Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61998CC0380

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Alber της 11ης Μαΐου 2000.
    The Queen κατά H.M. Treasury, ex parte The University of Cambridge.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: High Court of Justice (England & Wales), Queen's Bench Division (Divisional Court) - Ηνωμένο Βασίλειο.
    Δημόσιες συμßάσεις - Διαδικασία συνάψεως δημοσίων συμßάσεων υπηρεσιών και συμßάσεων δημοσίων προμηθειών και δημοσίων έργων - Αναθέτουσα αρχή - Οργανισμός δημοσίου δικαίου.
    Υπόθεση C-380/98.

    Συλλογή της Νομολογίας 2000 I-08035

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2000:229

    61998C0380

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Alber της 11ης Μαΐου 2000. - The Queen κατά H.M. Treasury, ex parte The University of Cambridge. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: High Court of Justice (England & Wales), Queen's Bench Division (Divisional Court) - Ηνωμένο Βασίλειο. - Δημόσιες συμßάσεις - Διαδικασία συνάψεως δημοσίων συμßάσεων υπηρεσιών και συμßάσεων δημοσίων προμηθειών και δημοσίων έργων - Αναθέτουσα αρχή - Οργανισμός δημοσίου δικαίου. - Υπόθεση C-380/98.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2000 σελίδα I-08035


    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


    I Εισαγωγή

    1. Στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, το High Court of Justice (England and Wales), Queen's Bench Division, υποβάλλει στο Δικαστήριο ερωτήματα ως προς την ερμηνεία της εννοίας της αναθέτουσας αρχής. Συναφώς, πρόκειται κυρίως για το ζήτημα υπό ποιες προϋποθέσεις πρέπει να θεωρείται ότι ένας οργανισμός δημοσίου δικαίου «χρηματοδοτείται κατά πλειοψηφία» από το κράτος, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοικήσεως ή άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου, με συνέπεια να πρέπει να θεωρείται αναθέτουσα αρχή υπό την έννοια των οδηγιών περί συνάψεως των δημοσίων συμβάσεων.

    2. Το ερώτημα αυτό τίθεται στο πλαίσιο δίκης την οποία κίνησε το πανεπιστήμιο του Cambridge (στο εξής επίσης: προσφεύγον) κατά του H. Μ. Treasury (στο εξής: Treasury). Το προσφεύγον βάλλει κατά της προτάσεως του Treasury να διατηρηθούν, ως προς το Ηνωμένο Βασίλειο, τα πανεπιστήμια στον κατάλογο των οργανισμών δημοσίου δικαίου που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων , δια της προσθήκης της μνείας «χρηματοδοτούμενα κατά πλειοψηφία από άλλες αναθέτουσες αρχές».

    ΙΙ Οι νομικές βάσεις

    1. Το κοινοτικό δίκαιο

    3. Το άρθρο 1 της οδηγίας 93/37 ορίζει την έννοια της αναθέτουσας αρχής ως εξής:

    «Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας:

    α) (...)

    β) ως αναθέτουσες αρχές νοούνται το κράτος, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης, οι οργανισμοί δημοσίου δικαίου και οι ενώσεις που συγκροτούνται από έναν ή περισσότερους από τους προαναφερόμενους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης ή οργανισμούς δημοσίου δικαίου.

    Ως οργανισμός δημοσίου δικαίου νοείται κάθε οργανισμός:

    που δημιουργήθηκε ειδικά για να ικανοποιήσει ανάγκες γενικού συμφέροντος που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα

    και

    που έχει νομική προσωπικότητα

    και

    του οποίου είτε η δραστηριότητα χρηματοδοτείται κατά πλειοψηφία από το κράτος, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου, είτε η διαχείριση υπόκειται σε έλεγχο από το κράτος ή τους οργανισμούς αυτούς, είτε άνω του ημίσεος του αριθμού των μελών του οργάνου διοίκησης, διεύθυνσης ή εποπτείας ορίζεται από το κράτος, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου.

    Οι κατάλογοι των οργανισμών και των κατηγοριών των οργανισμών δημοσίου δικαίου που πληρούν τα κριτήρια που απαριθμούνται στο δεύτερο εδάφιο του παρόντος στοιχείου περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι. [...]

    γ)-η) [...]»

    4. Η διάταξη αυτή ταυτίζεται κατ' ουσίαν με το άρθρο 1, στοιχείο β_, των οδηγιών 92/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών , και 93/36/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων προμηθειών .

    5. Όσον αφορά το Ηνωμένο Βασίλειο, ο κατάλογος των διεπομένων από το δημόσιο δίκαιο οργανισμών και κατηγοριών οργανισμών του παραρτήματος Ι της οδηγίας 93/37 περιλαμβάνει τα «universities and polytechnics, maintained schools and colleges» (πανεπιστήμια και πολυτεχνεία, δημόσια σχολεία και κολέγια).

    6. Το άρθρο 35 της οδηγίας 93/37 προβλέπει τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται για την τροποποίηση του καταλόγου του παραρτήματος Ι. Κατά τη διαδικασία αυτή, η Επιτροπή τροποποιεί το παράρτημα Ι προκειμένου να είναι κατά το δυνατόν σύμφωνο με την πραγματικότητα.

    2. Το εθνικό δίκαιο

    7. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι οδηγίες περί δημοσίων συμβάσεων μεταφέρθηκαν στο εσωτερικό δίκαιο με τις εξής διατάξεις:

    η οδηγία 92/50 με την The Public Services Contracts Regulations του 1993 (S. Ι. 1993/3228),

    η οδηγία 93/36 με την Public Supply Contracts Regulations του 1995 (S. Ι. 1995/201),

    η οδηγία 93/37 με την The Public Works Contracts Regulations του 1991 (S. Ι. 1991/2680).

    8. Οι κανονιστικές αυτές αποφάσεις δεν επαναλαμβάνουν το παράρτημα Ι της οδηγίας 93/37, αλλά περιέχουν ορισμό των οργανισμών δημοσίου δικαίου βασιζόμενο σ' αυτόν που δίδει το κοινοτικό δίκαιο.

    ΙΙΙ Τα πραγματικά περιστατικά

    9. To 1995 και το 1996 η Committee of Vice-Chancellors and Principals of the Universities (Συμβούλιο των πρυτάνεων πανεπιστημίων) του Ηνωμένου Βασιλείου υποστήριξε ενώπιον του Treasury ότι οι οδηγίες περί δημοσίων συμβάσεων δεν έχουν εφαρμογή γενικώς στα πανεπιστήμια. Το συμβούλιο αυτό υποστήριξε ότι, κατά συνέπεια, έπρεπε να εξαλειφθεί η μνεία «ανεπιστήμια» από το παράρτημα Ι της οδηγίας 93/37 στην οποία παραπέμπουν οι οδηγίες 92/50, 93/36 και 93/37.

    10. Έτσι, στις 17 Ιανουαρίου 1997 το Treasury πρότεινε στην Επιτροπή την εξής τροποποίηση: «universities [...] financed for the most part by other contracting authorities» (πανεπιστήμια [...] χρηματοδοτούμενα κατά πλειοψηφία από άλλες αναθέτουσες αρχές). Η τροποποίηση αυτή έπρεπε να καθιστά δυνατό να σχετικοποιηθεί η δυνατότητα εφαρμογής των προαναφερθεισών οδηγιών στη σύναψη δημοσίων συμβάσεων από τα πανεπιστήμια. Η Επιτροπή δεν υιοθέτησε ακόμη την πρόταση αυτή.

    11. Το προσφεύγον δεν ικανοποιήθηκε με την προταθείσα από το Treasury τροποποίηση. Με αίτηση δικαστικού ελέγχου της 7ης Νοεμβρίου 1996, το πανεπιστήμιο ζήτησε την άδεια να αμφισβητήσει την ορθότητα της απόψεως του Treasury. Του παρασχέθηκε η άδεια να υποβάλει αίτηση δικαστικού ελέγχου, με την αιτιολογία ότι η αίτηση αυτή αφορούσε την ακριβή ερμηνεία της εκφράσεως «χρηματοδοτείται κατά πλειοψηφία» (από μία ή περισσότερες αναθέτουσες αρχές).

    12. Οι διάδικοι συνομολόγησαν κατά την κύρια δίκη ότι στην πλειονότητά τους τα πανεπιστήμια του Ηνωμένου Βασιλείου, μεταξύ των οποίων το ανεπιστήμιο του Cambridge, όντως δημιουργήθηκαν ειδικώς προς ικανοποίηση αναγκών γενικού συμφέροντος χωρίς βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα και έχουν νομική προσωπικότητα. Από την άλλη πλευρά όμως, η διαχείρισή τους δεν ελέγχεται από αναθέτουσες αρχές και οι αρχές αυτές δεν ορίζουν περισσότερα από τα μισά μέλη του διοικητικού συμβουλίου, του συμβουλίου διαχειρίσεως ή του διοικητικού συμβουλίου του πανεπιστημίου. Συνεπώς, στην υπό κρίση υπόθεση, το μόνο ζήτημα που είναι ουσιώδες είναι το αν τα πανεπιστήμια «χρηματοδοτούνται κατά πλειοψηφία από μία ή περισσότερες αναθέτουσες αρχές».

    13. Με την αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο εφιστά, μεταξύ άλλων, την προσοχή στο ότι τα πανεπιστήμια στο Ηνωμένο Βασίλειο δεν χρηματοδοτούνται όλα κατά τον ίδιο τρόπο και δεν λαμβάνουν όλα κονδύλια από αναθέτουσες αρχές. Το δικαστήριο υπογραμμίζει ότι τα χρηματοοικονομικά μέσα που τίθενται στη διάθεση των πανεπιστημίων προέρχονται από διάφορες πηγές, καταβάλλονται για διαφόρους σκοπούς και για διαφόρους λόγους και ότι, εξάλλου, τα διάφορα πανεπιστήμια δεν διαθέτουν ούτε τα ίδια χρηματοοικονομικά μέσα.

    14. Τόσο το αιτούν δικαστήριο όσο και το προσφεύγον αναφέρουν τις πηγές χρηματοδοτήσεως των πανεπιστημίων στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι οποίες είναι οι εξής:

    1.α) Κονδύλια προοριζόμενα για ακαδημαϊκούς, ερευνητικούς και συναφείς σκοπούς, τα οποία χορηγούν τα Higher Education Funding Councils (συμβούλια για τη χρηματοδότηση της ανωτάτης εκπαιδεύσεως) και ο Teacher Training Agency (οργανισμός εκπαιδεύσεως διδασκόντων), που έχουν αναγνωρισθεί ως αναθέτουσες αρχές. Άνω του 90 % των κονδυλίων για τη χρηματοδότηση της έρευνας χορηγούνται βάσει περιοδικών αξιολογήσεων της ποιότητας των ερευνών που πραγματοποιούνται. Το πανεπιστήμιο αποφασίζει το ίδιο τον τρόπο χρησιμοποιήσεως των κονδυλίων.

    β) Κονδύλια τα οποία απονέμουν και καταβάλλουν κατευθείαν στο πανεπιστήμιο τα Research Councils, που έχουν επίσης αναγνωρισθεί ως αναθέτουσες αρχές, κατόπιν αιτήσεως συγκεκριμένων αιτούντων που επιθυμούν να υλοποιήσουν ερευνητικό σχέδιο, από το οποίο τα Research Councils δεν αντλούν κανένα όφελος. Οι επιχορηγήσεις απονέμονται στους κατ' ιδίαν αιτούντες βάσει αξιολογήσεως των προσόντων τους. Εφόσον ο αιτών αλλάξει πανεπιστήμιο, τα κονδύλια καταβάλλονται στο νέο πανεπιστήμιο.

    2. Αμοιβές για ερευνητικές εργασίες και για υπηρεσίες κατ' εντολήν και για λογαριασμό φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, βιομηχανικών ή εμπορικών επιχειρήσεων, υπουργείων και άλλων οργανισμών.

    3. Δίδακτρα καταβαλλόμενα κατ' ευθείαν στα πανεπιστήμια από την αναθέτουσα αρχή. Τα κονδύλια αυτά αποτελούν υποτροφίες χορηγούμενες στους φοιτητές προς κάλυψη των διδάκτρων τους. ολυάριθμοι φοιτητές δικαιούνται υποχρεωτική υποτροφία ή τουλάχιστον υποτροφία εξαρτώμενη από τη διακριτική ευχέρεια της διοικητικής αρχής που την καταβάλλει. Άλλοι φοιτητές πρέπει να αυτοχρηματοδοτούνται ή χρηματοδοτούνται από κονδύλια μη προερχόμενα από το Ηνωμένο Βασίλειο.

    4. Διάφορες άλλες πηγές χρηματοδοτήσεως, όπως η παροχή καταλύματος για διαμονή και η τροφοδοσία, καθώς και οι δωρεές και επιχορηγήσεις.

    15. To High Court of Justice επισύναψε στη διάταξη περί παραπομπής την ακόλουθη σύνοψη πηγών εσόδων, προερχόμενη από τα λογιστικά βιβλία του πανεπιστημίου για το 1997, σε ποσοστό επί τοις εκατό επί του συνόλου των εσόδων του:

    Υποτροφίες από το Funding Council και τον

    Teacher Training Agency 30

    ανεπιστημιακά δίδακτρα

    και υποτροφίες αρωγής 14

    εκ των οποίων:

    Ημεδαποί φοιτητές και φοιτητές από χώρες της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (εκ των οποίων ορισμένοι χωρίς υποτροφίες) 9

    Φοιτητές από τρίτες χώρες 5

    Υποτροφίες για την έρευνα και συμβάσεις 33

    εκ των οποίων:

    Research Councils 14

    Επιδοτήσεις και συμβάσεις προερχόμενες

    από άλλους δημοσίους και ιδιωτικούς οργανισμούς 19

    Λοιπά λειτουργικά έσοδα 12

    εκ των οποίων:

    Τροφοδοσία 1

    Μεταβιβάσεις από το Local Examinations Syndicate 3

    Υγειονομικές και νοσοκομειακές αρχές 2

    Έκπτωση TVA 1

    Άλλα έσοδα 5

    Έσοδα από επιχορηγήσεις και τόκους προς είσπραξη 11

    ΣΥΝΟΛΟ 100

    16. Το αιτούν δικαστήριο φρονεί ότι η ορθή ερμηνεία της εκφράσεως «χρηματοδοτείται κατά πλειοψηφία» είναι καθοριστική για το ζήτημα αν το πανεπιστήμιο πρέπει να θεωρηθεί αναθέτουσα αρχή. Κατά συνέπεια, υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα.

    IV Τα υποβληθέντα ερωτήματα

    «1) Δεδομένου ότι το άρθρο 1 των οδηγιών του Συμβουλίου 92/50/ΕΟΚ, 93/36/ΕΟΚ και 93/37/ΕΟΚ (στο εξής: οδηγίες) αναφέρεται σε κάθε οργανισμό που "χρηματοδοτείται κατά πλειοψηφία από το κράτος, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου", ποια κονδύλια πρέπει να περιλαμβάνονται στην έκφραση "χρηματοδοτείται (...) από [μία ή περισσότερες αναθέτουσες αρχές]"; Ειδικότερα, όσον αφορά τα ποσά που καταβάλλονται σε νομικό πρόσωπο όπως το ανεπιστήμιο του Cambridge, περιλαμβάνει η έκφραση αυτή:

    α) τις επιδοτήσεις ή επιχορηγήσεις που καταβάλλονται από μία ή περισσότερες αναθέτουσες αρχές για την ενίσχυση της ερευνητικής εργασίας;

    β) την αντιπαροχή που καταβάλλεται από μία ή περισσότερες αναθέτουσες αρχές για την παροχή υπηρεσιών που συνίστανται σε ερευνητική εργασία;

    γ) την αντιπαροχή που καταβάλλεται από μία ή περισσότερες αναθέτουσες αρχές για την παροχή άλλων υπηρεσιών, όπως είναι η παροχή γνωμοδοτήσεων ή η οργάνωση συνεδρίων;

    δ) τις φοιτητικές υποτροφίες που καταβάλλονται από τοπικές αρμόδιες για την εκπαίδευση αρχές ("local education authorities") σε πανεπιστήμια για την κάλυψη των διδάκτρων συγκεκριμένων φοιτητών;

    2) οιο ποσοστό επί τοις εκατό νοείται με την έκφραση "κατά πλειοψηφία" του άρθρου 1 των οδηγιών ή ποια άλλη έννοια έχει η έκφραση αυτή;

    3) Αν η έκφραση "κατά πλειοψηφία" ορίζεται ως ποσοστό επί τοις εκατό, γίνεται ο υπολογισμός μόνον επί των πηγών χρηματοδοτήσεως για ακαδημαϊκής και συναφούς φύσεως σκοπούς ή πρέπει να περιλαμβάνει και τους πόρους που προέρχονται από εμπορικές δραστηριότητες;

    4) Βάσει ποιου χρονικού διαστήματος πρέπει να γίνεται ο υπολογισμός για να καθορισθεί αν ένα πανεπιστήμιο αποτελεί "αναθέτουσα αρχή" ως προς ορισμένη δημόσια σύμβαση και πώς πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι δυνάμενες να προβλεφθούν ή οι μέλλουσες μεταβολές;»

    17. Το προσφεύγον, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, η Ολλανδική και η Αυστριακή Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή μετέσχαν στην έγγραφη διαδικασία. Η Γαλλική Κυβέρνηση υπέβαλε παρατηρήσεις κατά την προφορική διαδικασία. Θα ήθελα να επανέλθω στα επιχειρήματά τους.

    V Νομική εκτίμηση

    1. ροκριματικές παρατηρήσεις

    18. ρέπει κατ' αρχάς να εξετασθεί το ζήτημα αν έχει έννομες συνέπειες στην υπό κρίση υπόθεση η ισχύουσα μνεία των πανεπιστημίων του Ηνωμένου Βασιλείου στο παράρτημα Ι της οδηγίας 93/37 ή η σχετική πρόταση τροποποιήσεως.

    α) Επιχειρήματα των διαδίκων

    19. Κατά την Ολλανδική Κυβέρνηση και κατά την άποψη που διατύπωσε η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, ο κατάλογος του παραρτήματος Ι είναι απλώς ενδεικτικός. Η Ολλανδική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι τούτο προκύπτει, αφενός, από το άρθρο 35 της οδηγίας 93/37, το οποίο προβλέπει τη διαδικασία για την τροποποίηση του παραρτήματος και, αφετέρου, από την από 16 Ιουνίου 1992 απάντηση της Επιτροπής στη γραπτή ερώτηση αριθ. 1443/92 .

    β) Εκτίμηση

    20. Όπως ορθώς ισχυρίζεται η Ολλανδική Κυβέρνηση, ο κρίσιμος ορισμός της εννοίας της «αναθέτουσας αρχής» περιλαμβάνεται στο άρθρο 1, στοιχείο β_, των οδηγιών. Μόνο με τη χρησιμοποίηση των κριτηρίων του εν λόγω άρθρου μπορεί να κριθεί αν ένας οργανισμός εμπίπτει στην έννοια αυτή. Η εγγραφή στον προαναφερθέντα κατάλογο δεν έχει δεσμευτικό χαρακτήρα. Από το άρθρο 1, στοιχείο β_, προκύπτει ήδη ότι οι κατάλογοι πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πληρέστεροι και από το άρθρο 35 της οδηγίας 93/37, το οποίο διέπει τη διαδικασία τροποποιήσεως των καταλόγων, προκύπτει ότι τροποποιήσεις είναι δυνατές και ότι είναι, ενδεχομένως, αναγκαίες οσάκις οι οργανισμοί που περιλαμβάνονται στα παραρτήματα δεν ανταποκρίνονται πλέον στα κριτήρια του άρθρου 1, στοιχείο β_, της οδηγίας. Ο κατάλογος δεν είναι ούτε εξαντλητικός και πρέπει, ενδεχομένως, να διευρύνεται.

    21. Το παράρτημα Ι της οδηγίας 93/37 δεν επηρεάζει, κατά συνέπεια, την ερμηνεία του άρθρου 1, στοιχείο β_, τρίτη περίπτωση, της οδηγίας.

    2. Επί του πρώτου ερωτήματος

    α) Επιχειρήματα των διαδίκων

    22. Το προσφεύγον φρονεί ότι σκοπός των οδηγιών 93/36, 93/37 και 92/50 είναι να επιβάλλουν ειδικές επιταγές στους οργανισμούς ως προς τους οποίους το κράτος είναι σε θέση να ασκεί πραγματικό ή εν δυνάμει έλεγχο κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. Συναφώς, το προσφεύγον επικαλείται τη νομολογία του Δικαστηρίου . Οι οδηγίες έχουν ως προορισμό να αποτρέψουν τη διατάραξη της ενιαίας αγοράς. Οσάκις ένας οργανισμός δεν υπόκειται στον έλεγχο αυτόν ή οσάκις ο εν λόγω έλεγχος είναι μόνο θεωρητικός, οι οδηγίες δεν πρέπει να έχουν εφαρμογή.

    23. Κατά τη γνώμη του προσφεύγοντος, στο ερώτημα αν το κράτος ασκεί τέτοιου είδους έλεγχο πρέπει να δοθεί απάντηση βάσει ποιοτικών και ποσοτικών κριτηρίων. Ένας οργανισμός δεν καθίσταται δημόσιος οργανισμός απλώς και μόνο διότι μια άλλη αναθέτουσα αρχή προβαίνει σε ορισμένες χρηματοοικονομικές παροχές προς αυτόν, δεδομένου ότι η αναθέτουσα αρχή δεν αποκτά με οποιεσδήποτε παροχές ακριβώς αυτή τη δυνατότητα ελέγχου. Αντιθέτως, πρέπει επίσης να αναλύεται ο σκοπός των χρηματοοικονομικών μέσων που διατίθενται. Μπορούν να θεωρηθούν χρηματοδότηση από τις δημόσιες αρχές μόνον οι παροχές οι οποίες χρησιμεύουν στον οικείο οργανισμό για να εκπληρώσει τις ουσιώδεις αποστολές του στο πανεπιστήμιο, επί παραδείγματι, για τη διδασκαλία και την έρευνα και οι οποίες επιπλέον απονέμουν στην αναθέτουσα αρχή που τις χορηγεί άμεσο ή έμμεσο έλεγχο στη σύναψη των δημοσίων συμβάσεων. Το προσφεύγον ισχυρίστηκε επίσης κατά την προφορική διαδικασία ότι, αν γίνει δεκτός ευρύτερος ορισμός, θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως οργανισμοί δημοσίου δικαίου και οι εκκλησίες ή οι θρησκευτικές οργανώσεις, τα κόμματα, τα επιδοτούμενα από το κράτος φιλανθρωπικά ιδρύματα ή τα τυχερά παίγνια που διαχειρίζεται το κράτος, εφόσον χρηματοδοτούνται από δημόσιους πόρους. Εν πάση περιπτώσει, η έννοια της «χρηματοδοτήσεως» σημαίνει χρηματοοικονομικά μέσα που χορηγούνται στο πανεπιστήμιο για να του παρασχεθεί η δυνατότητα να εκπληρώσει τις ουσιώδεις αποστολές του. Κατά συνέπεια, η χρηματοδότηση ορισμένων ερευνητικών σχεδίων ή άλλες μορφές χρηματοδοτήσεως όπως οι δωρεές δεν εμπίπτουν στον επίμαχο ορισμό. Δεδομένου, εξάλλου, ότι οι πηγές χρηματοδοτήσεως που απαριθμούνται στα στοιχεία α_ έως δ_ του πρώτου ερωτήματος της αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως δεν συνεπάγονται έλεγχο της αναθέτουσας αρχής επί των αποφάσεων συνάψεως δημοσίων συμβάσεων, δεν υπάρχει λόγος να θεωρούνται χρηματοδοτήσεις υπό την έννοια της εν λόγω διατάξεως.

    24. Κατά την άποψη της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου, το σύνολο των χρηματοοικονομικών μέσων τα οποία χορηγούν οι αναθέτουσες αρχές σ' έναν οργανισμό και τα οποία χρησιμεύουν για την εκπλήρωση των καθηκόντων του οργανισμού στον τομέα της εκπαιδεύσεως και, επομένως, για την ικανοποίηση γενικών συμφερόντων εμπίπτουν στην έννοια της χρηματοδοτήσεως από αναθέτουσα αρχή. Οι εμπορικές παροχές εκ μέρους μιας αναθέτουσας αρχής, οι οποίες δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να τυγχάνουν διαφορετικής αντιμετωπίσεως. Όσον αφορά το ζήτημα αν μια παροχή χρησιμεύει για εκπαιδευτικούς ή εμπορικούς σκοπούς, μπορεί να γίνεται χρήση της διακρίσεως στην οποία προέβη το Δικαστήριο με την απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1988 στην υπόθεση Humbel .

    25. Εκτός αυτού, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, με τις παρατηρήσεις που διατύπωσε κατά την προφορική διαδικασία, θεωρεί οπωσδήποτε ως καθοριστικό το ζήτημα αν μια παροχή πραγματοποιείται χαριστικώς, δηλαδή χωρίς να παρέχει δικαίωμα για αντιπαροχή, επί παραδείγματι λόγω υποχρεώσεως εκ του δημοσίου δικαίου, ή αν πραγματοποιείται προς εκπλήρωση συγκεκριμένης συμβατικής υποχρεώσεως. Η κυβέρνηση αυτή βασίζεται στο διατυπωθέν με την απόφαση Mannesmann Anlagenbau Austria κ.λπ. κριτήριο της «στενής σχέσεως εξαρτήσεως» μεταξύ του επίμαχου οργανισμού και της αναθέτουσας αρχής, σχέση η οποία δεν υπάρχει στην περίπτωση της καταβολής ποσών τα οποία το νομικό πρόσωπο κέρδισε κατά κάποιον τρόπο και τα οποία κατά συνέπεια δεν εμπίπτουν στην έννοια της χρηματοδοτήσεως από δημόσιο οργανισμό.

    26. Για τους προπαρατεθέντες λόγους, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου ισχυρίζεται ότι οι καταβολές υπό την ένοια του πρώτου ερωτήματος, στοιχεία β_και γ_, πρέπει να θεωρούνται αμιγώς εμπορικής φύσεως και, ως εκ τούτου, δεν εμπίπτουν στην έννοια της χρηματοδοτήσεως από αναθέτουσα αρχή. Αντιθέτως, οι επιχορηγήσεις που παρέχονται στο πανεπιστήμιο, υπό την έννοια του πρώτου ερωτήματος, στοιχείο α_, εμπίπτουν, κατά την άποψη της κυβερνήσεως, στην έννοια αυτή, ακόμη και αν συνδέονται προς αίτηση υποβληθείσα από συγκεκριμένο αιτούντα. Τέλος, οι καταβολές που πραγματοποιούν αναθέτουσες αρχές προς πανεπιστήμιο ως συνεισφορά στα δίδακτρα, υπό την έννοια του πρώτου ερωτήματος, στοιχείο δ_, αποτελούν χρηματοδότηση του προαναφερθέντος είδους, δεδομένου ότι θέτουν στη διάθεση του πανεπιστημίου μέσα που του παρέχουν τη δυνατότητα να εκπληρώσει την αποστολή του χάριν του γενικού συμφέροντος, ακόμη και αν πραγματοποιούνται προς ικανοποίηση των αναγκών ονομαστικώς καθοριζομένων φοιτητών.

    27. Κατά την άποψη της Ολλανδικής Κυβερνήσεως, τα τρία κριτήρια του άρθρου 1, στοιχείο β_, τρίτη περίπτωση, των οδηγιών, δηλαδή η ύπαρξη δραστηριότητας χρηματοδοτούμενης κατά πλειοψηφία από το κράτος, ο κρατικός έλεγχος και η επιρροή ως προς την επιλογή του προσωπικού πρέπει, σύμφωνα με την απόφαση Mannesmann Anlagenbau Austria κ.λπ. , να ερμηνευθούν ως «στενή σχέση εξαρτήσεως» προς το κράτος ή τις αναθέτουσες αρχές.

    28. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την άποψη αυτή, προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αν πρόκειται περί χρηματοδοτήσεως από αναθέτουσα αρχή ή περί άλλου είδους καταβολών, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ μια χρηματοοικονομκής ενισχύσεως και μιας αληθούς αντιπαροχής. Μόνο σε περίπτωση χρηματοοικονομικής ενισχύσεως πληρούται το κριτήριο της «στενής σχέσεως εξαρτήσεως». Το ίδιο κριτήριο χρησιμοποιείται στο άρθρο 1, στοιχείο α_, περίπτωση ix, της οδηγίας 92/50, κατά το οποίο η οδηγία έχει εφαρμογή μόνον εφόσον η πραγματοποιούμενη καταβολή δεν αποτελεί αμοιβή. Κατά συνέπεια, όσον αφορά το πρώτο ερώτημα, στοιχεία β_ και γ_, πρέπει να εξετασθεί αν πρόκειται περί αντιπαροχής ληφθείσας για εμπορική παροχή ή περί χρηματοοικονομικής ενισχύσεως. Κατά γενικό κανόνα, οι παροχές που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο εμπορικών δραστηριοτήτων δεν εμπίπτουν στην έννοια της χρηματοδοτήσεως από αναθέτουσα αρχή.

    29. Για την ερμηνευτική της πρόταση, η Αυστριακή Κυβέρνηση βασίζεται στο ιστορικό της δημιουργίας της εννοίας της αναθέτουσας αρχής. Τα τρία κριτήρια που απαριθμούνται στο άρθρο 1, στοιχείο β_, τρίτη περίπτωση, περιγράφουν οργανισμούς που μετέχουν στην οικονομική ζωή χωρίς να υπόκεινται στην επιρροή της αγοράς . Η έννοια της κατά πλειοψηφία χρηματοδοτήσεως από αναθέτουσα αρχή πρέπει, κατά συνέπεια, να ερμηνεύεται ευρέως. Η έννοια αυτή αφορά το σύνολο των χρηματοοικονομικών παροχών προς έναν οργανισμό στις οποίες προβαίνει μια αναθέτουσα αρχή και οι οποίες ενέχουν στοιχείο ενισχύσεως. ρόκειται για διαφορετική περίπτωση οσάκις ο εν λόγω οργανισμός εισπράττει αντιπαροχή για την παροχή υπηρεσιών οι οποίες προσφέρονται στην αγορά σε σχέση ανταγωνισμού προς άλλες υπηρεσίες προσφερόμενες από άλλους οργανισμούς ή επιχειρήσεις και της οποίας αντιπαροχής το ύψος καθορίζεται από την αγορά.

    30. Σύμφωνα με τα επιχειρήματα που ανέπτυξε κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση όσον αφορά την έννοια της χρηματοδοτήσεως από αναθέτουσα αρχή, η Γαλλική Κυβέρνηση επιχειρεί ωσαύτως να διακρίνει μεταξύ των παροχών χάριν του γενικού συμφέροντος και των παροχών που έχουν χαρακτήρα αντιπαροχής για τις υπηρεσίες του εν λόγω οργανισμού. Συνεπώς, από τις παροχές τις οποίες αφορά το πρώτο ερώτημα, αυτές που έχουν τον χαρακτήρα αντιπαροχής δεν πρέπει να περιλαμβάνονται στην έννοια της χρηματοδοτήσεως από αναθέτουσα αρχή.

    31. Η Επιτροπή υπενθυμίζει επίσης τον σκοπό των οδηγιών, ο οποίος συνίσταται στην εξάλειψη των εμποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων και των υπηρεσιών. Η επίμαχη διάταξη αφορά τους οργανισμούς οι οποίοι, λόγω του ότι βρίσκονται σε στενή σχέση εξαρτήσεως προς το κράτος ή προς αναθέτουσες αρχές, δεν υπόκεινται στους νόμους της αγοράς όπως οι άλλοι . Κατά την Επιτροπή, από την απόφαση Mannesmann Anlagenbau Austria κ.λπ. προκύπτει σαφώς ότι οι εναλλακτικές προϋποθέσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 1, στοιχείο β_, τρίτη περίπτωση, αφορούν μια «στενή σχέση εξαρτήσεως» προς αναθέτουσα αρχή. Τέτοια στενή σχέση εξαρτήσεως υφίσταται, ακόμη και αν είναι μόνον έμμεση, στην περίπτωση κατά πλειοψηφία χρηματοδοτήσεως από αναθέτουσα αρχή. Με τις προφορικές της παρατηρήσεις, η Επιτροπή επισημαίνει ότι «στενή σχέση εξαρτήσεως» μπορεί επίσης να υπάρχει σε περίπτωση εμπορικών σχέσεων. Η ερμηνεία αυτή είναι σύμφωνη και με τον σκοπό των οδηγιών, δεδομένου ότι οι αναθέτουσες αρχές έχουν ισχυρή οικονομική θέση ακόμη και ως αντισυμβαλλόμενοι.

    32. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή φρονεί ότι, σε περίπτωση εκτιμήσεως βάσει του κριτηρίου της «στενής σχέσεως εξαρτήσεως», επιβάλλεται κατ' αρχήν να λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των καταβολών στις οποίες προβαίνει μια αναθέτουσα αρχή. Κατά την Επιτροπή, δεν υπάρχει λόγος να γίνεται διάκριση αναλόγως των δραστηριοτήτων για τις οποίες πραγματοποιείται η καταβολή, δεδομένου ότι η οδηγία δεν έχει ως σκοπό να διακρίνει μεταξύ δραστηριοτήτων χάριν του γενικού συμφέροντος και λοιπών δραστηριοτήτων. Η Επιτροπή φρονεί ότι οι υποτροφίες για έρευνα που χορηγούνται σε ορισμένα άτομα πρέπει επίσης να θεωρούνται ως έσοδα των πανεπιστημίων και προορίζονται για την εξυπηρέτηση σκοπού του πανεπιστημίου. Είναι επίσης σαφές ότι οι καταβολές που προορίζονται ως συμβολή στα δίδακτρα των φοιτητών αποτελούν επίσης χρηματοοικονομικά μέσα του πανεπιστημίου. Η Επιτροπή ισχυρίζεται επίσης ότι δεν συμβιβάζεται με τον σκοπό των οδηγιών να γίνεται διάκριση μεταξύ των διαφόρων ειδών καταβολών που απαριθμούνται στο πρώτο ερώτημα, στοιχεία α_ έως δ_, και ότι μια τέτοια διάκριση θα συνεπαγόταν υπερβολικά μεγάλες δυσχέρειες, όσον αφορά την οριοθέτηση ορισμένων παροχών.

    β) Εκτίμηση

    33. Τίθεται κατ' αρχάς το ζήτημα σε ποιες σκέψεις βασίζεται το άρθρο 1, στοιχείο β_, τρίτη περίπτωση, των οδηγιών και ποιες είναι οι επιταγές που απορρέουν από τις σκέψεις αυτές για την ερμηνεία της εννοίας «χρηματοδότηση από το κράτος, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου» (στο εξής επίσης, χάριν απλουστεύσεως: δημόσια χρηματοδότηση).

    34. Σκοπός των οδηγιών περί συντονισμού των διαδικασιών συνάψεως δημοσίων συμβάσεων είναι να εξαλειφθεί ο κίνδυνος να ακολουθούν οι εν λόγω οργανισμοί κατά τη σύναψη των συμβάσεων μη οικονομικά κριτήρια. Η εφαρμογή των οδηγιών πρέπει να εμποδίζει τους οργανισμούς που δεν υπόκεινται στους νόμους της αγοράς να προτιμούν κατά τη σύναψη της συμβάσεως έναν υποβάλλοντα προσφορά ή έναν υποψήφιο τον οποίο ευνοούν. Αυτή ήταν η κρίση του Δικαστηρίου όσον αφορά τις επίμαχες στην υπό κρίση υπόθεση οδηγίες, την οδηγία 92/50 στην υπόθεση BFI Holding , και την οδηγία 93/37 στην υπόθεση Mannesmann Anlagenbau Austria κ.λπ. · βλ. επίσης, υπό την έννοια αυτή, τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Léger στην ίδια υπόθεση και στην υπόθεση 31/87 , όσον αφορά την οδηγία 71/305/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουλίου 1971, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων εργών (ΕΕ ειδ. έκδ. 17/001, σ. 7).

    35. Το Δικαστήριο έκρινε επανειλημμένως στο πλαίσιο του ζητήματος της νομικής μορφής του οργανισμού ή των διατάξεων περί της συστάσεώς του ότι η έννοια της αναθέτουσας αρχής πρέπει να ερμηνεύεται ευρέως και βάσει λειτουργικών κριτηρίων για να διασφαλίζεται η πρακτική αποτελεσματικότητα των αρχών της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων και των υπηρεσιών .

    36. Στο πλαίσιο της εξετάσεως του ζητήματος αν πληρούνται οι αναγκαίες προϋποθέσεις για την ύπαρξη οργανισμού δημοσίου δικαίου, το Δικαστήριο θεώρησε με την απόφαση Mannesmann Anlagenbau Austria κ.λπ. ότι οι τρεις εναλλακτικές προϋποθέσεις του άρθρου 1, στοιχείο β_, τρίτη περίπτωση, των οδηγιών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται επίσης το κριτήριο της κατά πλειοψηφία χρηματοδοτήσεως αποτελούν «στενή σχέση εξαρτήσεως» («enge Verbundenheit») ενός οργανισμού προς το κράτος, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοικήσεως ή άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου. Κατά την προπαρατεθείσα απόφαση, το εν λόγω άρθρο ορίζει επομένως τις τρεις μορφές υπό τις οποίες εμφανίζεται ένας οργανισμός δημοσίου δικαίου ως τρεις παραλλαγές «στενής σχέσεως εξαρτήσεως» προς άλλη αναθέτουσα αρχή.

    37. Με τις αποφάσεις Connemara Machine Turf και Επιτροπή κατά Ιρλανδίας , το Δικαστήριο έκρινε βεβαίως ότι, προκειμένου ένας οργανισμός να μπορεί να χαρακτηρισθεί αναθέτουσα αρχή στην Ιρλανδία, πρέπει να ασκεί έλεγχο στη σύναψη των δημοσίων συμβάσεων (προς τούτο, κρίθηκε αρκετό ο έλεγχος να ασκείται εμμέσως, δηλαδή χωρίς διάταξη η οποία να το προβλέπει ρητώς). Αυτή είναι η αρχή την οποία το προσφεύγον επιχειρεί να προβάλει στην υπό κρίση υπόθεση. Η αρχή αυτή ωστόσο δεν έχει εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση λόγω του ότι η επίμαχη στην προπαρατεθείσα υπόθεση οδηγία 77/62/ΕΟΚ προέβλεπε την προϋπόθεση του κρατικού ελέγχου των δημοσίων συμβάσεων, παραπέμποντας στο παράρτημά της όσον αφορά το οικείο κράτος μέλος, στην περίπτωση εκείνη την Ιρλανδία.

    38. Ωσαύτως δεν έχουν εφαρμογή, τουλάχιστον στην υπό κρίση υπόθεση, τα συμπεράσματα που συνήγαγε ο γενικός εισαγγελέας C. O. Lenz στην υπόθεση Επιτροπή κατά ορτογαλίας , τα οποία επικαλείται το προσφεύγον προς στήριξη της επιχειρηματολογίας του. Συγκεκριμένα, το παράρτημα Ι της σχετικής με την προπαρατεθείσα υπόθεση οδηγίας, της οδηγίας 77/62, προϋπέθετε και όσον αφορά την ορτογαλική Δημοκρατία να υπόκεινται οι δημόσιες συμβάσεις προμηθειών στον έλεγχο του κράτους.

    39. Διαπιστώνεται ότι οι οδηγίες βασίζονται σε μια λειτουργική προσέγγιση που επιβάλλει ευρεία ερμηνεία. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να δικαιολογηθεί μια τελολογική ερμηνεία όπως δέχονται η Ολλανδική και η Αυστριακή Κυβέρνηση καθώς και, κατ' ουσίαν, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου. Αν οι καταβολές στις οποίες προβαίνει μια αναθέτουσα αρχή δεν έχουν ως συνέπεια τη δημιουργία ή την ενίσχυση μιας συγκεκριμένης σχέσεως, ο σκοπός των οδηγιών δεν δικαιολογεί πλέον τον χαρακτηρισμό αυτής της παροχής ως δημόσιας χρηματοδοτήσεως, δεδομένου ότι η έννοια αυτή καλύπτει μόνον τις περιπτώσεις στις οποίες υφίσταται ιδιαιτέρως στενή σχέση μεταξύ του οικείου οργανισμού και της αναθέτουσας αρχής.

    40. Κατά συνέπεια, πρέπει επίσης να διευκρινισθεί η έννοια της χρηματοδοτήσεως, προκειμένου να συναχθεί η ύπαρξη στενής σχέσεως μεταξύ του προσώπου που τυγχάνει της χρηματοδοτήσεως και του προσώπου που προβαίνει στην παροχή. Όπως ορθώς παρατηρεί η Επιτροπή, στο πλαίσιο της δημόσιας χρηματοδοτήσεως μια τέτοια σχέση υφίσταται μόνον εμμέσως. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να θεωρείται αυτομάτως ως δημόσια χρηματοδότηση κάθε καταβολή την οποία πραγματοποιεί το κράτος, αλλά αποκλειστικά οι παροχές που δεν αποτελούν την αντιπαροχή μιας συγκεκριμένης παροχής και οι οποίες, επομένως, χρηματοδοτούν ή υποστηρίζουν τη γενική δραστηριότητα του οικείου οργανισμού μέσω χρηματοοικονομικής ενισχύσεως.

    41. ρέπει να θεωρηθούν ως δημόσια χρηματοδότηση οι παροχές, υπό την έννοια του πρώτου ερωτήματος, στοιχείο α_, οι οποίες συνίστανται σε επιδοτήσεις ή επιχορηγήσεις που καταβάλλονται για την ενίσχυση της ερευνητικής εργασίας. Ακόμη και αν η χρηματοδότηση αυτή δεν καταβάλλεται υλικώς στο πανεπιστήμιο, αλλά σε άτομο το οποίο υπάγεται στο πανεπιστήμιο ως παρέχον υπηρεσίες, πρόκειται ωστόσο περί χρηματοδοτήσεως που οφελεί το πανεπιστήμιο στο σύνολό του. Ακριβώς στην περίπτωση αυτή υφίσταται η σχέση την οποία ορίζει η οδηγία , δεδομένου ότι υπάρχει στενή σχέση εξαρτήσεως μεταξύ του πανεπιστημίου και της αναθέτουσας αρχής που το ενισχύει οικονομικώς .

    42. Ωστόσο, είναι αμφισβητήσιμο αν ο χαρακτηρισμός αυτός ισχύει και για τις καταβολές υπό την έννοια του ερωτήματος 1, στοιχεία β_ και γ_. Όσον αφορά το ζήτημα αν η αντιπαροχή την οποία καταβάλλουν μία ή περισσότερες αναθέτουσες αρχές για συμβατικώς συμφωνηθείσες παροχές εκ μέρους του πανεπιστημίου εμπίπτει στην έννοια της δημόσιας χρηματοδοτήσεως, ο σκοπός της παροχής για την οποία καταβάλλεται αντιπαροχή, κριτήριο το οποίο πρότεινε, μεταξύ άλλων, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, δεν αποτελεί από μόνος του κατάλληλο κριτήριο. Στην υπόθεση Humbel , το Δικαστήριο έκρινε βεβαίως ότι τα μαθήματα τα οποία διδάσκονται στο πλαίσιο της σχολικής εκπαιδεύσεως δεν εμπίπτουν στην έννοια της παροχής υπηρεσιών, υπό την έννοια των άρθρων 59 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 49 ΕΚ) και 60 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 50 ΕΚ). Το Δικαστήριο διέκρινε επίσης μεταξύ του αν πρόκειται περί οικονομικής αντιπαροχής για κάποια παροχή και του αν πραγματοποιείται καταβολή προκειμένου το κράτος να εκπληρώσει την αποστολή του στον κοινωνικό, πολιτιστικό και εκπαιδευτικό τομέα . ρος δικαιολόγηση της διακρίσεως αυτής, το Δικαστήριο εξέθεσε ότι ο σκοπός της προστασίας της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών δεν δεν εκτείνεται στον δεύτερο αυτό τομέα. Ωστόσο, δεν μπορεί να δοθεί βάσει τούτου απάντηση στο ερώτημα αν, στην υπό κρίση υπόθεση, μια παροχή εμπίπτει στην έννοια της δημόσιας χρηματοδοτήσεως, δεδομένου ότι ο προστατευτικός σκοπός των οδηγιών, όπως περιγράφηκε ανωτέρω, είναι εντελώς διαφορετικός από τον σκοπό της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών. ράγματι, το γεγονός ότι μια καταβολή αποτελεί αντιπαροχή γεννά ακριβώς αμφιβολία ως προς το αν μπορεί να δημιουργηθεί έτσι στενή σχέση εξαρτήσεως, ακόμη και αν η παροχή στην οποία προβαίνει ο οργανισμός επιδιώκει σκοπούς γενικού συμφέροντος. Εξάλλου, το κριτήριο αυτό καθιστά δυσχερέστερη την οριοθέτηση, δεδομένου ότι οι δραστηριότητες γενικού συμφέροντος, επομένως, για ένα πανεπιστήμιο, οι παροχές υπηρεσιών διδασκαλίας και έρευνας, μπορούν να αλληλεπικαλύπτονται με τις δραστηριότητες εμπορικού χαρακτήρα, όπως εμφαίνει επίσης το πρώτο ερώτημα, στοιχείο β_.

    43. Ομοίως, δεν μπορούν να εφαρμοσθούν κατ' αναλογία τα κριτήρια που διατύπωσε το Δικαστήριο με την απόφαση BFI Holding . Στην προπαρατεθείσα υπόθεση, το Δικαστήριο έκρινε, λαμβάνοντας υπόψη το άρθρο 1, στοιχείο β_, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 92/50, ότι το γεγονός ότι υπηρεσίες παρέχονται ή μπορούν να παρασχεθούν και από ιδιωτικές επιχειρήσεις δεν αποκλείει ότι μια συγκεκριμένη αποστολή μπορεί να έχει χαρακτήρα γενικού συμφέροντος. Εκ πρώτης όψεως θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η απόφαση δεν επιτρέπει τη διάκριση μεταξύ των εμπορικών παροχών και άλλων παροχών, ακόμη και όσον αφορά την έννοια της δημόσιας χρηματοδοτήσεως στην τρίτη περίπτωση του προαναφερθέντος άρθρου. Όσον αφορά ωστόσο τα τρία σωρευτικά κριτήρια για τον ορισμό ενός δημοσίου οργανισμού, πρόκειται για εντελώς διαφορετικά προβλήματα. Εν προκειμένω τίθεται το αυτοτελές ζήτημα αν ορισμένες καταβολές προς οργανισμό ο οποίος έχει αναμφισβήτητα δημιουργηθεί για την εκπλήρωση καθηκόντων υπέρ του γενικού συμφέροντος πρέπει να θεωρηθούν δημόσια χρηματοδότηση.

    44. Με γνώμονα τον σκοπό των οδηγιών και το ζήτημα αν υφίσταται ή αν ενισχύεται στενή σχέση εξαρτήσεως μεταξύ του πανεπιστημίου και της αναθέτουσας αρχής, πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση στο ερώτημα αν πρόκειται περί δημόσιας χρηματοδοτήσεως οσάκις από την αλληλεπίδραση μεταξύ παροχής και αντιπαροχής προκύπτει ότι η αναθέτουσα αρχή έχει οικονομικό συμφέρον στην εκπλήρωση της παροχής, το οποίο βαίνει πέραν της υποστηρίξεως στην εκπλήρωση καθηκόντων που εξυπηρετούν το γενικό συμφέρον. Στενή σχέση εξαρτήσεως μπορεί να υφίσταται μόνον οσάκις η παροχή σκοπεί στην υποστήριξη ενός οργανισμού κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων του και στην παροχή βοηθείας προς τούτο. Η διαπίστωση αυτή ισχύει και στην περίπτωση κατά την οποία μια συμβατικώς συμφωνηθείσα παροχή του εν λόγω οργανισμού αποτελεί συγχρόνως δραστηριότητα που εξυπηρετεί το γενικό συμφέρον ή ακαδημαϊκούς σκοπούς.

    45. Μια τέτοια στενή σχέση εξαρτήσεως κατά κανόνα δεν δημιουργείται ακριβώς οσάκις ένας οργανισμός εισπράττει αμοιβή ως αντιπαροχή για δραστηριότητα την οποία προσφέρει κατά τον ίδιο τρόπο με μια επιχείρηση που δρα στην αγορά, ανεξάρτητα, σε σχέση ανταγωνισμού με ιδιωτικές επιχειρήσεις και βάσει συγκεκριμένης αιτήσεως παροχής υπηρεσιών. Συγκεκριμένα, ο εν λόγω οργανισμός αποκτά δικαίωμα αμοιβής στο πλαίσιο αμοιβαιότητας. Οι υπηρεσίες αυτές παρέχονται, κατόπιν αιτήσεως, υπέρ του εν λόγω οργανισμού, όπως συμβαίνει με την έρευνα για συγκεκριμένο σκοπό, τις εργασίες παροχής συμβουλών ή την οργάνωση συνεδρίων. Συναφώς, το δικαίωμα στην παροχή δεν βασίζεται στην κατ' αρχήν απόφαση υποστηρίξεως του οργανισμού στην εκπλήρωση των καθηκόντων του. Στην περίπτωση αυτή υπάρχει μάλλον συμβατικό δικαίωμα στην παροχή.

    46. Μια συμβατική σχέση όπως η προπεριγραφείσα μπορεί επίσης να συνεπάγεται τη δημιουργία εξαρτήσεως. Η εξάρτηση αυτή όμως είναι διαφορετικής φύσεως από την προκύπτουσα από την απλή παροχή υποστηρίξεως. Η σχέση που υπάρχει μεταξύ εμπορικών συνεργατών, ακόμη και αν, από τυπικής απόψεως, ένας από τους συνεργάτες είναι αναθέτουσα αρχή, δεν αποτελεί «στενή σχέση εξαρτήσεως», υπό την έννοια των οδηγιών, δεδομένου ότι, στην περίπτωση συμβάσεων συναφθεισών κατόπιν ελευθέρων διαπραγματεύσεων, η εκπλήρωση των παροχών εκ μέρους των συμβαλλομένων πραγματοποιείται στο πλαίσιο ανταλλακτικής σχέσεως. Μια διαφορετική προσέγγιση στο ζήτημα αυτό θα συνεπαγόταν το παράδοξο αποτέλεσμα ότι ακόμη και μια ιδιωτική επιχείρηση η οποία συνεργάζεται περισσότερο με αναθέτουσες αρχές καθίσταται και η ίδια αναθέτουσα αρχή, υπό την έννοια των οδηγιών περί των δημοσίων συμβάσεων.

    47. Δεδομένου ότι οι παροχές τις οποίες αφορά το πρώτο ερώτημα, στοιχεία β_ και γ_, δεν δημιουργούν στενή σχέση εξαρτήσεως με αναθέτουσα αρχή, υπό την έννοια της οδηγίας, δεν εμπίπτουν στην έννοια της δημόσιας χρηματοδοτήσεως.

    48. Τέλος, στο πλαίσιο αυτό τίθεται το ζήτημα αν τα δίδακτρα υπό την έννοια του πρώτου ερωτήματος, στοιχείο δ_, τα οποία αναθέτουσες αρχές καταβάλλουν σε πανεπιστήμια για συγκεκριμένους φοιτητές, μπορούν να θεωρηθούν δημόσια χρηματοδότηση.

    49. Οι καταβολές αυτές αποτελούν επίσης μέτρο κοινωνικής φύσεως υπέρ ορισμένων φοιτητών οι οποίοι, στην περίπτωση αυτή, τυγχάνουν υποτροφίας για την κάλυψη των διδάκτρων τα οποία είναι πολύ υψηλά για ορισμένους από αυτούς. Ωστόσο, πρόκειται για σταθερή πηγή εσόδων του οργανισμού αυτού από δημόσια κονδύλια που καταβάλλονται στο πανεπιστήμιο. Αυτό που έχει αποφασιστική σημασία για το ζήτημα αν υπάρχει «στενή σχέση εξαρτήσεως» είναι ότι ο εν λόγω οργανισμός τυγχάνει υποστηρίξεως από αναθέτουσα αρχή και μάλιστα χωρίς συμβατικώς συμφωνηθείσα αντιπαροχή. Κατά συνέπεια, μια παροχή υπό την έννοια του πρώτου ερωτήματος, στοιχείο δ_, εμπίπτει στην έννοια της δημόσιας χρηματοδοτήσεως.

    50. Από την κατηγορία αυτή πρέπει προδήλως να εξαιρεθούν τα δίδακτρα που καταβάλλουν οι ίδιοι οι φοιτητές από ιδιωτικούς πόρους, τα οποία, κατά συνέπεια, δεν καλύπτει καμία αναθέτουσα αρχή. Ωσαύτως δεν εμπίπτουν στην έννοια αυτή τα κονδύλια που καταβάλλουν αλλοδαποί οργανισμοί ως υποτροφίες ή άλλες παροχές υποστηρίξεως προς φοιτητές.

    3. Επί του δευτέρου ερωτήματος

    51. Με το δεύτερο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να μάθει πώς πρέπει να νοείται η έκφραση «κατά πλειοψηφία» του άρθρου 1 των οδηγιών.

    α) Επιχειρήματα των διαδίκων

    52. Λαμβανομένης υπόψη της θέσεως που έλαβε επί του πρώτου ερωτήματος, το προσφεύγον φρονεί ότι δεν είναι ανάγκη να δοθεί απάντηση στο δεύτερο ερώτημα. Μόνον επικουρικώς ισχυρίζεται ότι ο όρος «κατά πλειοψηφία» δεν πρέπει να ερμηνεύεται ποσοτικώς αλλά ποιοτικώς, υπό την έννοια ότι μπορούν να λαμβάνονται υπόψη μόνον οι παροχές οι οποίες απονέμουν σ' αυτόν που τις πραγματοποιεί τον έλεγχο επί της συνάψεως των συμβάσεων. Εν πάση περιπτώσει, όσον αφορά το ποσοτικό στοιχείο, δεν μπορεί να πρόκειται περί αριθμητικής υπερβάσεως του ημίσεος, αλλά περί υπεροχής των εν λόγω χρηματοοικονομικών μέσων, πράγμα το οποίο συμβαίνει, κατά την άποψη του προσφεύγοντος, οσάκις τα μέσα αυτά αντιπροσωπεύουν τα τρία τέταρτα της συνολικής χρηματοδοτήσεως.

    53. Η Ολλανδική και η Αυστριακή Κυβέρνηση, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου καθώς και η Επιτροπή φρονούν αντιθέτως ότι πρέπει να θεωρηθεί ότι η έκφραση «κατά πλειοψηφία» σημαίνει «άνω του 50 %», όπως είναι η φυσική της έννοια. Η Γαλλική Κυβέρνηση συντάχθηκε με την άποψη αυτή όταν ανέπτυξε τις προσφορικές παρατηρήσεις της.

    54. Συναφώς, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου φρονεί ότι, άπαξ η χρηματοδότηση από αναθέτουσες αρχές υπερβαίνει το 50 %, είναι εύλογο ότι οι αρχές αυτές ελέγχουν τη χρήση των χρηματοοικονομικών μέσων από τον χρηματοδοτούμενο οργανισμο. Την ίδια εκτίμηση εκφράζει το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/37, κατά το οποίο η οδηγία πρέπει επίσης να έχει εφαρμογή όσον αφορά αναθέτουσα αρχή η οποία επιδοτεί κατά ποσοστό ανώτερο του 50 % μια σύμβαση που έχει συναφθεί από άλλη αρχή.

    55. Κατά την άποψη της Ολλανδικής Κυβερνήσεως, η εκτίμηση αυτή προκύπτει ήδη από συστηματικούς λόγους, δεδομένου ότι και σε άλλη περίπτωση, στο πλαίσιο του άρθρου 1, στοιχείο β_, τρίτη περίπτωση, των οδηγιών, η πλειοψηφία είναι καθοριστική. Θεωρείται ότι υφίσταται στενή σχέση εξαρτήσεως οσάκις η αναθέτουσα αρχή ορίζει περισσότερα από τα μισά μέλη του οργάνου διοικήσεως, διευθύνσεως ή εποπτείας της επιχειρήσεως. ρος σύγκριση, εξάλλου, μπορεί να γίνει μνεία του ορισμού της δημόσιας επιχειρήσεως στο άρθρο 1, στοιχείο 2, της οδηγίας 93/38/ΕΟΚ και του ορισμού της συνδεδεμένης επιχειρήσεως στο άρθρο 3, παράγραφος 4, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 93/37 και στο άρθρο 1, σημείο 3, της οδηγίας 93/38 για τους οποίους, σε κάθε περίπτωση, το κριτήριο «άνω του ημίσεος» είναι καθοριστικό.

    56. Η Επιτροπή φρονεί ότι «κατά πλειοψηφία» σημαίνει 50 % ή περισσότερο και ότι επίσης προκύπτει λογικά από την παρατήρηση ότι η αξιολόγηση αφορά δύο μόνο στοιχεία, τα κονδύλια που προέρχονται από αναθέτουσες αρχές και από τις λοιπές πηγές.

    β) Εκτίμηση

    57. Η έννοια του όρου «κατά πλειοψηφία» προκαλεί τη σκέψη ότι ο ποσοτικός όρος «άνω του» πρέπει κατά συνέπεια να ερμηνευθεί ως «άνω του ημίσεος» ή «άνω του 50 %». Ακόμη και αν θεωρούνταν ότι η διατύπωση της οδηγίας δεν είναι σαφής συναφώς, μια ερμηνεία υπό την έννοια που προτείνει το προσφεύγον, επί παραδείγματι υπό την έννοια ορισμένης ποιότητας χρηματοδοτήσεως, δεν καλύπτεται από τον σκοπό της εν λόγω διατάξεως. ρέπει να λαμβάνεται υπόψη το ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, θα μπορούσε να υπάρξει στενή σχέση εξαρτήσεως παρέχουσα δυνατότητα ασκήσεως επιρροής ακόμη και σε περιπτώσεις χρηματοδοτήσεως κάτω του 50 %, αν η χρηματοδότηση αυτή αποτελεί ένα και μόνο ποσό σε σύγκριση με σειρά μικρών ποσών. Κατά συνέπεια, δεν είναι δυνατή η ποιοτική προσέγγιση για τον καθορισμό του περιεχομένου του όρου «κατά πλειοψηφία», λόγω των πολλών αδιεξόδων που δημιουργεί. Η ανωτέρω πιθανότητα δεν χρειάζεται να εξετασθεί εν προκειμένω, δεδομένου ότι στην υπό κρίση υπόθεση πρόκειται μόνο για τον ορισμό της εννοίας του όρου «κατά πλειοψηφία». ρέπει να βρεθεί μια πρακτικώς εφαρμόσιμη ερμηνεία της εννοίας αυτής, η οποία να ανταποκρίνεται στον σκοπό του επιμάχου άρθρου.

    58. Εξάλλου, μπορώ επίσης να αναφερθώ στο άρθρο 1, σημείο 2, της οδηγίας 93/38, η οποία ορίζει την έννοια του όρου «δημόσια επιχείρηση», μεταξύ άλλων ως μια επιχείρηση στην οποία το κράτος κατέχει άμεσα ή έμμεσα το μεγαλύτερο μέρος του κεφαλαίου . Αν αυτή η ποσοτική εκτίμηση μετατρέπει μια επιχείρηση σε δημόσια επιχείρηση, τούτο πρέπει να ισχύει κατά μείζονα λόγο οσάκις πρόκειται για το ζήτημα υπό ποιες προϋποθέσεις η δημόσια χρηματοδότηση είναι «κατά πλειοψηφία».

    4. Επί του τρίτου ερωτήματος

    59. Το ζήτημα ποιες παροχές εμπίπτουν στη χρηματοδότηση εκ μέρους αναθέτουσας αρχής έχει ήδη εξετασθεί στο πλαίσιο του πρώτου ερωτήματος. Το τρίτο ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο, δηλαδή ποια κονδύλια πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό που πραγματοποιείται προκειμένου να κριθεί αν πρόκειται περί δημόσιας χρηματοδοτήσεως, δεν πρέπει να νοείται μόνον υπό την έννοια των χρηματοοικονομικών μέσων που πρέπει λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό της δημόσιας χρηματοδοτήσεως, αλλά ως ερώτημα που αφορά το σύνολο της βάσεως υπολογισμού που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη. Κατά συνέπεια, πρόκειται για τον καθορισμό του συνόλου των εσόδων μεταξύ των οποίων τα προερχόμενα από δημόσια χρηματοδότηση κονδύλια πρέπει να αποτελούν «κατά πλειοψηφία» χρηματοδότηση.

    α) Επιχειρήματα των διαδίκων

    60. Το προσφεύγον και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου ζητούν να περιλαμβάνεται στον υπολογισμό το σύνολο των εσόδων. Η Γαλλική Κυβέρνηση συντάχθηκε με την άποψη αυτή κατά την προφορική διαδικασία.

    β) Εκτίμηση

    61. Δεδομένου ότι το άρθρο 1, στοιχείο β_, τρίτη περίπτωση, αναφέρει την κατά πλειοψηφία χρηματοδότηση από δημοσίους πόρους, τούτο συνεπάγεται ότι ένας οργανισμός μπορεί επίσης να χρηματοδοτείται, τουλάχιστον εν μέρει, κατ' άλλον τρόπο, χωρίς να χάνει την ιδιότητα της αναθέτουσας αρχής. ροκειμένου να επιτευχθεί μια ορθή εκτίμηση, από συνολικής οικονομικής απόψεως, του ποσοστού δημόσιας χρηματοδοτήσεως ορισμένου οργανισμού, πρέπει, κατά την εκτίμηση των εσόδων του οργανισμού αυτού, να θεωρούνται τα εν λόγω έσοδα στο σύνολό τους. Συνεπώς, προκειμένου να υπολογισθεί το συνολικό ποσοστό εισπράξεων ώστε να εκτιμηθεί αν η δημόσια χρηματοδότηση υπερβαίνει «το 50 %», πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των πόρων που διαθέτει ο εν λόγω οργανισμός.

    5. Επί του τετάρτου ερωτήματος

    62. Δεδομένου ότι η χρηματοδότηση του πανεπιστημίου μπορεί να διαφέρει από το ένα έτος στο άλλο, με το τέταρτο ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί να μάθει ποιο είναι το διάστημα που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τον χαρακτηρισμό ενός οργανισμού ως οργανισμού δημοσίου δικαίου και πώς πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι δυνάμενες να προβλεφθούν ή οι μέλλουσες μεταβολές.

    α) Επιχειρήματα των διαδίκων

    63. Το προσφεύγον εκθέτει συναφώς ότι πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ημερομηνία δημοσιεύσεως της προσκλήσεως προς υποβολή προσφορών.

    64. Κατά την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, ο επίμαχος υπολογισμός πρέπει εκ προοιμίου να γίνεται, για πρακτικούς λόγους, κατά τη δημοσίευση της προσκλήσεως προς υποβολή προσφορών. Η κυβέρνηση αυτή εφιστά την προσοχή στο ενδεχόμενο λήψεως προσωρινών μέτρων στο πλαίσιο της οδηγίας 89/665/ΕΟΚ , το οποίο δεν θα είχε κανένα νόημα αν το καθεστώς ενός οργανισμού ως οργανισμού δημοσίου δικαίου καθοριζόταν μόνον εκ των υστέρων. Ο υπολογισμός αυτός θα μπορούσε, σύμφωνα τις παρατηρήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου κατά την προφορική διαδικασία, να πραγματοποιείται επί ετησίας βάσεως. Οι οργανισμοί που σκοπεύουν να δημοσιεύσουν πρόσκληση προς υποβολή προσφορών πρέπει να είναι σε θέση να εκτιμήσουν την κατάσταση με τα στοιχεία που διαθέτουν κατά την ημερομηνία της εν λόγω προσκλήσεως προς υποβολή προσφορών, τα οποία περιλαμβάνουν επίσης τις προγενέστερες βάσεις υπολογισμού καθώς και μια εύλογη εκτίμηση όσον αφορά τη προβλεπομένη διάρκεια της συμβάσεως και τα ήδη διατεθέντα χρηματοοικονομικά μέσα. Κατά το Ηνωμένο Βασίλειο, το στοιχείο που αφορά τις προβλέψεις περιλαμβάνεται και στις τρεις οδηγίες.

    65. Η Αυστριακή Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η εν λόγω εκτίμηση πρέπει να γίνεται σε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα και προτείνει μια ετήσια προσέγγιση, δεδομένου ότι οι αναθέτουσες αρχές καταρτίζουν τον προϋπολογισμό τους ετησίως. ρος τούτο, μπορεί να λαμβάνεται ως βάση είτε το ημερολογιακό έτος, είτε το λογιστικό έτος, είτε το οικονομικό έτος. Εξάλλου, η προσέγγιση αυτή είναι κατάλληλη, δεδομένου ότι χρησιμοποιείται και σε άλλες περιπτώσεις (άρθρο 7, παράγραφος 6, και κανόνες περί δημοσιότητας στο άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/50).

    66. H Επιτροπή φρονεί ότι από το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/50 και από το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/36 προκύπτει ότι μια αναθέτουσα αρχή διατηρεί την ιδιότητά της αυτή επί δώδεκα μήνες. Συνεπώς, είναι πιθανόν η ιδιότητα της αναθέτουσας αρχής που προσδίδεται σε έναν οργανισμό να ποικίλλει από το ένα οικονομικό έτος στο άλλο. ροτείνει κατά συνέπεια να βασίζεται έκαστο έτος ο υπολογισμός βάσει του οποίου κρίνεται αν ένα πανεπιστήμιο αποτελεί αναθέτουσα αρχή στους αναμενόμενους πόρους για το επόμενο οικονομικό έτος.

    67. Η Ολλανδική Κυβέρνηση υποστηρίζει αντιθέτως ότι η εκτίμηση πρέπει να γίνεται σε διαρθρωτικό επίπεδο, δεδομένου ότι κάθε άλλη βάση υπολογισμού είναι ασυμβίβαστη με την αρχή της ασφαλείας δικαίου.

    68. Η Γαλλική Κυβέρνηση συντάχθηκε προς την άποψη αυτή με τα επιχειρήματα που ανέπτυξε κατά την προφορική διαδικασία. Κατά την άποψή της, οι δυσχέρειες κατά την εφαρμογή και οι σημαντικές αβεβαιότητες, ιδίως στην περίπτωση πολύ μακροχρόνιας διαδικασίας συνάψεως συμβάσεως, μπορούν κατά την άποψή της να αντιμετωπισθούν με μια διαθρωτικής φύσεως βάση υπολογισμού. Διαφορετικά, ο χαρακτηρισμός του εν λόγω οργανισμού θα μπορούσε να μεταβάλλεται καθ' όλη τη διάρκεια της ως άνω διαδικασίας, απλώς και μόνον λόγω προσωρινών και βραχυπρόθεσμων μεταβολών ως προς τη χρηματοδότηση.

    β) Εκτίμηση

    69. Με την απόφαση Mannesmann Anlagenbau Austria κ.λπ. , το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η γενική αρχή της ασφαλείας δικαίου στο κοινοτικό δίκαιο ισχύει όσον αφορά τον καθορισμό του τρόπου χρηματοδοτήσεως. Η αρχή αυτή επιτάσσει να είναι οι διατάξεις σαφείς και η εφαρμογή τους προβλέψιμη από όλους όσους αφορούν . Κατά συνέπεια, η χρησιμοποίηση αντικειμενικών και διαφανών κριτηρίων για τον χαρακτηρισμό ενός οργανισμού ως οργανισμού δημοσίου δικαίου είναι αποφασιστική.

    70. Ο χαρακτηρισμός ενός οργανισμού ως αναθέτουσας αρχής βάσει διαρθρωτικών στοιχείων έχει βεβαίως το πλεονέκτημα της ασφαλείας δικαίου και της σαφηνείας. Ωστόσο, ο χαρακτηρισμός αυτός δεν είναι σύμφωνος προς τις υφιστάμενες εξελίξεις των ποσών ούτε προς τις ενδεχόμενες τροποποιήσεις. Στην περίπτωση αυτή δεν λαμβάνεται υπόψη, επί παραδείγματι, μια μεμονωμένη καταβολή δημοσίων κονδυλίων για οικοδομικά σχέδια.

    71. Αν ληφθεί υπόψη η ημερομηνία συνάψεως της συμβάσεως για τον χαρακτηρισμό του επίμαχου οργανισμού, δεν εμφαίνεται κατ' ανάγκη η πιο μακροπρόθεσμη και, επομένως, ανταποκρινόμενη περισσότερο στην πραγματικότητα χρηματοδότηση. Ακόμη κι έτσι είναι δυνατές μεθοδεύσεις.

    72. Αντιθέτως, η ετήσια επαναξιολόγηση του οργανισμού θα μπορούσε να θέσει υπό αμφισβήτηση τον προβλέψιμο χαρακτήρα ο οποίος επιβάλλεται για λόγους ασφαλείας δικαίου, δεδομένου ότι ο χαρακτηρισμός του οργανισμού θα μπορούσε να μεταβάλλεται από έτος σε έτος, αναλόγως των πηγών χρηματοδοτήσεώς του.

    73. Από την άλλη πλευρά, πρέπει η βάση που επιλέγεται για τους προεκτεθέντες υπολογισμούς να είναι ορθή και διαφανής. Κατά συνέπεια, θα ήταν ίσως εύλογο να γίνει δεκτή μια ετήσια βάση, όχι όμως αφορώσα παρελθόν έτος, αλλά το οικονομικό έτος κατά το οποίο συνήφθη η δημόσια σύμβαση. Η προσέγγιση αυτή πρέπει εντούτοις να διευρυνθεί για λόγους ασφαλείας δικαίου και προστασίας των υποβαλλόντων προσφορά, υπό την έννοια ότι ο επίμαχος οργανισμός πρέπει να διατηρεί μέχρι τη στιγμή που έχει πλήρως ολοκληρωθεί η διαδικασία συνάψεως της συμβάσεως το καθεστώς που είχε κατά την έναρξη της εν λόγω διαδικασίας, ακόμη και οσάκις η διαδικασία αυτή διαρκεί περισσότερο από ένα οικονομικό έτος και ο τρόπος χρηματοδοτήσεώς του πρόκειται να μεταβληθεί κατά το εν λόγω διάστημα.

    74. Μόνον οσάκις έχουν ήδη χωρήσει σημαντικές μεταβολές της χρηματοδοτήσεως ή προβλέπονται μελλοντικές μεταβολές πρέπει ενδεχομένως και πάλι προκειμένου να αποφευχθούν ορισμένες μεθοδεύσεις να επανεκτιμηθεί η χρηματοδότηση του επιμάχου οργανισμού κατά τη διάρκεια ενός οικονομικού έτους προκειμένου να κριθεί αν ο οργανισμός αυτός μπορεί να χαρακτηρισθεί αναθέτουσα αρχή.

    VI ρόταση

    75. Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων προτείνω να δοθεί στα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα η ακόλουθη απάντηση:

    «1) Με την έκφραση "χρηματοδοτείται [...] από μία ή περισσότερες αναθέτουσες αρχές", υπό την έννοια του άρθρου 1 των οδηγιών 92/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών, 93/36/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων προμηθειών, και 93/37/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, νοούνται κατ' αρχήν οι χρηματοοικονομικές παροχές στις οποίες προβαίνει το κράτος, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοικήσεως ή άλλοι οργανισμοί δημοσίου δικαίου προς έναν οργανισμό και οι οποίες σκοπούν στη χρηματοοικονομική υποστήριξη του εν λόγω οργανισμού. Οι καταβολές στις οποίες προβαίνει μια αναθέτουσα αρχή ως αντιπαροχή για παροχή στην οποία προέβη ο ως άνω οργανισμός υπό τις συνήθεις συνθήκες ανταγωνισμού στο πλαίσιο ανταλλακτικής συμβάσεως δεν αποτελούν δημόσια χρηματοδότηση υπό την έννοια των προπαρατεθεισών οδηγιών.

    α) Οι επιδοτήσεις ή επιχορηγήσεις που καταβάλλονται από μία ή περισσότερες αναθέτουσες αρχές για την ενίσχυση της ερευνητικής εργασίας εμπίπτουν στην έννοια της "χρηματοδοτήσεως από μία ή περισσότερες αναθέτουσες αρχές".

    β) Οι καταβολές που πραγματοποιούν μία ή περισσότερες αναθέτουσες αρχές στο πλαίσιο συγκεκριμένης συμβάσεως παροχής υπηρεσιών ως αντιπαροχή για την παροχή υπηρεσιών που συνίστανται σε ερευνητική εργασία και

    γ) για την παροχή άλλων υπηρεσιών όπως είναι η παροχή γνωμοδοτήσεων ή η οργάνωση συνεδρίων δεν εμπίπτουν στην έννοια της "χρηματοδοτήσεως από μία ή περισσότερες αναθέτουσες αρχές".

    δ) Οι φοιτητικές υποτροφίες που καταβάλλονται από τοπικές αρμόδιες για την εκπαίδευση αρχές σε πανεπιστήμια για την κάλυψη των διδάκτρων συγκεκριμένων φοιτητών εμπίπτουν στην έννοια της "χρηματοδοτήσεως από μία ή περισσότερες αναθέτουσες αρχές".

    2) Η έκφραση "κατά πλειοψηφία" σημαίνει "άνω του 50 %".

    3) Για τον υπολογισμό του ποσοστού που αντιστοιχεί στην έννοια της "κατά πλειοψηφία" χρηματοδοτήσεως πρέπει να λαμβάνεται ως βάση το σύνολο των χρηματοοικονομικών μέσων που διαθέτει ο οργανισμός.

    4) Για τον χαρακτηρισμό ενός οργανισμού ως οργανισμού δημοσίου δικαίου πρέπει να λαμβάνεται ως βάση το οικονομικό έτος συνάψεως της συμβάσεως. Οσάκις έχουν επέλθει σημαντικές μεταβολές στην χρηματοδότηση του εν λόγω οργανισμού κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους, πρέπει να γίνεται νέα εκτίμηση.»

    Top