This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 61998CJ0378
Judgment of the Court (Sixth Chamber) of 3 July 2001. # Commission of the European Communities v Kingdom of Belgium. # Failure by a Member State to fulfil its obligations - State aid - Article 93(2), second subparagraph, of the EC Treaty (now Article 88(2), second subparagraph, EC) - Obligation to recover aid granted under the Maribel bis and Maribel ter schemes - Impossible to put into effect. # Case C-378/98.
Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 3ης Ιουλίου 2001.
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Βασιλείου του Βελγίου.
Παράβαση κράτους μέλους - Κρατικές ενισχύσεις - Αρθρο 93, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 88, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ) - Υποχρέωση ανακτήσεως των κρατικών ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο των επιχειρήσεων Maribel bis και Maribel ter - Αδυναμία εκτελέσεως.
Υπόθεση C-378/98.
Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 3ης Ιουλίου 2001.
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Βασιλείου του Βελγίου.
Παράβαση κράτους μέλους - Κρατικές ενισχύσεις - Αρθρο 93, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 88, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ) - Υποχρέωση ανακτήσεως των κρατικών ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο των επιχειρήσεων Maribel bis και Maribel ter - Αδυναμία εκτελέσεως.
Υπόθεση C-378/98.
Συλλογή της Νομολογίας 2001 I-05107
ECLI identifier: ECLI:EU:C:2001:370
Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 3ης Ιουλίου 2001. - Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Βασιλείου του Βελγίου. - Παράβαση κράτους μέλους - Κρατικές ενισχύσεις - Αρθρο 93, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 88, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ) - Υποχρέωση ανακτήσεως των κρατικών ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο των επιχειρήσεων Maribel bis και Maribel ter - Αδυναμία εκτελέσεως. - Υπόθεση C-378/98.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2001 σελίδα I-05107
Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό
1. ροσφυγή λόγω παραβάσεως Μη συμμόρφωση προς απόφαση της Επιτροπής σχετική με κρατική ενίσχυση Υποχρέωση ανακτήσεως χορηγηθεισών ενισχύσεων ροθεσμία αναφοράς ροθεσμία που τάσσει η απόφαση της οποίας η μη εκτέλεση βάλλεται ή, εν συνεχεία, τάσσει η Επιτροπή
[Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 93, παράγραφος 2, και 169 (νυν άρθρα 88 § 2 ΕΚ και 226 ΕΚ)
2. ροσφυγή λόγω παραβάσεως Μη συμμόρφωση προς την υποχρέωση ανακτήσεως των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν Μέσα άμυνας Απόλυτη αδυναμία εκτελέσεως Υποχρέωση συνεργασίας της Επιτροπής και του κράτους μέλους, σε περίπτωση δυσχερειών της εκτελέσεως, για την αναζήτηση λύσεως τηρούσας τη Συνθήκη.
[Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 5 και 93, παράγραφος 2 (νυν άρθρα 10 ΕΚ και 88 § 2 ΕΚ)]
1. Το ένδικο βοήθημα που παρέχει το άρθρο 93, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης (νυν άρθρο 88, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ) δεν είναι παρά μια παραλλαγή της προσφυγής λόγω παραβάσεως, ειδικώς προσαρμοσμένη στα ιδιαίτερα προβλήματα που παρουσιάζουν οι κρατικές ενισχύσεις για τον ανταγωνισμό εντός της κοινής αγοράς.
Λόγω του ότι το άρθρο 93, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης δεν προβλέπει προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία, εν αντιθέσει προς το άρθρο 169 της Συνθήκης (νυν άρθρο 226 ΕΚ), και του ότι, κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν εκδίδει αιτιολογημένη απόφαση που επιβάλλει στα κράτη μέλη προθεσμία συμμορφώσεως προς την απόφασή της, η προθεσμία αναφοράς δεν μπορεί να είναι, για την εφαρμογή του άρθρου 93, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο της Συνθήκης, παρά μόνον αυτή που προβλέπεται στην απόφαση της οποίας η μη εκτέλεση βάλλεται ή, ανάλογα με την περίπτωση, αυτή που η Επιτροπή όρισε στη συνέχεια.
( βλ. σκέψεις 24, 26 )
2. Το μοναδικό μέσο άμυνας το οποίο μπορεί να επικαλεστεί ένα κράτος μέλος κατά προσφυγής λόγω παραβάσεως, την οποία άσκησε η Επιτροπή βάσει του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης (νυν άρθρου 88, παράγραφος 2, εδάφιο δεύτερο, ΕΚ), είναι αυτό που βασίζεται στην απόλυτη αδυναμία της ορθής εκτελέσεως της αποφάσεως.
Το γεγονός ότι ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να επικαλεστεί κατά τέτοιας προσφυγής άλλα μέσα άμυνας πέρα από την απόλυτη αδυναμία εκτελέσεως δεν εμποδίζει το κράτος μέλος, το οποίο, κατά την εκτέλεση σχετικής με κρατικές ενισχύσεις αποφάσεως της Επιτροπής, συναντά δυσχέρειες που δεν είχαν προβλεφθεί και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν ή αντιλαμβάνεται ότι θα υπάρξουν συνέπειες που δεν είχε υπολογίσει η Επιτροπή, να θέσει τα προβλήματα αυτά στην κρίση της Επιτροπής, προτείνοντας κατάλληλες τροποποιήσεις της επίμαχης αποφάσεως. Στην περίπτωση αυτή, σύμφωνα με τον κανόνα που επιβάλλει στα κράτη μέλη και στα κοινοτικά όργανα αμοιβαίο καθήκον ειλικρινούς συνεργασίας, από το οποίο διαπνέεται συγκεκριμένα το άρθρο 5 της Συνθήκης (νυν άρθρο 10 ΕΚ), η Επιτροπή και το κράτος μέλος οφείλουν να συνεργασθούν καλόπιστα για να υπερπηδήσουν τις δυσκολίες, τηρουμένων πλήρως των διατάξεων της Συνθήκης και ιδίως εκείνων που αφορούν τις ενισχύσεις.
Η προϋπόθεση της απόλυτης αδυναμίας εκτελέσεως δεν πληρούται οσάκις η καθής κυβέρνηση απλώς γνωστοποιεί στην Επιτροπή δυσκολίες νομικής, πολιτικής και πρακτικής φύσεως που παρουσίασε η εκτέλεση της αποφάσεως, χωρίς να προβεί σε καμία ενέργεια έναντι των οικείων επιχειρήσεων προκειμένου να αναζητήσει την ενίσχυση και χωρίς να προτείνει στην Επιτροπή εναλλακτικούς τρόπους εκτελέσεως της αποφάσεως που θα καθιστούσαν δυνατή την υπερπήδηση των δυσχερειών.
Τέλος, το κράτος μέλος οφείλει να προτείνει πρώτο λύσεις όταν συναντά δυσχέρειες.
( βλ. σκέψεις 30-32, 50 )
Στην υπόθεση C-378/98,
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον G. Rozet, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,
προσφεύγουσα,
κατά
Βασιλείου του Βελγίου, εκπροσωπούμενου από την A. Snoecx, επικουρούμενη από τους G. van Gerven και K. Coppenholle, avocats,
καθού,
που έχει ως αντικείμενο να αναγνωριστεί ότι το Βασίλειο του Βελγίου, μη θεσπίζοντας εμπροθέσμως τα μέτρα που είναι αναγκαία για να αναζητήσει από τις αποδέκτριες επιχειρήσεις τις ενισχύσεις που προβλέπονται στο πλαίσιο του σχεδίου Maribel bis/ter, οι οποίες κρίθηκαν παράνομες και ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά με την απόφαση 97/239/ΕΚ της Επιτροπής, της 4ης Δεκεμβρίου 1996, σχετικά με ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στο Βέλγιο στο πλαίσιο του σχεδίου «Maribel bis/ter» (ΕΕ 1997, L 95, σ. 25), η οποία του κοινοποιήθηκε στις 20 Δεκεμβρίου 1996, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 189, τέταρτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 249, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ) και από τα άρθρα 2 και 3 της εν λόγω αποφάσεως,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),
συγκείμενο από τους C. Gulmann, πρόεδρο τμήματος, J.-P. Puissochet, R. Schintgen, F. Macken και N. Colneric (εισηγητή), δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: A. Tizzano
γραμματέας: D. Louterman-Hubeau, προϊσταμένη τμήματος,
έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,
αφού άκουσε τις αγορεύσεις των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 30ής Νοεμβρίου 2000, κατά την οποία η Επιτροπή εκπροσωπήθηκε από τον G. Rozet και το Βασίλειο του Βελγίου από την G. van Gerven και τον B. van Hees, avocat,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 23ης Ιανουαρίου 2001,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 21 Οκτωβρίου 1998, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων άσκησε, δυνάμει του άρθρου 93, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 88, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ), προσφυγή με την οποία ζητεί να αναγνωριστεί ότι το Βασίλειο του Βελγίου, μη θεσπίζοντας εμπροθέσμως τα μέτρα που είναι αναγκαία για να αναζητήσει από τις αποδέκτριες επιχειρήσεις τις ενισχύσεις που προβλέπονται στο πλαίσιο του σχεδίου Maribel bis/ter, οι οποίες κρίθηκαν παράνομες και ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά με την απόφαση 97/239/ΕΚ της Επιτροπής, της 4ης Δεκεμβρίου 1996, σχετικά με ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στο Βέλγιο στο πλαίσιο του σχεδίου «Maribel bis/ter» (ΕΕ 1997, L 95, σ. 25), η οποία του κοινοποιήθηκε στις 20 Δεκεμβρίου 1996, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 189, τέταρτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 249, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ) και από τα άρθρα 2 και 3 της εν λόγω αποφάσεως.
ραγματικά περιστατικά και κανονιστικό πλαίσιο
Ιστορικό και απόφαση 97/239
2 Στο Βέλγιο, το λεγόμενο σχέδιο «Maribel», που θεσπίστηκε με τον νόμο της 29ης Ιουνίου 1981 περί των γενικών αρχών της κοινωνικής ασφαλίσεως για τους μισθωτούς (Moniteur belge της 2ας Ιουλίου 1981, σ. 8575), παρέσχε μια μείωση των εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως στους εργοδότες που απασχολούν χειρώνακτες εργαζομένους. Λόγω του γενικού και αυτόματου χαρακτήρα του, το μέτρο αυτό δεν θεωρήθηκε ενίσχυση εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ).
3 Το βασιλικό διάταγμα της 14ης Ιουνίου 1993 (Moniteur belge της 7ης Ιουλίου 1993, σ. 16069) τροποποίησε το καθεστώς αυτό, από 1ης Ιουλίου 1993, εγκρίνοντας το σχέδιο Maribel bis. ροέβλεψε την αύξηση της μείωσης των εισφορών υπέρ των εργοδοτών που ασκούσαν κυρίως τη δραστηριότητά τους σε έναν από τους πλέον εκτεθειμένους στον διεθνή ανταγωνισμό τομείς.
4 Το βασιλικό διάταγμα της 22ας Φεβρουαρίου 1994 (Moniteur belge της 18ης Μαρτίου 1994, σ. 6724), το οποίο ενέκρινε το σχέδιο Maribel ter, αύξησε εκ νέου τις μειώσεις των εισφορών, από 1ης Ιανουαρίου 1994. Επεξέτεινε επίσης το πεδίο εφαρμογής του καλύπτοντας, αφενός, τον τομέα των διεθνών μεταφορών, από 1ης Ιανουαρίου 1994, και, αφετέρου, τους τομείς αεροπορικών και θαλασσίων μεταφορών, καθώς και δραστηριότητες παραπλήσιες των μεταφορών, από 1ης Απριλίου 1994.
5 Καθώς η Βελγική Κυβέρνηση δεν είχε κοινοποιήσει προηγουμένως τα μέτρα που συνέθεταν τα σχέδια Maribel bis και Maribel ter (στο εξής: Maribel bis/ter) στην Επιτροπή, αυτή κίνησε τη διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης. Στο τέλος της διαδικασίας αυτής, η Επιτροπή, στις 4 Δεκεμβρίου 1996, έλαβε την απόφαση 97/239, την οποία κοινοποίησε στο Βασίλειο του Βελγίου στις 20 Δεκεμβρίου 1996.
6 Με το άρθρο 1 της αποφάσεως 97/239, η Επιτροπή κήρυξε ασυμβίβαστη προς την κοινή αγορά τη μεγαλύτερη μείωση των εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως που αφορά χειρώνακτες εργαζόμενους στο πλαίσιο του σχεδίου Maribel bis/ter υπέρ των εργοδοτών που ασκούν κυρίως τις δραστηριότητές τους σε έναν από τους τομείς που είναι περισσότερο εκτεθειμένοι στον διεθνή ανταγωνισμό.
7 Σύμφωνα με το άρθρο 2, πρώτη περίοδος, της αποφάσεως 97/239, «το Βέλγιο οφείλει να λάβει τα κατάλληλα μέτρα ώστε να θέσει τέλος το συντομότερο δυνατό στη χορήγηση προσαυξημένων μειώσεων των εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως [...] και οφείλει να ανακτήσει εκ μέρους των αποδεκτριών επιχειρήσεων τις παρανόμως χορηγηθείσες ενισχύσεις».
8 Το άρθρο 3 της απόφασης 97/239 προβλέπει ότι «το Βέλγιο πληροφορεί την Επιτροπή, εντός δύο μηνών από της ημερομηνίας της κοινοποίησης της [παρούσας] αποφάσεως, για τα μέτρα τα οποία θα λάβει προς συμμόρφωσή του».
9 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 19 Φεβρουαρίου 1997, το Βασίλειο του Βελγίου ζήτησε από το Δικαστήριο την ακύρωση της αποφάσεως 97/239. Το Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή αυτή με την απόφαση της 17ης Ιουνίου 1999, C-75/97, Βέλγιο κατά Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. Ι-3671).
Η συμπεριφορά του Βασιλείου του Βελγίου μετά την απόφαση 97/239 και οι συζητήσεις που διεξήχθησαν πριν από την άσκηση της παρούσας προσφυγής
10 Η Βελγική Κυβέρνηση πληροφόρησε την Επιτροπή ότι, προκειμένου να εκπληρώσει την υποχρέωσή της να θέσει τέλος στην παροχή των αυξημένων μειώσεων των κοινωνικών εισφορών, που επιβλήθηκε σύμφωνα με το δεύτερο μέρος του άρθρου 2, πρώτη περίοδος, της αποφάσεως 97/239, σχεδίαζε να αντικαταστήσει το σχέδιο Maribel bis/ter με ένα νέο καθεστώς, το λεγόμενο «Maribel quater» από 1ης Ιουλίου 1997. Η Επιτροπή απάντησε στη Βελγική Κυβέρνηση ότι θεωρούσε το σχέδιο Maribel quater στο σύνολό του ως μέτρο γενικό και ότι δεν θα ήγειρε εναντίον του αντιρρήσεις βασιζόμενες στο άρθρο 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης.
11 Αντιθέτως, η Βελγική Κυβέρνηση, προτού ασκηθεί η παρούσα προφυγή, δεν συμμορφώθηκε προς την υποχρέωση που της είχε υποβληθεί από το δεύτερο μέρος του άρθρου 2, πρώτη περίοδος, της αποφάσεως 97/239, να ανακτήσει τις ενισχύσεις που είχαν δοθεί δυνάμει του σχεδίου Maribel bis/ter.
12 ροκειμένου να υπερπηδηθούν οι δυσχέρειες που επικαλέστηκε η Βελγική Κυβέρνηση για να δικαιολογήσει τη μη ανάκτηση των ενισχύσεων αυτών, έλαβαν χώρα συζητήσεις μεταξύ αυτής και της Επιτροπής· φαίνεται ότι αφετηρία των συζητήσεων υπήρξε μια συνάντηση μεταξύ αντιπροσώπων της βελγικής κυβέρνησης και υπαλλήλων της Επιτροπής, που έλαβε χώρα στις 13 Ιανουαρίου 1997.
13 Η Βελγική Κυβέρνηση επικαλέστηκε, ως δυσχέρειες, την εξαφάνιση ή την πτώχευση ορισμένων επιχειρήσεων, τη συγχώνευση των μειώσεων των εισφορών για τα σχέδια Maribel bis και Maribel ter, τη λήψη υπόψη των διαφορετικών τρόπων χρηματοδοτήσεως που δικαιούνταν οι επιχειρήσεις αν δεν είχαν τύχει των μειώσεων αυτών, τις δυσκολίες υπολογισμού που συνδέονται με την πιθανή παρακράτηση των νέων μειώσεων των εισφορών που προβλέπονται ως προς το σχέδιο Maribel quater επί των ποσών που πρέπει να επιστραφούν, τον σημαντικό αριθμό των αποδεκτριών επιχειρήσεων για τις οποίες έπρεπε να υπολογιστούν οι τριμηνιαίες μειώσεις, ανάλογα με τον αριθμό των εργαζομένων που απασχολούνται, και, κατ' ουσίαν, το υψηλό κόστος και τον αφόρητο φόρτο εργασίας που θα συνεπαγόταν μια τέτοια επιχείρηση για την αρμόδια αρχή.
14 Η Βελγική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι ήταν αναγκαίο να προβεί σε έναν κατ' αποκοπήν υπολογισμό του ύψους των ενισχύσεων που πρέπει να ανακτηθούν.
15 Ζήτησε επίσης την εφαρμογή του κανόνα de minimis, ισχυριζόμενη ότι, κατ' εφαρμογή του κανόνα αυτού, οι επιχειρήσεις με λιγότερους από 50 εργαζομένους εξαιρούνται από την υποχρέωση επιστροφής των εν λόγω ενισχύσεων.
16 Η Επιτροπή δεν αρνήθηκε εκ των προτέρων ούτε την εφαρμογή του κανόνα de minimis ούτε τον πιθανό συμψηφισμό μεταξύ των προς επιστροφή ποσών και των νέων μειώσεων που προβλέπει το σχέδιο Maribel quater.
17 Εντούτοις, ζήτησε επανειλημμένως από τη Βελγική Κυβέρνηση να εξειδικεύσει την πρότασή της για κατ' αποκοπήν υπολογισμό και να συγκεκριμενοποιήσει την ανάκτηση των εν λόγω ενισχύσεων σύμφωνα με την προτεινόμενη μέθοδο. Η Επιτροπή, προβληματισμένη από τον πολύ ασαφή χαρακτήρα του κατ' αποκοπήν υπολογισμού, απέκλεισε κάθε μέθοδο υπολογισμού που δεν ελάμβανε υπόψη τις μειώσεις των εισφορών των οποίων είχαν όντως τύχει οι επιχειρήσεις.
18 Με την από 4 Μα_ου 1998 επιστολή της η Επιτροπή, μη έχοντας λάβει, μετά από μήνες συζητήσεων, συγκεκριμένες προτάσεις σχετικά με την ανάκτηση των ενισχύσεων, ζήτησε από τη Βελγική Κυβέρνηση «να της υποβάλει, εντός 15 εργασίμων ημερών από την ημερομηνία της παρούσας επιστολής, πρόταση ανακτήσεως συγκεκριμένη, λεπτομερή και λειτουργική».
19 Η απάντηση της Βελγικής Κυβερνήσεως δεν ικανοποίησε την Επιτροπή, η οποία αποφάσισε να ασκήσει την παρούσα προσφυγή.
Η συνέχεια των συζητήσεων μετά την άσκηση της παρούσας προσφυγής
20 Από τις απαντήσεις των μερών σε ερώτηση του Δικαστηρίου, προκύπτει ότι οι συζητήσεις, αφού διακόπηκαν με την άσκηση της παρούσας αγωγής, επαναλήφθηκαν τον Ιανουάριο του 1999. Η Βελγική Κυβέρνηση εξέτασε τότε μαζί με την Επιτροπή διάφορες εκδοχές ενός «σχεδίου πρωτοκόλλου», που προτάθηκε από την κυβέρνηση αυτή προκειμένου να επιλυθεί το πρόβλημα της ανακτήσεως των ενισχύσεων που είχε προκύψει από το σχέδιο Maribel bis/ter.
21 Ο τρόπος υπολογισμού που προτείνεται στο έγγραφο αυτό έγινε κατ' ουσίαν αποδεκτός από την Επιτροπή, η οποία περιορίστηκε να ζητήσει διευκρινίσεις από τη Βελγική Κυβέρνηση.
22 Συνεπώς, η ανάκτηση των ενισχύσεων που προέκυπτε από το σχέδιο Maribel bis/ter ρυθμίστηκε με νόμο της 24ης Δεκεμβρίου 1999, ο οποίος περιείχε διατάξεις κοινωνικού και άλλου χαρακτήρα (Moniteur belge της 31ης Δεκεμβρίου 1999, 3η έκδοση, σ. 50467).
23 Ορισμένες ρυθμίσεις του νόμου αυτού επικρίθηκαν από την Επιτροπή, η οποία υπέδειξε στη Βελγική Κυβέρνηση ότι θα ήταν αναγκαίο να επιφέρει σ' αυτόν ορισμένες τροποποιήσεις. Υπήρχε κυρίως ασυμφωνία ως προς μια έκφανση της εφαρμογής του κανόνα de minimis, καθώς και ως προς τον ασαφή χαρακτήρα του νόμου, ο οποίος έμοιαζε να παρέχει στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις μια διπλή φορολογική μείωση επί των ποσών που έπρεπε να ανακτηθούν.
Επί της ουσίας
Επί της κρίσιμης ημερομηνίας για τη διαπίστωση παραβάσεως κράτους μέλους
24 Το ένδικο βοήθημα που παρέχει το άρθρο 93, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης δεν είναι παρά μια παραλλαγή της προσφυγής λόγω παραβάσεως, ειδικώς προσαρμοσμένη στα ιδιαίτερα προβλήματα που παρουσιάζουν οι κρατικές ενισχύσεις για τον ανταγωνισμό εντός της κοινής αγοράς (βλ. απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 1990, C-301/87, Γαλλία κατά Επιτροπής, λεγόμενη «Boussac Saint Frères», Συλλογή 1990, σ. Ι-307, σκέψη 23).
25 Στο πλαίσιο της κατ' άρθρο 169 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 226 ΕΚ) διαδικασίας, η ύπαρξη παραβάσεως πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με την κατάσταση του κράτους μέλους όπως αυτή παρουσιάζεται κατά τη λήξη της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας και οι μεταβολές που επήλθαν στη συνέχεια δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο (βλ., π.χ., την απόφαση της 23ης Μα_ου 2000, C-58/99, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 2000, σ. Ι-3811, σκέψη 17).
26 Λόγω του ότι το άρθρο 93, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης δεν προβλέπει προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία, εν αντιθέσει προς το άρθρο 169 της Συνθήκης, και του ότι, κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν εκδίδει αιτιολογημένη απόφαση που επιβάλλει στα κράτη μέλη προθεσμία συμμορφώσεως προς την απόφασή της, η προθεσμία αναφοράς δεν μπορεί να είναι, για την εφαρμογή της πρώτης διατάξεως που αναφέρθηκε, παρά μόνον αυτή που προβλέπεται στην απόφαση της οποίας η μη εκτέλεση βάλλεται ή, ανάλογα με την περίπτωση, αυτή που η Επιτροπή όρισε στη συνέχεια.
27 Ως προς την προθεσμία που τάχθηκε εν προκειμένω, το άρθρο 3 της απόφασης 97/239 προβλέπει προθεσμία δύο μηνών, από της ημερομηνίας κοινοποιήσεως της αποφάσεως, προκειμένου η Βελγική Κυβέρνηση να πληφορήσει την Επιτροπή για τα μέτρα τα οποία θα λάβει προς συμμόρφωσή της, συμπεριλαμβανομένων αυτών που ελήφθησαν για την ανάκτηση των δοθεισών ενισχύσεων. Ύστερα από μακρές συζητήσεις μεταξύ των μερών επί των δυσχερειών που αντιμετώπιζε η Βελγική Κυβέρνηση, η Επιτροπή έταξε, με την από 4 Μα_ου 1998 επιστολή της, νέα προθεσμία, λήγουσα 15 μέρες μετά την ημερομηνία της επιστολής αυτής.
28 Ενόψει των δυσχερειών που πρέπει να αντιμετωπισθούν και σύμφωνα με τη νομολογία περί της υποχρεώσεως που επιβάλλει στα κράτη μέλη και στα κοινοτικά όργανα το αμοιβαίο καθήκον της ειλικρινούς συνεργασίας (βλ. απόφαση της 22ας Μαρτίου 2001, C-261/99, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2001, σ. Ι-2537, σκέψη 24), δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι η προθεσμία που τάσσει το άρθρο 3 της απόφασης 97/239 αντικαταστάθηκε από αυτήν που τάσσει η επιστολή της 4ης Μα_ου 1998. Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ως κρίσιμη η τελευταία αυτή προθεσμία και να διαπιστωθεί ότι οι πρωτοβουλίες και τα μέτρα που έλαβε η Βελγική Κυβέρνηση μετά την ημερομηνία εκπνοής της προθεσμίας δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη.
Επί της προβαλλομένης αδυναμίας ανακτήσεως των χορηγηθέντων ποσών
29 Δεν αμφισβητείται ότι οι βελγικές αρχές δεν ανέκτησαν τις παρανόμως χορηγηθείσες ενισχύσεις σύμφωνα με το σχέδιο Maribel bis/ter εντός της ταχθείσας προθεσμίας, όπως αυτή ορίζεται στη σκέψη 28 της παρούσας αποφάσεως.
30 Όμως, κατά πάγια νομολογία, το μοναδικό μέσο άμυνας το οποίο μπορεί να επικαλεστεί ένα κράτος μέλος κατά προσφυγής λόγω παραβάσεως, την οποία άσκησε η Επιτροπή βάσει του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης, είναι αυτό που βασίζεται στην απόλυτη αδυναμία της ορθής εκτελέσεως της αποφάσεως (βλ. αποφάσεις της 4ης Απριλίου 1995, C-348/93, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1995, σ. Ι-673, σκέψη 16· της 29ης Ιανουαρίου 1998, C-280/95, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1998, σ. Ι-259, σκέψη 13, και την προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Γαλλίας, σκέψη 23).
31 Το γεγονός ότι ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να επικαλεστεί κατά τέτοιας προσφυγής άλλα μέσα άμυνας πέρα από την απόλυτη αδυναμία εκτελέσεως δεν εμποδίζει το κράτος μέλος, το οποίο, κατά την εκτέλεση σχετικής με κρατικές ενισχύσεις αποφάσεως της Επιτροπής, συναντά δυσχέρειες που δεν είχαν προβλεφθεί και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν ή αντιλαμβάνεται ότι θα υπάρξουν συνέπειες που δεν είχε υπολογίσει η Επιτροπή, να θέσει τα προβλήματα αυτά στην κρίση της Επιτροπής, προτείνοντας κατάλληλες τροποποιήσεις της επίμαχης αποφάσεως. Στην περίπτωση αυτή, σύμφωνα με τον κανόνα που επιβάλλει στα κράτη μέλη και στα κοινοτικά όργανα αμοιβαίο καθήκον ειλικρινούς συνεργασίας, από το οποίο διαπνέεται συγκεκριμένα το άρθρο 5 της Συνθήκης (νυν άρθρο 10 ΕΚ), η Επιτροπή και το κράτος μέλος οφείλουν να συνεργασθούν καλόπιστα για να υπερπηδήσουν τις δυσκολίες, τηρουμένων πλήρως των διατάξεων της Συνθήκης και ιδίως εκείνων που αφορούν τις ενισχύσεις (βλ. την απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 1989, 94/87, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 1989, σ. 175, σκέψη 9· την προπαρατεθείσα απόφαση της 4ης Απριλίου 1995, Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 17· την απόφαση της 27ης Ιουνίου 2000, C-404/97, Επιτροπή κατά ορτογαλίας, Συλλογή 2000, σ. Ι-4897, σκέψη 40, και την προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Γαλλίας, σκέψη 24).
32 Η προϋπόθεση της απόλυτης αδυναμίας εκτελέσεως δεν πληρούται οσάκις η καθής κυβέρνηση απλώς γνωστοποιεί στην Επιτροπή δυσκολίες νομικής, πολιτικής και πρακτικής φύσεως που παρουσίασε η εκτέλεση της αποφάσεως, χωρίς να προβεί σε καμία ενέργεια έναντι των οικείων επιχειρήσεων προκειμένου να αναζητήσει την ενίσχυση και χωρίς να προτείνει στην Επιτροπή εναλλακτικούς τρόπους εκτελέσεως της αποφάσεως που θα καθιστούσαν δυνατή την υπερπήδηση των δυσχερειών (βλ. την προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας, σκέψη 10, την απόφαση της 10ης Ιουνίου 1993, C-183/91, Επιτροπή κατά Ελλάδος, Συλλογή 1993, σ. Ι-3131, σκέψη 20, και προπαρατεθείσα απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 1998, Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 14).
Eπιχειρήματα των διαδίκων
33 Η Επιτροπή προσάπτει στο Βασίλειο του Βελγίου τη μη λήψη μέτρων για την ανάκτηση των ενισχύσεων που δόθηκαν στο πλαίσιο του σχεδίου Maribel bis/ter, ενώ δεν του ήταν απολύτως αδύνατο να επιτύχει την ανάκτηση αυτή. Η Επιτροπή το κατηγορεί ότι δεν ανέλαβε πρωτοβουλίες προκειμένου να ανακτήσει τις εν λόγω ενισχύσεις από τις αποδέκτριες επιχειρήσεις.
34 Επίσης, αποδοκιμάζει το ότι η Βελγική Κυβέρνηση δεν πρότεινε εναλλακτικούς τρόπους εκτελέσεως της αποφάσεως 97/239, προκειμένου να υπερπηδήσει τις δυσχέρειες ανακτήσεως των εν λόγω ενισχύσεων. Της καταλογίζει, ιδίως, ότι δεν διευκρίνισε, παρά τις επανειλημμένες αιτήσεις, τις προτάσεις τις σχετικές με το καθεστώς αποζημιώσεως και τον κατ' αποκοπήν υπολογισμό.
35 Η Βελγική Κυβέρνηση ισχυρίζεται προς αντίκρουση ότι ενήργησε επιμελώς για την ανάκτηση των εν λόγω ενισχύσεων, αλλά ότι συνάντησε ανυπέρβλητες δυσχέρειες στον ακριβή υπολογισμό ανά τριμηνία των μειώσεων των εισφορών των οποίων είχαν τύχει οι οικείες επιχειρήσεις.
36 ροσθέτει ότι, ελλείψει μιας γενικής λύσεως στο πρόβλημα αυτό, δεν μπορεί να εκτελέσει την απόφαση 97/239 έναντι ορισμένων μόνον από τις εν λόγω επιχειρήσεις, χωρίς να παραβιάσει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.
37 Η Βελγική Κυβέρνηση εκθέτει λεπτομερώς τις δυσχέρειες που, κατ' αυτήν, ανέκυψαν από δύο ιδιαιτερότητες του βελγικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως:
ρώτον, η επιχείρηση που θα υποχρεωνόταν σε επιστροφή των ενισχύσεων τις οποίες έλαβε στο πλαίσιο του σχεδίου Maribel bis/ter θα βρισκόταν σε μια κατάσταση που θα μπορούσε να διαρκέσει μόνο για περίοδο 30 ημερών, μετά το πέρας της οποίας η επιχείρηση δεν θα μπορούσε να τύχει άλλων μειώσεων των κοινωνικών εισφορών που εξαρτώνται από άλλες προϋποθέσεις. Είναι προφανές ότι αυτή η επιστροφή δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί εντός προθεσμίας 30 ημερών.
Δεύτερον, δεδομένου ότι τα σχέδια Maribel αποτελούσαν ένα αδιαίρετο σύνολο και ότι από πριν το 1994, το ηλεκτρονικό σύστημα δεν διέκρινε μεταξύ πλεονεκτημάτων που απέρρεαν από το αρχικό σχέδιο Maribel και εκείνων που απέρρεαν από το σχέδιο Maribel bis/ter, αποκλειόταν, εν πάση περιπτώσει, ο υπολογισμός για την περίοδο που προηγείτο της χρονιάς αυτής.
38 Η Βελγική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι μόνον ο κατ' αποκοπήν υπολογισμός του επιστρεπτέου ποσού μπορεί να καταστήσει δυνατή την υπερπήδηση των δυσχερειών αυτών, αλλά ότι η λύση αυτή απορρίφθηκε από την Επιτροπή.
39 Στο πλαίσιο αυτό, η Βελγική Κυβέρνηση προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν συνεργάστηκε εποικοδομητικά για την ανεύρεση αποδεκτής λύσεως στο πρόβλημα της ανακτήσεως των εν λόγω εισφορών. Υπογραμμίζει ότι η υποχρέωση ειλικρινούς συνεργασίας βαρύνει τόσο τα κοινοτικά όργανα όσο και τα κράτη μέλη.
Εκτίμηση του Δικαστηρίου
40 ρέπει να υπενθυμιστεί ότι το Δικαστήριο διαπίστωσε στη σκέψη 90 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Βέλγιο κατά Επιτροπής ότι τίποτε δεν αποδεικνύει, παρά την αδιαμφισβήτητη ύπαρξη δυσχερειών, ότι είναι απολύτως αδύνατη η ανάκτηση των εν λόγω ενισχύσεων και ότι η απόλυτη αυτή αδυναμία υφίστατο ήδη κατά τον χρόνο εκδόσεως από την Επιτροπή της αποφάσεως 97/239.
41 Εν προκειμένω, οι βελγικές αρχές περιορίστηκαν στην πράξη, όπως επισήμανε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 25 των προτάσεών του, να καταγγείλουν την ύπαρξη δυσχερειών τεχνικού και διοικητικού χαρακτήρα τις οποίες παρουσίαζε μια τέτοια ανάκτηση, δυσχερειών που απέρρεαν ουσιαστικά από τον σημαντικό αριθμό των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων, καθώς και από την ανάγκη να καθοριστεί το ύψος των ενισχύσεων ανά τρίμηνο βάσει του αριθμού των εργαζομένων που απασχολούνταν πραγματικά στις επιχειρήσεις αυτές.
42 Ως προς τις δυσχέρειες αυτού του είδους, το Δικαστήριο, σε παρόμοια υπόθεση, απέρριψε το επιχείρημα ότι μια απόλυτη αδυναμία εκτελέσεως μπορεί να ανακύψει από τον μεγάλο αριθμό των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων (προπαρατεθείσα απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 1998, Επιτροπή κατά Ιταλίας). Το Δικαστήριο τόνισε ειδικότερα στη σκέψη 23 της απόφασης αυτής ότι, έστω κι αν υποτεθεί ότι η αναζήτηση της επίμαχης πιστώσεως φόρου παρουσιάζει δυσχέρειες από διοικητικής απόψεως, το γεγονός αυτό δεν μπορεί να επιτρέψει να θεωρηθεί η αναζήτηση ως τεχνικώς αδύνατη.
43 Μέχρι την κρίσιμη ημερομηνία για τη διαπίστωση της παραβάσεως, η Βελγική Κυβέρνηση δεν προέβη σε καμία ενέργεια έναντι των εν λόγω επιχειρήσεων για να ανακτήσει τις επίδικες ενισχύσεις. Όμως, δεν φαίνεται να ήταν απολύτως αδύνατο να αρχίσει την ανάκτηση των ενισχύσεων αυτών από ορισμένες επιλεγόμενες επιχειρήσεις, με τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, αλλά και προφυλάσσοντας τις σχετικές επιχειρήσεις από τα μειονεκτήματα που ανακύπτουν από τις ιδιαιτερότητες του βελγικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως.
44 Επιβάλλεται επίσης η διαπίστωση ότι το Βασίλειο του Βελγίου δεν συνεργάστηκε ικανοποιητικά με την Επιτροπή για την εξεύρεση λύσεως στο πρόβλημα της ανακτήσεως των επίμαχων ενισχύσεων.
45 Βέβαια, είναι ακριβές ότι η Βελγική Κυβέρνηση πρότεινε ένα σύστημα αποζημιώσεως βασιζόμενο ουσιωδώς σε έναν κατ' αποκοπή υπολογισμό των ποσών που έπρεπε να καταβάλει η κάθε επιχείρηση.
46 Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση του βασίμου της παρατηρήσεως της Επιτροπής, ότι η πρόταση για κατ' αποκοπήν υπολογισμό των επιστρεπτέων ενισχύσεων ήταν διατυπωμένη αορίστως.
47 Έτσι, παρά τις επανειλημμένες αιτήσεις της Επιτροπής, η Βελγική Κυβέρνηση δεν της παρέσχε ενδείξεις που να επιτρέπουν την αποσαφήνιση της φύσεως και του ακριβούς περιεχομένου του υπολογισμού αυτού· κυρίως, δεν καθόρισε ιδίως τα στοιχεία που θα έπρεπε να θεωρηθούν ως «κατ' αποκοπήν».
48 Επιπλέον, σε μια δεδομένη στιγμή των διαπραγματεύσεων, η Βελγική Κυβέρνηση εξέφρασε σοβαρές αμφιβολίες ως προς το εφαρμόσιμο του τρόπου υπολογισμού που είχε προτείνει και ενημέρωσε την Επιτροπή σχετικά.
49 Κατά συνέπεια, ελλείψει πιο συγκεκριμένων ενδείξεων, η Επιτροπή δεν μπορούσε παρά να θεωρήσει ανεπίτρεπτο έναν πιθανό κατ' αποκοπήν υπολογισμό, στον οποίο δε θα είχε ληφθεί υπόψη το ύψος των μειώσεων των εισφορών των οποίων είχαν πράγματι τύχει οι επιχειρήσεις.
50 Όσον αφορά την κατηγορία περί ελλείψεως συνεργασίας που η Βελγική Κυβέρνηση απευθύνει στην Επιτροπή, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το κράτος μέλος που είναι ο αποδέκτης της απόφασης που του επιβάλλει την ανάκτηση των παρανόμως χορηγηθεισών ενισχύσεων οφείλει να προτείνει πρώτο λύσεις όταν συναντά δυσχέρειες.
51 Με δεδομένη την έλλειψη κοινοτικών διατάξεων σχετικών με τη διαδικασία ανακτήσεως των παρανόμως καταβληθέντων ποσών, η ανάκτηση των ενισχύσεων που έχουν παρασχεθεί παρανόμως πρέπει, καταρχήν, να γίνει κατά τις σχετικές διατάξεις του εθνικού δικαίου (βλ. απόφαση της 20ής Μαρτίου 1997, C-24/95, Alcan Deutschland, Συλλογή 1997, σ. Ι-1591, σκέψη 24). Το κράτος μέλος είναι, επομένως, σε καλύτερη θέση να ορίσει τις καταλληλότερες μεθόδους για την ανάκτηση αυτή.
52 Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή έλλειψη συνεργασίας. Επιπλέον, η Επιτροπή δέχτηκε χωρίς χρονοτριβή την εφαρμογή του κανόνα de minimis και δήλωσε έτοιμη, επανειλημμένως κατά τις διαπραγματεύσεις, να αποδεχθεί μια συγκεκριμένη πρόταση περί του κατ' αποκοπήν υπολογισμού. Επέδειξε, δηλαδή, διάθεση ενεργούς συνεργασίας αποδεχόμενη τις λίγες προτάσεις που της έγιναν και που μπορούσαν να γίνουν αποδεκτές.
53 Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι το Βασίλειο του Βελγίου, μη θεσπίζοντας εμπροθέσμως τα μέτρα που είναι αναγκαία για να αναζητήσει από τις αποδέκτριες επιχειρήσεις τις ενισχύσεις που προβλέπονται στο πλαίσιο του σχεδίου Maribel bis/ter, οι οποίες κρίθηκαν παράνομες και ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά με την απόφαση 97/239, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 189, τέταρτο εδάφιο, της Συνθήκης και από τα άρθρα 2 και 3 της εν λόγω αποφάσεως.
Επί των δικαστικών εξόδων
54 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι η Επιτροπή διατύπωσε σχετικό αίτημα και το Βασίλειο του Βελγίου ηττήθηκε, επιβάλλεται να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.
Για τους λόγους αυτούς,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)
αποφασίζει:
1) Το Βασίλειο του Βελγίου, μη θεσπίζοντας εμπροθέσμως τα μέτρα που είναι αναγκαία για να αναζητήσει από τις αποδέκτριες επιχειρήσεις τις ενισχύσεις που προβλέπονται στο πλαίσιο των σχεδίων Maribel bis και Maribel ter, οι οποίες κρίθηκαν παράνομες και ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά με την απόφαση 97/239/ΕΚ της Επιτροπής, της 4ης Δεκεμβρίου 1996, σχετικά με ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στο Βέλγιο στο πλαίσιο του σχεδίου «Maribel bis/ter», παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 189, τέταρτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 249, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ) και από τα άρθρα 2 και 3 της εν λόγω αποφάσεως.
2) Καταδικάζει το Βασίλειο του Βελγίου στα δικαστικά έξοδα.