EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61999CC0309

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Léger της 10ης Ιουλίου 2001.
J. C. J. Wouters, J. W. Savelbergh και Price Waterhouse Belastingadviseurs BV κατά Algemene Raad van de Nederlandse Orde van Advocaten, παρισταμένου του: Raad van de Balies van de Europese Gemeenschap.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Raad van State - Κάτω Χώρες.
Επαγγελματικός σύλλογος - Εθνικός δικηγορικός σύλλογος - Ρύθμιση της ασκήσεως επαγγέλματος από τον Σύλλογο - Απαγόρευση επαγγελματικών συνεταιρισμών μεταξύ δικηγόρων και ορκωτών λογιστών - Άρθρο 85 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 81 ΕΚ) - Ένωση επιχειρήσεων - Περιορισμός του ανταγωνισμού - Δικαιολογητικοί λόγοι - Άρθρο 86 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 82 ΕΚ) - Επιχείρηση ή όμιλος επιχειρήσεων - Άρθρα 52 και 59 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ) - Δυνατότητα εφαρμογής - Περιορισμοί - Δικαιολογητικοί λόγοι.
Υπόθεση C-309/99.

Συλλογή της Νομολογίας 2002 I-01577

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2001:390

61999C0309

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Léger της 10ης Ιουλίου 2001. - J. C. J. Wouters, J. W. Savelbergh και Price Waterhouse Belastingadviseurs BV κατά Algemene Raad van de Nederlandse Orde van Advocaten, παρισταμένου του: Raad van de Balies van de Europese Gemeenschap. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Raad van State - Κάτω Χώρες. - Επαγγελματικός σύλλογος - Εθνικός δικηγορικός σύλλογος - Ρύθμιση της ασκήσεως επαγγέλματος από τον Σύλλογο - Απαγόρευση επαγγελματικών συνεταιρισμών μεταξύ δικηγόρων και ορκωτών λογιστών - Άρθρο 85 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 81 ΕΚ) - Ένωση επιχειρήσεων - Περιορισμός του ανταγωνισμού - Δικαιολογητικοί λόγοι - Άρθρο 86 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 82 ΕΚ) - Επιχείρηση ή όμιλος επιχειρήσεων - Άρθρα 52 και 59 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ) - Δυνατότητα εφαρμογής - Περιορισμοί - Δικαιολογητικοί λόγοι. - Υπόθεση C-309/99.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2002 σελίδα I-01577


Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


1. Στην παρούσα αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ανακύπτει το λεπτό ζήτημα της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού στα ελευθέρια επαγγέλματα .

2. Το Nederlandse Raad van State (Κάτω Χώρες) επελήφθη διαφοράς σχετικά με τη νομιμότητα ρυθμίσεως που θέσπισε ο ολλανδικός δικηγορικός συλλόγος. Η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση απαγορεύει στους δικηγόρους που ασκούν το δικηγορικό επάγγελμα στις Κάτω Χώρες να συνιστούν επαγγελματικούς συνεταιρισμούς με μέλη του επαγγελματικού κλάδου των ορκωτών λογιστών. Εναπόκειται στο Δικαστήριο να κρίνει αν οι διατάξεις περί ανταγωνισμού της Συνθήκης έχουν εφαρμογή και αν, ενδεχομένως, εμποδίζουν μια τέτοια απαγόρευση συνεργασίας.

3. Η υπόθεση εντάσσεται στο πλαίσιο δύο άλλων αιτήσεων για την έκδοση προδικαστικών αποφάσεων που υπέβαλε ο Pretore di Pinerolo (Ιταλία), στην υπόθεση Arduino (C-35/99), και ο Giudice di pace di Genova (Ιταλία), στην υπόθεση Conte (C-221/99). Τα ιταλικά δικαστήρια πρέπει να κρίνουν αν οι πίνακες επαγγελματικών αμοιβών για τις παροχές υπηρεσιών που πραγματοποιούν οι δικηγόροι και οι αρχιτέκτονες στη χώρα τους συνάδουν προς τους κοινοτικούς κανόνες του ανταγωνισμού.

4. αρότι στις τρεις υποθέσεις ανακύπτει το ίδιο ζήτημα, οι διαφορές όσον αφορά το νομικό τους πλαίσιο και τα πραγματικά τους περιστατικά μας οδηγούν στην ανάπτυξη διαφορετικών προτάσεων . Οι παρούσες προτάσεις αφορούν την αίτηση του Raad van State στην υπόθεση Wouters κ.λπ. (C-309/99).

Ι - To εθνικό νομικό πλαίσιο

Α - Το ολλανδικό Σύνταγμα

5. Το άρθρο 134 του Συντάγματος του Βασιλείου των Κάτω Χωρών αφορά την ίδρυση και το νομικό καθεστώς των δημοσίων οργανισμών. ροβλέπει ότι:

«1. Δημόσιοι επαγγελματικοί φορείς ή άλλοι δημόσιοι οργανισμοί μπορούν να ιδρυθούν ή να καταργηθούν με νόμο ή δυνάμει νόμου.

2. Ο νόμος ρυθμίζει την αποστολή και την οργάνωση των δημοσίων αυτών οργανισμών, τη σύνθεσή τους και τις αρμοδιότητες των διοικητικών τους οργάνων, καθώς και τον δημόσιο χαρακτήρα των συνεδριάσεών τους. Με νόμο ή δυνάμει νόμου, μπορεί να παρασχεθεί στα διοικητικά τους όργανα κανονιστική αρμοδιότητα.

3. Ο νόμος ρυθμίζει την εποπτεία επί των διοικητικών αυτών οργάνων. Οι αποφάσεις τους μπορούν να ακυρωθούν μόνο λόγω παραβιάσεως του δικαίου ή αντιθέσεως προς το γενικό συμφέρον.»

Β - Ο Nederlandse Orde van Advocaten

6. Κατ' εφαρμογή της προπαρατεθείσας διατάξεως, οι ολλανδικές αρχές εξέδωσαν τον νόμο της 23ης Ιουνίου 1952, περί ιδρύσεως του Nederlandse Orde van Advocaten και περί θεσπίσεως του εσωτερικού κανονισμού και των πειθαρχικών κανόνων που εφαρμόζονται στους δικηγόρους και τους εισαγγελείς (στο εξής: Advocatenwet).

7. Ο Advocatenwet προβλέπει ότι το σύνολο των δικηγόρων που είναι εγγεγραμμένοι στις Κάτω Χώρες αποτελεί τον Nederlandse Orde van Advocaten (ολλανδικό δικηγορικό σύλλογο, στο εξής: ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος). Εξάλλου, το σύνολο των δικηγόρων που είναι εγγεγραμμένοι στην περιφέρεια του ιδίου ρωτοδικείου αποτελεί τον δικηγορικό σύλλογο της περιφερείας του οικείου ρωτοδικείου.

8. Ο ολλανδικός δικηγορικός συλλόγος και οι σύλλογοι των περιφερειών των ρωτοδικείων διοικούνται, αντιστοίχως, από το Algemene Raad (Γενικό Συμβούλιο) και από τα raden van toezicht (εποπτικά συμβούλια). Τα μέλη του Γενικού Συμβουλίου εκλέγονται από το Σώμα των εκπροσώπων, τα μέλη του οποίου εκλέγονται στο πλαίσιο συνεδριάσεων των δικηγορικών συλλόγων των διαφόρων περιφερειών των ρωτοδικείων.

9. Σύμφωνα με το άρθρο 26 του Advocatenwet:

«Το Γενικό Συμβούλιο και τα εποπτικά συμβούλια μεριμνούν για την προσήκουσα άσκηση του επαγγέλματος και έχουν την εξουσία να λαμβάνουν κάθε πρόσφορο προς τούτο μέτρο. ροασπίζουν τα δικαιώματα και συμφέροντα των δικηγόρων αυτά καθεαυτά, επιβλέπουν την τήρηση των υποχρεώσεών τους και ασκούν τα καθήκοντα που τους ανατίθενται με κανονιστικές πράξεις.»

10. Το άρθρο 28 του Advocatenwet προβλέπει:

«Το Σώμα των εκπροσώπων μπορεί να θεσπίζει ρυθμίσεις για την προσήκουσα άσκηση του επαγγέλματος, και μεταξύ αυτών ρυθμίσεις που αφορούν την πρόνοια για δικηγόρους που λόγω προχωρημένης ηλικίας είναι πλήρως ή μερικώς ανίκανοι προς εργασία, καθώς και για στενούς συγγενείς αποβιωσάντων δικηγόρων. Το Σώμα εκδίδει, εξάλλου, τις αναγκαίες ρυθμίσεις που αφορούν εσωτερικά και οργανωτικά θέματα του [ολλανδικού δικηγορικού συλλόγου]».

11. Σύμφωνα με το άρθρο 29 του Advocatenwet, οι ρυθμίσεις είναι δεσμευτικές για τα μέλη του ολλανδικού δικηγορικού συλλόγου και για τους «επισκέπτες δικηγόρους», δηλαδή για τα πρόσωπα που δεν είναι εγγεγραμμένα ως δικηγόροι στις Κάτω Χώρες, αλλά μπορούν να ασκούν την επαγγελματική τους δραστηριότητα σε άλλο κράτος μέλος υπό την ιδιότητα του δικηγόρου ή υπό αντίστοιχη ιδιότητα.

12. Το άρθρο 30 του Advocatenwet ρυθμίζει τον έλεγχο της κανονιστικής εξουσίας των δοικητικών οργάνων του ολλανδικού δικηγορικού συλλόγου. ροβλέπει ότι «οι αποφάσεις του Σώματος των εκπροσώπων, του Γενικού Συμβουλίου ή των λοιπών οργάνων του ολλανδικού δικηγορικού συλλόγου μπορούν να ανασταλούν ή να ακυρωθούν με βασιλικό διάταγμα, εφόσον είναι παράνομες ή αντίκεινται προς το γενικό συμφέρον».

Γ - O Samenwerkingsverordening του 1993

13. Το 1993, το Σώμα των εκπροσώπων του ολλανδικού δικηγορικού συλλόγου εξέδωσε, δυνάμει του άρθρου 28 του Advocatenwet, τον Samenwerkingsverordening 1993 (ρύθμιση περί επαγγελματικών συνεταιρισμών, στο εξής: ο SWV ή η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση).

14. Το άρθρο 1 της ρυθίσεως αυτής ορίζει την έννοια του «επαγγελματικού συνεταιρισμού» (samenwerkingsverband) ως «κάθε μορφή συνεργασίας στο πλαίσιο της οποίας οι συμμετέχοντες ασκούν το επάγγελμά τους για κοινό λογαριασμό και με κοινό κίνδυνο ή ως προς την οποία έχουν όλοι δικαίωμα λόγου ή φέρουν από κοινού την τελική ευθύνη» .

15. Το άρθρο 4 του SWV επιτρέπει στους δικηγόρους να συνιστούν επαγγελματικό συνεταιρισμό με άλλους δικηγόρους εγγεγραμμένους στις Κάτω Χώρες και, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, με δικηγόρους εγγεγραμμένους σε άλλα κράτη μέλη.

16. Αντιθέτως, οσάκις οι δικηγόροι επιθυμούν να συνιστούν επαγγελματικό συνεταιρισμό με τα μέλη άλλου επαγγελματικού κλάδου, ο επαγγελματικός αυτός κλάδος πρέπει να αναγνωριστεί από το Γενικό Συμβούλιο του ολλανδικού δικηγορικού συλλόγου.

17. Εξάλλου, το άρθρο 8 του SWV προβλέπει ότι «[κ]άθε επαγγελματικός συνεταιρισμός πρέπει να έχει οπωσδήποτε συλλογική επωνυμία για όλες τις εξωτερικές επαφές» και ότι «[η] συλλογική επωνυμία δεν πρέπει να είναι παραπλανητική».

18. Από τις αιτιολογικές σκέψεις του SWV προκύπτει ότι στο παρελθόν είχε ήδη επιτραπεί ο επαγγελματικός συνεταιρισμός με τους συμβολαιογράφους, τους φοροτεχνικούς συμβούλους και τους πληρεξουσίους για διπλώματα ευρεσιτεχνίας. Η αναγνώριση των τριών αυτών επαγγελματικών κλάδων παραμένει έγκυρη. Αντιθέτως, οι ορκωτοί λογιστές μημονεύονται ως παράδειγμα επαγγελματικού κλάδου με τον οποίο οι δικηγόροι δεν επιτρέπεται να συνιστούν επαγγελματικό συνεταιρισμό.

ΙΙ - ραγματικά περιστατικά και διαδικασία

19. Τις προσφυγές της κύριας δίκης άσκησαν πέντε πρόσωπα: ο J. C. J. Wouters, ο J. W. Savelbergh, η εταιρία Arthur Andersen & Co. Belastingadviseurs (φορολογικοί σύμβουλοι), η εταιρία Arthur Andersen & Co. Accountants (ορκωτοί λογιστές) και η εταιρία Price Waterhouse Belastingadviseurs BV (φορολογικοί σύμβουλοι).

20. Ο J. C. J. Wouters είναι δικηγόρος εγγεγραμμένος στον δικηγορικό σύλλογο του Άμστερνταμ. Στις 1 Ιανουαρίου 1991 κατέστη εταίρος της εταιρίας Arthur Andersen & Co. Belastingadviseurs.

21. Τον Νοέμβριο του 1994 ο ενδιαφερόμενος ενημέρωσε το εποπτικό συμβούλιο του δικηγορικού συλλόγου της περιφέρειας του Ρότερνταμ για την πρόθεσή του να εγκατασταθεί ως δικηγόρος στην περιφέρεια αυτή και να δικηγορεί εκεί με την επωνυμία «Arthur Andersen & Co., advocaten en belastingadviseurs».

22. To εποπτικό συμβούλιο του Ρότερνταμ απέρριψε την αίτηση αυτή με απόφαση της 27ης Ιουλίου 1995.

Θεώρησε ότι, λόγω των δεσμών τους, η εταιρία Arthur Andersen & Co. Belastingadviseurs και η εταιρία Arthur Andersen & Co. Accountants διατηρούσαν «επαγγελματικό συνεταιρισμό» κατά την έννοια του άρθρου 4 του SWV. To εποπτικό συμβούλιο θεώρησε ότι ο J. C. J. Wouters, συνεταιριζόμενος με την πρώτη εταιρία, είχε συστήσει «επαγγελματικό συνεταιρισμό» με τη δεύτερη, δηλαδή με μέλη του επαγγελματικού κλάδου των ορκωτών λογιστών. Καθόσον όμως αυτός ο επαγγελματικός κλάδος δεν αναγνωρίστηκε από τον ολλανδικό δικηγορικό σύλλογο, ο επαγγελματικός συνεταιρισμός του J. C. J. Wouters με την Arthur Andersen & Co. Belastingadviseurs κρίθηκε αντίθετος προς το άρθρο 4 του SWV.

Επιπλέον, το εποπτικό συμβούλιο έκρινε ότι ο J. C. J. Wouters θα ενεργούσε κατά παράβαση του άρθρου 8 του SWV, αν μετείχε σε επαγγελματικό συνεταιρισμό, η επωνυμία του οποίου περιείχε το όνομα του προσώπου «Arthur Andersen».

23. O J. W. Savelbergh είναι δικηγόρος εγγεγραμμένος στον δικηγορικό σύλλογο του Άμστερνταμ.

24. Την άνοιξη του 1995 ενημέρωσε το εποπτικό συμβούλιο του δικηγορικού συλλόγου της περιφέρειας αυτής για την πρόθεσή του να συστήσει επαγγελματικό συνεταιρισμό με την εταιρία Price Waterhouse Belastingadviseurs BV, θυγατρική της διεθνούς εταιρίας Price Waterhouse, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο φορολογικούς συμβούλους, αλλά και ορκωτούς λογιστές.

25. Στις 5 Ιουλίου 1995, το εποπτικό συμβούλιο του Άμστερνταμ έκρινε ότι ο σκοπούμενος από τον J. W. Savelbergh επαγγελματικός συνεταιρισμός αντέκειτο προς το άρθρο 4 του SWV.

26. Με δύο αποφάσεις της 21ης και 29ης Νοεμβρίου 1995, το Γενικό Συμβούλιο του ολλανδικού δικηγορικού συλλόγου απέρριψε τις διοικητικές προσφυγές των J. C. J. Wouters, J. W. Savelbergh και της εταιρίας Price Waterhouse Belastingadviseurs BV κατά των αποφάσεων αυτών.

27. Οι πέντε προσφεύγοντες άσκησαν προσφυγή ενώπιον του Arrondissementsrechtbank te Amsterdam (στο εξής: Rechtbank). Ισχυρίστηκαν, μεταξύ άλλων, ότι οι αποφάσεις του Γενικού Συμβουλίου του ολλανδικού δικηγορικού συλλόγου αντέκειντο προς τις διατάξεις της Συνθήκης περί του ανταγωνισμού, της εγκασταστάσεως και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

28. Στις 7 Φεβρουαρίου 1997, το Rechtbank κήρυξε απαράδεκτες τις προσφυγές των Arthur Andersen & Co. Belastingadviseurs και Arthur Andersen & Co. Accountants. Επιπλέον, απέρριψε ως αβάσιμα τα επιχειρήματα των J. C. J. Wouters, J. W. Savelbergh και της εταιρίας Price Waterhouse Belastingadviseurs BV.

29. Το Rechtbank έκρινε ότι οι περί ανταγωνισμού διατάξεις της Συνθήκης δεν είχαν εφαρμογή στις υπό κρίση διαφορές.

Έκρινε ότι ο ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου που ιδρύθηκε με νόμο προς προώθηση του γενικού συμφέροντος. ρος τούτο, κάνει χρήση της κανονιστικής αρμοδιότητας που του παρέχει το άρθρο 28 του Advocatenwet. Ο ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος οφείλει να διασφαλίζει, χάριν του γενικού συμφέροντος, τη «μονόπλευρη προάσπιση των συμφερόντων του πελάτη» και την ανεξαρτησία του παρέχοντος νομική αρωγή δικηγόρου. Επομένως, ο ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος δεν είναι, κατά το Rechtbank, ένωση επιχειρήσεων κατά την έννοια του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 81 ΕΚ).

Όσον αφορά το επιχείρημα που αντλείται από το άρθρο 86 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 82 ΕΚ), το Rechtbank έκρινε ότι ο δικηγορικός σύλλογος δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επιχείρηση ή όμιλος επιχειρήσεων. Επιπλέον, το άρθρο 28 του Advocatenwet ουδόλως μεταβιβάζει αρμοδιότητες σε ιδιώτες επιχειρηματίες κατά τρόπο που υπονομεύει την πρακτική αποτελεσματικότητα των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης. Συνεπώς, η εν λόγω διάταξη δεν αντίκειται προς το άρθρο 5, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 10, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ), σε συνδυασμό με τα άρθρα 3, στοιχείο ζ_, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο ζ_, ΕΚ), 85 και 86 της Συνθήκης.

30. Το Rechtbank απέρριψε επίσης την επιχειρηματολογία των προσφευγόντων ότι ο SWV αντίκειται προς το δικαίωμα εγκαταστάσεως [άρθρο 52 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 43 ΕΚ)] και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών [άρθρο 59 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 49 ΕΚ)].

Κατά το Rechtbank, δεν υπάρχει διασυνοριακό στοιχείο στις υπό κρίση διαφορές, οπότε οι εν λόγω διατάξεις δεν έχουν εφαρμογή. Εν πάση περιπτώσει, η απαγόρευση επαγγελματικού συνεταιρισμού δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος και δεν είναι υπέρμετρα περιοριστική. Το Rechtbank έκρινε, εξάλλου, ότι, ελλείψει ειδικών κοινοτικών διατάξεων στον τομέα αυτό, τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να θεσπίζουν κανόνες αφορώντες την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος στην επικράτειά τους, προς διασφάλιση της ανεξαρτησίας του παρέχοντος νομική αρωγή δικηγόρου και της εκ μέρους του μονόπλευρης προστασίας των συμφερόντων του πελάτη.

31. Οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης άσκησαν έφεση κατά της αποφάσεως του Rechtbank ενώπιον του Raad van State.

32. Καθού της κύριας δίκης είναι το Γενικό Συμβούλιο του ολλανδικού δικηγορικού συλλόγου. ρος στήριξη των αιτημάτων του, επιτράπηκε η παρέμβαση του Raad van de Balies van de Europese Gemeenschap (Συμβουλίου των δικηγορικών συλλόγων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, στο εξής: CCBE), ενώσεως βελγικού δικαίου.

33. Με απόφαση της 10ης Αυγούστου 1999, το Raad van State επιβεβαίωσε το απαράδεκτο των εφέσεων των εταιριών Arthur Andersen & Co. Belastingadviseurs και Arthur Andersen & Co. Accountants. Όσον αφορά τις λοιπές εφέσεις, το Raad van State έκρινε ότι η επίλυση των διαφορών της κύριας δίκης εξηρτάτο από την ερμηνεία διαφόρων διατάξεων του κοινοτικού δικαίου.

ΙΙΙ - Τα προδικαστικά ερωτήματα

34. Συνεπώς, το Raad van State αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1) α) Έχει ο κατά το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ) όρος "ένωση επιχειρήσεων" την έννοια ότι πρόκειται για ένωση επιχειρήσεων μόνον αν και εφόσον μια ένωση ενεργεί χάριν του συμφέροντος επιχειρηματιών, οπότε για την εφαρμογή της διατάξεως πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ δραστηριοτήτων της ενώσεως χάριν του γενικού συμφέροντος και άλλων δραστηριοτήτων, ή απλώς και μόνον το γεγονός ότι μια ένωση μπορεί να ενεργεί και χάριν του συμφέροντος επιχειρηματιών αρκεί προκειμένου να θεωρηθεί για όλες τις ενέργειές της ως ένωση επιχειρήσεων κατά την έννοια της διατάξεως αυτής;

Έχει σημασία για την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού το γεγονός ότι οι θεσπισθέντες από τον εν λόγω φορέα γενικώς δεσμευτικοί κανόνες θεσπίστηκαν από αυτόν δυνάμει νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως και υπό την ιδιότητα ειδικού νομοθετικού οργάνου;

β) Αν στο πρώτο ερώτημα, στοιχείο α_, δοθεί η απάντηση ότι πρόκειται για ένωση επιχειρήσεων μόνον αν και εφόσον μια ένωση ενεργεί χάριν του συμφέροντος επιχειρηματιών, διέπεται τότε - και - από το κοινοτικό δίκαιο το ζήτημα πότε πρόκειται για διασφάλιση του γενικού συμφέροντος και πότε όχι;

γ) Αν στο πρώτο ερώτημα, στοιχείο β_, δοθεί η απάντηση ότι το κοινοτικό δίκαιο ασκεί συναφώς επιρροή, μπορεί τότε να θεωρηθεί και ότι η εκ μέρους ενός φορέα όπως είναι ο [ολλανδικός δικηγορικός] σύλλογος των Κάτω Χωρών θέσπιση, δυνάμει κανονιστικής αρμοδιότητας για τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας του παρέχοντος νομική αρωγή δικηγόρου καθώς και της μονόπλευρης προστασίας των συμφερόντων του πελάτη, γενικώς δεσμευτικών κανόνων περί συστάσεως επαγγελματικών συνεταιρισμών από δικηγόρους με άλλους επαγγελματίες προστατεύει το γενικό συμφέρον;

2) Αν βάσει των απαντήσεων στο πρώτο ερώτημα, στοιχεία α_, β_, γ_, πρέπει να συναχθεί ότι μια ρύθμιση όπως είναι [ο SWV] πρέπει να θεωρηθεί ως απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ), πρέπει τότε μια τέτοια απόφαση, καθόσον θεσπίζει γενικώς δεσμευτικούς κανόνες για τη σύσταση επαγγελματικών συνεταιρισμών, όπως οι εν προκειμένω, προς διασφάλιση της ανεξαρτησίας του παρέχοντος νομική αρωγή δικηγόρου καθώς και της εκ μέρους του μονόπλευρης προστασίας των συμφερόντων του πελάτη, να θεωρηθεί ότι έχει ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς σε τέτοιο βαθμό ώστε να επηρεάζεται το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών;

Για την απάντηση στο ερώτημα αυτό, ποια είναι τα πρόσφορα κριτήρια που απορρέουν από το κοινοτικό δίκαιο;

3) Έχει ο κατά το άρθρο 86 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 82 ΕΚ) όρος "επιχείρηση" την έννοια ότι, αν ένας φορέας όπως είναι ο [εθνικός δικηγορικός] σύλλογος πρέπει να θεωρηθεί ως ένωση επιχειρήσεων, πρέπει επίσης ο φορέας αυτός να θεωρηθεί ως επιχείρηση ή όμιλος επιχειρήσεων κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, καίτοι δεν αναπτύσσει κανενός είδους οικονομική δραστηριότητα;

4) Αν στο προηγούμενο ερώτημα δοθεί καταφατική απάντηση και αν πρέπει να θεωρηθεί ότι ένας φορέας όπως είναι ο [εθνικός δικηγορικός] σύλλογος κατέχει δεσπόζουσα θέση, εκμεταλλεύεται ένας τέτοιος φορέας καταχρηστικώς τη δεσπόζουσα αυτή θέση αν υποχρεώνει τους υπαγομένους σ' αυτόν δικηγόρους να συμπεριφέρονται έναντι τρίτων, στην αγορά παροχής νομικών υπηρεσιών, κατά τρόπο που περιορίζει τον ανταγωνισμό;

5) Αν ένας φορέας όπως είναι ο εθνικός δικηγορικός σύλλογος πρέπει, για την εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού, να θεωρηθεί στο σύνολό του ως ένωση επιχειρήσεων, έχει το άρθρο 90, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 86, παράγραφος 2, ΕΚ) την έννοια ότι στη διάταξη αυτή εμπίπτει επίσης ένας φορέας όπως είναι ο εθνικός δικηγορικός σύλλογος, ο οποίος θεσπίζει, όσον αφορά τον επαγγελματικό συνεταιρισμό δικηγόρων με άλλους επαγγελματίες, γενικώς δεσμευτικούς κανόνες προς διασφάλιση της ανεξαρτησίας του παρέχοντος νομική αρωγή δικηγόρου καθώς και της εκ μέρους τους μονόπλευρης προστασίας των συμφερόντων του πελάτη;

6) Αν ένας φορέας όπως είναι ο εθνικός δικηγορικός σύλλογος πρέπει να θεωρηθεί ως ένωση επιχειρήσεων ή ως επιχείρηση ή ως όμιλος επιχειρήσεων, εμποδίζουν τα άρθρα 3, στοιχείο ζ_, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο ζ_, ΕΚ), 5, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 10, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ) και τα άρθρα 85 και 86 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ) να ορίσει ένα κράτος μέλος ότι ο φορέας αυτός (ή όργανο αυτού) μπορεί να θεσπίζει κανόνες δυναμένους, μεταξύ άλλων, να αφορούν τον συνεταιρισμό δικηγόρων με άλλους επαγγελματίες, ενώ η κρατική εποπτεία επί της διαδικασίας θεσπίσεως των κανόνων αυτών περιορίζεται στην εξουσία ακυρώσεως μιας τέτοιας ρυθμίσεως, χωρίς η δημόσια αρχή να μπορεί η ίδια να θεσπίσει ρύθμιση στη θέση της ακυρωθείσας;

7) Έχουν εφαρμογή για την απαγόρευση του επαγγελματικού συνεταιρισμού μεταξύ δικηγόρων και ορκωτών λογιστών, όπως εν προκειμένω, τόσο οι διατάξεις της Συνθήκης που αφορούν το δικαίωμα εγκαταστάσεως όσο και αυτές που αφορούν την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών ή η Συνθήκη ΕΚ έχει την έννοια ότι η απαγόρευση αυτή πρέπει να πληροί τις προϋποθέσεις είτε των διατάξεων που αφορούν το δικαίωμα εγκαταστάσεως είτε των διατάξεων που αφορούν την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, για παράδειγμα, ανάλογα με τον τρόπο κατά τον οποίο οι ενδιαφερόμενοι επιθυμούν να διαμορφώσουν στην πράξη τη συνεργασία τους;

8) Συνιστά η απαγόρευση της συστάσεως επαγγελματικού συνεταιρισμού μεταξύ δικηγόρων και ορκωτών λογιστών, όπως εν προκειμένω, περιορισμό του δικαιώματος εγκαταστάσεως ή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ή και των δύο;

9) Αν από την απάντηση στο προηγούμενο ερώτημα συναχθεί ότι πρόκειται για έναν από τους δύο ή και για τους δύο αναφερθέντες περιορισμούς, δικαιολογείται τότε ο εν προκειμένω περιορισμός για τον λόγο ότι αφορά απλώς ένα "τρόπο πωλήσεως" κατά την έννοια της αποφάσεως Keck και Mithouard, οπότε δεν υφίσταται περίπτωση δυσμενούς διακρίσεως, ή για τον λόγο ότι πληροί τα κριτήρια που το Δικαστήριο ανέπτυξε συναφώς με άλλες αποφάσεις, ιδίως δε με την απόφαση Gebhard;»

IV - To αντικείμενο των προδικαστικών ερωτημάτων

35. Η αίτηση του Raad van State για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως θέτει πέντε ομάδες ερωτημάτων.

36. Η πρώτη ομάδα ερωτημάτων αφορά την ερμηνεία του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης. Αφορά το ζήτημα αν ένας δικηγορικός σύλλογος, όπως είναι ο ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος, ενεργεί κατά παράβαση της διατάξεως αυτής οσάκις αυτός θεσπίζει δεσμευτικό μέτρο που απαγορεύει στους δικηγόρους που δικηγορούν στην επικράτεια του οικείου κράτους μέλους να συνιστούν επαγγελματικό συνεταιρισμό με μέλη του επαγγελματικού κλάδου των ορκωτών λογιστών .

37. Η δεύτερη ομάδα ερωτημάτων αφορά το ζήτημα αν ένας δικηγορικός σύλλογος, οσάκις θεσπίζει τέτοιο απαγορευτικό των συνεταρισμών μέτρο, εκμεταλλεύεται καταχρηστικώς τη δεσπόζουσα θέση του εντός της κοινής αγοράς ή σε ουσιώδες μέρος αυτής, κατά την έννοια του άρθρου 86 της Συνθήκης .

38. Η τρίτη ομάδα ερωτημάτων αφορά την περίπτωση κατά την οποία το επίμαχο στην κύρια δίκη μέτρο θεωρηθεί ως περιορισμός του ανταγωνισμού ή ως καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσης. Σ' αυτή την περίπτωση, τίθεται το ζήτημα αν το άρθρο 90, παράγραφος 2, της Συνθήκης έχει την έννοια ότι η εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων περί ανταγωνισμού σε δικηγορικό σύλλογο που θεσπίζει τέτοιο μέτρο μπορεί να αναιρέσει την ειδική αποστολή με την οποία είναι επιφορτισμένος από τις δημόσιες αρχές .

39. Η τέταρτη σειρά ερωτημάτων αφορά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 5, 85 και 86 της Συνθήκης. Αφορά το ζήτημα αν ένα κράτος μέλος ενεργεί κατά παράβαση των διατάξων αυτών όταν παραχωρεί σ' έναν δικηγορικό σύλλογο την εξουσία θεσπίσεως δεσμευτικών μέτρων, όσον αφορά τη δυνατότητα δικηγόρων που δικηγορούν στην επικράτειά του να συνιστούν επαγγελματικό συνεταιρισμό με ορκωτούς λογιστές, χωρίς το οικείο κράτος μέλος να μπορεί το ίδιο να εκδώσει δικές του αποφάσεις στη θέση των μέτρων που θέσπισε ο δικηγορικός σύλλογος .

40. Τέλος, η πέμπτη ομάδα ερωτημάτων αφορά το ζήτημα αν η θέσπιση από τον δικηγορικό σύλλογο μέτρου, όπως είναι το επίμαχο στην κύρια δίκη, αντίκειται προς τις διατάξεις περί εγκαταστάσεως (άρθρο 52) ή ελεύθερης παροχής υπηρεσιών (άρθρο 59) της Συνθήκης .

V - Το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης

41. Το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης απαγορεύει «όλες [τις] συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων, όλες [τις] αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και κάθε εναρμονισμένη πρακτική, που δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και που έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς».

42. Οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης φρονούν ότι οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου αυτού πληρούνται εν προκειμένω. Τα επιχειρήματά τους είναι τα ακόλουθα.

ρώτον, ο ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος αποτελεί «ένωση επιχειρήσεων». Όπως κάθε επαγγελματικός σύλλογος, διασφαλίζει την προσάπιση των συλλογικών και ατομικών συμφερόντων των μελών του. Το γεγονός ότι μπορεί να ενεργήσει χάριν του γενικού συμφέροντος ή ότι έχει κανονιστική εξουσία δεν έχει συναφώς σημασία.

Δεύτερον, ο SWV έχει ως αντικείμενο «τον περιορισμό του ανταγωνισμού». Θεσπίστηκε ειδικώς με στόχο να απαγορεύει απολύτως κάθε είδους συνεταιρισμό μεταξύ των δικηγόρων και των ορκωτών λογιστών στις Κάτω Χώρες. Εν πάση περιπτώση, η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση έχει ως αποτέλεσμα να εμποδίζει τους δικηγόρους και τους ορκωτούς λογιστές να συνιστούν μορφές συνεταιρισμού ικανές να παρέχουν καλύτερες υπηρεσίες σε πελάτες που δρουν σ' ένα περίπλοκο οικονομικό και νομικό περιβάλλον.

Τρίτον, ο SWV μπορεί να επηρεάσει το «μεταξύ κρατών μελών εμπόριο». Οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης εταιρίες, όπως τα δικηγορικά γραφεία, ασκούν διεθνείς δραστηριότητες. αρεμβαίνουν συχνά σε διασυνορικές συναλλαγές, που αφορούν το νομικό σύστημα διαφόρων κρατών μελών.

43. Ο ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος, ο CCBE, η Επιτροπή και οι περισότερες παρεμβαίνουσες κυβερνήσεις υποστηρίζουν το αντίθετο. Φρονούν ότι ουδόλως παραβιάζεται το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης. H απαγόρευση των επαγγελματικών συνεταιρισμών που προβλέπει ο SWV αποσκοπεί στη διασφάλιση της ανεξαρτησίας του δικηγόρου και της εκ μέρους του μονόπλευρης προστασίας των συμφερόντων του πελάτη. Δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, ούτε απαγορεύεται, συνεπώς, κατά οποιονδήποτε τρόπο, από το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης.

44. Επιβάλλεται να εξεταστεί διαδοχικά το προσωπικό και το καθ' ύλην πεδίο εφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης. Με το πρώτο θα καθοριστεί αν ο ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένωση επιχειρήσεων. Με το δεύτερο θα εξεταστεί αν η επίδικη της κύριας δίκης απαγόρευση των συνεταιρισμών είναι ικανή να περιορίσει τον ανταγωνισμό εντός της κοινής αγοράς και να επηρεάσει το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο. Επιβάλλεται μια εκ προοιμίου παρατήρηση όσον αφορά την έννοια της επιχειρήσεως.

Α - Η έννοια της επιχειρήσεως

45. Με τη διάταξή του περί παραπομπής , το Raad van State ρητώς διαπίστωσε ότι οι εγγεγραμμένοι στις Κάτω Χώρες δικηγόροι αποτελούν «επιχειρήσεις» κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης.

46. Το αιτούν δικαστήριο υπενθύμισε ότι, στο πλαίσιο του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού, η έννοια της επιχειρήσεως καλύπτει «κάθε φορέα ο οποίος ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξάρτητα από το νομικό καθεστώς που τον διέπει και τον τρόπο της χρηματοδοτήσεώς του» . Θεώρησε ότι οι ολλανδοί δικηγόροι εμπίπτουν στον ορισμό αυτό, διότι παρέχουν υπηρεσίες, έναντι αμοιβής, σε δεδομένη αγορά, ήτοι στην αγορά παροχής νομικών υπηρεσιών.

47. Οι παρεμβαίνοντες δεν αμφισβητούν την εκτίμηση του Raad van State επί του σημείου αυτού. Εφόσον το αιτούν δικαστήριο δεν υπέβαλε ερώτημα σχετικά με την ερμηνεία της έννοιας της επιχειρήσεως, λαμβάνομε ως αρχή ότι το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης εφαρμόζεται rationae personae στους εγγεγραμμένους στις Κάτω Χώρες δικηγόρους.

48. Ωστόσο, χάριν πληρότητας, διευκρινίζουμε ότι η κατάσταση των ολλανδών δικηγόρων μπορεί να είναι πιο περίπλοκη από πλευράς διατάξεων της Συνθήκης.

49. Συγκεκριμένα, από την ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία προκύπτει ότι οι εγγεγραμμένοι στις Κάτω Χώρες δικηγόροι μπορούν να ασκούν τις δραστηριότητές τους υπό δύο διαφορετικά νομικά καθεστώτα. Μπορούν να ενεργούν ως ανεξάρτητοι επιχειρηματίες ή ως μισθωτοί. Οι κανόνες της Συνθήκης που εφαρμόζονται στο επάγγελμα διαφέρουν ανάλογα με το αν ο δικηγόρος εμπίπτει στην πρώτη ή στη δεύτερη κατηγορία.

50. Οι δραστηριότητες που ασκεί ο δικηγόρος επικεντρώνονται συνήθως σε δύο ουσιώδεις λειτουργίες: αφενός, στην παροχή νομικών συμβουλών (που περιλαμβάνει την παροχή νομικών συμβουλών, τη διαπραγμάτευση και τη σύνταξη ορισμένων εγγράφων) και, αφετέρου, στην εκπροσώπηση του πελάτη ενώπιον των δικαστικών και μη δικαστικών αρχών.

51. Οσάκις ο δικηγόρος ασκεί τις δραστηριότητές του ως ανεξάρτητος επιχειρηματίας, παρέχει υπηρεσίες σε δεδομένη αγορά, ήτοι στην αγορά νομικών υπηρεσιών. Ζητεί και λαμβάνει από τους πελάτες του αμοιβή για τις υπηρεσίες του. Επιπλέον, αναλαμβάνει τους χρηματοοικονομικούς κινδύνους που σχετίζονται με την άσκηση της δραστηριότητάς του, διότι, σε περίπτωση ανισορροπίας μεταξύ εξόδων και εσόδων του, καλείται ο ίδιος να υποστεί τα διαχειριστικά ελλείμματα. Σύμφωνα με τα κριτήρια της νομολογίας του Δικαστηρίου , ο δικηγόρος πρέπει να χαρακτηριστεί ως «επιχείρηση» κατά την έννοια του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού.

52. Αντιθέτως, ο δικηγόρος που ασκεί τις δραστηριότητές του ως μισθωτός εμπίπτει σε διαφορετική κατηγορία. Δύο περιπτώσεις είναι πιθανές συναφώς.

Αφενός, ο δικηγόρος μπορεί να παρέχει υπηρεσίες για λογαριασμό και υπό τη διοίκηση άλλου προσώπου, το οποίο του καταβάλει αντιμισθία. Σ' αυτή την περίπτωση, ο δικηγόρος είναι μισθωτός «εργαζόμενος» και, ως τέτοιος, δεν εμπίπτει στον τομέα εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού . Αφετέρου, είναι δυνατόν ο μισθωτός δικηγόρος να μην ασκεί όντως τη δραστηριότητά του υπό τη διοίκηση του εργοδότη του και η αντιμισθία του να συνδέεται άμεσα με τις ζημίες και τα κέρδη του εργοδότη. Σ' αυτή την περίπτωση, ο δικηγόρος εμπίπτει στους «τομείς που βρίσκονται στο μεταίχμιο», τους οποίους αναφέρει ο γενικός εισαγγελέας Jacobs με τις προτάσεις του επί της υποθέσεως Pavlov .

53. Επιπλέον, η ύπαρξη δύο διαφορετικών νομικών καθεστώτων στις Κάτω Χώρες ενδέχεται να επηρεάσει την ερμηνεία της έννοιας της «ενώσεως επιχειρήσεων». Συγκεκριμένα, είναι πιο λεπτό το ζήτημα αν μια επαγγελματική οργάνωση στην οποία ανήκουν ταυτόχρονα επιχειρήσεις και μισθωτοί αποτελεί ένωση επιχειρήσεων κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης

54. Ωστόσο, εφόσον στο Δικαστήριο δεν υποβλήθηκε ζήτημα ερμηνείας υπ' αυτήν την έννοια, δεν απόκειται σε μας να λάβουμε θέση επί των διαφόρων αυτών ζητημάτων. Εν πάση περιπτώση, μια τέτοια εξέταση θα ήταν αδύνατη, καθόσον η δικογραφία δεν περιέχει κανένα στοιχείο για να γνωρίζουμε ακριβώς το καθεστώς των μισθωτών δικηγόρων στις Κάτω Χώρες.

55. Θα εκκινήσουμε, συνεπώς, από την αρχή ότι οι εγγεγραμμένοι στις Κάτω Χώρες δικηγόροι αποτελούν επιχειρήσεις κατά την έννοια του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού.

Β - Η έννοια της ενώσεως επιχειρήσεων

56. Το πρώτο προδικαστικό ερώτημα αφορά την έννοια της ενώσεως επιχειρήσεων.

57. Το Raad van State ερωτά αν το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης έχει την έννοια ότι ο ορισμός της ενώσεως επιχειρήσεων εφαρμόζεται σε δικηγορικό σύλλογο, όπως είναι ο ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος, οσάκις αυτός θεσπίζει, δυνάμει νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως, δεσμευτικά μέτρα που απαγορεύουν στους δικηγόρους να συνιστούν επαγγελματικούς συνεταιρισμούς με ορκωτούς λογιστές, προς διασφάλιση της ανεξαρτησίας του δικηγόρου και της εκ μέρους του μονόπλευρης προστασίας των συμφερόντων του πελάτη.

58. Το αιτούν δικαστήριο αντιμετωπίζει το ακόλουθο πρόβλημα .

59. Εξηγεί ότι, σύμφωνα με τις αιτιολογικές σκέψεις του Advocatenwet, ο ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος υποχρεούται να ασκεί την κανονιστική του αρμοδιότητα χάριν του γενικού συμφέροντος. Οφείλει να διασφαλίζει την πρόσβαση των πολιτών στο δίκαιο και στη δικαιοσύνη. Ωστόσο, δυνάμει του άρθρου 26 του Advocatenwet, ο ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος έχει ως αποστολή την προάσπιση των δικαιωμάτων και των συμφερόντων των δικηγόρων. Ο ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος ασκεί, επομένως, την κανονιστική του αρμοδιότητα, με σκοπό την προώθηση των συλλογικών και των ατομικών συμφέροντων των μελών του.

60. Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, το αιτούν δικαστήριο υποβάλλει διάφορα ερωτήματα. Ερωτά:

(1) αν το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης απαιτεί να γίνεται διάκριση μεταξύ των δραστηριοτήτων του ολλανδικού δικηγορικού συλλόγου, οπότε ο σύλλογος αυτός χαρακτηρίζεται ως ένωση επιχειρήσεων μόνον εφόσον ενεργεί χάριν του συμφέροντος των μελών του· ή αν, αντιθέτως, απλώς και μόνον το γεγονός ότι ο ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος μπορεί να ασκεί την κανονιστική του αρμοδιότητα χάριν του συμφέροντος των μελών του αρκεί προκειμένου να χαρακτηριστεί για όλες τις ενέργειές του ως ένωση επιχειρήσεων (πρώτο ερώτημα, στοιχείο α_)·

(2) αν το γεγονός ότι ο ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος έχει κανονιστική εκ του νόμου αρμοδιότητα έχει σημασία για τον ενδεχόμενο χαρακτηρισμό του ως ενώσεως επιχειρήσεων (πρώτο ερώτημα, στοιχείο α_)·

(3) αν, στην περίπτωση που πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ των δραστηριοτήτων του ολλανδικού δικηγορικού συλλόγου, καθορίζει το κοινοτικό δίκαιο το ζήτημα πότε ένας επαγγελματικός φορέας ενεργεί χάριν του γενικού συμφέροντος και πότε ενεργεί χάριν του συμφέροντος των μελών του (πρώτο ερώτημα, στοιχείο β_)·

(4) αν, στην περίπτωση που το κοινοτικό δίκαιο καθορίζει τις περιπτώσεις κατά τις οποίες ένας επαγγελματικός φορέας ενεργεί χάριν του γενικού συμφέροντος, εμπίπτει στο «γενικό συμφέρον», κατά την έννοια του κοινοτικού δικαίου, η θέσπιση από τον ολλανδικό δικηγορικό σύλλογο δεσμευτικών μέτρων που απαγορεύουν στα μέλη του να συνιστούν επαγγελματικό συνεταιρισμό με ορκωτούς λογιστές για τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας του δικηγόρου και της μονόπλευρης προστασίας των συμφερόντων του πελάτη (πρώτο ερώτημα, στοιχείο γ_)·

61. Η έννοια της ενώσεως επιχειρήσεων δεν ορίζεται από τη Συνθήκη. Κατά κανόνα, η ένωση αποτελείται από επιχειρήσεις του ιδίου κλάδου και είναι επιφορτισμένη με την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση των κοινών συμφερόντων τους έναντι των λοιπών επιχειρηματιών, των κυβερνητικών φορέων και του κοινού γενικότερα .

62. Η έννοια της ενώσεως επιχειρήσεων ασκεί ωστόσο μια ιδιαίτερη λειτουργία στο πλαίσιο του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης.

Σκοπός της είναι να μη διαφεύγουν οι επιχειρήσεις από τους κανόνες ανταγωνισμού λόγω μόνον του τρόπου με τον οποίο συντονίζουν τη συμπεριφορά τους στην αγορά. Για να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα της αρχής αυτής, στο άρθρο 85, παράγραφος 1, εμπίπτουν όχι μόνον οι άμεσοι τρόποι συντονισμού των συμπεριφορών μεταξύ επιχειρήσεων (οι συμφωνίες και οι εναρμονισμένες πρακτικές), αλλά και οι θεσμοποιημένες μορφές συνεργασίας, δηλαδή οι καταστάσεις όπου οι επιχειρηματίες ενεργούν μέσω συλλογικής οντότητας ή κοινού οργάνου.

63. To Δικαστήριο επελήφθη συχνά διαφορών σχετικά με ενώσεις καθαρά εμπορικού χαρακτήρα. Η υπόθεση CNSD είναι η πρώτη υπόθεση στην οποία το Δικαστήριο εφάρμοσε την έννοια της ενώσεως επιχειρήσεων σε επαγγελματικό σύλλογο .

64. Λαμβανομένης υπόψη της σημασίας της υποθέσεως αυτής για την υπό κρίση διαφορά, επιβάλλεται να υπομνηστούν τα κύρια στοιχεία της.

65. Η δραστηριότητα του εκτελωνιστή είναι ελευθέριο επάγγελμα στην Ιταλία . ρος άσκηση της δραστηριότητας αυτής απαιτείται άδεια και εγγραφή στο εθνικό μητρώο. Σε περιφερειακό επίπεδο, η εποπτεία της δραστηριότητας των εκτελωνιστών ασκείται από τα περιφερειακά συμβούλια, τα οποία εποπτεύονται από το Εθνικό Συμβούλιο Εκτελωνιστών (το CNSD). Βάσει της ιταλικής νομοθεσίας, το CNSD είναι, μεταξύ άλλων, επιφορτισμένο με τη σύνταξη του πίνακα αμοιβών των παρεχομένων από τους εκτελωνιστές επαγγελματικών υπηρεσιών.

Η Επιτροπή άσκησε προσφυγή λόγω παραβάσεως κατά της Ιταλικής Δημοκρατίας. Της προσήψε ότι παρέβη τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθrων 5 και 85 της Συνθήκης, επιβάλλοντας στο CNDS τον καθορισμό υποχρεωτικού πίνακα αμοιβών για όλους τους εκτελωνιστές.

66. Ένα από τα ζητήματα που ανέκυψαν στο πλαίσιο της διαφοράς ήταν αν το CNDS αποτελούσε ένωση επιχειρήσεων κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης. Συναφώς, το Δικαστήριο προσδιόρισε από την προγενέστερη νομολογία του δύο κριτήρια για τον ορισμό, που συνδέονται με τη σύνθεση και το νομικό πλαίσιο των δραστηριοτήτων του φορέα.

67. Όσον αφορά το πρώτο κριτήριο, το Δικαστήριο θεώρησε ότι τα μέλη του CNSD ήταν «εκπρόσωποι των επαγγελματιών εκτελωνιστών» .

Το Δικαστήριο τόνισε ότι «μέλη του CNSD είναι μόνον εκτελωνιστές εγγεγραμμένοι στα μητρώα, καθόσον εκλέγονται μεταξύ των μελών των περιφερειακών συμβουλίων, στα οποία μετέχουν μόνον εκτελωνιστές» . Υπογράμμισε επίσης ότι, κατόπιν της τροποποιήσεως του 1992, «ο γενικός διευθυντής τελωνείων δεν μετέχει πλέον στο CNSD ως πρόεδρος» . Τέλος, προέκυψε ότι «ο Ιταλός Υπουργός Οικονομικών, ο οποίος είναι επιφορτισμένος με την εποπτεία της οικείας επαγγελματικής οργανώσεως, δεν μπορεί να επέμβει κατά την ανάδειξη των μελών των περιφερειακών συμβουλίων και του CNSD» .

68. Όσον αφορά το δεύτερο κριτήριο, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι «τίποτε στην οικεία εθνική κανονιστική ρύθμιση δεν εμποδίζει [τα μέλη του CNSD] να ενεργούν προς το αποκλειστικό συμφέρον του επαγγέλματος» .

Τόνισε ότι, όταν το CNDS κατάρτιζε τον πίνακα αμοιβών για τις παρεχόμενες υπηρεσίες βάσει των προτάσεων των περιφερειακών συμβουλίων, «καμιά διάταξη στην επίμαχη εθνική νομοθεσία δεν υποχρεώνει ούτε και παροτρύνει τα μέλη τόσο του CNSD όσο και των περιφερειακών συμβουλίων να λάβουν υπόψη κριτήρια δημοσίου συμφέροντος» .

69. Επομένως, το CNSD θεωρήθηκε ως ένωση επιχειρήσεων λόγω του ότι:

«τα μέλη του CNSD δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες [...] και δεν υποχρεούνται εκ του νόμου να καθορίζουν τους πίνακες αμοιβών λαμβάνοντας υπόψη όχι μόνον τα συμφέροντα των επιχειρήσεων ή των ενώσεων επιχειρήσεων του τομέα που τους έχει ορίσει, αλλά και το γενικό συμφέρον, καθώς και τα συμφέροντα των επιχειρήσεων των άλλων τομέων ή των χρηστών των εν λόγω υπηρεσιών» .

70. Από την απόφαση αυτή προκύπτει ότι ένας φορέας δεν χαρακτηρίζεται ως ένωση επιχειρήσεων κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης όταν, αφενός, απαρτίζεται κατά πλειοψηφία από εκπροσώπους της δημοσίας αρχής και, αφετέρου, υποχρεούται εκ του νόμου να λαμβάνει τις αποφάσεις του τηρουμένων ορισμένων κριτηρίων δημοσίου συμφέροντος .

71. Η εφαρμογή των δύο αυτών κριτηρίων επιβάλλεται στον ολλανδικό δικηγορικό σύλλογο.

72. Όσον αφορά τη σύνθεση, ο Advocatenwet προβλέπει ότι ο ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος και οι δικηγορικοί σύλλογοι των περιφερειών των ρωτοδικείων διοικούνται, αντιστοίχως, από το Γενικό Συμβούλιο και τα εποπτικά συμβούλια . Τα μέλη του εποπτικού συμβουλίου εκλέγονται από τα μέλη του δικηγορικού συλλόγου της οικείας περιφέρειας του ρωτοδικείου . Τα μέλη του Γενικού Συμβουλίου εκλέγονται από το Σώμα των εκπροσώπων , τα μέλη του οποίου εκλέγονται στο πλαίσιο συνεδριάσεων των δικηγορικών συλλόγων των περιφερειών των ρωτοδικείων . Το γράμμα του άρθρου 24, παράγραφος 1, του Advocatenwet επιβεβαιώνει ότι μόνον οι δικηγόροι μπορούν να εκλεγούν μέλη του Γενικού Συμβουλίου, του Σώματος των εκπροσώπων και των εποπτικών συμβουλίων.

Συνεπώς, τα διοικητικά όργανα του ολλανδικού δικηγορικού σύλλογου αποτελούνται αποκλειστικά από δικηγόρους, οι οποίοι εκλέγονται από μέλη του επαγγέλματος. Επιπλέον, η υποβληθείσα ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία τονίζει ότι το Στέμμα και ο Υπουργός Δικαιοσύνης δεν μπορούν να επέμβουν κατά την ανάδειξη των μελών των εποπτικών συμβουλίων, του Σώματος των εκπροσώπων και του Γενικού Συμβουλίου.

73. Όσον αφορά το δεύτερο κριτήριο, οι γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν τα διάδικα μέρη κατά την έγγραφη διαδικασία περιείχαν λίγα πληροφοριακά στοιχεία. Κατά την προφορική διαδικασία, καλέσαμε τους εκπροσώπους του ολλανδικού δικηγορικού συλλόγου να εξηγήσουν λεπτομερώς τα επιχειρήματά τους. Τους ρωτήσαμε αν υπάρχουν στο ολλανδικό δίκαιο δεσμευτικές διατάξεις που επιβάλουν στον ολλανδικό δικηγορικό σύλλογο να λαμβάνει υπόψη κριτήρια δημοσίου συμφέροντος κατά την άσκηση της κανονιστικής του αρμοδιότητας.

Επ' αυτού, η Ολλανδική Κυβέρνηση υπενθύμισε ότι, βάσει του άρθρου 30 του Advocatenwet, το Στέμμα έχει την εξουσία ακυρώσεως των ρυθμίσεων που θέσπισε ο ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος, όταν αντίκεινται προς το γενικό συμφέρον. Ο ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος υπογράμμισε ότι τα άρθρα 26 και 28 του Advocatenwet επιβάλλουν στα διοικητικά τους όργανα να ασκούν τις αρμοδιότητές τους χάριν «της προσήκουσας ασκήσεως του επαγγέλματος».

74. Αυτά τα δύο στοιχεία δεν μας πείθουν.

Αφενός, η ακυρωτική εξουσία του Στέμματος, παρότι υπαρκτή, δεν παύει να είναι τυχαία. Όπως υπογράμμισαν οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης, η ύπαρξη ενός τέτοιου ελέγχου δεν σημαίνει ότι ο δικηγορικός σύλλογος υποχρεούται εκ του νόμου να εκφράσει θετικά το γενικό συμφέρον κατά την άσκηση της κανονιστικής του αρμοδιότητας. Αφετέρου, η φράση «χάριν της προσήκουσας ασκήσεως του επαγγέλματος» στερείται ακριβείας και δεν θέτει, καθεαυτήν, κανένα κριτήριο. Τα στοιχεία που προσκομίζει το αιτούν δικαστήριο αποδεικνύουν, εξάλλου, ότι ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βάση από τον ολλανδικό δικηγορικό σύλλογο για την προάσπιση των κοινών συμφερόντων των εγγεγραμμένων στις Κάτω Χώρες δικηγόρων.

Επιβάλλεται, συνεπώς, η διαπίστωση ότι ο ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος, οσάκις ασκεί την κανονιστική του αρμοδιότητα, δεν υποχρεούται, δυνάμει διατάξεων του ολλανδικού δικαίου, να λαμβάνει υπόψη «το γενικό συμφέρον, καθώς και τα συμφέροντα των επιχειρήσεων των άλλων τομέων ή των χρηστών των εν λόγω υπηρεσιών» .

75. Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, ο δικηγορικός σύλλογος πρέπει, συνεπώς, να χαρακτηριστεί ως ένωση επιχειρήσεων κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης.

76. Οι περισσότεροι παρεμβαίνοντες αμφισβήτησαν ωστόσο τη δυνατότητα να καταλήξουμε σε τέτοιο συμπέρασμα. ροέβαλαν τρεις ομάδες επιχειρημάτων, που απηχούν τις ανησυχίες που εξέφρασε το αιτούν δικαστήριο με τα προδικαστικά του ερωτήματα. Τα επιχειρήματά τους είναι τα ακόλουθα.

ρώτον, ο ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος δεν ασκεί οικονομική δραστηριότητα. ρόκειται για νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου επιφορτισμένο με τη θέσπιση κανόνων δεοντολογίας.

Δεύτερον, ο ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος αποτελεί «υποδιαίρεση» του κράτους και, ως εκ τούτου, έχει προνόμια δημοσίας εξουσίας. Έχει εξουσία να νομοθετεί (κανονιστική εξουσία), εξουσία να κρίνει (πειθαρχική εξουσία) και, γενκώς, εξουσία εποπτείας της συμπεριφοράς των μελών του.

Τρίτον, ο ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος είναι επιφορτισμένος με αποστολή γενικού συμφέροντος που συνδέεται με την εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης. Η αποστολή αυτή είναι αναγκαία σ' ένα κράτος δικαίου. Ο ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος, όπως οι δικηγορικοί σύλλογοι σε άλλα κράτη μέλη, είναι επιφορτισμένος με τη διασφάλιση της προσήκουσας προσβάσεως των πολιτών στο δίκαιο και στη δικαιοσύνη, τη διασφάλιση της ακεραιότητας των δικηγόρων, τη διασφάλιση της προσήκουσας ασκήσεως του δικηγορικού επαγγέλματος και τη διατήρηση της εμπιστοσύνης του κοινού έναντι του επαγγέλματος.

Ο CCBE και η Γαλλική Κυβέρνηση υιοθετούν ενδιάμεση θέση. Ισχυρίζονται ότι είναι αναγκαίο να γίνεται διάκριση μεταξύ των δραστηριοτήτων του ολλανδικού δικηγορικού συλλόγου, ώστε να εφαρμόζονται οι κανόνες του ανταγωνισμού όταν ενεργεί αποκλειστικά χάριν του συμφέροντος των μελών του. Αυτό δεν συντρέχει εν προκειμένω, διότι η απαγόρευση του επίμαχου στην κύρια δίκη επαγγελματικού συνεταιρισμού αποσκοπεί στη διασφάλιση, χάριν του γενικού συμφέροντος, της ανεξαρτησίας του δικηγόρου και της μονόπλευρης προστασίας των συμφερόντων του πελάτη.

77. Το πρώτο επιχείρημα των διαδίκων μερών, αντλούμενο από τη ρύθμιση που διέπει τον ολλανδικό δικηγορικό σύλλογο, δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

Συγκεκριμένα, από της εκδόσεως της αποφάσεως BNIC δεν αμφισβητείται ότι «το νομικό πλαίσιο στο οποίο συνάπτονται αυτές οι συμφωνίες [μεταξύ επιχειρήσεων] και λαμβάνονται αυτές οι αποφάσεις [ενώσεως επιχειρήσεων], καθώς και ο νομικός χαρακτηρισμός που δίνεται στο πλαίσιο αυτό, από τις διάφορες εθνικές έννομες τάξεις, δεν επηρεάζουν τη δυνατότητα εφαρμογής των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού και, ιδίως, του άρθρου 85 της Συνθήκης» .

Επιπλέον, δεν είναι αναγκαίο ένας φορέας να ασκεί ο ίδιος οικονομική δραστηριότητα για να χαρακτηριστεί ως ένωση επιχειρήσεων . Το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης έχει εφαρμογή επί ενώσεων επιχειρήσεων, κατά το μέτρο που η δική τους δραστηριότητα ή η δραστηριότητα των επιχειρήσεων που είναι μέλη τους τείνει στην παραγωγή των αποτελεσμάτων που η διάταξη αυτή επιδιώκει να απαλείψει .

78. Όσον αφορά το δεύτερο επιχείρημα, διαπιστώσαμε ήδη ότι τα διοικητικά όργανα του ολλανδικού δικηγορικού σύλλογου αποτελούνται αποκλειστικά από ιδιώτες επιχειρηματίες και ότι οι εθνικές αρχές δεν μπορούν να επέμβουν κατά τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων. Υπ' αυτές τις συνθήκες, ο δικηγορικός σύλλογος δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως κρατικό όργανο κατά την έννοια του κοινοτικού δικαίου.

Δεν έχει, εξάλλου, σημασία το γεγονός ότι ο ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος έχει κανονιστική και πειθαρχική εξουσία. Το συμπέρασμα αυτό απορρέει από τις αποφάσεις CNSD και Pavlov.

Με την απόφαση Pavlov, το Δικαστήριο χαρακτήρισε ως ένωση επιχειρήσεων τον σύλλογο των ειδικευμένων ιατρών στις Κάτω Χώρες, ενώ ο σύλλογος αυτός είχε, όπως ο ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος, κανονιστικές αρμοδιότητες που του είχαν δοθεί εκ του νόμου . Ομοίως, το CNSD θεωρήθηκε ως ένωση επιχειρήσεων, ενώ είχε πειθαρχική εξουσία δυνάμει της ιταλικής νομοθεσίας. Ο οργανισμός αυτός είχε την εξουσία επιβολής στα μέλη του πειθαρχικών ποινών, οι οποίες άρχιζαν από την επίπληξη που έφθαναν μέχρι την οριστική διαγραφή από το εθνικό μητρώο εκτελωνιστών .

79. Το τέταρτο επιχείρημα των διαδίκων μερών είναι επίσης αβάσιμο. Στηρίζεται στην πρόταση ότι ένας φορέας που είναι επιφορτισμένος με αποστολή γενικού συμφέροντος δεν εμπίπτει αυτόματα στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού, λόγω της ειδικής αποστολής που του ανατέθηκε.

80. Τούτο όμως δεν ευσταθεί.

Στο πλαίσιο του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού, η έννοια της επιχειρήσεως καλύπτει «κάθε οντότητα η οποία ασκεί οικονομική δραστηριότητα» . Σύμφωνα με τον ορισμό αυτό, μια οντότητα δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των κανόνων του ανταγωνισμού μόνον όταν η εν λόγω δραστηριότητα δεν έχει οικονομικό χαρακτήρα . Αντιθέτως, μια οντότητα πρέπει να χαρακτηρηστεί ως επιχείρηση όταν ασκεί δραστηριότητα την οποία μπορεί να ασκήσει, τουλάχιστον κατ' αρχήν, ιδιώτης επιχειρηματίας με κερδοσκοπικό σκοπό . Σ' αυτή την περίπτωση, δεν έχει μεγάλη σημασία το αν της έχει ανατεθεί αποστολή γενικού συμφέροντος ή αποστολή δημοσίου συμφέροντος . Oι περιορισμοί που επιβάλλει το κράτος δεν έχουν ως αποτέλεσμα να μην υπόκειται η οντότητα στο κοινοτικό δίκαιο του ανταγωνισμού, αλλά θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν, ενδεχομένως, τη χορήγηση αποκλειστικών ή ειδικών δικαιωμάτων κατά την έννοια του άρθρου 90 της Συνθήκης .

Η ίδια διαπίστωση επιβάλλεται σχετικά με τις ενώσεις επιχειρήσεων. Με την υπόθεση ΒΝIC, το Δικαστήριο δεν θεώρησε ότι η ανάθεση από το κράτος σε μια επαγγελματική οργάνωση αποστολής δημοσίου συμφέροντος εμποδίζει την εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης .

81. Τέλος, το τελευταίο επιχείρημα που προβάλλουν ορισμένοι παρεμβαίνοντες καλεί το Δικαστήριο να υιοθετήσει ένα είδος λειτουργικής ερμηνείας της έννοιας της ενώσεως επιχειρήσεων. Οι παρεμβαίνοντες αυτοί προτείνουν να γίνει διάκριση μεταξύ των διαφόρων δραστηριοτήτων που ασκεί ο ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος ανάλογα με τη φύση του συμφέροντος που επιδιώκει το μέτρο και να θεωρηθεί ότι η οντότητα αποτελεί ένωση επιχειρήσεων μόνον όταν ενεργεί προς το αποκλειστικό συμφέρον των μελών του.

82. Δεν συμφωνούμε με την άποψη αυτή.

83. Αφενός, στο παρόν στάδιο της συλλογιστικής, το Δικαστήριο καλείται μόνο να ορίσει το προσωπικό πεδίο εφαρμογής του δικαίου του ανταγωνισμού. ρόκειται απλώς να εξατομικευθούν οι επιχειρηματίες στους οποίους έχουν εφαρμογή τα άρθρα 85 έως 90 της Συνθήκης.

Το Δικαστήριο δεν μπορεί όμως να ακολουθήσει περιοριστική προσέγγιση ήδη από αυτό το στάδιο της αναλύσεως. Οι αποφάσεις CNSD και Pavlov καθόρισαν σαφώς τις συνθήκες υπό τις οποίες ένας οργανισμός μπορεί να μην εμπίπτει στο άρθρο 85 της Συνθήκης. ρόκειται για τις περιπτώσεις όπου η οντότητα, λόγω της συνθέσεώς της και του νομικού πλαισίου των δραστηριοτήτων της, πρέπει να θεωρηθεί ως κρατικό όργανο. Αντιθέτως, εφόσον ένας οργανισμός, όπως εν προκειμένω, αποτελείται αποκλειστικά από ιδιώτες επιχειρηματίες, είναι αναγκαίο να μπορούν οι αρμόδιες του ανταγωνισμού αρχές να εξετάσουν το σύνολο των συμπεριφορών τους από πλευράς της Συνθήκης.

Τους λόγους που συνηγορούν για μια ευρεία ερμηνεία του τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού εξέθεσε σαφώς ο γενικός εισαγγελέας Jacobs στις προτάσεις του επί της προπαρατεθείσας υποθέσεως Albany. Κατά τον Jacobs :

«Κατά τεκμήριο, οι ιδιωτικές οικονομικές μονάδες όταν συνάπτουν συμβάσεις μεταξύ τους ενεργούν για το δικό τους και όχι για το δημόσιο συμφέρον. Έτσι, οι συνέπειες των συμβάσεών τους δεν είναι αναγκαστικά δημοσίου συμφέροντος. Επομένως, οι αρμόδιες για τον ανταγωνισμό αρχές θα πρέπει να μπορούν να εξετάζουν τις συμβάσεις των ιδιωτικών οικονομικών μονάδων ακόμη και σε ειδικούς τομείς της οικονομίας, όπως ο τραπεζικός, ο ασφαλιστικός ή ακόμη και ο κοινωνικός τομέας» .

84. Αφετέρου, το επιχείρημα των παρεμβαινόντων προκύπτει, κατά τη γνώμη μας, από μια σύγχυση μεταξύ δύο διαφορετικών ζητημάτων: αυτού του καθορισμού του προσωπικού πεδίου εφαρμογής του δικαίου του ανταγωνισμού και αυτού του προσδιορισμού του περιορισμού του ανταγωνισμού ή του ενδεχόμενου αιτιολογικού λόγου του μέτρου.

Είναι πρόδηλον ότι ο ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος, όπως οι δικηγορικοί σύλλογοι στα λοιπά κράτη μέλη, όταν ασκεί τη ρυθμιστική του αρμοδιότητα, μπορεί να ενεργεί προς το γενικό συμφέρον. Ωστόσο, αυτή η σκέψη είναι αλυσιτελής για τον καθορισμό του αν πρέπει να χαρακτηριστεί ως ένωση επιχειρήσεων . Το γεγονός ότι ο ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος μπορεί να θεσπίσει μέτρο χάριν του γενικού συμφέροντος ανακύπτει σε μεταγενέστερο στάδιο της αναλύσεως, προκειμένου να εξακριβωθεί αν το μέτρο μπορεί να περιορίσει τον ανταγωνισμό εντός της κοινής αγοράς και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, αν δικαιολογείται από πλευράς των διατάξεων περί παρεκκλίσεως της Συνθήκης.

85. Εν πάση περιπτώση, θεωρούμε ότι το κριτήριο που προτείνουν οι παρεμβαίνοντες είναι πρακτικώς ανεφάρμοστο, όσον αφορά τα ελευθέρια επαγγέλματα.

Συγκεκριμένα, οι περισσότερες ρυθμίσεις που θεσπίζουν τα όργανα του δικηγορικού συλλόγου στον τομέα αυτό αφορούν ταυτοχρόνως το δημόσιο και ιδιωτικό συμφέρον. Ακόμη κι όταν ένας δικηγορικός σύλλογος καταρτίζει τους υποχρεωτικούς πίνακες αμοιβών σχετικά με τις παροχές υπηρεσιών που πραγματοποιούν τα μέλη του, μπορεί να υποστηριχθεί ότι ο πίνακας αποσκοπεί στη διασφάλιση της διαφάνειας των αμοιβών και της προσήκουσας προσβάσεως των πολιτών στο δίκαιο και στη δικαιοσύνη. Αν ακολουθούσαμε την ερμηνεία των παρεμβαινόντων, θα θέταμε το σύνολο των νομικών ζητημάτων στο πλαίσιο μόνον του προσωπικού πεδίου εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού. Μια τέτοια ερμηνεία δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

86. Συνεπώς, φρονούμε ότι το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης δεν απαιτεί να γίνεται διάκριση μεταξύ των διαφόρων δραστηριοτήτων που ασκεί ο ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος. Δεδομένου ότι ένας δικηγορικός σύλλογος, όπως εν προκειμένω, αποτελείται αποκλειστικά από εκπροσώπους του επαγγέλματος και δεν υποχρεούται εκ του νόμου να λαμβάνει τις αποφάσεις του τηρώντας ορισμένο αριθμό κριτηρίων δημοσίου συμφέροντος, πρέπει να θεωρηθεί ως ένωση επιχειρήσεων για το σύνολο των δραστηριοτήτων του, ανεξάρτητα από το αντικείμενο και το σκοπό του θεσπιζόμενου μέτρου. Το γεγονός ότι έχει εκ του νόμου κανονιστικές και πειθαρχικές εξουσίες δεν επηρεάζει την εκτίμηση αυτή.

87. Ενόψει των προεκτεθέντων, συνάγεται ότι ο SWV αποτελεί απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης.

Γ - Ο περιορισμός του ανταγωνισμού

88. Το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα αφορά το ζήτημα αν ο SWV, απαγορεύοντας στους δικηγόρους να συνιστούν επαγγελματικό συνεταιρισμό με τους ορκωτούς λογιστές, έχει «ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού».

89. Το Δικαστήριο, γενικά, ενεργεί κατά δύο διαδοχικά στάδια για να εκτιμήσει αν μια συμφωνία συνάδει προς το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης .

90. Στο πρώτο στάδιο, εξακριβώνει αν η συμφωνία έχει ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού. ρος τούτο, προβαίνει σε αντικειμενική εξέταση των σκοπών που επιδιώκει η συμφωνία, βάσει του οικονομικού πλαισίου εντός του οποίου πρέπει να εφαρμοστεί . Εφόσον μια συμφωνία έχει αντικείμενο αντίθετο προς τον ανταγωνισμό, απαγορεύεται από το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης χωρίς να χρειάζεται να ληφθούν υπόψη τα συγκεκριμένα αποτελέσματά της . Τα ίδια ισχύουν για τις αποφάσεις των ενώσεων επιχειρήσεων .

Το Δικαστήριο κρίνει αντίθετες προς το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης τις συμφωνίες ή τις αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων που έχουν ως μοναδικό σκοπό τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού μεταξύ των μερών ή μεταξύ των μερών και των τρίτων. Αυτό ισχύει για τις οριζόντιες συμπράξεις περί καθορισμού της τιμής πωλήσεως των προϊόντων ή των υπηρεσιών , για τις οριζόντιες συμπράξεις σχετικά με την κατανομή των εθνικών αγορών , για τις κάθετες συμφωνίες που περιέχουν ρήτρα απαγορεύσεως των εξαγωγών και, γενικότερα, για κάθε σύμπραξη που αποσκοπεί στην τεχνητή απομόνωση της κοινής αγοράς .

91. Στην περίπτωση κατά την οποία η συμφωνία δεν έχει ειδικώς ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού, το Δικαστήριο εξετάζει αν έχει ως αποτέλεσμα την παρακώλυση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού . Συναφώς, το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης απαγορεύει τόσο τα αντίθετα προς τον ανταγωνισμό πραγματικά αποτελέσματα όσο και τα καθαρώς δυνητικά αποτελέσματα εφόσον αυτά είναι αρκούντως αισθητά .

92. Και στις δύο περιπτώσεις, το κριτήριο για τον καθορισμό του αν η σύμπραξη είναι ικανή να περιορίσει τον ανταγωνισμό συνίσταται στην εξέταση του ανταγωνισμού στο πραγματικό πλαίσιο που θα διεξαγόταν αν δεν υπήρχε η σύμπραξη .

93. Επιπλέον, το κατά πόσο συνάδει μια συμπεριφορά προς το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης πρέπει να εκτιμάται εντός του νομικού και οικονομικού πλαισίου της υποθέσεως , λαμβάνοντας υπόψη τη φύση του προϊόντος ή της υπηρεσίας , καθώς και τη δομή και τις πραγματικές συνθήκες λειτουργίας της αγοράς .

α) Το αντικείμενο του SWV

94. Στην υπό κρίση υπόθεση, οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης φρονούν ότι ο SWV έχει ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού στην αγορά νομικών υπηρεσιών στις Κάτω Χώρες. ροέβαλαν διάφορα πραγματικά στοιχεία για να αποδείξουν ότι ο ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος θέσπισε την επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση με μοναδικό στόχο να εμποδίσει τις προσπάθειες των γραφείων των ορκωτών λογιστών να εισέλθουν στην οικεία αγορά.

95. Στο σημείο αυτό υπενθυμίζουμε ότι η διαδικασία του άρθρου 234 ΕΚ στηρίζεται σε σαφή διάκριση των λειτουργιών μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου και ότι η εκτίμηση των επίδικων πραγματικών περιστατικών εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του εθνικού δικαστηρίου . Το Δικαστήριο είναι αποκλειστικά αρμόδιο να αποφαίνεται επί της ερμηνείας ή του κύρους κοινοτικού νομοθετήματος, βάσει πραγματικών περιστατικών που του επισημαίνονται από το εθνικό δικαστήριο .

Με τη διάταξη περί παραπομπής το Raad van State διαπίστωσε: «ο [SWV] έχει ως αντικείμενο τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας του παρέχοντος νομική αρωγή δικηγόρου καθώς και της μονόπλευρης προστασίας των συμφερόντων του πελάτη» .

Υπ' αυτές τις συνθήκες, το Δικαστήριο δεν μπορεί να εξετάσει τα πραγματικά στοιχεία που προσκόμισαν οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης. Το επιχείρημα ότι ο SWV έχει αντικείμενο αντίθετο προς τον ανταγωνισμό πρέπει να απορριφθεί.

β) Τα αποτελέσματα του SWV

96. Αντιθέτως, το Raad van State καλεί το Δικαστήριο να εξετάσει αν ο SWV έχει περιοριστικά του ανταγωνισμού αποτελέσματα στην ολλανδική αγορά νομικών υπηρεσιών.

97. Ο ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος, ο CCBE και ορισμένες παρεμβαίνουσες κυβερνήσεις φρονούν ότι πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση στο ερώτημα αυτό. ρος στήριξη της θέσεώς τους, επικαλούνται την απόφαση 1999/267 της Επιτροπής στην υπόθεση ΣΕ.

Στην υπόθεση αυτή, η Επιτροπή κλήθηκε να αποφανθεί επί της νομιμότητας του κώδικα δεοντολογίας του συλλόγου ειδικών πληρεξουσίων του ευρωπαϊκού γραφείου διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας (ΣΕ). Η Επιτροπή θεώρησε ότι η πλειονότητα των εξετασθέντων κανόνων δεν ενέπιπταν στην απαγόρευση του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, διότι:

«Είναι αναγκαίες, λαμβανομένου υπόψη του ειδικού πλαισίου αυτού του επαγγέλματος, για να εξασφαλίσουν την αμεροληψία, την ικανότητα, την ακεραιότητα, την υπευθυνότητα των πληρεξουσίων, για την αποφυγή της σύγκρουσης συμφερόντων και της παραπλανητικής διαφήμισης, για την προστασία του επαγγελματικού απορρήτου ή για να εξασφαλίσουν την αποτελεσματικότητα της λειτουργίας του [Γραφείου]» .

Κατά την Επιτροπή, οι διατάξεις του κώδικα δεοντολογίας που περιέχουν τέτοιους κανόνες «δεν μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού, εφόσον εφαρμόζονται με αντικειμενικό τρόπο και χωρίς να δημιουργούνται διακρίσεις» .

98. Οι παρεμβαίνοντες φρονούν ότι η συλλογιστική της Επιτροπής, παρότι σχετίζεται με τους πληρεξουσίους για διπλώματα ευρεσιτεχνίας, ισχύει για όλα τα ελευθέρια επαγγέλματα . Εφόσον η επίδικη απαγόρευση των επαγγελματικών συνεταιρισμών αποσκοπεί στη διασφάλιση της ανεξαρτησίας του δικηγόρου και της εκ μέρους του μονόπλευρης προστασίας των συμφερόντων του πελάτη, δεν εμπίπτει πεδίο εφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης.

Η Επιτροπή, με τις γραπτές της παρατηρήσεις, δεν έλαβε θέση επί του ζητήματος. Με σύντομη απάντηση σε ερώτηση του Δικαστηρίου, ανέφερε ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση δεν ήταν ικανή να περιορίσει αισθητά τον ανταγωνισμό, εφόσον αποσκοπεί στη διασφάλιση της ανεξαρτησίας του δικηγόρου και στην αποφυγή της συγκρούσεως συμφερόντων.

99. Η επιχειρηματολογία των διαδίκων μερών καλεί, στην ουσία, το Δικαστήριο να υιοθετήσει ένα είδος «rule of reason». Ο «rule of reason» θα επέτρεπε να μην εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης το σύνολο των επαγγελματικών κανόνων που αποσκοπούν στην τήρηση της δεοντολογίας του δικηγορικού επαγγέλματος.

100. ροτού εξεταστεί η άποψη αυτή, επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι οι περί ανταγωνισμού διατάξεις της Συνθήκης διαρθρώνονται κατά συγκεκριμένο τρόπο. Το άρθρο 85, παράγραφος 1, θέτει την αρχή της απαγορεύσεως των περιοριστικών του ανταγωνισμού συμπράξεων. Τα άρθρα 85, παράγραφος 3, και 90, παράγραφος 2, προβλέπουν, στους αντίστοιχους τομείς εφαρμογής τους, δυνατότητες παρεκκλίσεως από την αρχή αυτή.

101. Η θεωρία του «rule of reason» αναπτύχθηκε στο αμερικανικό δίκαιο των συμπράξεων. Στις Ηνωμένες ολιτείες, το άρθρο 1 του Sherman Act απαγορεύει όλα τα εμπόδια στον ανταγωνισμό, χωρίς διάκριση βαθμού ή κινήτρου . Αντίθετα προς το άρθρο 85 της Συνθήκης, η νομοθεσία αυτή δεν προβλέπει τη δυνατότητα χορήγησης απαλλαγής σε σύμπραξη από τις αρμόδιες αρχές.

Ενόψει της αυστηρότητας της διατάξεως αυτής, τα αμερικανικά δικαστήρια θεώρησαν αναγκαίο να ερμηνεύσουν τον Sherman Act με πιο «λογικό» τρόπο. Αρχικά, ανέπτυξαν τη θεωρία των «παρεπόμενων περιορισμών»: έκριναν ότι οι περιορισμοί του ανταγωνισμού που είναι αναγκαίοι για την εφαρμογή μιας νόμιμης συμβάσεως δεν εμπίπτουν στην απαγόρευση του άρθρου 1 του Sherman Act . Στη συνέχεια, το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων ολιτειών της Αμερικής τροποποίησε τη θέση του και επέλεξε τη «μέθοδο του απολογισμού σε σχέση με τους όρους του ανταγωνισμού» . Η μέθοδος αυτή ορίζεται ως:

«μια μέθοδος ανάλυσης που αποσκοπεί στην κατάρτιση, για κάθε συμφωνία εντός του πραγματικού πλαισίου της, απολογισμού των αντίθετων προς τον ανταγωνισμό ή των υπέρ του ανταγωνισμού αποτελεσμάτων της. Αν το αποτέλεσμα του απολογισμού είναι θετικό, η συμφωνία ενισχύει τον ανταγωνισμό περισσότερο απ' ό,τι τον περιορίζει και το άρθρο 1 του Sherman Act δεν εφαρμόζεται» .

102. Στο κοινοτικό δίκαιο του ανταγωνισμού, ο κανόνας του «rule of reason» μπορεί να έχει πολλές σημασίες . Δεν είναι ωστόσο αναγκαίο εν προκειμένω να υπενθυμίσουμε τις αντικρουόμενες θεωρητικές απόψεις όσον αφορά τον ορισμό της έννοιας ή τη σκοπιμότητα της εισαγωγής του στον κοινοτικό δίκαιο .

103. Για τις ανάγκες της παρούσας υποθέσεως, σημειώνουμε απλώς ότι το Δικαστήριο έκανε περιορισμένη εφαρμογή του «rule of reason» σε ορισμένες αποφάσεις. Αντιμέτωπο με ειδικές κατηγορίες συμφωνιών, το Δικαστήριο έκανε απολογισμό των αποτελέσματα της συμφωνίας σε σχέση με τους όρους του ανταγωνισμού και θεώρησε ότι, όταν ο απολογισμός είναι θετικός, οι αναγκαίες για την πραγματοποίηση της συμφωνίας ρήτρες δεν ενέπιπταν στην απαγόρευση του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης. Το Δικαστήριο έκρινε ότι:

- τα συστήματα επιλεκτικής διανομής συνιστούν στοιχεία του ανταγωνισμού που συνάδουν με το άρθρο 85, παράγραφος 1, εφόσον η επιλογή των μεταπωλητών γίνεται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων ποιοτικού χαρακτήρα και εφόσον τα κριτήρια αυτά καθορίζονται ομοιόμορφα έναντι όλων των δυνητικών μεταπωλητών χωρίς διακρίσεις ·

- η διάδοση ενός νέου προϊόντος ευνοεί τον ανταγωνισμό και η παροχή «ανοικτής» αποκλειστικής αδείας εκμεταλλεύσεως για την καλλιέργεια και την εμπορία του στην επικράτεια ενός κράτους μέλους μπορεί να είναι αναγκαία για την επίτευξη αυτού του ευνοϊκού για τον ανταγωνισμό στόχου ·

- μια σύμβαση μεταβιβάσεως επιχειρήσεως συντελεί στην ενίσχυση του ανταγωνισμού και οι ρήτρες που απαγορεύουν τον ανταγωνισμό μεταξύ των μερών δεν εμπίπτουν στην απαγόρευση του άρθρου 85, παράγραφος 1, εφόσον είναι αναγκαίες για τη μεταβίβαση της επιχειρήσεως, η δε διάρκεια και το πεδίο εφαρμογής τους περιορίζονται αυστηρά στην επίτευξη του στόχου αυτού ·

- ρήτρες που είναι αναγκαίες για την εφαρμογή συμβάσεως παραχωρήσεως εκμεταλλεύσεως δεν συνιστούν περιορισμούς του ανταγωνισμού κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης ·

- η διάταξη του καταστατικού μιας συνεταιριστικής ενώσεως αγορών, η οποία απαγορεύει στα μέλη της ενώσεως να μετέχουν σε άλλες μορφές οργανωμένης συνεργασίας που την ανταγωνίζονται άμεσα, δεν εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, εφόσον η εν λόγω διάταξη του καταστατικού περιορίζεται σ' αυτό που είναι αναγκαίο για τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας του συνεταιρισμού και την ενίσχυση της θέσεώς του κατά τη σύναψη των συμβάσεων με τους παραγωγούς .

104. Από τις αποφάσεις αυτές προκύπτει ότι, ανεξάρτητα από τη διαφορά στην ορολογία, ο «rule of reason» στο κοινοτικό δίκαιο του ανταγωνισμού περιορίζεται αυστηρά σ' έναν απολογισμό καθαρά από άποψη ανταγωνισμού των αποτελεσμάτων της συμφωνίας . Οσάκις η συμφωνία, στο σύνολό της, είναι ικανή να ενισχύσει τον ανταγωνισμό στην αγορά, οι ρήτρες που είναι αναγκαίες για την εφαρμογή της συμφωνίας δεν εμπίπτουν στην απαγόρευση του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης. Ο μοναδικός «νόμιμος σκοπός» που μπορεί να επιδιώκεται σύμφωνα με τη διάταξη αυτή είναι, συνεπώς, αποκλειστικά ανταγωνιστικής φύσεως.

105. Εν προκειμένω, όμως, η θέση των παρεμβαινόντων και της Επιτροπής υπερβαίνουν κατά πολύ το πλαίσιο του απολογισμού από άποψη ανταγωνισμού που επιτρέπει η νομολογία του Δικαστηρίου.

Συγκεκριμένα, τα διάδικα μέρη δεν ισχυρίζονται ότι ο SWV έχει ως αποτέλεσμα την ενίσχυση του ανταγωνισμού στην αγορά των νομικών υπηρεσιών . Όπως αποδεικνύουν οι υποβληθείσες για το πρώτο προδικαστικό ερώτημα παρατηρήσεις, τα διάδικα μέρη φρονούν ότι η απαγόρευση επαγγελματικών συνεταιρισμών μεταξύ των δικηγόρων και των ορκωτών λογιστών είναι αναγκαία για την προστασία ορισμένων πλευρών του επαγγέλματος -ανεξαρτησία και μονόπλευρη προστασία των συμφερόντων του πελάτη- που είναι ουσιώδεις σ' ένα κράτος δικαίου. Η επιχειρηματολογία τους εισάγει, συνεπώς, στις διατάξεις του άρθρου 85, παράγραφος 1, σκέψεις που συνδέονται με την επίτευξη σκοπού γενικού συμφέροντος.

106. Συναφώς, λυπούμεθα διότι η Επιτροπή δεν παρέθεσε τη νομική συλλογιστική που στηρίζει τη θέση της. Όπως έχει υπογραμμιστεί στη θεωρία , η απόφαση 1999/267 επί της υποθέσεως ΣΕ ενδέχεται να εξηγείται περισότερο από τη μέριμνα να αποφευχθεί η κοινοποίηση επαγγελματικών κανόνων που θεσπίζουν τα όργανα των δικηγορικών συλλόγων σε διάφορα κράτη μέλη. Γνωρίζουμε ότι, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου, η Επιτροπή έχει αποκλειστική αρμοδιότητα για την έκδοση αποφάσεως περί απαλλαγής βάσει του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης .

Ωστόσο, αν επιχειρήσουμε να αναλύσουμε τη συλλογιστική της Επιτροπής, φαίνεται ότι αναλύεται σε πολλά διαδοχικά στάδια. ρέπει να καθοριστεί αν: (1) η εν λόγω επαγγελματική ρύθμιση περιορίζει τον ανταγωνισμό στη σχετική αγορά· (2) η επαγγελματική ρύθμιση επιδιώκει νόμιμο στόχο, λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών του επαγγέλματος (διασφάλιση της ανεξαρτησίας, της μονόπλευρης προστασίας των συμφερόντων του πελάτη, των ικανοτήτων, της ακεραιότητας ή της ευθύνης του δικηγόρου, η προστασία του επαγγελματικού απορρήτου ή η ανάγκη αποφυγής της συγκρούσεως συμφερόντων)· (3) η επαγγελματική ρύθμιση είναι αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου, και (4) η επαγγελματική ρύθμιση εφαρμόζεται αντικειμενικά και χωρίς διακρίσεις.

107. Λαμβανομένων υπόψη των διαφόρων αυτών στοιχείων, πιστεύουμε ότι η θέση των παρεμβαινόντων αγνοεί τη ratio legis και τη δομή των διατάξεων της Συνθήκης.

Αφενός, εισάγει στο γράμμα του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης σκέψεις που συνδέονται με την επιδίωξη σκοπού γενικού συμφέροντος. Αφετέρου, τοποθετεί το σύνολο των νομικών και πραγματικών ζητημάτων στο πλαίσιο αυτής της διατάξεως. Συνεπάγεται την εξέταση, από πλευράς μόνον των διατάξεων του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, όχι μόνον του ζητήματος αν υπάρχει περιορισμός του ανταγωνισμού, αλλά και αν μπορεί ενδεχομένως να δικαιολογηθεί. Μια τέτοια ερμηνεία μπορεί να στερήσει τα άρθρα 85, παράγραφος 3, και 90, παράγραφος 2, της Συνθήκης από μεγάλο μέρος της πρακτικής τους αποτελεσματικότητας.

Η εκτίμησή μας επί του σημείου αυτού επιβεβαιώνεται από την προπαρατεθείσα απόφαση του ρωτοδικείου Σύλλογος ειδικών πληρεξουσίων κατά Επιτροπής. Το ρωτοδικείο διαπίστωσε ότι: «δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι οι κανόνες που ρυθμίζουν την άσκηση επαγγέλματος διαφεύγουν κατ' αρχήν από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, εκ μόνου του λόγου ότι χαρακτηρίζονται ως "κανόνες δεοντολογίας" από τους αρμόδιους οργανισμούς» .

108. Συνεπώς, προτείνουμε στο Δικαστήριο να απορρίψει τη θέση των παρεμβαινόντων.

109. ροτού διευκρινίσουμε τη θέση μας, πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι δεν μπορούμε να στηριχτούμε μόνο στο γράμμα των διατάξεων της Συνθήκης για την εξέταση των κανόνων που θεσπίζουν οι δικηγορικοί σύλλογοι.

110. Ο γενικός εισαγγελέας Jacobs, με τις προτάσεις του επί της υποθέσεως Pavlov, υπογράμμισε: «Λόγω της ανομοιομορφίας των ελευθερίων επαγγελμάτων και των ιδιαιτεροτήτων των αγορών στις οποίες δρουν, δεν είναι δυνατόν να εφαρμοστεί κανένας γενικός κανόνας» . Συμφωνούμε πλήρως με την ανάλυση αυτή.

Θεωρούμε, πράγματι, αδύνατο να προσδιοριστεί ένας και μοναδικός κανόνας ικανός να περιλαμβάνει το σύνολο των επαγγελματικών κανόνων για όλα τα ελευθέρια επαγγέλματα στα διάφορα κράτη μέλη. Κάθε επαγγελματικός κανόνας πρέπει να εξετάζεται κατά περίπτωση, ανάλογα με τον αντικείμενό του, το πλαίσιό του και το σκοπό του.

111. Μία από τις βασικότερες δυσκολίες που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού στα ελευθέρια επαγγέλματα είναι η εξεύρεση λύσεων που τηρούν τη δομή και την οικονομία των διατάξεων της Συνθήκης. Συναφώς, πιστεύουμε ότι είναι αναγκαία η διανεμιτική εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού. Στο πλαίσιο αυτό, είναι χρήσιμη η παραπομπή σε πίνακα που περιέχει τις ακόλουθες τρεις κατευθυντήριες οδηγίες.

112. ρώτον, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι, δεδομένων των χαρακτηριστικών της αγοράς νομικών υπηρεσιών, ορισμένοι επαγγελματικοί κανόνες μπορούν να ενισχύσουν τον ανταγωνισμό υπό την έννοια της μέχρι τώρα νομολογίας.

Όπως τόνισε ο γενικός εισαγγελέας Jacobs, οι αγορές επαγγελματικών υπηρεσιών χαρακτηρίζονται από «ασυμμετρική πληροφόρηση» . Εφόσον ο καταναλωτής είναι σπανίως σε θέση να εκτιμήσει την ποιότητα των παρεχομένων υπηρεσιών, ορισμένοι κανόνες θα ήταν αναγκαίοι για τη διασφάλιση της λειτουργίας της αγοράς υπό κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού. Έτσι, ορισμένοι υποστηρίζουν ότι με τους κανόνες περιορισμού της διαφημίσεως θα μπορούσε να αποφευχθεί η εισαγωγή λογικής προσελκύσεως στην αγορά και, στο τέλος, πτώσης της γενικής ποιότητας της παροχής υπηρεσιών .

Κατά την ίδια συλλογιστική, στη θεωρία έχει γίνει επίκληση της περιπτώσεως κατά την οποία οι κανόνες που απαγορεύσουν στους δικηγόρους να καθορίζουν τις αμοιβές τους ανάλογα με το επιτευχθέν αποτέλεσμα μπορεί να έχουν θετικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα .

Εν πάση περιπτώση, οι επαγγελματικοί κανόνες που θα μπορούσαν πράγματι να ενισχύσουν τον ανταγωνισμό στην αγορά των νομικών υπηρεσιών δεν θα ενέπιπταν στην απαγόρευση του άρθρου 85, παράγραφος 1, δυνάμει του «rule of reason».

113. Δεύτερον, υπενθυμίζουμε ότι δεν υπάρχουν, στο κοινοτικό δίκαιο του ανταγωνισμού, παραβάσεις μη δυνάμενες εξ ορισμού να απαλλαγούν βάσει του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης .

Σύμφωνα με τη νομολογία, το γράμμα του άρθρου 85, παράγραφος 3, επιτρέπει να λαμβάνονται υπόψη ιδιαιτερότητες ορισμένων κλάδων οικονομικής δραστηριότητας , ανησυχίες κοινωνικής φύσεως και, σε ορισμένο βαθμό, λόγοι αναγόμενοι στην επιδίωξη του γενικού συμφέροντος . Οι επαγγελματικοί κανόνες που βάσει των κριτηρίων αυτών έχουν γενικώς θετικά οικονομικά αποτελέσματα μπορούν, συνεπώς, να απαλλαγούν δυνάμει του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης.

114. Τέλος, το άρθρο 90, παράγραφος 2, της Συνθήκης αφορά ειδικώς τις επιχειρήσεις που είναι επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος. Είναι συνεπώς δυνατόν οι επαγγελματικοί κανόνες που αφορούν τη διατήρηση, χάριν του γενικού συμφέροντος, ορισμένων ουσιωδών χαρακτηριστικών του δικηγορικού επαγγέλματος να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της διατάξεως αυτής. Αυτό είναι εξάλλου το αντικείμενο του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος.

115. Εφόσον προτείνουμε την απόρριψη της θέσεως των παρεμβαινόντων, απομένει να εξεταστεί αν ο SWV έχει αποτελέσματα περιοριστικά του ανταγωνισμού στην ολλανδική αγορά νομικών υπηρεσιών.

116. Συναφώς, τα επιχειρήματα των προσφευγόντων της κύριας δίκης είναι πειστικά. Αν δεν υπήρχε η απαγόρευση του επίμαχου επαγγελματικού συνεταιρισμού, ο ανταγωνισμός θα μπορούσε να αναπτυχθεί με διάφορους τρόπους.

117. ρώτον, συνιστώντας επαγγελματικό συνεταιρισμό με τους δικηγόρους, οι ορκωτοί λογιστές θα μπορούσαν να βελτιώσουν τις υπηρεσίες τους ποιοτικά και ποσοτικά.

Οι δικηγόροι έχουν γενικά το μονοπώλιο εκπροσωπήσεως και δικαστικής πληρεξουσιότητας. Στις περισσότερες περιπτώσεις, είναι οι μόνοι που μπορούν να εκπροσωπήσουν τα φυσικά και νομικά πρόσωπα ενώπιον των δικαστικών αρχών ενός κράτους. Λόγω της δραστηριότητάς τους, οι δικηγόροι έχουν, συνεπώς, μεγάλη εμπειρία στον τομέα των ενδίκων διαφορών. Επιπλέον, απολαύουν φήμης χάρη στην οποία συχνά υπερασπίζονται τα συμφερόντα των πελατών τους ενώπιον μη δικαστικών αρχών (διοικητικών οργάνων, υπερεθνικών οργάνων, Τύπου, κ.λπ.).

Οι ορκωτοί λογιστές, συνεταιριζόμενοι με μέλη του δικηγορικού επαγγέλματος, θα μπορούσαν έτσι να ωφεληθούν από την εμπειρία των δικηγόρων. Οι γνωμοδοτήσεις, η παροχή συμβουλών και οι πράξεις που πραγματοποιούν σε διάφορους τομείς στου δικαίου θα μπορούσαν να είναι πιο αξιόπιστες, πιο σαφείς και, ως εκ τούτου, να έχουν σημαντική υπεραξία. Επιπλέον, οι ορκωτοί λογιστές θα ήταν σε θέση να εκτείνουν τις υπηρεσίες που παρέχουν στην πελατεία τους. Χάρη στη συνεργασία με τους δικηγόρους, ο κοινός φορέας θα μπορούσε να διασφαλίσει την υπεράσπιση των συμφερόντων των πελατών τους ενώπιον των δικαστικών αρχών σε περίπτωση ενδίκων διαφορών.

118. Αμοιβαίως, οι δικηγόροι που συνεταιρίζονται με ορκωτούς λογιστές θα μπορούσαν να βελτιώσουν την ποιότητα και την ποικιλία των υπηρεσιών τους.

Λαμβανομένων υπόψη των δραστηριοτήτων τους, οι ορκωτοί λογιστές έχουν εμπειρία σε ορισμένους τομείς δικαίου, όπως στο φορολογικό δίκαιο, στο λογιστικό δίκαιο, στο χρηματοοικονομικό δίκαιο, στη νομοθεσία επί θεμάτων ενισχύσεων στις επιχειρήσεις και στις ρυθμίσεις σχετικά με τις (ανα)διαρθρώσεις επιχειρήσεων. Οι δικηγόροι θα μπορούσαν να ωφεληθούν από την εμπειρία των ορκωτών λογιστών σ' αυτούς τους διαφόρους τομείς και να βελτιώσουν, έτσι, την ποιότητα των νομικών υπηρεσιών που παρέχουν.

Εξάλλου, οι ορκωτοί λογιστές παρεμβαίνουν και σε άλλες αγορές, πέρα από την αγορά παροχής νομικών υπηρεσιών. αρέχουν υπηρεσίες και στον τομέα πιστοποίησης των λογαριασμών, ελέγχου, λογιστικής και συμβουλών σε θέματα διαχειρίσεως . Μια εταιρική οργάνωση με ορκωτούς λογιστές θα επέτρεπε στους δικηγόρους να παρέχουν πολύ πιο διαφοροποιημένες υπηρεσίες στην πελατεία τους.

119. Δεύτερον, η ενσωμάτωση των διαφόρων αυτών υπηρεσιών σε έναν και μοναδικό φορέα θα παρουσίαζε πρόσθετα πλεονεκτήματα τόσο για τους οικείους επαγγελματίες όσο και για τους καταναλωτές.

ρώτον, οι δικηγόροι και οι ορκωτοί λογιστές θα ήταν σε θέση να πραγματοποιήσουν οικονομίες κλίμακας, διότι ο κοινός φορέας θα περιείχε μεγαλύτερο αριθμό παρεχόντων υπηρεσίες. Αυτές οι οικονομίες κλίμακας θα είχαν αντίκτυπο στο κόστος της παροχής υπηρεσιών και, τέλος, θετικά αποτελέσματα για τον καταναλωτή όσον αφορά την τιμή.

Στη συνέχεια, ο πελάτης θα είχε τη δυνατότητα να απευθυνθεί σε ενιαίο φορέα για μεγάλο μέρος των υπηρεσιών που είναι αναγκαίες για την οργάνωση, τη διαχείριση και τη λειτουργία της επιχειρήσεώς του. Επομένως, θα ελάμβανε υπηρεσίες καλύτερα προσαρμοσμένες στις ανάγκες του, διότι ο φορέας θα είχε σφαιρική και βαθύτερη γνώση της πολιτικής του (εμπορική πολιτική, στρατηγική πωλήσεων, διαχείριση προσωπικού, κ.πλ.) και των δυσκολιών που αντιμετωπίζει. Επιπλέον, ο πελάτης θα πραγματοποιούσε οικονομίες χρόνου και χρήματος. Δε θα χρειαζόταν να συντονίσει ο ίδιος τις υπηρεσίες που παρέχουν οι δύο επαγγελματικοί κλάδοι (δικηγόροι και ορκωτοί λογιστές) και θα κοινοποιούσε σ' έναν και μοναδικό συνομιλητή το σύνολο των αναγκαίων πληροφοριακών στοιχείων για τη διαχείριση των υποθέσεών του.

120. Συναφώς, μελέτη που πραγματοποιήθηκε σε εθνικό επίπεδο αναφέρει ότι δεν υπάρχει ομοφωνία σχετικά με την σύσταση τέτοιων πολυκλαδικών φορέων. Στα κράτη μέλη που αυτοί επιτρέπονται, φαίνεται ότι κάθε επιχείρηση επιλέγει ατομικά τον τρόπο οργανώσεως που θεωρεί καλύτερα προσαρμοσμένο στις ανάγκες της (ενιαίο φορέα ή πολλοί παρέχοντες υπηρεσίες). Ωστόσο, από την έρευνα αυτή συνάγεται ότι υπάρχει πραγματική ζήτηση γι' αυτού του είδους τους φορείς, που περιέχουν δικηγόρους και μέλη του επαγγελματικού κλάδου των ορκωτών λογιστών.

121. Υπ' αυτές τις συνθήκες, θεωρούμε ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση έχει ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς. αρεμποδίζει την είσοδο στην αγορά εταιρικών οργανώσεων ικανών να παρέχουν «από κοινού» υπηρεσίες, για τις οποίες υπάρχει εν δυνάμει ζήτηση εκ μέρους των καταναλωτών. Η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση έχει ως αποτέλεσμα «τον περιορισμό ή τον έλεγχο της παραγωγής, της διαθέσεως, της τεχνολογικής αναπτύξεως ή των επενδύσεων», κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης .

γ) Ο αισθητός περιορισμός του ανταγωνισμού

122. Κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης απαγορεύει μόνον τους αισθητούς περιορισμούς του ανταγωνισμού .

123. Εν προκειμένω, από πολλά στοιχεία προκύπτει ότι ο SWV περιορίζει αισθητώς τον ανταγωνισμό στην ολλανδική αγορά νομικών υπηρεσιών.

124. ρώτον, η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση εφαρμόζεται στο σύνολο των εγγεγραμμένων στις Κάτω Χώρες δικηγόρων. Δυνάμει του άρθρου 29 του Advocatenwet, η ρύθμιση αυτή εφαρμόζεται και στους «δικηγόρους επισκέπτες», δηλαδή στα πρόσωπα που μπορούν να ασκούν την επαγγελματική τους δραστηριότητα σε άλλο κράτος μέλος υπό την ιδιότητα του δικηγόρου ή υπό αντίστοιχη ιδιότητα. Ο ανταγωνισμός επηρεάζεται προδήλως λιγότερο όταν τα όργανα του δικηγορικού συλλόγου εκδίδουν ατομική απόφαση έναντι ενός μέλους του επαγγέλματος.

125. Δεύτερον, τα διάδικα μέρη που αφορούσε η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση κατέχουν σημαντική θέση στην ολλανδική αγορά νομικών υπηρεσιών.

Σύμφωνα με τα πληροφοριακά στοιχεία που προσκόμισαν τα διάδικα στην κύρια δίκη μέρη, το μερίδιο αγοράς του δικηγορικού επαγγέλματος στην ολλανδική αγορά νομικών υπηρεσιών κυμαίνεται μεταξύ 35 % και 50 %. Τα μερίδια αγοράς των εταιριών ορκωτών λογιστών δεν ανακοινώθηκαν στον Δικαστήριο. Ωστόσο, ορισμένα επίσημα έγγραφα αναφέρουν ότι η Arthur Andersen Worldwide και η εταιρία Price Waterhouse πραγματοποιούν το 17 % έως 20 % του κύκλου εργασιών τους μόνο στον τομέα υπηρεσιών παροχής φορολογικών συμβουλών . Ο κύκλος εργασιών που πραγματοποιεί κάθε εταιρία παγκοσμίως κυμαίνεται από 8 έως 10 δισεκατομμύρια ευρώ .

126. Τέλος, ο περιορισμός που επιβάλλει ο SWV επηρεάζει έναν ουσιώδη παράγοντα του ανταγωνισμού, διότι αφορά άμεσα τις υπηρεσίες που επιτρέπεται να παρέχουν στην αγορά οι επιχειρηματίες . Συμφωνα με τη νομολογία, ο ανταγωνισμός στις υπηρεσίες μεταξύ των επιχειρηματιών είναι σημαντικό στοιχείο στο πλαίσιο του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης .

127. Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο περιορισμός του ανταγωνισμού που επιβάλλει ο SWV είναι αισθητός.

Δ - Επηρεασμός του μεταξύ κρατών μελών εμπορίου

128. Κατά πάγια νομολογία, «για να είναι μια απόφαση, μια συμφωνία ή μια σύμπραξη ικανές να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, πρέπει, βάσει νομικών ή πραγματικών στοιχείων, να επιτρέπουν να θεωρηθεί με επαρκή βαθμό πιθανότητας ότι μπορούν να ασκήσουν επιρροή, άμεση ή έμμεση, πραγματική ή δυνητική, στα εμπορικά ρεύματα μεταξύ κρατών μελών, δικαιολογώντας τον φόβο ότι μπορούν να εμποδίσουν την πραγματοποίηση ενιαίας αγοράς μεταξύ κρατών μελών» .

To άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης δεν απαιτεί οι συμφωνίες που αναφέρει η διάταξη αυτή να έχουν πράγματι επηρεάσει το ενδοκοινοτικό εμπόριο, αλλά απαιτεί να αποδεικνύεται ότι οι συμφωνίες αυτές είναι ικανές να έχουν ένα τέτοιο αποτέλεσμα . Με ορισμένες αποφάσεις, το Δικαστήριο περιορίστηκε στην απαίτηση η σύμπραξη να αφορά, «έστω και εν μέρει, προϊόντα τα οποία προέρχονται από άλλο κράτος μέλος» .

129. Η προϋπόθεση σχετικά με τον επηρεασμό των ενδοκοινοτικών συναλλαγών πληρούται εν προκειμένω.

130. Αφενός, δεν αμφισβητείται ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση καλύπτει το σύνολο της επικράτειας των Κάτω Χωρών. Το Δικαστήριο έκρινε ότι «μια σύμπραξη η οποία εκτείνεται στο σύνολο του εδάφους κράτους μέλους έχει, από την ίδια της τη φύση, ως αποτέλεσμα την εδραίωση στεγανοποιήσεων εθνικού χαρακτήρα, εμποδίζοντας έτσι την οικονομική αλληλοδιείσδυση που επιδιώκεται από τη Συνθήκη» .

131. Αφετέρου, υπενθυμίζουμε ότι οι J. C. J. Wouters και J. W. Savelbergh επιθυμούσαν να συστήσουν επαγγελματικό συνεταιρισμό με εταιρίες οι οποίες, εξαιτίας των δεσμών που τις ένωναν με άλλους, ήταν διεθνείς.

Σκοπός του επαγγελματικού αυτού συνεταιρισμού ήταν, μεταξύ άλλων, η παροχή «από κοινού» υπηρεσιών σε πελάτες που είναι εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη. Εξάλλου, το αιτούν δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι δικηγόροι και οι φορολογικοί σύμβουλοι που είναι εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη και οι οποίοι ανήκουν στον όμιλο Arthur Andersen ή στον όμιλο Price Waterhouse θα είχαν ίσως την πρόθεση να προτείνουν, σε συνεργασία με τους J. C. J. Wouters και J. W. Savelbergh, «από κοινού» υπηρεσίες στην ή από την ολλανδική επικράτεια. Τέλος, όπως υπογράμισαν οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης, τα δικηγορικά γραφεία και οι εταιρίες ορκωτών λογιστών παρεμβαίνουν συχνά σε διασυνοριακές συναλλαγές, οι οποίες αφορούν ταυτόχρονα το νομικό σύστημα διαφόρων κρατών μελών.

132. Συνεπώς, η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση είναι ικανή να επηρεάσει τα ρεύματα των ενδοκοινοτικών συναλλαγών των «από κοινού» υπηρεσιών.

Ε - Συμπέρασμα

133. Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης πληρούνται εν προκειμένω.

134. Στο παρόν στάδιο εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης η θέσπιση από δικηγορικό σύλλογο, όπως είναι ο ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος, δεσμευτικού μέτρου που απαγορεύει στους δικηγόρους που δικηγορούν στην επικράτεια του οικείου κράτους μέλους να συνιστούν επαγγελματικό συνεταιρισμό με μέλη του επαγγελματικού κλάδου των ορκωτών λογιστών.

VI - Το άρθρο 86 της Συνθήκης

135. Το τρίτο και τέταρτο προδικαστικό ερώτημα αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 86 της Συνθήκης. Το πρώτο εδάφιο του άρθρου αυτού προβλέπει:

«Είναι ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά και απαγορεύεται, κατά το μέτρο που δύναται να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, η καταχρηστική εκμετάλλευση από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις της δεσπόζουσας θέσης τους εντός της κοινής αγοράς ή σημαντικού τμήματός της.»

136. Το Raad van State ερωτά αν η έννοια της επιχειρήσεως του άρθρου 86 της Συνθήκης εφαρμόζεται σε δικηγορικό σύλλογο, όπως είναι ο ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος, «καίτοι δεν αναπτύσσει κανενός είδους οικονομική δραστηριότητα» . Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν ο δικηγορικός σύλλογος εκμεταλλεύεται καταχρηστικώς τη δεσπόζουσα θέση εντός της κοινής αγοράς ή σε ουσιώδες μέρος αυτής, οσάκις απαγορεύει στους δικηγόρους που δικηγορούν στην ολλανδική επικράτεια να συνιστούν επαγγελματικούς συνεταιρισμούς με ορκωτούς λογιστές .

137. Από τη νομολογία προκύπτει ότι ο όρος «επιχείρηση» του άρθρου 86 έχει την ίδια έννοια με αυτή που έχει στο πλαίσιο του άρθρου 85 της Συνθήκης . Σύμφωνα με τον ορισμό που δόθηκε με την απόφαση Höfner και Elser , η έννοια της επιχειρήσεως καλύπτει «κάθε φορέα ο οποίος ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξάρτητα από το νομικό καθεστώς που τον διέπει και τον τρόπο της χρηματοδοτήσεώς του».

Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι η οικονομική δραστηριότητα συνίσταται σε κάθε δραστηριότητα προσφοράς αγαθών ή υπηρεσιών σε δεδομένη αγορά . Κατά κανόνα, μια δραστηριότητα είναι οικονομικής φύσεως οσάκις μπορεί να ασκείται, τουλάχιστον καταρχήν, από ιδιωτική επιχείρηση και με κερδοσκοπικό σκοπό .

138. Το γεγονός ότι μια οντότητα αποτελεί «ένωση επιχειρήσεων» κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης δεν σημαίνει οπωσδήποτε ότι είναι και «επιχείρηση» κατά την έννοια του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού. Είδαμε ότι η άσκηση οικονομικής δραστηριότητας δεν είναι απαιτούμενη προϋπόθεση για να χαρακτηριστεί ένας φορέας ως ένωση επιχειρήσεων . Αντιθέτως, αν η ένωση επιχειρήσεων ασκεί η ίδια οικονομική δραστηριότητα, πρέπει να χαρακτηριστεί ως «επιχείρηση» κατά την έννοια των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης .

139. Εν προκειμένω, οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης ισχυρίζονται ότι, αντίθετα προς αυτό που αναφέρει το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, ο ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος ασκεί οικονομική δραστηριότητα . ρόκειται κυρίως για δραστηριότητες που ασκούνται μέσω ενώσεως με την επωνυμία «BaliePlus».

140. Το επιχείρημα αυτό είναι αλυσιτελές.

141. Συγκεκριμένα, η έννοια της επιχειρήσεως στο κοινοτικό δίκαιο του ανταγωνισμού είναι σχετική . ρέπει να εκτιμάται in concreto, κατά περίπτωση, σε σχέση με τη συγκεκριμένη υπό εξέταση δραστηριότητα. Έτσι, οσάκις ένας φορέας ασκεί ταυτόχρονα δραστηριότητες διαφορετικής φύσεως, το Δικαστήριο «διαχωρίζει» τις δραστηριότητες αυτές: εξετάζει μόνον αν, σε σχέση με την υπό κρίση δραστηριότητα, ο φορέας πρέπει να χαρακτηριστεί ως επιχείρηση .

142. Συνεπώς, το μόνο ζήτημα που ανακύπτει εν προκειμένω είναι ο καθορισμός της φύσεως (οικονομικής ή όχι) της δραστηριότητας που ασκεί ο ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος οσάκις θεσπίζει δεσμευτικά μέτρα που διέπουν τη δυνατότητα των δικηγόρων που δικηγορούν στις Κάτω Χώρες να συνιστούν επαγγελματικό συνεταιρισμό με τους ορκωτούς λογιστές.

143. Όπως τόνισε το Raad van State με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, μια τέτοια δραστηριότητα δεν είναι οικονομική. Ο δικηγορικός σύλλογος ασκεί τη ρυθμιστική του εξουσία με σκοπό την οργάνωση του δικηγορικού επαγγέλματος στις Κάτω Χώρες. Δεν παρέχει υπηρεσίες έναντι αμοιβής στην αγορά. Είναι, εξάλου, δύσκολο να φανταστούμε ότι ένας ιδιώτης επιχειρηματίας θα μπορούσε να αναλαμβάνει, από δική του πρωτοβουλία, την άσκηση μιας τέτοιας ρυθμιστικής δραστηριότητας με κερδοσκοπικό σκοπό.

144. Συνεπώς, η έννοια της επιχειρήσεως κατά την έννοια του άρθρου 86 της Συνθήκης δεν έχει εφαρμογή σε δικηγορικό σύλλογο οσάκις αυτός θεσπίζει δεσμευτικά μέτρα που απαγορεύουν στους δικηγόρους που δικηγορούν στην εθνική επικράτεια να συνιστούν επαγγελματικούς συνεταιρισμούς με τους ορκωτούς λογιστές.

145. Οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης επικάλεστηκαν ωστόσο μια άλλη δυνατότητα. Φρονούν ότι το Δικαστήριο θα μπορούσε να διαπιστώσει την ύπαρξη συλλογικής δεσπόζουσας θέσης σε σχέση με τους εγγεγραμμένους στις Κάτω Χώρες δικηγόρους .

146. Το Raad van State δεν υπέβαλε ερώτημα ερμηνείας όσον αφορά την ύπαρξη συλλογικής δεσπόζουσας θέσης σε σχέση με τους ολλανδούς δικηγόρους. Το αντικείμενο του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος περιορίζεται στο ζήτημα αν ο ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος πρέπει να χαρακτηριστεί ως επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 86 της Συνθήκης. Ωστόσο, εφόσον η συλλογική δεσπόζουσα θέση μπορεί να παρουσιάζει ενδιαφέρον για τη συνέχεια της διαδικασίας της κύριας δίκης, θα εξετάσουμε συντόμως την επιχειρηματολογία των προσφευγόντων της κύριας δίκης.

147. Η έννοια της «συλλογικής δεσπόζουσας θέσης» μπορεί να περιγραφεί ως ακολούθως .

Αφορά την κατάσταση στην οποία δύο ή περισσότερες επιχειρήσεις συνδέονται μεταξύ τους με δεσμούς ή διασυνδέσεις ώστε, από οικονομικής πλευράς, να εμφανίζονται ως συλλογική οντότητα που έχει την εξουσία να ενεργεί σε σημαντικό βαθμό ανεξάρτητα από τους λοιπούς ανταγωνιστές, την πελατεία τους και τους καταναλωτές. Σύμφωνα με την περιγραφή αυτή, η συλλογική δεσπόζουσα θέση απαιτεί οι επιχειρήσεις να είναι επαρκώς συνδεδεμένες μεταξύ τους ώστε να ακολουθούν την ίδια γραμμή δράσεως στην αγορά .

148. Η ακριβής σημασία της έννοιας των «δεσμών» που πρέπει να συνδέουν τις επιχειρήσεις είναι αβέβαιη . Στο παρόν στάδιο της νομολγίας, είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι οι δεσμοί αυτοί μπορεί να είναι διαρθρωτικής , νομικής ή οικονομικής φύσεως. Επιπλέον, από ορισμένες αποφάσεις μπορεί να συναχθεί ότι η έννοια των «οικονομικών δεμών» καλύπτει την απλή οικονομική αλληλεξάρτηση που υπάρχει μεταξύ των μελών ενός ολιγοπωλίου .

Όσον αφορά τους δεσμούς νομικής φύσεως, το Δικαστήριο τόνισε ότι μια σύμπραξη κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία συλλογικής δεσπόζουσας θέσης. Βεβαίως, το γεγονός και μόνον ότι δύο ή περισσότερες επιχειρήσεις συνδέονται με συμφωνία, απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων ή εναρμονισμένη πρακτική δεν μπορεί να αποτελέσει επαρκές έρεισμα για μια τέτοια διαπίστωση . Ωστόσο, το Δικαστήριο έκρινε ότι μια συμφωνία, απόφαση ή εναρμονισμένη πρακτική μπορεί «αναμφισβήτητα, όταν τίθεται σε εφαρμογή, να έχει ως συνέπεια ότι οι οικείες επιχειρήσεις δεσμεύονται όσον αφορά τη συμπεριφορά τους σε ορισμένη αγορά κατά τρόπον ώστε να εμφανίζονται στην αγορά αυτή ως συλλογική οντότητα έναντι των ανταγωνιστών τους, των εμπορικών εταίρων τους και των καταναλωτών» .

149. Τέλος, το Δικαστήριο επανειλημμένως έχει πει ότι ένα από τα χαρακτηριστικά της συλλογικής δεσπόζουσας θέσης είναι η έλλειψη ανταγωνισμού μεταξύ των διαφόρων οικείων επιχειρηματιών .

150. Συνήθως, η συλλογική δεσπόζουσα θέση αφορά την κατάσταση κατά την οποία οι επιχειρηματίες κατέχουν ολιγοπωλιακή θέση στην αγορά. Ωστόσο, υπό το φως των αρχών της νομολογίας, δεν μπορεί να αποκλειστεί η δυνατότητα εφαρμογής της έννοιας αυτής στα ελευθέρια επαγγέλματα .

151. Συγκεκριμένα, είναι δυνατόν να νοηθεί ότι τα μέλη ελευθερίου επαγγέλματος συνδέονται, κατά κάποιον τρόπο, με «διαρθρωτικούς» ή «νομικούς» δεσμούς κατά την έννοια της νομολογίας. Λόγω της υποχρεωτικής υπαγωγής τους στον αρμόδιο δικηγορικό σύλλογο, οι επαγγελματίες ανήκουν σε συλλογικό φορέα, ο οποίος έχει ως αντικείμενο τον ορισμό και την εφαρμογή κοινών προϋποθέσεων για την άσκηση του επαγγέλματος . Επιπλέον, οι επιβαλλόμενοι στα μέλη του επαγγέλματος κανόνες μπορεί να περιορίζουν, μερικές φορές ουσιωδώς, τον ανταγωνισμό που ασκείται μεταξύ τους μέσω των τιμών, των υπηρεσιών και της διαφήμισης. Είναι, συνεπώς, δυνατόν οι κανόνες που διέπουν το επάγγελμα να αποδεικνύονται ότι είναι αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων, οι οποίες όταν τίθενται σε εφαρμογή «έχουν ως συνέπεια ότι οι οικείες επιχειρήσεις δεσμεύονται όσον αφορά τη συπεριφορά τους σ[την] αγορά [...], κατά τρόπον ώστε να εμφανίζονται στην αγορά αυτή ως συλλογική οντότητα έναντι των ανταγωνιστών τους, των εμπορικών εταίρων τους και των καταναλωτών» .

152. Σ' αυτή την περίπτωση, θα ήταν ίσως αναγκαίο να εξεταστεί αν η συμπεριφορά των μελών του επαγγέλματος αποτελεί «κατάχρηση» της συλλογικής δεσπόζουσας θέσης κατά την έννοια του άρθρου 86 της Συνθήκης ή αν, αντίθετα, η συμπεριφορά τους είναι ικανή να ενισχύσει τον ανταγωνισμό στην αγορά . Στη συνέχεια, θα ήταν χρήσιμο να εξετασθεί αν η συμπεριφορά του επαγγέλματος μπορεί να δικαιολογείται αντικειμενικά . Τέλος, μπορούμε να αναρωτηθούμε αν, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 90, παράγραφος 2, της Συνθήκης, ο περιορισμός του ανταγωνισμού που απορρέει από την καταχρηστική συμπεριφορά είναι αναγκαίος για την εκπλήρωση της αποστολής δημοσίας υπηρεσίας με την οποία είναι ενδεχομένως επιφορτισμένα τα μέλη του επαγγέλματος.

153. Εν προκειμένω, δεν είναι δυνατόν να λάβουμε θέση επί των διαφόρων αυτών ζητημάτων. Η εξέταση που ζητούν οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, διότι η δικογραφία δεν περιέχει τα αναγκαία προς τούτο νομικά και πραγματικά στοιχεία.

154. Συνεπώς, προτείνουμε στο Δικαστήριο να απαντήσει στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα ότι η έννοια της επιχειρήσεως του άρθρου 86 της Συνθήκης δεν έχει εφαρμογή σε δικηγορικό σύλλογο, όπως είναι ο ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος, οσάκις αυτός θεσπίζει, βάσει νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως, δεσμευτικά μέτρα που απαγορεύουν στους δικηγόρους να συνιστούν επαγγελματικούς συνεταιρισμούς με μέλη του επαγγελματικού κλάδου των ορκωτών λογιστών. Υπ' αυτές τις συνθήκες, το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, όσον αφορά την ενδεχόμενη καταχρηστική συμπεριφορά του δικηγορικού συλλόγου, καθίσταται άνευ αντικειμένου.

VII - Άρθρο 90, παράγραφος 2, της Συνθήκης

155. Το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα αφορά την ερμηνεία του άρθρου 90, παράγραφος 2, της Συνθήκης. Το άρθρο αυτό προβλέπει:

«Οι επιχειρήσεις που είναι επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος ή που έχουν χαρακτήρα δημοσιονομικού μονοπωλίου υπόκεινται στους κανόνες της παρούσας Συνθήκης, ιδίως στους κανόνες ανταγωνισμού, κατά το μέτρο που η εφαρμογή των κανόνων αυτών δεν εμποδίζει νομικά ή πραγματικά την εκπλήρωση της ιδιαίτερης αποστολής που τους έχει ανατεθεί. Η ανάπτυξη των συναλλαγών δεν πρέπει να επηρεάζεται σε βαθμό ο οποίος θα αντέκειτο προς το συμφέρον της Κοινότητας.»

156. Το Raad van State ερωτά αν ο ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 90, παράγραφος 2. ιο συγκεκριμένα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν ο ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος μπορεί να θεωρηθεί ως φορέας επιφορτισμένος «με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος», εφόσον θέσπισε την επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση αποσκοπώντας ειδικώς στη διασφάλιση της ανεξαρτησίας του δικηγόρου και της εκ μέρους του μονόπλευρης προστασίας των συμφερόντων του πελάτη.

157. Το άρθρο 90, παράγραφος 2, της Συνθήκης θέτει έξι προϋποθέσεις εφαρμογής. ροβλέπει ότι: οι επιχειρήσεις [πρώτη προϋπόθεση] επιφορτισμένες [δεύτερη προϋπόθεση] με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος [τρίτη προϋπόθεση] υπόκεινται στους κανόνες της Συνθήκης, κατά το μέτρο [πέμπτη προϋπόθεση] που η εφαρμογή των κανόνων αυτών δεν εμποδίζει [τέταρτη προϋπόθεση] την εκπλήρωση της ιδιαίτερης αποστολής που τους έχει ανατεθεί, με την επιφύλαξη ότι η ανάπτυξη των συναλλαγών [έκτη προϋπόθεση] δεν επηρεάζεται σε βαθμό ο οποίος θα αντέκειτο προς το συμφέρον της Κοινότητας.

158. Επιβάλλεται η υπενθύμιση των αρχών που έθεσε η νομολογία, όσον αφορά καθεμία από τις ανωτέρω προϋποθέσεις. Θα εξετάσουμε στη συνέχεια τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης βάσει των αρχών αυτών.

Α - Οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 90, παράγραφος 2, της Συνθήκης

159. Η πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 90, παράγραφος 2, δεν παρουσιάζει δυσκολίες.

Η έννοια της επιχειρήσεως που αφορά η διάταξη αυτή έχει την ίδια έννοια με αυτή που έχει στο πλαίσιο των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης . Η προπαρατεθείσα απόφαση Höfner και Elser δίνει ενιαίο ορισμό της έννοιας της επιχειρήσεως στο κοινοτικό δίκαιο του ανταγωνισμού. Το άρθρο 90, παράγραφος 2, της Συνθήκης εφαρμόζεται σε όλες τις επιχειρήσεις, δημόσιες ή ιδιωτικές .

160. Η δεύτερη προϋπόθεση υποθέτει ότι η επιχείρηση είναι «επιφορτισμένη» με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος δια πράξεως δημοσίας εξουσίας .

Κατ' αρχήν, μόνη η άσκηση ρυθμισμένης δραστηριότητας υπό τον κρατικό έλεγχο δεν αποτελεί επαρκή λόγο για να εμπίπτει μια οντότητα στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 90, παράγραφος 2, ακόμη κι αν ο κρατικός έλεγχος είναι πιο έντονος έναντι της οικείας επιχειρήσεως . Ωστόσο, με τη νομολογία του, το Δικαστήριο περιόρισε την αυστηρότητα των απαιτήσεων σχετικά με την ύπαρξη τυπικής πράξεως της δημοσίας αρχής.

Αρχικά, το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 90, παράγραφος 2, της Συνθήκης δεν απαιτούσε οπωσδήποτε την ύπαρξη νομοθετικής ή κανονιστικής πράξεως εκ μέρους του κράτους . Η πράξη των δημοσίων αρχών μπορεί να είναι μια απλή παραχώρηση δημοσίου δικαίου ή «παραχωρήσεις προκειμένου να εξειδικευθούν οι υποχρεώσεις που έχουν επιβληθεί σε επιχειρήσεις, στις οποίες έχει ανατεθεί διά νόμου η διαχείριση υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος» . Στη συνέχεια, με την απόφαση Albany , το Δικαστήριο έκρινε σιωπηρώς ότι το γεγονός και μόνον, για τους κοινωνικούς εταίρους, της ιδρύσεως κλαδικού ταμείου συντάξεων και της αιτήσεως προς τις δημόσιες αρχές να καθίσταται υποχρεωτική η υπαγωγή σ' αυτό το ταμείο, αρκούσε για να διαπιστωθεί ότι το ταμείο αποτελεί επιχείρηση επιφορτισμένη με τη διαχείριση υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, της Συνθήκης .

161. Όσον αφορά το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, η νομολογία δεν δίνει ορισμό της έννοιας της «υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος».

Είναι βέβαιον ότι οι δραστηριότητες της επιχειρήσεως πρέπει να άπτονται «κάποιου γενικού οικονομικού συμφέροντος εμφανίζοντος ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, τα οποία τις διακρίνουν από άλλες δραστηριότητες της οικονομικής ζωής» . Κατόπιν τούτου, το Δικαστήριο περιγράφει τις υπηρεσίες του άρθρου 90, παράγραφος 2, της Συνθήκης με όρους που εναλλάσσονται σχεδόν μεταξύ τους: γενικό οικονομικό συμφέρον , διεθνή υπηρεσία ή, απλώς, «δημόσια υπηρεσία» .

162. Στην πραγματικότητα, εναπόκειται στα κράτη μέλη να ορίσουν το περιεχόμενο των υπηρεσιών τους γενικού οικονομικού συμφέροντος. Σ' αυτό το πλαίσιο, διαθέτουν σημαντικό περιθώριο δράσης, διότι το Δικαστήριο επεμβαίνει μόνο για να επιβάλει κυρώσεις για τις ενδεχομένες καταχρήσεις, όταν τα κράτη μέλη παραβιάζουν τα συμφέροντα της Κοινότητας . Το άρθρο 90, παράγραφος 2, έχει, πράγματι, ως σκοπό να συμβιβάζει το συμφέρον των κρατών μελών να χρησιμοποιούν ορισμένες επιχειρήσεις ως μέσο ασκήσεως οικονομικής δημοσιονομικής ή κοινωνικής πολιτικής προς το κοινοτικό συμφέρον της τηρήσεως των κανόνων του ανταγωνισμού και της διατηρήσεως της ενότητας της κοινής αγοράς .

163. Το Δικαστήριο έχει πει ότι ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 90, παράγραφος 2, της Συνθήκης: τηλεοπτικά ιδρύματα που είναι επιφορτισμένα με αποστολή δημοσίου συμφέροντος , εταιρίες αεροπορικών μεταφορών, που υποχρεούνταν να εκμεταλλεύονται μη αποδοτικές γραμμές , επιχείρηση επιφορτισμένη με τη διανομή του ηλεκτρικού ρεύματος , ταμείο επιφορτισμένο με τη διαχείρηση συστήματος επικουρικών συντάξεων που επιτελεί ουσιώδη κοινωνική λειτουργία εντός του συνταξιοδοτικού καθεστώτος ενός κράτους , η διάθεση στους χρήστες δημόσιου τηλεφωνικού δικτύου , η διανομή της αλληλογραφίας στο σύνολο της εθνικής επικράτειας , η διαχείριση ορισμένων αποβλήτων που έχει ως στόχο να αντιμετωπίσει περιβαλλοντικό πρόβλημα και η διεθνής υπηρεσία πρυμνοδετήσεως για λόγους ασφαλείας εντός του λιμένα .

Αντιθέτως, το Δικαστήριο δεν χαρακτήρισε ως «υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος» ορισμένες λιμενικές εργασίες που δεν έχουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα και ορισμένες υπηρεσίες δυνάμενες να διαχωριστούν από την ταχυδρομική γενική υπηρεσία .

164. Βάσει της τετάρτης προϋποθέσεως του άρθρου 90, παράγραφος 2, στις επιχειρήσεις που είναι επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος δεν εφαρμόζονται οι κανόνες ανταγωνισμού, αν η εφαρμογή αυτή «εμποδίζει» την εκπλήρωση της ιδιαίτερης αποστολής που τους έχει ανατεθεί.

Για να ανταπεξέλθει η επιχείρηση στους διάφορους επιβαλλόμενους εξαναγκασμούς, οι κρατικές αρχές γενικώς αποφασίζουν να της παραχωρήσουν αποκλειστικά ή ειδικά δικαιώματα. Οι διατάξεις του άρθρου 90, παράγραφος 2, της Συνθήκης μπορούν έτσι να δικαιολογήσουν περιορισμούς του ανταγωνισμού, ακόμη και αποκλεισμό κάθε ανταγωνισμού, οι οποίοι απορρέουν από την παραχώρηση ή την άσκηση των δικαιωμάτων αυτών.

Συναφώς, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν είναι αναγκαίο, για να πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 90, παράγραφος 2, της Συνθήκης, να απειλείται η επιβίωση ή η χρηματοοικονομική ισορροπία της επιχείρησης . Αρκεί, ελλείψει αποκλειστικών ή ειδικών δικαιωμάτων που παραχωρεί το κράτος, να εμποδίζει την εκπλήρωση των ιδιαιτέρων υποχρεώσεων που έχουν ανατεθεί στην επιχείρηση ή να είναι αναγκαία η διατήρηση των δικαιωμάτων αυτών για να μπορεί ο δικαιούχος να εκπληρώνει την αποστολή του σε συνθήκες οικονομικώς αποδεκτές .

165. Η πέμπτη προϋπόθεση του άρθρου 90, παράγραφος 2, της Συνθήκης περιέχει ένα «τεστ» αναλογικότητας.

To άρθρο διευκρινίζει ότι οι επιχειρήσεις που είναι επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος υπόκεινται στους κανόνες της Συνθήκης, «κατά το μέτρο» που η εφαρμογή των κανόνων αυτών δεν εμποδίζει την εκπλήρωση της αποστολής τους.

Συνεπώς, οι περιορισμοί του ανταγωνισμού εκ μέρους άλλων επιχειρηματιών γίνονται δεκτοί, «στο μέτρο που αποδεικνύονται απαραίτητοι προκειμένου να επιτρέπουν στην επιφορτισμένη με μια τέτοια αποστολή γενικότερου συμφέροντος επιχείρηση να εκπληρώνει την αποστολή αυτή» . Με το τεστ αναλογικότητας εξετάζεται αν η ειδική αποστολή της επιχειρήσεως μπορεί να επιτευχθεί με λιγότερο περιοριστικά του ανταγωνισμού μέτρα . Με άλλα λόγια, υποχρεώνει να επιλέξουν τη λύση «που θίγει λιγότερο» τον ανταγωνισμό, λαμβανομένων υπόψη των υποχρεώσεων και των εξαναγκασμών της επιχειρήσεως.

166. Τέλος, σύμφωνα με την τελευταία προϋπόθεση «η ανάπτυξη των συναλλαγών δεν πρέπει να επηρεάζεται σε βαθμό ο οποίος θα αντέκειτο προς το συμφέρον της Κοινότητας».

Απ' ό,τι γνωρίζω, το Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί του περιεχομένου της απαιτήσεως αυτής. Με τις αποφάσεις Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, Επιτροπή κατά Ιταλίας και Επιτροπή κατά Γαλλίας , το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι «απέκειτο στην Επιτροπή [...] να ορίσει, υπό τον έλεγχο του Δικαστηρίου, το συμφέρον της Κοινότητας σε σχέση με το οποίο πρέπει να αξιολογηθεί η ανάπτυξη των συναλλαγών». Ωστόσο, είναι δύσκολο να συναχθούν συμπεράσματα από τις αποφάσεις αυτές, διότι εκδόθηκαν στο ιδιαίτερο πλαίσιο των προσφυγών λόγω παραβάσεως. Η επιβαλλόμενη στην Επιτροπή υποχρέωση εξηγείται, συνεπώς, από τους κανόνες που διέπουν το βάρος αποδείξεως σ' αυτό το είδος διαφορών.

Ορισμένοι γενικοί εισαγγελείς έλαβαν ωστόσο θέση επί του ζητήματος . Φρονούν ότι ο επηρεασμός της ανάπτυξης των ενδοκοινοτικών συναλλαγών κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, απαιτεί, αντίθετα προς τον κλασικό ορισμό της έννοιας του μέτρου ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικούς περιορισμούς, την απόδειξη ότι το επίμαχο μέτρο πράγματι επηρέασε ουσιωδώς τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές. Φαίνεται ότι εκτίμηση αυτή δικαιολογείται πράγματι από το γράμμα του άρθρου 90, παράγραφος 2, της Συνθήκης.

Β - Τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης

167. Εν προκειμένω, πολλοί παρεμβαίνοντες ισχυρίζονται ότι ο ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 90, παράγραφος 2, της Συνθήκης.

Φρονούν ότι ο ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος είναι επιφορτισμένος με αποστολή γενικού συμφέροντος, διότι πρέπει να προωθεί τις ορθές πρακτικές του δικηγορικού επαγγέλματος και να θεσπίζει κανόνες για τη διασφάλιση της προσβάσεως των πολιτών στο δίκαιο και στα ολλανδικά δικαστήρια. Κατά τους παρεμβαίνοντες, αν το Δικαστήριο θεωρήσει ότι ο ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος αποτελεί ένωση επιχειρήσεων κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, πρέπει να εφαρμοστούν οι διατάξεις παρεκκλίσεως του άρθρου 90, παράγραφος 2, της Συνθήκης.

168. Δεν συμφωνούμε με την ανάλυση αυτή.

169. Κατά την εξέταση του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος, διαπιστώσαμε ότι η έννοια της επιχειρήσεως κατά την έννοια του άρθρου 86 της Συνθήκης δεν εφαρμόζεται στον ολλανδικό δικηγορικό σύλλογο οσάκις αυτός θεσπίζει δεσμευτικά μέτρα που διέπουν τη δυνατότητα για τους δικηγόρους που δικηγορούν στις Κάτω Χώρες να συνιστούν επαγγελματικούς συνεταιρισμούς με ορκωτούς λογιστές.

Όπως είδαμε, η έννοια της επιχειρήσεως του άρθρου 90, παράγραφος 2, έχει την ίδια σημασία με αυτή του άρθρου 86 της Συνθήκης. Στην έννοια αυτή δόθηκε ενιαίος ορισμός στο σύνολο των διατάξεων περί ανταγωνισμού της Συνθήκης. Ο ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος δεν μπορεί, συνεπώς, να χαρακτηριστεί ως επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, της Συνθήκης.

170. Αντιθέτως, φρονούμε ότι οι διατάξεις του άρθρου 90, παράγραφος 2, μπορούν να εφαρμοστούν στους δικηγόρους που δικηγορούν στις Κάτω Χώρες. Φρονούμε ότι οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου αυτού πληρούνται όσον αφορά την ιδιαίτερη αυτή κατηγορία επιχειρηματιών.

171. ρώτον, ο ολλανδός δικηγόρος, όταν ενεργεί ως ανεξάρτητος επιχειρηματίας, αποτελεί επιχείρηση κατά την έννοια του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού . αρέχει υπηρεσίες στην αγορά νομικών υπηρεσιών. Ζητεί και λαμβάνει από τους πελάτες του αμοιβή για τις υπηρεσίες του. Επιπλέον, αναλαμβάνει τους χρηματοοικονομικούς κινδύνους που σχετίζονται με την άσκηση της δραστηριότητάς του.

172. Δεύτερον, πιστεύουμε ότι ο δικηγόρος μπορεί να θεωρηθεί ως επιχείρηση «επιφορτισμένη» με τη διαχείριση «υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος» κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, της Συνθήκης.

173. Συγκεκριμένα, δεν αμφισβητείται ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη μέλη στηρίζονται στην αρχή του κράτους δικαίου . H κοινοτική και οι εθνικές έννομες τάξεις αναγνωρίζουν δικαιώματα υπέρ των ιδιωτών . ρος διασφάλιση της αρχής αυτής του κράτους δικαίου, τα κράτη μέλη ίδρυσαν όργανα δικαστικής φύσεως. Καθιέρωσαν επίσης την αρχή ότι οι ιδιώτες πρέπει να είναι σε θέση, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, να απευθύνονται στα δικαστήρια αυτά, για να πετύχουν την αναγνώριση και τήρηση των δικαιωμάτων αυτών.

174. Ωστόσο, δεδομένης της πολυπλοκότητας της νομοθεσίας και της οργανώσεως της δικαστικής εξουσίας, οι ιδιώτες σπάνια είναι σε θέση να υπερασπιστούν οι ίδιοι τα διαιώματα που απολαύουν. Ο δικηγόρος τους παρέχει την αναγκαία προς τούτο αρωγή.

Στο πλαίσιο της συμβουλευτικής του δραστηριότητας, ο δικηγόρος βοηθεί τους πελάτες του να οργανώνουν τις διάφορες δραστηριότητές τους τηρώντας τη νομοθεσία. Υπερασπίζει τα δικαιώματά τους έναντι των λοιπών ιδιωτών και των δημοσίων αρχών. Τους πληροφορεί επίσης για τη σκοπιμότητα ή την αναγκαιότητα ασκήσεως προσφυγής ενώπιον των δικαστηρίων. Στο πλαίσιο της δραστηριότητάς του παροχής αρωγής και εκπροσωπήσεως, ο δικηγόρος οφείλει να διασφαλίζει την προσήκουσα και αποτελεσματική υπεράσπιση των ιδιωτών. Λόγω των προσόντων του, οφείλει να γνωρίζει τους κανόνες που είναι χρήσιμοι για την υποστήριξη των θέσεων του πελάτη του ενώπιον των δικαστηρίων. Υπ' αυτή την έννοια, οι δικηγόροι κατέχουν «κεντρική θέση στη λειτουργία της δικαιοσύνης, ως μεσολαβητές μεταξύ των ιδιωτών και των δικαστηρίων» . Το Δικαστήριο χαρακτηρίζει, εξάλλου, τους δικηγόρους ως βοηθούς της δικαιοσύνης και συμβάλλοντες στην απονομή της δικαιοσύνης .

175. Συνεπώς, ο δικηγόρος ασκεί ουσιώδεις δραστηριότητες σ' ένα κράτος δικαίου. Χάρη σ' αυτόν, οι ιδιώτες μπορούν να γνωρίζουν καλύτερα, να κατανοούν και να ασκούν τα δικαιώματα που τους αναγνωρίζονται. Με άλλα λόγια, ο δικηγόρος διασφαλίζει, σ' ένα κράτος δικαίου, την αποτελεσματικότητα της αρχής της πρσβάσεως των ιδιωτών στο δίκαιο και στα δικαστήρια.

Η σημασία του ρόλου του δικηγόρου οδήγησε, εξάλλου, την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη μέλη να συμπεριλάβουν στα θεμελιώδη δικαιώματα το δικαίωμα αρωγής και εκπροσωπήσεως από δικηγόρο . Ομοίως, η πλειονότητα των δημοκρατικών κοινωνιών έχει κρίνει αναγκαία τη θέσπιση συστήματος ευεργετήματος πενίας, χάρη στο οποίο κάθε πρόσωπο, ανεξαρτήτως των εισοδημάτων του και της σοβαρότητας των καταγγελιών, απολαύει της αρωγής δικηγόρου.

176. Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, ο δικηγόρος ασκεί δραστηριότητες που άπτονται «κάποιου γενικού οικονομικού συμφέροντος εμφανίζοντος ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, τα οποία τις διακρίνουν από άλλες δραστηριότητες της οικονομικής ζωής» .

177. Επιπλέον, από ορισμένες διατάξεις του ολλανδικού δικαίου προκύπτει ότι ο εγγεγραμμένος στις Κάτω Χώρες δικηγόρος είναι στην πραγματικότητα «επιφορτισμένος» με την ιδιαίτερή του αποστολή δια πράξεως των δημόσιων αρχών.

Το άρθρο 11, παράγραφος 1, του Advocatenwet παρέχει στους εγγεγραμμένους στις Κάτω Χώρες δικηγόρους την αρμοδιότητα παραστάσεως ενώπιον του συνόλου των δικαστηρίων του Βασιλείου, τόσο των πολιτικών όσο και των ποινικών. Εξάλλου, το άρθρο 46 του Advocatenwet προβλέπει ότι οι δικηγόροι υπάγονται στα πειθαρχικά όργανα για «κάθε πράξη, παράλειψη που αντίκειται στο καθήκον επιμελείας που έχουν ως δικηγόροι έναντι των προσώπων τα συμφέροντα των οποίων υπερασπίζουν ή πρέπει να υπερασπίζουν». Η διάταξη αυτή προϋποθέτει την ύπαρξη ιδιαίτερης ευθύνης του δικηγόρου κατά την άσκηση της αποστολής υπερασπίσεως των συμφερόντων των ιδιωτών.

Εφόσον το Δικαστήριο περιόρισε την αυστηρότητα των απαιτήσεων σεχτικά με την ύπαρξη τυπικής πράξεως της δημοσίας αρχής, τέτοιας φύσεως διατάξεις θα πρέπει να αρκούν προς διαπίστωση του ότι οι ολλανδικές αρχές «επιφόρτισαν» τον δικηγόρο στις Κάτω Χώρες με ιδιαίτερη αποστολή .

178. Συνεπώς, εκτιμούμε ότι οι εγγεγραμμένοι στις Κάτω Χώρες δικηγόροι αποτελούν επιχείρηση επιφορτισμένη με τη διαχείριση υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, της Συνθήκης.

179. Τρίτον, η εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού μπορεί να «εμποδίσει» την εκπλήρωση της ιδιαίτερης αποστολής των δικηγόρων.

180. ροκειμένου οι δικηγόροι να είναι σε θέση να εκπληρώσουν την αποστολή «δημόσιας υπηρεσίας», σύμφωνα με τον ορισμό που δώσαμε, οι κρατικές αρχές τους έδωσαν ορισμένα προνόμια και επαγγελματικές υποχρεώσεις. Μεταξύ αυτών, τρία χαρακτηριστικά αποτελούν την ουσία του δικηγορικού επαγγέλματος στο σύνολο των κρατών μελών. ρόκειται για υποχρεώσεις που αφορούν την ανεξαρτησία των δικηγόρων, την τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου και την ανάγκη αποφυγής της συγκρούσεως συμφερόντων.

181. Η ανεξαρτησία απαιτεί ο δικηγόρος να ασκεί τις δραστηριότητες παροχής συμβουλών, αρωγής και εκπροσωπήσεως προς το αποκλειστικό συμφέρον του πελάτη του. Αυτή εκδηλώνεται έναντι των δημοσίων αρχών, των λοιπών επιχειρηματιών και των τρίτων, από τους οποίους ουδέποτε πρέπει να επηρεάζεται. Η ανεξαρτησία αποτελεί ουσιώδη εγγύηση για τον ιδιώτη και τη δικαστική εξουσία, ώστε ο δικηγόρος να υποχρεούται να μην αναλαμβάνει υποθέσεις ή να μη συνιστά επαγγελματικούς συνεταιρισμούς που ενέχουν τον κίνδυνο διακυβεύσεώς της.

182. Το επαγγελματικό απόρρητο είναι η βάση της σχέσεως εμπιστοσύνης μεταξύ του δικηγόρου και του πελάτη του. Υποχρεώνει τον δικηγόρο να μην διαδίδει πληροφοριακά στοιχεία που του κοινοποίησε ο πελάτης του και εκτείνεται ratione temporis στην περίοδο μετά τη λήξη της εντολής του και ratione personae έναντι όλων των τρίτων. Το επαγγελματικό απόρρητο αποτελεί επίσης «εγγύηση της ελευθερίας του ατόμου και της εύρυθμης λειτουργίας της δικαιοσύνης» , οπότε στα περισσότερα κράτη μέλη είναι ζήτημα δημοσίας τάξεως.

183. Τέλος, ο δικηγόρος έχει, έναντι του πελάτη του, καθήκον ειλικρινούς συνεργασίας, που τον υποχρεώνει να αποφεύγει τη σύγκρουση συμφερόντων. Η υποχρέωση αυτή σημαίνει ότι ο δικηγόρος δεν μπορεί να συμβουλεύει, βοηθεί ή εκπροσωπεί διαδίκους, τα συμφέροντα των οποίων συγκρούονται ή συγκρούονταν στο παρελθόν. Επιπλέον, ο δικηγόρος δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει υπέρ ενός πελάτη πληροφοριακά στοιχεία που αφορούν άλλον πελάτη ή που κατέχει από άλλον πελάτη.

184. Δεδομένων των χαρακτηριστικών αυτών, η απαγόρευση επαγγελματικών συνεταιρισμών που προβλέπει η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση μπορεί να είναι αναγκαία για την εκπλήρωση της ιδιαίτερης αποστολής που έχει ανατεθεί στους δικηγόρους.

185. Αφενός, η ύπαρξη από κοινού φορέων μεταξύ δικηγόρων και ορκωτών λογιστών ενέχει τον κίνδυνο διακυβεύσεως της ανεξαρτησίας του δικηγόρου.

Συγκεκριμένα, υπάρχει κάποιας μορφής ασυμβίβαστο μεταξύ της δραστηριότητας του «συμβούλου» που ασκεί ο δικηγόρος και αυτής του «ελέγχου» που ασκεί ο ορκωτός λογιστής. Από τις παρατηρήσεις του ολλανδικού δικηγορικού συλλόγου προκύπτει ότι ο ορκωτός λογιστής στις Κάτω Χώρες ασκεί αποστολή πιστοποίησης λογαριασμών . ροβαίνει αντικειμενικώς σε εξέταση και έλεγχο της λογιστικής των πελατών του, οπότε είναι σε θέση να κοινοποιεί σε ενδιαφερόμενους τρίτους την προσωπική του γνώμη, όσον αφορά την αξιοπιστία αυτών των λογιστικών στοιχείων στοιχείων.

Ο δικηγόρος όμως δεν θα είναι πλέον σε θέση να συμβουλεύει και να υπερασπίζει τον πελάτη του με ανεξαρτησία αν ανήκει σε φορέα ο οποίος έχει επίσης ως αποστολή την πιστοποίηση των χρηματοοικονομικών αποτελεσμάτων των πράξεων στις οποίες παρενέβη. Με άλλα λόγια, η ίδρυση κοινότητας χρηματοοικονομικών συμφερόντων με μέλη του επαγγελματικού κλάδου των ορκωτών λογιστών ενέχει τον κίνδυνο να οδηγήσει τους δικηγόρους - ή ακόμη να τους υποχρεώσει - να λαμβάνουν υπόψη στοιχεία άλλα από αυτά που συνδέονται αποκλειστικά με το συμφέρον του πελάτη του.

186. Αφετέρου, η ύπαρξη επαγγελματικών συνεταιρισμών μεταξύ δικηγόρων και ορκωτών λογιστών μπορεί να αποτελέσει μεγάλο εμπόδιο στην τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου του δικηγόρου.

Εφόσον τα μέλη των δύο επαγγελματικών κλάδων ανέλαβαν την υποχρέωση να μοιράζονται τις ζημίες, τα κέρδη και τους χρηματοοικονομικούς κινδύνους που συνδέονται με τον επαγγελματικό συνεταιρισμό, έχουν πρόδηλο συμφέρον στην ανταλλαγή πληροφοριακών στοιχείων για τους κοινούς πελάτες. Ο ορκωτός λογιστής θα μπορούσε να ενδώσει στον πειρασμό να ζητήσει και να λάβει από τον δικηγόρο πληροφοριακά στοιχεία σχετικά, για παράδειγμα, με διαπραγματεύσεις που ο δικηγόρος διεξάγει στο πλαίσιο συγκεκριμένης διαφοράς. Αντιστρόφως, ο δικηγόρος θα μπορούσε να ενδώσει στον πειρασμό να ζητήσει από τον ορκωτό λογιστή στοιχεία που θα του ήταν χρήσιμα για την αποτελεσματικότερη υπεράσπιση του πελάτη του ενώπιον των δικαστηρίων.

Ο κίνδυνος παραβιάσεως του επαγγελματικού απορρήτου του δικηγόρου είναι μεγαλύτερος όταν, υπό ορισμένες συνθήκες, ο ορκωτός λογιστής υποχρεούται εκ του νόμου να κοινοποιήσει στις αρμόδιες αρχές πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με τη δραστηριότητα των πελατών του.

187. Συνεπώς, εκτιμούμε ότι ο περιορισμός του ανταγωνισμού από τον SWV είναι αναγκαίος για την προστασία, χάριν του γενικού συμφέροντος, χαρακτηριστικών που αποτελούν την ουσία του δικηγορικού επαγγέλματος στις Κάτω Χώρες.

188. Τέταρτον, η απαγόρευση του επίδικου επαγγελματικού συνεταιρισμού δεν επηρεάζει την ανάπτυξη των συναλλαγών σε βαθμό που θα αντέκειτο προς το συμφέρον της Κοινότητας.

Βεβαίως, κατά την εξέταση του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος, διαπιστώσαμε ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση είναι ικανή να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών . Ωστόσο, υπενθυμίζουμε ότι, σε αντίθεση προς το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, οι διατάξεις του άρθρου 90, παράγραφος 2, απαιτούν το επίμαχο μέτρο να έχει πράγματι επηρεάσει ουσιωδώς την ανάπτυξη των ενδοκοινοτικών συναλλαγών. Αυτό όμως δεν συντρέχει εν προκειμένω.

Η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση μπορεί να περιορίσει μόνον τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές των «από κοινού» υπηρεσιών. Δεν απαγορεύει στους δικηγόρους και στους ορκωτούς λογιστές να παρέχουν χωριστά τις υπηρεσίες τους σε πελάτες που είναι εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη. Ούτε επηρεάζει τη δυνατότητα των δικηγόρων και των ορκωτών λογιστών που είναι εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη να απαντούν χωριστά σε αιτήσεις που προέρχονται από ολλανδούς πελάτες. Από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι ο SWV εμποδίζει ουσιωδώς την ανάπτυξη των συναλλαγών κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, της Συνθήκης.

189. Τέλος, απομένει να εξεταστεί αν, σύμφωνα με το «τεστ» αναλογικότητας, η επίμαχη απαγόρευση είναι η λύση που θίγει λιγότερο τον ανταγωνισμό.

190. Συναφώς, από πολλά στοιχεία προκύπτει ότι ο περιορισμός του ανταγωνισμού περιορίζεται στο απολύτως αναγκαίο ώστε να είναι σε θέση οι ολλανδοί δικηγόροι να εκπληρώσουν την αποστολή τους.

191. ρώτον, η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση απαγορεύει μόνον τις εντατικότερες μορφές συνεργασίας μεταξύ δικηγόρων και ορκωτών λογιστών. Απαγορεύει απλώς τη σύσταση επαγγελματικών συνεταιρισμών, δηλαδή φορέων που συνεπάγονται τη διανομή των κερδών, την από κοινού λήψη αποφάσεων και την ανάληψη της τελικής ευθύνης . έρα από αυτή την ιδιαίτερη μορφή ενώσεως, οι δικηγόροι και οι ορκωτοί λογιστές μπορούν να συνιστούν οποιαδήποτε άλλη μορφή συνεργασίας στην ολλανδική αγορά .

192. Δεύτερον, πιστεύουμε ότι η ανεξαρτησία και το επαγγελματικό απόρρητο του δικηγόρου δεν μπορούν να προστατευθούν με λιγότερο περιοριστικά του ανταγωνισμού μέτρα.

193. Οι υποστηρικτές της υπάρξεως από κοινού φορέων ισχυρίζονται γενικά ότι πολλοί μηχανισμοί διασφαλίζουν την τήρηση των κανόνων δεοντολογίας που χαρακτηρίζουν το δικηγορικό επάγγελμα. Φρονούν ότι: (1) ο δικηγορικός σύλλογος μπορεί να θεσπίζει πειθαρχικά μέτρα έναντι των δικηγόρων που παραβιάζουν τις επαγγελματικές τους υποχρεώσεις · (2) συμβάσεις μπορούν να προβλέπουν ειδικώς ότι τα μέλη της οντότητας πρέπει να τηρούν τις δεοντολογικές τους υποχρεώσεις και (3) ένας μηχανισμός τύπου «Chinese wall» θα εμποδίζει κάθε διαβίβαση πληροφοριακών στοιχείων μεταξύ των δικηγόρων και των ορκωτών λογιστών.

194. Τα επιχειρήματα αυτά δεν είναι πειστικά.

Αφενός, δεν αμφισβητείται ότι τα όργανα του δικηγορικού συλλόγου δεν μπορούν να ασκούν γενικό και μόνιμο έλεγχο επί των μελών του επαγγέλματος. Εξάλλου, ένας τέτοιος έλεγχος δεν είναι επιθυμητός λόγω του κλίματος δυσπιστίας που θα καλλιεργούσε εντός του επαγγέλματος.

Αφετέρου, οι συμβατικές δεσμεύσεις και ο μηχανισμός «Chinese wall» δημιουργούν στην πράξη πολλά προβλήματα . Έτσι, σε περίπτωση διαδόσεως εμπιστευτικών πληροφοριακών στοιχείων, είναι πρακτικώς αδύνατο να γίνει διάκριση μεταξύ των πληροφοριακών στοιχείων που κοινοποιήθηκαν στον δικηγόρο και αυτών που διαβιβάσθηκαν στον ορκωτό λογιστή. Επιπλέον, φρονούμε ότι, λαμβανομένων υπόψη των οικονομικών συμφερόντων που διακυβεύονται σε ορισμένες υποθέσεις που διαχειρίζονται οι από κοινού φορείς, ο μηχανισμός «Chinese wall» και οι συμβατικές δεσμεύσεις δεν είναι επαρκή μέτρα για τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας και του επαγγελματικού απορρήτου του δικηγόρου .

195. Τρίτον, υπενθυμίζουμε ότι, κατά πάγια νομολογία, το Δικαστήριο κρίνει ότι : «το γεγονός ότι ένα κράτος μέλος προβλέπει λιγότερο αυστηρούς κανόνες σε σχέση με κάποιο άλλο δεν σημαίνει ότι οι κανόνες αυτοί παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας και ότι, συνεπώς, είναι ασυμβίβαστοι προς το κοινοτικό δίκαιο» . Δεν έχει, συνεπώς, σημασία το γεγονός ότι άλλα κράτη μέλη, όπως η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, επιτρέπουν τους επαγγελματικούς συνεταιρισμούς μεταξύ των δικηγόρων και των ορκωτών λογιστών .

196. Κατόπιν τούτου, πιστεύουμε ότι το Δικαστήριο δεν διαθέτει το σύνολο των αναγκαίων στοιχείων για να επιλύσει το ζήτημα της αναλογικότητας της επίμαχης στην κύρια δίκη ρύθμισης.

197. Οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης προβάλλουν, πράγματι, κι άλλα επιχειρήματα για να αποδείξουν ότι ο SWV είναι δυσανάλογος σε σχέση με τον επιδιωκόμενο στόχο. Η εκτίμη του βασίμου των επιχεριημάτων αυτών απαιτεί σε βάθος εξέταση των πραγματικών και νομικών στοιχείων της κύριας δίκης, τα οποία χαρακτηρίζουν ειδικότερα την ολλανδική έννομη τάξη. Τα στοιχεία αυτά είναι τα ακόλουθα.

198. Αφενός, οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης φρονούν ότι οι θεσπισθέντες από τον ολλανδικό δικηγορικό σύλλογο κανόνες δημιουργούν δυσμενείς διακρίσεις. Υπενθυμίζουν ότι ο ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος επιτρέπει ρητώς στους δικηγόρους να συνιστούν επαγγελματικούς συνεταιρισμούς με τους συμβολαιογράφους, τους φοροτεχνικούς συμβούλους και τους πληρεξουσίους για διπλώματα ευρεσιτεχνίας. Αντιθέτως, ο ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος τους απαγορεύει να συνιστούν επαγγελματικούς συνεταιρισμούς με τους ορκωτοί λογιστές.

Το ζήτημα που τίθεται είναι αν υπάρχουν αντικειμενικοί λόγοι που μπορούν να δικαιολογούν τη διαφορά αυτή στη μεταχείριση μεταξύ των προπαρατεθέντων επαγγελματικών κλάδων. Τα διάδικα μέρη διαφωνούν έντονα στο σημείο αυτό. ροβάλλουν πολλά επιχειρήματα σχετικά με τα χαρακτηριστικά των διαφόρων οικείων επαγγελμάτων (αμεροληψία, ανεξαρτησία, επαγγελματικό απόρρητο, δικαίωμα εξαιρέσεως). Το Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να αποφανθεί επί του ζητήματος αυτού.

199. Αφετέρου, οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης προσκόμισαν έκθεση που κατάρτισε τον Ιούλιο του 1999 ομάδα εργασίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης και του Υπουργείου Οικονομικών Υποθέσεων . Ισχυρίζονται ότι η ομάδα εργασίας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η απαγόρευση πολυκλαδικών επαγγελματικών συνεταιρισμών μεταξύ των συμβολαιογράφων και των ορκωτών λογιστών είναι δυσανάλογη και δεν δικαιολογείται αντικειμενικά. Οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης φρονούν ότι το συμπέρασμα αυτό μπορεί πλήρως να μεταφερθεί στους επαγγελματικούς συνεταιρισμούς μεταξύ των δικηγόρων και των ορκωτών λογιστών. Η φύση και το περιεχόμενο της εκθέσεως αυτής συζητήθηκαν κατά την προφορική διαδικασία. Το Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να αποφανθεί επί του ζητήματος αυτού.

200. Συνεπώς, επιβάλλεται να αναπεμφθεί η εξέταση των διαφόρων αυτών ζητημάτων στο Raad van State. Κατά τη γνώμη μας, το αιτούν δικαστήριο μπορεί να καταλήξει ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση συνάδει προς το άρθρο 90, παράγραφος 2, της Συνθήκης, αν διαπιστώσει ότι υπάρχουν αντικειμενικοί λόγοι που επιτρέπουν στους εγγεγραμμένους στις Κάτω Χώρες δικηγόρους να συνιστούν επαγγελματικούς συνεταιρισμούς με τους ορκωτοί λογιστές.

201. ροτείνουμε, συνεπώς, στο Δικαστήριο να απαντήσει στο πέμπτο προδικαστικό ερώτημα ότι το άρθρο 90, παράγραφος 2, της Συνθήκης δεν εμποδίζει ένα δικηγορικό σύλλογο, όπως είναι ο ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος, να θεσπίζει δεμευτικά μέτρα που απαγορεύουν στους δικηγόρους που δικηγορούν στο οικείο κράτος μέλος να συνιστούν επαγγελματικούς συνεταιρισμούς με ορκωτοί λογιστές, αν το εν λόγω μέτρο είναι αναγκαίο για τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας και του επαγγελματικού απορρήτου του δικηγόρου.

VIII - Tα άρθρα 5 και 85 της Συνθήκης

202. Το έκτο προδικαστικό ερώτημα αφορά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 5, 85 και 86 της Συνθήκης.

203. Το Raad van State ερωτά αν ένα κράτος μέλος παραβιάζει τις προπαρατεθείσες διατάξεις όταν παραχωρεί σε δικηγορικό σύλλογο, όπως είναι ο ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος, την εξουσία θεσπίσεως δεμευτικών μέτρων που διέπουν τη δυνατότητα των δικηγόρων που δικηγορούν στην επικράτειά του να συνιστούν επαγγελματικούς συνεταιρισμούς με ορκωτούς λογιστές, χωρίς το κράτος μέλος να μπορεί να υποκαταστήσει τον δικηγορικό σύλλογο στην έκδοση των αποφάσεων.

204. Κατά την εξέταση του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος, διαπιστώσαμε ότι το άρθρο 86 της Συνθήκης δεν εφαρμόζεται στον ολλανδικό δικηγορικό σύλλογο. Το αντικείμενο του έκτου προδικαστικού ερωτήματος πρέπει, συνεπώς, να περιοριστεί στην ερμηνεία των συνδυασμένων διατάξεων των άρθρων 5 και 85 της Συνθήκης.

205. Συναφώς, η νομολογία έθεσε τις ακόλουθες αρχές .

206. Το άρθρο 85 της Συνθήκης ρυθμίζει μόνον τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων. Δεν αφορά, συνεπώς, κατ' αρχήν νομοθετικά ή κανονιστικά μέτρα που λαμβάνουν τα κράτη μέλη. Ωστόσο, το άρθρο 85 της Συνθήκης, σε συνδυασμό με το άρθρο 5, επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να μη λαμβάνουν ή διατηρούν σε ισχύ μέτρα, έστω και αν αυτά είναι νομοθετικής ή κανονιστικής φύσεως, δυνάμενα να εξουδετερώσουν την πρακτική αποτελεσματικότητα των εφαρμοστέων επί των επιχειρήσεων κανόνων ανταγωνισμού. Αυτό συντρέχει σε τρεις περιπτώσεις όταν: (1) ένα κράτος μέλος επιβάλλει ή διευκολύνει τη σύναψη συμφωνιών, αποφάσεων ενώσεων επιχειρήσεων ή εναρμονισμένων πρακτικών που είναι αντιθέτες προς το άρθρο 85 της Συνθήκης ·(2) ένα κράτος μέλος ενισχύει τα αποτελέσματα τέτοιων συμπράξεων, και (3) ένα κράτος μέλος αφαιρεί από τη δική του κανονιστική ρύθμιση τον κρατικό της χαρακτήρα αναθέτοντας σε ιδιώτες επιχειρηματίες την ευθύνη λήψεως αποφάσεων περί παρεμβάσεως σε οικονομικά θέματα.

207. Όσον αφορά τις δύο πρώτες περιπτώσεις, η νομολογία απαιτεί, προκειμένου να διαπιστωθεί αν ένα μέτρο νομοθετικής ή κανονιστικής φύσεως αντίκειται στα άρθρα 5 και 85 της Συνθήκης, την ύπαρξη συνδέσμου μεταξύ του κρατικού μέτρου και μιας ιδιωτικής συμπεριφοράς μιας ή πολλών επιχειρήσεων . Σκοπός της απαιτήσεως αυτής είναι να μην είναι δυνατή η εξέταση των κρατικών μέτρων λόγω των αντίθετων προς τον ανταγωνισμό αποτελεσμάτων που τα χαρακτηρίζουν. Με τις προτάσεις τους επί των αποφάσεων Meng, Reiff, Ohra Schadeverzekeringen and DIP κ.λπ. , οι γενικοί εισαγγελείς Tesauro , Darmon and Fennelly εξέθεσαν κατά τρόπο πειστικό τους λόγους για τους οποίους η νομολογία αυτή πρέπει να επιβεβαιωθεί επί του σημείου αυτού. Δεν είναι, συνεπώς, αναγακίο να επανέλθουμε επ' αυτών των διαφόρων επιχειρημάτων.

άντως, με ορισμένες πρόσφατες αποφάσεις , το Δικαστήριο διευκρίνισε τις απαιτήσεις του κάνοντας ένα ακόμη πρόσθετο βήμα. ροέβη σε παραλληλισμό μεταξύ της νομιμότητας της ιδιωτικής συμπεριφοράς και του θεμιτού του κρατικού μέτρου. Το Δικαστήριο θεωρεί ότι, όταν μια συμφωνία, μια απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων ή μια εναρμονισμένη πρακτική δεν αντιβαίνει προς το άρθρο 85, παράγραφος 1, το κρατικό μέτρο το οποίο επιβάλλει, διευκολύνει ή ενισχύει τα αποτελέσματα αυτομάτως συνάδει προς τις διατάξεις των άρθρων 5 και 85 της Συνθήκης. Φρονούμε, όπως και ο γενικός εισαγγελέας Jacobs , ότι ένας τέτοιος αυτοματισμός είναι ελάχιστα σύμφωνος προς την οικονομική πραγματικότητα. Υπάρχουν, πράγματι, πολλά παραδείγματα όπου μια σύμπραξη δεν είναι, αυτή καθεαυτήν, αντίθετη προς το άρθρο 85, παράγραφος 1, αλλά όπου το κρατικό μέτρο, επειδή ενισχύει τα αποτελέσματά της, περιορίζει αισθητά τον ανταγωνισμό στην αγορά .

Εν πάση περιπτώση, οι δύο πρώτες περιπτώσεις που προσδιόρισε η νομολογία δεν σχετίζονται με την υπό κρίση διαφορά. Το αιτούν δικαστήριο δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι οι ολλανδικές δημόσιες αρχές επέβαλαν, διευκόλυναν ή ενίσχυσαν τα αποτελέσματα της επίμαχης στην κύρια δίκη ρύθμισης. Μόνο η τρίτη περίπτωση, σχετικά με την ενδεχόμενη ανάθεση εξουσιών, πρέπει να εξεταστεί.

208. Όσον αφορά την τρίτη περίπτωση, το Δικαστήριο επισημαίνει «αντίρρηση αρχής έναντι των νομοθετικών μέτρων με τα οποία το κράτος παραιτείται από τον ρόλο του και αναθέτει στις επιχειρήσεις τις αναγκαίες εξουσίες για να θέσουν σε εφαρμογή τη δική τους πολιτική» .

Το Δικαστήριο εκτιμά ότι μια κανονιστική ρύθμιση διατηρεί τον κρατικό της χαρακτήρα όταν οι δημόσιες αρχές διατηρούν την εξουσία να καθορίζουν οι ίδιες τους ουσιώδεις όρους της οικονομικής αποφάσεως . Αυτό προδήλως συμβαίνει όταν το ίδιο το κρατικό μέτρο διατυπώνει την απαγόρευση που συνεπάγεται ενδεχόμενα περιοριστικά αποτελέσματα του ανταγωνισμού . Τούτο συμβαίνει επίσης όταν η απόφαση λαμβάνεται από τους ιδιώτες επιχειρηματίες, αλλά οι δημόσιες αρχές διαθέτουν την εξουσία να την εγκρίνουν, να την απορρίψουν, να την τροποποιήσουν ή να την αντικαταστήσουν με δική τους απόφαση . Στην περίπτωση αυτή, ο κρατικός χαρακτήρας μιας κανονιστικής ρυθμίσεως δεν αναιρείται από το γεγονός και μόνον ότι εκδόθηκε κατόπιν διαβουλεύσεως με τους εκπροσώπους των ιδιωτών επιχειρηματιών .

Αντιθέτως, το Δικαστήριο, με την απόφαση CNSD , έκρινε ότι οι δημόσιες αρχές είχαν καταλείψει πλήρως την αρμοδιότητά τους στους ιδιώτες επιχειρηματίες. Στηρίχθηκε στις ακόλουθες σκέψεις: (1) τα μέλη του CNSD ήταν εκπρόσωποι των επαγγελματιών εκτελωνιστών (2) ο αρμόδιος Υπουργός δεν μπορούσε να επέμβει κατά την ανάδειξη των μελών του CNSD και (3) τα μέλη του CNSD δεν υποχρεούνταν εκ του νόμου να λαμβάνουν αποφάσεις τηρώντας ορισμένα κριτήρια γενικού συμφέροντος. Επομένως, το Δικαστήριο χρησιμοποίησε κριτήρια πανομοιότυπα με αυτά που χρησιμοποιούνται για να εξακριβωθεί η ύπαρξη «ενώσεως επιχειρήσεων» κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης.

209. Το ζήτημα της αναθέσεως των εξουσιών στον οικονομικό τομέα είναι κρίσιμο όσο αφορά τα ελευθέρια επαγγέλματα. Ο γενικός εισαγγελέας Jacobs, με τις προτάσεις του επί της αποφάσεως Pavlov, εξέθεσε σαφώς τα διακυβευόμενα συμφέροντα. Ο γενικός εισαγγελέας Jacobs υπογράμμισε:

«Τα ειδικά χαρακτηριστικά των αγορών επαγγελματικών υπηρεσιών απαιτούν κάποια μορφή αυτορυθμίσεως. Όσοι αντιτίθενται προς μια επαγγελματική ρύθμιση επιμένουν τα ελευθέρια επαγγέλματα να ρυθμίζονται από το κράτος ή, τουλάχιστον, από ρυθμιστικά όργανα ελεγχόμενα από το κράτος, δεδομένου ότι υπάρχουν κίνδυνοι καταχρήσεων από τις ρυθμιστικές εξουσίες. Ωστόσο, από οικονομικής πλευράς, ανακύπτει και πάλι πρόβλημα πληροφορήσεως. Η περιπλοκότητα των υπηρεσιών αυτών και η συνεχής τους εξέλιξη, μέσω των συχνών μεταβολών που επέρχονται στις γνώσεις και στις τεχνολογικές εξελίξεις, καθιστούν δύσκολη για τα κοινοβούλια και τις κυβερνήσεις τη θέσπιση των αναγκαίων λεπτομερών νομοθετικών μέτρων, ενημερωμένων και προσαρμοσμένων στους διάφορους σχετικούς τομείς. Η αυτορύθμιση από έμπειρα μέλη του επαγγελμάτων είναι συχνά καταλληλότερη, καθότι μπορεί να αντιδράσει με την αναγκαία ελαστικότητα. Το κυριότερο πρόβλημα για κάθε σύστημα δικαίου του ανταγωνισμού είναι, επομένως, να προλαμβάνει καταχρήσεις των ρυθμιστικών εξουσιών, χωρίς να καταργεί τη ρυθμιστική αυτονομία των επαγγελμάτων» .

210. Το Δικαστήριο καλείται συνεπώς να θέσει κριτήρια για την επίτευξη ισσοροπίας μεταξύ, αφενός, της ανάγκης να αναγνωριστεί κάποια εξουσία αυτορυθμίσεως στα ελευθέρια επαγγέλματα και, αφετέρου, της ανάγκης να αποφευχθούν οι κίνδυνοι επιδείξεως συμπεριφορών αντίθετων προς τον ανταγωνισμό που ενέχει η απονομή αυτής της εξουσίας.

211. Συναφώς, πιστεύουμε ότι δύο προϋποθέσεις επιτρέπουν την επίτευξη αυτής της ισορροπίας.

212. Η πρώτη εμπεριέχεται ήδη στην υπάρχουσα νομολογία. Απαιτεί οι δημόσιες αρχές να διατηρούν την εξουσία να καθορίζουν οι ίδιες το περιεχόμενο των ουσιωδών κανόνων του επαγγέλματος και, μεταξύ άλλων, των κανόνων που μπορούν να επηρεάσουν τα δικαιώματα των οικείων προσώπων. Η εξουσία αυτή μπορεί να ασκηθεί με διάφορους τρόπους. Μπορεί να τοποθετείται στα πρώτα στάδια της κανονιστικής διαδικασίας, προβλέποντας τη δυνατότητα επεμβάσεως των δημοσίων αρχών στη διαδικασία αυτή. Μπορεί να τοποθετείται στα μεταγενέστερα στάδια, θεσπίζοντας εκ των υστέρων έλεγχο των ρυθμίσεων που θέσπισαν τα όργανα του δικηγορικού συλλόγου.

213. Η δεύτερη προϋπόθεση αφορά τα ένδικα μέσα που διαθέτουν τα μέλη του επαγγέλματος. Απαιτεί οι επαγγελματίες να έχουν δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής κατά των αποφάσεων των οργάνων του δικηγορικού συλλόγου, ώστε να είναι σε θέση να καταγγείλουν τις ενδεχόμενες αντίθετες προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορές εντός του επαγγέλματος. Συναφώς, η προσφυγή ενώπιον των οργάνων του δικηγορικού συλλόγου μας φαίνεται ανεπαρκής για τη διαφάλιση πραγματικού ελέγχου εκ μέρους των δημοσίων αρχών. Ο έλεγχος αυτός απαιτεί οι επαγγελματίες να έχουν τη δυνατότητα να απευθύνονται ενώπιον των δικαστηρίων, δηλαδή ενώπιον δικαστικών οργάνων εκτός του επαγγέλματος. Ο δικαστικός έλεγχος πρέπει να αφορά όχι μόνον τις ατομικές αποφάσεις, αλλά και τα μέτρα γενικού χαρακτήρα.

214. Επιβάλλεται η εξέταση των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης βάσει των δύο αυτών προϋποθέσεων.

Α - Επί της εξουσίας των ολλανδικών αρχών να καθορίζουν, άμεσα ή έμμεσα, το περιεχόμενο των ουσιωδών κανόνων του επαγγέλματος

215. Όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση, η υποβληθείσα ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία περιέχει στοιχεία που αφορούν την ύπαρξη προληπτικού και κατασταλτικού ελέγχου.

216. Όσον αφορά τον προληπτικό έλγχο, ο ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος εξέθεσε ότι οι ολλανδικές αρχές συνεργάζονταν στενά κατά τη διαδικασία θεσπίσεως των ρυθμίσεων αυτών. Ο ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος ανέφερε ότι κοινοποιούσε συστηματικά τα σχέδια ρυθμίσεων στον Υπουργό Δικαιοσύνης, οπότε ο τελευταίος ήταν σε θέση να παρακολουθεί προσεκτικά τις εξελίξεις εντός του επαγγέλματος. Το Raad van State, με τη διάταξή του περί παραπομπής , διαπίστωσε ωστόσο ότι οι διατάξεις του Advocatenwet δεν προέβλεπαν καμία ανάμιξη των δημοσίων αρχών κατά την επεξεργασία των ρυθμίσεων του ολλανδικού δικηγορικού συλλόγου.

Τα δύο αυτά στοιχεία δεν μας φαίνονται αντιφατικά αυτά καθεαυτά. Είναι δυνατόν, παρά την έλλειψη τυπικών διατάξεων στον Advocatenwet, η πρακτική να εξελίχθηκε υπό την έννοια προληπτικού ελέγχου του περιεχομένου των ρυθμίσεων του ολλανδικού δικηγορικού συλλόγου από τον Υπουργό Δικαιοσύνης. Το ζήτημα που τίθεται είναι, συνεπώς, να διασφαλιστεί η ύπαρξη μιας τέτοιας πρακτικής και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, να καθοριστεί η φύση της και το πραγματικό της περιεχόμενο.

217. Το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα αναγκαία στοιχεία για να αποφανθεί επί του ζητήματος. Επιβάλλεται, συνεπώς, η εξέταση του ζητήματος αυτού να αναπεμφθεί στο Raad van State.

Συναφώς, πιστεύουμε ότι το αιτούν δικαστήριο μπορεί να αποφανθεί υπέρ της υπάρξεως επαρκούς προληπτικού ελέγχου, αν διαπιστώσει ότι υπάρχει πάγια πρακτική, δυνάμει της οποίας τα όργανα του ολλανδικού δικηγορικού συλλόγου υποχρεούνται να: (1) κοινοποιούν στον Υπουργό Δικαιοσύνης τα σχέδια ρυθμίσεων που αφορούν τους ουσιώδεις κανόνες του δικηγορικού επαγγέλματος στις Κάτω Χώρες και (2) λαμβάνουν υπόψη τις παρατηρήσεις του Υπουργού Δικαιοσύνης επί των σχεδίων αυτών.

218. Αν ο προληπτικός έλεγχος που ασκεί ο Υπουργός Δικαιοσύνης δεν πληροί τα κριτήρια αυτά, δεν συνάγεται οπωσδήποτε ότι οι ολλανδικές αρχές παραβίασαν τις διατάξεις των άρθρων 5 και 85 της Συνθήκης. Απομένει να εξεταστεί ο κατασταλτικός έλεγχος που εισάγει το άρθρο 30 του Advocatenwet.

Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή: «οι αποφάσεις του Σώματος των εκπροσώπων, του Γενικού Συμβουλίου ή των λοιπών οργάνων του ολλανδικού δικηγορικού συλλόγου μπορούν να ανασταλούν ή να ακυρωθούν με βασιλικό διάταγμα, εφόσον είναι παράνομες ή αντίκεινται προς το γενικό συμφέρον».

219. Επί του σημείου αυτού, οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης φρονούν ότι ο Advocatenwet αντίκειται προς τα άρθρα 5 και 85 της Συνθήκης. Υπογραμμίζουν ότι οι δημόσιες αρχές δεν έχουν τη δυνατότητα να θεσπίζουν οι ίδιες τους οργανωτικούς του επαγγέλματος κανόνες ούτε να υποκαθιστούν τον δικηγορικό σύλλογο με δικές τους αποφάσεις.

220. Δεν συμφωνούμε με την άποψη αυτή.

221. Θεωρούμε ότι η προϋπόθεση που θέτει η νομολογία - ότι οι δημόσιες αρχές πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να αντικαθιστούν τα μέτρα που έλαβαν ιδιώτες επιχειρηματίες τις δικές τους αποφάσεις - αποτελεί έκφραση μιας γενικότερης αρχής, σύμφωνα με την οποία ο έλεγχος των δημοσίων αρχών πρέπει να είναι πραγματικός. Υπ' αυτές τις συνθήκες, η εξουσία άμεσης υποκαταστάσεως συνιστά μία μόνον από τις λεπτομέρειες της ασκήσεως του κρατικού ελέγχου.

222. Το ζήτημα που τίθεται, επομένως, είναι αν η εξουσία ακυρώσεως και αναστολής του Στέμματος αποτελεί πραγματικό έλεγχο. Κατά η γνώμη μας, τρία στοιχεία πρέπει να εξετασθούν συναφώς. Αφορούν: (1) τη συχνότητα ασκήσεως της εξουσίας ακυρώσεως και αναστολής, (2) το αντικείμενο των μέτρων που ακυρώθηκαν ή ανεστάλησαν και (3) τον υποχρεωτικό χαρακτήρα των λόγων που οδήγησαν στην ακύρωση ή στην αναστολή.

223. Όσον αφορά τα δύο πρώτα στοιχεία, ο ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος ανέφερε ότι το Στέμμα έχει κάνει ήδη χρήση στο παρελθόν της αρμοδιότητάς του. Ακύρωσε μερικώς ρύθμιση σχετικά με την περίοδο δοκιμασίας δικηγόρου (το 1955) και ανέστειλε ορισμένες διατάξεις ρυθμίσεως σχετικής με την άσκηση του επαγγέλματος ως μισθωτού (το 1977). Επιπλέον, το Στέμμα απείλησε να ασκήσει την αρμοδιότητα του, αν ο ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος θέσπιζε ορισμένες ρυθμίσεις. Απείλησε έτσι να ασκήσει την ακυρωτική του αρμοδιότητα όσον αφορά ρύθμιση σχετικά με την άσκηση του επαγγέλματος ως μισθωτού (το 1977) και όσον αφορά μια τροποποίηση ρυθμίσεως της περιόδου δοκιμασίας, που αφορούσε «εξωτερικό εργοδότη» (το 1984).

Όσον αφορά το τρίτο στοιχείο, οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης ανέφεραν ότι, «ακόμη και μετά την ακύρωση ρυθμίσεως, ο δικηγορικός σύλλογος παραμένει αρμόδιος για να αποφασίσει, κατά τρόπο ανεξάρτητο, το περιεχόμενο της (νέας) ρυθμίσεως» .

224. ιστεύουμε ότι τα πληροφοριακά στοιχεία δεν επαρκούν για να επιτρέψουν στο Δικαστήριο να αποφανθεί επί του ζητήματος του κατασταλτικού ελέγχου που ασκεί το Στέμμα.

225. Από τα πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με τα δύο πρώτα στοιχεία μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι δημόσιες αρχές ασκούν πραγματικό έλεγχο επί της κανονιστικής δραστηριότητας του ολλανδικού δικηγορικού συλλόγου. Ωστόσο, τα πληροφοριακά αυτά στοιχεία πρέπει, κατά τη γνώμη μας, να επιβεβαιωθούν από άλλα αποδεικτικά στοιχεία ενώπιον του «Raad van State.

Το αποφασιστικό συναφώς κριτήριο είναι να εξακριβωθεί αν το Στέμμα επεμβαίνει πραγματικά για τον έλεγχο της συμβατότητας, από πλευράς γενικού συμφέροντος, των ρυθμίσεων που είναι ουσιώδεις για την πρόσβαση στο επάγγελμα και την άσκησή του.

226. Όσον αφορά το τρίτο στοιχείο, δύσκολα κατανοούμε ότι ο ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος μπορεί, μετά την επέμβαση του Στέμματος, να θεσπίσει ρύθμιση πανομοιότυπη με αυτή που ακυρώθηκε ή ανεστάλη. Η λογική του συστήματος της ολλανδικής έννομης τάξης φαίνεται να απαιτεί μάλλον ότι ο ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος υποχρεούται να θεσπίσει νέα ρύθμιση συνάδουσα προς τους λόγους ακυρώσεως ή αναστολής. Αν όντως αυτό συμβαίνει, το Raad van State μπορεί να διαπιστώσει ότι οι δημόσεις αρχές έχουν το -έμμεσο- δικαίωμα καθορισμού του περιεχομένου των σχετικών με το δικηγορικό επάγγελμα κανόνων στις Κάτω Χώρες.

Β - Επί της υπάρξεως ενδίκων μέσων για τα μέλη του επαγγέλματος

227. Η δεύτερη προϋπόθεση, σχετική με την ύπαρξη ενδίκων μέσων για τα μέλη του επαγγέλματος, πληρούται προδήλως εν προκειμένω.

Από τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης αποδεικνύεται ότι οι J. C. J. Wouters και J. W. Savelbergh είχαν τη δυνατότητα να απευθυνθούν ενώπιον των δικαστηρίων, προκειμένου να ασκήσουν προσφυγή κατά της ατομικής αποφάσεως που έλαβαν τα όργανα του δικηγορικού συλλόγου. Κατά την άσκηση των προσφυγών αυτών, οι ενδιαφερόμενοι ήταν σε θέση να επικαλεστούν την αντίθεση προς τις διατάξεις κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού του γενικού μέτρου που στην κύρια δίκη είναι η επίμαχη ρύθμιση. Οι εγγεγραμμένοι στις Κάτω Χώρες δικηγόροι διαθέτουν, συνεπώς, πραγματικά ένδικα μέσα ενώπιον των δικαστηρίων κατά των ατομικών και γενικών αποφάσεων που θεσπίζουν τα όργανα του δικηγορικού συλλόγου.

228. Ενόψει των προεκτεθέντων, προτείνουμε στο Δικαστήριο να απαντήσει στο έκτο προδικαστικό ερώτημα ότι τα άρθρα 5 και 85 της Συνθήκης δεν εμποδίζουν ένα κράτος μέλος να παρέχει σε δικηγορικό σύλλογο, όπως ο ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος, την αρμοδιότητα θεσπίσεως δεμευτικών μέτρων που διέπουν τη δυνατότητα για τους δικηγόρους που δικηγορούν στην επικράτειά του να συνιστούν επαγγελματικούς συνεταιρισμούς με ορκωτοί λογιστές, υπό τη διπλή προϋπόθεση ότι (1) δημόσιες αρχές διατηρούν την εξουσία να καθορίζουν, άμεσα ή έμμεσα, το περιεχόμενο των ουσιωδών κανόνων του επαγγέλματος και (2) τα μέλη του επαγγέλματος διαθέτουν πραγματικά ένδικα μέσα ενώπιον των δικαστηρίων κατά των αποφάσεων που θεσπίζουν τα όργανα του δικηγορικού συλλόγου.

ΙΧ - Τα άρθρα 52 και 59 της Συνθήκης

229. Τα τρία τελευταία προδικαστικά ερωτήματα αφορούν τις διατάξεις της Συνθήκης περί εγκαταστάσεως (άρθρο 52) και ελεύθερης παροχής υπηρεσιών (άρθρο 59).

230. Το έβδομο προδικαστικό ερώτημα αφορά τον προσδιορισμό των διατάξεων της Συνθήκης που έχουν εφαρμογή στη διαφορά της κύριας δίκης. Ενώπιον των ολλανδικών δικαστηρίων, οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης ισχυρίστηκαν ότι η διαφορά εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των δύο προπαρατεθεισών διατάξεων. Αντιθέτως, ο ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος φρονεί ότι τα άρθρα 52 και 59 της Συνθήκης δεν μπορούν να εφαρμοστούν ταυτόχρονα στην ίδια πραγματική κατάσταση.

231. Με το όγδοο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν η απαγόρευση συστάσεως επαγγελματικών συνεταιρισμών αποτελεί περιορισμό του δικαιώματος εγκαταστάσεως και/ή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

232. Τέλος, το ένατο προδικαστικό ερώτημα αφορά τους λόγους που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν τον ενδεχόμενο περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων. ιο συγκεκριμένα, το Raad van State ερωτά αν η απαγόρευση συστάσεως επαγγελματικών συνεταιρισμών μεταξύ των δικηγόρων και των ορκωτών λογιστών μπορεί να εξομοιωθεί με "τρόπο πωλήσεως" υπό την έννοια της αποφάσεως Keck και Mithouard ή αν, αντιθέτως, η απαγόρευση αυτή πρέπει να εξετασθεί από πλευράς των προϋποθέσεων της αποφάσεως Gebhard .

233. Κατά την υπό κρίση διαδικασία, πολλά παρεμβαίνοντες ισχυρίστηκαν ότι η διαφορά της κύριας δίκης δεν εμφανίζει κανένα συνδετικό στοιχείο με το κοινοτικό δίκαιο. Φρονούν ότι πρόκειται για καθαρά εσωτερική κατάσταση στις Κάτω Χώρες. Το επιχείρημα αυτό θα εξετασθεί κατά την εξέταση του εβδόμου προδικαστικού ερωτήματος.

Α - Οι διατάξεις που έχουν εφαρμογή στη διαφορά της κύριας δίκης

234. Εκ προοιμίου, υπενθυμίζουμε ότι οι κοινοτικές διατάξεις περί ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων και ελεύθερης παροχής υπηρεσιών δεν διέπουν μόνον τα μέτρα που λαμβάνουν οι δημόσιες αρχές. Καλύπτουν και τα άλλης φύσεως μέτρα που ρυθμίζουν, κατά συλλογικό τρόπο, την έμμισθη εργασία και τις παροχές υπηρεσιών . Tα άρθρα 52 και 59 της Συνθήκης μπορούν, συνεπώς, να έχουν εφαρμογή σε κανόνες που θεσπίζουν ενώσεις ή οργανισμοί όπως είναι οι επαγγελματικοί σύλλογοι.

235. Επιβάλλεται επίσης να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, οι διατάξεις της Συνθήκης περί εγκαταστάσεως και ελεύθερης παροχής υπηρεσιών δεν εφαρμόζονται σε καθαρά εσωτερικές καταστάσεις, δηλαδή σε καταστάσεις των οποίων όλα τα συναφή στοιχεία έχουν σχέση με ένα και μόνον κράτος μέλος .

236. Εν προκειμένω, οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης ισχυρίζονται ότι, για τον καθορισμό των εφαρμοστέων επί της διαφοράς διατάξεων, είναι αναγκαίο να γίνει διάκριση μεταξύ δύο καταστάσεων: αφενός, των J. C. J. Wouters και J. W. Savelbergh και, αφετέρου, αυτής των εταιριών Arthur Andersen & Co. Belastingadviseurs και Price Waterhouse Belastingadviseurs BV.

Οι J. C. J. Wouters και J. W. Savelbergh επικαλούνται διατάξεις της Συνθήκης περί της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Οι ενδιαφερόμενοι επιθυμούν να συστήσουν επαγγελματικό συνεταιρισμό με τις δύο προαναφερθείσες εταιρίες, με σκοπό την παροχή «από κοινού» υπηρεσιών σε πελάτες που είναι εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη. Αντιθέτως, οι εταιρίες Arthur Andersen & Co. Belastingadviseurs και Price Waterhouse Belastingadviseurs BV επικαλούνται διατάξεις της Συνθήκης περί εγκαταστάσεως. Επικαλούνται, «για τις ίδιες και για τους δικηγόρους που συνεργάζονται μαζί τους» , το δικαίωμα μόνιμης εγκαταστάσεως στις Κάτω Χώρες, με σκοπό τη σύναψη επαγγελματικών συνεταιρισμών με δικηγόρους.

237. Το επιχείρημα των προσφευγόντων της κύριας δίκης είναι αβάσιμο.

238. Οι διατάξεις της Συνθήκης περί εγκαταστάσεως εφαρμόζονται σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα που επιθυμούν «να συμμετέχ[ουν], με σταθερό και συνεχή τρόπο, στην οικονομική ζωή άλλου κράτους μέλους εκτός του κράτους προελεύσεώς [τους] [...] σε ό,τι αφορά τον τομέα των μη μισθωτών δραστηριοτήτων» .

239. Εν προκειμένω, όμως, από κανένα στοιχείο δεν συνάγεται ότι η διαφορά της κύριας δίκης εμφανίζει συνδετικό στοιχείο με το άρθρο 52 της Συνθήκης.

Όπως προκύπτει από τη δικογραφία , όταν οι ολλανδικές αρχές απαγόρευσαν τους επίμαχους επαγγελματικούς συνεταιρισμούς, όλοι οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης ήταν εγκατεστημένοι στην ολλανδική επικράτεια. Οι J. C. J. Wouters και J. W. Savelbergh, καθώς και οι εταιρίες Arthur Andersen & Co. Belastingadviseurs, Price Waterhouse Belastingadviseurs BV και Arthur Andersen & Co. Accountants ασκούσαν ήδη τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες με σταθερό και συνεχή τρόπο στις Κάτω Χώρες.

Επιπλέον, αντίθετα προς αυτό που φαίνεται να υποστηρίζουν οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης, από πουθενά δεν προκύπτει ότι οι εταιρίες Arthur Andersen & Co. Belastingadviseurs και Price Waterhouse Belastingadviseurs BV είχαν λάβει ειδική εξουσιοδότηση για να ενεργήσουν εν ονόματι των «δικηγόρων που συνεργάζονται μαζί τους» και ήταν εγκατεστημένες σε άλλο κράτος μέλος. Υπ' αυτές τις συνθήκες, οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης δεν μπορούν να επικαλεστούν λυσιτελώς τις διατάξεις της Συνθήκης περί εγκαταστάσεως .

240. Αντιθέτως, οι διατάξεις της Συνθήκης περί ελεύθερης παροχής υπηρεσιών έχουν εφαρμογή στην υπό κρίση διαφορά.

Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία, το Δικαστήριο θεωρεί ότι: «μια επιχείρηση μπορεί να επικαλεστεί, έναντι του κράτους όπου είναι εγκατεστημένη, την ελεύθερη παροχή των υπηρεσιών, εφόσον οι υπηρεσίες παρέχονται σε αποδέκτες εγκατεστημένους σε άλλο κράτος μέλος» . Κατ' εφαρμογή της νομολογίας αυτής, δεν είναι αναγκαίο ο παρέχων ή ο αποδέκτης της υπηρεσίας να μετακινηθεί εντός της Κοινότητας. Η απλή «μετακίνηση» της υπηρεσίας μπορεί να ενέχει το συνδετικό στοιχείο με το κοινοτικό δίκαιο. Αυτό συντρέχει εν προκειμένω, διότι οι δικηγόροι και οι προσφεύγουσες εταιρίες της κύριας δίκης επιθυμούν να παρέχουν «από κοινού» υπηρεσίες σε πελάτες εγκατεστημένους σε άλλα κράτη μέλη .

241. Συνεπώς, η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση πρέπει να εξεταστεί απο πλευράς μόνον των διατάξεων του άρθρου 59 της Συνθήκης. Το ζήτημα που τίθεται είναι αν η απαγόρευση των επαγγελματικών συνεταιρισμών μεταξύ των δικηγόρων και των ορκωτών λογιστών αποτελεί εμπόδιο στην ελεύθερη παροχή των υπηρεσιών.

Β - Επί της υπάρξεως εμποδίου στην ελεύθερη παροχή των υπηρεσιών

242. Συναφώς, το Raad van State ερωτά αν είναι δυνατόν να μεταφερθούν στην υπό κρίση διαφορά τα κριτήρια που προσδιόρισε η απόφαση Keck και Mithouard.

243. Στόχος της αποφάσεως Keck και Mithouard ήταν να θέσει τέρμα στους παρεπόμενους κινδύνους που ενέχει ο εξαιρετικά ευρύς ορισμός της έννοιας του μέτρου ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό κατά την έννοια του άρθρου 30 της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 28 ΕΚ). Το Δικαστήριο, προκειμένου να επικεντρώσει τη νομολογία του στους πραγματικούς στόχους της Συνθήκης στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, υπογράμμισε:

«Αντίθετα προς ό,τι έχει κρίνει μέχρι στιγμής το Δικαστήριο, η επί προϊόντων προελεύσεως άλλων κρατών μελών εφαρμογή εθνικών διατάξεων που περιορίζουν ή απαγορεύουν ορισμένες μορφές πωλήσεως δεν είναι ικανή να επηρεάσει άμεσα ή έμμεσα, πραγματικά ή δυνητικά το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών, κατά την έννοια της νομολογίας Dassonville (απόφαση της 11ης Ιουλίου 1974, 8/74, Συλλογή τόμος 1974, σ. 411), αρκεί οι διατάξεις αυτές να εφαρμόζονται σε όλους τους επιχειρηματίες που ασκούν τη δραστηριότητά τους στο εθνικό έδαφος και αρκεί να επηρεάζουν κατά τον ίδιο τρόπο, και νομικώς και πραγματικώς, την εμπορία των εγχωρίων προϊόντων και των προϊόντων προελεύσεως άλλων κρατών μελών» .

244. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν εμπίπτουν στον τομέα εφαρμογής του άρθρου 30 της Συνθήκης τα μέτρα που δεν είναι ικανά να επηρεάσουν την πρόσβαση στην εθνική αγορά των εισαγομένων προϊόντων ή να την εμποδίσουν περισσότερο απ' ό,τι εμποδίζουν την πρόσβαση των εθνικών προϊόντων . Το ουσιώδες κριτήριο που έθεσε η απόφαση Keck και Mithouard είναι η παρακώλυση της προσβάσεως στην αγορά των εισαγομένων προϊόντων .

245. To ζήτημα της εφαρμογής της νομολογίας Keck και Mithouard στον τομέα της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών τέθηκε ρητώς στην προπαρατεθείσα υπόθεση Alpine Investments .

Η εταιρία Alpine Investments ασκούσε επαγγελματικές δραστηριότητες στις Κάτω Χώρες. Ειδικευόταν στον τομέα συμβάσεων πωλήσεως εμπορευμάτων επί προθεσμία. Οι ολλανδικές αρχές της απαγόρευσαν να χρησιμοποιεί τη μέθοδο cold calling, η οποία συνίσταται στην προσέγγιση ιδιωτών τηλεφωνικώς, χωρίς την προηγούμενη έγγραφη συναίνεσή τους, με σκοπό την πρόταση παροχής διαφόρων χρηματοοικονομικών υπηρεσιών. Η Alpine Investments άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής βάσει του άρθρου 59 της Συνθήκης. Ενώπιον του Δικαστηρίου, η Ολλανδική Κυβέρνηση υποστήριξε ότι η επίμαχη απαγόρευση εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής της διατάξεως αυτής . Ισχυρίστηκε ότι η απαγόρευση της μεθόδου cold calling επηρεάζει μόνον τον τρόπο παροχής υπηρεσιών στην αγορά και, ως εκ τούτου, είχε τα χαρακτηριστικά των «τρόπων πωλήσεως» κατά την έννοια της αποφάσεως Keck και Mithouard.

Συναφώς, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι: «μια τέτοια απαγόρευση στερεί τους ενδιαφερομένους επιχειρηματίες της δυνατότητας χρησιμοποιήσεως μιας ταχείας και άμεσης διαφημιστικής τεχνικής και μιας μεθόδου προσεγγίσεως ενδεχόμενων πελατών που βρίσκονται σε άλλα κράτη μέλη. Επομένως, ενδέχεται να αποτελεί περιορισμό της ελεύθερης παροχής διασυνοριακών υπηρεσιών» .

Το Δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα της Ολλανδική Κυβερνήσεως διότι: «μια απαγόρευση όπως η υπό κρίση προέρχεται από το κράτος μέλος εγκαταστάσεως του παρέχοντος υπηρεσίες και αφορά όχι μόνον τις προσφορές στις οποίες αυτός προβαίνει σε αποδέκτες εγκατεστημένους στο έδαφος του εν λόγω κράτους ή μεταβαίνοντες εκεί για να τους παρασχεθούν οι υπηρεσίες, αλλά και τις προσφορές που απευθύνονται σε αποδέκτες ευρισκόμενους στο έδαφος άλλων κρατών μελών. Για τον λόγο αυτό, κωλύει απευθείας την πρόσβαση στην αγορά των υπηρεσιών στα άλλα κράτη μέλη. Επομένως, μπορεί να περιορίζει το ενδοκοινοτικό εμπόριο υπηρεσιών» .

246. Από την απόφαση αυτή προκύπτει ότι ένα μέτρο εμπίπτει στον τομέα εφαρμογής του άρθρου 59 της Συνθήκης αν περιορίζει το δικαίωμα των εγκατεστημένων στο οικείο κράτος παρεχόντων υπηρεσιών να προσφέρουν υπηρεσίες σε πελάτες που είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος . Η νομολογία Keck και Mithouard δεν μπορεί συνεπώς να μεταφερθεί στα μέτρα που κωλύουν ευθέως την πρόσβαση των επιχειρηματιών στην αγορά υπηρεσιών στα λοιπά κράτη μέλη.

247. Αυτό ακριβώς συμβαίνει εν προκειμένω.

Συγκεκριμένα, ο SWV περιορίζει το δικαίωμα για τους δικηγόρους και τους ορκωτούς λογιστές που είναι εγκαστεστημένοι στις Κάτω Χώρες να παρέχουν «από κοινού» υπηρεσίες σε δυνητικούς πελάτες που είναι εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη. Αυτό το εμπόδιο στο ενδοκοινοτικό εμπόριο δεν είναι θεωρητικό, διότι άλλα κράτη μέλη, όπως η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, επιτρέπουν τη σύσταση από κοινού φορέων που περιέχουν μέλη των δύο επαγγελματικών κλάδων. Οι εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη πελάτες θα επιθυμούσαν ίσως να λαμβάνουν «από κοινού» υπηρεσίες από επιχειρηματίες εγκατεστημένους στις Κάτω Χώρες.

248. Επομένως, η απαγόρευση των επίμαχων στην κύρια δίκη επαγγελματικών συνεταιρισμών δεν μπορεί να εξομοιωθεί με «τρόπο πωλήσεως» κατά την έννοια της αποφάσεως Keck και Mithouard. Αποτελεί εμπόδιο στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και πρέπει να εξετασθεί από πλευράς των προϋποθέσεων του άρθρου 59 της Συνθήκης.

Γ - Επί των δικαιολογητικών λόγων του εμποδίου

249. Με την απόφαση Gebhard , το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι τα εθνικά μέτρα που ενδέχεται να παρακωλύσουν ή να καταστήσουν λιγότερο ελκυστική την άσκηση των θεμελιωδών ελευθεριών που διασφαλίζει η Συνθήκη πρέπει να πληρούν τέσσερις προϋποθέσεις για να συνάδουν προς το κοινοτικό δίκαιο: (1) να εφαρμόζονται κατά τρόπο μη δημιουργούντα διακρίσεις, (2) να δικαιολογούνται από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος, (3) να είναι κατάλληλα για την επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού και (4) να μην είναι δεσμευτικά πέραν του βαθμού που είναι αναγκαίος για την επίτευξη του σκοπού αυτού.

250. Επιβάλλεται η εξέταση της επίμαχης στην κύρια δίκη ρυθμίσεως βάσει των τεσσάρων αυτών προϋποθέσεων.

251. Συναφώς, παραπέμπουμε εκτενώς, στις σκέψεις που αναπτύξαμε κατά την εξέταση του πέμπτου προδικαστικό ερωτήματος, που αφορά την ερμηνεία του άρθρου 90, παράγραφος 2, της Συνθήκης.

252. Το Raad van State, με τη διάταξη περί παραπομπής , διαπίστωσε ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση πληροί την πρώτη προϋπόθεση της αποφάσεως Gebhard.

Τα στοιχεία της δικογραφίας επιβεβαιώνουν ότι ο SWV δεν κάνει καμία διάκριση λόγω ιθαγενείας των οικειών επιχειρηματιών. Στην πράξη, δυνάμει του άθρου 29 του Advocatenwet, οι θεσπισθείσες από τα όργανα του δικηγορικού συλλόγου ρυθμίσεις εφαρμόζονται αδιακρίτως στους εγγεγραμμένους στις Κάτω Χώρες δικηγόρους και στους «επισκέπτες δικηγόρους», δηλαδή στα πρόσωπα που δεν είναι εγγεγραμμένα ως δικηγόροι στις Κάτω Χώρες, αλλά μπορούν να ασκούν την επαγγελματική τους δραστηριότητα σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπό την ιδιότητα του δικηγόρου ή υπό αντίστοιχη ιδιότητα.

253. Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση, το Raad van State ανέφερε ρητώς ότι «ο [SWV] αποσκοπεί στη διασφάλιση της ανεξαρτησίας του δικηγόρου και της εκ μέρους του μονόπλευρης προστασίας των συμφερόντων του πελάτη» . Από τα σημεία 182 και 186 των παρουσών προτάσεων συνάγεται ότι η απαγόρευση των επίμαχων συνεταιρισμών είναι επίσης αναγκαία για την τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου του δικηγόρου.

Στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων, κατά πάγια νομολογία, η εφαρμογή των επαγγελματικών κανόνων στους δικηγόρους - ιδίως των κανόνων περί οργανώσεως, προσόντων, δεοντολογίας, ελέγχου και ευθύνης - επιδιώκουν σκοπό γενικού συμφέροντος . Το Δικαστήριο φρονεί ότι η εφαρμογή των επαγγελματικών αυτών κανόνων παρέχει την αναγκαία εγγύηση ακεραιότητας και πείρας στους τελικούς αποδέκτες των νομικών υπηρεσιών και στην εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης .

254. Η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση δικαιολογείται, επομένως, από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου.

255. Όσον αφορά την τρίτη προϋπόθεση, διαπιστώσαμε ήδη ότι η απαγόρευση επαγγελματικών συνεταιρισμών μεταξύ των δικηγόρων και των ορκωτών λογιστών μπορεί να διασφαλίσει την πραγματοποίηση των σκόχων που επιδιώκει. Καλούμε το Δικαστήριο να παραπέμψει στην ανάλυσή μας στα σημεία 185 και 186 των παρουσών προτάσεων.

256. Τέλος, όσον αφορά την τελευταία προϋπόθεση, εκθέσαμε τους λόγους για τους οποίους από διάφορα στοιχεία προκύπτει ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση δεν υπερβαίνει αυτό που είναι αναγκαίο για τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας και του επαγγελματικού απορρήτου του δικηγόρου . Αναφέραμε ωστόσο ότι, κατά τη γνώμη μας, το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα αναγκαία στοιχεία για να επιλύσει το ζήτημα της αναλογικότητας του SWV . Συνεπώς, επιβάλλεται η εξέταση του ζητήματος αυτού να αναπεμφθεί στο αιτούν δικαστήριο.

Συναφώς, το Raad van State μπορεί να καταλήξει ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση συνάδει προς τις διατάξεις του άρθρου 59 της Συνθήκης, αν διαπιστώσει ότι υπάρχουν αντικειμενικοί λόγοι που επιτρέπουν στους εγγεγραμμένους στις Κάτω Χώρες δικηγόρους να συνιστούν επαγγελματικούς συνεταιρισμούς με συμβολαιογράφους, φοροτεχνικούς συμβούλους και πληρεξουσίους για διπλώματα ευρεσιτεχνίας, αλλά απαγορεύουν στους εγγεγραμμένους στις Κάτω Χώρες δικηγόρους να συνιστούν επαγγελματικούς συνεταιρισμούς με μέλη του επαγγελματικού κλάδου των ορκωτών λογιστών .

257. Ενόψει των προεκτεθέντων, προτείνουμε, συνεπώς, στο Δικαστήριο να απαντήσει στα τελευταία προδικαστικά ερωτήματα ότι το άρθρο 59 της Συνθήκης δεν εμποδίζει τη θέσπιση από έναν δικηγορικό σύλλογο, όπως είναι ο ολλανδικός δικηγορικός σύλλογος, δεμευτικού μέτρου που απαγορεύει στους δικηγόρους που δικηγορούν στο οικείο κράτος μέλος να συνιστούν επαγγελματικούς συνεταιρισμούς με μέλη του επαγγελματικού κλάδου των ορκωτών λογιστών, αν το εν λόγω μέτρο είναι αναγκαίο για τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας και του επαγγελματικού απορρήτου του δικηγόρου.

Χ - ρόταση

258. Ενόψει όλων των προεκτεθέντων, προτείνουμε, επομένως, στο Δικαστήριο να απαντήσει ως εξής στα ερωτήματα που υπέβαλε το Raad van State:

«1) Το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ) έχει την έννοια ότι η έννοια της ενώσεως επιχειρήσεων εφαρμόζεται σ' έναν δικηγορικό σύλλογο, όπως είναι ο Nederlandse Orde van Advocaten.

Εφόσον ένας δικηγορικός σύλλογος αποτελείται αποκλειστικά από μέλη του επαγγέλματος και δεν υποχρεούται εκ του νόμου να λαμβάνει τις αποφάσεις του τηρώντας ορισμένο αριθμό κριτηρίων γενικού συμφέροντος, πρέπει να θεωρηθεί ως ένωση επιχειρήσεων κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης για το σύνολο των δραστηριοτήτων του, ανεξάρτητα από το αντικείμενο και το σκοπό του θεσπιζόμενου μέτρου.

Το γεγονός ότι ένας δικηγορικός σύλλογος έχει κανονιστική και πειθαρχική εξουσία εκ του νόμου δεν έχει σημασία για τον χαρακτηρισμό του ως ένωση επιχειρήσεων κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης.

2) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 90, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ), αντίκειται στο άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης η θέσπιση από έναν δικηγορικό σύλλογο, όπως είναι ο Nederlandse Orde van Advocaten, δεσμευτικού μέτρου που απαγορεύει στους δικηγόρους που δικηγορούν στην επικράτεια του οικείου κράτους μέλους να συνιστούν επαγγελματικό συνεταιρισμό με μέλη του επαγγελματικού κλάδου των ορκωτών λογιστών.

3) Το άρθρο 86 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 82 ΕΚ), έχει την έννοια ότι η έννοια της επιχειρήσεως δεν εφαρμόζεται σε δικηγορικό σύλλογο, όπως είναι ο Nederlandse Orde van Advocaten οσάκις αυτός θεσπίζει, δυνάμει κανονιστικής εκ του νόμου εξουσίας, δεσμευτικά μέτρα που διέπουν τη δυνατότητα για τους δικηγόρους που δικηγορούν στο οικείο κράτος μέλος, να συνιστούν επαγγελματικό συνεταιρισμό με μέλη του επαγγελματικού κλάδου των ορκωτών λογιστών.

4) Το άρθρο 90, παράγραφος 2, της Συνθήκης δεν εμποδίζει έναν δικηγορικό σύλλογο, όπως είναι ο Nederlandse Orde van Advocaten, να θεσπίζει δεμευτικό μέτρο που απαγορεύει στους δικηγόρους που δικηγορούν στο οικείο κράτος μέλος να συνιστούν επαγγελματικό συνεταιρισμό με μέλη του επαγγελματικού κλάδου των ορκωτών λογιστών, αν το εν λόγω μέτρο είναι αναγκαίο για τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας και του επαγγελματικού απορρήτου του δικηγόρου. Εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εκτιμήσει αν αυτό συντρέχει εν προκειμένω.

5) Οι διατάξεις του άρθρου 5 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 10 ΕΚ) και του άρθρου 85 της Συνθήκης δεν εμποδίζουν ένα κράτος μέλος να παραχωρεί σε δικηγορικό σύλλογο, όπως είναι ο Nederlandse Orde van Advocaten, την αρμοδιότητα θεσπίσεως δεμευτικών μέτρων που διέπουν τη δυνατότητα, για τους δικηγόρους που δικηγορούν στην επικράτειά του, να συνιστούν επαγγελματικούς συνεταιρισμούς με μέλη του επαγγελματικού κλάδου των ορκωτών λογιστών, υπό τη διπλή προϋπόθεση ότι (1) αρχές του οικείου κράτους μέλους διατηρούν την εξουσία να καθορίζουν, άμεσα ή έμμεσα, το περιεχόμενο των ουσιωδών κανόνων του επαγγέλματος και ότι (2) τα μέλη του επαγγέλματος διαθέτουν πραγματικά ένδικα μέσα ενώπιον των δικαστηρίων κατά των αποφάσεων που θεσπίζουν τα όργανα του δικηγορικού συλλόγου. Εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εκτιμήσει αν αυτό συντρέχει εν προκειμένω.

6) Το άρθρο 52 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 43 ΕΚ) δεν εφαρμόζεται σε καθαρά εσωτερικές καταστάσεις ενός κράτους μέλους.

7) Το άρθρο 59 της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 49 ΕΚ) δεν εμποδίζει τη θέσπιση από έναν δικηγορικό σύλλογο, όπως είναι ο Nederlandse Orde van Advocaten, δεμευτικού μέτρου που απαγορεύει στους δικηγόρους που δικηγορούν στο οικείο κράτος μέλος να συνιστούν επαγγελματικό συνεταιρισμό με μέλη του επαγγελματικού κλάδου των ορκωτών λογιστών, αν το εν λόγω μέτρο είναι αναγκαίο για τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας και του επαγγελματικού απορρήτου του δικηγόρου. Εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εκτιμήσει αν αυτό συντρέχει εν προκειμένω.»

Top