Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61998CC0356

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα La Pergola της 30ής Σεπτεμβρίου 1999.
    Arben Kaba κατά Secretary of State for the Home Department.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Immigration Adjudicator - Ηνωμένο Βασίλειο.
    Κανονισμός (ΕΟΚ) 1612/68 - Ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων - Κοινωνικό πλεονέκτημα - Δικαίωμα του συζύγου διακινούμενου εργαζόμενου να λάßει άδεια διαμονής αόριστης διάρκειας στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής.
    Υπόθεση C-356/98.

    Συλλογή της Νομολογίας 2000 I-02623

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1999:470

    61998C0356

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα La Pergola της 30ης Σεπτεμβρίου 1999. - Arben Kaba κατά Secretary of State for the Home Department. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Immigration Adjudicator - Ηνωμένο Βασίλειο. - Κανονισμός (ΕΟΚ) 1612/68 - Ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων - Κοινωνικό πλεονέκτημα - Δικαίωμα του συζύγου διακινούμενου εργαζόμενου να λάßει άδεια διαμονής αόριστης διάρκειας στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής. - Υπόθεση C-356/98.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2000 σελίδα I-02623


    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


    1 Τα προδικαστικά ερωτήματα επί των οποίων ζητείται να αποφανθεί εν προκειμένω το Δικαστήριο υποβλήθηκαν από τον Immigration Adjudicator του Ηνωμένου Βασιλείου στο πλαίσιο προσφυγής που άσκησε ο Kaba κατά της αποφάσεως του Secretary of State for the Home Department (Υπουργού Εσωτερικών, στο εξής: Secretary of State ή SSHD) με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του για τη χορήγηση άδειας παραμονής αόριστης διάρκειας στο έδαφος του Ηνωμένου Βασιλείου.

    I - Οι σχετικές κοινοτικές διατάξεις

    2 Το άρθρο 7 του κανονισμού (EOK) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας (1) (στο εξής: κανονισμός), προβλέπει τα εξής:

    «1. Ο εργαζόμενος υπήκοος ενός κράτους μέλους δεν δύναται, στην επικράτεια των άλλων κρατών μελών, να έχει, λόγω της ιθαγενείας του, διαφορετική μεταχείριση από τους ημεδαπούς εργαζομένους, ως προς τους όρους απασχολήσεως και εργασίας, ιδίως όσον αφορά την αμοιβή, την απόλυση, την επαγγελματική επανένταξη ή την επαναπασχόληση αν έχει καταστεί άνεργος.

    2. Απολαύει των ιδίων κοινωνικών και φορολογικών πλεονεκτημάτων με τους ημεδαπούς εργαζομένους.»

    Το άρθρο 10, παράγραφος 1 του κανονισμού ορίζει ότι «Ανεξαρτήτως της ιθαγενείας των, έχουν δικαίωμα εγκαταστάσεως μετά του εργαζομένου υπηκόου ενός κράτους μέλους που απασχολείται στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους τα εξής πρόσωπα:

    α) έκαστος των συζύγων (...)».

    Δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 68/360/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί καταργήσεως των περιορισμών στη διακίνηση και στη διαμονή των εργαζομένων των κρατών μελών και των οικογενειών τους στο εσωτερικό της Κοινότητας (2) (στο εξής: οδηγία), οι κοινοτικοί υπήκοοι και τα μέλη της οικογενείας τους απολαύουν δικαίωμα εισόδου στο έδαφος των άλλων κρατών μελών «με απλή επίδειξη δελτίου ταυτότητος ή διαβατηρίου εν ισχύι». Το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας προβλέπει ότι μπορεί να επιβληθεί θεώρηση εισόδου στα μέλη της οικογενείας διακινουμένου κοινοτικού υπηκόου τα οποία δεν έχουν την ιθαγένεια κράτους μέλους, με την επιφύλαξη ότι τα κράτη μέλη παρέχουν στα πρόσωπα αυτά «κάθε διευκόλυνση για τη λήψη των αναγκαίων θεωρήσεων».

    Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας, οι διακινούμενοι εργαζόμενοι και τα μέλη της οικογενείας τους έχουν δικαίωμα διαμονής στο έδαφος άλλων κρατών μελών από αυτό της καταγωγής, υπό την προϋπόθεση ότι είναι σε θέση να επιδεικνύουν άδεια διαμονής (3). Δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο ββ, της οδηγίας, η άδεια διαμονής «πρέπει να έχει διάρκεια ισχύος τουλάχιστον πέντε ετών από της ημερομηνίας εκδόσεως και να είναι αυτομάτως ανανεώσιμη».

    Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 4, της οδηγίας «σε μέλος της οικογενείας που δεν έχει την ιθαγένεια κράτους μέλους χορηγείται έγγραφο διαμονής της ιδίας ισχύος με αυτό που χορηγείται στον εργαζόμενο από τον οποίον εξαρτάται».

    II - Το εθνικό νομικό πλαίσιο

    A - Η σχετική ρύθμιση

    3 Η είσοδος και η διαμονή στο έδαφος του Ηνωμένου Βασιλείου διέπονται, μεταξύ άλλων, από τον Immigration Act του 1971 (4) (νόμο περί αλλοδαπών, στο εξής: Immigration Act), τον Immigration (European Economic Area) Order του 1994 (5) (διάταγμα περί μεταναστών προερχομένων από τον Ευρωπαϋκό Οικονομικό Ξώρο, στο εξής: EEA Order), που δεν αφορά τους Βρετανούς υπηκόους ή τα μέλη της οικογενείας τους και με το οποίο το Ηνωμένο Βασίλειο μετέφερε, μεταξύ άλλων, την οδηγία στο εσωτερικό δίκαιο, και από τις Immigration Rules του 1994 (6) (στο εξής: Immigration Rules), χάρη στις οποίες ο Secretary of State έδωσε - δυνάμει των εξουσιών που του παρέχει το άρθρο 3, παράγραφος 2, του Immigration Act - οδηγίες που αφορούν την εφαρμογή από τη διοίκηση των νόμων περί αλλοδαπών που αφορούν την είσοδο και τη διαμονή στο έδαφος του Ηνωμένου Βασιλείου (7).

    B - Άδεια διαμονής (leave to remain)

    4 Δυνάμει του Immigration Act, οι υπήκοοι του Ηνωμένου Βασιλείου έχουν το δικαίωμα να κατοικούν σ' αυτό, να εισέρχονται, να αναχωρούν και να επανέρχονται χωρίς άδεια ούτε εμπόδια: απολαύουν του right of abode (8). Σε αντίθεση προς τους κοινοτικούς υπηκόους (βλ. κατωτέρω το σημείο 11), οι υπήκοοι των τρίτων χωρών που δεν έχουν αυτό το δικαίωμα δεν μπορούν να κατοικούν, να εργάζονται και να εγκαθίστανται στο Ηνωμένο Βασίλειο παρά μόνο αφού λάβουν προηγουμένως άδεια (9). Το πρόσωπο που δεν είναι Βρετανός υπήκοος μπορεί να λάβει άδεια εισόδου, αν βρίσκεται ήδη στο έδαφος του Ηνωμένου Βασιλείου, άδεια διαμονής ορισμένης ή αόριστης διάρκειας (10).

    5 Η εν λόγω άδεια μπορεί να εξαρτάται από όρους μόνον αν - είτε πρόκειται για άδεια εισόδου είτε για άδεια διαμονής - χορηγείται για ορισμένη διάρκεια (στους όρους αυτούς περιλαμβάνονται, π.χ., οι περιορισμοί ως προς τις εργασίες που ο κάτοχος της αδείας μπορεί να ασκήσει στο Ηνωμένο Βασίλειο ή η υποχρέωση του ενδιαφερομένου να καλύπτει τις ανάγκες του ή να διαθέτει κατοικία χωρίς να χρειάζεται να ζητήσει τη συνδρομή του Δημοσίου) (11). Η άδεια μπορεί να ανακληθεί αν ο ενδιαφερόμενος δεν τηρεί τους όρους που θέτει η άδεια ή όταν δεν πληρούνται πλέον τα κριτήρια χορηγήσεώς της (12).

    1) Ειδικότερα, άδεια διαμονής αόριστης διάρκειας (indefinite leave to remain)

    6 H Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, που παρενέβη στην παρούσα διαδικασία, μας εκθέτει ότι ο κάτοχος άδειας διαμονής αόριστης διάρκειας δεν υπόκειται σε καμία προϋπόθεση, περιορισμό ή δέσμευση και ότι η άδεια αυτή δεν μπορεί να ανακληθεί. Πάντως, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, και υπό την προϋπόθεση ότι δεν πρόκειται για Βρετανό υπήκοο, ο ενδιαφερόμενος μπορεί να απελαθεί από το Ηνωμένο Βασίλειο (13). Κανονικά, άδεια διαμονής αόριστης διάρκειας χορηγείται - όταν συντρέχουν και άλλοι όροι - μετά από χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών συνεχούς παραμονής στο έδαφος του Ηνωμένου Βασιλείου. Για τους σκοπούς της παρούσας αναλύσεως, η περίπτωση που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, μεταξύ των διαφόρων περιπτώσεων στις οποίες ο αλλοδαπός μπορεί να λάβει άδεια διαμονής αόριστης διάρκειας, είναι η περίπτωση του προσώπου στο οποίο επιτρέπεται να βρίσκεται στο έδαφος του Ηνωμένου Βασιλείου ως κάτοχος άδειας εργασίας, υπό τον όρο ιδίως ότι επί τέσσερα έτη ασκούσε συνεχώς στο Ηνωμένο Βασίλειο το επάγγελμα για το οποίο του χορηγήθηκε η άδεια (14). Πάντως, σε ορισμένες περιπτώσεις, η άδεια μπορεί να χορηγείται γρηγορότερα, ήτοι εντός δώδεκα μόνο μηνών αντί της συνήθους προθεσμίας των τεσσάρων ετών. Αυτή είναι ιδίως η περίπτωση, και καθόσον μας ενδιαφέρει, του αιτούντος ο οποίος είναι ο σύζυγος προσώπου «που βρίσκεται και είναι εγκατεστημένος» («present and settled») στο Ηνωμένο Βασίλειο.

    7 Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 33, παράγραφος 2 A, του Immigration Act, θεωρείται «εγκατεστημένο» στο Ηνωμένο Βασίλειο το πρόσωπο το οποίο «έχει εκεί τη συνήθη κατοικία του χωρίς να υπόκειται, βάσει της νομοθεσίας περί ελέγχου αλλοδαπών, σε κανένα περιορισμό όσον αφορά την περίοδο κατά την οποία μπορεί να παραμείνει στη χώρα» (15). Στα «εγκατεστημένα» στο Ηνωμένο Βασίλειο πρόσωπα περιλαμβάνονται όχι μόνον οι Βρετανοί υπήκοοι που «κανονικά κατοικούν» (16) σ' αυτό, αλλά και οι κάτοχοι άδειας διαμονής αόριστης διάρκειας. Κατά τη σχετική εθνική νομολογία στην οποία αναφέρεται το αιτούν δικαστήριο, ο κοινοτικός διακινούμενος εργαζόμενος που αποκτά κατοικία στο Ηνωμένο Βασίλειο δεν θεωρείται, αυτοδικαίως, «εγκατεστημένος» κατά την έννοια του άρθρου 33, παράγραφος 2 A, του Immigration Act (17).

    2) Ειδικότερα, η άδεια διαμονής αόριστης διάρκειας για τον σύζυγο προσώπου που βρίσκεται και είναι εγκατεστημένος στο Ηνωμένο Βασίλειο (άρθρο 287 των Immigration Rules)

    8 Το άρθρο 287 των Immigration Rules που φέρει την επικεφαλίδα «Προϋποθέσεις για [τη χορήγηση] άδειας διαμονής αόριστης διάρκειας στον σύζυγο προσώπου που βρίσκεται και είναι εγκατεστημένος στο Ηνωμένο Βασίλειο» -, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των επίδικων περιστατικών της κύριας δίκης, όριζε ότι:

    «Οι προϋποθέσεις χορηγήσεως αδείας διαμονής αόριστης διάρκειας στον σύζυγο προσώπου που βρίσκεται και είναι εγκατεστημένο στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι:

    i) ότι έλαβε την άδεια εισόδου στο Ηνωμένο Βασίλειο (...) και έχει συμπληρώσει 12 μήνες [παραμονής] ως σύζυγος προσώπου που βρίσκεται και είναι εγκατεστημένο στη χώρα, και

    ii) ότι εξακολουθεί να είναι σύζυγος του προσώπου, για τη συνάντηση με το οποίο έλαβε την άδεια εισόδου (...), και ότι ο γάμος εξακολουθεί να υφίσταται, και

    iii) έκαστος των συζύγων προτίθεται να ζήσει μονίμως με τον έτερο ως σύζυγος.»

    9 Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου υπογράμμισε ότι η έκφραση «έλαβε την άδεια εισόδου στο Ηνωμένο Βασίλειο», που χρησιμοποιείται στο άρθρο 287 έχει αποκλειστικώς την έννοια, στο πλαίσιο των Immigration Rules, ότι «έλαβε την άδεια εισόδου στο Ηνωμένο Βασίλειο κατόπιν αδείας εισελεύσεως στο Ηνωμένο Βασίλειο», όπως προβλέπεται από το άρθρο 281 των Immigration Rules, που φέρει την επικεφαλίδα «Προϋποθέσεις για την άδεια εισελεύσεως στο Ηνωμένο Βασίλειο προς τον σκοπό εγκαταστάσεως σ' αυτό ως συζύγου προσώπου που βρίσκεται και είναι εγκαταστημένο στο Ηνωμένο Βασίλειο (...)» (18). Η άδεια εισελεύσεως στο Ηνωμένο Βασίλειο προκειμένου να εγκατασταθεί σ' αυτό χορηγείται στην περίπτωση ευνοϋκού αποτελέσματος της έρευνας της διοικήσεως προκειμένου να επαληθευθεί ότι ο αιτών ανταποκρίνεται στις προϋποθέσεις που προβλέπει το άρθρο 281 των Immigration Rules. Οι προϋποθέσεις αυτές διαφέρουν εν μέρει από αυτές - που επιβάλλονται, σύμφωνα με το άρθρο 3 της οδηγίας, από το EEA Order - για την είσοδο στο Ηνωμένο Βασίλειο διακινουμένων εργαζομένων που είναι υπήκοοι κράτους μέλους του Ευρωπαϋκού Οικονομικού Ξώρου (στο εξής: ΕΟΞ), και των μελών της οικογενείας τους, έστω και αν είναι υπήκοοι τρίτης χώρας (19):

    «i) ο αιτών [την άδεια εισελεύσεως στο Ηνωμένο Βασίλειο προκειμένου να εγκατασταθεί σ' αυτό] είναι ο σύζυγος προσώπου που βρίσκεται και είναι εγκατεστημένο στο Ηνωμένο Βασίλειο (...)·

    ii) ο γάμος δεν συνήφθη με κύριο σκοπό την άδεια εισόδου στο Ηνωμένο Βασίλειο·

    iii) οι σύζυγοι γνωρίζονται·

    iv) καθένα από τα μέρη έχει την πρόθεση να ζήσει μονίμως με το άλλο ως σύζυγος (...)·

    v) τα μέρη και κάθε πρόσωπο συντηρούμενο από αυτά διαθέτουν κατάλληλη κατοικία χωρίς να ζητούν την ενίσχυση του Δημοσίου, κατοικία της οποίας είναι κύριοι ή έχουν την αποκλειστική διάθεση·

    vi) τα μέρη είναι σε θέση να καλύπτουν με ικανοποιητικό τρόπο τις ανάγκες τους καθώς και κάθε προσώπου το οποίο συντηρούν και χωρίς να χρειάζονται την ενίσχυση του Δημοσίου (...)».

    10 Εφόσον δεν υπόκειται σε κανένα όρο ή περιορισμό, η άδεια διαμονής αόριστης διάρκειας, που χορηγείται στον σύζυγο προσώπου «που βρίσκεται και είναι εγκατεστημένο» στο Ηνωμένο Βασίλειο δεν χάνει την ισχύ της σε περίπτωση λύσεως του γάμου ή στην περίπτωση κατά την οποία το πρόσωπο «που βρίσκεται και είναι εγκατεστημένο» παύει στη συνέχεια να ασκεί επαγγελματική δραστηριότητα στο Ηνωμένο Βασίλειο. Από την άποψη αυτή, μπορεί να λεχθεί ότι η κατάσταση του προσώπου «που βρίσκεται και είναι εγκατεστημένο» στο Ηνωμένο Βασίλειο εξομοιώνεται προς αυτήν του Βρετανού υπηκόου που ζει σ' αυτή τη χώρα, πλην της περιπτώσεως απελάσεως, πράγμα για το οποίο εντούτοις δεν πρόκειται στην παρούσα υπόθεση. Η χορήγηση άδειας διαμονής αόριστης διάρκειας μπορεί εξάλλου να αποτελέσει το προοίμιο της πολιτογραφήσεως ως Βρετανού υπηκόου (20).

    Γ - Δικαίωμα διαμονής (right of residence)

    11 Όπως ακριβώς και οι Βρετανοί υπήκοοι, ο υπήκοος κράτους μέλους του ΕΟΞ (στο εξής: υπόκοος ΕΟΞ) απολαύει δικαιώματος εισόδου και διαμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο χωρίς να χρειάζεται να λάβει άδεια (21). Πάντως, ο υπήκοος ΕΟΞ μπορεί να παραμείνει στο έδαφος του Ηνωμένου Βασιλείου, χωρίς να έχει λάβει άδεια διαμονής κατά την έννοια του Immigration Act, μόνο καθόσον χρόνο αποτελεί «δικαιούμενο πρόσωπο» (22). Επομένως, για να αναφέρω ένα παράδειγμα που έχει σημασία για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας, την ιδιότητα αυτή έχει επίσης και ο υπήκοος ΕΟΞ ο οποίος ασκεί επαγγελματική (μισθωτή ή ανεξάρτητη) δραστηριότητα στο Ηνωμένο Βασίλειο (23). Όσον αφορά τα μέλη της οικογένειας υπηκόου ΕΟΞ, έχουν το δικαίωμα διαμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο, χωρίς να υποχρεούνται να ζητούν οποιαδήποτε άδεια, καθόσον χρόνο εξακολουθούν να είναι «μέλη της οικογενείας δικαιουμένου προσώπου» (24). Ο υπήκοος τρίτης χώρας, που είναι παντρεμένος με υπήκοο ΕΟΞ, χάνει επομένως το δικαίωμα διαμονής αν ο σύζυγος παύσει να είναι «δικαιούμενο πρόσωπο», όπως αυτό συμβαίνει - στο πλαίσιο του προαναφερθέντος παραδείγματος από τη στιγμή κατά την οποία ο σύζυγος δεν ασκεί πλέον επαγγελματική δραστηριότητα στο Ηνωμένο Βασίλειο ή σε περίπτωση διαζυγίου (25). Υπήκοος ΕΟΞ που διαμένει στο Ηνωμένο Βασίλειο ή μέλος της οικογενείας του, που δεν είναι πλέον «δικαιούμενο πρόσωπο» οφείλει να ζητήσει άδεια εισόδου ή διαμονή (26) και μπορεί να απελαθεί από το Ηνωμένο Βασίλειο (27).

    12 Άδεια (ή δελτίο) διαμονής χορηγείται στο «δικαιούμενο πρόσωπο» και στα μέλη της οικογενείας του κατόπιν προσκομίσεως των εγγράφων που αναφέρονται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, της οδηγίας (βλ. ανωτέρω την υποσημείωση 3). Ειδικότερα, ο υπήκοος της χώρας που είναι σύζυγος υπηκόου ΕΟΞ ο οποίος απολαύει της ιδιότητας του «δικαιουμένου προσώπου» οφείλει να αποδείξει ότι ανήκει στην οικογένεια αυτού του προσώπου (28).

    Δ - Άδεια διαμονής αόριστης διάρκειας ((permission to remain indefinitely) για τους υπηκόοους κράτους μέλους του ΕΟΞ και τα μέλη της οικογενείας του (άρθρο 255 των Immigration Rules)

    13 Δεδομένου ότι οι κοινοτικοί υπήκοοι και τα μέλη της οικογενείας τους δεν υποχρεούνται να λαμβάνουν άδεια διαμονής (29), δεν προβλέπεται ως προς αυτούς η χορήγηση άδειας διαμονής αόριστης διάρκειας. Εξάλλου, οι βρετανικοί νόμοι περί αλλοδαπών προβλέπουν ότι, κατόπιν ορισμένου χρονικού διαστήματος παρουσίας στο έδαφος του Ηνωμένου Βασιλείου, ακόμη και ένας υπήκοος ΕΟΞ και τα μέλη της οικογενείας του μπορούν να αποκτήσουν την ιδιότητα του προσώπου που είναι «εγκατεστημένο» κατά την έννοια του άρθρου 33, παράγραφος 2 A, του Immigration Act. Μπορούν να λάβουν άδεια, τα αποτελέσματα της οποίας ισοδυναμούν προς αυτά της άδειας διαμονής αόριστης διάρκειας. Πράγματι, η βρετανική ρύθμιση περί αλλοδαπών περιέχει μια ρητή διάταξη που έχει ως σκοπό τον καθορισμό των προϋποθέσεων υπό τις οποίες ένα πρόσωπο που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής ratione personae του EEA Order μπορεί να αποκτήσει «εγκατάσταση» στο Ηνωμένο Βασίλειο, με συνέπεια ότι απολαύει δικαιώματος διαμονής που υπερβαίνει αυτό που προβλέπεται από το EEA Order (και από την οδηγία).

    Στο κείμενο που ήταν σε ισχύ κατά τον χρόνο των υπό κρίση περιστατικών της κύριας δίκης, το άρθρο 255 των Immigration Rules - που αποτελούσε μέρος του κεφαλαίου που επιγραφόταν «Εγκατάσταση» (Settlement) - όριζε ότι «ο υπήκοος ΕΟΞ (πλην των σπουδαστών) και το μέλος της οικογένειάς του, που έλαβε άδεια ή άλλο τίτλο διαμονής πενταετούς ισχύος και διέμεινε στο Ηνωμένο Βασίλειο σύμφωνα με τις διατάξεις του διατάγματος ΕΟΞ 1994 επί τετραετία και συνεχίζει να διαμένει, μπορεί να ζητήσουν τη μετατροπή της άδειας ή άλλου τίτλου διαμονής τους (αναλόγως της περιπτώσεως) σε άδεια διαμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο αόριστης διάρκειας».

    14 Κατά την εθνική νομοθεσία που μνημονεύει το αιτούν δικαστήριο, τα αποτελέσματα που, κατά τη βρετανική έννομη τάξη, συνδέονται με την «permission to remain indefinitely» (άρθρο 255 των Immigration Rules) και την «indefinite leave to remain» (άρθρο 287 των Immigration Rules), είναι ισοδύναμα. Και στις δύο περιπτώσεις, το δικαίωμα διαμονής που αναγνωρίζεται κατ' αυτόν τον τρόπο δεν υπόκειται σε καμία προϋπόθεση, υποχρέωση ή περιορισμό. Ουσιαστικά, ο ενδιαφερόμενος αποκτά σ' όλες τις περιπτώσεις την ιδιότητα του προσώπου που είναι «εγκατεστημένο» στο Ηνωμένο Βασίλειο (30) και, κατά συνέπεια, απολαύει δικαιώματος, διαμονής που είναι συγγενές (έστω και όχι πανομοιότυπο) προς το «right of abode» των Βρετανών υπηκόων (εκτός από το ότι, πράγματι, οι Βρετανοί υπήκοοι δεν μπορούν να απελαθούν από τη χώρα· βλ. σημείο 6 και, ειδικότερα, την υποσημείωση 14 ανωτέρω). Στη διατύπωση του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος, το ίδιο το αιτούν δικαστήριο χρησιμοποιεί την έκφραση «indefinite leave to remain» αναφερόμενο χωρίς διάκριση τόσο στις διατάξεις του άρθρου 255 όσο και στο άρθρο 287 των Immigration Rules.

    III - Τα περιστατικά και η διαφορά της κύριας δίκης

    15 Ο A. Kaba, πολίτης Κοσσυφοπεδίου αλβανικής καταγωγής, έφθασε στο Ηνωμένο Βασίλειο στις 5 Αυγούστου 1991 και ζήτησε άδεια εισελεύσεως (leave to enter) για διαμονή επί ένα μήνα. Δεν έλαβε την άδεια αυτή. Εντούτοις, του επιτράπηκε να εισέλθει προσωρινώς στο Ηνωμένο Βασίλειο υπό την προϋπόθεση ότι θα εγκατέλειπε τη χώρα την επομένη. Στις 25 Φεβρουαρίου 1992, ο A. Kaba, ο οποίος παρέμεινε στο μεταξύ στο Ηνωμένο Βασίλειο, υπέβαλε αίτηση χορηγήσεως ασύλου. Στις 4 Μαου 1994, ο προσφεύγων νυμφεύθηκε τη Virginie Michonneau, Γαλλίδα υπήκοο, την οποία γνώρισε το καλοκαίρι του 1993, όταν αυτή εργαζόταν στο Ηνωμένο Βασίλειο ως βοηθός οικογενείας. Στις 7 Νοεμβρίου 1994, η V. Michonneau - η οποία είχε εγκαταλείψει προσωρινά το Ηνωμένο Βασίλειο και, κατά την επιστροφή της, βρήκε εργασία στη χώρα αυτή - έλαβε άδεια διαμονής μέχρι τις 2 Νοεμβρίου 1999. Σε απάντηση στην αίτηση που υπέβαλε συναφώς, ο A. Kaba έλαβε επίσης, στις 28 Νοεμβρίου 1994, άδεια διαμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο μέχρι τις 2 Νοεμβρίου 1999. Η χορήγηση στον A. Kaba της άδειας διαμονής αιτιολογήθηκε από την αρμόδια για τους αλλοδαπούς βρετανική αρχή (εν προκειμένω το Home Office Immigration and Nationality Directorate, στο εξής: IND) ως εξής:

    «Επί του παρόντος, το αίτημά [σας] περί διαμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο αναφέρεται απλώς στο ότι είστε σύζυγος υπηκόου της Ευρωπαϋκής Κοινότητας ο οποίος κατοικεί ενταύθα, η δε υπηρεσία μας θα πρέπει να ενημερωθεί στην περίπτωση κατά την οποία η σύζυγός σας αποφασίσει να εγκαταλείψει το Ηνωμένο Βασίλειο ή να παύσει να ασκεί ενταύθα τα παρεχόμενα από τη Συνθήκη δικαιώματα. Αν αποφασίσετε να διαμείνετε χωρίς τη σύζυγό σας, θα πρέπει τότε να συγκεντρώνετε τις προϋποθέσεις για να παραμείνετε στο Ηνωμένο Βασίλειο βάσει ιδίου δικαιώματος δυνάμει των ισχυουσών διατάξεων περί αλλοδαπών» (31). Ο ενδιαφερόμενος, αφού έλαβε την άδεια διαμονής, απέσυρε την αίτηση χορηγήσεως ασύλου.

    16 Στις 23 Ιανουαρίου 1996, ο A. Kaba υπέβαλε αίτηση διαμονής αόριστης διάρκειας (indefinite leave to remain). Θεωρώντας ότι η άδεια αυτή συνιστά «κοινωνικό πλεονέκτημα» κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού, ότι η διάταξη αυτή απαγορεύει οποιαδήποτε διάκριση μεταξύ υπηκόων του κράτους μέλους υποδοχής και κοινοτικών υπηκόων, ότι το άρθρο 287 των Immigration Rules προβλέπει δοκιμαστική περίοδο δώδεκα μηνών μόνο προκειμένου ο σύζυγος Βρετανού υπηκόου ή προσώπου «που βρίσκεται και είναι εγκατεστημένο» στο Ηνωμένο Βασίλειο να μπορεί να λάβει άδεια διαμονής αόριστης διάρκειας, ο A. Kaba, ως σύζυγος κοινοτικού υπηκόου, ζήτησε να τύχει μεταχειρίσεως αντίστοιχης προς αυτήν που επιφυλάσσεται στους συζύγους Βρετατών υπηκόων. Υπενθυμίζοντας ότι η V. Michonneau είχε λάβει άδεια διαμονής από τον Νοέμβριο του 1994, ο A. Kaba θεωρούσε ότι πληρούσε την προϋπόθεση κατοικίας που προβλέπεται στο άρθρο 287 των Immigration Rules, διότι η σύζυγός του ήταν, όπως ισχυρίστηκε, «πρόσωπο που βρίσκεται και αντιστοιχεί προς εγκατεστημένο στο Ηνωμένο Βασίλειο» πλέον των δώδεκα μηνών. Η απαιτούμενη προϋπόθεση για την «εγκατάσταση» - δηλαδή η συμπλήρωση χρονικού διαστήματος τεσσάρων ετών διαμονής στο έδαφος του Ηνωμένου Βασιλείου - συνιστά, κατά τη γνώμη του, συνεπαγόμενο δυσμενή διάκριση εμπόδιο στην απόλαυση του εν λόγω κοινωνικού πλεονεκτήματος και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να έχει εφαρμογή σε κοινοτικό υπήκοο που διαμένει στο Ηνωμένο Βασίλειο ασκώντας εντός αυτού το δικαίωμα που παρέχει το άρθρο 48 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 39 ΕΚ) ούτε, κατά συνέπεια, στον σύζυγό του.

    17 Με έγγραφα της 9ης Σεπτεμβρίου και της 3ης Οκτωβρίου 1996, το IND απέρριψε αυτή την αίτηση, διότι η σύζυγος του αιτούντος δεν πληρούσε την προϋπόθεση περί συμπληρώσεως ελάχιστου χρονικού διαστήματος διαμονής (ίσου προς τέσσερα έτη) στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπως προβλέπεται στο άρθρο 255 των Immigration Rules. Το IND απέρριψε την αίτηση που υπέβαλε ο Kaba, αιτιολογώντας την απόρριψη αυτή ως εξής:

    «[υποβάλατε] αίτηση χορηγήσεως αδείας διαμονής αόριστης διάρκειας στο Ηνωμένο Βασίλειο (...) ως κάτοχος αδείας πενταετούς παραμονής, που έχει διαμείνει στο Ηνωμένο Βασίλειο επί τέσσερα έτη σύμφωνα με τις διατάξεις του EEA Order 1994 και εξακολουθεί να διαμένει, δεδομένου όμως ότι η σύζυγός σας, υπήκοος ΕΟΞ, ήταν δικαιούμενο πρόσωπο στο Ηνωμένο Βασίλειο (δηλαδή ως εργαζομένη) μόνο επί ένα έτος και δέκα μήνες, ο Υπουργός θεωρεί ότι δεν συγκεντρώνετε τις προϋποθέσεις της παραγράφου 255 των Immigration Rules και, επομένως, δεν είναι διατεθειμένος να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια προς όφελός σας» (32).

    18 Κατόπιν αυτού, ο A. Kaba άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Immigration Adjudicator, ο οποίος είναι η εν προκειμένω αιτούσα δικαστική αρχή. Ενώπιον αυτής της αρχής, επανέλαβε την επιχειρηματολογία που είχε αναπτύξει προς στήριξη της αιτήσεως χορηγήσεως άδειας διαμονής αόριστης διάρκειας που είχε προηγουμένως υποβάλει στην IND. Από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι, από την ημερομηνία του γάμου, οι δύο σύζυγοι έζησαν μαζί και ότι η V. Michonneau εξακολούθησε να εργάζεται στο Ηνωμένο Βασίλειο. Εντούτοις, αφότου η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου, ο A. Kaba και η V. Michonneau διαζεύχθηκαν.

    IV - Αντικείμενο των εν προκειμένω υποβαλλομένων προδικαστικών ερωτημάτων

    19 Προκειμένου να κριθεί η διαφορά στη δίκη μεταξύ του A. Kaba και του Secretary of State, ο Immigration Adjudicator υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1) Αποτελεί "κοινωνικό πλεονέκτημα" κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68 το δικαίωμα υποβολής αιτήσεως για τη χορήγηση άδειας διαμονής αόριστης διάρκειας στο Ηνωμένο Βασίλειο και το δικαίωμα να εξεταστεί η αίτηση αυτή;

    2) Συνιστά παράνομη δυσμενή διάκριση, αντιβαίνουσα στο άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68, η προϋπόθεση που επιβάλλεται στους συζύγους κοινοτικών υπηκόων να έχουν διαμείνει στο Ηνωμένο Βασίλειο επί τετραετία για να μπορούν να υποβάλουν επιτυχώς αίτηση χορηγήσεως άδειας διαμονής αόριστης διάρκειας στο Ηνωμένο Βασίλειο (βλ. σημείο 255 των United Kingdom Immigration Rules, House of Commons Paper 395), συγκρινόμενη με την προϋπόθεση της δωδεκάμηνης διαμονής πριν από την υποβολή τέτοιας αιτήσεως που ισχύει για τους συζύγους Βρετανών υπηκόων και τους συζύγους προσώπων που βρίσκονται και είναι εγκατεστημένα στο Ηνωμένο Βασίλειο (σημείο 287 των United Kingdom Immigration Rules, House of Commons Paper 395);»

    20 Η ανάγκη εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των επίμαχων διατάξεων οφείλεται, κατά το αιτούν δικαστήριο, στην αβεβαιότητα που δημιουργήθηκε από τις αποφάσεις Reed (33) και Singh (34). Με την απόφαση Reed, το Δικαστήριο έκρινε ότι το δικαίωμα του μη παντρεμένου συντρόφου διακινουμένου εργαζομένου να διαμένει με αυτόν στο κράτος μέλος υποδοχής συνιστά «κοινωνικό πλεονέκτημα» για τον εν λόγω εργαζόμενο. Κατά συνέπεια, το κράτος μέλος υποδοχής, εφόσον έχει χορηγήσει στους ημεδαπούς του εργαζομένους το δικαίωμα αυτό, δεν μπορεί να το αρνηθεί στους εργαζομένους που έχουν την ιθαγένεια των άλλων κρατών μελών, χωρίς να διαπράττει διάκριση απαγορευόμενη από το άρθρο 7 (νυν άρθρο 6 κατόπιν της Συνθήκης για την Ευρωπαϋκή Ένωση και, νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 12 ΕΚ) και το άρθρο 48 της Συνθήκης και, επομένως, από το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (35). Πάντως, με την απόφαση Singh, το Δικαστήριο τόνισε επίσης ότι «τα άρθρα 48 και 52 [νυν, ως προς το δεύτερο αυτό άρθρο, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 43 ΕΚ] της Συνθήκης δεν εμποδίζουν τα κράτη μέλη να εφαρμόζουν στους αλλοδαπούς συζύγους των υπηκόων τους κανόνες σχετικούς με την είσοδο και τη διαμονή περισσότερο ευνοϋκούς από αυτούς που προβλέπει το κοινοτικό δίκαιο» (36).

    V - Επί της ουσίας

    A - Το πρώτο προδικαστικό ερώτημα

    1) Εισαγωγή

    21 Το πρώτο προδικαστικό ερώτημα θέτει, κατ' ουσίαν, το ζήτημα αν πρέπει ή όχι το δικαίωμα διαμονής αόριστης διάρκειας στο Ηνωμένο Βασίλειο να θεωρηθεί ως «κοινωνικό πλεονέκτημα» κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού. Το αιτούν δικαστήριο υπέβαλε το ερώτημα με τη διατύπωση που υπέμνησα ανωτέρω, διότι, κατά την εκτίμησή του, δεν υπήρχε κανένας άλλος τρόπος να υποβληθεί στο Δικαστήριο το ζήτημα αν ο A. Kaba μπορεί να επικαλεστεί, υπό τις παρούσες περιστάσεις, δικαίωμα διαμονής χωρίς χρονικό περιορισμό κατά την έννοια του κοινοτικού δικαίου. Το μόνο δυνατό νομικό έρεισμα που παρέχει η έννομη αυτή τάξη στην αξίωσή του έγκειται πράγματι στην αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων που εξαγγέλλει το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού. Κατά συνέπεια, ο μόνος τρόπος να δικαιωθεί έναντι της αρνήσεως που του αντέταξε η IND είναι να προβάλει ότι το δικαίωμα που επικαλείται συνιστά «κοινωνικό πλεονέκτημα» κατά την έννοια της προπαρατεθείσας διατάξεως. Αυτή είναι η λογική στην οποία στηρίζεται η απόφαση περί παραπομπής. Θεωρώ χρήσιμο να προτάξω της κατ' ουσίαν εξετάσεως της υποθέσεως μια σύντομη υπόμνηση του συστήματος που έχει ήδη καθιερωθεί από την κοινοτική έννομη τάξη στον τομέα των δικαιωμάτων διαμονής.

    2) Τα δικαιώματα διαμονής των διακινουμένων κοινοτικών υπηκόων κατά την κοινοτική έννομη τάξη

    22 Όπως ήδη εξέθεσα (βλ. ανωτέρω το σημείο 11) το EEA Order, το οποίο συνιστά μεταξύ άλλων μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, αναγνωρίζει το δικαίωμα διαμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο μόνο στα «δικαιούμενα πρόσωπα» υπό την επιφύλαξη ότι εξακολουθεί να υφίσταται η ιδιότητα αυτή, και σε ορισμένα μέλη της οικογενείας τους (τον σύζυγο, τους κατιόντες τους οι οποίοι έχουν ηλικία κάτω των 21 ετών ή συντηρούνται από αυτόν και τους ανιόντες του εργαζομένου και του συζύγου τους οποίους αυτός συντηρεί) (37). Πράγματι, η Συνθήκη και η οδηγία παρέχουν σ' αυτούς οι οποίοι, ενδεχομένως με τα μέλη της οικογενείας τους, μεταβαίνουν σε άλλο κράτος μέλος, μόνο δικαίωμα διαμονής «εξαρτώμενο» από την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας κατά την έννοια του άρθρου 48 (38): η οδηγία επιβάλλει στα κράτη μέλη να αναγνωρίζουν το δικαίωμα διαμονής στους εργαζομένους και στα μέλη της οικογενείας τους [βλ. το άρθρο 48, παράγραφος 3, στοιχείο γγ, της Συνθήκης]. Δυνάμει του άρθρου 7 της οδηγίας, η άδεια διαμονής (η οποία εντούτοις έχει απλώς διαπιστωτικό και αποδεικτικό χαρακτήρα του σχετικού δικαιώματος) (39) μπορεί να ανακληθεί στην περίπτωση απωλείας της εργασίας που δεν είναι ακούσια ή δεν οφείλεται σε προσωρινή ανικανότητα. Το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι το δικαίωμα που παρέχεται από το άρθρο 48, μολονότι συνεπάγεται τη δυνατότητα ελεύθερης κυκλοφορίας στο έδαφος των άλλων κρατών μελών και διαμονής σ' αυτό προς αναζήτηση εργασίας, δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να θέτουν ένα εύλογο όριο - π.χ. έξι μηνών - στη διάρκεια αυτής της διαμονής (40), μάλιστα δε να την αποκλείουν πλήρως, όταν ο διακινούμενος υπήκοος δεν έχει καμία προοπτική προσλήψεως (41).

    23 Ανάλογες διατάξεις αφορούν τα δικαιώματα που παρέχουν τα άρθρα 52 και 59 της Συνθήκης ΕΚ (το δεύτερο αυτό άρθρο, νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 49 ΕΚ). Αρκεί να αναφερθούν οι διατάξεις της οδηγίας 73/148/ΕΟΚ (42). Βεβαίως - προκειμένου να καταστεί δυνατή η πλήρης πραγματοποίηση της ελευθερίας εγκαταστάσεως (βλ. τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας) - το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 73/148 επιβάλλει την αναγνώριση του δικαιώματος μόνιμης διαμονής στους κοινοτικούς υπηκόους και στα μέλη της οικογενείας τους που εγκαθίστανται σε κράτος μέλος διαφορετικό από αυτό της καταγωγής προκειμένου να ασκήσουν σ' αυτό μη μισθωτή δραστηριότητα (όταν οι σχετικοί με αυτή τη δραστηριότητα περιορισμοί έχουν καταργηθεί δυνάμει της Συνθήκης). Πάντως, η διάταξη αυτή (όπως και το άρθρο 52) προϋποθέτει πάντοτε την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας από τον κάτοχο της άδειας διαμονής (43). Όσον αφορά την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, η κοινοτική έννομη τάξη προβλέπει το δικαίωμα διαμονής τόσο για τους παρέχοντες όσο και για τους αποδέκτες υπηρεσιών. Και εδώ επίσης, επομένως, γίνεται πρόδηλη αναφορά στην «οικονομική» αξία της δραστηριότητας με την οποία συνδέεται η παρουσία σε άλλο κράτος μέλος. Πράγματι, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 73/148, «για τους παρέχοντες υπηρεσίες και τους αποδέκτες αυτών το δικαίωμα διαμονής αντιστοιχεί στην διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών» (44).

    24 Στη συνέχεια, υπάρχουν οι οδηγίες από τις οποίες απορρέει η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων που δεν ασκούν οικονομική δραστηριότητα (45) (στο εξής, γενικώς, οδηγίες που αφορούν τη διαμονή). Πάντως, οι οδηγίες αυτές που προβλέπουν δικαίωμα διαμονής απαιτούν επίσης να πληρούνται (και να εξακολουθούν να πληρούνται) ορισμένες προϋποθέσεις, όπως η δυνατότητα ασφαλίσεως ασθενείας και επαρκών πόρων προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο οι διακινούμενοι κοινοτικοί υπήκοοι (και τα μέλη της οικογενείας τους) να επιβαρύνουν, κατά τη διάρκεια της διαμονής τους, την κοινωνική ασφάλιση του κράτους μέλους υποδοχής (46).

    25 Επιπλέον, πρέπει να υπομνησθεί ότι - με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1251/70 (47) και την οδηγία 75/34/ΕΟΚ (48) - η κοινοτική έννομη τάξη προβλέπει επίσης, ως «συνακόλουθο» της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων την οποία διασφαλίζει η Συνθήκη, ή μάλλον του δικαιώματος διαμονής «εξαρτώμενης» από την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, το δικαίωμα - σε όλως ιδιαίτερες περιπτώσεις, διαφορετικές από αυτή που αποτελεί το αντικείμενο της κύριας δίκης που αποτέλεσε την αφορμή για την παρούσα διαδικασία - των μισθωτών ή μη μισθωτών (και των μελών της οικογενείας τους) να κατοικούν μονίμως στο έδαφος κράτους μέλους μετά την άσκηση σ' αυτό επαγγελματικής δραστηριότητας (49).

    26 Τέλος, για όλους τους διακινούμενους κοινοτικούς υπηκόους (και τα μέλη της οικογενείας τους), που έχουν επιδοθεί σε οικονομική δραστηριότητα ή διαθέτουν επαρκή μέσα συντηρήσεως, είτε έχουν είτε δεν έχουν δικαίωμα μόνιμης διαμονής, η κοινοτική έννομη τάξη προβλέπει όρια όσον αφορά την απόλαυση του δικαιώματός τους παραμονής στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής. Τα όρια αυτά υπαγορεύονται από λόγους δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφάλειας και δημοσίας υγείας. Καθορίζονται από το άρθρο 48, παράγραφος 3, το άρθρο 56, παράγραφος 1 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 46, παράγραφος 1, ΕΚ), και το άρθρο 66 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 55 ΕΚ), καθώς και από τρεις οδηγίες συντονισμού των εθνικών διατάξεων, ο οποίες, οφειλόμενες και αυτές στους ίδιους λόγους, προβλέπουν ένα ειδικό σύστημα απελάσεως των αλλοδαπών (50) (στο εξής: οδηγίες για την εκτόπιση των αλλοδαπών).

    3) Η έννοια του «κοινωνικού πλεονεκτήματος»

    27 Ενόψει των στοιχείων που προεξέθεσα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στην περίπτωση που μας απασχολεί, η κοινοτική έννομη τάξη δεν παρέχει στον A. Kaba κανένα δικαίωμα διαμονής χωρίς χρονικό περιορισμό στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ακριβέστερα, δεν υφίστανται διατάξεις της Συνθήκης ή του παραγώγου δικαίου που να παρέχουν ρητώς και ευθέως στον ενδιαφερόμενο ένα τέτοιο δικαίωμα. Επομένως, ορθώς το αιτούν δικαστήριο περιορίζεται να υποβάλει στην κρίση του Δικαστηρίου το πρόβλημα που αφορά το ζήτημα αν επιτρέπεται, ας πούμε εμμέσως, στον A. Kaba να διαμένει απεριορίστως στο κράτος μέλος υποδοχής, καθόσον το Δικαστήριο θα έκρινε ότι το δικαίωμα να ζητήσει να του χορηγηθεί άδεια διαμονής αόριστης διάρκειας και το δικαίωμα η σχετική αίτηση να τύχει εξετάσεως (αν υποτεθεί, βεβαίως, ότι γίνεται δεκτή) συνιστούν κοινωνικό πλεονέκτημα κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού. Αυτό ακριβώς είναι το αντικείμενο του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος που εξετάζω κατωτέρω. Είναι σαφές ότι μόνον θετική ενδεχομένως απάντηση μπορεί να καταστήσει δυνατή στη συνέχεια την ανάλυση του δεύτερου ερωτήματος που υπέβαλε ο Immigration Adjudicator ερωτώντας αν η διαφορά των υποχρεώσεων που προβλέπονται από τον εθνικό νομοθέτη - ανάλογα με το αν η αίτηση αφορά την απόκτηση δικαιώματος διαμονής αόριστης διάρκειας υποβάλλεται από τον σύζυγο του Βρετανού υπηκόου (ή, πράγμα που είναι το ίδιο για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας, από πρόσωπο «που βρίσκεται και είναι εγκατεστημένο») ή, αντιθέτως, από τον σύζυγο του υπηκόου άλλου κράτους μέλους - συνιστά δυσμενή διάκριση για την απόλαυση του δικαιώματος που αποδεδειγμένα έχει τον χαρακτήρα κοινωνικού πλεονεκτήματος, με τη συνέπεια ότι υφίσταται παράβαση των διατάξεων του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού.

    28 Για να τεθεί και να λυθεί σωστά το πρώτο πρόβλημα πρέπει, κατ' εμέ, να θεωρηθεί ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, «ο σκοπός (...) του κανονισμού 1612/68, δηλαδή η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, απαιτεί, για να εξασφαλιστεί η ελεύθερη κυκλοφορία υπό συνθήκες ελευθερίας και αξιοπρεπείας, άριστες συνθήκες ενσωματώσεως της οικογενείας του κοινοτικού εργαζομένου στη χώρα υποδοχής» (51). Συναφώς, το Δικαστήριο έκρινε απαραίτητο ο εργαζόμενος και τα μέλη της οικογενείας του να μπορούν να απολαύουν των ίδιων κοινωνικών πλεονεκτημάτων όπως αυτών που αναγνωρίζονται από το κράτος υποδοχής στους δικούς του υπηκόους (52). Κατά συνέπεια, προκειμένου να υλοποιηθούν πλήρως οι σκοποί που επιδικώκονται από την κοινοτική έννομη τάξη, «τα "κοινωνικά πλεονεκτήματα" που αναφέρονται στο άρθρο 7, παράγραφος 2, δεν πρέπει να ερμηνευθούν συσταλτικώς» (53). Εξάλλου, το Δικαστήριο δέχεται μια πολύ ευρεία έννοια του κοινωνικού πλεονεκτήματος και, κατά πάγια νομολογία, η έννοια αυτή «καλύπτει (...) τους εργαζομένους που έχουν την ιθαγένεια άλλων κρατών μελών» μέχρι του σημείου να περιλαμβάνει «όλα τα πλεονεκτήματα "τα οποία, είτε συνδέονται είτε όχι με μια σύμβαση εργασίας, αναγνωρίζονται γενικώς στους ημεδαπούς εργαζομένους, κυρίως λόγω της αντικειμενικής τους ιδιότητας ως εργαζομένων ή του απλού γεγονότος της κατοικίας τους στο εθνικό έδαφος και των οποίων η επέκταση στους εργαζομένους που έχουν την ιθαγένεια άλλων κρατών μελών κρίνεται ικανή να διευκολύνει την κινητικότητά τους στο εσωτερικό της Κοινότητας"» (54).

    29 Μεταξύ των πολυάριθμων ευεργετημάτων που το Δικαστήριο είχε χαρακτηρίσει ως «κοινωνικά πλεονεκτήματα», ορισμένα οικονομικής φύσεως αφορούν τον ίδιο τον εργαζόμενο άμεσα (55), ή έμμεσα καθόσον παρέχονται απευθείας στα μέλη της οικογενείας του (56), άλλα είναι μη οικονομικής φύσεως (57), ενώ άλλα χορηγούνται σε μέλη της οικογενείας του εργαζομένου και διαφέρουν από αυτά των οποίων μπορεί να δικαιούται ο εργαζόμενος υπό την ιδιότητά του αυτή (58). Ένα κοινωνικό πλεονέκτημα δεν παύει να έχει αυτή την ιδιότητα, όπως έκρινε το Δικαστήριο, από το γεγονός και μόνον ότι ο εργαζόμενος ο οποίος το ζήτησε για την οικογένειά του στο μεταξύ απεβίωσε (59). Νοούμενες κατ' αυτόν τον τρόπο, οι διατάξεις του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού έχουν καλύψει μια πυκνή και πολυποίκιλη σειρά περιπτώσεων. Π.χ., με την απόφαση Reed, το Δικαστήριο απέκλεισε τη δυνατότητα το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού να παρέχει στον διακινούμενο εργαζόμενο το δικαίωμα να συνοδεύεται από τον μη έγγαμο σύντροφό του (σκέψη 16 της αποφάσεως). Εντούτοις, χαρακτηρίζει το δικαίωμα που παρέχει η εθνική νομοθεσία στους εργαζομένους υπηκόους του κράτους μέλους υποδοχής ως κοινωνικό πλεονέκτημα που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (σκέψη 28 της αποφάσεως). Δυνάμει της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων, το Δικαστήριο επεξέτεινε κατά συνέπεια το προσωπικό πεδίο εφαρμογής του κανονισμού στο πρόσωπο το οποίο, κατά το κοινοτικό δίκαιο, δεν είναι «μέλος της οικογενείας» του διακινουμένου εργαζομένου.

    4) Η έννοια του «κοινωνικού πλεονεκτήματος» και το δικαίωμα διαμονής αόριστης διάρκειας

    30 Κατά την άποψη του A. Kaba, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, το απόλυτο και αόριστης διάρκειας δικαίωμα διαμονής του συζύγου διακινουμένου εργαζομένου συνιστά «κοινωνικό πλεονέκτημα». Μολονότι αληθεύει ότι μόνον ο δικαιούχος απολαύει άμεσα αυτού του δικαιώματος, ωφελείται εντούτοις στην πραγματικότητα από αυτό, καίτοι έμμεσα, και ο σύζυγος που εργάζεται (60). Το Ηνωμένο Βασίλειο αντέτεινε ότι τα πρακτικά οφέλη που απορρέουν από το δικαίωμα διαμονής αόριστης διάρκειας (και άνευ όρων) που παρέχονται σε ένα πρόσωπο το οποίο, όπως ο A. Kaba, δεν δικαιούται αυτοτελούς αδείας διαμονής κατά την έννοια του κοινοτικού δικαίου προκύπτουν μόνο σε καταστάσεις που δεν καλύπτονται από το κοινοτικό δίκαιο και, επομένως, δεν περιλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού και, ειδικότερα, του άρθρου 7, παράγραφος 2. Κατά την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, τα οφέλη αυτά μπορούν να ληφθούν υπόψη μόνον αν ο άλλος σύζυγος, δηλαδή ο διακινούμενος εργαζόμενος, χάνει αυτή την ιδιότητα (π.χ. διότι επέστρεψε στη χώρα του καταγωγής) ή, όταν, αφού του χορηγήθηκε το σχετικό δικαίωμα, το μέλος της οικογενείας έχει την πρόθεση να ζητήσει να πολιτογραφηθεί Βρετανός υπήκοος. Με άλλα λόγια: το διεκδικούμενο εν προκειμένω δικαίωμα δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως κοινωνικό πλεονέκτημα, διότι δεν συνιστά πλεονέκτημα ή όφελος, η επέκταση του οποίου στους διακινούμενους εργαζομένους υπηκόους άλλου κράτους μέλους «κρίνεται ικανή να διευκολύνει την κινητικότητά τους στο εσωτερικό της Κοινότητας (...)» (βλ. ανωτέρω το σημείο 28).

    31 Οι παρατηρήσεις που διατυπώνει το Ηνωμένο Βασίλειο επί του σημείου που εξετάζω εδώ δεν με πείθουν. Τα πρακτικά πλεονεκτήματα που απορρέουν από το δικαίωμα διαμονής, το οποίο ο προσφεύγων της κύριας δίκης ισχυρίζεται ότι μπορεί να αξιώσει, υφίστανται ήδη κατά τη διάρκεια του γάμου και δεν υλοποιούνται μόνο στην περίπτωση διαζυγίου, κατά τη στιγμή κατά την οποία ο διακινούμενος εργαζόμενος εγκαταλείπει το έδαφος του Ηνωμένου Βασιλείου ή παύει να είναι «δικαιούμενο πρόσωπο» ή ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία το μέλος της οικογενείας επιθυμεί να καταστεί Βρετανός υπήκοος. Η δυνατότητα για ένα από τα μέλη του ζεύγους να διαμένει μονίμως και άνευ όρων στο κράτος μέλος υποδοχής - επομένως ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι ο άλλος σύζυγος διατηρεί την ιδιότητα του «δικαιουμένου προσώπου» - μπορεί, όπως νομίζω, να συμβάλει στην καλύτερη ενσωμάτωση του διακινουμένου εργαζομένου και της οικογενείας του στον χώρο του κράτους μέλους υποδοχής και, κατ' αυτόν τον τρόπο, να εξυπηρετήσει τον σκοπό της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων. Το δικαίωμα διαμονής αόριστης διάρκειας εξασφαλίζει μεγαλύτερη σταθερότητα και καλύτερο οικογενειακό «σχεδιασμό» και διευκολύνει την κινητικότητα των εργαζομένων, ακριβώς διότι τους επιτρέπει να απολαύουν στο κράτος που τους υποδέχεται μιας καταστάσεως όσο το δυνατόν εγγύτερης προς αυτήν στην οποία βρίσκονται στο κράτος καταγωγής. Αυτό συνιστά, κατά τη γνώμη μου, συγκεκριμένη πραγματοποίηση του σκοπού που εξαγγέλλεται στη πέμπτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού, ήτοι την εξάλειψη κάθε εμποδίου όσον αφορά τους όρους ενσωματώσεως της οικογενείας στον χώρο του κράτους υποδοχής (61).

    32 Το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει ενώπιον του Δικαστηρίου ότι κοινωνικό πλεονέκτημα κατά την έννοια του κανονισμού παύει κατ' ανάγκη να υφίσταται, όταν ο ενδιαφερόμενος χάνει την ιδιότητα του διακινουμένου εργαζομένου ή, προκειμένου για οφέλη που χορηγούνται στα μέλη της οικογενείας του, όταν διακόπτεται ο συγγενικός δεσμός που τα συνδέει με τον εν λόγω διακινούμενο εργαζόμενο. Το κοινωνικό πλεονέκτημα που διεκδικεί ο A. Kaba συνίσταται αντιθέτως στη δυνατότητα απολαύσεως δικαιώματος διαμονής χωρίς χρονικό περιορισμό, το οποίο δεν αποσβέννυται ούτε όταν η σύζυγος παύει να είναι διακινούμενη εργαζόμενη ούτε σε περίπτωση διαρρήξεως του συζυγικού δεσμού μεταξύ αυτής και του ενδιαφερομένου.

    33 Ενόψει των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να σημειωθεί ότι η Συνθήκη εμπνέεται προδήλως από τον σκοπό που συνίσταται στο να περιβληθεί η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων με σταθερές και αποτελεσματικές εγγυήσεις, από τις οποίες η πρώτη έγκειται στην εξάλειψη των εμποδίων, έστω και αν αυτά είναι ασήμαντα (62), που μπορούν να παρακωλύσουν την άσκησή της. Στην πρωταρχική αυτή απαίτηση ανταποκρίνεται, όπως τόνισα ανωτέρω, η ερμηνεία που έχει δώσει το Δικαστήριο στην έννοια των κοινωνικών πλεονεκτημάτων που κάθε κράτος μέλος πρέπει να εξασφαλίζει στους υπηκόους των άλλων κρατών της Κοινότητας (περιλαμβανομένων των μελών της οικογενείας τους (63)) όπως στους δικούς του υπηκόους· εξάλλου, όπως διευκρίνισε το Δικαστήριο, από το σύνολο των διατάξεων του κανονισμού προκύπτει η «ευρύτερη σημασία που ενέχει η ενσωμάτωση του ιδίου και της οικογενείας του στο κράτος μέλος υποδοχής, χωρίς καμία διαφορά ως προς τη μεταχείριση σε σχέση με τους ημεδαπούς» (64). Η περίπτωση που καλούμαστε να εξετάσουμε προέκυψε από το γεγονός ότι, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, ο σύζυγος του Βρετανού υπηκόου ή του προσώπου «που βρίσκεται και είναι εγκατεστημένο» στο Ηνωμένο Βασίλειο μπορεί να ζητήσει άδεια διαμονής αόριστης διάρκειας, την οποία ο αιτών μπορεί να αξιώσει ακόμη και αν ο σύζυγος δεν ασκεί επαγγελματική δραστηριότητα και ακόμη και αν ο συζυγικός δεσμός παύσει να υφίσταται. Όμως, δεν βλέπω γιατί θα πρέπει να θεωρηθεί εκ των προτέρων ότι η επέκταση αυτού του ευεργετήματος στον σύζυγο του κοινοτικού υπηκόου θα συνιστούσε περίπτωση που βρίσκεται κατ' ανάγκη εκτός του πεδίου στο οποίο μπορεί να παραγάγει τα αποτελέσματά της η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων την οποία θέτει ο κανονισμός. Ειδικότερα, δεν διαβλέπω κανένα λόγο για τον οποίο το πλεονέκτημα που διεκδικεί ο A. Kaba θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι δεν είναι δυνατό να εξομοιωθεί - ακριβώς διότι του χορηγήθηκε χωρίς περιορισμό, άπαξ διά παντός, και χωρίς να εξαρτάται από τη συνεχή τήρηση των κατά νόμο προϋποθέσεων - προς κοινωνικό πλεονέκτημα, όπως το αντιλαμβάνεται ο κανονισμός. Η εν προκειμένω νομολογία του Δικαστηρίου φαίνεται να υποδεικνύει μια διαφορετική κατεύθυνση, όπως μπορεί να συναχθεί από διάφορες αποφάσεις. «Στο πλαίσιο του άρθρου 48 της Συνθήκης και του κανονισμού 1612/68 (...) εφόσον λυθεί η σχέση εργασίας, ο ενδιαφερόμενος χάνει κατ' αρχήν την ιδιότητα του εργαζομένου, αλλά εννοείται (...) ότι η ιδιότητα αυτή ενδέχεται να παραγάγει ορισμένα αποτελέσματα μετά τη λήξη της εργασιακής σχέσεως (...)» (65). Με τις αποφάσεις Lair και Meints, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ορισμένα κοινωνικά πλεονεκτήματα που συνδέονται με την ιδιότητα του εργαζομένου εξασφαλίζονται στους διακινουμένους εργαζομένους ακόμη και αν αυτοί, υπό αυστηρή έποψη, δεν βρίσκονται πλέον σε σχέση εργασίας (66). Στην απόφαση Cristini, το Δικαστήριο εξέθεσε ότι «όταν η χήρα και τα ανήλικα τέκνα ημεδαπού υπηκόου δικαιούνται [δελτίων εκπτώσεως στις τιμές μεταφορικών μέσων που χορηγεί ένας εθνικός οργανισμός σιδηροδρόμων σε πολυμελείς οικογένειες], αν η αίτηση είχε υποβληθεί από τον πατέρα πριν από τον θάνατο, το ίδιο πρέπει να ισχύει όταν ο αποβιώσας πατέρας ήταν διακινούμενος εργαζόμενος του κράτους μέλους. Θα αντέβαινε στον σκοπό και στο πνεύμα της κοινοτικής ρυθμίσεως και της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων το να στερούνται οι επιζώντες αυτού του ευεργετήματος συνεπεία του θανάτου του εργαζομένου, εφόσον το ευεργέτημα αυτό χορηγείται στους επιζώντες ημεδαπού υπηκόου» (σκέψεις 15 και 16). Υπάρχει όμως και συνέχεια. Στην απόφαση Echternach και Moritz, το Δικαστήριο έκρινε ότι συνεπάγεται δυσμενή διάκριση η εθνική νομοθεσία που δεν επιτρέπει στο τέκνο διακινούμενου εργαζομένου να τύχει χρηματοδοτήσεως των σπουδών μετά την επάνοδο του πατέρα στη χώρα του καταγωγής (67). Βάσει αυτών των αποφάσεων του Δικαστηρίου θα πρέπει, κατ' εμέ, να θεωρηθεί ότι το να στερούνται οι σύζυγοι των διακινουμένων εργαζομένων του δικαιώματος διαμονής αόριστης διάρκειας κάθε φορά που παύει να υφίσταται ένα οποιοδήποτε στοιχείο που έχει σχέση με αυτή την κατάσταση δεν ανταποκρίνεται ούτε στον σκοπό ούτε στο πνεύμα της κοινοτικής ρυθμίσεως στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων (68).

    34 Η Ευρωπαϋκή Επιτροπή (στο εξής: Επιτροπή), η οποία παρενέβη στην παρούσα διαδικασία συγχρόνως με το Ηνωμένο Βασίλειο, υποστηρίζει, εξάλλου, μια άποψη η οποία καταλήγει κατ' ουσίαν, καίτοι ακολουθώντας διαφορετική κατεύθυνση, στα ίδια συμπεράσματα με της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου: το δικαίωμα που διεκδικεί ο A. Kaba βρίσκεται εκτός του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού. Ενόψει του γεγονότος ότι τα μέλη της οικογενείας που συντηρούνται από τον διακινούμενο εργαζόμενο απολαύουν εμμέσως της ίσης μεταχειρίσεως που παρέχεται στον εν λόγω εργαζόμενο (69), η Επιτροπή εκθέτει ότι μπορούν να απολαύουν μόνο δικαιωμάτων αντιστοίχων προς αυτά που αναγνωρίζονται στον ίδιο τον εργαζόμενο: ο A. Kaba, λέει η Επιτροπή, προβάλλει, βάσει της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων, δικαίωμα διαμονής αόριστης διάρκειας, δηλαδή ευρύτερο σε σχέση προς αυτό που το άρθρο 48 παρέχει στη σύζυγό του. Συγκεκριμένα, προκειμένου να μη χάσει την ιδιότητα του «δικαιουμένου προσώπου», η σύζυγός του εξακολουθεί εν πάση περιπτώσει να υπόκειτα στα όρια που καθορίζει η κοινοτική έννομη τάξη (και το EEA Order) και, κατά συνέπεια, θα πρέπει να εξακολουθεί να ασκεί επαγγελματική δραστηριότητα.

    35 Όσον αφορά τις διατάξεις που προβλέπονται στα άρθρα 255 και 287 των Immigration Rules και σε αντίθεση προς την άποψη που εξέφρασε η Επιτροπή, θεωρώ ότι δεν είναι σωστό να αποκλειστεί το βάσιμο της αιτήσεως του A. Kaba για τον λόγο ότι το δικαίωμα το οποίο αξιώνει συνιστά δικαίωμα ευρύτερο από αυτό που έχει ήδη χορηγηθεί στη σύζυγό του δυνάμει του άρθρου 48, παράγραφος 3, στοιχείο γγ, της Συνθήκης, της οδηγίας και του EEA Order. Στην πραγματικότητα, είναι εύκολο να δοθεί στο επιχείρημα αυτό η απάντηση, πρώτον, ότι αυτό που διακρίνει το δικαίωμα που αξιώνει ο A. Kaba από αυτό του οποίου απολαύει η σύζυγός του δεν είναι η διάρκεια, διότι η V. Michonneau (όπως αναγνώρισε και η ίδια η Επιτροπή) έχει δυνάμει το δικαίωμα να παρατείνει απεριορίστως τη διαμονή της στο Ηνωμένο Βασίλειο, υπό την προϋπόθεση ακριβώς, ότι εξακολουθεί να είναι «δικαιούμενο πρόσωπο» (70). Δεύτερον, βάσει της νομολογίας του Δικαστηρίου, είναι δυνατό να θεωρηθούν επίσης ως κοινωνικά πλεονεκτήματα, που αναγνωρίζονται στα μέλη της οικογενείας του εργαζομένου, διαφορετικά από αυτά που χορηγούνται στον εργαζόμενο υπό την ιδιότητά του αυτή. Έχω κατά νου, π.χ., το ειδικό επίδομα γήρατος που διασφαλίζει ελάχιστο εισόδημα στους ανιόντες του εργαζομένου (βλ. ανωτέρω την υποσημείωση 57). Διαφορετικά, δεν θα μπορούσε να εξηγηθεί εξάλλου η νομολογία του Δικαστηρίου που θεωρεί ως «κοινωνικά πλεονεκτήματα» μια ολόκληρη σειρά ευεργετημάτων που χορηγούνται όχι στον εργαζόμενο, αλλά μάλλον στα μέλη της οικογενείας του θεωρούμενα υπό την ιδιότητά τους αυτή (βλ. ανωτέρω τις υποσημειώσεις 56 και 58).

    36 Η «έμμεση» απόλαυση από τα μέλη της οικογενείας του διακινουμένου εργαζομένου της ίσης μεταχειρίσεως που διασφαλίζει η Συνθήκη και ο κανονισμός στον διακινούμενο εργαζόμενο - ισότητας η οποία, μεταξύ άλλων, χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι τα εν λόγω πρόσωπα απολαύουν των ίδιων κοινωνικών πλεονεκτημάτων τα οποία αναγνωρίζει το κράτος μέλος υποδοχής στα μέλη της οικογενείας των ημεδαπών εργαζομένων - σημαίνει ότι απολαύουν ορισμένων «κοινωνικών πλεονεκτημάτων» μόνο και εφόσον τα πλεονεκτήματα αυτά μπορούν να θεωρηθούν ως πλεονεκτήματα του ιδίου του διακινουμένου εργαζομένου, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (71) (πράγμα που, εν προκειμένω, δεν προκαλεί καμία αμφιβολία· βλ. ανωτέρω την υποσημείωση 61 και το σημείο 31). Αυτό δε ανεξάρτητα από την κατά μάλλον ή ήττον σημαντική αντιστοιχία τους προς αυτά που χορηγούνται άμεσα στον ίδιο την διακινούμενο εργαζόμενο.

    37 Εξάλλου, όπως ο ίδιος ο A. Kaba υπενθύμισε, η έννοια του «κοινωνικού πλεονεκτήματος» που έχει διτυπώσει το Δικαστήριο δεν συνεπάγεται ότι ένα δεδομένο πλεονέκτημα έχει ήδη προβλεφθεί και αναγνωριστεί από την κοινοτική έννομη τάξη ως δικαίωμα του διακινούμενου εργαζομένου. Πάρα πολλά από τα «κοινωνικά πλεονεκτήματα» που έχουν αναγνωριστεί προοδευτικά από το Δικαστήριο έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό το ότι δεν πρόκειται για δικαιώματα γενικής εφαρμογής που απορρέουν από κοινοτικές διατάξεις, άλλα δικαιώματα που είχαν ήδη χορηγηθεί στον διακινούμενο εργαζόμενο (72). Το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού, θέτοντας την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων όσον αφορά όλα τα κοινωνικά πλεονεκτήματα των οποίων απολαύουν οι εργαζόμενοι (και τα μέλη της οικογενείας τους) που είναι υπήκοοι του κράτους μέλους υποδοχής, συνιστά, κατ' ουσίαν, «ανοικτή» διάταξη, η οποία παραπέμπει στις εθνικές έννομες τάξεις και στα δικαιώματα που αυτές προβλέπουν. Δεν είναι απλώς τυχαίο ότι, όσον αφορά τη χρηματοδότηση σπουδών, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι «το ίδιο το τέκνο [του διακινουμένου εργαζομένου] μπορεί να επικαλεστεί το άρθρο 7, παράγραφος 2, για να ζητήσει τη χορήγηση της εν λόγω ενισχύσεως, αν, δυνάμει του εθνικού δικαίου, τούτο δίδεται απευθείας στον φοιτητή» (73).

    38 Η Επιτροπή υπενθυμίζει επίσης ότι, σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία, ο σύζυγος έχει το δικαίωμα να εγκαθίσταται με τον διακινούμενο εργαζόμενο και ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να χορηγούν στον σύζυγο υπήκοο τρίτης χώρας έγγραφο διαμονής της ίδιας αξίας με αυτό που χορηγείται στον εργαζόμενο από τον οποίο εξαρτάται (74). Επιπλέον, η Επιτροπή επικαλείται την απόφαση Diatta, με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι «το άρθρο 11 του κανονισμού 1612/68 (...) δεν παρέχει στα μέλη της οικογένειας του διακινούμενου εργαζομένου αυτοτελές δικαίωμα διαμονής, αλλ' απλώς δικαίωμα ασκήσεως οποιασδήποτε εξαρτημένης εργασίας στο σύνολο του εδάφους του εν λόγω κράτους μέλους. Επομένως, το άρθρο 11 δεν μπορεί να αποτελέσει νόμιμο έρεισμα του δικαιώματος διαμονής ανεξάρτητου από τις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 10» (75). Εντούτοις, η αναφορά στη ρύθμιση και τη νομολογία από την οποία η Επιτροπή συνάγει επιχειρήματα στερείται εν προκειμένω σημασίας από πολλές απόψεις. Πρώτον, η άδεια διαμονής έχει απλώς διαπιστωτική αξία για το δικαίωμα διαμονής (βλ. ανωτέρω το σημείο 22) και, κατά συνέπεια, η διάρκεια της ισχύος της δεν μπορεί να επηρεάζει την ύπαρξη αυτού του δικαιώματος. Δεύτερον, και ειδικότερα, η διεκδίκηση από τον A. Kaba δικαιώματος διαμονής αόριστης διάρκειας δεν στηρίζεται σε ειδική διάταξη του κοινοτικού δικαίου, αλλά στις διατάξεις της σχετικής με τους αλλοδαπούς βρετανικής νομοθεσίας σε συνδυασμό με την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων που καθιερώνει το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού. Επομένως, η συλλογιστική του Δικαστηρίου στην απόφαση Diatta είναι πολύ διαφορετική από την άποψη που υποστηρίζει ο A. Kaba.

    39 Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου επισήμανε ότι το δικαίωμα διαμονής αόριστης διάρκειας βρίσκεται εκτός του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού για έναν πρόσθετο λόγο: δεν περιλαμβάνεται στα πλεονεκτήματα που «αναγνωρίζονται γενικώς στους ημεδαπούς εργαζομένους» και η χορήγησή του στον σύζυγο προσώπου που «βρίσκεται και είναι εγκατεστημένο» στο έδαφος του Ηνωμένου Βασιλείου πραγματοποιείται ανεξάρτητα από την ιδιότητα του προσώπου αυτού ως εργαζομένου. Για να μπορεί ένα ευεργέτημα να θεωρηθεί ως «κοινωνικό πλεονέκτημα», αρκεί να αναγνωρίζεται, μεταξύ άλλων, στους ημεδαπούς εργαζομένους. Με την απόφαση Reed, το Δικαστήριο περιέλαβε πράγματι στον αριθμό των κοινωνικών πλεονεκτημάτων ένα ευεργέτημα που χορηγείται, χωρίς άλλο χαρακτηρισμό, στους υπηκόους του κράτους υποδοχής και στους έχοντες δικαίωμα απεριόριστης διαμονής (76).

    40 Η ίδια αυτή κυβέρνηση τόνισε τέλος, όσον αφορά την έννοια του «κοινωνικού πλεονεκτήματος» που έχει συναγάγει το Δικαστήριο, ότι η άδεια διαμονής αόριστης διάρκειας δεν χορηγείται λόγω «του απλού γεγονότος της κατοικίας τους στο εθνικό έδαφος»: το δικαίωμα αυτό υφίσταται, κατά την εθνική νομοθεσία, μόνον από το χρονικό σημείο κατά το οποίο έχουν αναπτυχθεί ειδικοί δεσμοί με το Ηνωμένο Βασίλειο, χάρη, μεταξύ άλλων, στην αδιάλειπτη διαμονή τεσσάρων ετών κατά τη διάρκεια της οποίας ο δικαιούχος εξακολουθούσε να ασκεί την επαγγελματική δραστηριότητα για την οποία του είχε αρχικώς εγκριθεί η είσοδος ή χάρη σε διαμονή δώδεκα μηνών ως σύζυγος προσώπου, το οποίο ήδη «βρισκόταν και ήταν εγκατεστημένο» και κατόπιν του θετικού αποτελέσματος των ελέγχων που προβλέπονται από το άρθρο 281 των Immigration Rules. Εντούτοις, σ' αυτού του είδους την επιχειρηματολογία μπορεί να αντιταχθεί ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, ένα ευεργέτημα που αναγνωρίζεται στους ημεδαπούς εργαζομένους «κυρίως [και όχι αποκλειστικώς] λόγω της αντικειμενικής τους ιδιότητας ως εργαζομένων ή του απλού γεγονότος της κατοικίας τους στο εθνικό έδαφος» θεωρείται επίσης κοινωνικό πλεονέκτημα (βλ. ανωτέρω το σημείο 28). Επομένως, στους λόγους που μπορούν να ωθήσουν ένα κράτος στη χορήγηση συγκεκριμένου ευεργετήματος σε πρόσωπο που διαμένει στο έδαφός του μπορεί ασφαλώς να περιλαμβάνεται και η ύπαρξη κάποιου ιδιαίτερου δεσμού - εκτός από απλώς και μόνο τη διαμονή - μεταξύ του δικαιούχου και του κράτους υποδοχής.

    41 Κατά συνέπεια, καταλήγω, όσον αφορά το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, ότι δικαίωμα διαμονής αόριστης διάρκειας που αναγνωρίζεται στον σύζυγο διακινουμένου εργαζομένου αποτελεί κοινωνικό πλεονέκτημα κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού. Είναι αδιάφορο εν προκειμένω αν πρόκειται για δικαίωμα μη προβλεπόμενο ρητώς από την κοινοτική έννομη τάξη, διαφορετικό από αυτά των οποίων απολαύει ο εργαζόμενος θεωρούμενος υπό την ιδιότητα αυτή, και χορηγούμενο λόγω της υπάρξεως ιδιαίτερου δεσμού με το κράτος μέλος υποδοχής.

    B - Το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα

    1) Το ερώτημα

    42 Μπορούμε επομένως τώρα να στραφούμε στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, η διατύπωση του οποίου υπομνήστηκε ανωτέρω (βλ. σημείο 19). Υφίσταται ή όχι η παράνομη δυσμενής διάκριση για την οποία παραπονείται ο ενδιαφερόμενος συγκρίνοντας τη μεταχείριση της οποίας έτυχε προς αυτή του συζύγου Βρετανού υπηκόου ή προσώπου «που βρίσκεται και είναι εγκατεστημένο» στο Ηνωμένο Βασίλειο;

    43 Κατά γενικό κανόνα, τα πρόσωπα που «βρίσκονται και είναι εγκατεστημένα» στο Ηνωμένο Βασίλειο κατά την έννοια του άρθρου 287 των Immigration Rules είναι Βρετανοί υπήκοοι. Προς στήριξη των ισχυρισμών του, ο A. Kaba επικαλείται τη νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία θεωρείται ως συνεπαγόμενη δυσμενή διάκριση η προϋπόθεση που επιβάλλει τη συμπλήρωση συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος διαμονής στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους προς τον σκοπό παροχής κοινωνικού πλεονεκτήματος στους εργαζομένους των άλλων κρατών μελών, όταν η προϋπόθεση αυτή δεν προβλέπεται για τους ημεδαπούς εργαζομένους (77). Κατά την άποψη του Ηνωμένου Βασιλείου και της Επιτροπής, αντιθέτως, οι διατάξεις των άρθρων 255 και 287 των Immigration Rules δεν συνιστούν δυσμενή διάκριση, διότι οι δύο καταστάσεις που αποτελούν το αντικείμενο διαφορετικής μεταχειρίσεως δεν είναι συγκρίσιμες. Συγκεκριμένα, υφίσταται μια διαφορά, όπως εκτέθηκε, κατ' αρχάς μεταξύ των νομικών καταστάσεων των συζύγων αυτού που υποβάλλει την αίτηση για την απόκτηση του δικαιώματος διαμονής αόριστης διάρκειας, ήτοι της καταστάσεως του «δικαιουμένου προσώπου» (διακινούμενου εργαζομένου) και αυτής του προσώπου που «βρίσκεται και είναι εγκατεστημένο» (περιλαμβανομένων των υπηκόων του οικείου κράτους). Δεύτερον, όπως τόνισε η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, ο κατά την έννοια του άρθρου 287 των Immigration Rules αιτών πρέπει να έχει προηγουμένως υποστεί μια σειρά ελέγχων στους οποίους δεν υπόκειται αντιθέτως αυτός ο οποίος, αφού έχει λάβει άδεια διαμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο ως σύζυγος κοινοτικού διακινουμένου εργαζομένου, υποβάλλει αίτηση βάσει του άρθρου 255 των Immigration Rules.

    44 Η θέση που υποστηρίζει ο A. Kaba λαμβάνει ως αφετηρία την αντίθετη άποψη κατά την οποία το δικαίωμα διαμονής αόριστης διάρκειας πρέπει να αναγνωρίζεται επί απολύτως ίσης βάσεως στον σύζυγο του διακινουμένου εργαζομένου όπως και στον σύζυγο του κοινοτικού υπηκόου. Ακολουθώντας τη συλλογιστική αυτή, ο προσφεύγων της κύριας δίκης υποθέτει ότι οι υποκειμενικές καταστάσεις είναι εξομοιώσιμες, επομένως, άξιες ισοδύναμης προστασίας: το γεγονός ότι είχε διαφοροποιηθεί η ρύθμιση που τους αφορά αντιβαίνει προς την απαγόρευση να υφίστανται δυσμενή διάκριση λόγω της ιθαγενείας τους τα πρόσωπα που λαμβάνονται υπόψη από την εθνική νομοθεσία. Όμως, όπως είπα πιο πάνω, ο Βρετανός νομοθέτης δεν παρέλειψε, στην πραγματικότητα, να προβλέψει τη διαμονή αόριστης διάρκειας, με ισοδύναμα αποτελέσματα και για τις δύο κατηγορίες συζύγων στις οποίες αναφέρεται το προδικαστικό αυτό ερώτημα, ακόμη και αν το προς λήψη μέτρο αποκαλείται από τον νόμο σε μια περίπτωση ως «indefinite leave to remain» και, στην άλλη, «permission to remain indefinitely». Η διάταξη που ο A. Kaba θεωρεί ότι συνεπάγεται δυσμενή διάκριση είναι αυτή που αφορά τη διάρκεια, διαφορετική στις δύο περιπτώσεις, των χρονικών διαστημάτων διαμονής που πρέπει να συμπληρωθούν για την υποβολή της αιτήσεως αδείας. Η αιτίαση αυτή στερείται εντούτοις ερείσματος. Η απαγόρευση να λαμβάνεται η ιθαγένεια ως θεμιτό κριτήριο διαφοροποιήσεως καθιερώνεται με τον κανονισμό κατ' εφαρμογή της γενικής αρχής της ισότητας ενώπιον του νόμου, κατά την οποία, στην κοινοτική έννομη τάξη, όπως και στις εθνικές έννομες τάξεις, πανομοιότυπες καταστάσεις ή των οποίων η εξομοίωση μπορεί τουλάχιστον να δικαιολογείται δεν μπορούν να ρυθμίζονται με διαφορετικό τρόπο (78). Είναι αληθές ότι το Δικαστήριο έχει κατ' επανάληψη εκθέσει ότι η υποχρέωση κατοικίας που επιβάλλεται για τους σκοπούς της παροχής κοινωνικού πλεονεκτήματος συνιστά δυσμενή διάκριση λόγω της ιθαγένειας, άμεσα μεν αν δεν προβλέπεται για τους υπηκόους του κράτους μέλους υποδοχής (βλ. ανωτέρω την υποσημείωση 78), έμμεσα δε - καθόσον μπορεί να εκπληρώνεται πιο εύκολα από τους υπηκόους του κράτους μέλους υποδοχής - αν επιβάλλεται ανεξάρτητα από την ιθαγένεια του αιτούντος (79). Πάντως, στις διαδικασίες για τις οποίες το Δικαστήριο διατύπωσε αυτή την κρίση, προέκυψε ότι η προϋπόθεση κατοικίας συνιστούσε δυσμενή διάκριση καθόσον επιβαλλόταν σε σχέση με καταστάσεις οι οποίες, υπό οποιαδήποτε έποψη της ρυθμίσεως με την οποία συνδέονταν, θα μπορούσαν και θα έπρεπε να θεωρηθούν εξομοιούμενες. Αντιθέτως, εν προκειμένω, βρισκόμαστε προ διαφοροποιημένων διατάξεων, όπως αυτό επιβαλλόταν, ακριβώς για τη ρύθμιση διαφορετικών περιστάσεων. Είμαι πράγματι σύμφωνος με το Ηνωμένο Βασίλειο και την Επιτροπή ως προς το ότι - το σημείο αυτό θα διευκρινιστεί πιο κάτω - οι καταστάσεις που διέπονται αντιστοίχως απά τα άρθρα 255 και 287 των Immigration Rules δεν είναι συγκρίσιμες. Σταματώ ευθύς αμέσως στην άποψη της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου. Κατά την άποψη αυτής της κυβερνήσεως, υπάρχουν δύο πτυχές - η μία ουσιαστική, η άλλη κατά κάποιον τρόπο διαδικαστική - υπό τις οποίες προκύπτει σαφώς η αντικειμενική διαφορά μεταξύ των δύο καταστάσεων οι οποίες, κατά τον A. Kaba, θα έπρεπε αντιθέτως να υπάγονται σε πανομοιότυπη ρύθμιση.

    2) Δικαιώματα διαμονής και σύγκριση μεταξύ των νομικών καταστάσεων του προσώπου που «είναι εγκατεστημένο» στο Ηνωμένο Βασίλειο και του κοινοτικού διακινούμενου εργαζομένου που κατοικεί σ' αυτό

    45 Τι διαφοροποιεί, καθόσον ενδιαφέρει εδώ, τις υποκειμενικές καταστάσεις του διακινουμένου κοινοτικού υπηκόου και του προσώπου που «βρίσκεται και είναι εγκατεστημένο» στο Ηνωμένο Βασίλειο, είτε είναι είτε δεν είναι υπήκοος αυτού του κράτους (80). Θα αρχίσω με την πρώτη από τις πτυχές που υπογράμμισε η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, στου οποίου την άποψη επί του σημείου αυτού προσχώρησε επίσης η Επιτροπή (81). Όσον αφορά τον διακινούμενο υπήκοο, η ίδια η κοινοτική έννομη τάξη του παρέχει δικαίωμα διαμονής στο κράτος υποδοχής, με την επιφύλαξη πάντως ότι πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις: η σύνδεση με οποιαδήποτε οικονομική δραστηριότητα, π.χ., η ιδιότητα του σπουδαστή, αρκεί ο ενδιαφερόμενος να διαθέτει επαρκείς πόρους προκειμένου να μην καταστεί βάρος για την κοινωνική ασφάλιση του τόπου της κατοικίας (82). Αντιθέτως, το πρόπωπο που «βρίσκεται και είναι εγκατεστημένο» στο Ηνωμένο Βασίλειο υπάγεται σε μια κατηγορία που έχει δημιουργηθεί από την εθνική νομοθεσία και απολαύει του άνευ όρων δικαιώματος διαμονής που του εξασφαλίζει η εθνική έννομη τάξη. Η τελευταία αυτή κατάσταση θεωρείται, στην πραγματικότητα, ως η κατάσταση των προσώπων που κατοικούν στη χώρα καταγωγής: οι υπήκοοι του κράτους υποδοχής «δεν διαθέτουν κανένα ειδικό δικαίωμα διαμονής αλλά ένα γενικό δικαίωμα ελευθερίας μέσα στην πατρίδα τους» (83). Όπως διευκρίνισε το Δικαστήριο «είναι αληθές ότι (...) ο υπήκοος κράτους μέλους εισέρχεται και διαμένει στο έδαφος του κράτους αυτού δυνάμει των δικαιωμάτων που συνδέονται με την ιθαγένειά του και όχι δυνάμει των δικαιωμάτων που του απονέμει το κοινοτικό δίκαιο» (84). Με άλλα λόγια ενώ το πρόσωπο που βρίσκεται και είναι εγκατεστημένο στο Ηνωμένο Βασίλειο απολαύει δικαίωμα μόνιμης διαμονής, ο διακινούμενος εργαζόμενος, όπως η V. Michonneau, έχει δικαίωμα διαμονής στο έδαφος του κράτους υποδοχής που μόνο δυνάμει είναι διαρκές. Το δικαίωμα αυτό διαρκεί καθόσον ασκεί (ή επιθυμεί να επιδοθεί σε) οικονομική δραστηριότητα (βλ. ανωτέρω το σημείο 22). Επιπλέον, μόνον ο κάτοχος δικαιώματος αόριστης διάρκειας διαμονής, δηλαδή το πρόσωπο που είναι «εγκατεστημένο» (και το οποίο δεν έχει ακόμη τη βρετανική ιθαγένεια), μπορεί να υποβάλει αίτηση πολιτογραφήσεως προκειμένου να καταστεί Βρετανός υπήκοος (βλ. ανωτέρω το σημείο 10).

    46 Όσον αφορά, ειδικότερα, τα δικαιώματα διαμονής, και πάλι η κοινοτική έννομη τάξη είναι αυτή που κάνει μια σαφή διάκριση που πρέπει να υπομνησθεί εδώ: προβλέπεται, αφενός, το «απλό» δικαίωμα διαμονής του διακινούμενου εργαζομένου και, αφετέρου, από τη στιγμή κατά την οποία ο διακινούμενος κοινοτικός υπήκοος έχει αποκτήσει ρίζες στο κράτος μέλος υποδοχής, το δικαίωμα μόνιμης διαμονής, το οποίο δεν εξαρτάται πλέον από καμία προϋπόθεση, περιορισμό ή δέσμευση (85). Αυτό το νέο πλέον εκτεταμένο δικαίωμα διαμονής συνιστά «συνακόλουθο» αυτού, που, κατά γενικό κανόνα, χορηγείται βάσει της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων. Πράγματι, σε ειδικές περιπτώσεις, ο κανονισμός 1251/70 [του οποίου το νομικό έρεισμα είναι το άρθρο 48, παράγραφος 3, στοιχείο δδ] και η οδηγία 75/34 παρέχουν το δικαίωμα διαμονής στο κράτος υποδοχής, δηλαδή δικαίωμα μόνιμης διαμονής, στους διακινούμενους εργαζομένους (μισθωτούς ή μη μισθωτούς) και στα μέλη της οικογενείας τους που διαμένουν ήδη στο έδαφος άλλου κράτους μέλους από αυτό της καταγωγής δυνάμει του δικαιώματος που τους παρέχει το άρθρο 48, παράγραφος 3, στοιχείο γγ (86), και το άρθρο 52 της Συνθήκης, που υλοποιήθηκε με την εν λόγω οδηγία και με την οδηγία 73/148 (βλ. ανωτέρω το σημείο 25). Μεταξύ των περιπτώσεων στις οποίες αναφέρεται ο κανονισμός 1251/70, περιλαμβάνεται και αυτή του εργαζομένου που έχει συμπληρώσει την ηλικία προς συνταξιοδότηση, αφού έχει εργαστεί στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής κατά τη διάρκεια των δώδεκα τελευταίων μηνών και έχει διαμείνει συνεχώς σ' αυτό περισσότερο από τρία έτη (βλ. το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο αα). Περιλαμβάνεται επίσης η περίπτωση του εργαζομένου ο οποίος, έχοντας διαμείνει συνεχώς στο έδαφος κράτους μέλους περισσότερο από δύο έτη, παύει να έχει εκεί μισθωτή απασχόληση λόγω μόνιμης ανικανότητας προς εργασία (βλ. το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο ββ). Οι περιπτώσεις στις οποίες αναφέρομαι αντιστοιχούν κατ' ουσίαν προς αυτή του προσώπου που «βρίσκεται και είναι εγκατεστημένο» στο Ηνωμένο Βασίλειο. Πάντως, είναι σαφές ότι, στη διαφορά της κύριας δίκης, η κατάσταση στην οποία βρίσκεται η σύζυγος του A. Kaba δεν εμπίπτει σε καμία από τις διατάξεις που προανέφερα.

    47 Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί (βλ. ήδη ανωτέρω την υποσημείωση 49) ότι το άρθρο (και ειδικότερα η παράγραφος 2, στοιχείο e, του EEA Order καθώς και τα άρθρα 256 και 257 των Immigration Rules - που περιέχονται μαζί με το άρθρο 255, στο τμήμα που επιγράφεται «Εγκατάσταση» (Settlement) - προβλέπουν την περίπτωση των προσώπων που πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στον κανονισμό 1251/70 και την οδηγία 75/34, αναγνωρίζοντας στα πρόσωπα αυτά το δικαίωμα να λάβουν «άδεια διαμονής αόριστης διάρκειας» (ο κάτοχος του οποίου καθίσταται εξ αυτού τούτου του γεγονός πρόσωπο «εγκατεστημένο» στο Ηνωμένο Βασίλειο). Με τον τρόπο αυτό, η εθνική νομοθεσία εξομοιώνει, πλήρως, το δικαίωμα διαμονής αόριστης διάρκειας που προβλέπεται στο σημείο 255 με το «δικαίωμα παραμονής» που προβλέπεται από την κοινοτική έννομη τάξη (και έκφραση του οποίου αποτελούν τα σημεία 256 και 257 των Immigration Rules) και διακρίνει τις διαφορετικές καταστάσεις «εγκαταστάσεως» στο Ηνωμένο Βασίλειο κατά την έννοια των νόμων περί αλλοδαπών από το «απλό» δικαίωμα διαμονής του «δικαιουμένου προσώπου» κατά την έννοια του EEA Order.

    48 Όσον αφορά τη διαμονή σε δεδομένο κράτος μέλος, η διαφορά της νομικής καταστάσεως στην οποία βρίσκονται οι υπήκοοι αυτού του κράτους σε σχέση προς αυτή των υπηκόων των άλλων κρατών μελών είναι τέτοιας φύσεως ώστε η ίδια η κοινοτική έννομη τάξη αναγνωρίζει στα κράτη μέλη την ευχέρεια να μεταχειρίζονται τους ημεδαπούς (και τα μέλη της οικογενείας τους) με ευνοϋκότερο τρόπο. Επομένως, υπό το φως ακριβώς των σκέψεων που ανέπτυξα ανωτέρω, πρέπει, κατ' εμέ, να νοηθεί η απόφαση που εξέδωσε το Δικαστήριο στην υπόθεση Singh: δεδομένου ότι «ο υπήκοος κράτους μέλους εισέρχεται και διαμένει στο έδαφος του κράτους αυτού δυνάμει των δικαιωμάτων που συνδέονται με την ιθαγένειά του», «τα άρθρα 48 και 52 της Συνθήκης δεν εμποδίζουν τα κράτη μέλη να εφαρμόζουν στους αλλοδαπούς συζύγους των υπηκόων τους κανόνες σχετικούς με την είσοδο και τη διαμονή περισσότερο ευνοϋκούς από αυτούς που προβλέπει το κοινοτικό δίκαιο» (87). Ο δεσμός που ενώνει τα διάφορα κράτη μέλη με τους υπηκόους τους είναι ασφαλώς στενότερος και, εν πάση περιπτώσει, διαφορετικός σε σχέση με αυτόν που έχει δημιουργήσει κάθε κράτους μέλος της Κοινότητας, μέσω της Συνθήκης, με τους υπηκόους των άλλων κρατών μελών. Κατά συνέπεια, στον τομέα των δικαιωμάτων εισόδου και διαμονής, η διαφορετική μεταχείριση μεταξύ της μιας και της άλλης κατηγορίας προσώπων δεν συνεπάγεται κατ' ανάγκη παράνομες καταστάσεις δυσμενούς διακρίσεως.

    49 Η απόφαση Reed μπορεί, σε τελευταία ανάλυση, να εναρμονιστεί με την κρίση που εξέφερε το Δικαστήριο με την απόφαση Singh και με την ανωτέρω συνθετική παρουσίαση. Ο A. Kaba υπενθυμίζει ότι το Δικαστήριο, με την απόφαση Reed, θεώρησε ως συνιστώσα δυσμενή διάκριση λόγω της ιθαγένειας μια εθνική νομοθεσία που δεν αναγνώριζε το δικαίωμα διαμονής στον άγαμο σύντροφο κοινοτικού εργαζομένου που είχε μεταβεί και κατοικούσε στις Κάτω Ξώρες, ενώ το ίδιο αυτό δικαίωμα προβλεπόταν για τον άγαμο σύντρφο Ολλανδού υπηκόου ή αλλοδαπού κατόχου δικαιώματος απεριόριστης διαμονής (όπως πρόσφυγα ή δικαιουμένου ασύλου) (88). Δεν αρνούμαι ότι, πάντοτε στον τομέα της διαμονής, η κατάσταση του τελευταίου αυτού προσώπου (παραπλήσια προς αυτή των Ολλανδών υπηκόων) (89) φαίνεται να προσεγγίζει αυτή του προσώπου που «βρίσκεται και είναι εγκατεστημένο» (που δεν αφίσταται καθεαυτή από αυτήν του Βρετανού υπηκόου) (90). Πάντως, γεγονός είναι ότι το Δικαστήριο, επικρίνοντας τον συνιστώντα δυσμενή διάκριση χαρακτήρα του εθνικού μέτρου, περιορίστηκε στη διαπίστωση της διαφοράς μεταχειρίσεως που επιφυλάσσεται στους κοινοτικούς υπηκόους (ή τους συντρόφους τους) σε σχέση προς αυτή που επιφυλάσσεται στους Ολλανδούς υπηκόους (ή τους συντρόφους τους) θεωρουμένους υπ' αυτή την ιδιότητα. Επομένως, το Δικαστήριο δεν έλαβε ρητώς υπόψη την επιχειρηματολογία με την οποία η Ολλανδική Κυβέρνηση αντέταξε στις αιτιάσεις που είχε διατυπώσει η Reed την ουσιώδη διαφορά που υφίσταται μεταξύ των δικαιωμάτων διαμονής του ημεδαπού και αυτών του κοινοτικού διακινουμένου εργαζομένου. Στην πραγματικότητα, με την απόφαση Reed, έκρινε ότι υφίστατο χαρακτηριστική περίπτωση δυσμενούς διακρίσεως λόγω της ιθαγένειας διότι - όπως τόνισε ο γενικός εισαγγελέας Lenz με τις προτάσεις του στην υπόθεση Reed (βλ. μέρος A.II, σημείο 1, στοιχείο αα) - το οικείο κράτος μέλος δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμο γιατί η διαφορά μεταχειρίσεως που επιφυλάσσεται στους κοινοτικούς διακινουμένους εργαζομένους οφείλεται στη διαφορετική νομική τους κατάσταση που συνδέεται με τα δικαιώματα διαμονής και όχι αποκλειστικά σ' αυτήν καθεαυτήν την ιθαγένεια (91).

    50 Επανέρχομαι στην περίπτωση που μας απασχολεί. Εν προκειμένω, το Ηνωμένο Βασίλειο μας εκθέτει μια πλήρη και πειστική αιτιολόγηση του συστήματος που θεσπίστηκε για τις καταστάσεις που προβλέπονται αντισχοίχως στα άρθρα 255 και 287 των Immigration Rules: κάθε άλλο συνιστώντες δυσμενή διάκριση (μολονότι θα μπορούσε κανείς να σκεφθεί μια έμμεση δυσμενή διάκριση) λόγω της ιθαγένειας, το μακρότερο χρονικό διάστημα προηγούμενης διαμονής που προβλέπεται στο άρθρο 255 απορρέει σαφώς από το γεγονός ότι, όταν πρόκειται για το δικαίωμα διαμονής, η περίπτωση του διακινούμενου εργαζομένου πρέπει να κρίνεται και να διέπεται, όπως πράγματι έγινε, διαφορετικά από την κατάσταση του προσώπου που «βρίσκεται και είναι εγκατεστημένο» στο Ηνωμένο Βασίλειο (92). Ουσιαστικά, κατά την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, σε αντίθεση προς τον κοινοτικό διακινούμενο εργαζόμενο που έχει απλό δικαίωμα διαμονής κατά την έννοια του EEA Order (και της οδηγίας), ο αλλοδαπός που είναι «εγκατεστημένος» στο Ηνωμένο Βασίλειο έχει δημιουργήσει σταθερούς δεσμούς με τη χώρα υποδοχής, αφού έχει μείνει κανονικά τέσσερα έτη αδιαλείπτως στη χώρα αυτή. Πολλώ μάλλον, ο Βρετανός υπήκοος, υπό την ιδιότητά του αυτή, απολαύει στη χώρα του δικαίωμα μόνιμης και άνευ όρων διαμονής (93). Εξάλλου, ακόμη και ο κοινοτικός διακινούμενος εργαζόμενος ο οποίος, κατά τον εθνικό νομοθέτη, έχει δημιουργήσει διαρκείς δεσμούς με το Ηνωμένο Βασίλειο, έχει τη δυνατότητα να ζητήσει και να τύχει της «εγκαταστάσεως» (settlement). Το άρθρο 255 των Immigration Rules προϋποθέτει πράγματι ότι έχει αποκτήσει ρίζες στη χώρα το πρόσωπο που έχει παραμείνει σ' αυτήν επί τέσσερα έτη. Κατόπιν αυτού, γίνεται αντιληπτός ο λόγος για τον οποίο, όσον αφορά την αίτηση διαμονής αόριστης διάρκειας, το απαιτούμενο προηγούμενο χρονικό διάστημα παραμονής έχει περιοριστεί όσον αφορά το πρόσωπο που ζητεί την απεριόριστη διαμονή προκειμένου να έλθει να μείνει μαζί με τον σύζυγο που είναι ήδη «εγκατεστημένο» πρόσωπο. Αντιθέτως, δεν θεωρήθηκε - πράγμα που δεν μου φαίνεται στερούμενο λογικής - ότι, δώδεκα μόνο μήνες μετά την είσοδό του στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο διακινούμενος εργαζόμενος έχει δημιουργήσει ρίζες στη χώρα υποδοχής μέχρι του σημείου να δικαιολογείται η επέκταση στον σύζυγο που επιθυμεί να έλθει να μείνει μαζί του της ίδιας μεταχειρίσεως με αυτή που επιφυλάσσεται στον σύζυγο προσώπου που είναι ήδη εγκατεστημένο στη χώρα. Η ίδια η κοινοτική έννομη τάξη, πρέπει αυτό να υπομνησθεί, εξαρτά το δικαίωμα διαμονής αόριστης διάρκειας από την προϋπόθεση ότι έχει επιτευχθεί επαρκής ενσωμάτωση στο κράτος υποδοχής, η οποία δεν τεκμαίρεται ότι υφίσταται παρά μόνο μετά τη συμπλήρωση κατάλληλου χρονικού διαστήματος συνεχούς διαμονής, συνοδευόμενης ενίοτε με πρόσθετα στοιχεία (94) (95).

    3) Αποτελέσματα από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης για την Ευρωπαϋκή Ένωση

    51 Εξέθεσα τους λόγους για τους οποίους η νομική κατάσταση των προσώπων που «βρίσκονται και είναι εγκατεστημένα» στο Ηνωμένο Βασίλειο εξακολουθεί να διακρίνεται από αυτήν του κοινοτικού διακινούμενου εργαζομένου ο οποίος, όπως εν προκειμένω η V. Michonneau, έφθασε στη χώρα αυτή λίγο χρόνο πριν ο σύζυγος ζητήσει να του παρασχεθεί το δικαίωμα διαμονής αόριστης διάρκειας. Κατ' αυτό το στάδιο, το πρόβλημα συνίσταται στο να επαληθευθεί αν η έναρξη ισχύος της Συνθήκης για την Ευρωπαϋκή Ένωση την 1η Νοεμβρίου 1993 (δηλαδή σε ημερομηνία προηγούμενη των περιστατικών της υποθέσεως) μετέβαλε, υπό οποιοδήποτε πρίσμα που έχει σημασία για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας, τη νομική κατάσταση της V. Michonneau. Ήδη η Συνθήκη ΕΚ περιέχει το άρθρο 8 A (που προστέθηκε με τη Συνθήκη ΕΕ) (96). Στο πλαίσιο άλλων διαδικασιών διατυπώθηκε η άποψη ότι οι διατάξεις αυτού του άρθρου αποτελούν «σημαντικό ποιοτικό βήμα» - ή, όπως επίσης εκτέθηκε «υπέρβαση» - της προϋφιστάμενης αντιλήψεως της ελεύθερης κυκλοφορίας που συνδέεται, μάλιστα δε οριοθετείται, με την άσκηση οικονομικών δραστηριοτήτων (βλ. τα άρθρα 48 έως 66 της Συνθήκης ΕΚ) ή εξαρτάται από την προϋπόθεση διαθέσεως επαρκών πόρων προκειμένου να μην επιβαρυνθεί η κοινωνική ασφάλιση του κράτους μέλους υποδοχής (βλ. τις οδηγίες στον τομέα της διαμονής), οπότε δύσκολα θα μπρούσε επί του παρόντος το κοινοτικό κεκτημένο να έχει εφαρμογή στα δικαιώματα διαμονής των πολιτών της Ευρωπαϋκής Ενώσεως (97).

    52 Ας μη χάνουμε εντούτοις από το οπτικό μας πεδίο το ουσιώδες σημείο του ερωτήματος που υπέβαλε στο Δικαστήριο το αιτούν δικαστήριο. Πρόκειται για το αν η κοινοτική υπήκοος, της οποίας ο A. Kaba ήταν ο σύζυγος, μπορεί να προβάλει στο κράτος μέλος υποδοχής δικαίωμα πλήρους διαμονής, δηλαδή δικαίωμα απόλυτο: μόνο υπ' αυτή ακριβώς τη μορφή το εν λόγω δικαίωμα θα αντιστοιχούσε σ' αυτό που αναγνωρίζεται από τον Βρετανό νομοθέτη στον δικό του υπήκοο ή το πρόσωπο που «βρίσκεται και είναι εγκατεστημένο» και θα αποκλειόταν η φερόμενη δυσμενής διάκριση στην απόλαυση του εν λόγω κοινωνικού πλεονεκτήματος. Επομένως, το ζήτημα αφορά την εκ μέρους του Ηνωμένου Βασιλείου ενδεχομένως διαπραχθείσα παράβαση λόγω του ότι δεν εξομοίωσε πλήρως την κατάσταση του ημεδαπού (ή την άλλη, αντίστοιχη, του προσώπου που «βρίσκεται και είναι εγκατεστημένο») προς αυτήν που αναγνωρίζεται στους κοινοτικούς υπηκόους, προκειμένου να εξαλειφθεί η διαφορά των προϋποθέσεως προηγούμενης διαμονής τις οποίες οι αντίστοιχοι σύζυγοι θα πρέπει να πληρούν πριν ζητήσουν το δικαίωμα απεριόριστης διαμονής. Το Δικαστήριο δεν είχε μέχρι τώρα την ευκαιρία να αποφανθεί επί της εν προκειμένω επίμαχης πτυχής της ισότητας και επομένως, ας το επαναλάβω, του φερόμενου «απεριόριστου» χαρακτήρα - της ελευθερίας διαμονής που ο A. Kaba επιδιώκει να θεωρηθεί ότι επεκτείνεται στους άλλους κοινοτικούς υπηκόους με τον ίδιο τρόπο και επί της ίδιας βάσεως όπως η ελευθερία αυτή παρέχεται από το κράτος υποδοχής στους υπηκόους του (98).

    53 Κατ' εμέ, δεν νομίζω ότι οι διατάξεις που προβλέπονται από τις Συνθήκες του Μάαστριχτ και του Άμστερνταμ συνηγορούν υπέρ μιας τέτοιας αξιώσεως. Αυτό είναι το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουμε εξετάζοντας από πιο κοντά, σε σχέση με το ζήτημα που μας απασχολεί, τις διατάξεις του άρθρου 8 A, παράγραφος 1, της Συνθήκης. Δεν χρειάζεται καν να υπομνηστεί το νομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται αυτή η διάταξη. Το προοίμιο της Συνθήκης για την Ευρωπαϋκή Ένωση εξαγγέλλει την αποφασιστικότητα «[των κρατών μελών] να προχωρήσουν σε ένα νέο στάδιο της διαδικασίας προς την ευρωπαϋκή ολοκλήρωση (...)» και επαναβεβαιώνει «τον στόχο τους να διευκολύνουν την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων». Το άρθρο B της ίδιας αυτής Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 2 ΕΕ) περιλαμβάνει μεταξύ των σκοπών της Ενώσεως το «να ενισχύσει την προστασία των δικαιωμάτων και των συμφερότων των υπηκόων των κρατών μελών της με τη θέσπιση ιθαγένειας της Ένωσης». Η ιθαγένεια αυτή δημιουργήθηκε. Επομένως, η Συνθήκη υιοθετεί την ιδέα μιας κοινής καταστάσεως που αποκτούν τα άτομα των οποίων η νομική κατάσταση αναγνωρίζεται στην έννομη τάξη της Ενώσεως (βλ. το άρθρο 8 της Συνθήκης ΕΚ) από το γεγονός και μόνον ότι έχουν την ιθαγένεια κράτους μέλους. Πρόκειται για μια ιδέα που αποτελεί εύφορο έδαφος, διότι, επ' αυτής της βάσεως, η Ένωση των κρατών μελών μπορεί, όπως αποδεικνύει η ιστορική πείρα, να αναπτυχθεί και να καταστεί μια ένωση λαών όπως την εννοούν οι Συνθήκες του Μάαστριχτ και του Άμστερνταμ. Το προοίμιο της Συνθήκης ΕΕ αναφέρεται στην απόφαση να συνεχίσουν την «πορεία τους προς μια ολοένα στενότερη ένωση των λαών της Ευρώπης». Όμως, η συμβολή με την προσθήκη αυτής της νέας ιθαγένειας στο ευρωπαϋκό οικοδόμημα δεν είναι απλώς δυνητική.

    54 Επιτρέψτε μου να υπενθυμίσω αυτό που είπα σε μια άλλη υπόθεση σε σχέση με τη βεβαία και άμεση επίπτωση της ιθαγένειας της Ενώσεως επί του πεδίου εφαρμογής της απαγορεύσεως οποιασδήποτε δυσμενούς διακρίσεως στηριζόμενης στην ιθαγένεια. Το δικαίωμα στην ίδια μεταχείριση με αυτή που εξασφαλίζει το κράτος διαμονής στους υπηκόους του μπορεί, κατ' εμέ, να τύχει ήδη επικλήσεως από το άτομο, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε ιδιότητά του ως χρήστη της αγοράς, χάρη στην κατάστασή του ως Ευρωπαίου πολίτη που, θα έλεγα, προκύπτει από τη Συνθήκη και η οποία πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για την εφαρμογή αυτού του δικαιώματος έναντί του. Αυτά ακριβώς έλεγα στην υπόθεση Martνnez Sala (99). Εντούτοις, στην υπόθεση αυτή, εξέθεσα επίσης ότι η ιθαγένεια της Ενώσεως δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υπερκαλύψει άνευ ετέρου την εθνική ιθαγένεια ούτε, κατά συνέπεια, να στηρίξει την αξίωση απολαύσεως επίσης των δικαιωμάτων που πρέπει να θεωρούνται ότι παρέχονται αποκλειστικά στους υπηκόους του κράτους διαμονής, διότι τα δικαιώματα αυτά τους ανήκουν αποκλειστικά λόγω της ιθαγένειάς τους (100). Η παρατήρηση αυτή επιβάλλεται από το σαφές κείμενο των Συνθηκών (101). Οφείλω εδώ να διατυπώσω εκ νέου την παρατήρηση αυτή: η απαγόρευση δυσμενούς διακρίσεως που προβλέπει ο κανονισμός όσον αφορά τα κοινωνικά πλεονεκτήματα δεν σκοπεί και δεν θα μπορούσε να εξαναγκάσει τον Βρετανό νομοθέτη στην τήρηση μιας υποχρεώσεως που η Συνθήκη και το ίδιο το καθεστώς της ιθαγένειας της Ενώσεως δεν επιτρέπουν να του επιβληθεί, όπως, ακριβώς, η υποχρέωση πλήρους εξομοιώσεως του «right of abode», που φέρει σαφώς τη σφραγίδα της εθνικής ιθαγένειας, με το δικαίωμα διαμονής του κοινοτικού υπηκόου (102). Η άποψη του A. Kaba δεν μπορεί να στηριχθεί ούτε στο γεγονός ότι η ελευθερία, όχι μόνο κυκλοφορίας, αλλά και διαμονής σε κάθε κράτος μέλος θεωρείται ρητώς από μια ειδική διάταξη της Συνθήκης ως δικαίωμα συνδεόμενο με την ιθαγένεια της Ενώσεως. Για την ορθή ερμηνεία αυτής της διατάξεως, είναι επιβεβλημένες οι σκέψεις και οι διευκρινίσεις που ακολουθούν, αυτό δε ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι η εν λόγω διάταξη θεσπίστηκε για τον καθορισμό μιας θεμελιώδους ελευθερίας, ενός δικαιώματος συνταγματικής τάξεως (103). Εδώ, το ένα και μοναδικό ζήτημα που τίθεται είναι αν το άρθρο 8 A, παράγραφος 1, της Συνθήκης, ως εκ του δεσμευτικού του περιεχομένου, είχε ως αποτέλεσμα τη διεύρυνση για όλους τους πολίτες ενός δικαιώματος διαμονής απαλλαγμένου εξ ορισμού, επί του συνόλου του εδάφους της Ενώσεως, από κάθε χρονικό περιορισμό. Όμως, η διάταξη που εξαγγέλλει το δικαίωμα αυτό περιβάλλει εντούτοις την άσκησή του με επακριβή όρια που πρέπει να τηρούνται κάθε φορά που επιχειρείται η επίκληση - όπως, κατ' εμέ, είναι ασφαλώς δυνατό - του άμεσου αποτελέσματός της (104). Πρόκειται, πράγματι, για σημαντικά όρια. Επιβάλλονται πάντως από την πρωτογενή πηγή της έννομης τάξεως της Ενώσεως. Ο ερμηνευτής, είτε του αρέσει ή όχι, δεν μπορεί να τα αγνοήσει.

    55 Τα δεδομένα του ισχύοντος δικαίου με ωθούν στη σκέψη ότι η Συνθήκη ΕΕ, καθεαυτή, δεν αποτελεί σημαντικό νεωτερισμό στον τομέα της διαμονής όπως ισχυρίζεται ο A. Kaba, διότι αφήνει μάλλον στο Συμβούλιο, για το μέλλον και κατόπιν ψήφου με ομοφωνία (σε συναπόφαση με το Ευρωπαϋκό Κοινοβούλιο (105)), το λεπτό έργο της διευκολύνσεως της ασκήσεως από τους υπηκόους της Ενώσεως του δικαιώματος να διαμένουν ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών (βλ. το άρθρο 8 A, παράγραφος 2). Εξάλλου, οι προπαρασκευαστικές εργασίες για τη μελλοντική Συνθήκη για την Ευρωπαϋκή Ένωση δείχνουν ότι, τουλάχιστον αρχικά, είχε αντιμετωπιστεί η δυνατότητα θεσπίσεως ιθαγένειας της Ευρωπαϋκής Ενώσεως που να περιλαμβάνει το «δικαίωμα πλήρους ελευθερίας κυκλοφορίας και διαμονής» (106), ή την «ελευθερία κυκλοφορίας και διαμονής ανεξάρτητα από την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας» (107), ή πλήρη ελευθερία κινήσεως (108), αυτό δε ώστε να «συγκεκριμενοποιηθεί» ή έννοια της ευρωπαϋκής ιθαγένειας (109). Η Επιτροπή, εξάλλου, πρότεινε την ακόλουθη διατύπωση: «Κάθε πολίτης της Ένωσης έχει το δικαίωμα να κυκλοφορεί και να διαμένει ελεύθερα και χωρίς χρονικούς περιορισμούς στο έδαφος της Ένωσης, είτε ασκεί είτε όχι οικονομική δραστηριότητα» (110). Το άρθρο 8 A, παράγραφος 1, της Συνθήκης προβλέπει ήδη το δικαίωμα ελεύθερης διαμονής στην Ένωση προσθέτοντας την ακόλουθη φράση: «υπό την επιφύλαξη των περιορισμών και με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην παρούσα Συνθήκη και στις διατάξεις που θεσπίζονται για την εφαρμογή της». Επιβάλλεται κατ' ανάγκην η διαπίστωση ότι, ως εκ τούτου, η εν λόγω διάταξη παραπέμπει στις προηγούμενες διατάξεις, όπως της ίδιας της Συνθήκης ΕΚ (βλ. τα άρθρα 48 έως 66), καθώς και σε όλα όσα προβλέπουν, μεταξύ άλλων, ο κανονισμός, η οδηγία και οι οδηγίες στον τομέα της διαμονής. Η κατ' αυτόν τον τρόπο διατυπωθέντων προσθήκη ορίων στο κείμενο του άρθρου 8 A, παράγραφος 1, σημαίνει επομένως ότι η ελευθερία διαμονής εξακολουθεί να συνδέεται με την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας (άρθρα 48 έως 66 και παράγωγο δίκαιο) ή με τη δυνατότητα διαθέσεως επαρκών πόρων (οδηγίες στον τομέα της διαμονής) αλλά και υπόκειται στους περιορισμούς που προβλέπονται από τις οδηγίες για την εκτόπιση, δηλαδή για την απέλαση των αλλοδαπών.

    56 Αν το άρθρο 8 A, παράγραφος 1, είχε πράγματι δημιουργήσει ένα «απόλυτο» δικαίωμα διαμονής αντίστοιχο προς αυτό του οποίου απολαύουν οι υπήκοοι των διαφόρων κρατών μελών στο αντίστοιχο εθνικό τους έδαφος, οι διακινούμενοι πολίτες της Ενώσεως δεν θα μπορούσαν πλέον να απελαθούν από το κράτος μέλος υποδοχής και οι οδηγίες για τις εκτοπίσεις των αλλοδαπών, αν δεν καταργούνταν, θα έπρεπε τουλάχιστον να αντανακλούν μια τέτοια μεταβολή (κανένα από τα άρθρα 48, παράγραφος 3, το άρθρο 56, παράγραφος 1, και το άρθρο 66 της Συνθήκης δεν αποτέλεσαν το αντικείμενο τροποποιήσεως). Επιπλέον, το Δικαστήριο εξακολούθησε να αποφαίνεται επί των οδηγιών αυτών, στο πλαίσιο της εκδόσεως προδικαστικών αποφάσεων κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 234 ΕΚ), χωρίς να κάνει την παραμικρή αναφορά στη Συνθήκη για την Ευρωπαϋκή Ένωση, δείχνοντας έτσι ότι θεωρεί ότι η έναρξη ισχύος αυτής της Συνθήκης δεν είχε ως αποτέλεσμα να καταστήσει ανενεργές αυτές τις οδηγίες (111).

    57 Ανάλογες εκτιμήσεις ισχύουν για τις οδηγίες στον τομέα της διαμονής οι οποίες ούτε τροποποιήθηκαν ούτε καταργήθηκαν και επί των οποίων το Δικαστήριο αποφάνθηκε και πάλι πρόσφατα κατόπιν προσφυγής που άσκησε η Επιτροπή κατ' εφαρμογήν του άρθρου 169 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 226 ΕΚ) (112). Ομοίως, τα άρθρα 48 έως 66 της Συνθήκης (όπως και οι οδηγίες και οι κανονισμοί που εκδόθηκαν κατ' εφαρμογή τους) θα είχαν αντιστοίχως τροποποιηθεί. Τελικά, η Συνθήκη ΕΕ επέδρασε στο άρθρο 49 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 40 ΕΚ) στο μέρος που προβλέπει την υποχρέωση του Συμβουλίου να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την προοδευτική πραγματοποίηση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων όπως ορίζεται στο άρθρο 48. Ακόμη και έναντι αυτών των διατάξεων της Συνθήκης - καθώς και, π.χ., του κανονισμού και της οδηγίας - η νομολογία του Δικαστηρίου δεν έπαψε να εμπλουτίζεται χωρίς απολύτως καμία ένδειξη για το ότι πρέπει να θεωρηθεί παρωχημένη, π.χ., η απόφαση Antonissen - που αναγνώρισε το δικαίωμα των κρατών μελών να καθορίζουν εύλογα όρια (εν προκειμένω έξι μηνών) στη διάρκεια διαμονής του προσώπου που αναζητεί απασχόληση σε άλλο κράτος μέλος εκτός από το κράτος καταγωγής (βλ. ανωτέρω το σημείο 22). Και εδώ επίσης θεωρώ ότι επιβεβαιώνεται το γεγονός ότι το άρθρο 8 A, παράγραφος 1, δεν συνιστά, καθεαυτό, σημαντική ποιοτική πρόοδο.

    58 Εξάλλου, αν οι διακινούμενοι υπήκοοι της Ενώσεως απολαύουν πλέον απόλυτου δικαιώματος διαμονής, δεν γίνεται αντιληπτό γιατί - κατόπιν της ακυρώσεως της οδηγίας 90/366/ΕΟΚ (113) - το Συμβούλιο, τρεις μόνον ημέρες πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης ΕΕ, εξέδωσε με την τωρινή της διατύπωση την οδηγία 93/96 σχετικά με το δικαίωμα διαμονής των σπουδαστών (βλ. ανωτέρω το σημείο 22). Δεν φαίνεται πολύ λογική η έκδοση μιας οδηγίας που προβλέπει δικαίωμα διαμονής που περιορίζεται στη διάρκεια της πραγματοποιούμενης εκπαιδεύσεως και εξαρτάται από την προϋπόθεση ασφαλίσεως ασθενείας και επαρκών πόρων, ενώ, επί του σημείου αυτού, πρόκειται να καταστεί παρωχημένη τρεις μέρες αργότερα (114). Επιπλέον, μια σειρά πρόσθετων προτάσεων - μεταξύ των οποίων η πρόταση που αναφέρεται ανωτέρω στην υποσημείωση 69 - οι οποίες περιέχουν τροποποιήσεις του κανονισμού και των οδηγιών 68/360 και 73/148 δεν θεωρούν το άρθρο 8 A, παράγραφος 1, ως την πηγή ενός «νέου» δικαιώματος διαμονής· αντιθέτως, επαναλαμβάνουν, π.χ., τη νομολογία που απορρέει από την απόφαση Levin (115) και Antonissen, επιβεβαιώνοντας ότι αυτή εξακολουθεί να ισχύει (116). Όχι μόνον η Επιτροπή (συντάκτης αυτών των προτάσεων), αλλά και το Ευρωπαϋκό Κοινοβούλιο και η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή φαίνονται να μη θεωρούν ότι έχουν περιπέσει σε αχρησία οι οδηγίες 68/360 και 73/148· πράγματι, κατά τη διάρκεια της νομοθετικής διαδικασίας για την τροποποίηση των εν λόγω οδηγιών, δεν προέβαλαν καμία αντίρρηση στο να εξακολουθεί να υφίσταται ένα εξαρτώμενο από προϋποθέσεις δικαίωμα διαμονής, όπως αυτό εκφράζεται στις διατάξεις εφαρμογής των άρθρων 48 έως 66 της Συνθήκης (117).

    59 Νομίζω ότι και το περιεχόμενο μιας εκθέσεως της Ευρωπαϋκής Επιτροπής για τη λειτουργία της Συνθήκης για την Ευρωπαϋκή Ένωση (118) μπορεί να παρουσιάζει ορισμένο ενδιαφέρον: «Τα δικαιώματα ελεύθερης κυκλοφορίας και ελεύθερης διαμονής δεν έχουν αναγνωριστεί γενικώς στον πολίτη της Ενώσεως, αλλά εξαρτώνται από "περιορισμούς και προϋποθέσεις" που τίθενται στην άσκησή [τους] από το κοινοτικό δίκαιο (...). Όσον αφορά το δικαίωμα διαμονής, γίνεται παραπομπή σε ένα πολύπλοκο σύνολο οδηγιών που θέτουν τις προϋποθέσεις, συχνά περιοριστικές, οι οποίες ισχύουν για κάθε κατηγορία προσώπων. (...) Επομένως, ουσιαστικά, η Συνθήκη δεν επέφερε καμία βελτίωση σε σχέση με την προηγούμενη κατάσταση. Ενόψει της φύσεως της ελευθερίας (...) διαμονής ως δικαιώματος, ο πολίτης δεν μπορεί παρά να απογοητεύτηκε στις προσδοκίες του» (119). Μια σαφής αντίληψη των ορίων που εξακολουθούν να υφίστανται για το δικαίωμα διαμονής των διακινουμένων κοινοτικών υπηκόων προκύπτει επίσης από την έκθεση Westendorp του 1995 (120), από την έκθεση Veil του 1997 (121) και από μια σειρά πρόσφατων παρεμβάσεων της Επιτροπής (122) (123).

    60 Το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων (124), η κρατούσα γνώμη στην επιστήμη (125), καθώς και ορισμένες αποφάσεις εθνικών δικαστηρίων (126) κλίνουν στο να δοθεί στο άρθρο 8 A, παράγραφος 1, της Συνθήκης μια ερμηνεία που δεν παραβλέπει το τελικό τμήμα αυτής της διατάξεως. Παρά ταύτα, το άρθρο 8 A, ακόμη και με την τωρινή του διατύπωση, επιτελεί, ανεξάρτητα από την προφανή πολιτική του σημασία (127), σημαντική λειτουργία από νομικής και τεχνικής απόψεως. Η παράγραφος 2 αυτής της διατάξεως παρέχει ασφαλώς μια ειδική νομική βάση για τη μελλοντική πρόοδο της κοινοτικής δράσεως που σκοπεί στη διευκόλυνση της ελεύθερης κυκλοφορίας των «μη ενεργών», προσώπων, αποφεύγοντας την ανάγκη χρησιμοποιήσεως του άρθρου 235 της Συνθήκης (βλ. την υποσημείωση 113).

    61 Ως συμπέρασμα προκύπτει, όσον αφορά το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας και τη νομική κατάσταση στην οποία βρίσκεται, στο παρόν στάδιο εξελίξεως της κοινοτικής ολοκληρώσεως, ένας διακινούμενος κοινοτικός υπήκοος όπως η V. Michonneau, ότι δεν φαίνεται ακόμα δυνατό να υποστηριχθεί ότι τα «κοινοτικά» δικαιώματα διαμονής των πολιτών της Ενώσεως που κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος από το κράτος καταγωγής είναι εφεξής ανάλογα προς αυτά που τα κράτη μέλη αναγνωρίζουν στους υπηκόους τους ή τα οποία, εν προκειμένω, το Ηνωμένο Βασίλειο παρέχει στα πρόσωπα που «είναι εγκατεστημένα» στο εθνικό έδαφος (128).

    4) Σύγκριση των προϋποθέσεων εισόδου στο Ηνωμένο Βασίλειο που ορίζονται από τα άρθρα 255 και 287 των Immigration Rules

    62 Για να αποδειχθεί η διαφορά που υφίσταται μεταξύ των καταστάσεων στις οποίες αναφέρονται τα άρθρα 255 και 287 των Immigration Rules, το Ηνωμένο Βασίλειο υπενθύμισε επίσης, όπως προεξέθεσα, ορισμένους διαδικαστικούς κανόνες. Αφενός, ο σύζυγος του κοινοτικού διακινουμένου εργαζομένου έχει γνήσιο δικαίωμα εισόδου και διαμονής στο κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου αυτός ασκεί την επαγγελματική του δραστηριότητα. Προκειμένου να τύχει της ελεύθερης κυκλοφορίας, ο κάτοχος του δικαιώματος αυτού πρέπει απλώς να επιδείξει, κατά το χρονικό σημείο της εισόδου, δελτίο ταυτότητας ή διαβατήριο εν ισχύι (129), και, ως προς τη διαμονή, λαμβάνει άδεια διαμονής προσκομίζοντας απλώς τα έγγραφα που προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, της οδηγίας (βλ. ανωτέρω την υποσημείωση 3). Οι διατυπώσεις αυτές έχουν περιοριστεί στο ελάχιστο προκειμένου να εξαλειφθούν οι περιορισμοί στη μετακίνηση και στη διαμονή των διακινουμένων εργαζομένων και της οικογενείας τους (βλ. το άρθρο 1 της οδηγίας) και τείνουν να εξασφαλίζουν μια σχεδόν άμεση είσοδο. Άπαξ έχουν τηρηθεί οι διατυπώσεις αυτές, το άρθρο 255 των Immigration Rules απαιτεί μόνο, ως προϋπόθεση για τη χορήγηση της άδειας διαμονής αόριστης διάρκειας, συνεχή παρουσία τεσσάρων ετών στο εθνικό έδαφος. Αντιθέτως, πρέπει να έχει «εγκριθεί» η είσοδος του, κατά την έννοια του άρθρου 287 των Immigration Rules, αιτούντος στο έδαφος του Ηνωμένου Βασιλείου τηρουμένων των προϋποθέσεων που απαιτούνται από το άρθρο 281 των Immigration Rules (βλ. ανωτέρω το σημείο 9). Δυνάμει της τελευταίας αυτής διατάξεως, ας το υπενθυμίσω, ο σύζυγος προσώπου που βρίσκεται και είναι εγκατεστημένο στο Ηνωμένο Βασίλειο και το οποίο επιθυμεί να «εγκατασταθεί» σ' αυτό δεν έχει δικαίωμα εισόδου. Προς τον σκοπό αυτό, πρέπει να λάβει ειδική άδεια, που προϋποθέτει την τήρηση ορισμένων προϋποθέσεων με τις οποίες σκοπείται, μεταξύ άλλων, να διασφαλιστεί ότι δεν πρόκειται για λευκό γάμο που συνήφθη αποκλειστικά για να επιτευχθεί η «εγκατάσταση» στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η βρετανική διοίκηση επαληθεύει την πλήρωση αυτών των προϋποθέσεων πριν επιτραπεί η είσοδος του αιτούντος στο Ηνωμένο Βασίλειο (130) και όχι μέσα σε λίγα λεπτά κατά το χρονικό σημείο της εισόδου του στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους, όπως στην περίπτωση των προσώπων που επικαλούνται την ελεύθερη κυκλοφορία που παρέχει το άρθρο 48 της Συνθήκης και των μελών της οικογενείας τους (131). Ενόψει της φύσεως των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 281 των Immigration Rules, η έρευνα αυτή μπορεί μάλιστα να διαρκέσει αρκετούς μήνες (132). Εξάλλου, αυτό το αναγνώρισε και ο ίδιος ο A. Kaba (133).

    63 Εν προκειμένω, ο A. Kaba ζήτησε άδεια διαμονής αόριστης διάρκειας βάσει του άρθρου 287 των Immigration Rules, χωρίς όμως να έχει προηγουμένως υποστεί τους ελέγχους που αναφέρονται στο άρθρο 281. Πράγματι, αφού αρχικώς ο A. Kaba έλαβε άδεια διαμονής ως σύζυγος κοινοτικού διακινουμένου εργζομένου, η βρετανική διοίκηση ουδέποτε είχε τη δυνατότητα να βεβαιωθεί ότι, μεταξύ άλλων, ο γάμος του A. Kaba με τη V. Michonneau δεν είχε συναφθεί αποκλειστικά προς τον σκοπό επιτεύξεως της «εγκαταστάσεως» στο Ηνωμένο Βασίλειο (134).

    64 Καταλήγοντας δεν θεωρώ ότι συνιστά δυσμενή διάκριση λόγω της ιθαγένειας η διαφορετική μεταχείριση που επιφυλάσσεται, αντιστοίχως, στον σύζυγο του κοινοτικού διακινουμένου εργαζομένου και στον σύζυγο προσώπου που είναι «εγκατεστημένο» στο Ηνωμένο Βασίλειο κατά την έννοια των βρετανικών νόμων περί αλλοδαπών.

    VI - Πρόταση

    65 Κατά συνέπεια, θεωρώ ότι στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε ο Immigration Adjudicator πρέπει να δοθούν οι ακόλουθες απαντήσεις:

    «1) Δικαίωμα διαμονής αόριστης διάρκειας, όπως το προβλεπόμενο από τα άρθρα 255 και 287 των Immigration Rules του 1994 του Ηνωμένου Βασιλείου, συνιστά "κοινωνικό πλεονέκτημα" κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (EOK) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας.

    2) Δεν υφίσταται παράβαση της απαγορεύσεως οποιασδήποτε διακρίσεως στηριζομένης στο φύλο κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68 από διατάξεις εσωτερικού δικαίου, όπως αυτές που προβλέπονται από τα άρθρα 255 και 287 των Immigration Rules του Ηνωμένου Βασιλείου, οι οποίες εξαρτούν τη χορήγηση κοινωνικού πλεονεκτήματος όπως του δικαιώματος διαμονής αόριστης διάρκειας από τη συμπλήρωση στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους περιόδου διαμονής διαφορετικής διάρκειας ανάλογα με το αν ο αιτών είναι ο σύζυγος κοινοτικού διακινουμένου εργαζομένου ή ο σύζυγος προσώπου που "βρίσκεται και είναι εγκατεστημένο" στο κράτος μέλος υποδοχής.»

    (1) - ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 33.

    (2) - ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 43.

    (3) - Το άρθρο 4, παράγραφος 3, της οδηγίας ορίζει τα εξής: «Για την έκδοση της αδείας διαμονής υπηκόου Κράτους μέλους της ΕΟΚ τα κράτη μέλη δύνανται να απαιτούν την προσκόμιση μόνο των εγγράφων που απαριθμούνται κατωτέρω: - από τον εργαζόμενο: α) το έγγραφο με το οποίο εισήλθε στην επικράτειά τους· β) μια δήλωση προσλήψεως του εργοδότου ή ένα πιστοποιητικό εργασίας· - από τα μέλη της οικογενείας: γ) το έγραφo με το οποίο εισήλθαν στην επικράτεια· δ) έγγραφο εκδιδόμενο από την αρμόδια αρχή του κράτους καταγωγής ή προελεύσεως που να αποδεικνύει το συγγενικό τους δεσμό· ε) στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 10, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68, έγγραφο εκδιδόμενο από την αρμόδια αρχή του κράτους καταγωγής ή προελεύσεως που να πιστοποιεί ότι τα εν λόγω πρόσωπα συντηρούνται από τον εργαζόμενο ή ζουν μαζί του υπό την αυτή στέγη στη χώρα αυτή.»

    (4) - 1971, c. 77.

    (5) - SI 1994, n_ 1895.

    (6) - HC 395.

    (7) - Οι Immigration Rules δεν αποτελούν γνήσιες κανονιστικές διατάξεις, αλλά χρησιμεύουν ως βάση για τις αποφάσεις που λαμβάνονται στον τομέα των αλλοδαπών και είναι δεσμευτικές υπό την έννοια ότι η τήρησή τους μπορεί να αποτελέσει έγκυρο λόγο προσφυγής (βλ. Vincenzi, C., «European Citizenship and Free Movement Rights in the United Kingdom», στο Public Law 1995, εκδόσεως του D. Oliver, Sweet & Maxwell, Λονδίνο 1995, σ. 259, συγκεκριμένα σ. 265).

    (8) - Βλ. το άρθρο 1, παράγραφος 1, και το άρθρο 2, παράγραφος 1, του Immigration Act.

    (9) - Βλ. το άρθρο 1, παράγραφος 2, του Immigration Act.

    (10) - Βλ. άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο b, του Immigration Act.

    (11) - Βλ. το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο c, του Immigration Act.

    (12) - Βλ. το άρθρο 323 των Immigration Rules.

    (13) - Στις περιπτώσεις απελάσεως αλλοδαπών περιλαμβάνεται αυτή που υπαγορεύεται από λόγους γενικού συμφέροντος («conducive to the public good») ή, κατόπιν συστάσεως του ποινικού δικαστηρίου, η περίπτωση της καταδίκης σε στερητική της ελευθερίας ποινή προσώπου που έχει συμπληρώσει το δέκατο έβδομο έτος της ηλικίας του (βλ. το άρθρο 3, παράγραφοι 5 και 6, και το άρθρο 6 του Immigration Act, καθώς και το άρθρο 362 επ. των Immigration Rules). Εξάλλου, δυνάμει μιας αρχής του διεθνούς δικαίου, το Ηνωμένο Βασίλειο, όπως και κάθε άλλο κράτος, δεν έχει την εξουσία να απελάσει τους δικούς του υπηκόους (βλ. την απόφαση της 16ης Ιουλίου 1998, C-171/96, Pereira Roque, Συλλογή 1998, σ. I-4607, σκέψεις 37 και 38, με υπόμνηση της νομολογίας).

    (14) - Βλ. το άρθρο 134 των Immigration Rules.

    (15) - Υπό την ίδια αυτή έννοια, βλ. το άρθρο 6 των Immigration Rules, με την επικεφαλίδα «Interprιtation» (η υπογράμμιση δική μου· ελεύθερη μετάφραση όπως και για όλες τις διατάξεις της βρετανικής ρυθμίσεως που παρατίθενται εδώ).

    (16) - Βλ. το άρθρο 1, παράγραφος 1, και το άρθρο 2, παράγραφος 1, του Immigration Act (βλ. ανωτέρω το σημείο 4).

    (17) - Immigration Appeal Tribunal, απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 1994, Gal, 10620, που δεν έχει δημοσιευθεί (βλ. ιδίως τη σελίδα 9 και 10 του δακτυλογραφημένου κειμένου που περιέχεται στη δικογραφία της παρούσας διαδικασίας). Στην υπόθεση Gal, το Immigration Appeal Tribunal αποφάσισε ότι ένας Γάλλος εργαζόμενος, που έχει μεταναστεύσει στο Ηνωμένο Βασίλειο όπου και κατοικεί, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν υπόκειται σε κανέναν περιορισμό όσον αφορά το χρονικό διάστημα κατά το οποίο μπορεί να διαμένει σ' αυτό. Πράγματι, εξακολουθεί να μπορεί να διαμένει στο έδαφος του Ηνωμένου Βασιλείου μόνο καθόσον διάστημα διατηρεί την ιδιότητα του «δικαιουμένου προσώπου» (κατά την έννοια του EEA Order και της οδηγίας). Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την παρατιθέμενη από τον Immigration Adjudicator απόφαση, μολονότι το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο κοινοτικός διακινούμενος εργαζόμενος μπορεί να διαμένει στο Ηνωμένο Βασίλειο δεν περιορίζεται άμεσα ως προς τη διάρκειά του, περιορίζεται εντούτοις ενόψει της προϋποθέσεως ορισμένων «ιδιοτήτων»· κατά συνέπεια, μπορεί να λεχθεί ότι υφίσταται ο περιορισμός της διάρκειας, έστω και εμμέσεως.

    (18) - Κατά συνέπεια, η έκφραση «έλαβε την άδεια εισόδου στο Ηνωμένο Βασίλειο κατόπιν αδείας εισελεύσεως» δεν χρησιμεύει για τον καθορισμό του προσώπου που εισήλθε στο Ηνωμένο Βασίλειο κάνοντας χρήση των δικαιωμάτων που του παρέχει η κοινοτική έννομη τάξη· το πρόσωπο αυτό διαθέτει γνήσιο δικαίωμα εισελεύσεως και ουδόλως χρειάζεται άδεια (βλ. ανωτέρω το σημείο 2). Με το ίδιο πνεύμα, βλ. τη σχετική εθνική νομολογία στην οποία αναφέρεται το αιτούν δικαστήριο (απόφαση της 3ης Μαρτίου 1998, Boukssid, INLR, 1998, σ. 275, συγκεκριμένα σ. 281).

    (19) - Βλ. το άρθρο 3, ιδίως την παράγραφο 3, του EEA Order και τα άρθρα 258 και 259 των Immigration Rules.

    (20) - Βλ. το άρθρο 1, παράγραφος 2, του παραρτήματος I του British Nationality Act του 1981 (νόμου περί βρετανικής ιθαγενείας· 1981, c. 61).

    (21) - Βλ. το άρθρο 7, παράγραφος 1, του Immigration Act του 1988 (που συμπληρώνει και τροποποιεί εν μέρει τον Immigration Act του 1971· 1988, c. 14)· άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2, του EEA Order, και άρθρο 7 των Immigration Rules.

    (22) - Βλ. το άρθρο 4, παράγραφος 1, του EEA Order.

    (23) - Βλ. το άρθρο 6 του EEA Order.

    (24) - Βλ. το άρθρο 4, παράγραφος 2, του EEA Order.

    (25) - Βλ. το άρθρο 15, παράγραφος 2, του EEA Order.

    (26) - Βλ. το άρθρο 20, παράγραφος 1, του EEA Order. Συναφώς, αναφέρομαι στους λόγους βάσει των οποίων χορηγήθηκε στον Kaba η άδεια διαμονής των πέντε ετών (βλ. κατωτέρω το σημείο 15).

    (27) - Βλ. το άρθρο 15, παράγραφος 2, στοιχείο a, του EEA Order.

    (28) - Βλ. το άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 2, του EEA Order.

    (29) - Βλ. το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας· άρθρο 7, παράγραφος 1, του Immigration Act του 1988· άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2, του EEA Order, και άρθρο 7 των Immigration Rules.

    (30) - Στην υπόθεση Gal, το Immigration Appeal Tribunal εξέθεσε ότι μια διάταξη όπως το άρθρο 255 των Immigration Rules [εν προκειμένω, η σχετική διάταξη ήταν προγενέστερη - ανάλογη, καθόσον μας ενδιαφέρει εν προκειμένω, προς το άρθρο 255 -, ήτοι το άρθρο 251 των Immigration Rules του 1990 (HC 251)] σκοπεί στη μετατροπή των δικαιωμάτων που απορρέουν από την κοινοτική έννομη τάξη και στα οποία αυτή αναφέρεται σε ένα δικαίωμα παρόμοιο ως προς όλα τα σημεία προς την «indefinite leave to remain», διότι αυτή αναγνωρίζεται μόνο από τη βρετανική έννομη τάξη (βλ. σ. 6 και 7 της αποφάσεως, η οποία παραθέτει ως νομολογιακό προηγούμενο την υπόθεση Layne, Imm AR, 1987, σ. 247).

    (31) - Ελεύθερη μετάφραση. Πράγματι, κατόπιν σφάλματος της IND - το οποίο παραδέχθηκε ο εκπρόσωπος του Ηνωμένου Βασιλείου - στον A. Kaba χορηγήθηκε μάλλον «άδεια διαμονής» (leave to remain). Όπως προκύπτει από την ανωτέρω περιγραφή του νομικού πλαισίου στο οποίο εντάσσεται η διαφορά της κύριας δίκης, ο σύζυγος διακινουμένου κοινοτικού εργαζομένου απολαύει γνησίου δικαιώματος διαμονής σε άλλο κράτος μέλος εκτός από αυτό της καταγωγής του (δικαιώματος που απλώς διαπιστώνεται με την άδεια διαμονής που χορηγείται από το κράτος μέλος υποδοχής· βλ., π.χ., τις αποφάσεις της 8ης Απριλίου 1976, 48/75, Royer, Συλλογή τόμος 1976, σ. 203, σκέψεις 31 έως 36· της 14ης Ιουλίου 1977, 8/77, Sagulo κ.λπ., Συλλογή τόμος 1977, σ. 441, σκέψη 8· της 5ης Φεβρουαρίου 1991, C-363/89, Roux, Συλλογή 1991, σ. I-273, σκέψη 12, και της 12ης Μαου 1998, C-85/96, Martνnez Sala, Συλλογή 1998, σ. I-2691, σκέψη 53) και ασφαλώς δεν έχει ανάγκη προηγούμενης αδείας υπ' αυτή την έννοια. Νομίζω ότι η αιτιολόγηση της χορηγήσεως της «leave to remain» (ως συζύγου κοινοτικού υπηκόου που ασκούσε στο Ηνωμένο Βασίλειο τα αντλούμενα από τη Συνθήκη δικαιώματα) δεν επιτρέπει να αμφισβητηθεί ότι αυτή η «leave to remain» είναι, ανεξαρτήτως μορφής, «permission to remain». Εξάλλου, από τη δικογραφία της παρούσας διαδικασίας δεν προκύπτει ότι, προκειμένου να εισέλθει στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο A. Kaba προσκόμισε στην IND τις αποδείξεις ότι πληρούσε τις προϋποθέσεις που ορίζονται από το άρθρο 281 των Immigration Rules όσον αφορά κάθε πρόσωπο που ζητεί άδεια εισελεύσεως στο Ηνωμένο Βασίλειο προκειμένου να «εγκατασταθεί σ' αυτό» και το οποίο είναι συγχρόνως σύζυγος προσώπου που βρίσκεται και είναι εγκατεστημένο στο Ηνωμένο Βασίλειο (βλ. ανωτέρω το σημείο 9).

    (32) - Ελεύθερη μετάφραση.

    (33) - Απόφαση της 17ης Απριλίου 1986, 59/85 (Συλλογή 1986, σ. 1283).

    (34) - Απόφαση της 7ης Ιουλίου 1992, C-370/90 (Συλλογή 1992, σ. I-4265).

    (35) - Βλ. σκέψεις 28 έως 30.

    (36) - Σκέψη 23 της αποφάσεως. Σε σχέση με την περίπτωση ενός Ινδού υπηκόου που συνόδευε τη σύζυγό του, Βρετανίδα υπήκοο, όταν αυτή επέστρεψε στο Ηνωμένο Βασίλειο για να ασκήσει σ' αυτό ανεξάρτητη δραστηριότητα κατά την έννοια του άρθρου 52 της Συνθήκης, αφού και οι δύο σύζυγοι εργάστηκαν επί περίπου δύο έτη στη Γερμανία ως μισθωτοί, το Δικαστήριο, με την απόφαση Singh, εξέθεσε επίσης ότι «ο σύζυγος κοινοτικού υπηκόου ο οποίος έχει κάνει χρήση των δικαιωμάτων [κυκλοφορίας και εγκαταστάσεως] πρέπει, όταν ο εν λόγω υπήκοος επιστρέφει στη χώρα καταγωγής του, να διαθέτει τουλάχιστον τα ίδια δικαιώματα εισόδου και διαμονής με αυτά που θα του αναγνώριζε το κοινοτικό δίκαιο αν ο ή η σύζυγός του επιθυμούσε να εισέλθει και να διαμείνει σε άλλο κράτος μέλος» (σκέψη 23). Κατ' ουσίαν, αν οι υπήκοοι των κρατών μελών και τα μέλη της οικογενείας τους, που δικαιούνται να κυκλοφορούν ελεύθερα εντός των άλλων κρατών μελών (βλ. την απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 1998, C-274/96, Bickel και Franz, Συλλογή 1998, σ. I-7637, σκέψη 15), δεν ήταν σε θέση να επικαλεστούν το δικαίωμα αυτό, όσον αφορά τα δικαιώματα εισόδου και διαμονής, κατά το χρονικό σημείο της επιστροφής τους στο κράτος μέλος καταγωγής, το δικαίωμα κυκλοφορίας δεν θα μπορούσε να παραγάγει πλήρως τα αποτελέσματά του (βλ. την απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 1999, C-378/97, Wijsenbeek, Συλλογή 1999, σ. Ι-6251, σκέψη 22, η οποία παραπέμπει στη σκέψη 23 της αποφάσεως Singh). Με άλλα λόγια, οι υπήκοοι αυτοί θα μπορούσαν να αποθαρρυνθούν από το να εγκαταλείψουν τη χώρα τους καταγωγής για να ασκήσουν οικονομική δραστηριότητα σε άλλο κράτος μέλος (βλ. την απόφαση Singh, σκέψη 19). Στην υπόθεση Singh, η βρετανική νομοθεσία περί αλλοδαπών δεν επέτρεπε την επιστροφή του Singh, μολονότι αυτός ήταν σύζυγος Βρετανίδας υπηκόου. Κρίνοντας ότι στην περίπτωση αυτή έχει εφαρμογή το κοινοτικό δίκαιο, το Δικαστήριο, κατ' ουσίαν, «[δέχθηκε ότι τίποτε δεν εμποδίζει] τα παρεχόμενα από τη Συνθήκη δικαιώματα να προστίθενται στα δικαιώματα που απονέμονται από την εθνική νομοθεσία στον υπήκοο της οικείας χώρας» (προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Tesauro στην προπαρατεθείσα υπόθεση, σημείο 13). Επομένως, όσον αφορά τα ιδιαίτερα περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης, το Δικαστήριο δεν επέτρεψε στο οικείο κράτος μέλος να επιφυλάσσει στον υπήκοό του λιγότερο ευνοϋκή μεταχείριση από αυτή που εξασφαλίζεται στους διακινούμενους κοινοτικούς υπηκόους.

    (37) - Βλ. το άρθρο 10 του κανονισμού, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 1 της οδηγίας.

    (38) - Βλ. τις αποφάσεις Roux, σκέψεις 12 και 20, και Singh, σκέψη 17. Η εθνική νομολογία που μνημονεύει το αιτούν δικαστήριο (βλ. τις προπαρατεθείσες αποφάσεις Gal, Boukssid και την απόφαση της 23ης Απριλίου 1997, Sahota και Zeghraba, Imm AR, 1997, σ. 429) έχει επίσης αναφερθεί στο γεγονός ότι το κοινοτικό δίκαιο δεν αναγνωρίζει απόλυτο δικαίωμα διαμονής στο έδαφος άλλου πλην αυτού της καταγωγής κράτους μέλους σε περιπτώσεις όπως αυτή που αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης.

    (39) - Βλ. τις αποφάσεις Royer, σκέψεις 31 έως 36· Sagulo κ.λπ., σκέψη 8· Roux, σκέψη 12, και Martνnez Sala, σκέψη 53.

    (40) - Βλ. τις αποφάσεις της 26ης Φεβρουαρίου 1991, C-292/89, Antonissen (Συλλογή 1991, σ. I-745, σκέψη 21), όπου το Δικαστήριο εξέθεσε, μεταξύ άλλων, ότι μετά την παρέλευση ευλογης προθεσμίας, ο ενδιαφερόμενος δεν μπορεί να αναγκαστεί να εγκαταλείψει το έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής, αν «αποδεικνύει ότι εξακολουθεί να αναζητεί εργασία και ότι έχει όντως πιθανότητες να προσληφθεί», και τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Darmon στην υπόθεση αυτή, σημεία 29 έως 43· βλ., επιπλέον, την απόφαση της 20ής Φεβρουαρίου 1997, C-344/95, Επιτροπή κατά Βελγίου (Συλλογή 1997, σ. I-1035).

    (41) - Βλ. την απόφαση της 26ης Μαου 1993, C-171/91, Τσιότρας (Συλλογή 1993, σ. I-2925).

    (42) - Οδηγία του Συμβουλίου, της 21ης Μαου 1973, περί καταργήσεως των περιορισμών στη διακίνηση και στη διαμονή των υπηκόων των κρατών μελών στο εσωτερικό της Κοινότητας στον τομέα της εγκαταστάσεως και της παροχής υπηρεσιών (EE ειδ. έκδ. 06/001, σ. 144).

    (43) - Βλ. τις αποφάσεις της 7ης Φεβρουαρίου 1979, 136/78, Auer (Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 197, σκέψη 18), και της 12ης Δεκεμβρίου 1990, C-100/89 και C-101/89, Kaefer και Procacci (Συλλογή 1990, σ. I-4647, σκέψη 19), κατά την οποία η κοινοτική έννομη τάξη δεν παρέχει δικαίωμα διαμονής στον διακινούμενο υπήκοο που δεν ασκεί ή δεν επιδιώκει να ασκήσει μη μισθωτή επαγγελματική δραστηριότητα.

    (44) - Η υπογράμμιση δική μου· βλ., επίσης, τις αποφάσεις της 31ης Ιανουαρίου 1984, 286/82 και 26/83, Luisi και Carbone (Συλλογή 1984, σ. 377), και της 2ας Φεβρουαρίου 1989, 186/87, Cowan (Συλλογή 1989, σ. 195), με τις οποίες το Δικαστήριο επεξέτεινε την εφαρμογή του άρθρου 59 στους τουρίστες οι οποίοι, υπό την ιδιότητα των αποδεκτών υπηρεσιών, είναι ελεύθεροι να μεταβαίνουν σε άλλο κράτος μέλος για να τύχουν μιας υπηρεσίας, χωρίς να χρειάζεται να αποδείξουν ότι διαθέτουν επαρκείς οικονομικούς πόρους που εξασφαλίζουν ότι δεν θα χρειαστεί να προσφύγουν στην κοινωνική αρωγή του κράτους υποδοχής· βλ., επιπλέον, την απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 1999, C-348/96, Calfa (Συλλογή 1999, σ. I-11, σκέψη 16).

    (45) - Οδηγία 90/364/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1990, σχετικά με το δικαίωμα διαμονής (EE L 180, σ. 26), ως προς τους «υπηκόους των κρατών μελών που δεν έχουν αυτό το δικαίωμα βάσει άλλων διατάξεων του κοινοτικού δικαίου» (άρθρο 1, παράγραφος 1)· οδηγία 90/365/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1990, σχετικά με το δικαίωμα διαμονής των μισθωτών και μη μισθωτών εργαζομένων που έχουν παύσει την επαγγελματική τους δραστηριότητα (ΕΕ L 180, σ. 28), ήτοι αυτούς που απολαύουν συντάξεως γήρατος ή προσόδου για εργατικό ατύχημα ή επαγγελματική νόσο (άρθρο 1, παράγραφος 1), και οδηγία 93/96/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 29ης Οκτωβρίου 1993, σχετικά με το δικαίωμα διαμονής των σπουδαστών (EE L 317, σ. 59), για τους οποίους το δικαίωμα διαμονής περιορίζεται στη διάρκεια του παρακολουθούμενου κύκλου επαγγελματικής εκπαιδεύσεως (άρθρο 2, παράγραφος 1).

    (46) - Με το EEA Order, το Ηνωμένο Βασίλειο μετέφερε, όπως εννόησα, στο εσωτερικό δίκαιο και την οδηγία 73/148 καθώς και τις οδηγίες που αφορούν τη διαμονή. Πράγματι, μεταξύ των «δικαιουμένων προσώπων», το άρθρο 6, παράγραφος 1, του EEA Order απαριθμεί όχι μόνο τους μισθωτούς, αλλά και τους μη μισθωτούς, τους παρέχοντες υπηρεσίες και τους αποδέκτες των υπηρεσιών αυτών, τα πρόσωπα που καλύπτουν τις ανάγκες τους, τους συνταξιούχους και τους σπουδαστές, έννοιες που ορίζονται όλες, στη συνέχεια, στο άρθρο 6, παράγραφος 2, σύμφωνα με τις οδηγίες αυτές. Ειδικότερα, όσον αφορά τα πρόσωπα που δεν ασκούν οικονομική δραστηριότητα κατά την έννοια των οδηγιών που αφορούν τη διαμονή, επιβάλλεται πάντοτε σ' αυτά, η υποχρέωση να καλύπτονται με ασφάλεια ασθενείας και να διαθέτουν επαρκείς οικονομικούς πόρους (βλ. το άρθρο 6, παράγραφος 2, στοιχεία f, g και h, καθώς και τον C. Vincenzi, όπ.π.).

    (47) - Κανονισμός της Επιτροπής, της 29ης Ιουνίου 1970, περί του δικαιώματος των εργαζομένων να παραμένουν στην επικράτεια κράτους μέλους μετά την άσκηση σ' αυτό ορισμένης εργασίας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 64).

    (48) - Οδηγία του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 1974, περί του δικαιώματος των υπηκόων ενός κράτους μέλους να παραμένουν στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους μετά την άσκηση σε αυτό μη μισθωτής δραστηριότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 06/001, σ. 183).

    (49) - Ο κύκλος των «δικαιουμένων προσώπων» κατά την έννοια του EEA Order αντανακλά επίσης αυτά που προβλέπονται από τον κανονισμό 1251/70 και την οδηγία 75/34 (βλ. το άρθρο 6, παράγραφος 2, στοιείο εε· βλ., επίσης, τα άρθρα 256 και 257 των Immigration Rules).

    (50) - Οδηγία 64/221/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 1964, περί του συντονισμού των ειδικών μέτρων για τη διακίνηση και τη διαμονή αλλοδαπών, τα οποία δικαιολογούνται για λόγους δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας ή δημοσίας υγείας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 16)· οδηγία 72/194/EOK του Συμβουλίου, της 18ης Μαου 1972, περί επεκτάσεως, στους εργαζομένους που ασκούν το δικαίωμα παραμονής στην επικράτεια κράτους μέλους μετά την άσκηση σ' αυτό ορισμένης εργασίας, του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας της 25ης Φεβρουαρίου 1964 «περί του συντονισμού των ειδικών μέτρων για τη διακίνηση και διαμονή αλλοδαπών, τα οποία δικαιολογούνται για λόγους δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας και δημοσίας υγείας» (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 218), και οδηγία 75/35/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμρίου 1974, περί επεκτάσεως της ισχύος της οδηγίας 64/221 στους υπηκόους ενός κράτους μέλους που ασκούν το δικαίωμα παραμονής στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους μετά την άσκηση σ' αυτό μη μισθωτής δραστηριότητας (ΕΕ ειδο. έκδ. 06/001, σ. 195).

    (51) - Απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 1990, C-308/89, Di Leo (Συλλογή 1990, σ. I-4185, σκέψη 13, η υπογράμμιση δική μου)· βλ., επίσης, την απόφαση της 15ης Μαρτίου 1989, 389/87 και 390/87, Echternach και Moritz (Συλλογή 1989, σ. 723, σκέψη 20). Βλ., επιπλέον, την πέμπτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού, κατά την οποία «το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας απαιτεί (...) να καταργηθούν τα εμπόδια στην κινητικότητα των εργαζομένων, ιδίως όσον αφορά το δικαίωμα του εργαζομένου να συνοδεύεται από την οικογένειά του και τις προϋποθέσεις ενσωματώσεως της οικογένειας αυτής στον χώρο υποδοχής».

    (52) - Βλ. τις αποφάσεις της 18ης Ιουνίου 1987, 316/85, Lebon (Συλλογή 1987, σ. 2811, σκέψη 11), και Di Leo, σκέψη 13· η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων που θέτει το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού δεν αποτελεί τίποτε άλλο από ειδική εφαρμογή αυτού που προβλέπεται από τα άρθρα 6 και 48, παράγραφος 2, της Συνθήκης (βλ. τις αποφάσεις Lebon, σκέψη 10, και Reed, σκέψεις 21 έως 24). Για να γίνει καλύτερα αντιληπτό το περιεχόμενο και η σημασία αυτού στο οποίο έγκεινται τα κοινωνικά πλεονεκτήματα κατά την έννοια του κανονισμού, αναφέρομαι με ιδιαίτερη ευχαρίστηση στα εκτεθέντα από τον γενικό εισαγγελέα Darmon στις προτάσεις του επί της υποθέσεως Di Leo. Κατά την ανάλυσή του προκειμένου να επαληθευτεί αν μια ενίσχυση (προς τα τέκνα εργαζομένων) για σπουδές που πραγματοποιούνται εκτός του εδάφους του κράτους μέλους υποδοχής εξομοιούται προς «κοινωνικό πλεονέκτημα», ο γενικός εισαγγελέας Darmon, για να καταστήσει εναργέστερα τα όσα εξέθετε, είπε: «Ας θεωρήσουμε την περίπτωση δύο νέων, ενός υπηκόου κράτους μέλους και ενός τέκνου διακινουμένου εργαζομένου που κατάγεται από άλλο κράτος μέλος, που παρακολούθησαν μαζί την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση και έγιναν δεκτά για τις ίδιες πανεπιστημιακές σπουδές, από τους οποίους όμως μόνον ο πρώτος έλαβε κρατική ενίσχυση για την πραγματοποίηση των σπουδών αυτών στο εξωτερικό, ενώ οι αρχές αρνήθηκαν την ενίσχυση αυτή στον δεύτερο. Είναι δυνατό να πιστέψει κανείς ότι ο νέος αυτός, κατά τη στιγμή που θα του γνωστοποιηθεί η άρνηση, θα αισθανθεί ότι έχει ενσωματωθεί στο κράτος μέλος υποδοχής, ότι το κράτος αυτό δεν τον μεταχειρίζεται διαφορετικά από τον συμμαθητή του, με τον οποίο δεν έχει την ίδια ιθαγένεια; Η ενσωμάτωση δεν είναι μόνο νομική έννοια. Είναι επίσης κάτι που βιώνεται, κάτι που το αισθάνεται κανείς προσωπικά, ενδόμυχα. Επομένως, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η πραγματική δυνατότητα σπουδών εκτός του κράτους υποδοχής ενός τέκνου διακινουμένου εργαζομένου, που μπορεί να εξαρτάται από την παροχή κρατικής ενισχύσεως, είναι, a priori, ξένη προς τον σκοπό ενσωματώσεως στο κράτος αυτό» (σημείο 14 των προτάσεων).

    (53) - Απόφαση Reed (σκέψη 25)· βλ., επίσης, τις αποφάσεις της 30ής Σεπτεμβρίου 1975, 32/75, Cristini (Racc. 1975, σ. 1085, σκέψη 12), και της 27ης Νοεμβρίου 1997, C-57/96, Meints (Συλλογή 1997, σ. I-6689, σκέψη 39).

    (54) - Απόφαση Reed, σκέψη 26. Με το ίδιο πνεύμα, βλ. τις αποφάσεις Cristini, σκέψη 13· της 16ης Δεκεμβρίου 1976, 63/76, Inzirillo (Συλλογή τόμος 1976, σ. 767, σκέψη 21)· της 31ης Μαου 1979, 207/78, Even και ONPTS (Racc. 2019, σκέψη 22)· της 14ης Ιανουαρίου 1982, 65/81, Reina (Συλλογή 1982, σ. 33, σκέψη 12)· της 12ης Ιουλίου 1984, 261/83, Castelli (Συλλογή 1984, σ. 3199, σκέψη 11)· της 27ης Μαρτίου 1985, 122/84, Scrivner (Συλλογή 1985, σ. 1027, σκέψη 24), και 249/83, Hoeckx (Συλλογή 1985, σ. 973, σκέψη 20)· της 6ης Ιουνίου 1985, 157/84, Frascogna I (Συλλογή 1985, σ. 1739, σκέψη 20)· της 20ής Ιουνίου 1985, 94/84, Deak (Συλλογή 1985, σ. 1873, σκέψη 21)· της 11ης Ιουλίου 1985, 137/84, Mutsch (Συλλογή 1985, σ. 2681, σκέψη 17)· της 21ης Ιουνίου 1988, 39/86, Lair (Συλλογή 1988, σ. 3161, σκέψη 21)· της 27ης Μαου 1993, C-310/91, Schmid (Συλλογή 1993, σ. I-3011, σκέψη 18)· της 14ης Μαρτίου 1996, C-315/94, De Vos (Συλλογή 1996, σ. I-1417, σκέψη 20)· Meints, σκέψη 39· Martνnez Sala, σκέψη 25, και της 29ης Οκτωβρίου 1998, C-185/96, Επιτροπή κατά Ελλάδος (Συλλογή 1998, σ. I-6601, σκέψη 20).

    (55) - Όπως ένα σύστημα αποζημιώσεως δυνάμει του οποίου οι εργαζόμενοι στον γεωργικό τομέα, των οποίων η σύμβαση εργασίας έληξε λόγω παύσεως καλλιέργειας αροσίμων γαιών εκ μέρους του πρώην εργοδότη τους απολαύουν παροχής καταβαλλόμενης άπαξ (απόφαση Meints), δελτία εκπτώσεως στις τιμές των μεταφορικών μέσων που παρέχονται στις πολυμελείς οικογένειες (απόφαση Cristini) και η αποζημίωση που αφορά τα έξοδα κηδείας στα οποία υποβάλλεται ένα μέλος της οικογενείας (απόφαση της 23ης Μαου 1996, C-237/94, O'Flynn, Συλλογή 1996, σ. I-2617).

    (56) - Όπως τα επιδόματα αναμονής νεαρών εργαζομένων που αναζητούν για πρώτη φορά εργασία και οι οποίοι εξαρτώνται ακόμη από έναν εργαζόμενο (βλ. τις αποφάσεις Deak και της 12ης Σεπτεμβρίου 1996, C-278/94, Επιτροπή κατά Βελγίου, Συλλογή 1996, σ. I-4307), το επίδομα μειονεκτούντων ατόμων που αναγνωρίζεται στα μέλη της οικογενείας που εξαρτώνται από τον εργαζόμενο (βλ. την απόφαση Schmid), το επίδομα για τις σπουδές των τέκνων του (βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις Di Leo· της 26ης Φεβρουαρίου 1992, C-3/90, Bernini, Συλλογή 1992, σ. I-1071· Echternach και Moritz· Martνnez Sala· της 8ης Ιουνίου 1999, C-337/97, Meeusen, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή), ή το ειδικό επίδομα γήρατος που διασφαλίζει ελάχιστο εισόδημα στους ανιόντες του (βλ. τις αποφάσεις Frascogna I· της 9ης Ιουλίου 1987, 256/86, Frascogna II, Συλλογή 1987, σ. 3431, και της 10ης Νοεμβρίου 1992, C-326/90, Επιτροπή κατά Βελγίου, Συλλογή 1992, σ. I-5517).

    (57) - Όπως το δικαίωμα του διακινούμενου εργαζομένου να ζητήσει η ποινική διαδικασία που έχει κινηθεί κατ' αυτού να διεξαχθεί σε διαφορετική γλώσσα από τη γλώσσα διαδικασίας που συνήθως χρησιμοποιείται από τις ημεδαπές αρχές (απόφαση Mutsch), ή το δικαίωμα των κοινοτικών διακινουμένων εργαζομένων να λαμβάνουν, όπως και οι υπήκοοι του κράτους μέλους υποδοχής, την άδεια διαμονής για τους συντρόφους τους, με τους οποίους δεν συνδέονται με τα δεσμά του γάμου (απόφαση Reed).

    (58) - Έχω κατά νου τις υποτροφίες σπουδών για τα τέκνα (αποφάσεις Di Leo, Bernini, Echternach και Moritz, και Martνnez Sala).

    (59) - Βλ. την απόφαση Cristini (σκέψεις 15 και 16).

    (60) - Ο A. Kaba παρατηρεί ότι το δικαίωμα μόνιμης διαμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο, όταν αναγνωρίζεται στον σύζυγο διακινουμένου εργαζομένου, έχει πρακτική σημασία για τον εργαζόμενο αυτό και απαριθμεί, χάριν παραδείγματος, διάφορες περιπτώσεις. Από τη στιγμή που ο σύζυγος έχει αποκτήσει «αυτοτελές» ή απόλυτο (δηλαδή μη συνδεόμενο με σταθερό συγγενικό δεσμό με πρόσωπο που είναι και παραμένει «δικαιούμενο») δικαίωμα διαμονής, ο διακινούμενος εργαζόμενος θα είναι σε θέση να προβαίνει με μεγαλύτερη ευχέρεια σε επιλογές που αφορούν τη σταδιοδρομία του για την πραγματοποίησή της, ενδεχομένως και για ορισμένο χρόνο, και εκτός του Ηνωμένου Βασιλείου. Επιπλέον, το ζεύγος θα μπορεί να λαμβάνει αποφάσεις όσον αφορά τη σχολική εκπαίδευση των τέκνων υπολογίζοντας στο γεγονός ότι, στην περίπτωση κατά την οποία ο σύζυγος που εργάζεται εγκαταλείψει το έδαφος του Ηνωμένου Βασιλείου, τα τέκνα θα μπορούν να συνεχίζουν να φοιτούν στο σχολείο εντός του Ηνωμένου Βασιλείου υπό την επίβλεψη του άλλου γονέα. Η από απόψεως δικαίου των αλλοδαπών κατάσταση της οικογένειας (ή, μάλλον, ενός τουλάχιστον από τους συζύγους) μπορεί επιπλέον να αποδειχθεί ότι έχει σημασία για τη λήψη αποφάσεων όπως αυτών που αφορούν την αγορά ή όχι κατοικίας, ιδίως μέσω της λήψεως δανείου καλύπτοντος ένα μεγάλο μέρος του κόστους της εν λόγω κατοικίας και του οποίου το χρονοδιάγραμμα αποπληρωμής θα καταρτιστεί σε μακροπρόθεσμη κλίμακα (συνήθως είκοσι ετών).

    (61) - Βλ. τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Lentz στην υπόθεση Meints (σημείο 51).

    (62) - Κατά την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ακόμη και ελάχιστα εμπόδια σε μία από τις θεμελιώδεις ελευθερίες πρέπει να θεωρούνται ως αντίθετα προς τη Συνθήκη: επί της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων, βλ. τις αποφάσιες της 28ης Ιανουαρίου 1986, 270/83, Επιτροπή κατά Γαλλίας, την αποκαλούμενη του «προκαταβληθέντος φόρου» (Συλλογή 1986, σ. 273, σκέψη 21), και της 31ης Μαρτίου 1993, C-19/92, Kraus (Συλλογή 1993, σ. I-1663, σκέψη 32), επί δε των τεσσάρων θεμελιωδών ελευθεριών βλ. την απόφαση της 13ης Δεκεμβρίού 1989, C-49/89, Corsica Ferries France (Συλλογή 1989, σ. 4441, σκέψη 8). Επιπλέον, επί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, βλ. τις αποφάσεις της 5ης Ιουνίου 1986, 103/84, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 1986, σ. 1759, σκέψη 18), και της 5ης Απριλίου 1984, 177/82 και 178/82, Van de Haar και Kaveka de Meern (Συλλογή 1984, σ. 1797, σκέψη 13)· επί της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών, βλ. τις αποφάσεις της 25ης Ιουλίου 1991, C-76/90, Sδger (Συλλογή 1991, σ. I-4221, σκέψη 12), και της 24ης Μαρτίου 1994, C-275/92, Schindler (Συλλογή 1994, σ. I-1039, σκέψη 43)· επί δε της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων, βλ. τις προτάσεις μου της 24ης Ιουνίου 1999 στην υπόθεση C-35/98, Verkooijen (που εκκρεμεί ακόμη ενώπιον του Δικαστηρίου, σκέψη 17).

    (63) - Βλ. τις αποφάσεις Deak (σκέψη 24), Bernini (σκέψη 28) και Επιτροπή κατά Ελλάδος (προπαρατεθείσα, σκέψη 21).

    (64) - Απόφαση της 18ης Μαου 1989, 249/86, Επιτροπή κατά Γερμανίας (Συλλογη 1989, σ. 1263, σκέψη 11).

    (65) - Απόφαση Martνnez Sala (σκέψη 32, η υπογράμμιση δική μου).

    (66) - Αντιστοίχως, σκέψεις 30 έως 36 και σκέψη 40.

    (67) - Εν προκειμένω, το Δικαστήριο στηρίχθηκε στο άρθρο 12 του κανονισμού, κατά το οποίο «τα τέκνα του υπηκόου κράτους μέλους που απασχολείται ή έχει απασχοληθεί κατά το παρελθόν στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους γίνονται δεκτά στα μαθήματα γενικής εκπαιδεύσεως, μαθητείας και επαγγελματικής εκπαιδεύσεως υπό τους ίδιους όρους με τους υπηκόους αυτού του κράτους, εφόσον τα τέκνα αυτά διαμένουν στην επικράτειά του». Μολονότι στηρίζεται σ' ένα ειδικό κανόνα που διασφαλίζει ομοίως την ίση μεταχείριση των τέκνων διακινουμένου εργαζομένου ο οποίος «απασχολήθηκε» στο κράτος μέλος υποδοχής που παραμένουν σ' αυτό (ή τα οποία, όπως στην υπόθεση Echternach και Moritz, έχουν επιστρέψει σ' αυτό), η απόφαση του Δικαστηρίου είναι, εν προκειμένω, χαρακτηριστική, διότι η συλλογιστική επί της οποίας εδράζεται καθιστά φανερές τις σημαντικές αναλογίες που υφίστανται μεταξύ του άρθρου 7, παράγραφος 2, και του άρθρου 12 του κανονισμού (είναι σαφές ότι τόσο το ένα όσο και το άλλο έχουν ως αντικείμενο κοινωνικά πλεονεκτήματα: η ερμηνεία του άρθρου 12 πραγματοποιείται με πρότυπο την ερμηνεία του άρθρου 7, παράγραφος 2· βλ. τις σκέψεις 20 και 21). Τελικά, όσον αφορά τα κοινωνικά πλεονεκτήματα που χορηγούνται στα μέλη των οικογενειών των διακινουμένων εργαζομένων, επιβεβαιώνεται η αρχή ότι, προς το συμφέρον της καλύτερης ενσωματώσεως αυτών των εργαζομένων στο κράτος υποδοχής, μπορεί να αποδεικνύεται αναγκαίο να αναγνωρίζεται στα τέκνα τους το δικαίωμα χρηματοδοτήσεως των σπουδών, ακόμη και όταν οι γονείς έχουν ήδη επιστρέψει στη χώρα καταγωγής (εν προκειμένω, ως εκ του ότι το σχολικό δίπλωμα δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως που αποκτήθηκε στο κράτος υποδοχής δεν αναγνωριζόταν στη χώρα καταγωγής, ο σπουδαστής αναγκάστηκε να επανέλθει στο κράτος υποδοχής για να μπορέσει να ολοκληρώσει τις ανώτερες σπουδές).

    (68) - Στοιχεία χρήσιμα γι'αυτό που νομίζω ότι αποτελεί την ορθή ερμηνεία του κανονισμού περιέχονται στην πρόταση κανονισμού (ΕΚ) του Ευρωπαϋκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τροποποίηση του κανονισμού 1612/68 [έγγραφο COM(98) 394 τελικό, ΕΕ 1998, C 344, σ. 9, στο εξής: πρόταση]. Κατά την έκτη αιτιολογική σκέψη της προτάσεως, «η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων συνεπάγεται την πλήρη και αποτελεσματική ένταξη του διακινούμενου εργαζομένου και των μελών της οικογενείας του (...)» (βλ., επίσης, το άρθρο 7 της προτάσεως)· κατά την έβδομη αιτιολογική σκέψη, «η ένταξη των μελών της οικογένειας δεν μπορεί να είναι πλήρης χωρίς πραγματική νομική ένταξη· (...) είναι λοιπόν αναγκαίο να χορηγηθούν άμεσα δικαιώματα στα μέλη της οικογένειας ώστε αυτά να μπορέσουν να προβάλουν το δικαίωμά τους για ισότητα μεταχείρισης άμεσα» (βλ., επίσης, το άρθρο 10, παράγραφος 3, της προτάσεως)· η δε όγδοη αιτιολογική σκέψη ορίζει τα εξής: «τα μέλη της οικογένειας, ιδίως εκείνα που δεν είναι πολίτες της Ένωσης, δεν μπορούν να στερηθούν κάθε νομική προστασία σχετική με το δικαίωμα διανομής σε περίπτωση λύσης του γάμου· (...) είναι λοιπόν απαραίτητο να τους διασφαλιστεί το δικαίωμα διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής μετά από περίοδο παραμονής τριών ετών, πέραν της οποίας είναι λογικό να υποτεθεί ότι είναι επαρκώς ενταγμένα στο κράτος υποδοχής» (βλ., επίσης, το άρθρο 10, παράγραφος 4, και το άρθρο 11 της προτάσεως)· οι υπογραμμίσεις δικές μου). Οι τροποποιήσεις που η πρόταση συνιστά να επέλθουν στον κανονισμό δεν εμπνέονται από νέες αρχές και σκοπούς, αλλά συνιστούν τον καρπό, ειδικότερα, της νομολογιακής ερμηνείας αυτού του κανονισμού. Διατυπώνοντας την πρόταση, η Επιτροπή αναφέρθηκε ρητώς, μεταξύ άλλων, στην αναγκαιότητα να ενσωματωθούν στη νομοθεσία οι αρχές που διατυπώνονται με τη νομολογία του Δικαστηρίου στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων (βλ. την τέταρτη αιτιολογική σκέψη). Η κατευθυντήρια αρχή παραμένει εν πάση περιπτώσει αυτή που συνίσταται στη διασφάλιση της «πλήρους κινητικότητας των εργαζομένων» (τρίτη αιτιολογική σκέψη της προτάσεως).

    (69) - Βλ. τις αποφάσεις Lebon, σκέψη 12, και Bernini, σκέψη 26.

    (70) - Βλ. το άρθρο 4, παράγραφος 1, του EEA Order και τις αποφάσεις Roux· Antonissen· της 20ής Φεβρουαρίου 1997, Επιτροπή κατά Βελγίου· Τσιότρας καθώς και Kaefer και Procacci, προπαρατεθείσες στις υποσημειώσεις 32, 41, 42 και 44.

    (71) - Βλ. την απόφαση Lebon (σκέψη 12), όπου το Δικαστήριο απέκλεισε τη δυνατότητα να συνιστά «κοινωνικό πλεονέκτημα» το ευεργέτημα που διεκδικούν, βάσει της ίσης μεταχειρίσεως, οι κατιόντες του διακινούμενου εργαζομένου που έχουν συμπληρώσει το 21ο έτος της ηλικίας και οι οποίοι, κατά το χρονικό σημείο της αιτήσεως, δεν συντηρούνται πλέον από αυτόν (με το ίδιο πνεύμα, βλ. τις αποφάσεις Castelli, σκέψη 10, και Martνnez Sala, σκέψη 33). Προδήλως, ο όρος «εμμέσως» σημαίνει επίσης ότι τα μέλη της οικογενείας του διακινουμένου εργαζομένου που είναι κοινοτικός υπήκοος δεν έχουν άμεσο δικαίωμα να τους χορηγήσει το κράτος μέλος υποδοχής κοινωνικά πλεονεκτήματα. Εφόσον το δικαίωμα είναι «παράγωγο» δικαίωμα, τα μέλη της οικογενείας δεν μπορούν να αποκτήσουν τέτοια πλεονεκτήματα παρά μόνον αν, τουλάχιστον κατά το χρονικό σημείο της υποβολής της σχετικής αιτήσεως, βρίσκονται στην απαιτούμενη από τη σχετική νομοθεσία κατάσταση: βλ. την απόφαση της 25ης Ιουνίου 1997, C-131/96, Mora Romero (Συλλογή 1997, σ. I-3659, σκέψεις 16 έως 19), με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν μπορούν να τύχουν της εφαρμογής της ίσης μεταχειρίσεως που εξαγγέλλεται στο άρθρο 7 του κανονισμού τα μέλη της οικογενείας υπηκόου κράτους μέλους ο οποίος, έχοντας αποβιώσει πριν από την προσχώρηση του κράτους του καταγωγής στην Κοινότητα, δεν έχει πλέον την ιδιότητα του εργαζομένου κατά την έννοια του άρθρου 48 του κανονισμού (με το ίδιο πνεύμα, βλ. την απόφαση Frascogna I, σκέψεις 15 έως 17, και την απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 1987, 147/87, Zaoui, Συλλογή 1987, σ. 5511, σκέψεις 11 έως 16).

    (72) - Έχω κατά νου, π.χ., την απόφαση Reed, με την οποία το Δικαστήριο αναγνώρισε κατ' ουσία στους διακινούμενους εργαζομένους ένα δικαίωμα το οποίο, βάσει άλλης διατάξεως του κανονισμού, μάλλον αποκλειόταν (βλ. ανωτέρω το σημείο 29).

    (73) - Βλ. την απόφαση Bernini, σκέψη 26· η υπογράμμιση δική μου.

    (74) - Βλ., αντιστοίχως, το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού και το άρθρο 4, παράγραφος 4, της οδηγίας.

    (75) - Απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 1985, 267/83 (Συλλογή 1985, σ. 567, σκέψη 21).

    (76) - Βλ., επίσης, την απόφαση Martνnez Sala, όπου το Δικαστήριο είπε ότι: «το επίμαχο επίδομα ανατροφής αποτελεί πλεονέκτημα που παρέχεται, μεταξύ άλλων, στους εργαζόμενους που ασκούν επαγγελματική δραστηριότητα με μειωμένο ωράριο. Επομένως, συνιστά κοινωνική πλεονέκτημα, υπό την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68» (σκέψη 26· η υπογράμμιση δική μου). Με την έκφραση «μεταξύ άλλων», το Δικαστήριο θέλησε να αναφερθεί στα πρόσωπα που δεν ασκούν καμία επαγγελματική δραστηριότητα. Πράγματι, ο εθνικός νόμος προέβλεπε τη χορήγηση του εν λόγω κοινωνικού πλεονεκτήματος και στα τέκνα των ανέργων (βλ. τη σκέψη 9 της αποφάσεως).

    (77) - Βλ., π.χ., τις αποφάσεις Hoeckx, σκέψεις 23 και 24· Frascogna I, σκέψη 24· της 10ης Νοεμβρίου 1992, Επιτροπή κατά Βελγίου, σκέψη 1, και Meeusen, σκέψη 23.

    (78) - Βλ., π.χ., τις αποφάσεις της 5ης Οκτωβρίου 1994, C-133/93, C-300/93 και C-362/93, Crispoltoni κ.λπ. (Συλλογή 1994, σ. I-4863, σκέψη 51)· της 14ης Φεβρουαρίου 1995, C-279/93, Schumacker (Συλλογή 1995, σ. I-225, σκέψη 30)· της 11ης Αυγούστου 1995, C-80/94, Wielockx (Συλλογή 1995, σ. I-2493, σκέψη 17)· της 27ης Ιουνίου 1996, C-107/94, Asscher (Συλλογή 1996, σ. I-3089, σκέψη 40), και της 2ας Οκτωβρίου 1997, C-144/96, Cirotti (Συλλογή 1997, σ. I-5349, σκέψη 33). Ειδικότερα, «δεν τίθεται ζήτημα υπάρξεως δυσμενούς διακρίσεως σε περίπτωση νόμιμων καταστάσεων που δεν είναι όμοιες» (απόφαση της 13ης Οκτωβρίου 1977, 22/77, Mura, Συλλογή τόμος 1977, σ. 491, σκέψη 9· η υπογράμμιση δική μου)· με το ίδιο πνεύμα, βλ. την απόφαση Schumacker (σκέψεις 31 έως 35), από τις οποίες προκύπτει ότι «στην περίπτωση (...) των αμέσων φόρων, η κατάσταση των κατοίκων ημεδαπής δεν είναι κατά γενικό κανόνα παρεμφερής προς την κατάσταση των μη κατοίκων ημεδαπής» (σκέψη 31).

    (79) - Βλ., π.χ., τις αποφάσεις Lair, σκέψεις 40 έως 44· της 10ης Μαρτίου 1993, C-111/91, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου (Συλλογή 1993, σ. I-817, σκέψεις 9 και 10)· της 12ης Σεπτεμβρίου 1996, Επιτροπή κατά Βελγίου (σκέψη 29, όπου η προϋπόθεση περατώσεως της δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως στο κράτος υποδοχής για τη λήψη επιδόματος αναμονής εξομοιώθηκε με προϋπόθεση προηγούμενης κατοικίας), και Meints, σκέψεις 44 έως 46. Για μια επισκόπηση της νομολογίας του Δικαστηρίου, βλ. την απόφαση O'Flynn, σκέψη 18.

    (80) - Για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας, όπως τόνισα ήδη (βλ. ανωτέρω το σημείο 14), οι διαφορές καταστάσεως - που απορρέουν από το δημόσιο διεθνές δίκαιο - μεταξύ του Βρετανού υπηκόου και του αλλοδαπού «που είναι εγκατεστημένος» στο Ηνωμένο Βασίλειο δεν έχουν σημασία: οι καταστάσεις στις οποίες βρίσκονται τα δύο αυτά πρόσωπα μπορούν, κατά συνέπεια, να εξομοιωθούν εν προκειμένω (ελάχιστη σημασία έχει επομένως εδώ η κρίση που εξέφερε το Δικαστήριο στην υπόθεση Shingara και Radiom, δηλαδή όσον αφορά τις περιπτώσεις «αποφάσεων περί εισόδου στην επικράτεια, χορηγήσεως ή ανανεώσεως της άδειας διαμονής ή απελάσεως, ο οποίες λαμβάνονται για λόγους δημοσίας τάξεως ή δημοσίας ασφαλείας (...) [οι καταστάσεις των υπηκόων του κράτους υποδοχής και οι καταστάσεις των υπηκόων των άλλων κρατών μελών] δεν είναι καθόλου συγκρίσιμες»: απόφαση της 17ης Ιουνίου 1997, C-65/95 και C-111/95, Shingara και Radiom (Συλλογή 1997, σ. I-3343, σκέψεις 29 και 30).

    (81) - Η Επιτροπή όχι μόνον υπογράμμισε, κατά την ανάλυση του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, κατ' επανάληψη ότι το δικαίωμα διαμονής, που αποτελεί το αντικείμενο της αιτήσως του A. Kaba υπερβαίνει κατά πολύ αυτό του οποίου απολαύει η σύζυγος, σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, ως διακινούμενη εργαζομένη, αλλά και κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση - ιδίως όσον αφορά το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα και, μεταξύ άλλων, το πρόβλημα της ισοδυναμίας των διαφόρων δικαιωμάτων διαμονής - εξέθεσε επίσης σαφώς ότι δεν συμμερίζεται την άποψη του A. Kaba όσον αφορά τον χαρακτήρα της βρετανικής νομοθεσίας ως αποτελούντα δυσμενή διάκριση.

    (82) - Εκτός από τις κανονιστικές και νομολογιακές πηγές που μνημονεύονται στα σημεία 22 έως 26 αυτών των προτάσεων, βλ. ήδη το άρθρο 8 A, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 18, παράγραφος 1, ΕΚ) κατά το οποίο «κάθε πολίτης της Ένωσης έχει το δικαίωμα να κυκλοφορεί και να διαμένει ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών, υπό την επιφύλαξη των περιορισμών και με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην παρούσα Συνθήκη και στις διατάξεις που θεσπίζονται για την εφαρμογή της» (η υπογράμμιση δική μου· για μια πιο εκτεταμένη ανάλυση του άρθρου 8 A, παράγραφος 1, βλ. κατωτέρω τα σημεία 51 έως 61).

    (83) - Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Lenz στην υπόθεση Reed, μέρος B.II, σημείο 1, στοιχείο γγ (η υπογράμμιση δική μου).

    (84) - Απόφαση Singh, σκέψη 22 (η υπογράμμιση δική μου).

    (85) - Με εξαίρεση, βεβαίως, τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 48, παράγραφος 3, το άρθρο 56, παράγραφος 1, και το άρθρο 66 της Συνθήκης και στις οδηγίες για την εκτόπιση των αλλοδαπών (βλ. ανωτέρω το σημείο 26).

    (86) - Από το κείμενο του άρθρου 48, παράγραφος 3, στοιχεία γγ και δδ, προκύπτει ότι η ίδια η Συνθήκη κάνει σαφή διάκριση μεταξύ της νομικής καταστάσεως των κατόχων «του δικαιώματος (...) να διαμένουν σ' ένα από τα κράτη μέλη με τον σκοπό να ασκούν εκεί ορισμένη εργασία» και της καταστάσεως των κατόχων του δικαιώματος «να παραμένουν (...)στην επικράτεια ενός κράτους μέλους και μετά την άσκηση σ' αυτό ορισμένης εργασίας» (οι υπογραμμίσεις δικές μου).

    (87) - Σκέψεις 22 και 23 (οι υπογραμμίσεις δικές μου). Τα ειδικά μέτρα στον τομέα της εκτοπίσεως των αλλοδαπών που δικαιολογούνται από λόγους δημοσίας τάξεως και δημοσίας ασφαλείας ήταν τελείως άσχετα με την εν λόγω περίπτωση που αποτέλεσε το αντικείμενο της αποφάσεως Singh. Θεωρώ ότι η κρίση του Δικαστηρίου πρέπει επομένως, κατ' ανάγκη, να αναφέρεται στη συνήθη νομική σφαίρα των δικαιωμάτων διαμονής, χωρίς καμία σχέση με την αναγνωριζόμενη από το δημόσιο διεθνές δίκαιο ιδιαιτερότητα της καταστάσεως των υπηκόων που κατοικούν στο κράτος καταγωγής τους. Πάντοτε στο πλαίσιο της υποθέσεως Singh, ο γενικός εισαγγελέας Tesauro παρατηρεί ότι «είναι δεδομένο ότι, κατ' αρχήν, ο σύζυγος ενός εγκατεστημένου στην ίδια του τη χώρα προσώπου μπορεί να υπαχθεί στις ευεργετικές διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας η οποία του παρέχει κανονικώς, λόγω και μόνο της υπάρξεως του συζυγικού δεσμού, δικαιώματα ευρύτερα και διαρκέστερα απ' ό,τι αυτά που απονέμει η κοινοτική νομοθεσία» (σημείο 15 των προτάσεων). Στην υπόθεση Reed, ο γενικός εισαγγελέας Lenz εξέθεσε ότι η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων δεν μπορεί να έχει άνευ ετέρου εφαρμογή στα δικαιώματα διαμονής ενόψει των σοβαρών διαφορών που χαρακτηρίζουν τις νομικές σφαίρες των προσώπων οι οποίοι ουδέποτε εγκατέλειψαν τη χώρα τους και των διακινουμένων κοινοτικών υπηκόων (βλ. σημείο Β.ΙΙ, σημείο 1, στοιχείο γγ, των προτάσεων).

    (88) - Βλ. τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Lenz (μέρη A.1 και A.6) και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα (σκέψη 7 της αποφάσεως).

    (89) - Με την εξαίρεση των μέτρων εκτόπισης - χωρίς, εξάλλου, καμία σχέση με το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας - που δεν μπορούν να πλήξουν παρά μόνο τους αλλοδαπούς.

    (90) - Στην περίπτωση αυτή ομοίως, με την εξαίρεση εν πάση περιπτώσει των μέτρων απομακρύνσεως από το εθνικό έδαφος· πράγματι, μόνον ο Βρετανός υπήκοος απολαύει στο Ηνωμένο Βασίλειο του «right of abode» (βλ. ανωτέρω σημείο 4).

    (91) - Η υπόθεση Martνnez Sala παρουσιάζει αναλογίες με την υπόθεση Reed, διότι το Δικαστήριο θεώρησε ως συνιστώσα δυσμενή διάκριση λόγω της ιθαγένειας - μολονότι έναντι διαφορετικών διατάξεων, ήτοι του άρθρου 6 και του άρθρου 8, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 17, παράγραφος 2, ΕΚ) - μια εθνική διάταξη που παρείχε μεν ένα κοινωνικό πλεονέκτημα σε κάθε πρόσωπο που διαμένει νομίμως στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους, πλην όμως υπό την πρόσθετη προϋπόθεση που επιβάλλεται μόνο στους υπηκόους των κρατών μελών να έχουν τίτλο διαμονής. Όπως και στην υπόθεση Reed, στην υπόθεση Martνnez Sala το Δικαστήριο θεώρησε προφανώς ανάλογες τις νομικές καταστάσεις διαμονής των υπηκόων του κράτους υποδοχής και αυτές των διακινουμένων κοινοτικών υπηκόων που διαμένουν σ' αυτό το κράτος (υπό οποιαδήποτε ιδιότητα, διότι η επίμαχη εθνική διάταξη δεν έκανε καμία διάκριση σε συνάρτηση με την «ένταση» των δικαιωμάτων διαμονής που απολαύουν αντιστοίχως οι μεν και οι δε (βλ. τις σκέψεις 49 και 63).

    (92) - «Μια διάταξη του εθνικού δικαίου, η οποία δεν είναι αντικειμενικά δικαιολογημένη και ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, πρέπει να θεωρηθεί ότι συνεπάγεται εμμέσως δυσμενείς διακρίσεις, εφόσον μπορεί, από τη φύση της, να θίξει περισσότερο τους διακινούμενους εργαζομένους απ' ό,τι τους ημεδαπούς εργαζομένους και ενέχει, συνεπώς, τον κίνδυνο να θέσει σε δυσμενέστερη μοίρα ειδικά τους διακινούμενους εργαζομένους (...)», απόφαση, Meints, σκέψη 45· με το ίδιο πνεύμα, βλ. την απόφαση O'Flynn, σκέψη 20.

    (93) - Αναφέρομαι στα εκτεθέντα από το Δικαστήριο στην απόφαση Singh και από τον γενικό εισαγγελέα Lenz στην απόφαση Reed, όπως μνημονεύθηκε στο σημείο 45 αυτών των προτάσεων.

    (94) - Βλ. τον κανονισμό 1251/70, την οδηγία 75/34, την πρόταση (παρατεθείσα ανωτέρω στην υποσημείωση 68), με την οποία αναγνωρίζεται στα μέλη της οικογενείας του διακινουμένου εργαζομένου που δεν είναι υπήκοοι του κράτους μέλους το δικαίωμα να συνεχίζουν να διαμένουν «στο κράτος μέλος διαμονής σε περίπτωση λύσης του γάμου με την προϋπόθεση ότι έχουν κατοικήσει [με τον σύζυγο] σ' αυτό επί περίοδο τριών διαδοχικών ετών » (νέο άρθρο 10, παράγραφος 4, του κανονισμού, η υπογράμμιση δική μου· βλ. επίσης την όγδοη αιτιολογική σκέψη της προτάσεως) και την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϋκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 68/360, που επέβαλε η Επιτροπή, στις 14 Οκτωβρίου 1998 (ΕΕ C 344, σ. 12, στο εξής: δεύτερη πρόταση, δεδομένου ότι υπήρξε ήδη προηγουμένως μια πρόταση, βλ. κατωτέρω την υποσημείωση 116), η οποία, αν υιοθετηθεί, θα περιλαμβάνει την προσθήκη στην οδηγία ενός νέου άρθρου 4α που λαμβάνει υπόψη τις προαναφερθείσες τροποποιήσεις που επιφέρει η πρόταση στο άρθρο 10 του κανονισμού (βλ. το άρθρο 1, σημείο 4, της πρώτης προτάσεως), η οποία όμως, εξάλλου, προσθέτει ότι «για τα μέλη της οικογένειας τα οποία δεν ασκούν οικονομική δραστηριότητα, το δικαίωμα διαμονής [μόνιμης] αναγνωρίζεται κατόπιν προσκόμισης αποδεικτικών στοιχείων ότι διαθέτουν (...) επαρκείς οικονομικούς πόρους καθώς και ασφάλιση ασθενείας». Η πρόταση προβλέπει επιπλέον την περίπτωση του συζύγου του διακινουμένου εργαζομένου που ασκεί και αυτός επαγγελματική δραστηριότητα. Ως προς αυτόν, το νέο άρθρο 11 του κανονισμού θα αναγνωρίζει το δικαίωμα παραμονής στο κράτος υποδοχής «σε περίπτωση λύσης του γάμου με την προϋπόθεση ότι ο αιτών έχει κατοικήσει στην επικράτεια της χώρας [με τον σύζυγο για περίοδο τουλάχιστον πέντε διαδοχικών ετών» (η υπογράμμιση δική μου). Τέλος, κατά τη δεύτερη πρόταση, στην περίπτωση εφαρμογής των μέτρων εκτοπίσεως που υπαγορεύονται από λόγους δημοσίας τάξεως, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας, τα κράτη μέλη θα πρέπει «[να λάβουν] υπόψη, για να περιοριστεί η έκταση εφαρμογής αυτών των παρεκκλίσεων [από την οδηγία] τον βαθμό ένταξης στην επικράτειά τους του προσώπου που αφορούν αυτά τα μέτρα παρέκκλισης» (άρθρο 1, σημείο 9, που αντικαθιστά το κείμενο του ισχύοντος άρθρου 10 της οδηγίας· η υπογράμμιση δική μου).

    (95) - Εξάλλου, άπειροι άλλοι λόγοι δικαιολογούν, κατ' εμέ, το να θεωρηθεί ότι η λύση που επέλεξε ο Βρετανός νομοθέτης δεν συνιστά παράνομη δυσμενή διάκριση. Οι Immigration Rules προβλέπουν διάφορα χρονικά διαστήματα αναμονής πριν παρασχεθεί ενδεχομένως το ευεργέτημα του δικαιώματος διαμονής αορίστου διαρκείας, πλην όμως το σύστημα που ορίζεται στο άρθρο 255 είναι εν πάση περιπτώσει ευνοϋκό όσον αφορά τους κοινοτικούς διακινούμενους εργαζομένους: πράγματι, η μεταχείριση που επιφυλάσσεται στους υπηκόους των άλλων κρατών μελών (και στα μέλη της οικογενείας τους) είναι ευνοϋκότερη από αυτήν που προβλέπεται από την κοινοτική ρύθμιση. Ο κανονισμός 1251/70 και η οδηγία 75/34 παραθέτουν μια σειρά απολύτως ειδικών περιπτώσεων «αποκτήσεως ριζών» (στις οποίες προστίθενται, πιθανόν, αυτές της προτάσεως και της δεύτερης προτάσεως που μνημονεύθηκαν αντιστοίχως στις υποσημειώσεις 69 και 95) στις οποίες ο διακινούμενος εργαζόμενος και η οικογένειά του μπορούν να αποκτήσουν το δικαίωμα να κατοικούν μονίμως στο κράτος υποδοχής, μαζί με τις περιπτώσεις που προβλέπονται και ρυθμίζονται από τους Immigration Rules (βλ. ανωτέρω υποσημείωση 48). Η περίπτωση που αποτελεί το αντικείμενο των ειδικών διατάξεων του άρθρου 255 προβλέφθηκε αποκλειστικώς και αυτοτελώς από τον εθνικό νομοθέτη: πράγματι, δεν αντιστοιχεί σε κανένα δεσμευτικό κανόνα συμπεριφοράς που να απορρέει από τον κανονισμό ή την οδηγία. Μολονότι επιβάλλει την προϋπόθεση χρονικού διαστήματος αδιάλειπτης διαμονής τεσσάρων ετών, η βρετανική έννομη τάξη καταλήγει πάντως στη διεύρυνση της δυνατότητας των διακινουμένων εργαζομένων (και των μελών της οικογενείας τους) να «εγκατασταθούν στο έδαφος του Ηνωμένου Βασιλείου». Ο ίδιος οι κοινοτικός νομοθέτης, έχοντας συνείδηση της ανεπάρκειας των περιπτώσεων που προβλέπονται στον κανονισμό 1251/70 και στην οδηγία 75/34, έκρινε πράγματι ότι πρέπει να διευκρινιστεί ότι η σχετική ρύθμιση «δεν θίγει τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις κράτους μέλους οι οποίες είναι ευνοϋκότερες για τους υπηκόους των άλλων κρατών μελών» (βλ., και στις δύο περιπτώσεις, το άρθρο 8, παράγραφος 1· οι υπογραμμίσεις δικές μου). Όσον αφορά γενικώς τα δικαιώματα διαμονής, στις προτάσεις μου που ανέπτυξα στην υπόθεση Martνnez Sala, παρατήρησα ότι τα διάφορα κράτη μέλη διαθέτουν μια τέτοια ευχέρεια - φυσικά, «εντός των ορίων του εδάφους τους» - λόγω του ότι το άρθρο 8 A, παράγραφος 2, της Συνθήκης εξουσιοδοτεί το Συμβούλιο να θεσπίζει διατάξεις που διευκολύνουν την άσκηση, ειδικότερα, του δικαιώματος της ελεύθερης διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών.

    (96) - Το άρθρο 8, παράγραφος 1, της Συνθήκης δημιούργησε την ιθαγένεια της Ενώσεως, διευκρινίζοντας ότι «πολίτης της Ένωσης είναι κάθε πρόσωπο που έχει υπηκοότητα ενός κράτους μέλους». Κατά το άρθρο 8 A, παράγραφος 1, της Συνθήκης, «κάθε πολίτης της Ένωσης έχει το δικαίωμα να κυκλοφορεί και να διαμένει ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών, υπό την επιφύλαξη των περιορισμών και με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην παρούσα Συνθήκη και στις διατάξεις που θεσπίζονται για την εφαρμογή της».

    (97) - Βλ. τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ruiz-Jarabo Colomer στην υπόθεση Shingara και Radiom (σημείο 34) και, ειδικότερα, τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Κοσμά στην υπόθεση Wijsenbeek (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 37, σημεία 78 έως 104).

    (98) - Βλ. τις αποφάσεις Martνnez Sala, σκέψη 60, και Wijsenbeek, σκέψη 43.

    (99) - Βλ. το σημείο 23 των προτάσεών μου.

    (100) - Βλ. τις προτάσεις μου στην υπόθεση Martνnez Sala, σημείο 20.

    (101) - Με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, ελήφθη πρόνοια να διευκρινιστεί ότι η ιθαγένεια της Ενώσεως δεν αποτελεί αντίγραφο της εθνικής ιθαγένειας η οποία, κατά συνέπεια, διατηρεί τα χαρακτηριστικά της (συμπεριλαμβανομένων αυτών που απορρέουν από το διεθνές δημόσιο δίκαιο). Στο τέλος του άρθρου 8, παράγραφος 1, της Συνθήκης, προστέθηκε ότι «η ιθαγένεια της Ένωσης συμπληρώνει και δεν αντικαθιστά την εθνική ιθαγένεια».

    (102) - Η κατάσταση του προσώπου «που βρίσκεται και είναι εγκατεστημένο» στο Ηνωμένο Βασίλειο, όταν δεν πρόκειται ήδη, όπως στις περισσότερες των περιπτώσεων, για Βρετανό υπήκοο, εξομοιώνεται από τον εθνικό νόμο προς αυτήν του Βρετανού υπηκόου, με μόνη εξαίρεση ότι είναι δυνατή η απέλαση από το έδαφος του κράτους (βλ. ανωτέρω το σημείο 14· βλ. επίσης τα εκτιθέμενα στην υποσημείωση 81). Η λύση αυτή δικαιολογείται από τη σημασία που αποδίδεται στο γεγονός της αποκτήσεως ριζών στη χώρα και, επομένως, στη σύνδεση με τη χώρα, των οικείων προσώπων και, εξάλλου δεν συνιστά παράβαση κανενός κανόνα του κοινοτικού δικαίου: νομίζω ότι είναι σαφές ότι ο A. Kaba δεν θα μπορούσε να την χαρακτηρίσει ως συνιστώσα δυσμενή διάκριση.

    (103) - Βλ. τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Κοσμά στην υπόθεση Wijsenbeek, σημεία 81 και 85.

    (104) - Με αυτό το πνεύμεα, βλ., μεταξύ άλλων, Mattera, A., «Civis europaeus sum, citoyennetι europιenne, droit de circulation et de sιjour, applicabilitι directe de l'article 8 A du traitι CE» στο RMUE, 1998, n_ 3, σ. 5.

    (105) - Αρχικά, το άρθρο 8 A, παράγραφος 2, προέβλεπε ότι το Συμβούλιο αποφασίζει κατόπιν απλής σύμφωνης γνώμης του Ευρωπαϋκού Κοινοβουλίου. Κατόπιν της τροποποιήσεως που επήλθε με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, η οποία υπογράφηκε στις 2 Οκτωβρίου 1997, το άρθρο 8 A, παράγραφος 2, της Συνθήκης έχει την εξής διατύπωση: «Το Συμβούλιο μπορεί να θεσπίζει διατάξεις που διευκολύνουν την άσκηση των αναφερόμενων στην παράγραφο 1 δικαιωμάτων. Εκτός αν άλλως ορίζεται στην παρούσα Συνθήκη, το Συμβούλιο αποφασίζει σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 [πρώην άρθρου 189 B ήδη παρατιθέμενου, κατόπιν τροποποιήσεως, στη Συνθήκη του Άμστερνταμ]. Το Συμβούλιο αποφασίζει με ομοφωνία καθόλη τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής».

    (106) - Σύνοδος του Ευρωπαϋκού Συμβουλίου του Δουβλίνου της 25ης και 26ης Ιουνίου 1990, παράρτημα I για την Πολιτική Ένωση, στο Conclusions des sessions du Conseil europιen (1975-1990), σ. 388 (βλ. Jessurun d'Oliveira, H./U., «European Citizenship: its Meaning, its Potential», στο Monar, J., Ungerer, W., και Wessels, W., The Maastricht Treaty on European Union, European Interuniversity Press, Bruxelles, 1993, σ. 81, ειδικότερα σ. 82, δημοσιευθέν επίσης στο Dehousse, R., Europe after Maastricht: an ever closer Union?, Beck, Monaco, 1994, σ. 126· θα αναφέρομαι κατωτέρω στη σελιδοποίηση της πρώτης εκδόσεως).

    (107) - Σύνοδος του Ευρωπαϋκού Συμβουλίου της Ρώμης της 13ης και 14ης Δεκεμβρίου 1990, όπ.π., σ. 416 (βλ. Jessurun d'Oliveira, όπ.π., σ. 82).

    (108) - Σύμφωνα με μια πρόταση που περιέχεται σ' ένα έγγραφο που επιγράφεται «Vers une citoyennetι europιenne», που συνέταξε η Ισπανική Κυβέρνηση για τη Σύνοδο Κορυφής του Μάαστριχτ της 7ης Φεβρουαρίου 1992 (βλ. Jessurun d'Oliveira, όπ.π. σ. 83).

    (109) - Σύνοδος του Ευρωπαϋκού Συμβουλίου της Ρώμης της 13ης και 14ης Δεκεμβρίου 1990, όπ.π. Για περισσότερες λεπτομέρειες ως προς τη Διακυβερνητική Διάσκεψη για την πολιτική της Ενώσεως και μια συνοπτική περιγραφή των εγγράφων που ανταλλάχθηκαν μεταξύ των συμμετασχόντων, βλ. επίσης Marias, E. A., «From Market Citizen to Union citizen», στο Marias, E. A., European Citizenship, IEAP, Maastricht, 1994, σ. 1, συγκεκριμένα 5 έως 9.

    (110) - Αυτή είναι η λιγότερο περιοριστική διατύπωση που προτάθηκε για το άρθρο X 4 στη Γνωμοδότηση της Επιτροπής των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, της 21ης Οκτωβρίου 1990, «όσον αφορά το σχέδιο αναθεωρήσεως της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϋκής Οικονομικής Κοινότητας που αφορά την Πολιτική Ένωση» (Δελτίο ΕΚ, συμπλήρωμα 2/91, σ. 74, ειδικότερα σ. 81).

    (111) - Βλ. τις αποφάσεις της 30ής Νοεμβρίου 1995, C-175/94, Gallagher (Συλλογή 1995, σ. I-4253)· Shingara και Radiom· Pereira Roque καθώς και Calfa.

    (112) - Βλ. την απόφαση της 20ής Μαρτίου 1997, C-96/95, Επιτροπή κατά Γερμανίας (Συλλογή 1997, σ. I-1653), επί προσφυγής που ασκήθηκε στις 24 Μαρτίου 1995, ως απόδειξη του γεγονότος ότι η ίδια η Επιτροπή θεωρεί ότι οι οδηγίες 90/364 και 90/365 (που αποτελούσαν το αντικείμενο της παραβάσεως που προσαπτόταν στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας) εξακολουθούν να ισχύουν.

    (113) - Οδηγία του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1990, σχετικά με το δικαίωμα διαμονής των σπουδαστών (EE L 180, σ. 30), η οποία ακυρώθηκε από το Δικαστήριο ενόψει της εσφαλμένης νομικής της βάσεως, ήτοι του άρθρου 235 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 308 ΕΚ) αντί του άρθρου 6, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 12, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ)· βλ. την απόφαση της 7ης Ιουλίου 1992, C-295/90, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1992, σ. I-4193)· το Δικαστήριο διατήρησε εντούτοις τα αποτελέσματα της εν λόγω οδηγίας, μέχρις ότου αντικατασταθεί με νέα οδηγία.

    (114) - Άλλες διατάξεις αυτής της οδηγίας όπως όλων των οδηγιών στον τομέα της διαμονής ουδόλως φαίνεται να έχουν καταστεί ανενεργές λόγω του άρθρου 8 A, παράγραφος 1. Έχω κατά νου, ειδικότερα, το δικαίωμα διαμονής του συζύγου του σπουδαστή και των εξαρτωμένων τέκνων που, αν και καθόσον είναι υπήκοοι τρίτης χώρας, δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 8 A, παράγραφος 1, που αφορά μόνο τους υπηκόους της Ενώσεως.

    (115) - Απόφαση της 23ης Μαρτίου 1982, 53/81 (Συλλογή 1982, σ. 1035, σκέψη 9), στην οποία το Δικαστήριο είπε ότι «τα εκ της ελευθέρας κυκλοφορίας των εργαζομένων δικαιώματα, και ειδικότερα το δικαίωμα (...) παραμονής στο έδαφος κράτους μέλους, συνδέχονται [επίσης] με την ιδιότητα του εργαζομένου ή του προσώπου που ασκεί ή επιθυμεί να ασκήσει μια αμειβόμενη δραστηριότητα» (η υπογράμμιση δική μου).

    (116) - Βλ. την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϋκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 68/360 και της οδηγίας 73/148 (ΕΕ 1995, C 307, σ. 18, στο εξής: πρώτη πρόταση). Βλ. επίσης, τη δεύτερη πρόταση (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 94) που προβλέπει, αφενός, την αντικατάσταση της πρώτης φράσεως του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας, επιβάλλοντας στα κράτη μέλη την υποχρέωση να αναγνωρίζουν στους κοινοτικούς υπηκόους «το δικαίωμα να εγακταλείπουν την επικράτειά τους για λόγους αναζήτησης θέσεως εργασίας» (η υπογράμμιση δική μου· με το ίδιο πνεύμα, βλ. τις τροποποιήσεις του άρθρου 1, παράγραφος 1, του κανονισμού που προβλέπονται από την προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 69 πρόταση, στην οποία η δεύτερη οδηγία παραπέμπει ρητώς) και, αφετέρου, προσθέτει μια νέα παράγραφο 4 στο άρθρο 6 και ένα νέο σημείο δδ στο άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας, δυνάμει του οποίου: α) ο διακινούμενος εργαζόμενος που βρίσκεται σε ανεργία δικαιούται αυτόματης ανανεώσεως της άδειας διαμονής για χρονικά διαστήματα τουλάχιστον έξι μηνών, εφόσον αναζητεί εργασία, και β) στην περίπτωση κατά την οποία η αναζήτηση εργασίας παρατείνεται για χρονικό διάστημα πλέον των έξι μηνών, το κράτος μέλος υποδοχής έχει την ευχέρεια «να ζητήσει από τον αναζητούντα εργασία να αποδείξει ότι αναζητεί ενεργά θέση εργασίας και έχει εύλογες πιθανότητες να προσληφθεί» (η υπογράμμιση δική μου· βλ. την απόφαση Antonissen, σκέψη 21).

    (117) - Βλ. τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής επί της πρώτης προτάσεως (ΕΕ 1996, C 174, σ. 40), το νομοθετικό ψήφισμα γνωμοδοτήσεως του Ευρωπαϋκού Κοινοβουλίου επί της πρώτης προτάσεως (ΕΕ 1996, C 347, σ. 58), και τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής, μεταξύ άλλων, επί της προτάσεως (βλ. ανωτέρω την υποσημείωση 69) και επί της δεύτερης προτάσεως (ΕΕ 1999, C 169, σ. 24, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 95)· στην τελευταία αυτή γνώμη, τονίζεται ότι ο στόχος «της πλήρους εφαρμογής του δικαιώματος των πολιτών της Ένωσης να μετακινούνται και να επιλέγουν ελεύθερα τον τόπο διαμονής τους σε ολόκληρη την επικράτεια της Ευρωπαϋκής Ένωσης δεν έχει ακόμη επιτευχθεί» (σημείο 2.3.1).

    (118) - Rapport sur le fonctionnement du traitι sur l'Union europιenne, της 10ης Μαου 1995, SEC(95) 731 τελικό, στο http://europa.eu.int/en/agenda/igc-home/eu-doc/ commissn/reports.html.

    (119) - Βλ. το πρώτο μέρος, τμήμα I-A.1, σημεία 8 έως 10.

    (120) - Rapport d'ιtape du prιsident du groupe de rιflexion sur la confιrence intergouvernementale de 1996, της 1ης Σεπτεμβρίου 1995, SN 509/1/95 REV 1 (REFLEX 10), στο http://europa. eu.int/en/agenda/igc-home/eu-doc/reflect/west_fr.html. Η έκθεση Westendorp προτείνει ενίσχυση των συγκεκριμένων δικαιωμάτων του Ευρωπαίου πολίτη με επίτευξη, μεταξύ άλλων, της άνευ περιορισμού ελευθερίας διαμονής (βλ. το σημείο 19 του γαλλικού κειμένου).

    (121) - Rapport du groupe de haut niveau sur la libre circulation des personnes, υπό την προεδρία της Simone Veil, που υποβλήθηκε στην Επιτροπή στις 18 Μαρτίου 1997, EUR-OP, Luxembourg, 1998, ιδίως το κεφάλαιο I (βλ. επίσης http://europa.eu.int/comm/dg15/fr/people/ hlp/summ.htm)· η έκθεση αυτή διατυπώνει πλέον των 80 συστάσεων για την αντιμετώπιση των δυσκολιών που διαπιστώθηκαν.

    (122) - Δεύτερη έκθεση της Επιτροπής για την ιθαγένεια της Ενώσεως της 27ης Μαου 1997, COM(97) 230 τελικό, στην οποία αποκλείεται το να συνιστά το δικαίωμα διαμονής που προβλέπεται στο άρθρο 8 A, παράγραφος 1, «νέο δικαίωμα» που προστέθηκε με τη Συνθήκη για την Ευρωπαϋκή Ένωση, προκειμένου να εξεταστεί αυτό μάλλον το κεφάλαιο που αφιερώνεται στα «δικαιώματα που έχουν χορηγηθεί πριν» από αυτή τη Συνθήκη, με όλους τους σχετικούς περιορισμούς (βλ. σ. 4 και τμήμα II.4.1). Σχέδιο δράσεως υπέρ της ενιαίας αγοράς: ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϋκό Συμβούλιο, που υποβλήθηκε στις 4 Ιουνίου 1997 από τον Επίτροπο Monti, CSE(97) 1 τελικό. Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϋκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο επί της εξελίξεως των συστάσεων της ομάδας υψηλού επιπέδου [ομάδας Veil] για την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, της 1ης Ιουλίου 1998, COM(98) 403 τελικό, στην οποία η Επιτροπή θεωρεί ότι είναι αναγκαία η σύγκλιση της νομικής καταστάσεως όλων των κοινοτικών πολιτών στα κράτη μέλη, ανεξάρτητα από το γεγονός αν ασκούν ή όχι οικονομική δραστηριότητα.

    (123) - Είναι λογικό να νοηθεί ρεαλιστικά το άρθρο 8 A, παράγραφος 1, της Συνθήκης υπό το φως αυτού που φαίνεται να είναι η μόνιμη ανησυχία των κρατών μελών, δηλαδή ότι η διαφορά κοινωνικών παροχών εκ μέρους των κρατών να μη προκαλέσει, ελλείψει κοινοτικής εναρμονίσεως, μαζικές διακινήσεις. Η έκθεση Adonnino, που εγκρίθηκε από το Ευρωπαϋκό Συμβούλιο, εκφραζόταν ήδη με αυτό το πνεύμα: «Η ανάγκη δικαιολογήσεως επαρκών μέσων συντηρήσεως ως προϋπόθεση ελεύθερης διαμονής (...) φαίνεται απαραίτητη, εάν θέλουμε να αποφευχθούν μεταναστευτικά ρεύματα που προκαλούνται αποκλειστικά από χρηματικές εκτιμήσεις βασιζόμενες ιδίως στο γεγονός ότι τα ευρωπαϋκά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως δεν έχουν εναρμονιστεί» (έκθεση Adonnino προς το Ευρωπαϋκό Συμβούλιο των Βρυξελλών της 29ης και της 30ής Μαρτίου 1985, Δελτίο ΕΚ, συμπλήρωμα 7/85, σ. 9, ειδικότερα σ. 14). Απαιτώντας να αποδεικνύει ο ενδιαφερόμενος ότι διαθέτει επαρκή μέσα συντηρήσεως και ασφάλιση ασθενείας, οι οδηγίες στον τομέα της διανομής - η τελευταία των οποίων εκδόθηκε στα τέλη του 1993 - εκφράζουν αυτή την ανησυχία. Με αυτό το πνεύμα, π.χ., εκφράστηκε ο Adam, R., «Prime riflessioni sulla cittadinanza dell'Unione», στο Riv. dir. int., 1992, σ. 622, συγκεκριμένα σ. 639.

    (124) - Απόφαση της 16ης Απριλίου 1997, T-66/95, Kuchlenz-Winter κατά Επιτροπής (Συλλογή 1997, σ. II-637, σκέψεις 44 έως 48).

    (125) - Εκτός από ορισμένες μεμενωμένες απόψεις (βλ. E. A. Marias, όπ.π.· Menegazzi Munari, F., Cittadinanza europea: una promessa da mantenere, Giappichelli, Turin, 1996, ειδικότερα σ. 177, όπου μια «όχι επιλεκτική» ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως δικαιολογείται από ανθρωπιστικούς λόγους, καθόσον θεωρείται «απαράδεκτο οικονομικώς αδύνατα άτομα να αποκλείονται από την απόλαυση αυτών των ελευθεριών αποκλειστικά και μόνο λόγω του ότι η βιοποριστική τους κατάσταση είναι ήδη αβεβαία» [ελεύθερη μετάφραση]), η άποψη που διατυπώσαμε τυγχάνει, ως προς τα ουσιώδη σημεία της, αποδοχής (βλ. Alston, P., και Weiler, J. H. H., An «ever closer Union» in Need of human Rights Policy: the European Union and human Rights, Harvard Jean Monnet Working Paper n_ 1/99, http://www.law.harvard.edu/ Programs/Jean Monnet/papers/99/990101.html, ειδικότερα τμήμα 14-A-1· Baubφck, R., Citizenship and national Identities in the European Union, Harvard Jean Monnet Working Paper n_ 4/97, http://www.law.harvard.edu/Programs/Jean Monnet/papers/97/ 97-04-.html, ειδικότερα τμήμα 3· Dollat, P., Libre circulation des personnes et citoyennetι europιenne: enjeux et perspectives, Bruylant, Bruxelles, 1998, σ. 131 έως 140· Gautier, Y., «Article 8 A», στο Constantinesco, V., Jacquι, J. P., Kovar, R., και Simon, D., Traitι sur l'Union europιenne. Commentaire article par article, Economica, Παρίσι 1995, σ. 139, ειδικότερα σ. 140· Hall, S., Nationality, Migration rights and Citizenship of the Union, Martinus Nijhoff, Dordrecht, 1995, ειδικότερα σ. 8 έως 13, 117 ΰ 119, 124, 125, και 176 έως 181· Jessurun d'Oliveira, H. U., όπ.π. σ. 92 και 93, 99, και 103 έως 106· Kovar, R., και Simon, D., «La citoyennetι europιenne», στοs CDE, 1993, σ. 284, ειδικότερα σ. 295 έως 300· A. Mattera, όπ.π., ειδικότερα σ. 20 και 21· O'Keefe, D., «Union Citizenship», στο O'Keefe, D., και Twomey, P. M., Legal Issues of the Maastricht Treaty, Chancery Law, Λονδίνο, 1994, σ. 87, συγκεκριμένα σ. 93 και 94· Orlandi, M., Cittadinanza europea e libera circolazione delle persone, Edizioni Scientifiche Italiane, Νάπολη, 1996, σ. 48 έως 53· Shaw, J., Citizenship of the Union: towards post-national Membership?, Harvard Jean Monnet Working Paper n_ 6/97, http://www.law.harvard.edu/Programs/Jean Monnet/papers/97/97-06-.html, ειδικότερα τμήμα IV-D; Shaw, J., European Citizenship: the IGC and beyond, EIoP, 1997, n_ 3, http://eiop.or.at/eiop/texte/1997-003a.htm, ειδικότερα τμήμα II· C. Vincenzi, όπ.π., σ. 273· Weiler, J. H. H., The selling of Europe: the Discourse of European Citizenship in the IGC 1996, Harvard Jean Monnet Working Paper n_ 3/96, http://www.law. harvard.edu/Programs/Jean Monnet/papers/96/9603.html, ειδικότερα το τμήμα που επιγράφεται «Citizenship and Authority in the TEU» (του ίδου συγγραφέα, βλ. επίσης «Les droits des citoyens europιens», στο RMUE 1996, n_ 3, σ. 35, στο πρώτο μέρος του οποίου επαναλαμβάνονται ορισμένες από τις σκέψεις που περιέχονται στο προπαρατεθέν Paper)· Wouters, J., «European Citizenship and the Case-Law of the Court of Justice of the European Communities on the free Movement of Persons», στο προπαρατεθέν European Citizenship, σ. 25, συγκεκριμένα σ. 47 έως 50, και Wyatt, D., Arnull, A., και Dashwood, A., Wyatt and Dashwood's European Community Law, Sweet & Maxwell, Λονδίνο 1993, 3η έκδοση, σ. 659).

    (126) - Βλ. High Court de Leicester (Ηνωμένο Βασίλειο), απόφαση της 20ής Μαρτίου 1995, Vitale I, στο CML Reports, 1995, τόμος 3, σ. 605· Court of Appeal (Ηνωμένο Βασίλειο), απόφαση της 17ης Αυγούστου 1995, υπόθεση FC3 95/6339/D, Phull, μη δημοσιευθείσα (την οποία όμως επαναλαμβάνει με το ίδιο πνεύμα το ίδιο αυτό Court of Appeal στην απόφαση Vitale II, βλ. κατωτέρω, όπου θεωρήθηκε χαρακτηριστικό ότι το House of Lords δεν επέτρεψε την άσκηση εφέσεως χωρίς καν να ζητήσει την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως βάσει του άρθρου 177 της Συνθήκης· μαζί με τις αποφάσεις Vitale I και Vitale II, η απόφαση Phull σχολιάστηκε επίσης από τους O'Keefe, D., και Horspool, M., «European Citizenship and the free movement of persons», στο The Irish Jurist, τόμος XXXI, Sweet & Maxwell, 1996, σ. 145)· Court of Appeal (Ηνωμένο Βασίλειο), απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 1996, Vitale II, στο CML Reports, 1996, τόμος 2, σ. 587.

    (127) - Στις προτάσεις μου επί της αποφάσεως Martνnez Sala, παρατήρησα ότι «η ουσιαστική καινοτομία [του άρθρου 8 Α] δεν συνίσταται στο ότι η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων περιελήφθη άμεσα στη Συνθήκη. Η ελευθερία αυτή έχει αναγνωριστεί (...) από μια άλλη πηγή του πρωτογενούς δικαίου, την Ενιαία Πράξη, και συγκεκριμένα από τη διάταξη που ορίζει την εσωτερική αγορά ως χώρο χωρίς σύνορα (...). Η ιθαγένεια της Ενώσεως απονέμεται άμεσα στο άτομο, το οποίο αναγνωρίζεται πλέον ρητά ως υποκείμενο δικαίου (...)» (σημείο 18 των προτάσεων).

    (128) - Ήδη στο πλαίσιο της αποφάσεως Martνnez Sala, εξέφρασα την άποψη ότι, μετά την έναρξη ισχύος του άρθρου 8 A της Συνθήκης, η οδηγία 90/364 (μία από τις οδηγίες στον τομέα της διαμονής) «εξακολουθεί (...) να ρυθμίζει τις προϋποθέσεις ασκήσεως της ελευθερίας που προβλέφθηκε με τη Συνθήκη [ΕΕ]» (σημείο 18· με το ίδιο πνεύμα βλ. επίσης στο σημείο 19 επ.).

    (129) - Άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας (βλ. ανωτέρω το σημείο 2). Όσον αφορά τα μέλη της οικογένειας που δεν είναι κοινοτικοί πολίτες, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να παρέχουν στα πρόσωπα αυτά κάθε διευκόλυνση για τη λήψη των αναγκαίων θεωρήσεων (άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας).

    (130) - Βλ. την απόφαση Boukssid, ιδίως σ. 281.

    (131) - Όσον αφορά τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για την είσοδο και τη διαμονή στο κράτος υποδοχής, υπενθυμίζω ότι η V. Michonneau, της οποίας επιτράπηκε η είσοδος στο Ηνωμένο Βασίλειο ως διακινουμένης εργαζομένης (βλ. ανωτέρω το σημείο 15 ), δεν όφειλε να αποδείξει ότι διέθετε επαρκείς οικονομικούς πόρους και ασφάλιση ασθενείας - σύμφωνα με τα προβλεπόμενα με την οδηγία 90/364 (βλ. ανωτέρω το σημείο 24) και το άρθρο 6, παράγραφος 2, στοιχείο f, του EEA Order, που περιέχει τον ορισμό του προσώπου που καλύπτει τις δικές του ανάγκες (βλ. την υποσημείωση 47) - προϋποθέσεις που ουδόλως διαφέρουν (τουλάχιστον από την άποψη του λόγου που τις υπαγορεύει) από αυτές του άρθρου 281, σημείο v και vi (βλ. ανωτέρω το σημείο 9).

    (132) - Κατά τη βρετανική νομολογία στην οποία αναφέρεται ρητά το αιτούν δικαστήριο, οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 281 των Immigration Rules δεν μπορούν να εξομοιωθούν προς αυτές που προβλέπονται για την είσοδο στο Ηνωμένο Βασίλειο κοινοτικών υπηκόων οι οποίοι κάνουν χρήση των δικαιωμάτων που τους παρέχει η Συνθήκη (βλ., μεταξύ άλλων, την απόφαση Boukssid· βλ., πάντως, την παρατήρηση που διατυπώνεται στο τέλος της προηγούμενης υποσημειώσεως).

    (133) - Ο A. Kaba εξέθεσε ότι η διαδικασία που σκοπεί στο να επαληθευτεί ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 281 των Immigration Rules είναι τόσο μακρά και, προφανώς, επίπονη, ώστε οι μη κοινοτικοί υπήκοοι που επιθυμούν να μείνουν μαζί με τον βρετανικής ιθαγένειας σύζυγό τους που κατοικεί στο Ηνωμένο Βασίλειο προτιμούν ενίοτε να επικαλεστούν τα δικαιώματα που τους παρέχει η Συνθήκη (και χάρη στα οποία η είσοδος είναι άμεση) στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο Βρετανός υπήκοος μπορεί να απολαύει της ελεύθερης κυκλοφορίας που του αναγνωρίζει η απόφαση Singh, στην οποία προστίθεται πλέον η απόφαση Wijsenbeek (βλ. ανωτέρω το σημείο 36). Τα περιστατικά που αποτέλεσαν την αφορμή για την υπόθεση Boukssid το επιβεβαιώνουν. Η Boukssid, μια σπουδάστρια μαροκινής ιθαγενείας, που διέμενε στο Ηνωμένο Βασίλειο έχοντας άδεια διαμονής της οποίας η ισχύς είχε λήξει, παντρεύτηκε τον Νοέμβριο του 1993 τον Stollery, Βρετανό υπήκοο. Τον Σεπτέμβριο του 1994, οι δύο σύζυγοι μετέβησαν στις Κάτω Ξώρες, όπου ο σύζυγος είχε βρει εργασία ως μισθωτός. Στη συνέχεια, η Boukssid υπέβαλε αίτηση εγκαταστάσεως στο Ηνωμένο Βασίλειο στο προξενείο του Ηνωμένου Βασιλείου στο Άμστερνταμ, ο υπάλληλος του οποίου της διευκρίνισε ότι, εάν είχε επιμείνει για να λάβει άδεια εισόδου σύμφωνα με τους βρετανικούς νόμους περί αλλοδαπών, θα έπρεπε να παραμείνει επί ορισμένο χρονικό διάστημα εκτός του Ηνωμένου Βασιλείου, χωριστά από τον σύζυγό της (ο οποίος, φυσικά, είχε επιστρέψει στη χώρα του καταγωγής), περιμένοντας μέχρις ότου η διοίκηση προβεί στις απαιτούμενες επαληθεύσεις. Αν, αντιθέτως, όπως διευκρινίστηκε, είχε κάνει χρήση των δικαιωμάτων που αντλούσε από την κοινοτική έννομη τάξη, θα μπορούσε να εισέλθει στο Ηνωμένο Βασίλειο χωρίς καθυστέρηση. Η Boukssid αποφάσισε να υποβάλει αίτηση ως «μέλος της οικογενείας, υπήκοος τρίτης χώρας, εξαρτώμενη από κοινοτικό υπήκοο» (όπ.π., σ. 277).

    (134) - Αν και αυτό δεν μπορεί να έχει οποιαδήποτε επίπτωση στη νομική ανάλυση των διατάξεων που αποτελούν το αντικείμενο των προδικαστικών ερωτημάτων, σημειώνω ότι, κατόπιν της υποβολής της αιτήσεως για τη χορήγηση άδειας διαμονής αόριστης διάρκειας, ο A. Kaba και η V. Michonneau διαζεύχθηκαν.

    Top