EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61998CC0367

Κοινές προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ruiz-Jarabo Colomer της 3ης Ιουλίου 2001.
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Πορτογαλικής Δημοκρατίας.
Παράβαση κράτους μέλους - ΄Αρθρα 52 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 43 ΕΚ) και 73 Β της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 56 ΕΚ) - Καθεστώς διοικητικής εγκρίσεως αφορών ιδιωτικοποιημένες επιχειρήσεις.
Υπόθεση C-367/98.
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Γαλλικής Δημοκρατίας.
Παράβαση κράτους μέλους - ΄Αρθρα 52 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 43 ΕΚ) και 73 Β της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 56 ΕΚ) - Δικαιώματα απορρέοντα από την ειδική μετοχή του γαλλικού Δημοσίου στην κρατική εταιρία Elf-Aquitaine.
Υπόθεση C-483/99.
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Βασιλείου του Βελγίου.
Παράβαση κράτους μέλους - Άρθρα 52 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 43 ΕΚ) και 73 Β της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 56 ΕΚ) - Δικαιώματα απονεμόμενα σε ειδική μετοχή του Βασιλείου του Βελγίου στη Societe nationale de transport par canalisations SA και στη Societe de distribution du gaz SA.
Υπόθεση C-503/99.

Συλλογή της Νομολογίας 2002 I-04731

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2001:369

61998C0367

Κοινες προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ruiz-Jarabo Colomer της 3ης Ιουλίου 2001. - Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Πορτογαλικής Δημοκρατίας. - Παράβαση κράτους μέλους - ΄Αρθρα 52 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 43 ΕΚ) και 73 Β της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 56 ΕΚ) - Καθεστώς διοικητικής εγκρίσεως αφορών ιδιωτικοποιημένες επιχειρήσεις. - Υπόθεση C-367/98. - Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Γαλλικής Δημοκρατίας. - Παράβαση κράτους μέλους - ΄Αρθρα 52 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 43 ΕΚ) και 73 Β της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 56 ΕΚ) - Δικαιώματα απορρέοντα από την ειδική μετοχή του γαλλικού Δημοσίου στην κρατική εταιρία Elf-Aquitaine. - Υπόθεση C-483/99. - Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Βασιλείου του Βελγίου. - Παράβαση κράτους μέλους - .ρθρα 52 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 43 ΕΚ) και 73 Β της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 56 ΕΚ) - Δικαιώματα απονεμόμενα σε ειδική μετοχή του Βασιλείου του Βελγίου στη Societe nationale de transport par canalisations SA και στη Societe de distribution du gaz SA. - Υπόθεση C-503/99.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2002 σελίδα I-04731


Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


Εισαγωγή

1. Οι παρούσες τρεις προσφυγές λόγω παραβάσεως που άσκησε η Επιτροπή έχουν ταυτόσημο νομικό θεμέλιο: το συμβιβαστό με το κοινοτικό δίκαιο των εθνικών καθεστώτων που επιφυλάσσουν στην εκτελεστική εξουσία ορισμένες προνομίες παρεμβατικού χαρακτήρα σχετικά με την οργάνωση των δικαιωμάτων των μετόχων και τη διαχείριση ιδιωτικοποιημένων επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον τομέα της στρατηγικής οικονομίας. Οι εν λόγω ειδικές εξουσίες, οι οποίες περιβάλλονται ποικίλες μορφές (διαδικασίες διοικητικής εγκρίσεως, προνομιούχοι μετοχές, διορισμός των μελών των εταιρικών οργάνων) και έχουν διαφορετικό περιεχόμενο (εξουσία αντιτάξεως έναντι του ενδεχομένου εισφοράς σε κεφάλαιο, δικαιώματα παρεμβάσεως κατά τη διαχείριση των στοιχείων ενεργητικού), καλούνται κοινώς «ειδικές μετοχές» («golden shares»).

αρά τις υφιστάμενες μεταξύ των επιδίκων εθνικών κανονιστικών ρυθμίσεων διαφορές, το ζήτημα της εναρμονίσεώς τους με το κοινοτικό δίκαιο τίθεται πάντοτε υπό παρεμφερείς όρους. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο προτίθεμαι να επιληφθώ των τριών προσφυγών από κοινού με γνώμονα τη σαφήνεια και την οικονομία της δίκης.

Τέλος, σημειωτέον ότι δύο άλλες προσφυγές λόγω παραβάσεως κινήθηκαν για τους ίδιους λόγους κατά του Βασιλείου της Ισπανίας και κατά του Ηνωμένου Βασιλείου . Οι ανωτέρω προσφυγές, οι οποίες εξακολουθούν να εκκρεμούν, δεν συνενώθηκαν με τις παρούσες επειδή η σχετική διαδικασία βρίσκεται σε ελάχιστα προχωρημένο στάδιο, δεν χωρεί όμως καμία αμφιβολία ότι οι αποφάσεις που θα εκδοθούν επί των υπό κρίση υποθέσεων θα αποτελέσουν αποφασιστικό πρόκριμα για τις μέλλουσες να εκδοθούν σε ευθετότερο χρόνο αποφάσεις επί των εν λόγω δύο υποθέσεων.

Ισχύουσα εθνική κανονιστική ρύθμιση

Υπόθεση Επιτροπή κατά ορτογαλίας (C-367/98)

2. Η Επιτροπή προσάπτει στην ορτογαλική Δημοκρατία ότι θέσπισε νομοθεσία, η οποία, αφενός, περιορίζει την πρόσβαση των αλλοδαπών, συμπεριλαμβανομένων των πολιτών της Ενώσεως, στο κεφάλαιο επιχειρήσεων που τελούν υπό επανιδιωτικοποίηση και η οποία, αφετέρου, εξαρτά από υπουργική έγκριση οποιαδήποτε μεταγενέστερη πράξη αφορώσα το κεφάλαιό τους. Κατά την Επιτροπή, οι δύο αυτές πτυχές της πορτογαλικής κανονιστικής ρυθμίσεως παραβιάζουν τις αρχές επί των οποίων θεμελιώνεται η ελευθερία εγκαταστάσεως και η ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων.

3. Το άρθρο 13, παράγραφος 3, του νόμου 11/90, της 5ης Απριλίου 1990, νόμου-πλαισίου περί των ιδιωτικοποιήσεων , παρέχει την εξουσιοδότηση εκδόσεως διαταγμάτων περί ιδιωτικοποιήσεως περιοριζόντων τον αριθμό μετοχών των οποίων επιτρέπεται η αγορά ή η εγγραφή εκ μέρους των αλλοδαπών εταιριών ή των εταιριών, το κεφάλαιο των οποίων κατέχουν κατά πλειοψηφία αλλοδαποί, και προβλεπόντων ανώτατο όριο αλλοδαπής συμμετοχής στο εταιρικό κεφάλαιο και στα όργανα ελέγχου της ιδιωτικοποιημένης εταιρίας επί ποινή αναγκαστικής πωλήσεως των μετοχών που κτήθηκαν πέραν της εγκεκριμένης ποσοστώσεως, την απώλεια του δικαιώματος ψήφου που συναρτάται με την κατοχή τους ή την ακυρότητα των συναφών αγορών ή εγγραφών.

4. Δυνάμει της ως άνω διατάξεως, τα νομοθετικά διατάγματα με τα οποία τέθηκε σε εφαρμογή η ιδιωτικοποίηση ορισμένων επιχειρήσεων, κυρίως τραπεζών και ασφαλιστικών εταιριών, περιόρισαν τη συμμετοχή του αλλοδαπού κεφαλαίου σε ποσοστό, ανάλογα με την περίπτωση, ποικίλλον μεταξύ 5 και 40 %.

5. Το νομοθετικό διάταγμα 65/94, της 28ης Φεβρουαρίου 1994 , ορίζει ότι, υπό την επιφύλαξη διατάξεως προβλέπουσας ανώτερο όριο, το ύψος συμμετοχής των αλλοδαπών εταιριών στο κεφάλαιο επιχειρήσεων, η διαδικασία ιδιωτικοποιήσεως των οποίων έχει περατωθεί, ανέρχεται στο 25 %.

6. Το άρθρο 1 του νομοθετικού διατάγματος 380/93, της 15ης Νοεμβρίου 1993 , ορίζει τα ακόλουθα:

«1. Η μεταξύ ζώντων εκ χαριστικής ή επαχθούς αιτίας κτήση από ένα και μόνο φυσικό ή νομικό πρόσωπο μετοχών αντιπροσωπευουσών πέραν του 10 % του κεφαλαίου με δικαίωμα ψήφου, καθώς και η κτήση μετοχών οι οποίες, προστιθέμενες στις ήδη κατεχόμενες, υπερβαίνουν το ως άνω όριο, σε εταιρίες που θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο επανιδιωτικοποιήσεως, εξαρτώνται από την προηγούμενη έγκριση του Υπουργού Οικονομικών.

2. Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων που ενδέχεται να ληφθούν σχετικά με κάθε πράξη ιδιωτικοποιήσεως, οι διατάξεις της παραγράφου 1 τυγχάνουν εφαρμογής αποκλειστικά επί των μεταγενεστέρων των πράξεων ιδιωτικοποιήσεως πράξεων αγοράς.»

Υπόθεση Επιτροπή κατά Γαλλίας (C-483/99)

7. Το άρθρο 2 του διατάγματος 93-1298, της 13ης Δεκεμβρίου 1993, περί εκδόσεως ειδικής μετοχής του Δημοσίου στην κρατική εταιρία Elf-Aquitaine , ορίζει ότι οποιαδήποτε υπέρβαση των επί άμεσης ή έμμεσης κατοχής τίτλων προβλεπομένων ορίων κατά το ένα δέκατο, ένα πέμπτο ή ένα τρίτο του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου της εταιρίας από ενεργούντα μεμονωμένως ή από κοινού φυσικά ή νομικά πρόσωπα πρέπει να εγκρίνεται προηγουμένως από τον επιφορτισμένο με την οικονομία υπουργό (παράγραφος 1).

8. Επί πλέον, οι Υπουργοί Οικονομίας και Ενεργείας διορίζουν έκαστος εκπρόσωπο του Δημοσίου μετέχοντα στο διοικητικό συμβούλιο της εταιρίας χωρίς δικαίωμα ψήφου (παράγραφος 2).

9. Τέλος, η ειδική μετοχή παρέχει το δικαίωμα ασκήσεως ανακοπής κατά οποιασδήποτε αποφάσεως μεταβιβάσεως ή παροχής ως εγγυήσεως των βασικών στοιχείων ενεργητικού της επιχειρήσεως, υπό τους οριζόμενους στο διάταγμα 93-1296 όρους.

10. Το διάταγμα 93-1296, της 13ης Δεκεμβρίου 1993, αφορών, μεταξύ άλλων, ορισμένα δικαιώματα συνδεόμενα με τις ειδικές μετοχές , ορίζει ότι το διάταγμα με το οποίο θα εξουσιοδοτείται ο κάτοχος ειδικής μετοχής να ασκεί ανακοπή έναντι πράξεων «μεταβιβάσεως ή παροχής ως εγγυήσεως στοιχείων ενεργητικού δυναμένων να βλάψουν τα εθνικά συμφέροντα» θα πρέπει να απαριθμεί, σε συνημμένο κατάλογο, τα συναφή στοιχεία ενεργητικού (άρθρο 1).

11. Οποιαδήποτε πρόθεση μεταβιβάσεως ή παροχής ως εγγυήσεως των εν λόγω στοιχείων ενεργητικού πρέπει να κοινοποιείται στον Υπουργό Οικονομίας, στον οποίο υποβάλλονται όλα τα αναγκαία για την έρευνα του φακέλου έγγραφα. Η πράξη λογίζεται ως εγκεκριμένη εφόσον ο υπουργός δεν αντιτάσσεται εντός προθεσμίας μηνός, δυναμένης να παραταθεί κατά δέκα πέντε ημέρες, υπολογιζομένης από της λήψεως του πλήρους φακέλου. ρο της λήξεως της ως άνω προθεσμίας, ο υπουργός μπορεί να παραιτηθεί του δικαιώματός του να ασκήσει ανακοπή (άρθρο 2).

Η αθέτηση των ως άνω υποχρεώσεων συνεπάγεται την ακύρωση αυτοδικαίως όλων των διενεργηθεισών πράξεων (άρθρο 3).

Υπόθεση Επιτροπή κατά Βελγίου (C-503/99)

12. Βασιλικό διάταγμα της 10ης Ιουνίου 1994 προβλέπει υπέρ του Δημοσίου ειδική μετοχή της Société nationale de transport par canalisations (SNTC), συνοδευόμενη από συγκεκριμένες ειδικές εξουσίες, η άσκηση των οποίων ανατίθεται στον Υπουργό Ενεργείας (άρθρο 1).

13. Ο υπουργός έχει το δικαίωμα να εναντιώνεται σε οποιαδήποτε ενέργεια αφορώσα το κεφάλαιο της SNTC εφόσον κρίνει ότι «θίγει τα εθνικά συμφέροντα στον τομέα της ενεργείας» (άρθρο 2, παράγραφος 1). Ως ενέργεια, νοείται οποιαδήποτε πράξη διά της οποίας ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο αποκτά άμεσα ή έμμεσα το 5 % ή και πέραν αυτού του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου της SNTC ή αυξάνει το ποσοστό συμμετοχής του στο κεφάλαιο ή των δικαιωμάτων ψήφου κατά τρόπον ώστε να εγγίζει ή να υπερβαίνει ανώτατο όριο ύψους 10 % (άρθρο 2, παράγραφος 2) .

14. Η ειδική μετοχή παρέχει στον Υπουργό το δικαίωμα να εναντιώνεται σε οποιαδήποτε εκχώρηση, παροχή ως εγγυήσεως ή αλλαγή του προορισμού των αγωγών της SNTC ως στοιχείων συστατικών μεγάλων υποδομών ενδομεταφοράς προϊόντων ενεργείας ή ως στοιχείων δυναμένων να χρησιμοποιηθούν συναφώς. Οποιαδήποτε ενέργεια εμφανίζουσα τα ως άνω χαρακτηριστικά πρέπει να κοινοποιείται εκ των προτέρων στον Υπουργό, ο οποίος διαθέτει προθεσμία 21 ημερών προκειμένου να ασκήσει το δικαίωμά του ανακοπής (άρθρο 3).

15. Επί πλέον, η ειδική μετοχή παρέχει στον υπουργό το δικαίωμα να διορίζει δύο εκπροσώπους της ομοσπονδιακής κυβερνήσεως στο διοικητικό συμβούλιο της SNTC, όπου μετέχουν με συμβουλευτική ψήφο. Οι εκπρόσωποι αυτοί μπορούν, εντός προθεσμίας τεσσάρων εργασίμων ημερών, να προσφύγουν ενώπιον του υπουργού κατά οποιασδήποτε αποφάσεως του διοικητικού συμβουλίου, η οποία, κατά την εκτίμησή τους, είναι αντίθετη προς τις κατευθυντήριες γραμμές της ενεργειακής πολιτικής της χώρας, συμπεριλαμβανομένων των αφορώντων τον εφοδιασμό της χώρας με ενέργεια κυβερνητικών στόχων. Η σχετική προσφυγή έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα και λογίζεται ως απορριφθείσα αν ο υπουργός δεν ακυρώσει την απόφαση εντός προθεσμίας οκτώ εργασίμων ημερών.

16. αρόμοιο καθεστώς θεσπίστηκε υπέρ της εταιρίας Distrigaz με το βασιλικό διάταγμα της 16ης Ιουνίου 1994 .

Η διαδικασία

17. Οι προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίες που κινήθηκαν και στις τρεις περιπτώσεις δεν εμφανίζουν, κατά την άποψή μου, κανένα στοιχείο χρήζον ειδικής προσοχής.

18. Το Ηνωμένο Βασίλειο παρενέβη προς στήριξη της Γαλλίας και του Βελγίου, και η Ισπανία προς στήριξη της Γαλλίας.

19. Κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, κάλεσα τους εμφανισθέντες ενώπιον του Δικαστηρίου διαδίκους να διατυπώσουν ειδικότερα την άποψή τους επί της επιπτώσεως της αρχής της ουδετερότητας σε σχέση με το καθεστώς ιδιοκτησίας των επιχειρήσεων.

Ανάλυση των προσφυγών

ροκαταρκτικές παρατηρήσεις

20. Επιβάλλεται, προκαταρκτικώς, ο σαφής εντοπισμός των μορφών κανονιστικής ρυθμίσεως, η συμβατότητα των οποίων με την κοινοτική έννομη τάξη μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση, όσον αφορά τις τρεις υποθέσεις. Η πρώτη ταξινόμηση αντιστοιχεί σε κανονιστική ρύθμιση εφαρμοζόμενη αποκλειστικώς επί των αλλοδαπών σε αντίθεση με την κανονιστική ρύθμιση που τυγχάνει εφαρμογής αδιακρίτως επί ημεδαπών και αλλοδαπών. Στα πλαίσια της δεύτερης αυτής κατηγορίας, επιβάλλεται η διάκριση των περιορισμών, αντικείμενο των οποίων είναι η εισφορά ή αύξηση συμμετοχής στο εταιρικό κεφάλαιο ιδιωτικοποιημένης επιχειρήσεως («περιορισμοί προσβάσεως») από τους περιορισμούς εκείνους οι οποίοι ασκούν επιρροή στην ίδια τη διαχείριση της επιχειρήσεως ως εκ του ότι προβλέπουν υπέρ των δημοσίων αρχών δικαίωμα εποπτείας επί των αποφάσεων των εταιρικών οργάνων («περιορισμοί διαχειρίσεως»).

21. ρέπει επίσης να προσδιοριστεί η νομική βάση των φερομένων παραβάσεων υπό την έννοια ότι οι προσφυγές πρέπει να εξεταστούν υπό το φως της βάσεως αυτής. Οι τρεις προσφυγές θεμελιώνονται στα άρθρα 43 ΕΚ και 56 ΕΚ, ήτοι επί των παραγώγων αρχών των θεμελιωδών ελευθεριών της εγκαταστάσεως και της κυκλοφορίας των κεφαλαίων. Εξάλλου, με το δικόγραφο της προσφυγής της κατά της ορτογαλίας, η Επιτροπή αναφέρεται και στο παρόν άρθρο 294 ΕΚ, καθώς και στα άρθρα 221 και 231 της ράξεως ροσχωρήσεως του Βασιλείου της Ισπανίας και της ορτογαλικής Δημοκρατίας. Φρονώ ότι παρέλκει η ανάλυση των τριών αυτών διατάξεων στον βαθμό που δεν προσθέτουν κανένα ουσιαστικό στοιχείο στο περιεχόμενο των δύο προηγουμένων. Κατά τα λοιπά, ούτε η Επιτροπή ούτε η ορτογαλία συνήγαγαν από τις ανωτέρω τρεις διατάξεις συνέπειες πέραν της εφαρμογής στην περίπτωση της ορτογαλίας του κοινού καθεστώτος των Συνθηκών.

Επομένως, οι τρεις προσφυγές πρέπει να εξεταστούν σε σχέση με τις θεμελιώδεις ελευθερίες της εγκαταστάσεως και κυκλοφορίας των κεφαλαίων, μολονότι εκτιμώ ότι μόνον η πρώτη δικαιολογεί ενδελεχή εξέταση.

εριορισμοί εφαρμοζόμενοι αποκλειστικά επί των αλλοδαπών

22. Η μορφή αυτή περιορισμού απαντά μόνο στην υπόθεση Επιτροπή κατά ορτογαλίας.

23. Το άρθρο 13, παράγραφος 3, του νόμου 11/90, νόμου-πλαισίου περί των ιδιωτικοποιήσεων, εξουσιοδοτεί, όντως, την κανονιστική εξουσία να περιορίζει, μέσω του αντίστοιχου διατάγματος περί ιδιωτικοποιήσεως, τον αριθμό μετοχών που οι αλλοδαπές εταιρίες ή οι εταιρίες, το κεφάλαιο των οποίων κατέχουν κατά πλειοψηφία αλλοδαπές εταιρίες, μπορούν να αγοράσουν και να καθορίζει το ανώτατο ποσοστό συμμετοχής αλλοδαπών στο εταιρικό κεφάλαιο και στα όργανα ελέγχου της ιδιωτικοποιημένης μονάδας. Η ευχέρεια αυτή ενσωματώθηκε σε αριθμό εκτελεστικών πράξεων .

24. Επί πλέον, το νομοθετικό διάταγμα 65/94 ορίζει σε 25 % το όριο συμμετοχής αλλοδαπών εταιριών στο κεφάλαιο επιχειρήσεων, η διαδικασία ιδιωτικοποιήσεως των οποίων έχει περατωθεί, υπό την επιφύλαξη διατάξεων προβλεπουσών ανώτερο όριο.

25. Η Επιτροπή εκτιμά ότι οι περιορισμοί από τους οποίους εξαρτούν ο νόμος πλαίσιο 11/90, τα διάφορα νομοθετικά διατάγματα εφαρμογής και το νομοθετικό διάταγμα 65/94 την πρόσβαση των κοινοτικών και μη πορτογαλικών επιχειρήσεων στο κεφάλαιο των ιδιωτικοποιημένων επιχειρήσεων εισάγουν, μεταξύ των ορτογάλων και των υπηκόων άλλων κρατών μελών, δυσμενή διάκριση, ασυμβίβαστη με τις διατάξεις των άρθρων 52 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 43 ΕΚ) και 73 Β της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 56 ΕΚ).

26. Η ορτογαλική Κυβέρνηση υπογραμμίζει, καταρχάς, τη θεμελιώδη σημασία του νόμου 11/90 από ιστορικής, πολιτικής και οικονομικής απόψεως. Χάρη στο νομοθετικό αυτό πλαίσιο, η ιδιωτικοποίηση των εθνικοποιημένων επ' ευκαιρία της επαναστάσεως της 25ης Απριλίου 1974 επιχειρήσεων είχε αίσιο τέλος. Η σχετική ιδιωτικοποίηση αφορούσε αποκλειστικά επιχειρήσεις που περιήλθαν στο Δημόσιο αφού προηγουμένως είχαν τελέσει υπό την κυριότητα ιδιωτών πορτογαλικής ιθαγενείας. Ο νομοθέτης του 1990 έκρινε ότι η πλέον στοιχειώδης δικαιοσύνη απαιτούσε τα εθνικοποιημένα αγαθά σε βάρος των ορτογάλων πολιτών να περιέλθουν εκ νέου στους ορτογάλους, πράγμα που έπρεπε να οδηγήσει στην αναδιάρθρωση των εθνικών οικονομικών ομάδων.

27. Δεύτερον, η ορτογαλία ισχυρίζεται ότι, παρά το γράμμα του άρθρου 13, παράγραφος 3, του νόμου 11/90, οι πορτογαλικές αρχές είχαν αναλάβει την «πολιτική» δέσμευση έναντι της Επιτροπής να μην περιλαμβάνουν τις κοινοτικές εταιρίες στην έννοια των «αλλοδαπών εταιριών». Η δέσμευση αυτή κατέστη ισχυρότερη με το άρθρο 8 του πορτογαλικού Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο το κοινοτικό δίκαιο παράγει πλήρη αποτελέσματα στην πορτογαλική έννομη τάξη, πράγμα που αποκλείει οποιαδήποτε ερμηνεία των εσωτερικών νομικών διατάξεων κατά τρόπο αντίθετο προς τις θεμελιώδεις αρχές του κοινοτικού δικαίου.

28. Το άρθρο 13, παράγραφος 3, του νόμου 11/90 διατυπώνεται κατά τρόπο εξαιρετικά ευρύ, ώστε να πρέπει να συναγάγεται ότι ο επιτρεπόμενος να επιβληθεί περιορισμός αφορά τόσον τις απλές εισφορές των αλλοδαπών εταιριών στο εταιρικό κεφάλαιο των ιδιωτικοποιημένων επιχειρήσεων όσον και τη συμμετοχή που συνεπάγεται ανάμιξη στη διαχείριση μέσω της κτήσεως τμήματος των πολιτικών δικαιωμάτων. Ο οικείος περιορισμός πρέπει να ερμηνευθεί υπό το φως των άρθρων 43 ΕΚ και 56 ΕΚ. Εφαρμόζεται και επί των πορτογαλικών εταιριών, το κεφάλαιο των οποίων κατέχουν κατά πλειοψηφία αλλοδαποί, κατάσταση που θα πρέπει να εκτιμηθεί, στον βαθμό που η αναγωγή της στην περιπτωσιολογία των προαναφερθεισών διατάξεων είναι αδύνατη, κατά τρόπο ομοιόμορφο, σύμφωνα με το άρθρο 294 ΕΚ (ίση μεταχείριση όσον αφορά τη συμμετοχή στο κεφάλαιο των εταιριών) ή, εντέλει, σύμφωνα με το άρθρο 12 ΕΚ και τη γενική απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ιθαγενείας που αυτό θεσπίζει.

29. Τα διατυπωνόμενα από την καθής επιχειρήματα δεν δικαιολογούν επαρκώς, ενόψει των ως άνω διατάξεων, ρύθμιση, σαφής πρόθεση της οποίας είναι η εφαρμογή της επί των κοινοτικών αλλοδαπών. Επί πλέον, όπως προκύπτει σαφώς από το ιστορικό που προσκόμισε η ορτογαλική Κυβέρνηση, η νομοθεσία δεν αποκλείει τους υπηκόους άλλων κρατών μελών από τους επιβαλλόμενους περιορισμούς. _Εχει επίσης σημασία, όπως τονίζει η Επιτροπή, το γεγονός ότι η ορτογαλική Κυβέρνηση πρότεινε ανεπιτυχώς στο εθνικό κοινοβούλιο την τροποποίηση του νόμου 11/90 ώστε να απαλειφούν οι δυνάμενες να θεωρηθούν ότι εισάγουν δυσμενή έναντι των επενδυτών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως διακρίσεις . Τέλος, η παράβαση κράτους μέλους δεν απόλλυται τον χαρακτήρα της απλώς και μόνον λόγω του γεγονότος ότι ο παραβιασθείς κοινοτικός κανόνας παράγει άμεσα αποτελέσματα στην έννομη τάξη του παραβιάζοντος κράτους μέλους και υπερέχει του εθνικού δικαίου. _Αλλως, η απλή επίκληση της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου θα οδηγούσε στην αποδυνάμωση οποιασδήποτε προσφυγής λόγω παραβάσεως και στην αποστέρηση της μορφής αυτής προσφυγής από την ουσία και την πρακτική αποτελεσματικότητά της.

30. Επομένως, επιβάλλεται να αναγνωριστεί ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 13, παράγραφος 3, του νόμου 11/90 εξουσιοδότηση και οι περαιτέρω διατάξεις περί εφαρμογής της, όπως η συναφής διάταξη του νομοθετικού διατάγματος 65/94, της 28ης Φεβρουαρίου 1994, αντίκεινται στις εξαγγελλόμενες με τα άρθρα 12 ΕΚ, 43 ΕΚ και 56 ΕΚ αρχές.

εριορισμοί εφαρμοζόμενοι αδιακρίτως

31. Η Επιτροπή προσάπτει στα τρία καθών κράτη ότι διατηρούν σε ισχύ καθεστώτα, τα οποία, μολονότι εφαρμόζονται αδιακρίτως επί των ημεδαπών και των κοινοτικών αλλοδαπών, εμπεριέχουν, κατά την άποψή της, περιορισμούς στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων και στην ελευθερία εγκαταστάσεως.

32. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή προσάπτει στην ορτογαλική Κυβέρνηση ότι διατηρεί σε ισχύ το νομοθετικό διάταγμα 380/93, το οποίο εξαρτά οποιαδήποτε κτήση μετοχών εταιριών, η διαδικασία ιδιωτικοποιήσεως των οποίων βρίσκεται σε εξέλιξη, πέραν ενός ορισμένου ανώτατου ορίου από την έγκριση του Υπουργού Οικονομικών.

33. Η Επιτροπή προσάπτει στη Γαλλία ότι εξέδωσε νομοθεσία, επαγόμενη παρεμφερή αποτελέσματα σχετικά με την εταιρία Elf-Aquitaine (διάταγμα 93-1298), σύμφωνα με την οποία προβλέπονται υπέρ του Δημοσίου διάφορες εξουσίες αναμίξεως στη διαχείριση της εταιρίας μέσω του διορισμού μελών του διοικητικού συμβουλίου και της ευχέρειας ασκήσεως ανακοπής έναντι οποιασδήποτε εκχωρήσεως ή παροχής ως εγγυήσεως των κυρίων στοιχείων ενεργητικού της επιχειρήσεως «δυναμένης να θίξει τα εθνικά συμφέροντα» (διάταγμα 93-1296).

34. Τέλος, η Επιτροπή προσάπτει στο Βέλγιο ότι, μέσω των βασιλικών διαταγμάτων της 10ης και 16ης Ιουνίου 1994, παρέσχε στον Υπουργό Ενεργείας τη δυνατότητα να αντιτίθεται σε οποιαδήποτε πράξη αφορώσα τα στοιχεία ενεργητικού των εταιριών SNTC και Distrigaz «δυνάμενη να βλάψει τα εθνικά συμφέροντα στον τομέα της ενεργείας». Ο υπουργός έχει το δικαίωμα να απαγορεύει οποιαδήποτε εκχώρηση, παροχή ως ασφαλείας ή αλλαγή του προορισμού των μεγάλων υποδομών ενδομεταφοράς προϊόντων ενεργείας που ανήκουν στις ως άνω επιχειρήσεις. Επί πλέον, η βελγική νομοθεσία προέβλεψε διαδικασία ασκήσεως ανακοπής έναντι οποιασδήποτε αποφάσεως των εταιρικών οργάνων αντίθετης προς τις κατευθυντήριες γραμμές της κυβερνήσεως σε θέματα ενεργειακής πολιτικής και ιδίως στους στόχους εφοδιασμού με ενέργεια.

35. Η Επιτροπή επικαλείται, ιδίως, τη νομολογία που αποκρυστάλλωσε το Δικαστήριο επ' ευκαιρία του δικαιώματος της ελεύθερης εγκαταστάσεως με την απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 1995, Gebhard , υπενθυμίζοντας ότι τα εθνικά μέτρα τα οποία, μολονότι δεν εισάγουν δυσμενείς διακρίσεις, είναι ικανά να βλάψουν ή να καταστήσουν λιγότερο ελκυστική την άσκηση των διασφαλιζομένων με τη Συνθήκη θεμελιωδών ελευθεριών είναι ασυμβίβαστα με το κοινοτικό δίκαιο, εκτός και αν δικαιολογούνται από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος, είναι κατάλληλα να διασφαλίσουν την υλοποίηση του επιδιωκόμενου με αυτά στόχου και δεν βαίνουν πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την επίτευξή τους.

36. Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι η έγκριση από την οποία εξαρτάται η απόκτηση ορισμένων ποσοστών επί του κεφαλαίου των επιδίκων εταιριών πρέπει να πληροί αντικειμενικά, σταθερά και δημόσια κριτήρια, κατά τρόπον ώστε να μειώνεται στο ελάχιστο η διακριτική εξουσία των εθνικών αρχών.

Κατά την Επιτροπή, τα διάφορα επίδικα μέτρα δεν πληρούν τις ανωτέρω προϋποθέσεις. Ειδικότερα, ως εκ του ότι λαμβάνονται κατά το δοκούν, εμποδίζουν οποιαδήποτε εκτίμηση της αναλογικότητάς τους.

37. Τα καθών κράτη μέλη αντικρούουν ότι οι αντίστοιχες νομοθεσίες τους συνάδουν προς τις αρχές του κοινοτικού δικαίου. Ισχυρίζονται ότι πρόκειται απλώς για μεταβατικά μέτρα (περίπτωση ορτογαλίας) ή ότι πληρούν τις προϋποθέσεις συναφείας και αναλογικότητας που δικαιολογούν, για λόγους προασπίσεως του γενικού συμφέροντος, την εξαίρεση από το γενικό καθεστώς (περιπτώσεις Γαλλίας και Βελγίου).

38. Αν γίνει δεκτή η συλλογιστική που προτείνει η προσφεύγουσα, δεν είναι ευχερές να αποφευχθεί έννομη συνέπεια που απορρέει εξ αυτού, έστω και αν γίνει δεκτό ότι οι εθνικές κανονιστικές ρυθμίσεις επιδιώκουν στόχους υπέρτερου συμφέροντος: οι περιπτώσεις εφαρμογής δεν ορίζονται επακριβώς και δεν υφίστανται χειροπιαστά κριτήρια ώστε να είναι εφικτή η δικαστική κρίση περί της καταλληλότητας και αναλογικότητας, όπως απαιτεί η νομολογία του Δικαστηρίου.

39. άντως, κατά την άποψή μου, η άσκηση των τριών προσφυγών χωλαίνει λόγω ουσιαστικής πλάνης περί τη λογική που τις υπαγόρευσε, ως εκ του ότι οι φερόμενοι περιορισμοί εφαρμόζονται αδιακρίτως: η Επιτροπή παρέκαμψε τις έννομες συνέπειες της διατάξεως του άρθρου 295 ΕΚ.

40. Το άρθρο 295 ΕΚ (παλαιό άρθρο 222 της Συνθήκης ΕΚ) ορίζει με επιγραμματική οικονομία ότι η Συνθήκη «δεν προδικάζει με κανένα τρόπο το καθεστώς της ιδιοκτησίας στα κράτη μέλη».

41. Με την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με ορισμένες νομικές πτυχές που αφορούν τις ενδοκοινοτικές επενδύσεις , η μοναδική αναφορά στο άρθρο 295 ΕΚ γίνεται με την πρώτη υποσημείωση. Αναφερόμενη στα προγράμματα ιδιωτικοποιήσεως εκ μέρους διαφόρων κρατών μελών, η Επιτροπή αισθάνεται υποχρεωμένη να διευκρινίσει ότι «η μετάβαση μιας επιχειρήσεως από το Δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα είναι επιλογή οικονομικής πολιτικής η οποία εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών μελών, απορρέοντας από την αρχή της ουδετερότητας της Συνθήκης έναντι του καθεστώτος ιδιοκτησίας, αρχής που καθιερώνει το άρθρο 222».

ιστή στο ερμηνευτικό αυτό αξίωμα, η Επιτροπή διευκρινίζει, με το δικόγραφο της προσφυγής της κατά της Γαλλίας, ότι το άρθρο 295 ΕΚ δεν μπορεί να προβάλλεται λυσιτελώς εν προκειμένω εφόσον, στα πλαίσια των προσφυγών κατά παραβάσεως, δεν πρόκειται για τη διατήρηση εκ μέρους του Δημοσίου συμμετοχής ελέγχου στην ιδιωτικοποιημένη εταιρία αλλά για ορισμένες προνομίες αφορώσες την «κατανομή της ιδιοκτησίας μεταξύ ιδιωτών» .

42. Κατά την Επιτροπή, η έκφραση «καθεστώς ιδιοκτησίας» καλύπτει δύο συγκρουόμενες μεταξύ τους καταστάσεις: τις δημόσιες και τις ιδιωτικές ιδιοκτησίες. Επί πλέον, τα συναφή με την ως άνω ιδιοκτησία δικαιώματα μπορούν να ασκηθούν μόνο μέσω της επαρκούς συμμετοχής στο κεφάλαιο της οικείας εταιρίας. Η ως άνω αφαιρετική ερμηνεία του άρθρου 295 ΕΚ δεν ανταποκρίνεται - όπως πρόκειται να καταδείξω - ούτε στην εντός της Συνθήκης σημασία του ούτε στην αποστολή που αυτή του επιφυλάσσει.

43. Το πρώτο δείγμα θεμελιώδους σημασίας που επιβάλλεται να αποδίδεται, στα πλαίσια της οικονομίας της Συνθήκης ΕΚ, στο άρθρο 295 ΕΚ συνίσταται στη θέση που αυτό καταλαμβάνει εντός του συστήματος. Ενταγμένο στο έκτο μέρος, το οποίο περιλαμβάνει τις γενικές και τελικές διατάξεις, παράγει αποτελέσματα που καταλαμβάνουν το σύνολο των κανόνων της Συνθήκης .

44. Ομοίως, η βαρύτητα και ο ανεπιφύλακτος χαρακτήρας του περιεχομένου του απηχούν εν γένει τη σπουδαιότητά του: η έκφραση «με κανένα τρόπο» δεν χρησιμοποιείται σε καμία άλλη διάταξη της Συνθήκης, ενώ σπάνιες είναι οι περιπτώσεις άρθρων απαλλαγμένων από οποιοδήποτε περιορισμό (οι περιορισμοί τίθενται γενικώς με τις εκφράσεις «υπό την επιφύλαξη» ή «στον τομέα»).

45. Τέλος, το άρθρο 295 ΕΚ αντλεί το κύρος του ευθέως από τη δήλωση Schuman της 9ης Μα_ου 1950, την οποία αναπαράγει , γεγονός που το καθιστά μοναδικό και συμβάλλει στην ενίσχυση της ιδιομορφίας και της συμβολικής σημασίας του.

46. άντως, η εκτίμηση της θεμελιώδους φύσεως της οικείας διατάξεως είναι εφικτή μόνο μετά την ανάλυση της αποστολής που της αναθέτει η Συνθήκη.

47. Λόγω της ευρύτητας της διατυπώσεώς της, η γραμματική ερμηνεία της διατάξεως δεν είναι ικανή να παράσχει στοιχεία προσδιορισμού βαίνοντα πέραν της γενικότητας. Διευκρινίζω ότι η ασάφεια, από νομικής απόψεως, της εκφράσεως «καθεστώς της ιδιοκτησίας» δεν είναι εντελώς άγονη: συνιστά ενδεχομένως την πλέον σαφή επισήμανση ότι δεν πρόκειται για νομική αλλά για οικονομική έννοια .

48. Ούτε η συστηματική ερμηνεία είναι αποκαλυπτική .

49. Ως εκ τούτου, επιβάλλεται η αναδρομή στην ιστορική και τελεολογική ερμηνεία προκειμένου να αποφευχθεί η γενικόλογη διατύπωση να οδηγήσει στην παντελή έλλειψη πρακτικής αποτελεσματικότητας της διατάξεως . Όντως, αν η έκφραση «no prejuzgar», «ne pas préjuger», «lasciare impregiudicato» ή «not prejudice» περιλαμβάνει προφανώς κάθε μέτρο που έχει επίπτωση στο καθεστώς ιδιοκτησίας , υπό την ευρύτερη δυνατή έννοια, θα ήσαν εξαιρετικά πολυάριθμοι οι ουσιαστικοί κανόνες (μιας συνθήκης οικονομικής ολοκληρώσεως) που θα θίγονταν.

50. Η ιστορική ερμηνεία με οδηγεί, πρώτον, στην πρόταση του Γάλλου Υπουργού Εξωτερικών Robert Schuman της 9ης Μα_ου 1950. _Οπως ήδη προανέφερα, το ιδρυτικό αυτό κείμενο περιελάμβανε την εξαγγελλόμενη στο άρθρο 295 ΕΚ επιφύλαξη. Λόγω της προγραμματικής φύσεώς του, είναι αδιανόητο η αναγωγή στο «καθεστώς της ιδιοκτησίας» να προσλαμβάνει οποιονδήποτε νομοτεχνικό χαρακτήρα. Επί πλέον δε, η πρόταση αναφερόταν στο «καθεστώς της ιδιοκτησίας των επιχειρήσεων». Το άρθρο 83 της Συνθήκης ΕΚΑΧ επαναλαμβάνει την ίδια διατύπωση ορίζοντας ότι «η ίδρυση της Κοινότητας δεν προδικάζει με κανένα τρόπο το καθεστώς ιδιοκτησίας των επιχειρήσεων που υπόκεινται στις διατάξεις της παρούσας συνθήκης». Αν η αφορώσα την υπαγωγή στις διατάξεις της Συνθήκης διευκρίνιση είναι άνευ σημασίας ως περιττή, τότε ο κατηγορηματικός προσδιορισμός «καθεστώς ιδιοκτησίας των επιχειρήσεων» επιτρέπει να υποτεθεί ότι αληθές μέλημα του νομοθέτη δεν ήταν το δικαίωμα κυριότητας εντός των κρατών μελών αλλ' εκείνης των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην αγορά.

51. Οι προπαρασκευαστικές εργασίες επιβεβαιώνουν την ανωτέρω άποψη . _Ετσι, η πρώτη εκδοχή που έμελλε να καταστεί το άρθρο 295 ΕΚ υποβλήθηκε από τη συντακτική επιτροπή στις 5 Δεκεμβρίου 1956. _Εφερε τον αριθμό 9 και καταλεγόταν μεταξύ των γενικών αρχών. Είχε την ακόλουθη διατύπωση: «η παρούσα συνθήκη δεν προδικάζει με κανένα τρόπο το καθεστώς ιδιοκτησίας των υφισταμένων εντός της Κοινότητας μέσων παραγωγής».

Η δεύτερη εκδοχή που προετοίμασε η ομάδα «κοινή αγορά», είδε το φως της ημέρας στις 18 Ιανουαρίου 1957. Συνέπιπτε με τη διάταξη του άρθρου 83 ΑΧ, πλην του ότι περιλαμβανόταν μεταξύ των αφορωσών τα μονοπώλια διατάξεων. Τρεις ημέρες αργότερα, η ίδια ομάδα αποφάσισε την υπαγωγή του στην αφορώσα τον ανταγωνισμό ρύθμιση, ενώ παράλληλα απάλειψε την περιττή μνεία της υπαγωγής στη Συνθήκη.

Η οριστική εκδοχή, η οποία επρόκειτο να ενσωματωθεί στο έκτο μέρος της Συνθήκης, υιοθετήθηκε από την επιτροπή των επικεφαλής των αντιπροσωπειών στις 6 Μαρτίου 1957. Από την εκδοχή αυτή απαλείφθηκε ο επιθετικός προσδιορισμός «των επιχειρήσεων».

52. _Οπως προκύπτει προφανώς από την ανάλυση της πορείας της εν λόγω διατάξεως και από τη σύγκρισή της με την αντίστοιχη διάταξη της Συνθήκης ΕΚΑΧ, αντικείμενό της είναι η αναγνώριση της ουδετερότητας της Συνθήκης σε θέματα ιδιοκτησίας των επιχειρήσεων υπό την οικονομική του όρου έννοια, ήτοι των επιχειρήσεων ως μέσων παραγωγής.

53. Για τον προσδιορισμό της ακριβούς φύσεως των απτομένων της ιδιοκτησίας των επιχειρήσεων ερωτημάτων που θα μπορούσαν να ανακύψουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 295 ΕΚ, είναι αναγκαία η προσφυγή στην τελεολογική ερμηνεία της διατάξεως. Στόχος των Συνθηκών περί ιδρύσεως των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ήταν η επίτευξη - σύμφωνα με την αποδιδόμενη στον Schuman έκφραση - τομεακής και ως εκ τούτου μερικής ολοκληρώσεως. Ο ορισμός και η εκτέλεση της οικονομικής πολιτικής παρέμεναν στα χέρια των κρατών, υποκειμένων απλώς σε ορισμένους περιορισμούς - εκ των οποίων, πάντως, μερικοί πολύ σημαντικοί - σε σχέση με τα μέσα εφαρμογής των πολιτικοοικονομικών στόχων τους, όπως είναι οι κανόνες περί του ελεύθερου ανταγωνισμού και οι κρατικές ενισχύσεις. Οι Συνθήκες δεν υπεισήρχοντο σε ζητήματα των λοιπών μέσων παρεμβάσεως, μεταξύ των οποίων καταλέγεται, ως πλέον σημαντικό, η ικανότητα επηρεασμού της οικονομικής ζωής μέσω της ιδιοκτησίας των επιχειρήσεων.

54. Απόρροια αυτού είναι, πρώτον και για μια ακόμη φορά, ότι η έκφραση «καθεστώς ιδιοκτησίας» του άρθρου 295 ΕΚ δεν παραπέμπει στην αστική έννοια των περιουσιακών σχέσεων - πτυχή, επί πλέον, όλως άσχετη προς τους σκοπούς των Συνθηκών - αλλά σ' ένα ιδεατό σύνολο κανόνων πάσης φύσεως, προερχομένων τόσο από το ιδιωτικό όσο και από το δημόσιο δίκαιο και δυναμένων να οδηγήσουν στον οικονομικό έλεγχο της περιουσίας μιας επιχειρήσεως, ήτοι επιτρεπόντων στον κύριό της να ασκεί αποφασιστική επίδραση επί του προσδιορισμού και της εφαρμογής όλων ή μερικών από τους οικονομικούς στόχους της.

55. αραλλήλως, από την τελεολογική ερμηνεία συνάγεται ότι η διάκριση μεταξύ ιδιωτικών και δημοσίων επιχειρήσεων, για τους σκοπούς της Συνθήκης, δεν μπορεί να θεμελιώνεται στην ταυτότητα των μετόχων τους, αλλ' εξαρτάται από τη δυνατότητα του Δημοσίου να επιβάλλει συγκεκριμένους στόχους οικονομικής πολιτικής, διακριτούς από την επιδίωξη του ανώτατου δυνατού κέρδους που χαρακτηρίζει την ιδιωτική δραστηριότητα .

56. Εν τέλει, ο σεβασμός του καθεστώτος ιδιοκτησίας εντός των κρατών μελών που καθιερώνει το άρθρο 295 ΕΚ πρέπει να περιλαμβάνει οποιοδήποτε μέσο που παρέχει στο Δημόσιο, διά της παρεμβάσεως στον δημόσιο τομέα υπό την οικονομική του όρου έννοια, να συμβάλει στην οργάνωση της οικονομικής δραστηριότητας του έθνους.

57. _Ερχομαι τώρα στην προσέγγιση των διαφόρων κανονιστικών ρυθμίσεων που η Επιτροπή θεωρεί ότι είναι ασυμβίβαστες με τη Συνθήκη επειδή συνιστούν περιορισμούς, εφαρμοζομένους κατ' αρχήν κατά μη εισάγοντα διακρίσεις τρόπο, της ελευθερίας εγκαταστάσεως και της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων.

58. Σε όλες τις υποθέσεις, πρόκειται για εξαιρετικές προνομίες, κάτοχοι των οποίων είναι οι δημόσιες αρχές.

59. Συναφώς, προτάσσω, ως σημαντικές κατά τη γνώμη μου, δύο παρατηρήσεις.

60. ρώτον, οι διάδικοι συμφωνούν ότι οι απολαύουσες ειδικής προστασίας επιχειρήσεις ιδιωτικοποιήθηκαν πρόσφατα. Συγκεκριμένα, το Δημόσιο εκχώρησε τη στρατηγική συμμετοχή του στο εταιρικό κεφάλαιό τους, ήτοι την ίδια συμμετοχή που παρείχε στις δημόσιες αρχές την ευχέρεια να παρεμβαίνουν στην επιλογή των οικονομικών στόχων της επιχειρήσεως μέσω της αποφασιστικής επιρροής τους στη διαμόρφωση της βουλήσεως των εταιρικών οργάνων. λην όμως, η Επιτροπή δεν αποδίδει την παραμικρή σημασία στο στοιχείο αυτό. Κατά την άποψή της, δεν υφίσταται άλλο πλην α) των δημοσίων επιχειρήσεων, οριζομένων ως των επιχειρήσεων στις οποίες οι δημόσιες αρχές κατέχουν την πλειοψηφία του κεφαλαίου και η δραστηριότητα των οποίων δεν εμπίπτει, έστω και μερικώς, στο πεδίο εφαρμογής των κανόνων της Συνθήκης δυνάμει του άρθρου 295 ΕΚ , και β) των υπολοίπων, όλων ιδιωτικών επιχειρήσεων, μεταξύ των οποίων καταλέγονται και εκείνες των υπό κρίση διαφορών. Η Επιτροπή επιδίδεται εν προκειμένω σε αμιγώς ιδιωτικού δικαίου ερμηνεία της εννοίας της ιδιοκτησίας μιας επιχειρήσεως.

61. Η δεύτερη παρατήρηση έγκειται στο ότι, όσον αφορά τις υπό κρίση προσφυγές, ο συγκεκριμένος τρόπος εφαρμογής των προνομιών δεν ασκεί προφανώς επιρροή. Κατά την Επιτροπή, επομένως, είναι αδιάφορο το γεγονός ότι οι εξουσίες ασκούνται δυνάμει της κλασσικής ευχερείας για διοικητική εποπτεία ή διά του ορισμού της αποκαλούμενης «ειδικής μετοχής» στο εταιρικό κεφάλαιο της οικείας επιχειρήσεως, ορισμού που μπορεί να αναζητηθεί στο καταστατικό τους . Η προσφεύγουσα δεν ενέκυψε, έστω και συνοπτικά, στο ερώτημα αν, στον βαθμό που προσομοιάζει με τις προνομιούχους μετοχές που είναι γνωστές στις διάφορες έννομες τάξεις των κρατών μελών, το συνιστάμενο στην πρόβλεψη ειδικής μετοχής μέτρο μπορούσε να εμπίπτει στον ορισμό του «καθεστώτος ιδιοκτησίας». αραλείποντας να το πράξει, η Επιτροπή υιοθετεί τη φορά αυτή τελεολογική αντίληψη οικονομικής μορφής ως προς τη φύση των ειδικών εξουσιών. Η επιλογή είναι ορθή, μολονότι αποκλίνει της επιχειρηματολογίας που αναπτύσσει η Επιτροπή σε σχέση με την πρώτη παρατήρηση.

62. Το περιεχόμενο των επιδίκων μέτρων είναι περαιτέρω διαφορετικό: έγκριση αποκτήσεως συμμετοχής στο εταιρικό κεφάλαιο υπερβαίνουσα συγκεκριμένο ανώτατο όριο, δικαίωμα αντιτάξεως σε κάθε εξαγορά, παροχή ως ασφαλείας ή αλλαγή του προορισμού των βασικών στοιχείων ενεργητικού της επιχειρήσεως, διορισμός των μελών του διοικητικού συμβουλίου, δικαίωμα αντιτάξεως σε αποφάσεις αντίθετες προς τις κατευθυντήριες γραμμές της κυβερνήσεως.

Ο κοινός παρονομαστής των μέτρων αυτών είναι ότι πρόκειται για μέσα παρεμβάσεως των δημοσίων αρχών στη δραστηριότητα ορισμένων επιχειρήσεων στρατηγικής για την εθνική οικονομία σημασίας, με σκοπό την επιβολή στόχων οικονομικής πολιτικής. ρόκειται δηλαδή, σύμφωνα με την ερμηνεία του άρθρου 295 ΕΚ που προεξέθεσα, για ζήτημα επιφυλασσόμενο στην κυριαρχία των κρατών μελών.

63. Η τελεολογική αυτή προσέγγιση του συστήματος που θέτουν οι υπό κρίση υποθέσεις παρέχει τη δυνατότητα διαφυλάξεως της πρακτικής αποτελεσματικότητας του άρθρου 295 ΕΚ αλλά και της υπερκεράσεως των παραδόξων συνεπειών της προτεινόμενης από την Επιτροπή ερμηνείας αμιγώς ιδιωτικού δικαίου. Δεν αντιλαμβάνομαι ποια έννοια θα μπορούσε να έχει, στα πλαίσια της Συνθήκης ΕΚ, διάταξη, αποκλειστικός στόχος της οποίας θα ήταν η διαπίστωση αυτού που είναι αυτονόητο, ήτοι ότι η Συνθήκη δεν επηρεάζει το νομικό καθεστώς της ιδιοκτησίας εντός των κρατών μελών. _Οπως δεν επηρεάζει τις σχέσεις γονέων-τέκνων, το ισχύον επί κληρονομιών καθεστώς, τους λόγους ακυρώσεως γάμου ή το ενοχικό δίκαιο, χωρίς να είναι αναγκαία οποιαδήποτε διάταξη για να το υπενθυμίζει. Σκοπός της Συνθήκης δεν είναι η ένταξη του ιδιωτικού δικαίου των κρατών μελών.

64. Η λογική της προσεγγίσεως της Επιτροπής θα οδηγούσε στη διαφορετική μεταχείριση δύο καταστάσεων που παράγουν ταυτόσημα αποτελέσματα από απόψεως των θεμελιωδών ελευθεριών της Συνθήκης· αφενός, στην περίπτωση εταιρίας, το σύνολο ή την πλειοψηφία του κεφαλαίου της οποίας κατέχει δημόσια αρχή, αφετέρου, στην περίπτωση ιδιωτικοποιημένης εταιρίας υπαγομένης σε γενικό σύστημα διοικητικής επιτηρήσεως στον τομέα των αποφάσεων. Η σύγκριση καθίσταται ακόμη πειστικότερη μεταξύ δημόσιας επιχειρήσεως, κατά τον ορισμό της Επιτροπής, ήτοι απαγορευμένης για τους κοινοτικούς ζώνης, και ιδιωτικής επιχειρήσεως, ανοιχτής στους κοινοτικούς υποψηφίους, έστω και αν υπόκειται σε διοικητικό έλεγχο ενός τμήματος των δραστηριοτήτων της.

65. Αν έχει κάποια σημασία - και συντρέχουν επαρκείς ενδείξεις για να υποτεθεί κάτι τέτοιο -, το άρθρο 295 ΕΚ έχει ως αντικείμενο όχι την ιδιοκτησία υπό την έννοια της πλήρους κυριότητας ενός προσώπου επί των πραγμάτων αλλά - επιμένω επ' αυτού - υπό την έννοια της κατοχής οικονομικού τίτλου διαφόρων βαθμών και εκφάνσεων. Είναι κάτοχος το ή τα πρόσωπα που ασκούν άμεση και αποφασιστική επίδραση επί της τύχης του ή των θεμελιωδών πτυχών της δραστηριότητάς του. Αδιάφορο, για τους σκοπούς της Συνθήκης, είναι το γεγονός ότι η ως άνω επίδραση οφείλεται στην κατοχή αξιογράφων, σε διοικητική έγκριση, διατάξεις του καταστατικού της εταιρίας ή σ' οποιοδήποτε άλλο νόμιμο μέσο προβλεπόμενο από το ιδιωτικό ή το δημόσιο δίκαιο .

66. Τέλος, δεν θα παραλείψω να επαναλάβω ένα αξίωμα κοινής λογικής που επικαλέστηκε η Ισπανική Κυβέρνηση: «Ο δυνάμενος το μείζον, δύναται και το έλασσον». Δυσχερώς γίνεται αντιληπτό η Συνθήκη να επιτρέπει στα κράτη μέλη τη διατήρηση της πλήρους συμμετοχής τους στο κεφάλαιο των επιχειρήσεων, με επακόλουθο τον μέγιστο δυνατό περιορισμό των ελευθεριών εγκαταστάσεως και κυκλοφορίας των κεφαλαίων, και παράλληλα να αντιτίθεται σε καθεστώς ελευθερώσεως, υποκείμενο σε διοικητικούς όρους που κρίνονται ως μη εισάγοντες δυσμενείς διακρίσεις και ως εκ τούτου εγγύτερα προς μια λογική ολοκληρώσεως.

Με άλλα λόγια: αν ο αποκλεισμός οικονομικών δραστηριοτήτων από την ιδιωτική πρωτοβουλία, μέσω της αναθέσεώς τους σε οργανισμούς του Δημοσίου (υποθετική περίπτωση εθνικοποιήσεως ή κοινωνικοποιήσεως) , εγκαθιδρύει ειδικό καθεστώς ιδιοκτησίας, στον αντίποδα του κοινού καθεστώτος ιδιοκτησίας, ουδείς λόγος υφίσταται ένα καθεστώς ιδιωτικής ιδιοκτησίας, χαρακτηριζόμενο από ειδικές ευχέρειες, να μην επιδέχεται τον ίδιο χαρακτηρισμό ή να τυγχάνει λιγότερο ευνοϊκής μεταχειρίσεως.

67. Απομένει προς επίλυση το ερώτημα που άπτεται των εννόμων συνεπειών εκ της εφαρμογής της ρήτρας της ουδετερότητας, κατά το άρθρο 295 ΕΚ, στην περίπτωση των επιδίκων μέτρων. Η εφαρμογή αυτή δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση εξαίρεση από τις αυστηρού δικαίου διατάξεις της Συνθήκης. αράγουν τα αποτελέσματά τους σύμφωνα με τους όρους τους, ειδικότερα την απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ιθαγενείας. Το άρθρο 295 ΕΚ δεν εξαιρείται της εφαρμογής των θεμελιωδών κανόνων της Συνθήκης. Εκείνο που όντως εικάζεται είναι ότι τα εν λόγω μέτρα δεν πρέπει να λογίζονται αφ' εαυτών ως ασυμβίβαστα με τη Συνθήκη ΕΚ· θα μπορούσε να ειπωθεί ότι καλύπτονται από το τεκμήριο εγκυρότητας που τους απονέμει η νομιμοποιητική διάταξη του άρθρου 295 ΕΚ. Συναφώς, είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικό το ότι η επιφύλαξη του άρθρου 295 ΕΚ διατυπώνεται ως απαγόρευση του «προδικάζειν» . Αν η Συνθήκη ΕΚ «δεν προδικάζει κανένα τρόπο», τούτο σημαίνει, κατ' ελάχιστον, ότι ένα εθνικό μέτρο αφορών το σύστημα της εκδόσεως αποφάσεων στον δημόσιο τομέα πρέπει να λογίζεται ως συμβατό με τη Συνθήκη, υπό την επιφύλαξη ότι δεν αποδεικνύεται το αντίθετο. Και το να προδικάζεται σημαίνει ακριβώς να υποτίθεται ότι ένα μέτρο μη εισάγον αφ' εαυτού δυσμενείς διακρίσεις πρόκειται να χρησιμοποιηθεί κατά τρόπο εισάγοντα αδικαιολογήτως δυσμενείς διακρίσεις.

68. Με δεδομένη τη σχετική επιφύλαξη, είναι προφανές ότι η συγκεκριμένη άσκηση των ευχερειών που τα καθών στις επίδικες υποθέσεις κράτη μέλη επιφύλαξαν στον εαυτό τους θα μπορούσε να οδηγήσει σε άλλες τόσες παραβάσεις δεκτικές προσφυγών ενώπιον του Δικαστηρίου, αν ήταν αντίθετη προς τη Συνθήκη ΕΚ. Τονίζω ότι τούτο ισχύει ειδικότερα για κάθε αυθαίρετη άνιση μεταχείριση λόγω ιθαγενείας και για τη μη τήρηση του κοινοτικού πλαισίου προασπίσεως του ελεύθερου ανταγωνισμού, στα πλαίσια του οποίου το άρθρο 85 ΕΚ αλλά και τα άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ αποκτούν, κατά πάσα πιθανότητα, κεφαλαιώδη σημασία.

69. Επιβάλλεται η διερεύνηση των συγκεκριμένων χαρακτηριστικών γνωρισμάτων των κατηγοριών δράσεων του Δημοσίου που μπορούν να υπαχθούν στην ούτως νοούμενη επιφύλαξη του άρθρου 295 ΕΚ, καθώς και του ενδεχόμενου περιορισμού της κατά χρόνον νομιμοποιήσεώς τους. Μολονότι πρόκειται για υποθετική περίπτωση εν προκειμένω, δεδομένου ότι κανένα στοιχείο δεν συνηγορεί υπέρ της απόψεως ότι οι επίδικες εξουσίες έχουν ως αντικείμενο απαράδεκτους περιορισμούς των θεμελιωδών ελευθεριών των Συνθηκών, φρονώ ότι θα ήταν χρήσιμο να επιδιωχθεί ο εντοπισμός κάποιων διαφωτιστικών συναφώς στοιχείων.

70. _Οσον αφορά το ευρύτερο δυνατό πεδίο εφαρμογής, όπως προκύπτει από την αρχή της ουδετερότητας σε σχέση με την ιδιοκτησία των επιχειρήσεων, είναι απαράδεκτο οποιοδήποτε μέτρο ασκεί επίδραση στην οργάνωση και διαχείριση των οικείων επιχειρήσεων, ενώ επιτρέπονται μόνον τα μέτρα που θα μπορούσε να λάβει το Δημόσιο αν διατηρούσε την επιχείρηση υπό καθεστώς δημόσιας ιδιοκτησίας. Στην πραγματικότητα, πρόκειται αποκλειστικά για τη διασφάλιση του ότι η ιδιωτικοποίηση δεν έχει επιβλαβείς συνέπειες για τη λειτουργία («instrumentaler Einsatz») των επιχειρήσεων, σκοπός των οποίων είναι η άμεση ή έμμεση επίτευξη στόχων οικονομικής πολιτικής. Μεταξύ των μέτρων που δικαιολογούνται ενδεχομένως υπό την έποψη αυτή καταλέγονται, συνεπώς, εκείνα που παρέχουν στο Δημόσιο τη δυνατότητα παρεμβάσεώς του σε θέματα επιλογής του ή των εταίρων που κατέχουν την πλειοψηφία του κεφαλαίου της ιδιωτικοποιημένης επιχειρήσεως. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι η ταυτότητα των πλειοψηφούντων μετόχων ενέχει πρωταρχική σημασία για την πρόβλεψη των στρατηγικών επιλογών της επιχειρήσεως.

Υπό την αυτή λογική, κατανοώ ιδιαιτέρως τη μέριμνα των κρατών μια ιδιωτικοποιημένη επιχείρηση να μην επιτρέπεται να περιέλθει στη δημόσια σφαίρα λήψεως αποφάσεων μέσω της αποκτήσεως της πλειοψηφίας του κεφαλαίου της από δημόσια επιχείρηση άλλου κράτους μέλους. λην αφύσικης ανισορροπίας μιας πράξεως με τα χαρακτηριστικά αυτά, ειδικότερα αν η «εξαγοράζουσα εταιρία» διατηρεί νόμιμο μονοπώλιο επί του εθνικού εδάφους, τίθεται το ερώτημα αν η πράξη αυτή δεν συνεπάγεται συρρίκνωση του πλαισίου ελεύθερης ασκήσεως του ανταγωνισμού, στρεβλώνοντας με τον τρόπο αυτό τους στόχους της ιδιωτικοποιήσεως.

71. _Οσον αφορά τη διαχρονική πτυχή, εκτιμώ ότι η ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς όπως την προοιωνίζεται το άρθρο 4, παράγραφος 1, ΕΚ, οδηγεί κατ' ανάγκη στη μείωση της αποτελεσματικότητας - ήδη αφ' εαυτής πολύ σχετικής - της επιφυλάξεως του άρθρου 295 ΕΚ . Η θέσπιση τομεακής νομοθεσίας αποτελεί το πρώτο βήμα για τον κατά χρόνο περιορισμό της. Επί πλέον, ακόμη και σε περίπτωση παντελούς απουσίας νομοθετικής παρεμβάσεως, το Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να εκτιμήσει τον άκαιρο χαρακτήρα ενός περιορισμού με αναφορά στο κριτήριο της «αντικειμενικής αιτιολογήσεως», το οποίο, σύμφωνα με πάγια νομολογία, πρέπει να διέπει τα συγκεκριμένα μέτρα παρεμβάσεως .

72. Εν πάση περιπτώσει, έχω επίγνωση του γεγονότος ότι η ερμηνεία που προτείνω εμπεριέχει ως ένα βαθμό αυτό που αποκαλείται «judicial restraint». Αυτός ο αυτοπεριορισμός, πάντως, θεωρώ ότι είναι επιθυμητός από τη Συνθήκη και επιβάλλεται από την οικονομική πραγματικότητα των διαφόρων τομέων δράσεως που υπόκεινται σε διαδικασίες ιδιωτικοποιήσεως. Ελλείψει συγκεκριμένης νομοθεσίας, έχω την εντύπωση ότι το Δικαστήριο δεν είναι το κατάλληλο βήμα ώστε να επιδοθεί σε πολύπλοκες εκτιμήσεις οικονομικής πολιτικής: δεν διαθέτει τα αναγκαία μέσα και δεν εμπίπτει στην αποστολή του. Επομένως επείγει ο κοινοτικός νομοθέτης να περατώσει το έργο που άφησε ημιτελές το 1957 .

Ανάλυση της συναφούς νομολογίας

73. Η απόφαση της 23ης Μα_ου 2000, επί της υποθέσεως C-58/99 , είχε ως αντικείμενο το συμβιβαστό με τα άρθρα 43 ΕΚ και 56 ΕΚ συγκεκριμένων «ειδικών εξουσιών» που είχε διατηρήσει η καθής κυβέρνηση στις ιδιωτικοποιημένες εταιρίες ENI SpA και Telecom Italia SpA. Δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 1, του κωδικοποιημένου κειμένου του νομοθετικού διατάγματος 332, της 31ης Μα_ου 1994 , διάταγμα του προέδρου του υπουργικού συμβουλίου ορίζει τις εταιρίες που δραστηριοποιούνται στον τομέα της άμυνας, των μεταφορών, των τηλεπικοινωνιών, των ενεργειακών πηγών και των άλλων υπηρεσιών με δημόσιο χαρακτήρα που ελέγχονται άμεσα ή έμμεσα από το Δημόσιο, στα καταστατικά των οποίων πρέπει να θεσπιστεί, με απόφαση της έκτακτης γενικής συνελεύσεως και πριν από τη θέσπιση οποιασδήποτε πράξεως που θα επέφερε την απώλεια ελέγχου, διάταξη αναθέτουσα στον Υπουργό Οικονομικών μία ή περισσότερες από τις απαριθμούμενες στην εν λόγω παράγραφο «ειδικές εξουσίες», όπως η εξουσία ρητής συναινέσεως, η εξουσία διορισμού τουλάχιστον ενός ή περισσοτέρων διαχειριστών και ενός οικονομικού ελεγκτή, καθώς και το δικαίωμα αρνησικυρίας κατά ορισμένων αποφάσεων. Αυτό συνέβη και με τις δύο προαναφερθείσες επιχειρήσεις.

74. Η Ιταλία δεν αμφισβήτησε το φερόμενο ασυμβίβαστο και επικέντρωσε την άμυνά της στην εξαγγελία νομοθετικών τροποποιήσεων που θα ελάμβαναν υπόψη τις επικρίσεις που είχε διατυπώσει η Επιτροπή με την αιτιολογημένη γνώμη της.

75. Το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι μπορούσαν να ληφθούν υπόψη μόνον οι νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις που είχαν θεσπιστεί μέχρι την εκπνοή της προθεσμίας που έτασσε η αιτιολογημένη γνώμη και αναγνώρισε την παράβαση.

76. Η απόφαση αυτή δημιουργεί σύγχυση στον βαθμό που το Δικαστήριο φαίνεται να αποδέχεται ότι οι διάδικοι διαθέτουν ελευθερία κινήσεων όσον αφορά την προσφυγή λόγω παραβάσεως της Συνθήκης. Εντούτοις, είναι προφανές ότι η κατά το άρθρο 226 ΕΚ προσφυγή αφορά, εκτός των διαδίκων της διαφοράς, το δημόσιο κοινοτικό συμφέρον, λόγο για τον οποίο, επειδή πρόκειται για την ερμηνεία του δικαίου, η εκ μέρους του καθού παράβαση δεν οδηγεί αυτομάτως στην καταδίκη του.

77. ροτείνω, ως εκ τούτου, στο Δικαστήριο να μην αποδώσει οποιαδήποτε σημασία στο νομολογιακό αυτό προηγούμενο.

78. Κατά τα λοιπά, το Δικαστήριο δεν είχε μέχρι σήμερα την ευκαιρία να αποφανθεί επί του αληθούς σκοπού και περιεχομένου του άρθρου 295 ΕΚ. Επί πλέον, τολμώ να εκφράσω την άποψη ότι στην πραγματικότητα οι υποθέσεις, στα πλαίσια των οποίων έγινε επίκληση της διατάξεως αυτής, δεν προσφέρονταν για ορθή εφαρμογή. _Ασχετα προς την αρχή της ουδετερότητας στα πλαίσια της εμπλοκής του Δημοσίου στην οικονομική δραστηριότητα, τα εν λόγω προηγούμενα είχαν ως αντικείμενο πράξεις επί ακινήτων ή την κανονιστική ρύθμιση των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας . Η επίκληση του άρθρου 295 ΕΚ στις ανωτέρω κατηγορίες διαφορών, αν και επιτρεπτή, ενόψει της ευρείας και αόριστης διατυπώσεως της διατάξεως, πρέπει να θεωρείται ως εκφεύγουσα του επιδιωκόμενου στην πραγματικότητα σκοπού, οπότε δεν είναι περίεργο το γεγονός ότι το Δικαστήριο δεν επιδίωξε να εξαγάγει οποιοδήποτε λυσιτελές ερμηνευτικό στοιχείο από την οικεία διάταξη.

79. Κατά κανόνα, το Δικαστήριο περιορίστηκε να επιβεβαιώσει εν συντομία ότι η εφαρμογή του άρθρου 295 ΕΚ δεν σημαίνει μη εφαρμογή των θεμελιωδών κανόνων της Συνθήκης.

80. Αυτό έπραξε στα πλαίσια των προαναφερθεισών υποθέσεων Fearon και Konle. Με την πρώτη, το Δικαστήριο εξέτασε κατά πόσον ιρλανδική κανονιστική ρύθμιση περί απαλλοτριώσεων συμβιβαζόταν με τη Συνθήκη. Η Επιτροπή παρενέβη επικαλούμενη ότι τα καθεστώτα απαλλοτριώσεως καλύπτονταν από την επιφύλαξη του τότε άρθρου 222 της Συνθήκης ΕΚ. Το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο αυτό δεν επέτρεπε την προσβολή της θεμελιώδους αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων, η οποία αποτελεί το υπόβαθρο του κεφαλαίου της Συνθήκης περί του δικαιώματος εγκαταστάσεως .

81. Το δεύτερο από τα προαναφερθέντα νομολογιακά προηγούμενα μπορεί να δώσει την εντύπωση ότι έρχεται σε σύγκρουση με ορισμένες ερμηνευτικές πτυχές του άρθρου 295 ΕΚ που προτείνω. Στην υπόθεση Konle, επρόκειτο για την εκτίμηση, υπό το φως των διασφαλιζομένων με τη Συνθήκη ΕΚ ελευθεριών, του αυστριακού συστήματος που εξαρτά την κτήση οικοδομησίμων γαιών του Τυρόλου από προηγούμενη διοικητική έγκριση. Το Δικαστήριο έκρινε ότι κανονιστική ρύθμιση εμφανίζουσα τα ανωτέρω χαρακτηριστικά αντέκειτο προς την ελευθερία της κυκλοφορίας των κεφαλαίων, μολονότι θεωρητικώς το σύστημα είχε εφαρμογή αδιακρίτως επί ημεδαπών και αλλοδαπών.

Η ομοιότητα με την παρούσα υπόθεση είναι περισσότερον αληθοφανής παρά πραγματική. ρώτον, όπως ήδη επισήμανα, στα πλαίσια της οικονομίας της Συνθήκης, το άρθρο 295 ΕΚ παράγει τα αποτελέσματά του μόνο σε σχέση με ζητήματα αφορώντα τη διευθυντική δραστηριοτήτα των δημοσίων αρχών εντός των επιχειρήσεων των οποίων κατέχουν τμήμα των περιουσιακών της στοιχείων. Δεύτερον, παρά το αυστηρά ουδέτερο περιεχόμενο της επίδικης εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως, το Δικαστήριο, οδηγούμενο από άλλες σκέψεις, κατέληξε στην εκτίμηση ότι το καθεστώς προηγούμενης εγκρίσεως ήταν σύμφυτο με σαφή κίνδυνο εισαγωγής δυσμενών διακρίσεων . Η συνδρομή των αντικειμενικών αυτών περιστάσεων επί των οποίων θεμελίωσε τη συλλογιστική του το Δικαστήριο οδηγούν στη διάκριση της υπόθεσης εκείνης από τις παρούσες, όπου η Επιτροπή δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο δυνάμενο να οδηγήσει στην ίδια εκτίμηση.

82. αρόμοια συλλογιστική απαντά κατ' ουσίαν και στις υποθέσεις C-235/89, Επιτροπή κατά Ιταλίας, και C-30/90, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου (αποφάσεις της 18ης Φεβρουαρίου 1992), που προανέφερα, με αντικείμενο το συμβιβαστό με την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων ορισμένων εθνικών διατάξεων περί χορηγήσεως διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας. Κατά τα λοιπά, οι υποθέσεις εκείνες διαφέρουν από τις παρούσες όχι μόνον λόγω του ότι εν προκειμένω γίνεται αλυσιτελώς επίκληση του άρθρου 295 ΕΚ, όπως κατέδειξα ανωτέρω, αλλά και λόγω του ότι οι επίδικες κανονιστικές ρυθμίσεις, στα πλαίσια των υποθέσεων εκείνων, είχαν ως δεδηλωμένο σκοπό την εύνοια της εθνικής παραγωγής. Ως εκ τούτου, εισήγαγαν σαφώς δυσμενείς διακρίσεις.

83. Σε άλλες αποφάσεις τονίζεται κατηγορηματικά ότι το άρθρο 295 ΕΚ δεν απαλλάσσει τις επιχειρήσεις, ανεξάρτητα από το αν ανήκουν στο Δημόσιο ή σε ιδιώτες, από τους αφορώντες τον ανταγωνισμό κανόνες.

84. _Ετσι, στα πλαίσια της υποθέσεως 41/83, Ιταλία κατά Επιτροπής , η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε ότι το τότε άρθρο 222 της Συνθήκης ΕΚ επέτρεπε τη σύσταση κρατικών μονοπωλίων με αποτέλεσμα τη μη εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 86 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 82 ΕΚ). Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι επίδικες δραστηριότητες δεν καλύπτονταν από οποιοδήποτε νόμιμο μονοπώλιο και ότι ως εκ τούτου η ορθή εφαρμογή του άρθρου 86 της Συνθήκης ΕΚ δεν προσέκρουε σε κανένα εμπόδιο .

85. Στα πλαίσια της υποθέσεως C-305/89, η Ιταλία προσέφυγε κατά της Επιτροπής , επ' ευκαιρία κρατικών ενισχύσεων στον τομέα των αυτοκινήτων υπό μορφή εισφορών σε κεφάλαιο, ισχυριζόμενη ότι, χαρακτηρίζοντας τις εισφορές σε κεφάλαιο ως κρατικές ενισχύσεις λόγω του γεγονότος ότι τα κεφάλαια προέρχονταν από δημόσιες επιχορηγήσεις, η Επιτροπή παρέβη το παλαιό άρθρο 222 της Συνθήκης ΕΚ . Αντίθετα, το Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή άφησε άθικτο το καθεστώς της δημόσιας ιδιοκτησίας και αντιμετώπισε απλώς με πανομοιότυπο τρόπο τον δημόσιο ιδιοκτήτη και τον ιδιώτη, ιδιοκτήτη μιας επιχειρήσεως .

86. Τέλος, στα πλαίσια της υποθέσεως C-163/99, ορτογαλία κατά Επιτροπής , η ορτογαλική Δημοκρατία προσέβαλε απόφαση περί παύσεως της συνιστάμενης στον καθορισμό αεροπορικών τελών εκ μέρους εταιρίας επιφορτισμένης με τη διαχείριση αεροδρομίων πρακτικής, το δε Δικαστήριο έκρινε ότι η εφαρμογή του άρθρου 86 της Συνθήκης ΕΚ επί της διαφοράς ουδόλως παραβίαζε την αρχή της ουδετερότητας έναντι του καθεστώτος ιδιοκτησίας στα κράτη μέλη .

87. Ιδιάζουσα είναι η απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 1997 επί της υποθέσεως Annibaldi , στα πλαίσια της οποίας τα υποβληθέντα στο Δικαστήριο ερωτήματα αφορούσαν τις συνέπειες, υπό την έποψη του κοινοτικού δικαίου, των περιορισμών στην άσκηση των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας που συνεπαγόταν η δημιουργία ενός φυσικού και αρχαιολογικού πάρκου. Το Δικαστήριο έκρινε ότι το ερώτημα αφορούσε αμιγώς εσωτερική κατάσταση. άντως, επικουρικώς, έκρινε ότι, «δεδομένου ότι, αφενός, δεν υπάρχει συγκεκριμένη κοινοτική κανονιστική ρύθμιση στον τομέα της απαλλοτριώσεως και, αφετέρου, τα μέτρα που αφορούν την κοινή οργάνωση των γεωργικών αγορών δεν έχουν ως αποτέλεσμα τον επηρεασμό των καθεστώτων γεωργικής ιδιοκτησίας, από το γράμμα του άρθρου 222 της Συνθήκης προκύπτει ότι ο περιφερειακός νόμος αφορά τομέα που εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών» .

88. Από την ανωτέρω επισκόπηση της νομολογίας με ενδιαφέρει υπεράνω όλων να τονίσω την έλλειψη ρητής αποφάνσεως του Δικαστηρίου ως προς το περιεχόμενο του άρθρου 295 ΕΚ, στα πλαίσια του πεδίου εφαρμογής του, ήτοι επί της ικανότητας των δημοσίων αρχών να επιβάλλουν επιλογές οικονομικής πολιτικής ποιούμενες χρήση των εξουσιών παρεμβάσεως στις επιχειρήσεις.

89. Αντίθετα, δύο διακεκριμένοι γενικοί εισαγγελείς ενέκυψαν στην έννοια της ουδετερότητας των Συνθηκών σε σχέση με την εκ μέρους του Δημοσίου άσκηση οικονομικού παρεμβατισμού.

Με τις προτάσεις του επί των υποθέσεων Γαλλία, Ιταλία και Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής , ο γενικός εισαγγελέας Reischl, αναλύοντας την έκταση εφαρμογής του άρθρου 90, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 86, παράγραφος 3, ΕΚ), θεώρησε ότι το παλαιό άρθρο 222 της Συνθήκης περιόριζε τις εξουσίες που αναθέτει η ως άνω διάταξη στην Επιτροπή να παρεμβαίνει στην εσωτερική διάρθρωση των δημοσίων επιχειρήσεων δεδομένου ότι «τα περιθώρια δράσεως του Δημοσίου σχετικά με την οικονομική δραστηριότητά του δεν είναι δυνατόν να περιορίζονται πέραν του μέτρου που προβλέπει η Συνθήκη» .

Στα πλαίσια παρεμφερούς συγκυρίας, ο γενικός εισαγγελέας Tesauro ακολούθησε την ίδια ερμηνευτική γραμμή αναπτύσσοντας τις προτάσεις του στην υπόθεση C-202/88, Γαλλία κατά Επιτροπής . Ο γενικός εισαγγελέας αναγνώρισε ότι η άμεση και διαφανής σχέση μεταξύ του άρθρου 90 και του άρθρου 222 της Συνθήκης «καταλήγει σαφώς στην ύπαρξη τουλάχιστον ενός ισχυρού τεκμηρίου νομιμότητας υπέρ της δημόσιας επιχειρήσεως ή της κατόχου αποκλειστικών δικαιωμάτων επιχειρήσεως ως τοιαύτης» .

90. Επ' ευκαιρία των ανωτέρω αποφάσεων και προτάσεων επιθυμώ να υπογραμμίσω ότι θεωρητικώς δεν αντίκεινται προς τη Συνθήκη οι αφορώσες τη διάρθρωση των κατόχων αποκλειστικών δικαιωμάτων των επιχειρήσεων διατάξεις, όπως αυτές που διαρυθμίζουν κρατικά μονοπώλια εμπορικού χαρακτήρα δυνάμει του άρθρου 31, παράγραφος 1, ΕΚ, ήτοι οι διάφορες μορφές οργανώσεως των υπαγομένων σε κάποια μορφή δημόσιου ελέγχου επιχειρήσεις. Το σύννομό τους προς τις θεμελιώδεις αρχές της κοινοτικής έννομης τάξεως πρέπει να εκτιμάται με βάση συγκεκριμένα στοιχεία, μέσω της ανά περίπτωση επαληθεύσεως της φύσεως και του τρόπου λειτουργίας, του σκοπού και των επιπτώσεων από τη θέσπιση ή διατήρηση της συγκεκριμένης έννομης καταστάσεως .

91. Ανακεφαλαιώνοντας, εκτιμώ ότι οι κανονιστικές ρυθμίσεις που απονέμουν στις δημόσιες αρχές τις ειδικές εξουσίες κατά των οποίων στρέφονται οι παρούσες προσφυγές λόγω παραβάσεως συνιστούν κανόνες που διέπουν την παρέμβαση του Δημοσίου στις δραστηριότητες ορισμένων επιχειρήσεων με σκοπό την επιβολή στόχων οικονομικής πολιτικής, ισοδυναμούν δε με μορφές ελέγχου των επιχειρήσεων, η οργάνωση των οποίων ανήκει στα κράτη μέλη δυνάμει του άρθρου 295 ΕΚ. Η ύπαρξη των κανόνων αυτών δεν αντίκειται αφ' εαυτής προς τις θεμελιώδεις ελευθερίες της Συνθήκης, μολονότι αυτό μπορεί να συμβεί κατά τη συγκεκριμένη εφαρμογή τους.

92. Κατόπιν αυτού, προτείνω στο Δικαστήριο, όσον αφορά το τμήμα της αφορώσας την κατά της ορτογαλικής Δημοκρατίας προσφυγή που άπτεται των αδιακρίτως εφαρμοζομένων περιορισμών και όσον αφορά το σύνολο των άλλων δύο, να απορρίψει τις προσφυγές της Επιτροπής.

Δικαστικά έξοδα

93. Επί της υποθέσεως C-367/98, σε περίπτωση μερικής απορρίψεως της προσφυγής, όπως προτείνω, κάθε μέρος να φέρει τα δικαστικά έξοδά του, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 69, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας.

94. Επί των υποθέσεων C-483/99 και C-503/99, η προσφεύγουσα πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα δυνάμει του άρθρου 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας.

95. Τα περεμβαίνοντα φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας.

ρόταση

96. Ενόψει των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο:

επί της υποθέσεως C-367/98

- να αναγνωριστεί ότι, θεσπίζοντας και διατηρώντας σε ισχύ τις διατάξεις του άρθρου 13, παράγραφος 3, του νόμου 11/90, της 5ης Απριλίου 1990, νόμου-πλαισίου περί των ιδιωτικοποιήσων, καθώς και τις διατάξεις των νομοθετικών διαταγμάτων εφαρμογής του, η ορτογαλική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 43 ΕΚ και 56 ΕΚ·

- να απορριφθεί η προσφυγή κατά τα λοιπά·

- κάθε διάδικος να φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

επί των υποθέσεων C-483/99 και C-503/99

- να απορριφθούν οι προσφυγές·

- να καταδικαστεί η Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Top