Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61999CC0439

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Alber της 29ης Μαΐου 2001.
    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιταλικής Δημοκρατίας.
    Παράβαση κράτους μέλους - Παράβαση των άρθρων 52 και 59 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρων 43 ΕΚ και 49 ΕΚ) - Διατήρηση σε ισχύ ορισμένων εθνικών και περιφερειακών κανόνων περί πανηγύρεων, εκθέσεων και αγορών.
    Υπόθεση C-439/99.

    Συλλογή της Νομολογίας 2002 I-00305

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2001:295

    61999C0439

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Alber της 29ης Μαΐου 2001. - Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιταλικής Δημοκρατίας. - Παράβαση κράτους μέλους - Παράβαση των άρθρων 52 και 59 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρων 43 ΕΚ και 49 ΕΚ) - Διατήρηση σε ισχύ ορισμένων εθνικών και περιφερειακών κανόνων περί πανηγύρεων, εκθέσεων και αγορών. - Υπόθεση C-439/99.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2002 σελίδα I-00305


    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


    I - Εισαγωγή

    1. Στην παρούσα υπόθεση, η Επιτροπή βάλλει κατά ορισμένων ιταλικών εθνικών και περιφερειακών διατάξεων, οι οποίες επιβάλλουν ορισμένες υποχρεώσεις στους διοργανωτές εκθέσεων, στις κατ' ιδίαν εκθέσεις και τους εκθέτες. Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι διατάξεις αυτές αντίκεινται στις αρχές που διέπουν την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών - άρθρο 59 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 49 ΕΚ) -, ενώ ορισμένες άλλες παραβιάζουν επιπλέον την ελευθερία εγκαταστάσεως - άρθρο 52 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 43 ΕΚ).

    2. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι παρακάτω υποχρεώσεις που επιβάλλονται στους διοργανωτές εκθέσεων δεν είναι σύμφωνες προς την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών:

    - η ανάγκη επίσημης αναγνώρισης του διοργανωτή εκθέσεων

    - ο περιορισμός των δυνατών νομικών μορφών του διοργανωτή εκθέσεων

    - η υποχρέωση παρουσίας για τους διοργανωτές εκθέσεων

    - η αποκλειστική άσκηση της δραστηριότητας διοργανώσεως εκθέσεων

    - η απαγόρευση επιδιώξεως κέρδους .

    3. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η νομοθετημένη επέμβαση των αρχών στην επάνδρωση των οργάνων των διοργανωτών εκθέσεων και η υποχρέωση να είναι ένας δήμος ιδρυτικό μέλος μιας εταιρίας διοργανώσεως εκθέσεων είναι αντίθετες τόσο προς την ελευθερία παροχής υπηρεσιών όσο και προς την ελευθερία εγκαταστάσεως.

    4. Επιπλέον, η Επιτροπή θεωρεί ότι διάφορες υποχρεώσεις που πρέπει να πληρούν οι κατ' ιδίαν εκθέσεις παραβιάζουν την ελευθερία παροχής υπηρεσιών. Συγκεκριμένα, πρόκειται για τις εξής υποχρεώσεις:

    - ορισμένες εκθέσεις πρέπει να έχουν περιοδικό χαρακτήρα

    - οι εκθέσεις πρέπει να συνάδουν προς τον περιφερειακό και τον εθνικό σχεδιασμό

    - οι αιτήσεις για τη διεξαγωγή εκθέσεων πρέπει να κατατίθενται πλέον των δύο ετών πριν τη διεξαγωγή τους και

    - επιτρέπεται η διεξαγωγή τους μόνον εαν έχουν εγγραφεί σε επίσημο ημερολόγιο .

    5. Εξάλλου, η Επιτροπή βάλλει κατά ορισμένων διατάξεων που προβλέπουν τη συμμετοχή εγκατεστημένων στην περιοχή επιχειρήσεων στη διαδικασία αναγνωρίσεως των διοργανωτών και χορηγήσεως άδειας για τη διοργάνωση εκθέσεων .

    6. Τέλος, η Επιτροπή καταφέρεται επίσης κατά διατάξεων που επιτρέπουν μόνον τη συμμετοχή παραγωγών ως εκθετών .

    7. Η Ιταλία αμύνθηκε επί της ουσίας κατά των επικρίσεων αυτών με την απάντησή της επί του εγγράφου οχλήσεως της Επιτροπής. Στο υπόμνημά της αντικρούσεως, η Ιταλική Κυβέρνηση επικαλέστηκε ένα νομοσχέδιο, το οποίο κατέστη νόμος στις αρχές του 2001, το οποίο προέβαινε σε τροποποίηση των επικρινομένων διατάξεων. Έτσι, παρόλο που τελικώς η παράβαση δεν αμφισβητείται, η παρούσα διαδικασία αφορά την πρώτη περίπτωση εφαρμογής θεμελιωδών ελευθεριών στις υποχρεώσεις που βαρύνουν τους διοργανωτές εκθέσεων και για τις κατ' ιδίαν εκθέσεις. Η αξιολόγηση τέτοιων ρυθμίσεων έχει σημασία και πέρα από τα ιταλικά σύνορα. Για τον λόγο αυτό, οι αιτιάσεις της Επιτροπής πρέπει να εξεταστούν λεπτομερώς. Τα επιχειρήματα των διαδίκων, όπως απαντούν στην προσφυγή της Επιτροπής και στην απάντηση της Ιταλίας επί του εγγράφου οχλήσεως, θα εκτεθούν λεπτομερώς κατά την ανάπτυξη των προτάσεών μου.

    8. Όσον αφορά τώρα τις ιταλικές διατάξεις, ο εθνικός νομοθέτης έχει αρμοδιότητα να καθορίζει το γενικό πλαίσιο του δικαίου των εκθέσεων. Εντός του πλαισίου αυτού τα ειδικότερα θέματα ρυθμίζονται μέσω περιφερειακών νόμων. Η Επιτροπή βάλλει, συνεπώς, κατά διατάξεων που είναι διασκορπισμένες σε τρία εθνικά διατάγματα και σε εννέα περιφερειακούς νόμους. Οι κατ' ιδίαν ρυθμίσεις θα εκτεθούν κατά την εξέταση κάθε μιας αιτιάσεως.

    ΙΙ - Διαδικασία και αιτήματα

    9. Κατόπιν καταγγελιών διαφόρων διοργανωτών εκθέσεων, η Επιτροπή εξέτασε τις διατάξεις σχετικά με τη διοργάνωση εκθέσεων και αγορών στην Ιταλία και κατέληξε στις προαναφερθείσες αιτιάσεις.

    10. Με έγγραφο οχλήσεως της 16ης Απριλίου 1996, η Επιτροπή γνωστοποίησε στην Ιταλική Κυβέρνηση τις αιτιάσεις της και την κάλεσε να λάβει θέση εντός δύο μηνών. Με έγγραφό της της 16ης Ιουλίου 1996, η Ιταλική Κυβέρνηση απάντησε προβάλλοντας κυρίως ενστάσεις επί της αρχής προκειμένου να αποδυναμώσει, τουλάχιστον μερικώς, τις επικρίσεις της Επιτροπής. Επειδή η απάντηση αυτή δεν έπεισε την Επιτροπή, απέστειλε στην Ιταλική Κυβέρνηση την αιτιολογημένη γνώμη της 18ης Μα_ου 1998, τάσσοντάς της μια τελευταία προθεσμία δύο μηνών για να συμμορφωθεί. Η προθεσμία αυτή εξέπνευσε άκαρπη στις 18 Ιουλίου 1998. Με έγγραφο της 15ης Φεβρουαρίου 1999, η Μόνιμη Αντιπροσωπία της Ιταλικής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση απέστειλε στην Επιτροπή ένα νομοσχέδιο που είχε μεν εγκριθεί από τη Γερουσία, αλλά εξεταζόταν ακόμη από μια επιτροπή του κοινοβουλίου. Κατά την Επιτροπή, το νομοσχέδιο αυτό ελάμβανε υπόψη ένα μεγάλο μέρος των αιτιάσεων.

    11. Με την προσφυγή της, που ασκήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου στις 17 Νοεμβρίου 1999, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

    1) να αναγνωρίσει ότι η Ιταλική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 59 επ. της Συνθήκης ΕΚ διατηρώντας σε ισχύ τις ακόλουθες διατάξεις:

    - άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, και άρθρο 7 του regio decreto-legge 454, της 29ης Ιανουαρίου 1934·

    - άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, του decreto del Presidente della Repubblica 7, της 15ης Ιανουαρίου 1972·

    - άρθρο 2, τέταρτο, έκτο και έβδομο εδάφιο, του decreto del presidente della Repubblica 390, της 18ης Απριλίου 1994·

    - άρθρο 4 της legge regionale della Liguria 40, της 14ης Ιουλίου 1978·

    - άρθρο 6, πρώτο εδάφιο, στοιχεία e, f, g και h, άρθρο 6, τέταρτο εδάφιο, και άρθρο 7, της legge regionale del Veneto 35, της 2ας Αυγούστου 1988·

    - άρθρο 2, έκτο εδάφιο, άρθρο 4, πρώτη περίπτωση, άρθρο 6, τρίτο και τέταρτο εδάφιο, και άρθρο 10, στοιχείο a, της legge regionale delle Marche 16, της 12ης Μαρτίου 1979·

    - άρθρο 4 και άρθρο 5, έκτο εδάφιο, στοιχεία a και c, άρθρο 6, πρώτο εδάφιο, άρθρο 8, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, και άρθρο 16 της legge regionale dell'Emilia-Romagna 43, της 26ης Μα_ου 1980·

    - άρθρο 4, πρώτο εδάφιο, στοιχείο c, άρθρο 4, δεύτερο εδάφιο, και άρθρο 15, τρίτο εδάφιο, της legge regionale della Lombardia 45, της 29ης Απριλίου 1980·

    - άρθρα 3 και 4 και άρθρο 8, τελευταίο εδάφιο, της legge regionale del Friuli Venezia Guilia 10, της 23ης Φεβρουαρίου 1981·

    - άρθρο 2, τελευταίο εδάφιο, και άρθρο 6 της legge regionale dell'Abruzzo 75, της 13ης Νοεμβρίου 1980·

    - άρθρα 3 και 5 και άρθρο 6, τρίτο και τέταρτο εδάφιο, άρθρο 12, και άρθρο 19, πρώτο εδάφιο, της legge Provinciale della Provincia autonoma di Trento 35, της 2ας Σεπτεμβρίου 1978·

    2) να αναγνωρίσει ότι η Ιταλική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 52 επ. και 59 επ. της Συνθήκης ΕΚ διατηρώντας σε ισχύ τις ακόλουθες διατάξεις:

    - άρθρο 3 του decreto del Presidente della Repubblica 7, της 15ης Ιανουαρίου 1972·

    - άρθρο 2, στοιχεία c και d, άρθρο 3, στοιχεία b και c, και άρθρο 5, στοιχείο a, της legge regionale della Liguria 12, της 3ης Νοεμβρίου 1972·

    - άρθρο 8, πρώτο εδάφιο, της legge regionale del Veneto 35, της 2ας Αυγούστου 1988·

    - άρθρο 6, τρίτο εδάφιο, τρίτη και τέταρτη περίπτωση, άρθρο 7, άρθρο 8, δεύτερο εδάφιο, και άρθρο 11, στοιχεία a, b, c και d, της legge regionale dell'Emilia Romagna 43, της 26ης Μα_ου 1980·

    - άρθρο 5, δεύτερο και πέμπτο εδάφιο, άρθρο 10, τέταρτο εδάφιο, άρθρο 11, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, και άρθρο 15, πρώτο εδάφιο, της legge regionale della Lombardia 45, της 29ης Απριλίου 1980·

    - άρθρα 5, 13, 14 και άρθρο 15, στοιχείο a, της legge regionale del Friuli Venezia Guilia 10, της 23ης Φεβρουαρίου 1981·

    - άρθρο 7 της legge regionale dell'Abruzzo 75, της 13ης Νοεμβρίου 1980·

    - άρθρα 6, 7 και 23 της legge provinciale della Provincia autonoma di Trento 35, της 2ας Σεπτεμβρίου 1978·

    3) να καταδικάσει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

    12. Με το υπόμνημά της αντικρούσεως της 13ης Μαρτίου 2000, η Ιταλική Δημοκρατία δεν υπέβαλε κανένα αίτημα ούτε αμφισβήτησε την παράβαση της Συνθήκης. εριορίστηκε απλώς να αναφερθεί σε ένα σχέδιο ενός εθνικού νόμου-πλαισίου για το δίκαιο των εκθέσεων. Εν τω μεταξύ, αυτό το νομοσχέδιο ψηφίστηκε και κατέστη ο «legge quadro sul settore fieristico» (νόμος 7, της 11ης Ιανουαρίου 2001) .

    ΙΙΙ - Η γνώμη μου επί της υποθέσεως

    Α - Επί του παραδεκτού της προσφυγής

    13. Επειδή οι παραπομπές της Επιτροπής στις επικρινόμενες διατάξεις δεν είναι πάντοτε ακριβείς στα διάφορα υπομνήματα, πρέπει να εξεταστεί το παραδεκτό της προσφυγής.

    1) Διατάξεις που δεν αναφέρονται στο διατακτικό της αιτιολογημένης γνώμης

    14. Η Επιτροπή διαλαμβάνει στο αιτητικό της προσφυγής διάφορες ιταλικές διατάξεις οι οποίες αναφέρονται μόνο στο αιτιολογικό της αιτιολογημένης γνώμης. ρόκειται για τις εξής διατάξεις:

    - άρθρο 16 της legge regionale dell'Emilia-Romagna 43, της 26ης Μα_ου 1980·

    - άρθρα 3 και 4 της legge regionale del Friuli Venezia Guilia 10, της 23ης Φεβρουαρίου 1981 και

    - άρθρο 7 της legge regionale del Veneto 35, της 2ας Αυγούστου 1988.

    15. Τίθεται, συνεπώς, το ερώτημα κατά πόσο τηρήθηκε ορθά η προ της ασκήσεως της προσφυγής προδικασία. Για την απάντηση στο ερώτημα αυτό, πρέπει να ληφθούν υπόψη η έννοια και ο σκοπός της προδικασίας αυτής. Κατά πάγια νομολογία, αυτή αποσκοπεί «αφενός, στο να προσδιορίσει το αντικείμενο της διαφοράς και να παράσχει στο κράτος μέλος που καλείται να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του τα αναγκαία στοιχεία για την προετοιμασία της άμυνάς του [...] και, αφετέρου, στο να του παράσχει τη δυνατότητα να συμμορφωθεί προτού επιληφθεί της υποθέσεως το Δικαστήριο» .

    16. Συνεπώς, μια προσφυγή βάσει του άρθρου 169 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 226 ΕΚ) προϋποθέτει έγγραφο οχλήσεως καθώς και αιτιολογημένη γνώμη. Η προσφυγή δεν μπορεί να στηρίζεται παρά μόνο στις αιτιάσεις και στους ισχυρισμούς που περιλαμβάνονται ήδη στην αιτιολογημένη γνώμη . Το ίδιο ισχύει, με κάποια μεγαλύτερη επιείκεια, και για τις αιτιάσεις που περιλαμβάνονται στο έγγραφο οχλήσεως . Άλλως, η προσφυγή είναι απαράδεκτη .

    17. Όταν το κράτος μέλος κατά του οποίου έχει ασκηθεί προσφυγή - όπως στην προκειμένη περίπτωση - εντοπίζει μια αιτίαση μόνο στο αιτιολογικό και όχι στο διατακτικό της αιτιολογημένης γνώμης, όπου διατυπώνεται η τελική πρόσκληση προς συμμόρφωση, τότε μπορεί μεν να επικριθεί η ποιότητα συντάξεως του εγγράφου, οι σκοποί, όμως, της προδικασίας έχουν και σ' αυτήν την περίπτωση τηρηθεί. Η αιτίαση που αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς προκύπτει τελικώς από το αιτιολογικό και όχι μόνον από την πρόσκληση να τροποποιηθεί κάποια διάταξη. Ένα κράτος μέλος μέλος που κατηγορείται για παράβαση της Συνθήκης οφείλει να συμβάλει κατά το δυνατόν στη διαλεύκανση του ζητήματος αν υφίσταται παράβαση και να θέσει τέρμα σ' αυτήν . Το πρώτο βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση είναι η προσεκτική ανάγνωση του εγγράφου οχλήσεως και της αιτιολογημένης γνώμης.

    18. Οι επικριθείσες από την Επιτροπή διατάξεις παρατίθενται, όμως, επακριβώς στο αιτιολογικό. Η προσφυγή είναι, συνεπώς, κατά τούτο παραδεκτή.

    2) Ασάφεια στην παράθεση ορισμένων διατάξεων

    α) Το άρθρο 7 της legge regionale dell'Emilia-Romagna 43, της 26ης Μα_ου 1980

    19. Στο σημείο 2 του αιτήματος της προσφυγής της, η Επιτροπή διατυπώνει αντιρρήσεις συνολικά επί του άρθρου 7 της legge regionale dell'Emilia-Romagna 43, της 26ης Μα_ου 1980. Στο σημείο 54, στοιχείο i, της προσφυγής της αναφέρει, εντούτοις, μόνον το άρθρο 7 a ως διάταξη αντικείμενη στη Συνθήκη. Η κατά λέξη παράθεση της διατάξεως στην υποσημείωση 85 καθιστά σαφές ότι η Επιτροπή εννοεί το άρθρο 7, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο a, σύμφωνα με το οποίο χορηγούνται επιδοτήσεις για εκθέσεις οι οποίες διοργανώνονται με τη συμμετοχή δημοσίων οργανισμών ή προς το δημόσιο συμφέρον. Το αίτημα της προσφυγής είναι, κατά συνέπεια, τουλάχιστον ενόψει του τμήματος της διάταξης που αναφέρεται στο αιτιολογικό, παραδεκτό.

    20. εραιτέρω, το έγγραφο οχλήσεως και η αιτιολογημένη γνώμη στηρίζονται, ωστόσο, στο πλαίσιο της γενικής επικρίσεως της επεμβάσεως των δημόσιων υπηρεσιών στη διοργάνωση εκθέσεων, αποκλειστικά στο άρθρο 7, τρίτο και τέταρτο εδάφιο, το οποίο, κατά τα φαινόμενα, προβλέπει ότι οι επιδοτήσεις επιτρέπονται μόνον κατ' εξαίρεση και για περιορισμένο χρονικό διάστημα με σκοπό τη διαφήμιση και τη διοργάνωση εκθέσεων.

    21. Έτσι, η προσφυγή μεταβάλλει την αιτίαση που διατύπωσε η Επιτροπή κατά την προδικασία. Θα μπορούσε ακόμη να υποστηριχθεί ότι μόλις η προσφυγή προσδιορίζει σαφώς την επίκριση αναφορικά με αυτή τη διάταξη, ενώ οι αναφορές κατά την προδικασία δεν στοιχειοθετούν επιλήψιμη επέμβαση σχετικά με τη διεξαγωγή των εκθέσεων. Συνεπώς, όσον αφορά το άρθρο 7 της legge regionale dell'Emiglia-Romagna 43, της 26ης Μα_ου 1980, δεν τηρήθηκε ορθά η προδικασία και το σημείο 2 του αιτήματος της προσφυγής είναι απαράδεκτο.

    β) Το άρθρο 6 της legge provinciale dell Provincia autonoma di Trento 35, της 2ας Σεπτεμβρίου 1978

    22. Η Επιτροπή υπέπεσε σε μια ακόμη ανακρίβεια παραπέμποντας στο άρθρο 6 της legge provinciale dell Provincia autonoma di Trento 35, της 2ας Σεπτεμβρίου 1978. Κατά την προδικασία και στο σημείο 1 του αιτήματος της προσφυγής, η Επιτροπή παραπέμπει, αναφορικά με την παραβίαση της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών, στο άρθρο 6, τρίτο και τέταρτο εδάφιο. Το άρθρο 6 δεν χωρίζεται, όμως, σε εδάφια, αλλά σε στοιχεία. Μόνον από το αιτιολογικό της προσφυγής προκύπτει ότι η Επιτροπή εννοεί το άρθρο 6, στοιχεία d και e. Το αντικείμενο της διαφοράς δεν είναι, συνεπώς, σαφές και η προδικασία όσον αφορά αυτή τη διάταξη δεν τηρήθηκε ορθά. Επομένως, το σημείο 1 του αιτήματος της προσφυγής αναφορικά με το άρθρο 6, τρίτο και τέταρτο εδάφιο, της legge Provinciale dell Provincia autonoma di Trento 35, της 2ας Σεπτεμβρίου 1978, είναι απαράδεκτο .

    γ) Το άρθρο 15 της legge regionale della Lombardia 45, της 29ης Απριλίου 1980

    23. Διαφορετική είναι η περίπτωση που η Επιτροπή περιορίζει στην προσφυγή της την έκταση των επικρίσεων κατά ορισμένων διατάξεων. Αυτό συμβαίνει με το σημείο 1 του αιτήματος της προσφυγής αναφορικά με το άρθρο 15 της legge regionale della Lombardia 45, της 29ης Απριλίου 1980, όπου ενώ στο διατακτικό της αιτιολογημένης γνώμης η Επιτροπή βάλλει συνολικά κατά του άρθρου 15, στην προσφυγή βάλλει μόνον κατά του άρθρου 15, τρίτο εδάφιο. Επειδή, σύμφωνα με την προαναφερθείσα πάγια νομολογία, επιτρέπονται οι περιορισμοί όσον αφορά την έκταση της παραβάσεως, η προσφυγή είναι κατά τούτο παραδεκτή.

    Β - Μη ισχύουσες διατάξεις

    24. εραιτέρω προβλήματα όσον αφορά το παραδεκτό, αλλά και το βάσιμο της προσφυγής προκύπτουν από το γεγονός ότι τουλάχιστον έξι από τους επικρινόμενους νόμους δεν ισχύουν πλέον.

    1) Η legge regionale delle Marche 16, της 12ης Μαρτίου 1979, και η legge regionale dell'Abruzzo 75, της 13ης Νοεμβρίου 1980

    25. Απαντώντας σε ερώτηση του Δικαστηρίου, οι δύο διάδικοι δέχθηκαν ότι:

    - η legge regionale delle Marche 16, της 12ης Μαρτίου 1979, καταργήθηκε με το άρθρο 20 της legge regionale delle Marche 52, της 13ης Απριλίου 1995 και

    - η legge regionale dell'Abruzzo 75, της 13ης Νοεμβρίου 1980, καταργήθηκε με το άρθρο 18 της legge regionale dell'Abruzzo 58, της 10ης Σεπτεμβρίου 1993.

    Επομένως, κατά την αποστολή του εγγράφου οχλήσεως της 16ης Απριλίου 1996, οι επικρινόμενες διατάξεις αυτών των νόμων δεν ίσχυαν πλέον.

    26. Η Επιτροπή παρατήρησε, ωστόσο, ότι διάφορες διατάξεις της legge regionale delle Marche 52, της 13ης Απριλίου 1995, και της legge regionale dell'Abruzzo 58, της 10ης Σεπτεμβρίου 1993, αναπαράγουν, περισσότερο ή λιγότερο κατά γράμμα, τις επικρινόμενες διατάξεις των καταργηθέντων νόμων. Αναφέρεται στην απόφαση C-105/91 που θα πρέπει να εφαρμοστεί αναλογικά στην προκειμένη περίπτωση.

    27. Σχετικώς, πρέπει καταρχάς να σημειωθεί ότι η προσφυγή της Επιτροπής, όσον αφορά διατάξεις που καταργήθηκαν πριν από την αποστολή του εγγράφου οχλήσεως, θα ήταν σε κάθε περίπτωση αβάσιμη. Κατά την εκπνοή της προθεσμίας, που η Επιτροπή έταξε στην αιτιολογημένη γνώμη, η ρητώς επικριθείσα παραβίαση του κοινοτικού δικαίου δεν υφίστατο πλέον. Το αίτημα της προσφυγής - όπως είχε διατυπωθεί από την Επιτροπή - πρέπει συνεπώς να απορριφθεί.

    28. Βεβαίως, η παραπομπή στην απόφαση επί της υποθέσεως C-105/91 και στην εκ νέου υιοθέτηση των ίδιων ρυθμίσεων θα μπορούσε να θεωρηθεί ως σιωπηρή μεταβολή του αιτήματος της προσφυγής.

    29. Σχετικώς, πρέπει καταρχάς να σημειωθεί ότι μια τέτοια μεταβολή του αιτήματος της προσφυγής θα έπρεπε να θεωρηθεί ως νέος ισχυρισμός κατά την έννοια του άρθρου 42, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας. Επειδή στηρίζεται σε γεγονός που έλαβε χώρα πριν από την έναρξη της δικαστικής διαδικασίας, πρέπει να απορριφθεί ως οψιγενής.

    30. Εξάλλου, η άποψη της Επιτροπής δεν πείθει ούτε ως προς την ουσία. Στην απόφαση C-105/91, το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι σε μια διαδικασία λόγω παραβάσεως η Επιτροπή έχει το δικαίωμα να διατυπώσει αντιρρήσεις επί νομικών ρυθμίσεων που υιοθετήθηκαν από το κράτος μέλος μετά από την επίδοση της αιτιολογημένης γνώμης, εφόσον επί της ουσίας διατηρούν σε ισχύ τις αρχικώς επικριθείσες ρυθμίσεις .

    31. Η νομολογία αυτή έρχεται σε αντίθεση με τις γενικές αρχές που διέπουν την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία στις υποθέσεις παραβάσεως κράτους μέλους. Οι δύο στόχοι, τόσο του καθορισμού του αντικειμένου της διαφοράς όσο και της παροχής της δυνατότητας στο κράτος μέλος κατά του οποίου στρέφεται η προσφυγή να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του, μπορούν να επιτευχθούν κατά την προδικασία μόνον αν ήδη στο έγγραφο οχλήσεως αναφέρονται, κατά το δυνατόν συγκεκριμένα, τα μέτρα του κράτους μέλους επί των οποίων διατυπώνει αντιρρήσεις η Επιτροπή.

    32. Καμία από τις δύο αυτές λειτουργίες δεν μπορεί να εκπληρωθεί όταν η αιτίαση στηρίζεται σε διατάξεις που καταργήθηκαν εν τω μεταξύ, αλλά θεσπίστηκαν εκ νέου έχοντας λίγο ή πολύ την ίδια μορφή. Δεν απόκειται ούτε στο Δικαστήριο ούτε και στο κράτος μέλος κατά του οποίου στρέφεται η προσφυγή να προσδιορίζουν το αντικείμενο της διαφοράς συγκρίνοντας τα υπομνήματα της Επιτροπής με το ισχύον δίκαιο. Εξάλλου, το οικείο κράτος μέλος δεν θα μπορεί να είναι βέβαιο, αν και κατά πόσον οι νέες διατάξεις αντίκεινται προς το κοινοτικό δίκαιο, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζει κατά την άμυνά του και την προσπάθειά του να συμμορφωθεί επιπρόσθετες και περιττές δυσκολίες.

    33. Η μεταβολή του αντικειμένου της διαφοράς στην οποία αναφέρεται η προαναφερθείσα νομολογία δικαιολογείται μόνον από το γεγονός ότι η Επιτροπή κατά κανόνα, ακόμη και αν επιδείξει κάθε δυνατή επιμέλεια, δεν μπορεί να προβλέψει μια μελλοντική τροποποίηση του εθνικού δικαίου. Εξάλλου, χωρίς τη δυνατότητα μεταβολής του αντικειμένου της διαφοράς θα υπήρχε ο κίνδυνος τα κράτη μέλη να εμποδίζουν καταχρηστικά τη διαδικασία διαπιστώσεως παραβάσεως. Εάν τα κράτη μέλη είχαν τη δυνατότητα να υπονομεύσουν την προ της ασκήσεως προσφυγής λόγω παραβάσεως διαδικασία, καταργώντας την επίμαχη ρύθμιση και υιοθετώντάς την εκ νέου με άλλο νόμο χωρίς μεταβολή του περιεχομένου της, η πρακτική αποτελεσματικότητα της διαδικασίας διαπιστώσεως παραβάσεως θα περιοριζόταν σημαντικά.

    34. Εντούτοις, τέτοιος κίνδυνος κατάχρησης δεν υφίσταται, όταν, όπως στην προκειμένη περίπτωση, η Επιτροπή διατυπώνει αιτιάσεις για ρυθμίσεις που καταργήθηκαν πριν ακόμα αποσταλεί το έγγραφο οχλήσεως. Αντιθέτως, η Επιτροπή δεν εκπλήρωσε πλήρως την υποχρέωσή της να διευκρινίσει τα πραγματικά περιστατικά στο πλαίσιο της διαδικασίας διαπιστώσεως παραβάσεως.

    35. Ούτε η άποψη ότι η Ιταλία δεν εκπλήρωσε στην προκειμένη περίπτωση το καθήκον της να συνεργαστεί εποικοδομητικά στο πλαίσιο της διαδικασίας διαπιστώσεως παραβάσεως μπορεί να δικαιολογήσει την εκ των υστέρων μεταβολή του αντικειμένου της διαφοράς. Η Ιταλία είχε κατ' αρχήν την υποχρέωση να ενεργήσει δεόντως μετά την αποστολή του πρώτου εγγράφου οχλήσεως. Δεδομένου ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να γνωρίζουν τη νομοθεσία τους, η Ιταλική Κυβέρνηση έπρεπε να διαπιστώσει τα λάθη της Επιτροπής ως προς το ιταλικό δίκαιο και να τα επισημάνει στην απάντησή της επί του εγγράφου οχλήσεως. Εντούτοις, η μάλλον εξ αμελείας παράλειψη της Ιταλικής Κυβέρνησης έχει βεβαίως πολύ λιγότερη σημασία από την, κατά κανόνα εκ προθέσεως, κατάργηση και εκ νέου υιοθέτηση των επικριθεισών ρυθμίσεων μετά την επίδοση της αιτιολογημένης γνώμης. Εξάλλου, η Επιτροπή φέρει εν προκειμένω τη μεγαλύτερη ίσως ευθύνη. Μια εκ των υστέρων μεταβολή του αιτητικού της προσφυγής είναι, επομένως, απαράδεκτη.

    36. Επειδή οι δύο αυτοί νόμοι είναι οι μόνοι επί των οποίων η Επιτροπή διατυπώνει αντιρρήσεις, διότι προβλέπουν ότι μόνον παραγωγοί μπορούν να μετέχουν σε εκθέσεις, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

    2) Οι νόμοι που καταργήθηκαν μετά την κατάθεση της προσφυγής

    37. Αποτελεί πάγια νομολογία του Δικαστηρίου ότι η τροποποίηση των επικρινόμενων ρυθμίσεων κατόπιν εκπνοής της προθεσμίας που έταξε η Επιτροπή στην αιτιολογημένη γνώμη, στην προκειμένη περίπτωση τη 18η Ιουλίου 1998, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη προς απαλλαγή κράτους μέλους στο πλαίσιο διαδικασίας διαπιστώσεως παραβάσεως .

    38. Συνεπώς, η προσφυγή λόγω παραβάσεως δεν επηρεάζεται από την κατάργηση των εξής νόμων:

    - της legge regionale della Liguria 40, της 14ης Ιουλίου 1978, που καταργήθηκε με το άρθρο 19 της legge regionale della Liguria 8, της 9ης Φεβρουαρίου 2000·

    - της legge regionale dell'Emilia-Romagna 43, της 26ης Μα_ου που καταργήθηκε με το άρθρο 23 της legge regionale dell'Emilia-Romagna 12, της 25ης Φεβρουαρίου 2000·

    - του regio decreto-legge 454, της 29ης Ιανουαρίου 1934, και του decreto del presidente della Repubblica 390, της 18ης Απριλίου 1994, καθώς και όλων των άλλων διατάξεων που καταργήθηκαν με το άρθρο 13 της legge quadro sul settore fieristico, της 11ης Ιανουαρίου 2001 .

    Γ - Επί του βασίμου της προσφυγής

    39. Οι υπόλοιπες αιτιάσεις της Επιτροπής αφορούν τόσο τις υποχρεώσεις των διοργανωτών όσο και τις υποχρεώσεις των ιδίων των εκθέσεων. Επιβάλλεται, συνεπώς, να εκτεθούν καταρχάς οι κανόνες που διέπουν την εφαρμογή της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών και της ελευθερίας εγκαταστάσεως στον τομέα της διοργανώσεως εκθέσεων.

    1) Γενικές εισαγωγικές παρατηρήσεις

    40. Η Επιτροπή βάλλει τόσο κατά εθνικών όσο και κατά περιφερειακών διατάξεων. Βεβαίως, μόνον τα κράτη μέλη καθ' εαυτά δεσμεύονται από το κοινοτικό δίκαιο. Ωστόσο, κατά πάγια νομολογία, δεν μπορούν να επικαλεστούν την εσωτερική έννομη τάξη για να δικαιολογήσουν τη μη τήρηση κοινοτικών υποχρεώσεων . Όσον αφορά την ελευθερία παροχής υπηρεσιών και την ελευθερία εγκαταστάσεως, το Δικαστήριο συγκεκριμενοποίησε τη νομολογία αυτή κρίνοντας ότι ο σκοπός τους είναι η εξασφάλιση ίσης μεταχείρισης ημεδαπών και αλλοδαπών, έτσι ώστε να απαγορεύεται κάθε διάκριση λόγω ιθαγένειας, ανεξαρτήτως αν απορρέει από το εθνικό ή το περιφερειακό δίκαιο . Η παραβίαση της Συνθήκης μπορεί, συνεπώς, να απορρέει, επίσης, από τη διατήρηση σε ισχύ περιφερειακών διατάξεων.

    α) Επί της εφαρμογής της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών στον τομέα της διοργανώσεως εκθέσεων

    41. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι διοργανωτές εκθέσεων από άλλα κράτη μέλη μπορεί να ενδιαφέρονται να διοργανώσουν εκθέσεις στην Ιταλία, χωρίς να εγκατασταθούν στη χώρα αυτή. Συνεπώς, η υπόθεση αφορά το προσωπικό πεδίο εφαρμογής της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών, υφίσταται δε και το αναγκαίο διασυνοριακό στοιχείο.

    42. Στο ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής εμπίπτει η παροχή υπηρεσιών. Το άρθρο 60 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 50 ΕΚ) την ορίζει ως ανεξάρτητη δραστηριότητα, που κατά κανόνα ασκείται έναντι αμοιβής. Επειδή ο διοργανωτής εκθέσεων εισπράττει κατά κανόνα αμοιβή από τους εκθέτες και συχνά και από τους επισκέπτες μιας εκθέσης, πληρούται και αυτή η προϋπόθεση.

    β) Οριοθέτηση ως προς την ελευθερία εγκαταστάσεως

    43. Στην απόφαση Gebhard, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι «οι διατάξεις του κεφαλαίου που αφορά τις υπηρεσίες είναι επικουρικές σε σχέση με τις διατάξεις του κεφαλαίου που αφορά το δικαίωμα εγκαταστάσεως στο μέτρο που, κατά πρώτον, η διατύπωση του άρθρου 59, πρώτο εδάφιο, προϋποθέτει ότι ο παρέχων την υπηρεσία και ο αποδέκτης της εν λόγω υπηρεσίας είναι "εγκατεστημένοι" σε δύο διαφορετικά κράτη μέλη και όπου, κατά δεύτερον, το άρθρο 60, πρώτο εδάφιο, διευκρινίζει ότι οι διατάξεις που αφορούν τις υπηρεσίες εφαρμόζονται μόνον εάν δεν τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις που αφορούν το δικαίωμα εγκαταστάσεως» .

    44. Στην απάντησή της επί του εγγράφου οχλήσεως, η Ιταλία αντέταξε τον ισχυρισμό ότι οι επικρινόμενες ρυθμίσεις δεν μπορεί να είναι αντίθετες προς την ελευθερία παροχής υπηρεσιών για τον απλό λόγο ότι αντικείμενό τους δεν είναι οι υπηρεσίες προς μεμονωμένα πρόσωπα, αλλά το σύνολο της διοργανώσεως μιας εκθέσεως. Αυτή απευθύνεται σε απροσδιόριστες ομάδες επιχειρηματιών και βασίζεται στην, τουλάχιστον χρονικά, περιορισμένη εξουσία διαθέσεως του διοργανωτή επί του εκθεσιακού χώρου. Επομένως, πρέπει να εφαρμοστεί η ελευθερία εγκαταστάσεως, ενώ για την ελευθερία παροχής υπηρεσιών μπορεί να γίνεται λόγος μόνο σε συνάρτηση με μεμονωμένες εκθεσιακές υπηρεσίες προς υποστήριξη του εκάστοτε εκθέτη (π.χ. για τον εξοπλισμό των εκθεσιακών περιπτέρων, υποστήριξη και παροχή συμβουλών ή υπηρεσίες γραμματείας), οι δε υπηρεσίες αυτές δεν περιορίζονται στο ιταλικό δίκαιο.

    45. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η εφαρμογή της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών δεν εξαρτάται μόνον από τη διάρκεια της παροχής, αλλά και από τη συχνότητα και την περιοδικότητα ή συνέχειά της. Η δημιουργία ορισμένης σταθερής υποδομής δεν αποκλείει την εφαρμογή της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών .

    46. Δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω με την άποψη της Επιτροπής. Το μόνο αποφασιστικό κριτήριο για τη διάκριση μεταξύ της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών και της ελευθερίας εγκαταστάσεως είναι αν ο ενδιαφερόμενος ασκεί χρονικώς περιορισμένη δραστηριότητα ή αν είναι μονίμως ενταγμένος στην οικονομία του κράτους μέλους υποδοχής. Το χαρακτηριστικό μιας εκθέσεως ή μιας αγοράς είναι ότι πρόκειται για χρονικώς περιορισμένο γεγονός το οποίο διαρκεί, κατ' ανώτατο όριο, μερικές ημέρες. Ο διοργανωτής μιας εκθέσεως ασκεί, καταρχήν, δραστηριότητα χρονικώς περιορισμένη. Όπως κρίθηκε στην απόφαση Gebhard για τους δικηγόρους, δεν έχει σημασία αν ο εν λόγω διοργανωτής διαθέτει στην Ιταλία μια ορισμένη υποδομή .

    47. αρέλκει να εξεταστεί εν προκειμένω πού ακριβώς βρίσκεται το όριο, στην περίπτωση συχνής διοργανώσεως εκθέσεων, μεταξύ ενός διοργανωτή εκθέσεων που ασκεί χρονικώς περιορισμένη δραστηριότητα σε ένα κράτος μέλος και ενός διοργανωτή εγκατεστημένου στο κράτος αυτό.

    48. άντως, οι ρυθμίσεις περί οργανώσεως εκθέσεων μπορούν να θίξουν την ελευθεία παροχής υπηρεσιών εκείνων μόνον των αλλοδαπών διοργανωτών που επιθυμούν να διοργανώσουν εκθέσεις στην Ιταλία για περιορισμένο χρονικό διάστημα.

    γ) Η απαγόρευση επιδιώξεως κερδοσκοπικού σκοπού δεν περιορίζει το πεδίο εφαρμογής των θεμελιωδών ελευθεριών

    49. Βεβαίως, η Ιταλική Κυβέρνηση επισήμανε στην απάντησή της επί του εγγράφου οχλήσεως της Επιτροπής ότι, κατά το άρθρο 58, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 48, δεύτερο εδάφιο ΕΚ), η ελευθερία εγκαταστάσεως καθώς και, δυνάμει της παραπομπής του άρθρου 66 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 55 ΕΚ), η ελευθερία παροχής υπηρεσιών δεν εφαρμόζονται επί εταιριών που δεν επιδιώκουν κερδοσκοπικό σκοπό. Επομένως, εφόσον μόνον επιχειρήσεις μη επιδιώκουσες κερδοσκοπικό σκοπό επιτρέπεται να διοργανώνουν εκθέσεις και αγορές, οι διατάξεις περί της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών δεν μπορούν, κατά την Ιταλική Κυβέρνηση, να εφαρμοστούν στην προκειμένη περίπτωση.

    50. Η Επιτροπή αντιτάσσει ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να υπαγάγουν συγκριμένους τομείς σε εξαιρετικές διατάξεις επιτρέποντας να παρέχουν υπηρεσίες μόνο σε όσους πληρούν τις προϋποθέσεις υπαγωγής στις εξαιρετικές διατάξεις.

    51. Το άρθρο 58, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ, ρυθμίζει μόνον το προσωπικό πεδίο εφαρμογής της ελευθερίας εγκαταστάσεως και, κατ' αντιστοιχία, το πεδίο εφαρμογής της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, εξαιρούνται, μεν, ορισμένα νομικά πρόσωπα από την απόλαυση της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών, τα κράτη μέλη δεν μπορούν, όμως, να αποκλείσουν τομείς δραστηριότητας επιτρέποντας να παρέχουν υπηρεσίες μόνο σε όσους δεν εμπίπτουν στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής των θεμελιωδών ελευθεριών.

    52. Ο μη κερδοσκοπικός χαρακτήρας δεν προκύπτει αναγκαστικώς από τη φύση των εκθέσεων, αλλά αποτελεί αποκλειστικά προϋπόθεση που θέτει το ιταλικό δίκαιο. Μπορεί, συνεπώς, να περιορίσει την ελευθερία παροχής υπηρεσιών , δεν μπορεί, όμως, να αποκλείσει και την εφαρμογή της.

    δ) Η εξαιρετική ρύθμιση του άρθρου 55 της Συνθήκης ΕΚ

    53. Στην απάντησή της επί του εγγράφου οχλήσεως, η Ιταλική Κυβέρνηση αντέταξε, καταρχάς, ότι η διοργάνωση εκθέσεων δεν εμπίπτει καν στο πεδίο εφαρμογής της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών, διότι το άρθρο 55 σε συνδυασμό με το άρθρο 66 της Συνθήκης εξαιρούν από την εφαρμογή της τις δραστηριότητες που συνδέονται με την άσκηση δημόσιας εξουσίας. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το άρθρο 55 της Συνθήκης δεν έχει εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση.

    54. Ως εξαιρετική διάταξη, το άρθρο 55 της Συνθήκης πρέπει να ερμηνευθεί συσταλτικά. Η προβαλλόμενη κυριαρχική δραστηριότητα πρέπει να συνιστά, αυτή καθαυτή, άμεση και ειδική συμμετοχή στην άσκηση δημόσιας εξουσίας . Το Δικαστήριο δεν προσδιόρισε επακριβώς τι ακριβώς σημαίνει άσκηση δημόσια εξουσία. Εντούτοις, είναι προφανές ότι η απλή επιδίωξη ικανοποιήσεως γενικών συμφερόντων δεν σημαίνει άσκηση δημόσιας εξουσίας. Κατά κανόνα, απαιτείται επίσης εξουσία εκδόσεως κυριαρχικών αποφάσεων που να μπορούν να επηρεάσουν την ελευθερία των ιδιωτών . Καίτοι η οργάνωση εκθέσεων μπορεί να εξυπηρετεί το γενικό συμφέρον, οι διοργανωτές δεν χρειάζεται, καταρχήν, να λάβουν καμία κυριαρχική απόφαση. Συνεπώς, η διεξαγωγή εκθέσεων δεν συνιστά άσκηση κυριαρχικής δραστηριότητας.

    ε) Η εξέταση των επεμβάσεων και των δικαιολογητικών τους λόγων στις εν λόγω θεμελιώδεις ελευθερίες

    55. Η ελευθερία παροχής υπηρεσιών και η ελευθερία εγκαταστάσεως απαγορεύουν διακρίσεις και περιορισμούς, στο μέτρο που δεν είναι δικαιολογημένοι.

    56. Όσον αφορά την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, το Δικαστήριο αποφάνθηκε πρόσφατα για άλλη μια φορά:

    «Κατά πάγια νομολογία, η ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών επιτάσσει όχι μόνον την εξάλειψη κάθε δυσμενούς διακρίσεως έναντι του εγκατεστημένου σε άλλο κράτος μέλος παρέχοντος υπηρεσίες λόγω της ιθαγένειάς του, αλλά και την κατάργηση κάθε περιορισμού, ακόμη και αν αυτός εφαρμόζεται αδιακρίτως τόσο στους ημεδαπούς παρέχοντες υπηρεσίες όσο και σ' αυτούς των άλλων κρατών μελών, οσάκις μπορεί να παρεμποδίσει, να παρενοχλήσει ή να καταστήσει λιγότερο ελκυστικές τις δραστηριότητες του παρέχοντος υπηρεσίες όταν αυτός είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος, όπου νομίμως παρέχει ανάλογες υπηρεσίες» .

    57. Εξάλλου, έκρινε ότι:

    «Δεύτερον, προέχει η υπόμνηση ότι η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, ως θεμελιώδης αρχή της Συνθήκης, μπορεί να περιοριστεί μόνον από ρυθμίσεις δικαιολογούμενες από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος και εφαρμοζόμενες σε κάθε πρόσωπο ή επιχείρηση που ασκεί δραστηριότητες στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής. Εξάλλου, προκειμένου να δικαιολογείται, η επίμαχη εθνική κανονιστική ρύθμιση πρέπει να είναι κατάλληλη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και να μην είναι δεσμευτική πέραν του βαθμού που είναι αναγκαίος για την επίτευξης του σκοπού αυτού» .

    58. Η δικαιολόγηση διά της επικλήσεως του γενικού συμφέροντος αποκλείεται, «στον βαθμό που το συμφέρον αυτό διασφαλίζεται από τους κανόνες στους οποίους υπόκειται ο παρέχων τις υπηρεσίες εντός του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένος» .

    59. Με εξαίρεση τις διατάξεις στις οποίες υπάγεται ο παρέχων υπηρεσίες στο κράτος μέλος προέλευσης, ισχύουν για την ελευθερία εγκαταστάσεως παρόμοιοι κανόνες:

    «Σύμφωνα με το άρθρο 52, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, η ελευθερία εγκαταστάσεως ασκείται υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει η νομοθεσία της χώρας εγκαταστάσεως για τους δικούς της υπηκόους. Επομένως, όταν η πρόσβαση σε συγκεκριμένη δραστηριότητα ή η άσκησή της ρυθμίζεται εντός του κράτους μέλους υποδοχής, ο υπήκοος άλλου κράτους μέλους, που προτίθεται να ασκήσει τη δραστηριότητα αυτή, πρέπει κατ' αρχήν να πληροί τις προϋποθέσεις της ρυθμίσεως αυτής. [...]

    Ωστόσο, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι τα εθνικά μέτρα που μπορούν να δυσχεράνουν ή να καταστήσουν λιγότερο ελκυστική την άσκηση των θεμελιωδών ελευθεριών που εγγυάται η Συνθήκη δεν μπορούν να δικαιολογηθούν παρά μόνον αν πληρούν τέσσερις προϋποθέσεις: να εφαρμόζονται κατά τρόπο μη συνεπαγόμενο διακρίσεις, να ανταποκρίνονται σε επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος, να είναι ικανά να εγγυηθούν την υλοποίηση του σκοπού που επιδιώκουν και μη βαίνουν πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού [...]» .

    60. ρέπει επεξηγηματικώς να σημειωθεί ότι η δικαιολόγηση ειδικών ρυθμίσεων για αλλοδαπούς είναι δυνατή μόνο βάσει του άρθρου 56, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 46, πρώτο εδάφιο, ΕΚ), ενώ κάθε άλλος περιορισμός μπορεί να δικαιολογηθεί με την επίκληση επιτακτικού γενικού συμφερόντος. Η έννοια του επιτακτικού γενικού συμφέροντος πρέπει να γίνει αντιληπτή κατά τρόπο ώστε να περιλαμβάνει τους δικαιολογητικούς λόγους του άρθρου 56, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης (δημόσια τάξη, δημόσια ασφάλεια και δημόσια υγεία) .

    61. Συγκεκριμένα, θα αποδειχθεί ότι οι επικριθέντες ιταλικοί κανόνες δεν συνεπάγονται εμφανή δυσμενή διάκριση, με αποτέλεσμα να μην απαιτείται δικαιολόγηση βάσει του άρθρου 56 της Συνθήκης.

    62. ρος δικαιολόγηση της επίδικης ρύθμισης, η Ιταλία επικαλέστηκε, καταρχήν, την ανάγκη εύρυθμης διεξαγωγής των εκθέσεων. Τονίζει ιδιαίτερα τους κινδύνους για την υγεία και την ασφάλεια των επισκεπτών που προκύπτουν κυρίως από το γεγονός ότι ένας μεγάλος αριθμός ατόμων προσέρχεται στον εκθεσιακό χώρο για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα. Ακόμη, πρέπει να εξασφαλιστεί η συμβατότητα των εκθέσεων με τα τοπικά δεδομένα και με άλλες εκδηλώσεις στην ίδια περιοχή. ρέπει να ληφθούν υπόψη συγκοινωνιακά και περιβαλλοντολογικά ζητήματα. Για τον λόγο αυτό, οι εκθέσεις υπόκεινται σε κρατική ρύθμιση και σε άλλα κράτη μέλη.

    63. Η Επιτροπή αντικρούει αυτή την άποψη στις κατ' ιδίαν αιτιάσεις.

    64. Καταρχήν, το συμφέρον εύρυθμης διεξαγωγής μιας εκθέσεως είναι, προφανώς, άξιο προστασίας. Η ένταξη μιας εκθέσεως στην τοπική συγκοινωνιακή υποδομή, η σοβαρότητα του διοργανωτή ή η ασφάλεια του χώρου διοργανώσεως συνιστούν ζητήματα δικαιολογούντα τη λήψη κρατικών μέτρων. Επομένως, πρέπει να εξεταστεί στη συνέχεια επισταμένως αν απλοί περιορισμοί της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών ή της ελευθερίας εγκαταστάσεως, ιδίως ρυθμίσεις που έχουν ως αποτέλεσμα συγκεκαλυμμένη δυσμενή διάκριση, μπορούν να δικαιολογηθούν λόγω επιτακτικού γενικού συμφερόντος.

    στ) Οι εκθέσεις ως υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος

    65. Καίτοι η Ιταλική Κυβέρνηση δεν επικαλέστηκε ρητώς το άρθρο 90, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 86, δεύτερο εδάφιο ΕΚ), εντούτοις, τα επιχειρήματα στην απάντησή της επί του εγγράφου οχλήσεως της Επιτροπής οδηγούν στο συμπέρασμα ότι θεωρεί τις εκθέσεις ως υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος. Σύμφωνα με το άρθρο 90, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ, οι επιχειρήσεις που είναι επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος υπόκεινται στους κανόνες της Συνθήκης κατά το μέτρο που η εφαρμογή των κανόνων αυτών δεν εμποδίζει νομικώς ή πραγματικώς την εκπλήρωση της ιδιαίτερης αποστολής που τους έχει ανατεθεί. Ιδιαιτέρως στην πλέον πρόσφατη νομολογία, η ρύθμιση αυτή χρησιμοποιήθηκε ως δικαιολογητικός λόγος στον τομέα των θεμελιωδών ελευθεριών . Επομένως, πρέπει επιπλέον να εξεταστεί κατά πόσον η διάταξη αυτή αποκλείει την εφαρμογή των θεμελιωδών ελευθεριών σε σχέση με τις επικρινόμενες ιταλικές ρυθμίσεις.

    66. Στην ανακοίνωσή της σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων της εσωτερικής αγοράς στον τομέα των εμποροπανηγύρεων και των εκθέσεων, η Επιτροπή περιγράφει τις εκθέσεις και τις αγορές ως υλοποίηση της έννοιας της αγοράς . Επιπλέον, οι εκθέσεις χαρακτηρίζονται ως μέσο προωθήσεως των πωλήσεων που συμπληρώνει τη διαφήμιση προσεγγίζοντας την προσφορά και τη ζήτηση σε ένα περιβάλλον ευνοϊκό για τους ενδιαφερόμενους. ροσφέρουν στους συμμετέχοντες την ευκαιρία να βελτιώσουν τις γνώσεις τους στον χώρο της αγοράς, να καθορίσουν νέες τάσεις, να αξιολογήσουν την κατάσταση των ανταγωνιστών ή να πραγματοποιήσουν επαφές.

    67. Γι' αυτό, ήδη στις προτάσεις επί της υποθέσεως Agorà διαπιστώθηκε, σχετικά με την εφαρμογή του δικαίου περί δημοσίων συμβάσεων, ότι η διοργάνωση μιας εκθέσεως μπορεί να θεωρηθεί έκφραση του γενικού συμφέροντος .

    68. Συνεπώς, η διοργάνωση εκθέσεων μπορεί, καταρχήν, να θεωρηθεί, όπως άλλες υπηρεσίες υποδομής, ως υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος.

    69. Επομένως, τα κράτη μέλη μπορούν να λάβουν μέτρα αναφορικά με τις εταιρίες στις οποίες ανέθεσαν τη διεξαγωγή εκθέσεων, τα οποία δεν είναι σύμφωνα προς τις θεμελιώδεις ελευθερίες, εάν τα μέτρα αυτά είναι απαραίτητα για να εξασφαλίσουν τη διεξαγωγή αυτών των κατά κάποιον τρόπο «δημοσίων» εκθέσεων.

    70. Ωστόσο, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι οι εκθέσεις δεν είναι απαραίτητο να διοργανώνονται αναγκαστικώς ως προνομιούχες υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος, αλλά ότι μπορούν να διοργανώνονται και από ιδιώτες ανταγωνιζόμενους μεταξύ τους.

    71. Το άρθρο 90, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ, μπορεί να δικαιολογήσει τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται στους ιδιώτες διοργανωτές ή στις εκθέσεις που αυτοί διοργανώνουν μόνον αν οι υποχρεώσεις αυτές σχετίζονται με τις επιδράσεις των «ιδιωτικών» επί των «δημοσίων» εκθέσεων, επιδράσεις που θα μπορούσαν να θέσουν σε αμφισβήτηση την παροχή υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος.

    72. Τα ιταλικά επιχειρήματα δεν μπορούν, επομένως, παρά να έχουν την έννοια ότι το όλο σύστημα της ιταλικής νομοθεσίας περί εκθέσεων αποβλέπει στη διοργάνωση αποκλειστικά εκθέσεων γενικού οικονομικού συμφέροντος τις οποίες φέρουν σε πέρας ιδιόμορφοι «δημόσιοι φορείς» κατά τρόπο εξυπηρετούντες ιδιαιτέρως το γενικό συμφέρον. Ωστόσο, η άποψη αυτή θα μπορούσε να γίνει δεκτή μόνον αν η Ιταλική Κυβέρνηση είχε προσκομίσει στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η επαρκής πραγματοποίηση εκθέσεων στην Ιταλία δεν θα μπορούσε να εξασφαλιστεί με ηπιότερα μέσα. Εντούτοις, τέτοια στοιχεία δεν προσκομίστηκαν.

    73. Αντιθέτως, αν οι επίδικες ρυθμίσεις εξεταστούν μεμονωμένα, ένας τέτοιος δικαιολογητικός λόγος είναι νοητός μόνον αναφορικά με την εγγραφή των εκθέσεων σε ένα επίσημο χρονοδιάγραμμα .

    74. Υπό το πρίσμα αυτών των συλλογισμών πρέπει να εξεταστούν οι κατ' ιδίαν επικρινόμενες ρυθμίσεις.

    2) Οι προϋποθέσεις για τον διοργανωτή εκθέσεων

    75. Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι διάφορες προϋποθέσεις ως προς τον διοργανωτή εκθέσεων δεν είναι σύμφωνες με την ελευθερία παροχής υπηρεσιών και ότι, επιπλέον, προσβάλλουν μερικώς την αρχή της ελευθερίας εγκαταστάσεως.

    α) Η αναγκαιότητα της επίσημης αναγνωρίσεως της ιδιότητας του διοργανωτή εκθέσεων

    76. Οι παρακάτω ιταλικές νομικές διατάξεις ορίζουν ότι οι διοργανωτές εκθέσεων και αγορών πρέπει να είναι επισήμως «αναγνωρισμένοι»:

    - άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, του regio decreto-legge 454, της 29ης Ιανουαρίου 1934, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, του decreto del presidente della Repubblica 7, της 15ης Ιανουαρίου 1972, σύμφωνα με το οποίο, τα νομικά πρόσωπα που επιθυμούν να διοργανώσουν μια έκθεση εθνικής ή διεθνούς εμβέλειας πρέπει να είναι αναγνωρισμένα με διάταγμα του ροέδρου της Δημοκρατίας·

    - άρθρο 2, τέταρτο εδάφιο, του decreto del presidente della Repubblica 390, της 18ης Απριλίου 1994, σύμφωνα με το οποίο, η αίτηση αναγνώρισης της ιδιότητας του διοργανωτή εκθέσεων και αγορών διεθνούς εμβέλειας πρέπει να έχει κατατεθεί στην αρμόδια αρχή το αργότερο μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου του προπροηγουμένου έτους πριν από την πρώτη έκθεση·

    - άρθρο 8, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, της legge regionale dell'Emilia-Romagna 43, της 26ης Μα_ου 1980, σύμφωνα με το οποίο τα νεοϊδρυόμενα νομικά πρόσωπα που επιθυμούν να διοργανώσουν εκθέσεις και αγορές σε αυτή την περιφέρεια πρέπει να είναι αναγνωρισμένα με διάταγμα του προέδρου της περιφερειακής επιτροπής·

    - άρθρο 5, πρώτο εδάφιο, της legge Provinciale della Provincia autonoma di Trento 35, της 2ας Σεπτεμβρίου 1978, σύμφωνα με το οποίο εκθέσεις και αγορές μπορούν να διοργανώνονται από νομικά πρόσωπα του δημοσίου ή του ιδιωτικού δικαίου στο μέτρο που τα πρόσωπα αυτά είναι επίσημα αναγνωρισμένα·

    - άρθρο 7 της legge regionale del Veneto 35, της 2ας Αυγούστου 1988, σύμφωνα με το οποίο τα νομικά πρόσωπα που επιθυμούν να διοργανώσουν εκθέσεις και αγορές πρέπει να ζητήσουν από τον πρόεδρο της περιφερειακής επιτροπής επίσημη αναγνώριση·

    - άρθρο 4, πρώτο εδάφιο, στοιχείο c, της legge regionale della Lombardia 45, της 29ης Απριλίου 1980, σύμφωνα με το οποίο εκθέσεις μπορούν να διοργανώνονται από νομικά πρόσωπα του ιδιωτικού δικαίου που διαθέτουν επίσημη αναγνώριση της περιφέρειας.

    77. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε στην υπόθεση Επιτροπή κατά Βελγίου:

    «Κατά πάγια νομολογία, μια εθνική κανονιστική ρύθμιση που εξαρτά από τη χορήγηση διοικητικής αδείας την παροχή ορισμένων υπηρεσιών επί του εθνικού εδάφους από επιχείρηση εγκατεστημένη εντός άλλου κράτους μέλους συνιστά περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, υπό την έννοια του άρθρου 59 της Συνθήκης [...]» .

    Επομένως, η προϋπόθεση αναγνώρισης συνιστά τουλάχιστον ένδειξη ενός περιορισμού. Η Ιταλία δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι η απαίτηση προηγούμενης αναγνωρίσεως δεν δυσχεραίνει στην πράξη την άσκηση της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών.

    78. Ως δικαιολογητικός λόγος μπορεί να προβληθεί το συμφέρον για την εύρυθμη διεξαγωγή μιας εκθέσεως, διότι η διαδικασία αναγνώρισης προσφέρεται, καταρχήν, για αξιολόγηση της σοβαρότητας του διοργανωτή εκθέσεων.

    79. Ωστόσο, η αναγνώριση δεν είναι αναγκαία, στο μέτρο που ελέγχει αποκλειστικά προϋποθέσεις τις οποίες πρέπει να πληροί ο διοργανωτής στη χώρα καταγωγής του. Σε αυτή την περίπτωση, η διαδικασία αναγνώρισης θα οδηγούσε σε έναν περιττό διπλό έλεγχο που δεν θα ήταν πλέον δικαιολογημένος .

    80. Βέβαια, υπάρχουν ίσως διοργανωτές που επιθυμούν να διοργανώσουν εκθέσεις στην Ιταλία ως παρέχοντες υπηρεσίες, χωρίς να είναι αναγνωρισμένοι ως διοργανωτές σε άλλο κράτος μέλος. Σε αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να έχει νόημα να προβλεφθεί ως δυνατότητα μια αρχική αναγνώριση. Εφόσον, όμως, δεν είναι βέβαιο ότι ένας τέτοιος διοργανωτής διοργανώνει συχνά εκθέσεις στην Ιταλία, πρέπει να θεωρηθεί επαρκής ο έλεγχος που γίνεται στο πλαίσιο της χορήγησης άδειας για μια συγκεκριμένη έκθεση. Επειδή η Ιταλική Κυβέρνηση δεν ισχυρίστηκε ότι στο πλαίσιο της διαδικασίας αναγνώρισης λαμβάνεται υπόψη αυτό το στοιχείο , πρέπει να γίνει δεκτό ότι, αναφορικά και με αυτήν την κατηγορία, δεν υφίσταται κανένας δικαιολογητικός λόγος.

    81. Επομένως, η πρώτη αιτίαση της Επιτροπής είναι βάσιμη.

    β) Ο περιορισμός της επιτρεπτής νομικής μορφής του διοργανωτή εκθέσεων

    82. Η Επιτροπή περιορίζει αυτή την αιτίαση στο άρθρο 4 της legge regionale dell'Emilia-Romagna 43, της 26ης Μα_ου 1980. Αυτή η διάταξη του καταργηθέντος το έτος 2000 νόμου προέβλεπε ότι εκθέσεις και αγορές μπορούν να διοργανώνονται μόνον από νομικά πρόσωπα που αναγνωρίστηκαν σύμφωνα με το άρθρο 8 - επρόκειτο για δημόσιους οργανισμούς που ιδρύθηκαν στην περιφέρεια γι' αυτό τον σκοπό - άλλα νομικά πρόσωπα του δημοσίου δικαίου, θυγατρικούς οργανισμούς των κατά περίπτωση αρμόδιων οικονομικών ενώσεων (associazioni di categoria), ιδιωτικές ενώσεις και άλλες επιτροπές που επιδιώκουν διαφορετικό σκοπό.

    83. Δεν έχει σχετικώς σημασία αν η υποχρέωση υιοθέτησης ορισμένης νομικής μορφής και ο καταφανής περιορισμός της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών συνιστά εμφανή ή συγκεκαλυμμένη διάκριση, διότι οι αλλοδαποί διοργανωτές, σε αντίθεση με τους ημεδαπούς διοργανωτές εκθέσεων, κατά κανόνα, δεν θα πληρούν την προϋπόθεση αυτή. Ο περιορισμός αυτός καθαυτός είναι αδικαιολόγητος, διότι δεν αντιλαμβάνομαι για ποιο λόγο μόνον οι διοργανωτές που έχουν μια από τις προαναφερθείσες νομικές μορφές μπορούν να εξασφαλίσουν την εύρυθμη διεξαγωγή των εκθέσεων.

    84. Επομένως, και η δεύτερη αιτίαση είναι βάσιμη.

    γ) Η υποχρέωση παρουσίας του διοργανωτή εκθέσεων

    85. Η Επιτροπή βάλλει κατά δύο περιφερειακών διατάξεων που θέτουν ορισμένες προϋποθέσεις ως προς τον τόπο εγκαταστάσεως των διοργανωτών:

    - άρθρο 15, τρίτο εδάφιο, της legge regionale della Lombardia 45, της 29ης Απριλίου 1980, σύμφωνα με το οποίο η αναγνώριση ιδιωτικών νομικών οντοτήτων ως διοργανωτών διεθνών, εθνικών και περιφερειακών εκθέσεων προϋποθέτει ότι έχουν μια εμπορική έδρα στη Λομβαρδία και ότι διαθέτουν τον κατάλληλο εξοπλισμό και

    - άρθρο 8, τελευταίο εδάφιο, της legge regionale del Friuli Venezia Giulia 10, της 23ης Φεβρουαρίου 1981, σύμφωνα με το οποίο οι διεθνείς και εθνικές εκθέσεις που διοργανώνονται στην εν λόγω περιφέρεια πρέπει να διαθέτουν μόνιμη έδρα και σταθερή διοικητική οργάνωση.

    86. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η τελευταία αυτή ρύθμιση σημαίνει ότι απαιτείται η ύπαρξη έδρας στην περιφέρεια. Η ερμηνεία αυτή είναι εύλογη, ιδίως επειδή δεν αναφέρεται στον διοργανωτή, αλλά στην ίδια την έκθεση που πρέπει αναγκαστικώς να πραγματοποιηθεί στην εν λόγω περιφέρεια. Δεδομένου ότι η Ιταλία δεν αντέκρουσε την ερμηνεία αυτή, πρέπει να ληφθεί ως βάση για την εξέταση.

    87. Κατά την Επιτροπή, μια τέτοια υποχρέωση παρουσίας στο κράτος μέλος υποδοχής συνιστά καταρχήν περιορισμό της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών για αλλοδαπούς διοργανωτές . Ιδιαίτερα όταν πρόκειται για μικρής διάρκειας και παροδικού χαρακτήρα εκδηλώσεις, όπως η διοργάνωση μιας εκθέσεως ή μιας αγοράς, διοργανωτής προερχόμενος από άλλο κράτος μέλος αντιμετωπίζει σοβαρό κώλυμα, αν προϋπόθεση για την ανάπτυξη της δραστηριότητάς του είναι η υπό κάποια μορφή εγκατάστασή του στο κράτος μέλος υποδοχής.

    88. Η άποψη της Επιτροπής είναι καταρχήν ορθή. Το Δικαστήριο έκρινε κατ' επανάληψη ότι μια τέτοια υποχρέωση παρουσίας αποτελεί στην πραγματικότητα άρνηση της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών . Η υποχρέωση μόνιμης εγκαταστάσεως αποκλείει πλήρως τη δυνατότητα διέλευσης των συνόρων αποκλειστικώς προς παροχή υπηρεσιών.

    89. Εντούτοις, δεν πρόκειται για περιορισμό συνεπαγόμενο δυσμενή διάκριση. Εαν η υποχρέωση διατήρησης έδρας περιοριζόταν στην Ιταλία, τότε θα μπορούσε να θεωρηθεί ως διάκριση, διότι όλοι οι Ιταλοί διοργανωτές πληρούν τον όρο αυτό αναγκαστικώς, ενώ οι μη Ιταλοί διοργανωτές μόνον κατ' εξαίρεση. Στην προκειμένη περίπτωση, πρόκειται όμως για την υποχρέωση διατήρησης έδρας στην εν λόγω περιφέρεια, υποχρέωση την οποία ούτε οι Ιταλοί διοργανωτές πληρούν αναγκαστικώς. Συνεπώς, δεν χρειάζεται η αναφορά στο άρθρο 56 της Συνθήκης για τη δικαιολόγησή της. Ορθότερο είναι να εξεταστεί αν μπορεί να δικαιολογηθεί για επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος.

    90. Στο σημείο αυτό, πρέπει να ομολογήσω ότι η διατήρηση εμπορικής έδρας στον τόπο της εκθέσεως μπορεί να διευκολύνει την επιτήρηση του διοργανωτή και τη συνεργασία μαζί του για την εύρυθμη λειτουργία της εκθέσεως. Ωστόσο, ήδη η υποχρέωση παρουσίας είναι αμφισβητήσιμη ενόψει των σύγχρονων δυνατοτήτων επικοινωνίας. Τα πλεονεκτήματα που προκύπτουν από αυτή την υποχρέωση δεν ανταποκρίνονται, σε καμία περίπτωση, στην αρχή της αναλογικότητας σε σχέση με τη βαρύτητα του περιορισμού της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Ο πλήρης αποκλεισμός της εφαρμογής της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών σε έναν ορισμένο οικονομικό κλάδο με την επίκληση θεωρητικών κινδύνων σχετικά μικρής σημασίας δεν μπορεί να δικαιολογηθεί.

    91. Συνεπώς, και αυτή η αιτίαση είναι βάσιμη.

    δ) Ο περιορισμός της δραστηριότητας του διοργανωτή στη διοργάνωση εκθέσεων

    92. Η Επιτροπή βάλλει εδώ κατά των εξής διατάξεων, σύμφωνα με τις οποίες απαγορεύεται στους διοργανωτές εκθέσεων να ασκούν άλλη δραστηριότητα παράλληλα με τη διοργάνωση εκθέσεων:

    - άρθρο 4, πρώτο εδάφιο, στοιχείο c, της legge regionale della Lombardia 45, της 29ης Απριλίου 1980·

    - άρθρο 3 της legge regionale del Friuli Venezia Giulia 10, της 23ης Φεβρουαρίου 1981, και

    - άρθρο 5 της legge Provinciale della Provincia autonoma di Trento 35, της 2ας Σεπτεμβρίου 1978 .

    93. Η Επιτροπή ισχυρίζεται σχετικώς ότι βάσει αυτών των ρυθμίσεων αποκλείονται στην πράξη όλοι οι διοργανωτές οι οποίοι ασκούν και άλλες δραστηριότητες εκτός από τη διοργάνωση εκθέσεων και ότι, κατά τη γνώμη της, δεν συντρέχει προς τούτο κανένας αντικειμενικός λόγος.

    94. Ακόμη και αν ληφθεί υπόψη ότι το άρθρο 5, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, της legge Provinciale della Provincia autonoma di Trento 35, της 2ας Σεπτεμβρίου 1978, δέχεται και άλλους διοργανωτές, πρέπει, παρόλα αυτά, να συμφωνήσω με την Επιτροπή ότι το γράμμα της διάταξης δέχεται άλλους διοργανωτές από τον ιδιωτικό τομέα μόνον εάν δεν ασκούν άλλη δραστηριότητα. Όσον αφορά τις άλλες επικρινόμενες διατάξεις, το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από το ίδιο το γράμμα της διατάξεως στην οποία παραπέμπει η Επιτροπή.

    95. Η απαγόρευση άλλων δραστηριοτήτων συνιστά περιορισμό της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών. Μια τέτοια γενική απαγόρευση δεν μπορεί να δικαιολογηθεί. Ορισμένες άλλες δραστηριότητες μπορεί να είναι, λόγω επιτακτικών γενικών συμφερόντων, ασυμβίβαστες με τη διοργάνωση εκθέσεων ή μιας συγκεκριμένης εκθέσεως. Ιδιαίτερα μπορεί να γίνει λόγος για δραστηριότητες που, για ιδεολογικούς ή οικονομικούς λόγους, ωθούν τους διοργανωτές να μεταχειριστούν αδίκως ορισμένους πιθανούς εκθέτες. Ωστόσο, θα συνιστούσε πιο ήπιο μέσο να εξετάζεται σε κάθε περίπτωση αν οι λοιπές δραστηριότητες ενός συγκεκριμένου διοργανωτή συμβιβάζονται με τις δραστηριότητες διοργανώσεως εκθέσεων και αγορών.

    96. Συνεπώς, και η αιτίαση αυτή είναι βάσιμη.

    ε) Η απαγόρευση επιδιώξεως κέρδους

    97. Ένας μεγάλος αριθμός ρυθμίσεων επιτρέπει να γίνονται δεκτοί μόνο διοργανωτές που δεν επιδιώκουν την επίτευξη κέρδους ή επιβάλλουν πιο περιοριστικούς όρους για διοργανωτές επιδιώκοντες κερδοσκοπικό σκοπό. Η Επιτροπή παραπέμπει σχετικά:

    - στο άρθρο 4, πρώτο εδάφιο, στοιχείο c, και δεύτερο εδάφιο, της legge regionale della Lombardia 45, της 29ης Απριλίου 1980·

    - στο άρθρο 6, στοιχεία e, f και h, της legge regionale del Veneto 35, της 2ας Αυγούστου 1988·

    - στο άρθρο 4 της legge regionale del Friuli Venezia Giulia 10, της 23ης Φεβρουαρίου 1981·

    - στα άρθρα 3, 5 και 12, της legge Provinciale della Provincia autonoma di Trento 35, της 2ας Σεπτεμβρίου 1978·

    - στο άρθρο 4 της legge regionale della Liguria 40, της 14ης Ιουλίου 1978, και

    - στο άρθρο 5, έκτο εδάφιο, στοιχείο c, της legge regionale dell'Emilia-Romagna 43, της 26ης Μα_ου 1980.

    i) Ο περιορισμός

    98. Έχει ήδη αποδειχθεί ότι η απαγόρευση επίτευξης κέρδους δεν αποκλείει την εφαρμογή της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών . Κατά συνέπεια, θα περιοριστώ στην εξέταση του προκύπτοντος από τις διατάξεις αυτές περιορισμού της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών και στην ενδεχόμενη δικαιολόγησή του.

    99. Η Επιτροπή θεωρεί την απαγόρευση της επιδιώξεως κέρδους ως διάκριση εις βάρος των διοργανωτών από άλλα κράτη μέλη. Ιταλοί διοργανωτές με κερδοσκοπικό σκοπό θα μπορούσαν να επιλέξουν να μην αναπτύξουν δραστηριότητα σε αυτή την περιφέρεια ή να ιδρύσουν εκεί μια θυγατρική εταιρία χωρίς κερδοσκοπικό σκοπό. Διοργανωτές με κερδοσκοπικό σκοπό από άλλα κράτη μέλη βρίσκονται αντιμέτωποι με ανυπέρβλητες δυσκολίες. Επιβαρύνονται με μεγαλύτερα έξοδα, χωρίς να προσδοκούν καμία οικονομική ανταπόδοση («return»).

    100. Στην προκειμένη περίπτωση δεν αντιλαμβάνομαι γιατί οι Ιταλοί διοργανωτές βρίσκονται κατά βάση σε πλεονεκτική θέση έναντι των διοργανωτών από άλλα κράτη μέλη. Οι μόνοι επωφελούμενοι που μπορούν να προσδιοριστούν είναι προφανώς οι ήδη υφιστάμενες εταιρίες εκθέσεων χωρίς κερδοσκοπικό σκοπό. Ζημιούμενοι είναι, αντίθετα, όλοι οι διοργανωτές με κερδοσκοπικό σκοπό που αποκλείονται από τη διοργάνωση εκθέσεων. Το ότι οι Ιταλοί διοργανωτές έχουν, ανάλογα με τις περιστάσεις, λιγότερα έξοδα και ότι μπορούν, λόγω της εγγύτητας, να αποκομίσουν ίσως και άλλα πλεονεκτήματα από μη κερδοσκοπικές δραστηριότητες δεν συνιστά καθαυτό διάκριση. Τα πλεονεκτήματα από τη μεγαλύτερη τοπική εγγύτητα είναι μάλλον η αναγκαία συνέπεια της έδρας. Επομένως, η απαγόρευση επιδίωξης κέρδους δεν συνεπάγεται δυσμενή διάκριση.

    101. Η απαγόρευση επιδίωξης κέρδους συνιστά μάλλον σοβαρό περιορισμό της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών. Θα αποτρέψει τους περισσότερους διοργανωτές του ιδιωτικού τομέα από τη διοργάνωση εκθέσεων στην εν λόγω περιφέρεια, διότι το κίνητρό τους είναι, καταρχήν, η επίτευξη κέρδους. Μόνο λίγοι διοργανωτές είναι σε θέση να αποκομίσουν από μια έκθεση πλεονεκτήματα που μόνον έμμεσα αποφέρουν κέρδη.

    ii) Η δικαιολόγηση

    102. Η Επιτροπή τονίζει ότι κανονιστική ρύθμιση, όπως η εν προκειμένω, είναι, εν πάση περιπτώσει, δυσανάλογη. Αυτό προκύπτει από το ότι, όπως συνάγεται και από την έλλειψη τέτοιας διατάξεως στο εθνικό δίκαιο, ένα ενδεχόμενο γενικό συμφέρον δεν συνεπάγεται ότι οι διοργανωτές εκθέσεων δεν πρέπει να επιδιώκουν κέρδος.

    103. Το επιχείρημα δεν πείθει στο μέτρο που, σύμφωνα με το άρθρο 117 του ιταλικού Συντάγματος, τη νομοθετική εξουσία έχουν οι περιφέρειες και δεν αντιλαμβάνομαι για ποιο λόγο αυτή η προϋπόθεση έπρεπε να είχε οπωσδήποτε προβλεφθεί στον νόμο-πλαίσιο.

    104. Εντούτοις, συμμερίζομαι το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει η Επιτροπή. Δεν συντρέχει κανένας λόγος οι μη επιδιώκοντες κερδοσκοπικό σκοπό διοργανωτές να απολαύουν μεγαλύτερης εμπιστοσύνης από τους επιδιώκοντες κερδοσκοπικό σκοπό. Τόσο οι πρώτοι όσο και οι δεύτεροι είναι εξίσου ικανοί να ικανοποιήσουν κάθε είδους επιταγή που επιβάλλει η εξυπηρέτηση του συμφέροντος.

    105. Κατά συνέπεια, και αυτή η αιτίαση είναι βάσιμη.

    στ) Η συμμετοχή των αρχών κατά την επάνδρωση των εκθεσιακών οργάνων

    106. Η Επιτροπή βάλλει εδώ κατά των εξής διατάξεων ως ασυμβίβαστων με τις ελευθερίες παροχής υπηρεσιών και εγκαταστάσεως:

    - άρθρο 3 του decreto del presidente della Repubblica 7, της 15ης Ιανουαρίου 1972: σύμφωνα με αυτό το διοικητικό συμβούλιο των διοργανωτών διεθνών εκθέσεων πρέπει να περιλαμβάνει δύο μέλη που διορίζονται από το περιφερειακό συμβούλιο της περιφέρειας όπου λαμβάνει χώρα η εκδήλωση. Ένας από τους περιφερειακούς συμβούλους που διορίζονται από την περιφέρεια γίνεται μέλος της εκτελεστικής επιτροπής, ενώ ο άλλος γίνεται μέλος του συμβουλίου ελέγχου λογιστικών βιβλίων. Για διοργανωτές εκθέσεων που χαρακτηρίζονται ως εθνικές, τρία μέλη του διοικητικού συμβουλίου διορίζονται από τον πρόεδρο του υπουργικού συμβουλίου, ο πρόεδρος της διοργανώτριας εταιρίας εκλέγεται μεταξύ αυτών των τριών μελών και διορίζεται από το αρμόδιο περιφερειακό όργανο. Ένα μέλος του συμβουλίου ελέγχου λογιστικών βιβλίων διορίζεται επίσης από το Υπουργείο Βιομηχανίας, Εμπορίου και Τεχνών·

    - άρθρο 2, στοιχεία c και d, άρθρο 3, στοιχεία b και c, και άρθρο 5, στοιχείο a, της legge regionale della Liguria 12, της 3ης Νοεμβρίου 1972, που περιέλαβαν ρυθμίσεις όμοιες με τις ανωτέρω·

    - άρθρο 8, πρώτο εδάφιο, στοιχείο d, της legge regionale del Veneto 35, της 2ας Αυγούστου 1988, που ορίζει ότι τρία μέλη του διοικητικού συμβουλίου διορίζονται από την περιφερειακή κυβέρνηση και ότι, επίσης, ο πρόεδρος του συμβουλίου ελέγχου λογιστικών βιβλίων ορίζεται από την περιφερειακή κυβέρνηση·

    - άρθρο 8, δεύτερο εδάφιο, και άρθρο 11, στοιχεία a, b, c και d, της legge regionale dell'Emilia Romagna 43, της 26ης Μα_ου 1980, σύμφωνα με το οποίο ο πρόεδρος και το διοικητικό συμβούλιο της διοργανώτριας εταιρίας ορίζονται με διάταγμα του προέδρου της περιφέρειας και

    - άρθρο 5 της legge regionale del Friuli Venezia Guilia 10, της 23ης Φεβρουαρίου 1981, σύμφωνα με το οποίο ορισμένα μέλη του διοικητικού συμβουλίου μιας εθνικής ή διεθνούς εταιρίας εκθέσεων ορίζονται από την περιφερειακή διοίκηση.

    107. Οι προϋποθέσεις αυτές δεν συμβιβάζονται με την ελευθερία παροχής υπηρεσιών και μόνον εκ του λόγου ότι, όπως υπογραμμίστηκε ανωτέρω, ο σιωπηρός περιορισμός της νομικής μορφής των εταιριών, με τα αντίστοιχα εποπτικά συμβούλια, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί. Ανάλογα ισχύουν και για την ελευθερία εγκαταστάσεως.

    108. Ωστόσο, πρέπει επίσης να εξεταστεί η ειδικότερη προσβολή αυτών των θεμελιωδών ελευθεριών.

    i) Η ελευθερία παροχής υπηρεσιών

    Ο περιορισμός

    109. Κατά την Επιτροπή, ο περιορισμός της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών συνίσταται στην καταχρηστική ανάμιξη του κράτους στη σύνθεση των οργάνων του διοργανωτή εκθέσεων. ροσπαθώντας να επηρεάσει τις αποφάσεις των εταιριών «εκ των ένδον», το κράτος ασκεί έναν δυσανάλογο έλεγχο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, οι διοργανωτές που δεν είναι εγκατεστημένοι στην Ιταλία να συναντούν εμπόδια κατά την άσκηση της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών. Η Ιταλία δεν μπορεί να επικαλεστεί το γεγονός ότι αυτές οι ρυθμίσεις αφορούν αποκλειστικά την εσωτερική οργάνωση «ιταλικών δημόσιων νομικών οντοτήτων» , διότι ένας διοργανωτής εκθέσεων δεν είναι αναγκαστικώς νομικό πρόσωπο αυτού του τύπου.

    110. Μπορώ να συμφωνήσω με την επιχειρηματολογία της Επιτροπής. Από τις σχετικές νομικές διατάξεις προκύπτει σαφώς ότι οι διοργανωτές εκθέσεων δεν είναι αναγκαστικώς πρόσωπα του δημοσίου δικαίου . Εξάλλου, θα ήταν εξίσου αντίθετο προς τα άρθρα 52 επ. και 59 επ. της Συνθήκης να υποχρεωθεί ένας διοργανωτής να λάβει τη μορφή νομικού προσώπου του ιταλικού δημοσίου δικαίου για να μπορεί να διοργανώνει εκθέσεις. Κατά συνέπεια, στο σημείο αυτό υπάρχει περιορισμός της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών. Θα μπορούσε μάλιστα να χαρακτηριστεί ως έμμεση δυσμενής διάκριση, επειδή οι παρέχοντες υπηρεσίες από άλλα κράτη μέλη δεν έχουν στην πράξη καμία δυνατότητα να περιλάβουν στα εποπτικά τους συμβούλια εκπροσώπους των τοπικών αρχών.

    Η δικαιολόγηση

    111. Κατά την Επιτροπή δεν συντρέχει κανένας επιτακτικός λόγος γενικού συμφέροντος για τη διατήρηση των προαναφερθεισών νομικών διατάξεων, πρέπει δε να τονιστεί ιδιαιτέρως ότι για τον αναγκαίο κρατικό έλεγχο εκδηλώσεων αυτού του είδους αρκεί ο εξωτερικός έλεγχος.

    112. Αντίθετα με τη γνώμη της Επιτροπής, το γενικό συμφέρον για την κανονική διεξαγωγή των εκθέσεων που είναι καταρχήν άξιο προστασίας πρέπει, και στο σημείο αυτό, να ληφθεί υπόψη. Ωστόσο, η επιβολή των υποχρεώσεων δεν ανταποκρίνεται πλέον στην αρχή της αναλογικότητας. Κρατικός έλεγχος σε λογικά πλαίσια μπορεί να πραγματοποιηθεί και μέσω εποπτικών αρχών που δεν εκπροσωπούνται άμεσα στα όργανα του διοργανωτή εκθέσεων.

    113. Συνεπώς, όσον αφορά την ελευθερία παροχής υπηρεσιών, η αιτίαση αυτή είναι βάσιμη.

    ii) Η ελευθερία εγκαταστάσεως

    114. Η Επιτροπή εκθέτει σχετικά με την ελευθερία εγκαταστάσεως ότι ο περιορισμός της ελευθερίας εγκαταστάσεως αλλοδαπών διοργανωτών συνίσταται στο ότι αυτοί υποχρεώνονται να ανεχθούν ανάμεσά τους πρόσωπα τα οποία, καίτοι δεν εντάσσονται στο οργανωτικό πλαίσιο, οφείλουν να συμμετέχουν στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων.

    115. Όσον αφορά τον περιορισμό, συμφωνώ με την άποψη της Επιτροπής. Είναι σαφές ότι η υποχρέωση ένταξης τρίτων στα εταιρικά όργανα και ιδίως η υποχρέωση δημιουργίας τέτοιων οργάνων μπορεί να αποτρέψει τις εταιρίες από την άσκηση της ελευθερίας εγκαταστάσεως.

    116. Δεν μπορεί να δικαιολογηθεί μια τέτοια προσβολή ούτε της ελευθερίας εγκαταστάσεως ούτε της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών .

    ζ) Η συμμετοχή ενός περιφερειακού δήμου σε εταιρία εκθέσεων

    117. Η Επιτροπή προβάλλει ως προς το ζήτημα αυτό αντιρρήσεις επί του άρθρου 8, δεύτερο εδάφιο, της legge regionale dell'Emilia-Romagna 43, της 26ης Μα_ου 1980. Αυτή η διάταξη του καταργηθέντος το έτος 2000 νόμου προέβλεπε ότι ο τίτλος του «διοργανωτή εκθέσεων» χορηγείται υπό τον όρο ότι, μεταξύ των ιδρυτών ή των μελών της εν λόγω εταιρίας, περιλαμβάνεται οργανισμός τοπικής αυτοδιοικήσεως της περιφέρειας Emilia-Romagna.

    118. Και αυτή η υποχρέωση δεν συμβιβάζεται με την ελευθερία παροχής υπηρεσιών, για τον λόγο ότι, όπως τονίστηκε ανωτέρω, ο σιωπηρός περιορισμός της νομικής μορφής της εταιρίας δεν μπορεί να δικαιολογηθεί. Ανάλογα ισχύουν, φυσικά, και για την ελευθερία εγκαταστάσεως.

    119. Η επιβολή αυτής της υποχρεώσεως είναι επίσης ασυμβίβαστη με τις δύο θεμελιώδεις ελευθερίες για τους λόγους που μόλις εκτέθηκαν στο πλαίσιο εξετάσεως της αιτιάσεως της σχετικής με τη συμμετοχή των εκπροσώπων των αρχών. Η επιβολή της υποχρεώσεως να συμμετέχει κατά τις αρχές του εταιρικού δικαίου ένας οργανισμός τοπικής αυτοδιοικήσεως στα όργανα μιας εταιρίας συνιστά πολύ σοβαρότερη προσβολή από την επιβολή της υποχρεώσεως συμμετοχής στα εν λόγω όργανα εκπροσώπων των αρχών.

    120. Κατά συνέπεια, και αυτή η αιτίαση είναι βάσιμη.

    3) Οι υποχρεώσεις που επιβάλλονται σε ορισμένες εκθέσεις

    121. Η Επιτροπή εμμένει στην άποψη ότι ορισμένες υποχρεώσεις που επιβάλλονται σε κάποιες εκθέσεις αντίκεινται στην ελευθερία παροχής υπηρεσιών.

    α) Η περιοδικότητα και η διάρκεια των εκθέσεων

    122. Ως προς το σημείο αυτό, η Επιτροπή αναφέρεται μόνο στο άρθρο 6, πρώτο εδάφιο, της legge regionale dell'Emilia-Romagna 43, της 26ης Μα_ου 1980, κατά το οποίο οι εθνικές και οι διεθνείς εκθέσεις και αγορές πρέπει να λαμβάνουν χώρα σε περιοδικά διαστήματα και για καθορισμένη διάρκεια .

    i) Ο περιορισμός

    123. Η Επιτροπή υποστηρίζει σχετικώς ότι η επιβαλλόμενη περιοδικότητα των εκθέσεων και αγορών καθώς και η προβλεπόμενη διάρκειά τους περιορίζουν την ελευθερία παροχής υπηρεσιών των αλλοδαπών διοργανωτών εκθέσεων, καθόσον είναι δεδομένο ότι αυτοί, σε αντίθεση με τους ημεδαπούς διοργανωτές, μόνον ευκαιριακά ασκούν δραστηριότητα στην Ιταλία.

    124. Δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η ρύθμιση συνιστά εμφανή διάκριση, διότι δεν συνδέεται ρητώς με την ιθαγένεια. Το βάρος από τη διοργάνωση μιας εκθέσεως η οποία επαναλαμβάνεται κανονικά μόνο λόγω της υποχρεώσεως περιοδικής διοργανώσεως είναι, ωστόσο, μικρότερο για έναν ημεδαπό από ό,τι για έναν αλλοδαπό διοργανωτή. Έναν διοργανωτής από άλλο κράτος μέλος ο οποίος επιθυμεί ίσως να διοργανώσει άπαξ μια έκθεση ή μια αγορά στην Ιταλία θα αποκλειστεί, ανάλογα με τις περιστάσεις, από μόνον το γεγονός ότι δεν επιθυμεί ή δεν είναι σε θέση να αναλάβει την περιοδική της διοργάνωση. Κατά συνέπεια, αυτή η υποχρέωση έχει ως αποτέλεσμα όχι μόνον περιορισμό, αλλά και μια έμμεση διάκριση.

    125. Αντιθέτως, η παρεχόμενη στις εθνικές αρχές εξουσιοδότηση να καθορίζουν τη διάρκεια της εκθέσεως δεν δημιουργεί εμφανώς μεγαλύτερο βάρος για διοργανωτές χωρίς μόνιμη παρουσία στην ημεδαπή. ρέπει να θεωρηθεί μόνον ως περιορισμός, επειδή περιορίζει την ελευθερία των διοργανωτών να καθορίσουν αυτοί τους όρους διεξαγωγής της εκθέσεως.

    ii) Η δικαιολόγηση

    126. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι αυτές οι επεμβάσεις είναι, πάντως, δυσανάλογες και συνεπώς αδικαιολόγητες.

    127. Η επιβολή ορισμένων όρων σχετικών με τη διάρκεια μιας εκθέσεως μπορεί, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να συμβάλει στην κανονική διεξαγωγή της. Ο καθορισμός μιας υπερβολικά σύντομης διάρκειας, μπορεί να οδηγήσει σε συρροή των επισκεπτών σε μια ορισμένη περίοδο, πράγμα το οποίο πρέπει να αποφεύγεται για συγκοινωνιακούς λόγους. Εκθέσεις υπερβολικά μεγάλης διάρκειας μπορεί, ανάλογα με τις περιστάσεις, να έχουν δυσμενείς συνέπειες στο περιβάλλον. Εξάλλου, ο νόμος απαιτεί τον εκ των προτέρων καθορισμό της διάρκειας σε συνάρτηση με την περιοδικότητα. ρος τούτο, απαγορεύει τη διοργάνωση της εκθέσεως με κριτήριο την προσαρμογή της στη ζήτηση, κάτι το οποίο, κατά τις περιστάσεις, μπορεί να διαπιστωθεί σχετικά αργά, και μπορεί να συνιστά ακόμη και προσβολή επιτακτικού γενικού συμφέροντος.

    128. Κατά συνέπεια, και αυτή η αιτίαση είναι βάσιμη.

    β) Η εναρμόνιση με τον περιφερειακό σχεδιασμό

    129. Ως προς το ζήτημα αυτό, η Επιτροπή προβάλλει αντιρρήσεις επί του άρθρου 5, έκτο εδάφιο, στοιχείο a, της legge regionale dell'Emilia-Romagna 43, της 26ης Μα_ου 1980. Η διάταξη αυτή, η οποία καταργήθηκε το 2000, προέβλεπε ότι η άδεια για τη διοργάνωση μιας εκθέσεως χορηγείται μόνον όταν έχει διαπιστωθεί η συμβατότητα της εκδήλωσης με τις επιταγές του περιφερειακού σχεδιασμού ως προς την οικονομική ανάπτυξη της περιφέρειας και, γενικότερα, με τις επιταγές του εθνικού οικονομικού σχεδιασμού.

    i) Ο περιορισμός

    130. Η Επιτροπή υποστηρίζει σχετικώς ότι είναι ασυγκρίτως δυσκολότερο για έναν αλλοδαπό διοργανωτή να παρακολουθεί την εξέλιξη των εκάστοτε διατάξεων του εθνικού και του περιφερειακού δικαίου από ό,τι είναι για έναν ημεδαπό διοργανωτή. Εξάλλου, οι διατάξεις οι οποίες αναφέρονται στους εκάστοτε οικονομικούς στόχους σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο δεν καθορίζουν με σαφήνεια τους λόγους για τους οποίους επιτρέπεται η μη χορήγηση αδείας είναι δε παράνομες, επειδή υφίσταται ο κίνδυνος να κοινοποιηθεί στον (αλλοδαπό) διοργανωτή μια αρνητική απόφαση για λόγους που αυτός θα αδυνατεί να κατανοήσει.

    131. Και οι δύο επιχειρηματολογίες δεν πείθουν. Οι επιχειρήσεις που δεν εδρεύουν στην Ιταλία αντιμετωπίζουν, φυσικά, περισσότερες δυσκολίες στη συλλογή πληροφοριών στην Ιταλία. Αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί, όμως, δυσμενής διάκριση .

    132. Είναι αδιάφορο αν το κοινοτικό δίκαιο απαγορεύει στις εθνικές διοικήσεις να περιορίζουν τις θεμελιώδεις ελευθερίες για μη σαφώς καθοριζόμενους λόγους. άντως, από τους ισχυρισμούς της Επιτροπής δεν προκύπτει σαφώς ότι η προεκτεθείσα ρύθμιση δεν παρέχει μια επαρκώς ορισμένη εξουσιοδότηση για την άρνηση της εγκρίσεως μιας εκθέσεως. Το γεγονός ότι σ' ένα νόμο γίνεται αναφορά για τον προγραμματικό σχεδιασμό της περιφέρειας και της Ιταλίας δεν δημιουργεί αναγκαστικά ασάφεια. Ακόμη και αν η αναφορά είχε απλώς δυνητικό χαρακτήρα, επειδή ο σχεδιασμός στον οποίο αναφέρεται θα υπόκειτο ασφαλώς σε τροποποιήσεις ανά τακτά χρονικά διαστήματα, η εξουσιοδότηση δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως οπωσδήποτε ασαφής. Το μόνο αποφασιστικό κριτήριο πρέπει να είναι κατά πόσον ο πολίτης βρίσκεται αντιμέτωπος με μια σαφή νομική κατάσταση. Για τον σκοπό αυτό είναι απαραίτητο ο αποδέκτης των σχετικών νομικών διατάξεων να έχει πρόσβαση σε αυτές μέσω της κανονικής δημοσιεύσεώς τους. Η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι αυτό δεν συμβαίνει. Επομένως, η νομοθετική μέθοδος της αναφοράς στον περιφερειακό σχεδιασμό δεν συνιστά επέμβαση στην ελευθερία παροχής υπηρεσιών.

    133. Επέμβαση στην ελευθερία παροχής υπηρεσιών συνιστά μάλλον η υποχρέωση των διοργανωτών εκθέσεων να προσαρμόζονται στον περιφερειακό και στον εθνικό σχεδιασμό σχετικά με το αντικείμενο της εκθέσεως. Οι προγραμματιζόμενες εκθέσεις που δεν ανταποκρίνονται σε αυτό τον σχεδιασμό δεν έχουν καμία πιθανότητα να πραγματοποιηθούν. Αυτό αποτελεί σημαντικό περιορισμό της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών.

    ii) Η δικαιολόγηση

    134. Η κατάρτιση ενός κρατικού σχεδίου για την οικονομική ανάπτυξη μιας περιφέρειας δεν συνιστά καθαυτή γενικό συμφέρον που θα μπορούσε να δικαιολογήσει επέμβαση στις θεμελιώδεις ελευθερίες. Βεβαίως, μπορεί ο σχεδιασμός αυτός να αποσκοπεί στην ικανοποίηση επιτακτικών γενικών συμφερόντων, ο σύνδεσμος, όμως, μεταξύ της επεμβάσεως στη διοργάνωση εκθέσεων και της προστασίας των γενικών συμφερόντων πρέπει να είναι στενότερος από ό,τι συμβαίνει στην περίπτωση ενός αφηρημένου σχεδιασμού για να μπορεί να χρησιμεύσει ως δικαιολόγηση.

    135. Επιπλέον, ούτε τα συμφέροντα εκείνων στους οποίους απευθύνεται μια έκθεση προστατεύονται αποτελεσματικώς μέσω της εν λόγω ρυθμίσεως. Επειδή κανείς δεν είναι υποχρεωμένος να συμμετάσχει σε μια έκθεση ή να την επισκεφθεί, προστριβές με τους περιφερειακούς οικονομικούς διαρθρωτικούς μηχανισμούς μπορούν απλώς να προξενήσουν την αποτυχία μιας εκθέσεως, όχι, όμως, να ζημιώσουν καταρχήν τρίτους.

    136. Επομένως, και αυτή η αιτίαση είναι βάσιμη.

    γ) Οι προθεσμίες υποβολής αιτήσεων για τη χορήγηση εγκρίσεων

    137. Ως προς το ζήτημα αυτό η Επιτροπή βάλλει κατά του άρθρου 2 του decreto del presidente delle Repubblica 390, της 18ης Απριλίου 1994. Το τέταρτο εδάφιο αυτής της διατάξεως του νόμου, ο οποίος καταργήθηκε το 2001, προέβλεπε ότι οι αιτήσεις για την έγκριση διεθνών εκθέσεων έπρεπε να κατατίθενται στις αρμόδιες αρχές μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου του προπροηγούμενου έτους πριν από τη σχεδιαζόμενη εκδήλωση. Τα υπόλοιπα εδάφια προέβλεπαν προθεσμίες για την έγκριση από την περιφέρεια και τη γνωστοποίηση σε εθνικές υπηρεσίες.

    i) Ο περιορισμός

    138. Η Επιτροπή βάλλει κυρίως κατά της πολύ μακράς προθεσμίας για την υποβολή αιτήσεως σε σχέση με τις αμετάθετες ημερομηνίες των εκδηλώσεων. Ιδιαίτερα για διοργανωτές από το εξωτερικό, οι οποίοι προσφέρουν τις υπηρεσίες τους μόνον ευκαιριακά στην Ιταλία, είναι ασυγκρίτως δυσκολότερο από ό,τι για τους ανταγωνιστές τους στην ημεδαπή να τηρήσουν αυτές τις αυστηρές προδιαγραφές.

    139. Η προϋπόθεση τηρήσεως ορισμένων προθεσμιών ισχύει εξίσου για ημεδαπούς και αλλοδαπούς. Θα μπορούσε να υποτεθεί ότι, εν πάση περιπτώσει, πρόκειται για συγκεκαλυμμένη διάκριση, πράγμα που μάλλον υπονοεί και η Επιτροπή όταν τονίζει ότι είναι δυσκολότερο για τους αλλοδαπούς να τηρήσουν αυτές τις προθεσμίες. Σύμφωνα με τη γνώμη που υποστηρίζεται εδώ, δεν αρκεί, ωστόσο, το επιχείρημα ότι οι αλλοδαποί διοργανωτές πρέπει να καταβάλλουν μεγαλύτερο κόπο για να θεωρηθεί ότι υπάρχει μια έμμεση διάκριση .

    140. Μια προετοιμασία δύο ετών συνιστά, πάντως, σε κάθε περίπτωση ένα εμπόδιο στη διοργάνωση εκθέσεων. Οι επιχειρήσεις δεν μπορούν να εκτιμήσουν αν, μετά από ένα τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, αξίζει ο κόπος της διοργανώσεως μιας εκθέσεως. Μπορεί πράγματι να απαιτείται μακροχρόνια οργανωτική προετοιμασία για μια έκθεση. Η προετοιμασία μιας εκθέσεως και ιδιαίτερα το χρονικό σημείο του δεσμευτικού καθορισμού της μορφής της αποτελεί, πάντως καταρχήν, ευθύνη του διοργανωτή και όχι της υπηρεσίας που χορηγεί την έγκριση. Συνεπώς, ως προς το ζήτημα αυτό υπάρχει περιορισμός.

    ii) Η δικαιολόγηση

    141. Τουλάχιστον αρχικώς στην απαντητική της επιστολή προς την Επιτροπή, η Ιταλική Κυβέρνηση υπογράμμισε την αναγκαιότητα ενός κρατικού χρονοδιαγράμματος ώστε να είναι σε θέση να πληροφορεί εγκαίρως τους εκθέτες και τους επισκέπτες για το είδος της εκθέσεως, τον τόπο και τον χρόνο της διοργανώσεώς της.

    142. Η έγκαιρη, εκ των προτέρων, επίσημη γνωστοποίηση της διοργανώσεως μιας συγκεκριμένης εκθέσεως εξυπηρετεί, βεβαίως, το γενικό συμφέρον για την εύρυθμη διεξαγωγή των εκθέσεων. Επιπλέον, είναι σαφές ότι είναι απαραίτητος κάποιας μορφής προσχεδιασμός από τις αρμόδιες αρχές για να εξασφαλιστεί η ικανοποίηση επιτακτικών γενικών συμφερόντων. Ένα διετές διάστημα προετοιμασίας, χωρίς δυνατότητα εξαιρέσεων, δεν είναι, όμως, απαραίτητο για την προστασία των επιτακτικών γενικών συμφερόντων.

    143. Και αυτή η αιτίαση είναι, κατά συνέπεια, βάσιμη.

    δ) Οι διατάξεις που επιβάλλουν για τη διοργάνωση εκθέσεων τη συμπερίληψή τους σε επίσημο χρονοδιάγραμμα

    144. Η Επιτροπή βάλλει κατά δύο ρυθμίσεων:

    - άρθρο 7 του regio decreto-legge 454, της 29ης Ιανουαρίου 1934, σύμφωνα με το οποίο απαγορεύεται η διοργάνωση άλλων εκθέσεων ή αγορών εκτός από αυτών που προβλέπονται στο επίσημο χρονοδιάγραμμα και

    - άρθρο 16, πρώτο εδάφιο, της legge regionale dell'Emilia-Romagna 43, της 26ης Μα_ου 1980, με πανομοιότυπη διατύπωση.

    145. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η δυνατότητα καταρτίσεως επίσημου χρονοδιαγράμματος εκδηλώσεων για τη διοργάνωση εκθέσεων και αγορών δεν επιτρέπει στην εκάστοτε κρατική υπηρεσία να αποκλείει διοργανωτές άλλων ιδιωτικών εκθέσεων για τον λόγο και μόνον ότι η προβλεφθείσα ημερομηνία είναι πολύ κοντά σε αυτήν της επόμενης εκθέσεως. Τον οικονομικό κίνδυνο φέρει ο διοργανωτής, χωρίς να χρειάζεται γι' αυτό καμία κρατική ρυθμιστική παρέμβαση. Εξάλλου, η ίδια η αγορά λειτουργεί ως ρυθμιστικός μηχανισμός.

    146. Η διάταξη αυτή βρίσκεται σε στενή σχέση με την προηγούμενη, επειδή στο κρατικό χρονοδιάγραμμα εγγράφονται μόνον εκδηλώσεις για τις οποίες, αφού τηρήθηκαν όλες οι προθεσμίες, έχει περατωθεί η διαδικασία εγκρίσεως. Για αυτό τον λόγο, παραπέμπω, καταρχήν, στην ανωτέρω ανάλυση αναφορικά με τη δικαιολόγηση ενός περιορισμού της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών.

    147. άντως, ένας δικαιολογητικός λόγος θα μπορούσε, εν προκειμένω, να προκύψει από το άρθρο 90, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης. Η προστασία υφισταμένων εκθέσεων, οι οποίες θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως εξυπηρετούσες γενικό οικονομικό συμφέρον, από άλλες ανταγωνιστικές εκδηλώσεις διοργανούμενες κατά την ίδια περίοδο μπορεί, καταρχήν, να δικαιολογήσει έναν περιορισμό. Η αποτελεσματικότητα μιας εκθέσεως, ως χρονικώς και τοπικώς περιορισμένης υλοποίησης της αγοράς σε ορισμένους οικονομικούς τομείς, εξαρτάται από το αν αντιπροσωπεύει, ει δυνατόν με πληρότητα, την προσφορά και τη ζήτηση. Εάν ήταν δυνατόν να οργανωθεί μετά από μια τέτοια έκθεση σχετικώς σύντομα μια άλλη έκθεση με ίδιο αντικείμενο σε τοπική εγγύτητα με την πρώτη, θα μπορούσε να τεθεί σε κίνδυνο η αντιπροσωπευτικότητα της προστατευόμενης εκθέσεως.

    148. Αντίθετα, αν η αγορά αντιμετώπιζε μια τέτοια ανταγωνιστική έκθεση ως συμπληρωματική της κύριας εκθέσεως, θα εδημιουργείτο ίσως η αίσθηση της «απομύζησης» ή του «παρασιτισμού». Η ανταγωνιστική έκθεση θα επωφελείτο από τη φήμη της εκθέσεως που αξίζει προστασίας και από την επιτυχία της στην αγορά. Επιπλέον, θα μπορούσε ίσως να προσφέρει σε εκθέτες και πελάτες ευνοϊκότερους όρους, διότι δεν θα δεσμευόταν ούτε από την αντιπροσωπευτικότητα ούτε από την περιοδικότητα .

    149. Στην ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων της εσωτερικής αγοράς στον τομέα των εμποροπανηγύρεων και των εκθέσεων, η ίδια η Επιτροπή παραδέχτηκε ρητά ότι το συμφέρον αυτό είναι, καταρχήν, άξιο προστασίας:

    «Ομοίως, οι αρμόδιες αρχές θα ήταν δυνατό να θέσουν ορισμένες ειδικές προϋποθέσεις, οι οποίες προφανώς δεν περικλείουν διάκριση, στις επίσημες εμπορικές εκδηλώσεις που βρίσκονται υπό τον έλεγχό τους, με κατάρτιση, λόγου χάρη, ενός τομεακού προγραμματισμού σε εθνικό ή τοπικό επίπεδο ή ενός χρονοδιαγράμματος επισήμων εκδηλώσεων και με την απαγόρευση της ταυτόχρονης πραγματοποίησης πολλών εμποροπανηγύρεων αυτού του είδους [...]» .

    150. Ακόμα και αν η δήλωση αυτή έχει το νόημα ότι η Επιτροπή δέχεται μόνον περιορισμούς για «επίσημες» εκδηλώσεις που βρίσκονται υπό τον έλεγχο των κρατών μελών, όχι όμως περιορισμούς ιδιωτών διοργανωτών, εντούτοις, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι οι σημαντικές εκθέσεις πρέπει να προστατεύονται από τέτοιες (αθέμιτες) μορφές του ανταγωνισμού.

    151. Το άρθρο 15, τρίτο εδάφιο, της legge regionale dell'Emiliga-Romagna 43, της 26ης Μα_ου 1980, προβλέπει μάλλον γι' αυτό τον λόγο ότι οι περιφερειακές αρχές μπορούν να προτείνουν μετάθεση ημερομηνίας, όταν μια έκθεση συμπίπτει χρονικά με άλλες παρόμοιες ή πανομοιότυπες εκδηλώσεις.

    152. Κατά συνέπεια, η προϋπόθεση της εγγραφής σε ένα επίσημο χρονοδιάγραμμα φαίνεται, καταρχήν, δικαιολογημένη για να εξασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα των εκθέσεων ως υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος. Η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι οι ιταλικές ρυθμίσεις είναι απρόσφορες, μη απαραίτητες ή υπερβολικές για την επίτευξη αυτού του σκοπού.

    153. Επομένως, αυτή η αιτίαση της Επιτροπής πρέπει να απορριφθεί.

    4) Οι προϋποθέσεις για τους διοργανωτές και για τις εκδηλώσεις

    154. Τέλος, η Επιτροπή βάλλει κατά ορισμένων διατάξεων οι οποίες προβλέπουν τη συμμετοχή επιχειρήσεων που εδρεύουν στην περιοχή στη διαδικασία αναγνώρισης των διοργανωτών και εγκρίσεως των εκθέσεων.

    155. ρόκειται για τις εξής παρακάτω διατάξεις:

    - άρθρο 6, τρίτο εδάφιο, τρίτη και τέταρτη περίπτωση, της legge regionale dell'Emilia-Romagna 43, της 26ης Μα_ου 1980, σύμφωνα με το οποίο κατά τη διαδικασία εγκρίσεως πρέπει να παρασχεθεί δικαίωμα ακροάσεως κατ' αρχάς στις περιφερειακές ενώσεις που εκπροσωπούν τον εκάστοτε οικονομικό τομέα, επιπλέον, πρέπει να δώσει την έγκρισή του ο εν λόγω δήμος και να γνωμοδοτήσουν τα περιφερειακά οικονομικά επιμελητήρια·

    - άρθρα 6, 7 και 23 της legge provinciale delle Provincia autonoma di Trento 35, της 2ας Σεπτεμβρίου 1978, σύμφωνα με τα οποία η αρμόδια για τη ρύθμιση και υποστήριξη των εκθέσεων επιτροπή πρέπει να συμπεριλαμβάνει μεταξύ άλλων έναν εκπρόσωπο μιας οργάνωσης που ηγείται σε έναν από τους τομείς της γεωργίας, της βιοτεχνίας, της βιομηχανίας, του τουρισμού και του εμπορίου. Η επιτροπή αυτή γνωμοδοτεί επίσης για τη χορήγηση επιχορηγήσεων·

    - άρθρα 13, 14 και 15, στοιχείο a, της legge regionale del Friuli Venezia Giulia 10, της 23ης Φεβρουαρίου 1981, σύμφωνα με τα οποία η γνωμοδοτική επιτροπή που επικουρεί το διοικητικό συμβούλιο ως προς την έγκριση των εκθέσεων πρέπει επίσης να συμπεριλαμβάνει εκπροσώπους των τοπικών οικονομικών κλάδων καθώς και τέσσερις προέδρους των διοργανωτών εκθέσεων που εδρεύουν μόνιμα στην περιφέρεια και

    - άρθρο 5, δεύτερο και πέμπτο εδάφιο, άρθρο 10, τέταρτο εδάφιο, άρθρο 11, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, και άρθρο 15, πρώτο εδάφιο, της legge regionale della Lombardia 45, της 29ης Απριλίου 1980, σύμφωνα με τα οποία, ένας εκπρόσωπος του περιφερειακού βιομηχανικού, εμπορικού, αγροτικού και τεχνικού επιμελητηρίου και τρεις εκπρόσωποι των περιφερειακών βιομηχανικών, τεχνικών, αγροτικών και εμπορικών ενώσεων καθώς και τρεις εκπρόσωποι των συνδικαλιστικών οργάνων είναι υποχρεωτικά μέλη μιας συμβουλευτικής επιτροπής στη διαδικασία κατά την οποία γνωμοδοτούν επιπλέον τα επιμελητήρια.

    156. Η Επιτροπή υποστηρίζει στο σημείο αυτό ότι η συμμετοχή τοπικών ή περιφερειακών ανταγωνιστών στη λήψη της απόφασης για τη χορήγηση άδειας εκθέσεων και για την αναγνώριση διοργανωτών εκθέσεων θίγει ιδιαιτέρως τους μη Ιταλούς διοργανωτές εκθέσεων. αραπέμπει στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Gulmann στην υπόθεση C-306/91 , όπου τονίστηκε ότι το γνωμοδοτικό όργανο για το οποίο επρόκειτο στην υπόθεση εκείνη θα συνέβαλλε στο να πληροφορούνται νωρίτερα οι ημεδαποί ανταγωνιστές την πολιτική των τιμών.

    157. Με βάση το παράδειγμα της legge regionale dell'Emilia-Romagna 43, της 26ης Μα_ου 1980, η Επιτροπή τονίζει ότι οι πιθανοί ανταγωνιστές μπορούν να ασκήσουν επιρροή όχι μόνο διά της εμφανούς συμμετοχής εκπροσώπων των τοπικών εταιριών διοργανώσεως εκθέσεων, αλλά ακόμη και διά της συμμετοχής εκπροσώπων των τοπικών οικονομικών ενώσεων. Σύμφωνα με αυτό τον νόμο, τα ίδια πρόσωπα μετέχουν τόσο στη διαδικασία παροχής άδειας εκθέσεως όσο και στη διαδικασία διορισμού των επικεφαλής των περιφερειακών εταιριών εκθέσεων.

    158. Τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την ελευθερία παροχής υπηρεσιών, η Επιτροπή σημειώνει ότι οι διοργανωτές από άλλα κράτη μέλη δεν μπορούν να συμμετάσχουν στις εργασίες των περιφερειακών ενώσεων. Αλλά και οι εγκατεστημένοι διοργανωτές έχουν μόνο μικρή επιρροή.

    159. Ένα ιδιαίτερα σημαντικό προνόμιο για τους ημεδαπούς διοργανωτές συνίσταται στη χορήγηση επιχορηγήσεων από το Δημόσιο μόνο σε εταιρίες των οποίων τα ιδρυτικά μέλη είναι δημόσιοι οργανισμοί, όπως για παράδειγμα προβλέπεται από της legge provinciale della Provincia autonoma di Trento 35, της 2ας Σεπτεμβρίου 1978. Κατά συνέπεια, δεν είναι πειστική η άποψη ότι οι αρμόδιες υπηρεσίες αποφασίζουν αμερόληπτα και δίκαια.

    160. Στην προκειμένη περίπτωση, πρόκειται μάλλον για δύο διαφορετικές επικρίσεις. Κατά πρώτον, η Επιτροπή βάλλει κατά της συμμετοχής εκπροσώπων των περιφερειακών οικονομικών ενώσεων στη λήψη διαφόρων αποφάσεων σχετικών με τη διοργάνωση εκθέσεων. Κατά δεύτερον, βάλλει κατά του γεγονότος ότι μόνον ορισμένες εταιρίες εκθέσεων μπορούν να λάβουν κρατικές ενισχύσεις, δηλαδή οι εταιρίες στις οποίες συμμετέχουν δημόσιοι οργανισμοί.

    161. Επειδή, όμως, η επίκριση της επιλεκτικής χορήγησης κρατικών ενισχύσεων δεν βρίσκεται ούτε στο έγγραφο οχλήσεως ούτε και στην αιτιολογημένη γνώμη, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως συγκεκριμένο αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας, παρά μόνον ως επιχείρημα προς θεμελίωση της απόψεως ότι οι ιταλικές αρχές μπορεί να μεροληπτούν κατά τη λήψη των αποφάσεών τους.

    162. Η Επιτροπή δεν αναφέρεται, κατά τα άλλα, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις στις οποίες οι προεκτεθείσες ρυθμίσεις είχαν ως αποτέλεσμα δυσμενή διάκριση εις βάρος διοργανωτών εκθέσεων. Συνεπώς, η εξέταση πρέπει να περιοριστεί στην αιτίαση ότι ο οργανωτικός μηχανισμός συνεπάγεται τη βλάβη διοργανωτών από άλλα κράτη μέλη.

    163. ροκειμένου να κριθεί αν η συμμετοχή περιφερειακών εκπροσώπων των οικονομικών κλάδων στις διαδικασίες συνιστά επέμβαση στην ελευθερία παροχής υπηρεσιών ή στην ελευθερία εγκαταστάσεως, πρέπει να ληφθεί υπόψη, καταρχάς, ότι τα μέτρα μπορούν να χαρακτηριστούν ως επέμβαση μόνον όταν δύνανται να παρεμποδίσουν ή να παρενοχλήσουν ή να καταστήσουν λιγότερο ελκυστική την άσκηση μιας θεμελιώδους ελευθερίας .

    164. Σχετικώς, πρέπει καταρχάς να διαπιστωθεί ότι η Επιτροπή δεν ισχυρίζεται ότι οι προαναφερθείσες επιτροπές λαμβάνουν μόνες τους αποφάσεις αναφορικά με τη διοργάνωση εκθέσεων. Αντιθέτως, εννοεί, κυρίως, ότι η επέμβαση συνίσταται αποκλειστικά στο ότι οι ιταλικές αρχές, πριν λάβουν την απόφασή τους, συμβουλεύονται τις εν λόγω επιτροπές, οι οποίες κατ' αυτόν τον τρόπο επηρεάζουν τις λαμβανόμενες αποφάσεις.

    165. Μια τέτοια δυνατότητα επηρεασμού μπορεί προφανώς να παρεμποδίσει ή να καταστήσει λιγότερο ελκυστική την άσκηση μιας θεμελιώδους ελευθερίας στο μέτρο που συμμετέχουν άμεσοι ανταγωνιστές των διοργανωτών εκθέσεων. Αυτοί πιθανόν να προσπαθήσουν να επιβραδύνουν τη λήψη των αναγκαίων αποφάσεων, να προτείνουν υπερβολικούς περιορισμούς ή να αποσιωπήσουν πληροφορίες σημαντικές για τους ανταγωνιστές. Μια τέτοια συμμετοχή προβλέπεται, πάντως, μόνο στο άρθρο 14 της legge regionale del Friuli Venezia Giulia 10, της 23ης Φεβρουαρίου 1981.

    166. Αυτή η επέμβαση στις θεμελιώδεις ελευθερίες δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ούτε λόγω επιτακτικού γενικού συμφέροντος ούτε λόγω μιας ενδεχόμενης ανάθεσης υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος στις ανταγωνιζόμενες εταιρίες εκθέσεων.

    167. Αντιθέτως, η συμμετοχή εκπροσώπων των οικονομικών κλάδων ή του κοινού στο οποίο απευθύνεται μια έκθεση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επέμβαση σε όλες τις περιπτώσεις. Αυτά τα πρόσωπα μπορούν να προσφέρουν στην όλη διαδικασία πολύτιμες γνώσεις και εμπειρίες. Επέμβαση στις θεμελιώδεις ελευθερίες θα μπορούσε να στοιχειοθετηθεί μόνον αν αποδειχθούν συγκεκριμένα περιστατικά όπου αυτή η συμμετοχή αυτή επέδρασε προς ζημία των διοργανωτών εκθέσεων από άλλα κράτη μέλη.

    168. Ούτε οι επισημάνσεις της Επιτροπής αναφορικά με τη συμμετοχή των εν λόγω επιτροπών στην επάνδρωση υψηλών θέσεων στις περιφερειακές εταιρίες εκθέσεων ή τις ρυθμίσεις σχετικά με τη χορήγηση επιχορηγήσεων οδηγούν σε διαφορετικό συμπέρασμα.

    169. Η συμμετοχή τους στη διαδικασία διορισμού διευθυντικών στελεχών ανταγωνιζομένων επιχειρήσεων δεν εξισώνει τις επιτροπές αυτές με τους ανταγωνιστές των εταιριών εκθέσεων. Από αυτή τη συμμετοχή δεν προκύπτει, δηλαδή, ότι θα είχαν και αυτές οικονομικό συμφέρον από την επιτυχία των περιφερειακών εταιριών εκθέσεων. Όσον αφορά τη ρύθμιση για τη χορήγηση επιχορηγήσεων, ο διακριτικός της χαρακτήρας δεν προκύπτει από τη συμμετοχή των εκπροσώπων των οικονομικών κλάδων, αλλά αποκλειστικά από τις περιοριστικές ρυθμίσεις του εν λόγω νόμου.

    170. Επομένως, η Επιτροπή δεν μπόρεσε να αποδείξει ότι η συμμετοχή περιφερειακών εκπροσώπων των οικονομικών κλάδων στη λήψη αποφάσεων εκ μέρους των δημοσίων αρχών σχετικά με τη διεξαγωγή εκθέσεων συνιστά επέμβαση στην ελευθερία παροχής υπηρεσιών ή στην ελευθερία εγκαταστάσεως.

    171. Αυτή η αιτίαση της Επιτροπή πρέπει, κατά συνέπεια, να γίνει δεκτή μόνο στο μέτρο που βάλλει κατά της συμμετοχής ανταγωνιστών στη λήψη αποφάσεων σχετικά με τη διεξαγωγή εκθέσεων (άρθρο 14 της legge regionale del Friuli Venezia Giulia 10, της 23ης Φεβρουαρίου 1981).

    IV - Επί των δικαστικών εξόδων

    172. Σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Η Ιταλική Δημοκρατία ηττήθηκε πλήρως σε εννέα επί δώδεκα σημείων και τουλάχιστον μερικώς σε ένα δέκατο σημείο. Όσον αφορά την απόρριψη της προσφυγής σχετικά με ένα αίτημα λόγω της κατάργησης των επικριθεισών διατάξεων πριν από την αποστολή του εγγράφου οχλήσεως, η Ιταλική Δημοκρατία φέρει, όπως τονίστηκε στο σημείο 35, τουλάχιστον μερικώς την ευθύνη, διότι δεν απάντησε δεόντως στην επίκριση. Επομένως, το αίτημα της Επιτροπής για καταδίκη στα δικαστικά έξοδα πρέπει να γίνει δεκτό και η Ιταλική Δημοκρατία πρέπει να καταδικαστεί στην καταβολή τους.

    V - ρόταση

    173. Συνεπώς, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ως εξής:

    1) Η Ιταλική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 59 επ. της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρα 49 ΕΚ επ.) διατηρώντας σε ισχύ τις ακόλουθες διατάξεις:

    - άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, του regio decreto-legge 454, της 29ης Ιανουαρίου 1934·

    - άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, του decreto del presidente della Repubblica 7, της 15ης Ιανουαρίου 1972·

    - άρθρο 2, τέταρτο, έκτο και έβδομο εδάφιο, του decreto del presidente della Repubblica 390, της 18ης Απριλίου 1994·

    - άρθρο 4 της legge regionale della Liguria 40, της 14ης Ιουλίου 1978·

    - άρθρο 6, πρώτο εδάφιο, στοιχεία e, f, g και h, άρθρο 6, τέταρτο εδάφιο, και άρθρο 7 της legge regionale del Veneto 35, της 2ας Αυγούστου 1988·

    - άρθρο 4 και άρθρο 5, έκτο εδάφιο, στοιχεία a και c, άρθρο 6, πρώτο εδάφιο, άρθρο 8, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, της legge regionale dell'Emilia-Romagna 43, της 26ης Μα_ου 1980·

    - άρθρο 4, πρώτο εδάφιο, στοιχείο c, άρθρο 4, δεύτερο εδάφιο, και άρθρο 15, τρίτο εδάφιο, της legge regionale della Lombardia 45, της 29ης Απριλίου 1980·

    - άρθρα 3 και 4 και άρθρο 8, τελευταίο εδάφιο, της legge regionale del Friuli Venezia Guilia 10, της 23ης Φεβρουαρίου 1981·

    - άρθρα 3, 5, 12 και άρθρο 19, πρώτο εδάφιο, της legge provinciale della Provincia autonoma di Trento 35, της 2ας Σεπτεμβρίου 1978.

    2) Η Ιταλική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 52 επ. της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 43 ΕΚ επ.) και 59 επ. της Συνθήκης ΕΚ διατηρώντας σε ισχύ τις ακόλουθες διατάξεις:

    - άρθρο 3 του decreto del presidente della Repubblica 7, της 15ης Ιανουαρίου 1972·

    - άρθρο 2, στοιχεία c και d, άρθρο 3, στοιχεία b και c, και άρθρο 5, στοιχείο a, της legge regionale della Liguria 12, της 3ης Νοεμβρίου 1972·

    - άρθρο 8, πρώτο εδάφιο, της legge regionale del Veneto 35, της 2ας Αυγούστου 1988·

    - άρθρο 8, δεύτερο εδάφιο, και άρθρο 11, στοιχεία a, b, c και d, της legge regionale dell'Emilia Romagna 43, της 26ης Μα_ου 1980·

    - άρθρα 5 και 14 της legge regionale del Friuli Venezia Guilia 10, της 23ης Φεβρουαρίου 1981.

    3) Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

    4) Καταδικάζει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

    Top