Alegeți funcționalitățile experimentale pe care doriți să le testați

Acest document este un extras de pe site-ul EUR-Lex

Document 61999CC0124

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Léger της 17ης Φεβρουαρίου 2000.
    Carl Borawitz κατά Landesversicherungsanstalt Westfalen.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Sozialgericht Münster - Γερμανία.
    Κοινωνική ασφάλιση των διακινουμένων εργαζομένων - Ίση μεταχείριση - Εθνική νομοθεσία ορίζουσα, για τη μεταφορά συμπληρώματος συντάξεως στην αλλοδαπή, ελάχιστο ποσό υψηλότερο απ' ό,τι για τη μεταφορά στο εσωτερικό της χώρας.
    Υπόθεση C-124/99.

    Συλλογή της Νομολογίας 2000 I-07293

    Identificator ECLI: ECLI:EU:C:2000:92

    61999C0124

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Léger της 17ης Φεβρουαρίου 2000. - Carl Borawitz κατά Landesversicherungsanstalt Westfalen. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Sozialgericht Münster - Γερμανία. - Κοινωνική ασφάλιση των διακινουμένων εργαζομένων - Ίση μεταχείριση - Εθνική νομοθεσία ορίζουσα, για τη μεταφορά συμπληρώματος συντάξεως στην αλλοδαπή, ελάχιστο ποσό υψηλότερο απ' ό,τι για τη μεταφορά στο εσωτερικό της χώρας. - Υπόθεση C-124/99.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2000 σελίδα I-07293


    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


    1. Ο C. Borawitz, κάτοικος Κάτω Χωρών, λαμβάνει μηνιαίως σύνταξη αναπηρίας καταβαλλόμενη από γερμανικό φορέα.

    2. Μολονότι δικαιούται συμπληρώματος συντάξεως, ο C. Borawitz δεν ελάμβανε το ποσό αυτό διότι το ύψος του δεν υπερέβαινε τα 3/10 του ποσού της συντάξεώς του, προϋπόθεση την οποία προβλέπει η γερμανική νομοθεσία.

    3. Σύμφωνα με την ίδια νομοθεσία, το ελάχιστο ποσό κάτω του οποίου δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθούν συμπληρωματικές καταβολές, εφόσον οι καταβολές αυτές πρέπει να πραγματοποιηθούν στο γερμανικό έδαφος, καθορίζεται στο 1/10 του τρέχοντος ύψους της συντάξεως.

    4. Η προσφυγή που άσκησε ο C. Borawitz κατά της αποφάσεως που του αφαιρούσε το πλεονέκτημα της πρόσθετης αυτής καταβολής οδήγησε το Sozialgericht Μünster (Γερμανία) να υποβάλει ερώτημα στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σχετικά με το περιεχόμενο της κοινοτικής αρχής της ίσης μεταχειρίσεως σε σχέση με εθνική νομοθεσία, όπως η εν προκειμένω, η οποία εγκαθιδρύει διαφορετικό νομικό καθεστώς ανάλογα με το αν η σύνταξη καταβάλλεται στην ημεδαπή ή στο έδαφος άλλου κράτους μέλους. ράγματι, το ελάχιστο ποσό που απαιτεί η εθνική νομοθεσία στην πρώτη περίπτωση είναι κατώτερο από αυτό που προβλέπεται στη δεύτερη περίπτωση.

    Ι - Το νομικό πλαίσιο

    Η κοινοτική ρύθμιση

    5. Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας , όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1945/93 του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου (στο εξής: κανονισμός), αποσκοπεί στον συντονισμό των εθνικών νομοθεσιών περί κοινωνικής ασφαλίσεως προκειμένου να καταστεί δυνατή η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων που έχουν την ιθαγένεια των κρατών μελών .

    6. Σκοπός του κανονισμού είναι να διασφαλιστεί στο εσωτερικό της Κοινότητας, αφενός, η ίση μεταχείριση όλων υπηκόων των κρατών μελών έναντι των διαφόρων εθνικών νομοθεσιών και, αφετέρου, η απόλαυση των παροχών κοινωνικής ασφαλίσεως από τους εργαζομένους και τα πρόσωπα που έλκουν από αυτούς δικαιώματα, ανεξάρτητα από τον τόπο απασχολήσεως ή κατοικίας τους. Οι στόχοι αυτοί πρέπει να επιτευχθούν με την καταβολή παροχών στις διάφορες κατηγορίες προσώπων που καλύπτονται από τον κανονισμό, ανεξάρτητα από τον τόπο κατοικίας τους εντός της Κοινότητας .

    7. Τέλος, οι κανόνες συντονισμού που θεσπίστηκαν για την εφαρμογή του άρθρου 51 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 42 ΕΚ) πρέπει να εξασφαλίζουν στους εργαζομένους που διακινούνται στο εσωτερικό της Κοινότητας τα κεκτημένα δικαιώματα και πλεονεκτήματα .

    8. Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού διατυπώνει την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων όπως ισχύει στο πεδίο που ρυθμίζει ο κανονισμός αυτός. Το άρθρο αυτό ορίζει ότι «Τα πρόσωπα που κατοικούν στο έδαφος ενός από τα κράτη μέλη και για τα οποία ισχύουν οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού, υπόκεινται στις υποχρεώσεις και απολαύουν των δικαιωμάτων που απορρέουν από την νομοθεσία κάθε κράτους μέλους υπό τους ίδιους όρους με τους υπηκόους του, υπό την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων του παρόντος κανονισμού».

    9. _Οσον αφορά το ύψος των παροχών που καταβάλλει ένα κράτος μέλος στον δικαιούχο ο οποίος έχει εγκατασταθεί στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, το άρθρο 10, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο του κανονισμού προβλέπει ότι «Εκτός αν ο παρών κανονισμός προβλέπει άλλως, οι εις χρήμα παροχές αναπηρίας, γήρατος ή επιζώντων, οι συντάξεις εργατικών ατυχημάτων ή επαγγελματικής ασθενείας και τα επιδόματα θανάτου που αποκτώνται δυνάμει της νομοθεσίας ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών δεν δύνανται να υποστούν καμία μείωση, τροποποίηση, αναστολή, κατάργηση, κατάσχεση επειδή ο δικαιούχος κατοικεί στο έδαφος κράτους μέλους άλλου από εκείνο, όπου ευρίσκεται ο φορέας οφειλέτης».

    10. Το άρθρο 58 του κανονισμού (ΕΟΚ) 574/72 του Συμβουλίου, της 21ης Μαρτίου 1972, περί του τρόπου εφαρμογής του κανονισμού 1408/71 , αφορά την αναζήτηση των εξόδων που αναλογούν στην καταβολή των παροχών. Το άρθρο αυτό διευκρινίζει ότι «Τα σχετικά με την καταβολή των παροχών έξοδα, κυρίως τα ταχυδρομικά και τραπεζικά έξοδα, δύνανται να αναλαμβάνονται από τον καταβάλλοντα οργανισμό παρά των δικαιούχων, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην νομοθεσία που εφαρμόζεται από τον οργανισμό αυτό».

    Η γερμανική ρύθμιση

    11. Από το άρθρο 118, παράγραφος 2α, του Sechstes Buch des Sozialgesetzbuches - SGB VI - (VI βιβλίο του Κώδικα Κοινωνικής Ασφαλίσεως, στο εξής: SGB VI) προκύπτει ότι προκειμένου να καταβληθεί συμπλήρωμα συντάξεως πρέπει το ύψος της, κατά την εξεταζόμενη ημερομηνία, να υπερβαίνει το 1/10 του τρέχοντος ύψους της συντάξεως στην περίπτωση καταβολών που πρέπει να πραγματοποιηθούν στη Γερμανία ή τα 3/10 του ύψους της στην περίπτωση καταβολών που πρέπει να πραγματοποιηθούν στην αλλοδαπή.

    12. Κατά τη διάταξη περί παραπομπής, το άρθρο αυτό, που άρχισε να ισχύει από 1ης Ιουλίου 1993, θεσπίστηκε προκειμένου να αποτραπεί το ενδεχόμενο τα διοικητικά και λογιστικά έξοδα να υπερβαίνουν το ποσό των συμπληρωματικών καταβολών.

    ΙΙ - Τα πραγματικά περιστατικά και η διαδικασία στην κύρια δίκη

    13. Η μηνιαία σύνταξη αναπηρίας που ελάμβανε ο C. Borawitz (στο εξής: προσφεύγων στην κύρια δίκη) από 1ης Αυγούστου 1993 ανερχόταν σε 660,63 γερμανικά μάρκα (DEM). Με έγγραφο της 20ής Ιουνίου 1995, η Landesversicherungsanstalt Westfalen (στο εξής: καθής στην κύρια δίκη) του γνωστοποίησε ότι το ποσό αυτό θα ανερχόταν σε 663,94 DEM, κατ' εφαρμογήν του Rentenanpassungsgesetz (γερμανικού νόμου περί αναπροσαρμογής των συντάξεων).

    14. Η καθής στην κύρια δίκη ενημέρωσε αυθημερόν τον C. Borawitz ότι υφίστατο, για το χρονικό διάστημα από 1ης Ιουλίου έως 31 Αυγούστου 1995, δικαίωμα για συμπληρωματικό ποσό ύψους 6,62 DEM. ροσέθεσε, εντούτοις, ότι, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 118, παράγραφος 2α, του SGB VI, το ποσό αυτό δεν θα μπορούσε να καταβληθεί εφόσον δεν υπερέβαινε τα 3/10 του ποσού της συντάξεως αναπηρίας.

    15. Ο C. Borawitz άσκησε διοικητική προσφυγή ενώπιον της καθής στην κύρια δίκη με την οποία ισχυρίστηκε ότι η διάκριση στην οποία προβαίνει η γερμανική νομοθεσία μεταξύ των καταβολών που πραγματοποιούνται στη Γερμανία και των καταβολών που πραγματοποιούνται στα άλλα κράτη μέλη συνιστά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως που διατυπώνεται στο άρθρο 3 του κανονισμού. Ο προσφεύγων στην κύρια δίκη προσέθεσε ότι η διαδικασία συμψηφισμού «clearing» που χρησιμοποιούν η Γερμανία και οι Κάτω Χώρες διασφαλίζει ότι τα έξοδα των παροχών που εμβάζονται στην αλλοδαπή δεν υπερβαίνουν στην πράξη τα έξοδα των παροχών που πραγματοποιούνται στη Γερμανία .

    16. Με απόφαση της 16ης Απριλίου 1996, η επιτροπή προσφυγών της καθής στην κύρια δίκη απέρριψε την προσφυγή για τον λόγο ότι το άρθρο 118, παράγραφος 2α, του SGB VI δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 10, παράγραφος 1, του κανονισμού.

    17. Στις 3 Μα_ου 1996, ο C. Borawitz προσέφυγε στο Sozialgericht Μünster, προσεπικαλουμένης επί πλέον της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.

    ΙΙΙ - Το προδικαστικό ερώτημα

    18. Το Sozialgericht Μünster αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

    «Συνάδει το άρθρο 118, παράγραφος 2a, του SGB VI με το κοινοτικό δίκαιο και ειδικότερα με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, στο μέτρο που περιορίζει περισσότερο για την αλλοδαπή απ' ό,τι για τη Γερμανία την καταβολή συμπληρωματικών ποσών οφειλομένων στα πλαίσια συντάξεως;»

    IV - Επί του προδικαστικού ερωτήματος

    19. Εισαγωγικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 234 ΕΚ), να αποφαίνεται επί της συμβατότητας ενός εθνικού μέτρου προς το κοινοτικό δίκαιο. άντως, είναι αρμόδιο να παρέχει στο εθνικό δικαστήριο όλα τα ερμηνευτικά στοιχεία που άπτονται του κοινοτικού δικαίου και που του παρέχουν τη δυνατότητα να εκτιμήσει τη συμβατότητα του μέτρου αυτού στο πλαίσιο της υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί .

    20. Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να θεωρηθεί ότι, με το υποβληθέν ερώτημα, το εθνικό δικαστήριο ερωτά αν εθνική νομοθεσία η οποία ορίζει ότι το ελάχιστο ποσό μιας χρηματικής παροχής, από το οποίο εξαρτάται η καταβολή της σε δικαιούχο που κατοικεί σε άλλο κράτος μέλος, είναι υψηλότερο από το ποσό που απαιτείται όταν η καταβολή αυτή πραγματοποιείται εντός του ιδίου κράτους μέλους.

    21. ροκειμένου να απαντηθεί το ερώτημα αυτό στο πλαίσιο της υποθέσεως που εκκρεμεί στην κύρια δίκη, είναι αναγκαίο να εξεταστεί κατ' αρχάς αν ο C. Borawitz εμπίπτει πράγματι τόσο στο προσωπικό όσο και στο καθ' ύλην πεδίο εφαρμογής του κανονισμού, όπως προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού.

    22. Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού, αυτός ισχύει «(...) για εργαζόμενους που υπάγονται ή που υπήχθησαν στη νομοθεσία ενός ή περισσοτέρων από τα κράτη μέλη και είναι υπήκοοι ενός από τα κράτη μέλη ή απάτριδες ή πρόσφυγες που κατοικούν στο έδαφος ενός κράτους μέλους (...)».

    23. _Οπως ορθώς επισήμανε η Επιτροπή, ουδέν στοιχείο διαβιβάστηκε στο Δικαστήριο από το οποίο να προκύπτει ότι ο C. Borawitz είναι κοινοτικός υπήκοος ή πληροί κάποια ανάλογη προϋπόθεση, όπως επιβάλλει ο κανονισμός .

    Μολονότι η προϋπόθεση του να κατοικεί ο εργαζόμενος στο έδαφος της Κοινότητας και να έχει επ' αυτού εφαρμογή η νομοθεσία κάποιου κράτους μέλους προδήλως πληρούνται, δεδομένου ότι ο προσφεύγων στην κύρια δίκη κατοικεί στις Κάτω Χώρες και λαμβάνει σύνταξη αναπηρίας η οποία διέπεται από τη γερμανική νομοθεσία, πράγμα το οποίο ουδείς αμφισβητεί, δεν συμβαίνει το ίδιο και με την ιθαγένειά του.

    Δεδομένου ότι το Sozialgericht Μünster έλαβε σιωπηρώς θέση επί του ζητήματος αυτού, φρονώ ότι, προκειμένου να δοθεί μια λυσιτελής απάντηση στο τεθέν ερώτημα, η απαίτηση αυτή πληρούται. Εντούτοις, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να βεβαιωθεί ότι έτσι έχουν τα πράγματα πριν εφαρμόσει τις συναφείς διατάξεις του κανονισμού.

    24. _Οσον αφορά το αντικείμενο της διαφοράς στην κύρια δίκη, το οποίο καθορίζει την καθ' ύλην εφαρμογή του κανονισμού, αρκεί η διαπίστωση ότι η επίδικη καταβολή αφορά συμπλήρωμα συντάξεως αναπηρίας. Κατά συνέπεια, ο κανονισμός εφαρμόζεται εκ του λόγου αυτού, σύμφωνα με το άρθρο του 4, παράγραφος 1, στοιχείο β_) .

    25. Επομένως, υπό την ανωτέρω επιφύλαξη, μια κατάσταση όπως αυτή που περιγράφει το αιτούν δικαστήριο διέπεται από τον κανονισμό.

    26. Σκοπός του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού είναι, σύμφωνα με το άρθρο 48 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 39 ΕΚ), η εξασφάλιση, υπέρ των προσώπων στα οποία εφαρμόζεται ο κανονισμός, της ισότητας όσων αφορά την κοινωνική ασφάλιση αδιακρίτως ιθαγενείας, καταργουμένης συναφώς κάθε είδους διακρίσεως η οποία απορρέει από τις εθνικές νομοθεσίες των κρατών μελών .

    27. άντως, η προκειμένη εθνική νομοθεσία δεν εισάγει δυσμενείς διακρίσεις ανάλογα με το αν ο δικαιούχος των παροχών έχει ή όχι τη γερμανική ιθαγένεια. Η νομοθεσία αυτή εξαρτά την καταβολή ενός συνταξιοδοτικού συμπληρώματος από την τήρηση ενός ελάχιστου ποσού υψηλότερου, οσάκις το συμπλήρωμα αυτό καταβάλλεται από κράτος μέλος σε άλλο κράτος μέλος, από το ποσό που απαιτείται για την καταβολή του συμπληρώματος αυτού στο εσωτερικό του ιδίου κράτους μέλους. _Ενας μη Γερμανός υπήκοος που κατοικεί σε γερμανικό έδαφος υπόκειται στην προϋπόθεση της τηρήσεως του ελάχιστου ποσού του 1/10, που του παρέχει περισσότερες πιθανότητες να εισπράξει το επίδικο συμπλήρωμα απ' ό,τι ένας εκπατρισμένος Γερμανός. Το ίδιο ισχύει για Γερμανό υπήκοο που κατοικεί στη Γερμανία σε σχέση με έναν μη Γερμανό υπήκοο ο οποίος έχει εγκαταλείψει τη Γερμανία. Ομοίως, ένας Γερμανός που κατοικεί εκτός Γερμανίας υπόκειται στην ολιγότερο ευνοϊκή προϋπόθεση των 3/10, ακριβώς όπως και ένας μη Γερμανός ο οποίος βρίσκεται στην ίδια θέση όσον αφορά τον τόπο κατοικίας και ο οποίος λαμβάνει σύνταξη από γερμανικό φορέα. Κατά συνέπεια, στον βαθμό που μια τέτοια νομοθεσία δεν θέτει προϋπόθεση ιθαγενείας, δεν εισάγει άμεση δυσμενή διάκριση βάσει του κριτηρίου αυτού.

    28. Εντούτοις, υπενθυμίζω ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού απαγορεύει όχι μόνον τις εμφανείς διακρίσεις, λόγω ιθαγενείας των δικαιούχων των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως, αλλά και κάθε συγκεκαλυμμένη μορφή διακρίσεως η οποία, με την εφαρμογή άλλων κριτηρίων διακρίσεως, καταλήγει στην πράξη στο ίδιο αποτέλεσμα .

    29. Το κριτήριο διαφοροποιήσεως καθορίζεται προδήλως από τον τόπο στον οποίο ο δικαιούχος της συντάξεως λαμβάνει το καταβαλλόμενο ποσό, ήτοι από τον τόπο κατοικίας του. _Οπως αποδεικνύει η Επιτροπή, έμμεση δυσμενής διάκριση λόγω ιθαγενείας υφίσταται οσάκις η εθνική ρύθμιση, μολονότι ισχύει αδιακρίτως ιθαγενείας, έχει δυσμενείς συνέπειες αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο για τους αλλοδαπούς.

    30. ροκειμένου να αποδειχθεί η ύπαρξη δυσμενούς διακρίσεως, πρέπει να καθοριστεί αν οι εργαζόμενοι που κατοικούν εκτός γερμανικού εδάφους και οι οποίοι εισπράττουν το εν λόγω συμπλήρωμα συντάξεως αναπηρίας είναι αποκλειστικώς ή στην πλειονότητά τους υπήκοοι άλλων κρατών μελών της Κοινότητας πλην της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Στην περίπτωση αυτή, θα αποδεικνυόταν η ύπαρξη δυσμενούς διακρίσεως μεταξύ Γερμανών και μη Γερμανών εις βάρος των τελευταίων.

    31. Από τα στοιχεία της δικογραφίας στην κύρια δίκη που προσκομίστηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου δεν είναι δυνατόν να διατυπωθεί μια οριστική άποψη προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Ως επί το πλείστον, μπορεί να τονιστεί, ενδεικτικώς και υπό την επιφύλαξη άλλων στοιχείων τα οποία διαθέτει το αιτούν δικαστήριο, ότι, κατά την Επιτροπή, πρόσωπα που κατοικούν εκτός Γερμανίας και στα οποία εφαρμόζεται η γερμανική νομοθεσία είναι στην πλειονότητά τους Γερμανοί . Είναι σαφές ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού δεν απαγορεύει ρύθμιση που παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά αυτά, λόγω της εφαρμογής ενός κριτηρίου ιθαγένειας, δεδομένου ότι στην περίπτωση αυτή η εθνική νομοθεσία θα έπληττε τους ίδιους τους ημεδαπούς.

    32. Ωστόσο, επιβάλλεται μια άλλου είδους προσέγγιση η οποία πρέπει να καθορίζεται περισσότερο βάσει των ιδιαιτεροτήτων του κοινοτικού δικαίου που διέπει την κοινωνική ασφάλιση παρά βάσει της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως εν ευρυτάτη εννοία.

    33. Μεταξύ των αξιοσημείωτων ιδιαιτεροτήτων αυτού του τμήματος του κοινοτικού δικαίου, είναι δυνατόν να επισημανθεί η μέριμνα που αποτυπώνεται στις ισχύουσες διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου, ήτοι στο άρθρο 59 της Συνθήκης επί του οποίου ερείδεται ο κανονισμός, να συμβάλλουν στην ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων εξασφαλίζοντας ορισμένα συγκεκριμένα δικαιώματα στους διακινούμενους εργαζομένους .

    34. Το Δικαστήριο, κατά λογική ακολουθία, συνήγαγε ότι οι διατάξεις του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού «(...) πρέπει να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα του στόχου τους, συνισταμένου στο να συμβάλουν, ιδίως στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως, στην εγκαθίδρυση μιας όσον είναι δυνατόν πληρέστερης εφαρμογής της ελεύθερης κυκλοφορίας των διακινούμενων εργαζομένων, αρχής που αποτελεί ένα από τα θεμέλια της Κοινότητας (...)» .

    35. Σύμφωνα με την ίδια αρχή, που είναι ξένη προς κάθε έννοια ιθαγένειας, «(...) τα άρθρα 48 έως 51 της Συνθήκης, καθώς και οι κοινοτικές πράξεις που εκδόθηκαν για την εφαρμογή τους, και ιδίως ο προαναφερθείς κανονισμός 1408/71, έχουν ως σκοπό να αποφεύγεται να τίθεται ο εργαζόμενος ο οποίος, κάνοντας χρήση του δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας, απασχολήθηκε σε περισσότερα από ένα κράτη μέλη σε μειονεκτικότερη θέση σε σχέση με τον εργαζόμενο που παρέμεινε, καθ' όλη τη σταδιοδρομία του, σε ένα κράτος μέλος (...).» .

    36. Το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι είχε δεχθεί «ότι ο στόχος των άρθρων 48 έως 51 της Συνθήκης δεν επιτυγχάνεται αν οι διακινούμενοι εργαζόμενοι, ασκώντας το δικαίωμά τους της ελεύθερης κυκλοφορίας, αναγκάζονται να χάσουν τα πλεονεκτήματα στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως που τους αναγνωρίζει η νομοθεσία κράτους μέλους. ράγματι, η συνέπεια αυτή θα μπορούσε να αποθαρρύνει τους κοινοτικούς εργαζομένους να ασκούν το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας και θα συνιστούσε, ως εκ τούτου, εμπόδιο στην ελευθερία αυτή (...)» .

    37. Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή , μολονότι η ρύθμιση αυτή εφαρμόζεται ανεξαρτήτως της ιθαγένειας των ενδιαφερομένων εργαζομένων, μια διάταξη αυτού του είδους όπως είναι η επίδικη στην υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου είναι δυνατόν να έχει δυσμενείς συνέπειες, στο πεδίο της κοινωνικής ασφαλίσεως, για τους διακινούμενους εργαζομένους σε σχέση με τους εργαζομένους που εργάστηκαν σε ένα μόνον κράτος μέλος.

    38. Είτε έχουν τη γερμανική ιθαγένεια είτε είναι υπήκοοι άλλου κράτους μέλους της Κοινότητας, οι εργαζόμενοι και οι λοιποί ασφαλισμένοι του εν λόγω συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως δεν μπορούν να ζητήσουν να τους καταβάλλεται το ίδιο ποσό του συμπληρώματος της συντάξεως αναπηρίας που οφείλεται βάσει του συστήματος αυτού στην περίπτωση που το ποσό του συμπληρώματος αυτού, όπως είχε αρχικώς καθοριστεί, δεν υπερβαίνει τα 3/10 της συντάξεως. Στην περίπτωση αυτή, όπως είδαμε, μόνον οι δικαιούχοι που κατοικούν στο γερμανικό έδαφος μπορούν να εισπράξουν το επίδικο συμπλήρωμα, δεδομένου ότι στην περίπτωσή τους η μόνη προϋπόθεση που ισχύει είναι το ποσό του συμπληρώματος να υπερβαίνει το 1/10 της συντάξεως.

    39. Υπό τις συνθήκες αυτές, μολονότι έχουν το ίδιο δικαίωμα να λάβουν συμπλήρωμα συντάξεως ορισμένου ποσού, οι κοινοτικοί υπήκοοι που εργάστηκαν στη Γερμανία και εκείνοι που άσκησαν το δικαίωμά τους της ελεύθερης κυκλοφορίας στο έδαφος της Κοινότητας, καθορίζοντας τον τόπο της κατοικίας τους στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, βρίσκονται σε άνισες καταστάσεις.

    40. Κατά την Επιτροπή, εάν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την ύπαρξη έμμεσης δυσμενούς διακρίσεως, αυτό θα εδικαιολογείτο εντούτοις από την ύπαρξη διαφορετικών σκοπών. Η διάκριση μεταξύ καταβολής στην ημεδαπή και καταβολής στην αλλοδαπή στηρίζεται, κατά την Επιτροπή, στο γεγονός ότι οι καταβολές που πραγματοποιούνται εκτός της ημεδαπής συνεπάγονται υψηλότερα έξοδα. Κατά την άποψή της, η διάκριση αυτή λαμβάνει υπόψη το κόστος των καταβολών και αποσκοπεί στο να αποτραπεί το ενδεχόμενο τα έξοδα για την καταβολή να υπερβαίνουν το ποσό της συμπληρωματικής καταβολής.

    41. Οι εξηγήσεις που παρέσχε η Επιτροπή, και οι οποίες στηρίζονται στην άποψη ότι πρέπει να αποφεύγονται αντιοικονομικές καταστάσεις θα άξιζαν να γίνουν δεκτές αν δεν προσέκρουαν σε μια ιδιαίτερη περίσταση.

    42. ράγματι, έγινε δεκτό, στο πλαίσιο της κύριας δίκης, ότι οι πράξεις πληρωμής με τις Κάτω Χώρες αποτελούν το αντικείμενο διαδικασίας συμψηφισμού (clearing). Χάρη στη διαδικασία αυτή, η πληρωμή της συντάξεως πραγματοποιείται από το γραφείο συνδέσμου της χώρας στην οποία κατοικεί ο δικαιούχος μέσω καταβολής από εθνικούς φορείς. _Οπως συνομολογεί και η ίδια η Επιτροπή, η διαδικασία συμψηφισμού (clearing) δεν δημιουργεί επί πλέον έξοδα αφού στην πραγματικότητα δεν πραγματοποιείται καμία καταβολή στην αλλοδαπή .

    43. Με άλλα λόγια, η καταβολή του επίδικου συνταξιοδοτικού συμπληρώματος δεν προκαλεί εν προκειμένω επί πλέον έξοδα σε σχέση με την αντίστοιχη καταβολή που πραγματοποιείται στο έδαφος του οφειλέτη φορέα. Εάν έτσι έχουν τα πράγματα, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει κίνδυνος τα έξοδα να υπερβούν το ποσό του συμπληρώματος.

    44. Υπό τις συνθήκες αυτές, θα ήταν παρακινδυνευμένο να δικαιολογηθεί η διαφορετική μεταχείριση λόγω της υπάρξεως ή του ενδεχόμενου δημιουργίας επί πλέον εξόδων. Δεν είναι δυνατόν να προβληθεί η ανάγκη αποφυγής αντιοικονομικών καταστάσεων προκειμένου να νομιμοποιηθούν δυσμενείς διακρίσεις που προσβάλλουν την ελεύθερη κυκλοφορία των διακινούμενων εργαζομένων σε περιπτώσεις κατά τις οποίες, ακριβώς, δεν υφίστανται οι καταστάσεις αυτές.

    45. Υπενθυμίζω ότι ο κανονισμός στηρίζεται μεταξύ άλλων στο άρθρο 51, στοιχείο β_, της Συνθήκης, το οποίο αναθέτει στο Συμβούλιο την αποστολή να εξασφαλίζει στους διακινουμένους εργαζομένους και στους εξ αυτών έλκοντες δικαιώματα την καταβολή των παροχών στα πρόσωπα που κατοικούν στις επικράτειες των κρατών μελών. Οι εξαιρέσεις από την αρχή του άρθρου 51, όπως και από τη θεμελιώδη αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, που διατυπώνεται στο άρθρο 48 της Συνθήκης, της οποίας αποτελεί εφαρμογή στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως, πρέπει να γίνονται δεκτές σε περιορισμένη μόνον έκταση.

    46. Το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού το οποίο επιβάλλει την άρση των ρητρών κατοικίας επιρρωννύει την προσέγγιση αυτή. Το άρθρο αυτό έχει την έννοια ότι τόσο η κτήση όσο και η διατήρηση του δικαιώματος για τις παροχές τις οποίες αναφέρει η διάταξη αυτή δεν εμποδίζονται από το γεγονός και μόνον ότι ο ενδιαφερόμενος δεν κατοικεί στο έδαφος του κράτους μέλους όπου ευρίσκεται ο οφειλέτης φορέας .

    47. Ουδείς αμφισβητεί ότι το επίδικο συμπλήρωμα συντάξεως εμπίπτει στην κατηγορία των εις χρήμα παροχών αναπηρίας που αναφέρει το άρθρο 10, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού ούτε ότι ο δικαιούχος του στερείται του συμπληρώματος αυτού στην περίπτωση που το ύψος του δεν υπερβαίνει τα 3/10 της συντάξεως αναπηρίας επειδή κατοικεί στο έδαφος άλλου κράτους μέλους.

    48. Αντιθέτως, η Επιτροπή φρονεί ότι το άρθρο 10, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού δεν εφαρμόζεται εν προκειμένω, διότι ο προσφεύγων στην κύρια δίκη δεν υπέστη ούτε μείωση ούτε κατάργηση της παροχής λόγω της μη καταβολής του επί πλέον ποσού. Κατά την Επιτροπή, η καθής στην κύρια δίκη βεβαίωσε την αύξηση της συντάξεως, αλλά απλώς συμψήφισε τα έξοδα μεταφοράς με το ποσό του συμπληρώματος. Κατά την Επιτροπή, σκοπός του άρθρου 10 του κανονισμού δεν είναι η ρύθμιση του ζητήματος του καταλογισμού των εξόδων, αλλά αποκλειστικά το ζήτημα της μειώσεως ή της καταργήσεως της παροχής.

    49. Η Επιτροπή προσθέτει ότι ο εθνικός νομοθέτης δεν είχε την πρόθεση να εισαγάγει δυσμενείς διακρίσεις μεταξύ των δικαιούχων συντάξεως που κατοικούν στην αλλοδαπή ανάλογα με το αν το ποσό των εξόδων που πράγματι καταβάλλεται για την καταβολή της συντάξεως υπερβαίνει ή όχι το ποσό της συντάξεως. Η λογική αυτή του κατ' αποκοπήν καθορισμού ενός ποσού στηρίζεται, κατά την Επιτροπή, όχι μόνον στο μεγαλύτερο ύψος των γενικών εξόδων και των τραπεζικών εξόδων που απαιτούνται γι' αυτό το είδος της καταβολής, αλλά επίσης στην αρχή της αλληλεγγύης που είναι εγγενής στα συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως.

    50. Τέλος η Επιτροπή επικαλείται επίσης τις διατάξεις του άρθρου 58 του κανονισμού εφαρμογής ο οποίος παρέχει τη δυνατότητα στα κράτη μέλη να επιτρέπουν στους υπόχρεους φορείς να αναζητούν τα σχετικά με την καταβολή των παροχών έξοδα, ιδίως τα ταχυδρομικά και τα τραπεζικά έξοδα, από τους δικαιούχους.

    51. Δεν συμμερίζομαι την άποψη αυτή, διότι φρονώ ότι δεν είναι δυνατόν να μη ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία της δικογραφίας, οι πράξεις για την καταβολή του συνταξιοδοτικού συμπληρώματος δεν δημιουργούν επί πλέον έξοδα.

    52. Αφενός, ο κοινοτικός υπήκοος ο οποίος δεν λαμβάνει τμήμα της συντάξεώς του, λόγω του ότι η σύνταξη αυτή είναι κατώτερη ή ίση προς τα έξοδα που είναι αναγκαία για τη μεταφορά της, δικαιούται προδήλως να επικαλεστεί το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού εφόσον δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη των εξόδων αυτών. Στην περίπτωση αυτή, η θέση του δεν διαφέρει από αυτή των δικαιούχων των ιδίων παροχών οι οποίοι υπόκεινται στη νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο κατοικούν. Ακολουθώντας την ίδια ακριβώς λογική, η αναζήτηση των σχετικών με την καταβολή των παροχών εξόδων, την οποία προβλέπει το άρθρο 58 του κανονισμού εφαρμογής, δεν είναι δυνατή στην περίπτωση που δεν υπήρξαν τέτοιου είδους έξοδα.

    53. Αφετέρου, σε μια τέτοια περίπτωση, πρέπει να εφαρμόζεται και το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού. Η μη καταβολή του συμπληρώματος συντάξεως ισοδυναμεί, πράγματι, προς μείωση ή μεταβολή της συντάξεως, δεδομένου ότι, μολονότι το συμπλήρωμα αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της, ο δικαιούχος δεν την λαμβάνει στο σύνολό της.

    54. Ούτε είναι περισσότερο πειστικό το επιχείρημα που στηρίζεται στην αρχή της αλληλεγγύης την οποία επιβάλλουν τα εθνικά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως.

    55. ράγματι, δυσχερώς μπορεί να εξηγηθεί ο λόγος για τον οποίον η άρνηση καταβολής ενός συνταξιοδοτικού συμπληρώματος, τα έξοδα για την καταβολή του οποίου δεν υπερβαίνουν τα έξοδα που συνεπάγεται αυτό το είδος των πράξεων, συμβάλλει στην προστασία των λοιπών δικαιούχων κοινωνικοασφαλιστικών παροχών.

    56. Κατά συνέπεια, είναι προφανές ότι εν προκειμένω οι διαφορές που επηρεάζουν τα ελάχιστα ποσά δεν δικαιολογούνται από αντικειμενικούς λόγους, υπό την επιφύλαξη ότι το αιτούν δικαστήριο θα ελέγξει το αν υπάρχει διαδικασία συμψηφισμού (clearing) καθώς και τις επιπτώσεις της επί του ύψους των εξόδων.

    ρόταση

    57. Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το Sozialgericht Μünster ως εξής:

    «Η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, όπως διατυπώνεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1945/93 του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 1993, απαγορεύει την εφαρμογή εθνικής νομοθεσίας σε κράτος μέλος κατά την οποία το ελάχιστο ποσό στο οποίο πρέπει να ανέρχεται η χρηματική παροχή αναπηρίας, από το οποίο εξαρτάται η καταβολή της σε δικαιούχο ο οποίος κατοικεί εντός άλλου κράτους μέλους, είναι υψηλότερο από το ποσό που απαιτείται όταν η καταβολή αυτή πραγματοποιείται εντός του πρώτου κράτους μέλους, στην περίπτωση κατά την οποία η καταβολή σε άλλο κράτος μέλος, η οποία δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί για τον λόγο ότι η παροχή δεν ανέρχεται στο υψηλότερο ελάχιστο ποσό, δεν συνεπάγεται μεγαλύτερα έξοδα σε σχέση με την καταβολή της ιδίας παροχής εντός του πρώτου κράτους μέλους.»

    Sus