρήσεως από αυτά άλλης επιχειρήσεως με την παροχή αποκλειστικού δικαιώματος χρήσεως στον δικαιούχο του σήματος. Η παροχή του αποκλειστικού αυτού δικαιώματος δεν είναι ο σκοπός αλλά ένα ενδιάμεσο στάδιο μέχρι τον τελικό σκοπό, ο οποίος έγκειται στο να παράσχει στους καταναλωτές τη δυνατότητα να επιλέξουν ένα προϊόν ή μια υπηρεσία βάσει της προελεύσεώς του. Με άλλους λόγους οι επιχειρήσεις πρέπει «να είναι σε θέση να προσελκύουν την πελατεία με την ποιότητα των προϊόντων τους ή των υπηρεσιών τους, πράγμα που είναι δυνατό μόνο χάρη στην ύπαρξη διακριτικών γνωρισμάτων που εξατομικεύουν τα προϊόντα αυτά και τις υπηρεσίες αυτές» . Η επιλογή του καταναλωτή, που στηρίζεται έτσι στη διάκριση, παρέχει τη δυνατότητα δημιουργίας ενός συστήματος θεμιτού ανταγωνισμού, όχι διαστρεβλωμένου, από τον οποίο αποκλείονται εκείνοι που εκμεταλλεύονται ή κάνουν κατάχρηση της καλής πίστεως του άλλου.

43. Ο τεχνικός χαρακτήρας των δικαιωμάτων που παρέχει το σήμα καταδεικνύει ότι τα δικαιώματα αυτά δεν πρέπει να βαίνουν πέραν του απολύτως αναγκαίου για την εκπλήρωση της βασικής αυτής αποστολής. Δεν είναι προφανώς αναγκαίο να παρασχεθεί στον κάτοχο συγκεκριμένου σημείου δικαίωμα αποκλειστικής εκμεταλλεύσεως σε σχέση με όλα τα σημεία, αλλά αποκλειστικά σε σχέση με τα σημεία τα οποία μπορούν να προκαλέσουν σύγχυση, πράγμα που υποχρεώνει να ληφθούν υπόψη όχι μόνον οι ονομασίες ή οι ενδείξεις αλλά και τα προϊόντα τα οποία αντιπροσωπεύουν οι μεν και οι δε. Είναι δυνατόν να υπάρχουν δύο παρεμφερή σήματα που προστατεύουν διαφορετικά προϊόντα ή υπηρεσίες των οποίων οι δίαυλοι παραγωγής και διανομής δεν συμπίπτουν σε κανένα στάδιο, πράγμα που αποκλείει πρακτικά τον κίνδυνο συγχύσεως. Αντιθέτως, δύο σήματα που παρουσιάζουν ελάχιστη ομοιότητα δεν μπορούν να συνυπάρχουν αν έχουν ως αντικείμενο να αντιπροσωπεύουν τα ίδια προϊόντα, διότι τότε θα υπήρχε κίνδυνος συγχύσεως .

44. Τέλος, για να εκτιμηθεί η διακριτική ισχύς μιας γραφικής παραστάσεως ή μιας ονομασίας, πρέπει να ληφθεί υπόψη ο τρόπος με τον οποίο προσλαμβάνει τα σήματα ο μέσος καταναλωτής του επίμαχου είδους προϊόντος ή υπηρεσίας .

45. Κατά συνέπεια, για να καθοριστεί αν μια ονομασία ή μια γραφική παράσταση έχουν την απαιτούμενη διακριτική ισχύ ενός σήματος δεν μπορεί να μη ληφθούν υπόψη τα προϊόντα και οι υπηρεσίες που αυτή έχει ως αντικείμενο να διακρίνει.

46. Ενόψει των προηγουμένων παρατηρήσεων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο δ_, της πρώτης οδηγίας εξαρτά την άρνηση καταχωρίσεως σήματος ή, ενδεχομένως, την ακύρωση της καταχωρίσεως ήδη καταχωρισμένου σήματος από την προϋπόθεση ότι τα σημεία ή οι ενδείξεις που το συνιστούν κατέστησαν συνήθη στην καθημερινή γλώσσα ή στην πάγια και θεμιτή πρακτική του εμπορίου σε σχέση με τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που αντιπροσωπεύει το σήμα .

2. Η ένταση του συνδέσμου μεταξύ των προϊόντων ή υπηρεσιών και των σημείων ή ενδείξεων που έχουν καταστεί συνήθη

47. Το προηγούμενο συμπέρασμα δεν αίρει πάντως όλες τις αμφιβολίες που διατύπωσε το Bundespatentgericht στην αίτησή του. ρέπει ακόμη να διευκρινιστεί αν τα σημεία ή οι ενδείξεις πρέπει να είναι συνήθη για την άμεση περιγραφή των προϊόντων ή των υπηρεσιών ή των ουσιωδών χαρακτηριστικών ή ιδιοτήτων τους, να οριστεί, στη συνέχεια, αν αρκεί ότι παρουσιάζουν κάποια σχέση με τα προϊόντα αυτά και τις υπηρεσίες και να δηλωθεί, τέλος, το είδος της σχέσεως που πρέπει να υφίσταται.

48. Στην ισπανική, το ρήμα «describir» σημαίνει «delinear, dibujar, figurar una cosa, representándo de modo que dé cabal idea de ella» («οριοθετώ, σχεδιάζω, αναπαριστώ ένα πράγμα, παρουσιάζοντάς το κατά τρόπον ώστε να δώσω μια ακριβή ιδέα αυτού») . Η περιγραφή ενός πράγματος αποσκοπεί στον ορισμό όχι εκθέτοντας τις ουσιώδεις ιδιότητές του, αλλά δίνοντας μια γενική ιδέα των μερών του ή των ιδιοτήτων του . Ο αποκλεισμός, ως διακριτικού σημείου, κάθε ενδείξεως ή ονομασίας που δεν παρέχει τη δυνατότητα επαρκούς διαφοροποιήσεως του προϊόντος ή της υπηρεσίας με την περιγραφή που δίδει στηρίζεται στο άρθρο 3, στοιχείο γ_, της πρώτης οδηγίας, κατά το οποίο δεν καταχωρίζονται (ή μπορούν να κηρυχθούν άκυρα εφόσον έχουν καταχωρισθεί) τα σήματα τα οποία συνίσταται αποκλειστικά από σημεία ή ενδείξεις που μπορούν να χρησιμεύσουν στο εμπόριο, προς δήλωση του είδους, της ποιότητας, της ποσότητας, του προορισμού ή άλλων χαρακτηριστικών του προϊόντος ή της υπηρεσίας.

49. Η απαγόρευση των καθαρώς περιγραφικών σημάτων δεν περιλαμβάνεται, κατά συνέπεια, στο στοιχείο δ_, αλλά στο στοιχείο γ_, του άρθρου 3, παράγραφος 1, της πρώτης οδηγίας .

50. Εν κατακλείδι, το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο δ_, της πρώτης οδηγίας δεν απαιτεί τα σήματα ή οι ενδείξεις στα οποία αναφέρεται να αφορούν άμεσα τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες των οποίων ζητείται η καταχώριση, δηλαδή τις ουσιώδεις ιδιότητές τους ή τα ουσιώδη χαρακτηριστικά τους. Απαιτεί απλώς τα εν λόγω σημεία ή ενδείξεις να έχουν καταστεί συνήθη στην καθημερινή γλώσσα ή στην πάγια και θεμιτή πρακτική του εμπορίου σε σχέση με τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που πρόκειται να αντιπροσωπεύσουν, αλλά δεν διευκρινίζει την ένταση του συνδέσμου που πρέπει να υφίσταται μεταξύ των μεν και των δε.

51. Και εν προκειμένω η βασική λειτουργία των σημάτων παρέχει την απάντηση: αποσκοπεί να διασφαλίσει την προέλευση ενός προϊόντος ή μιας υπηρεσίας παρέχοντας τη δυνατότητα διακρίσεώς τους από τα άλλα χωρίς καμία δυνατή σύγχυση, πράγμα που συνεπάγεται την απαγόρευση κάθε ονομασίας ή ενδείξεως που στερείται διακριτικής ισχύος. Αυτή είναι η περίπτωση, μεταξύ άλλων, των σημείων «ελεύθερης χρήσεως», των κοινών ονομασιών και, γενικώς, όλων των γραφικών παραστάσεων (είτε πρόκειται για φωνητικές παραστάσεις είτε όχι) που, κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αντιπροσωπεύουν, κατά τη συλλογική αντίληψη, τα προϊόντα και τις υπηρεσίες στα οποία αναφέρονται και, κατά συνέπεια, κανείς δεν μπορεί να τα οικειοποιηθεί αποκλειστικά.

52. Επομένως, στερούνται διακριτικής ισχύος τα σημεία και οι ενδείξεις που, εφόσον έχουν καταστεί συνήθη στην καθημερινή γλώσσα ή στη θεμιτή και πάγια πρακτική του εμπορίου σε σχέση με ορισμένα προϊόντα ή υπηρεσίες, θυμίζουν τα εν λόγω προϊόντα ή υπηρεσίες τα οποία προσλαμβάνει ο μέσος καταναλωτής , ο οποίος θα μπορέσει έτσι να τα ανακαλέσει στη μνήμη του. Είναι αυτό που η Επιτροπή αποκαλεί «συμπαραδηλούμενα» στις γραπτές παρατηρήσεις της. Κατά τρόπο αυτόματο, μάλιστα δε υποσυνείδητο, το σημείο συνδέεται με το προϊόν ή την υπηρεσία που αντιπροσωπεύει .

VI - ρόταση

53. Ενόψει των προηγουμένων σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο ερώτημα του Bundespatentgericht ως εξής:

«Το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο δ_, της πρώτης οδηγίας 89/104/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων, απαιτεί, για την άρνηση καταχωρίσεως ενός σήματος ή, ενδεχομένως, για την ακύρωση ήδη καταχωρισμένου σήματος, τα σημεία ή ενδείξεις που συνιστούν το σήμα να έχουν καταστεί συνήθη στην καθημερινή γλώσσα ή στην πάγια και θεμιτή πρακτική του εμπορίου σε σχέση με τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που αντιπροσωπεύουν. Δεν είναι εντούτοις αναγκαίο τα εν λόγω σημεία ή ενδείξεις να περιγράφουν άμεσα τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες σε σχέση με τα οποία ζητείται η καταχώριση, δηλαδή τις ουσιώδεις ιδιότητές τους ή τα ουσιώδη χαρακτηριστικά τους, καθόσον ο νομοθέτης θεωρεί ότι αρκεί το ότι τα θυμίζουν στον μέσο καταναλωτή.»

Top