Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61998CC0220

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Fennelly της 16ης Σεπτεμβρίου 1999.
    Estée Lauder Cosmetics GmbH & Co. OHG κατά Lancaster Group GmbH.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Landgericht Köln - Γερμανία.
    Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων - Εμπορία καλλυντικού προϊόντος με την ονομασία "lifting" - Άρθρα 30 και 36 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρα 28 ΕΚ και 30 ΕΚ) - Οδηγία 76/768/ΕΟΚ.
    Υπόθεση C-220/98.

    Συλλογή της Νομολογίας 2000 I-00117

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1999:425

    61998C0220

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Fennelly της 16ης Σεπτεμβρίου 1999. - Estée Lauder Cosmetics GmbH & Co. OHG κατά Lancaster Group GmbH. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Landgericht Köln - Γερμανία. - Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων - Εμπορία καλλυντικού προϊόντος με την ονομασία "lifting" - Άρθρα 30 και 36 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρα 28 ΕΚ και 30 ΕΚ) - Οδηγία 76/768/ΕΟΚ. - Υπόθεση C-220/98.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2000 σελίδα I-00117


    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


    I - Εισαγωγή

    1 Οι διάδικοι της δίκης από την οποία προέκυψε η παρούσα αίτηση του Landgericht Kφln (Γερμανία) (στο εξής: εθνικό δικαστήριο) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως είναι οι γερμανικές θυγατρικές εταιρίες ανταγωνιστριών πολυεθνικών εταιριών στον τομέα των καλλυντικών προϋόντων. Αντικείμενο της διαφοράς είναι η κρέμα συσφίξεως προσώπου Monteil Firming Action Lifting Extreme Creme (στο εξής: κρέμα), η οποία παρασκευάζεται στο Μονακό και διανέμεται σε όλη την Ευρώπη από τις εταιρίες του ομίλου Lancaster (1). Η καθής είναι η γερμανική εταιρία που είναι μέλος του ομίλου αυτού, επιφορτισμένη με την οργάνωση της διανομής της κρέμας όχι μόνο στη γερμανική αγορά, αλλά και προς ολόκληρο το σύστημα επιλεκτικής διανομής της Lancaster.

    2 Η προσφεύγουσα, η γερμανική θυγατρική εταιρία του ομίλου Estιe Lauder, ισχυρίζεται ότι η χρησιμοποίηση του όρου lifting στην ονομασία της κρέμας είναι παραπλανητική διότι δημιουργεί την εντύπωση ότι έχει διαρκή αποτελέσματα παρόμοια με αυτά χειρουργικής αναπλάσεως της επιδερμίδας. Όλοι γνωρίζουν ότι η κρέμα δεν συνεπάγεται διαρκή αποτελέσματα, αν και η καθής υποστηρίζει ότι έχει σημαντικό αποτέλεσμα συσφίξεως. Η προσφεύγουσα άσκησε την επίδικη προσφυγή δυνάμει του γερμανικού δικαίου περί αθέμιτου ανταγωνισμού, πρωτίστως ως μέτρο άμυνας, για να προστατεύσει τη θέση της στην αγορά διότι, όπως προέκυψε κατά την προφορική διαδικασία, μια ένωση για την προστασία των καταναλωτών πέτυχε να απαγορευθεί από ένα άλλο γερμανικό δικαστήριο, το Kammergericht Berlin, η χρησιμοποίηση από την προσφεύγουσα του όρου lifting για τη δική της κρέμα συσφίξεως προσώπου (2).

    3 Η καθής αμφισβητεί ότι η κρέμα προκαλεί την προσδοκία διαρκούς αποτελέσματος. Υποστηρίζει ότι το αιτούμενο μέτρο, αν γίνει δεκτό, θα εμποδίσει την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων που εγγυάται το κοινοτικό δίκαιο, καθιστώντας αναγκαία πρόσθετα έξοδα εμπορίας για τη νέα ονομασία του προϋόντος και τη νέα συσκευασία για τη γερμανική αγορά και μόνο. Θεωρεί επίσης ότι θα είναι δυσανάλογο έναντι του ελαχίστου κινδύνου ενδεχομένης πλάνης του καταναλωτή.

    4 Το εθνικό δικαστήριο έκρινε ότι, χωρίς τη διεξαγωγή αποδείξεων, δεν μπορεί να αποκλείσει «το ενδεχόμενο παραπλανήσεως ενός μη αμελητέου μέρους των καταναλωτών». Αναφέρεται σε απόφαση του Bundesgerichtshof της 12ης Δεκεμβρίου 1996, που επικυρώνει την προηγουμένη απόφαση του Kammergericht Berlin με την οποία είχε γίνει δεκτή η κατά της Estιe Lauder βάλλουσα αίτηση, σύμφωνα με την οποία η χρησιμοποίηση του όρου lifting μπορούσε να είναι παραπλανητική (3). Διερωτάται, εντούτοις, αν το κοινοτικό δίκαιο απαιτεί να υφίσταται απόκλιση από τον κανόνα που έχει αναπτύξει η γερμανική νομολογία, σύμφωνα με τον οποίο η χρησιμοποίηση ενός όρου μπορεί να απαγορευθεί αν τουλάχιστον 10 έως 15 % των πιθανών καταναλωτών μπορούν να παραπλανηθούν. Επιθυμεί ειδικότερα να μάθει αν, υπό το φως υποθέσεων όπως η υπόθεση Mars (4), το όριο αυτό συνιστά υπερβολικά αυστηρό κριτήριο προστασίας.

    5 Επομένως, υποβάλλεται στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

    «Έχουν τα άρθρα 30 και 36 της Συνθήκης ΕΚ και/ή το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας του Συμβουλίου, της 27ης Ιουλίου 1976, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των αναφερομένων στα καλλυντικά προϋόντα (76/768/ΕΟΚ), την έννοια ότι απαγορεύουν την εφαρμογή διατάξεων του εθνικού δικαίου περί του αθεμίτου ανταγωνισμού, οι οποίες επιτρέπουν την απαγόρευση της εισαγωγής και της διαθέσεως στο εμπόριο καλλυντικού προϋόντος, το οποίο παρασκευάζεται ή διατίθεται νομίμως στο εμπόριο εντός κράτους μέλους της Ευρωπαϋκής Ενώσεως, με την αιτιολογία ότι οι καταναλωτές παραπλανώνται από την ένδειξη "lifting" την οποία αντιλαμβάνονται ως ένδειξη αφορώσα τα αποτελέσματα του προϋόντος, υποθέτουν δε ότι πρόκειται για διαρκές αποτέλεσμα, ενώ το προϋόν αυτό διατίθεται νομίμως στο εμπόριο εντός άλλων κρατών της Ευρωπαϋκής Ενώσεως χωρίς να αμφισβητείται, με την ίδια ένδειξη των αποτελεσμάτων του επί της συσκευασίας;»

    II - Η συναφής νομοθεσία

    6 Ο γερμανικός Gesetz gegen den unlauteren Wettbewerb (ομοσπονδιακός νόμος περί καταστολής του αθέμιτου ανταγωνισμού, στο εξής: UWG), της 7ης Ιουνίου 1909, προκάλεσε, στο μέτρο που μπορεί να επηρεάσει την κυκλοφορία των εμπορευμάτων, την υποβολή προδικαστικών ερωτημάτων στο Δικαστήριο στο πλαίσιο πολλών υποθέσεων, μεταξύ των οποίων εξέχουσα θέση έχει, από την άποψη της παρούσας υποθέσεως, η υπόθεση Verband Sozialer Wettbewerb, αποκαλούμενη «Clinique» (5). Το άρθρο 3 του UWG ορίζει:

    «Οποιοσδήποτε, στο πλαίσιο των εμπορικών σχέσεων, προβαίνει για ανταγωνιστικούς σκοπούς σε πράξεις αντίθετες προς τα χρηστά ήθη μπορεί να τύχει οχλήσεως προκειμένου να απόσχει από τις πράξεις αυτές και να επανορθώσει.»

    Υπάρχει παρόμοια διάταξη στην ειδική γερμανική νομοθεσία σχετικά με τα είδη πρώτης ανάγκης. Το άρθρο 27, παράγραφος 1, του Lebensmittel- und Bedarfsgegenstδndegesetz, της 15ης Αυγούστου 1974 (ομοσπονδιακός νόμος περί τροφίμων και ειδών πρώτης ανάγκης, στο εξής: LmBG), ορίζει τα εξής:

    «Απαγορεύεται η κατ' επάγγελμα διάθεση στο εμπόριο καλλυντικών προϋόντων με παραπλανητική ονομασία ή παραπλανητικές ενδείξεις ή παρουσίαση (...). Παραπλάνηση υπάρχει ιδίως

    1. όταν αποδίδονται στα καλλυντικά προϋόντα αποτελέσματα (...) τα οποία επιστημονικώς δεν αποδεικνύονται επαρκώς (...)».

    Το άρθρο 27, παράγραφος 1, σημείο 3, του LmBG διευκρινίζει ότι μια ονομασία είναι παραπλανητική «αν χρησιμοποιήθηκαν ονομασίες (...) δυνάμενες να παραπλανήσουν (...) ως προς άλλα στοιχεία που είναι καθοριστικά κατά την εκτίμηση».

    7 Εκτός των άρθρων 30 και 36 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρων 28 ΕΚ και 30 ΕΚ), είναι αναγκαία η αναφορά όχι μόνο στην οδηγία 76/768/ΕΟΚ (6), την οποία ανέφερε το εθνικό δικαστήριο, αλλά και στην οδηγία 84/450/ΕΟΚ, σχετικά με την παραπλανητική διαφήμιση (7).

    8 Η οδηγία του 1976 ορίζει τους όρους εμπορίας των καλλυντικών προϋόντων. Η δεύτερη αιτιολογική σκέψη της δείχνει ότι ένας από τους κύριους σκοπούς της οδηγίας είναι η διευκόλυνση του ελεύθερου εμπορίου καλλυντικών προϋόντων. Δυνάμει του άρθρου της 7, παράγραφος 1, τα κράτη μέλη δεν δύνανται «να αρνηθούν, να απαγορεύσουν ή να περιορίσουν τη διάθεση στην αγορά των καλλυντικών προϋόντων, τα οποία ανταποκρίνονται στις προδιαγραφές της παρούσας οδηγίας και των παραρτημάτων της». Το άρθρο 6, παράγραφος 3, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 88/667/ΕΟΚ (8), αποτελεί την ουσιώδη διάταξη στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως. Ορίζει τα εξής:

    «Τα κράτη μέλη λαμβάνουν κάθε πρόσφορο μέτρο ώστε στην επισήμανση, την παρουσίαση προς πώληση και τη διαφήμιση των καλλυντικών προϋόντων, το κείμενο, οι ονομασίες, τα σήματα, οι εικόνες ή τα άλλα σύμβολα παραστατικά ή μη να μην χρησιμοποιούνται για να αποδώσουν στα προϋόντα αυτά ιδιότητες που δεν έχουν.»

    9 Η οδηγία 84/450 θέτει τους βασικούς κοινοτικούς κανόνες στον τομέα της παραπλανητικής διαφημίσεως. Το άρθρο 2, σημείο 2, της εν λόγω οδηγίας ορίζει την «παραπλανητική διαφήμιση» ως «κάθε διαφήμιση που με οποιονδήποτε τρόπο, συμπεριλαμβανομένης της παρουσίασής της, παραπλανά ή ενδέχεται να παραπλανήσει τα πρόσωπα στα οποία απευθύνεται ή στων οποίων τη γνώση περιέχεται και που, εξαιτίας του απατηλού χαρακτήρα της, είναι ικανή να επηρεάσει την οικονομική τους συμπεριφορά ή που, για τους λόγους αυτούς, βλάπτει ή ενδέχεται να βλάψει έναν ανταγωνιστή». Το άρθρο 3 περιέχει κατάλογο των στοιχείων που πρέπει να ληφθούν υπόψη προκειμένου να καθοριστεί αν μια διαφήμιση είναι παραπλανητική, ο οποίος αναφέρει τα χαρακτηριστικά των διαφημιζομένων αγαθών ή υπηρεσιών. Το άρθρο 7 επιτρέπει στα κράτη μέλη να διατηρούν ή να θεσπίζουν εθνικές διατάξεις προκειμένου να εξασφαλίσουν «μεγαλύτερη προστασία στους καταναλωτές».

    III - Παρατηρήσεις

    10 Γραπτές παρατηρήσεις κατατέθηκαν από την προσφεύγουσα, την καθής, την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, τη Γαλλική Δημοκρατία, τη Φινλανδική Δημοκρατία και την Επιτροπή, οι οποίες επίσης, εκτός της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Φινλανδικής Δημοκρατίας, ανέπτυξαν προφορικά τις παρατηρήσεις τους.

    IV - Ανάλυση

    11 Στο παρόν στάδιο της διαφοράς της κύριας δίκης, το εθνικό δικαστήριο δεν έχει αποφανθεί οριστικώς ως προς το ζήτημα της φερομένης ενδεχομένως παραπλανητικής χρήσεως του όρου lifting. Ζητεί να διαφωτιστεί ως προς το περιεχόμενο της προστασίας που το εθνικό δίκαιο μπορεί να παράσχει, σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, στους καταναλωτές καλλυντικών προϋόντων όπως είναι η επίδικη κρέμα. Δεδομένου ότι από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι τα εν λόγω προϋόντα εισήχθησαν από το Μονακό, μια τρίτη χώρα, πρέπει να εξετασθεί το καθεστώς των απευθείας εισαγομένων από το Μονακό προϋόντων έναντι του κοινοτικού δικαίου.

    A - Το ζήτημα του Μονακό

    12 Το άρθρο 227 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 299 ΕΚ) δεν περιλαμβάνει το έδαφος του Πριγκηπάτου του Μονακό μεταξύ των εδαφών στα οποία έχει εφαρμογή η Συνθήκη. Επομένως, όπως η Επιτροπή και η Γαλλική Κυβέρνηση ορθώς παρατήρησαν κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, πρόκειται για τρίτη χώρα έναντι του κοινοτικού δικαίου. Εντούτοις, αποτελεί τμήμα του τελωνειακού εδάφους της Κοινότητας τουλάχιστον από το 1968, οπότε το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1496/68 του Συμβουλίου, της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, περί του ορισμού του τελωνειακού εδάφους της Κοινότητας (9), διευκρίνισε ότι ορισμένα εδάφη, μεταξύ των οποίων το Πριγκηπάτο του Μονακό, «εκτός του εδάφους των κρατών μελών», αλλά που περιλαμβάνονται στο παράρτημα του κανονισμού, «θεωρούνται ότι αποτελούν μέρος του τελωνειακού εδάφους της Κοινότητας». Η εφαρμοζομένη κανονιστική ρύθμιση δεν ορίζει επακριβώς ποιες είναι οι ακριβείς νομικές συνέπειες της αποφάσεως να συμπεριληφθεί το Πριγκηπάτο του Μονακό στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας (10). Εντούτοις, εφόσον στο εμπόριο μεταξύ του Μονακό και της Κοινότητας δεν μπορεί να εφαρμοσθεί δασμός ή φόρος ισοδυνάμου αποτελέσματος, φαίνεται εκ πρώτης όψεως να προκύπτει από αυτό ότι τα εμπορεύματα καταγωγής Μονακό, εξαγόμενα απευθείας σε ένα κράτος μέλος, θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως αν ήσαν κοινοτικής προελεύσεως.

    13 Το πλέον πειστικό νομικό έρεισμα για τη στήριξη της ερμηνείας αυτής έγκειται στην αναλογία προς την έννοια των προϋόντων που βρίσκονται σε «ελεύθερη κυκλοφορία εντός κράτους μέλους», η οποία διατυπώνεται στα άρθρα 9 και 10 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρα 23 ΕΚ και 24 ΕΚ), κατά την οποία τα προϋόντα προελεύσεως τρίτων χωρών τα οποία πληρούν, εντός συγκεκριμένου κράτους μέλους, τις τελωνειακές διατυπώσεις εισόδου στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας και στα οποία έχει επιβληθεί ο ενδεδειγμένος δασμός που επιβάλλει το κοινό τελωνειακό δασμολόγιο των Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΔ), θεωρούνται ότι βρίσκονται σε «ελεύθερη κυκλοφορία» εντός του εν λόγω κράτους μέλους. Με την απόφασή του της 15ης Δεκεμβρίου 1976, Donckerwolcke και Schou (11), το Δικαστήριο έκρινε ότι «τα προϋόντα που απολαύουν ελεύθερης κυκλοφορίας εξομοιώνονται οριστικώς και καθόλα με τα προϋόντα καταγωγής κρατών μελών» και ότι «από την εξομοίωση αυτή προκύπτει ότι οι διατάξεις του άρθρου 30 περί καταργήσεως των ποσοτικών περιορισμών και κάθε μέτρου ισοδυμάνου αποτελέσματος εφαρμόζονται αδιακρίτως επί των προϋόντων που κατάγονται από την Κοινότητα και επί των προϋόντων που τέθηκαν σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός οιουδήποτε κράτους μέλους, ανεξαρτήτως της αρχικής καταγωγής των προϋόντων αυτών». Στην ίδια απόφαση, ακολούθως, το Δικαστήριο προσέθεσε, διορθώνοντας, ότι η εξομοίωση αυτή μπορεί «να αναπτύξει πλήρη αποτελέσματα εάν υποτεθεί ότι τα εν λόγω εμπορεύματα υπόκεινται στις ίδιες προϋποθέσεις εισαγωγής, εκτελωνισμού και εμπορίας ανεξαρτήτως του κράτους στο οποίο πραγματοποιήθηκε η θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία» (12). Εντούτοις, δεν υποστηρίχθηκε ότι υφίστανται διαφορές ως προς την τελωνειακή ή εμπορική πολιτική στον τομέα εισαγωγών καλλυντικών προϋόντων στην Κοινότητα. Πράγματι, οι ισχύοντες γενικοί κανόνες, οι οποίοι περιλαμβάνονται στον κανονισμό (ΕΚ) 3285/94 (13), προβλέπουν ρητώς (άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού) ότι «η εισαγωγή στην Κοινότητα των προϋόντων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 είναι ελεύθερη και δεν υπόκειται σε κανένα ποσοτικό περιορισμό, με την επιφύλαξη των μέτρων διασφάλισης που μπορεί να ληφθούν βάσει του τίτλου V» (14).

    14 Ομολογουμένως, η εξομοίωση των προϋόντων που εισάγονται απευθείας από το Μονακό, μια τρίτη χώρα, στη Γερμανία προς αγαθά ευρισκόμενα σε ελεύθερη κυκλοφορία, έννοια η οποία ισχύει για τα ήδη εισαχθέντα από τρίτη χώρα αγαθά, συνεπάγεται διεύρυνση της εννοίας αυτής. Αυτό προϋποθέτει ειδικότερα την εφαρμογή της απαγορεύσεως των μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικούς περιορισμούς έναντι της Γερμανίας, αν και δεν υφίσταται εκεί αμοιβαία συμφωνία που να μπορεί να γίνει επίκλησή της στο πλαίσιο της αντίθετης περιπτώσεως απευθείας εξαγωγών από τη Γερμανία προς το Μονακό. Η απουσία οποιασδήποτε διεθνούς συμφωνίας με το Πριγκηπάτο του Μονακό (15) μπορεί ενδεχομένως να προκαλέσει δυσχέρειες, όπως ο εκπρόσωπος της Γαλλικής Κυβερνήσεως αναγνώρισε κατά τη συνεδρίαση (16). Μ' αυτό μπορεί να αντιπαραβληθεί η τωρινή κατάσταση της Δημοκρατίας του Αγίου Μαρίνου. Όπως και το Πριγκηπάτο του Μονακό, αυτή θεωρείται από το 1968 ότι αποτελεί τμήμα του τελωνειακού εδάφους της Κοινότητας, αλλά οι εμπορικές σχέσεις της με την Κοινότητα διέπονται από το 1992 από ειδική διεθνή συμφωνία (17). Αν και οι εμπορικές σχέσεις μεταξύ του Μονακό και της Κοινότητας δεν ρυθμίζονται εξαντλητικώς, θεωρώ ότι το γεγονός και μόνον ότι το Μονακό αποτελεί τμήμα του τελωνειακού εδάφους της Κοινότητας δικαιολογεί το να θεωρούνται τα προερχόμενα από το Μονακό προϋόντα ότι διέπονται από τους κανόνες της ελεύθερης κυκλοφορίας. Κατά τη γνώμη μου, το γεγονός ότι το Μονακό ευρίσκεται εντός της Κοινότητας από τελωνειακής απόψεως αποτελεί πειστικότερο έρεισμα για την επέκταση της εννοίας αυτής απ' ό,τι η κατά τη συνεδρίαση προβληθείσα από την καθής άποψη, σύμφωνα με την οποία το γεγονός ότι τα οικεία προϋόντα (πιθανώς όπως οι περισσότερες από τις εξαγωγές του Μονακό) διασχίζουν τη Γαλλία για να πραγματοποιήσουν τη διαδρομή από το Μονακό έως τη Γερμανία αρκεί για να έχει εφαρμογή το κοινοτικό δίκαιο. Αυτό θα οδηγούσε σε αδικαιολόγητα διαφορετική μεταχείριση σε σχέση προς τα προϋόντα που εξάγονται από το Μονακό διά θαλάσσης, για παράδειγμα προς την Ισπανία και την Ιταλία. Από το άρθρο 10 της Συνθήκης και την προπαρατεθείσα απόφαση Donckerwolcke και Schou προκύπτει σαφώς ότι τα προερχόμενα από τρίτες χώρες προϋόντα πρέπει πρώτα να εισάγονται υλικώς σε κράτος μέλος και να συμπληρώνονται εκεί οι απαιτούμενες από το ΚΔ νομικές διατυπώσεις, περιλαμβανομένης της καταβολής των ενδεδειγμένων δασμών, για να μπορούν να θεωρηθούν ότι ευρίσκονται σε ελεύθερη κυκλοφορία. Το νομικό καθεστώς του Πριγκηπάτου του Μονακό, το οποίο αποτελεί μέρος του κοινοτικού τελωνειακού εδάφους, καθιστά τις προϋποθέσεις αυτές περιττές. Συνεπώς, θεωρώ ότι, εφόσον ο κοινοτικός νομοθέτης αποφάσισε να χορηγήσει στο Πριγκηπάτο του Μονακό το καθεστώς κοινοτικού τελωνειακού εδάφους, νομικώς προκύπτει από αυτό ότι, αφ' ης τα προϋόντα του Μονακό εξαχθούν προς κράτος μέλος, πρέπει στη συνέχεια να αντιμετωπίζονται, σε εμπορικό επίπεδο, ως εμπορεύματα ευρισκόμενα σε ελεύθερη κυκλοφορία.

    15 Συνεπώς, το γεγονός ότι τα προϋόντα για τα οποία πρόκειται στη διαφορά της κύριας δίκης εισάγονται απευθείας από το Μονακό στη Γερμανία δεν επηρεάζει την εξέταση του ερωτήματος αν η απόφαση την οποία το εθνικό δικαστήριο προτίθεται να εκδώσει θα είναι συμβατή προς το κοινοτικό δίκαιο.

    B - Το ουσιαστικό ζήτημα

    16 Δεν εκπλήσσει ότι από τις γραπτές και προφορικές παρατηρήσεις που διατυπώθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως δεν προέκυψε καμία θεμελιώδης διαφωνία ως προς τις αρχές που πρέπει να εφαρμοσθούν κατά τη διατύπωση απαντήσεως στο υποβληθέν από το εθνικό δικαστήριο ερώτημα. Τα κύρια νομικά ζητήματα έχουν επιλυθεί με σχετικώς πρόσφατες αποφάσεις. Το πραγματικό ζήτημα που τίθεται εν προκειμένω είναι το ερώτημα σε τι έκταση μπορεί να εφαρμοσθεί η προστασία των καταναλωτών που παρέχει το γερμανικό δίκαιο, ειδικότερα ο κανόνας που προϋποθέτει ότι η δυνατότητα συγχύσεως του 10 έως 15 % των καταναλωτών αρκεί για να δικαιολογηθεί περιορισμός της πωλήσεως προϋόντος, παρά τις αρνητικές επιπτώσεις της στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, και εφόσον οι σχετικοί με τα οικεία προϋόντα κανόνες έχουν εναρμονισθεί σε κοινοτικό επίπεδο. Μόνον η Φινλανδική Κυβέρνηση υποστηρίζει, η δε Γαλλική Κυβέρνηση το υποστήριξε σε ορισμένο βαθμό κατά τη συνεδρίαση, ότι, παρά την οδηγία του 1976, τα κράτη μέλη μπορούν να διατηρούν τους δικούς τους αυστηρότερους κανόνες όσον αφορά την προστασία των καταναλωτών.

    17 Κατ' αρχάς, δεν αμφισβητείται ότι η έκδοση αποφάσεως εθνικού δικαστηρίου περιορίζουσας την πώληση της κρέμας για τον λόγο και μόνον ότι ο όρος lifting χρησιμοποιείται στην ονομασία συνιστά μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος με ποσοτικό περιορισμό των εξαγωγών, το οποίο, κατ' αρχήν, απαγορεύεται από το άρθρο 30 της Συνθήκης, καθώς επίσης περιορισμό του εμπορίου των καλλυντικών προϋόντων αντίθετον προς το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας του 1976 (18). Η κρέμα πωλείται ευρέως υπό παρόμοιες συνθήκες σε άλλα κράτη μέλη, οπότε ο εξαγωγέας θα έπρεπε, για να συμμορφωθεί προς τις ειδικές γερμανικές διατάξεις, όπως στην υπόθεση Clinique, να υποστεί επιπλέον έξοδα συσκευασίας και διαφημίσεως μόνο για την αγορά αυτή (19). Συνεπώς, πρέπει μόνο να εξετασθεί κατά πόσον ένας τέτοιος περιορισμός μπορεί, εντούτοις, να επιτραπεί.

    18 Επίσης, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ειδικότερα κατά την απόφαση Clinique, η οδηγία του 1976 «προέβη σε πλήρη εναρμόνιση των εθνικών κανόνων περί συσκευασίας και επισημάνσεως των καλλυντικών προϋόντων» (20). Αυτή «ορίζει με τον τρόπο αυτό τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν προς το συμφέρον της άμυνας των καταναλωτών και της ευθύτητας των εμπορικών συναλλαγών, τα οποία περιλαμβάνονται μεταξύ των επιτακτικών απαιτήσεων, όπως αυτές διευκρινίζονται από τη νομολογία του Δικαστηρίου, για την εφαρμογή του άρθρου 30 της Συνθήκης» (21). Με άλλα λόγια, η ειδική επιτακτική αυτή απαίτηση επαναλαμβάνεται στην οδηγία του 1976 και οι κανόνες που καθιστούν δυνατή τη συμμόρφωση προς αυτήν διατυπώνονται εξαντλητικώς.

    19 Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας του 1976 δεν επιτρέπει στα κράτη μέλη να απαγορεύουν ή να περιορίζουν τη διάθεση στην αγορά των καλλυντικών προϋόντων, τα οποία ανταποκρίνονται στις προδιαγραφές της οδηγίας αυτής. Στην προκειμένη περίπτωση, δεν αμφισβητείται ότι η συσκευασία και η επισήμανση της κρέμας πληρούν τις προϋποθέσεις αυτές. Τίθεται το ερώτημα αν η Γερμανία μπορεί εντούτοις, στο πλαίσιο του σκοπού του άρθρου 6, παράγραφος 3, να περιορίσει τις πωλήσεις της στο εν λόγω κράτος μέλος.

    20 Επομένως, στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως, επίκεντρο της συζητήσεως αποτελεί η υποχρέωση που επιβάλλει στα κράτη μέλη το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας του 1976 να διασφαλίζουν ότι τα προϋόντα δεν επισημαίνονται ούτε διατίθενται στο εμπόριο κατά τρόπο που να αποδίδονται στα προϋόντα αυτά «ιδιότητες που δεν έχουν». Η οδηγία του 1976 αφήνει στα κράτη μέλη την επιλογή των μέτρων που καθιστούν δυνατή την εκπλήρωση της υποχρεώσεως αυτής. Αυτό δεν εκπλήσσει διότι θα ήταν αδύνατο να θεσπιστούν προκαταβολικώς εξαντλητικά κριτήρια δυνάμενα να εφαρμόζονται σε όλες τις περιπτώσεις για να καθορίζεται αν οι αφορώσες ένα προϋόν ενδείξεις είναι παραπλανητικές. Εντούτοις, η οδηγία του 1976 έχει την έννοια ότι ρυθμίζει κατά τρόπο εξαντλητικό τα της προστασίας των καταναλωτών από πρακτικές πωλήσεως ή εμπορίας που συνεπάγονται, έστω και εμμέσως, εσφαλμένες ενδείξεις για τα καλλυντικά προϋόντα. Με άλλα λόγια, οι συναφείς διατάξεις έχουν θεσπιστεί σε κοινοτικό επίπεδο και πρέπει απλώς να εφαρμόζονται κατά περίπτωση από τα κράτη μέλη. Επομένως, αυτά δεν έχουν το δικαίωμα να νομοθετούν στον τομέα αυτόν και μπορούν να ενεργούν μόνον εντός του πλαισίου που καθορίζουν οι εναρμονισθέντες κανόνες (22).

    21 Επομένως, η οδηγία του 1976 πρέπει να διακρίνεται από την οδηγία 84/450, η οποία προβλέπει μερική μόνον εναρμόνιση των εθνικών νομοθετικών διατάξεων περί παραπλανητικής διαφημίσεως με τον καθορισμό αντικειμενικών ελαχίστων κριτηρίων, με τη βοήθεια των οποίων μπορεί να διαπιστωθεί αν μια διαφήμιση είναι παραπλανητική (23). Επομένως, δεν μπορώ να συμφωνήσω με το επιχείρημα που προέβαλε η Φινλανδική Κυβέρνηση και υποστήριξε η Γαλλική Κυβέρνηση κατά τη συνεδρίαση, σύμφωνα με το οποίο το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας του 1976 πρέπει να ερμηνεύεται υπό το φως της οδηγίας 84/450. Τα κράτη μέλη έχουν μεν την κύρια ευθύνη του ελέγχου της χρησιμοποιήσεως παραπλανητικών στοιχείων επί της επισημάνσεως, υποχρεούνται όμως να εφαρμόζουν τις αρχές που διατυπώνονται στο άρθρο 6, παράγραφος 3, δηλαδή να απαγορεύουν τις λανθασμένες ή παραπλανητικές ενδείξεις όσον αφορά τα χαρακτηριστικά που έχει ένα καλλυντικό προϋόν. Η άποψη της Φινλανδικής Κυβερνήσεως, η οποία επικαλείται κατ' αναλογία το άρθρο 7 της οδηγίας 84/450, σύμφωνα με το οποίο τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν αυστηρότερα κριτήρια προστασίας του καταναλωτή είναι, επομένως, εσφαλμένη. Όλα τα κράτη μέλη πρέπει να εφαρμόζουν το ίδιο κριτήριο κοινοτικού δικαίου.

    22 Η οδηγία του 1976, όπως το Δικαστήριο τόνισε με την απόφασή του Clinique, πρέπει επίσης, «όπως κάθε κανονιστική ρύθμιση παραγώγου δικαίου, να ερμηνεύεται υπό το φως των κανόνων της Συνθήκης που αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων» (24). Κατά πάγια νομολογία, η απαγόρευση ποσοτικών περιορισμών καθώς και μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος ισχύει όχι μόνον όσον αφορά εθνικά μέτρα, αλλά και μέτρα προερχόμενα από τα κοινοτικά όργανα (25). Το άρθρο 6, παράγραφος 3, περιλαμβάνεται σε μια οδηγία η οποία αποσκοπεί στη βελτίωση της ελεύθερης κυκλοφορίας των καλλυντικών προϋόντων μέσω της εναρμονίσεως. Πρέπει συνεπώς να θεωρείται ότι επιδιώκει διπλό στόχο, την ελεύθερη κυκλοφορία και την προστασία του καταναλωτή. Όταν τα εθνικά δικαστήρια εφαρμόζουν εθνικές διατάξεις για την επίτευξη των σκοπών αυτών, οι οποίες συγκρούονται με τους εν λόγω σκοπούς, καλούνται φυσικά να αποκαταστήσουν μια ισορροπία μεταξύ αυτών. Το Δικαστήριο καλείται, όταν απαντά σε ερώτημα σαν αυτό που του υποβλήθηκε από το εθνικό δικαστήριο στην παρούσα υπόθεση, όπως ορθώς τονίζουν η Γερμανική και η Γαλλική Κυβέρνηση, να παράσχει ένα σαφές και σκόπιμο κριτήριο ερμηνείας για να βοηθήσει το εθνικό δικαστήριο στο έργο του αυτό.

    23 Υπό το φως των προκαταρκτικών αυτών παρατηρήσεων θα προσπαθήσω να διατυπώσω τις σκέψεις εκείνες που θα πρέπει να καθοδηγήσουν το Δικαστήριο στην απάντησή του στο ερώτημα που του υπέβαλε το εθνικό δικαστήριο. Το ερώτημα αυτό, υπενθυμίζω, αναφέρει, πρώτον, ότι η κρέμα «παρασκευάζεται και διατίθεται νομίμως στο εμπόριο εντός κράτους μέλους της Ευρωπαϋκής Ενώσεως [της Γερμανίας]» και «διατίθεται νομίμως στο εμπόριο εντός άλλων κρατών της Ευρωπαϋκής Ενώσεως, χωρίς να αμφισβητείται, με την ίδια ένδειξη των αποτελεσμάτων του επί της συσκευασίας» και, δεύτερον, ότι ο γερμανικός νόμος περί του αθεμίτου ανταγωνισμού επιτρέπει την απαγόρευση της πωλήσεώς του και της διανομής του «με την αιτιολογία ότι οι καταναλωτές παραπλανώνται από την ένδειξη lifting την οποία αντιλαμβάνονται ως ένδειξη αφορώσα το αποτέλεσμα του προϋόντος, υποθέτουν δε ότι πρόκειται για διαρκές αποτέλεσμα». Η αντίθεση αυτή χαρακτηρίζει το κύριο ζήτημα που εγείρει η παρούσα υπόθεση, δηλαδή, κατά τη γνώμη μου, αυτό του καθορισμού του καταλλήλου κριτηρίου της προστασίας των καταναλωτών από τον κίνδυνο να εξαπατηθούν ή να παραπλανηθούν από εσφαλμένες ενδείξεις. Ενώ κατά το γερμανικό δίκαιο επιτρέπεται να απαγορευθεί η διάθεση στο εμπόριο όταν ένα προϋόν μπορεί να εξαπατήσει το 10 έως 15 % των καταναλωτών, το εθνικό δικαστήριο διαπιστώνει, αναφερόμενο στην προπαρατεθείσα απόφαση Mars, ότι κατά το κοινοτικό δίκαιο οι καταναλωτές είναι επαρκώς ενήμεροι και προσεκτικοί και ότι δεν χρειάζονται, επομένως, να προστατεύονται από ενδείξεις που παραπλανούν τόσο λίγους καταναλωτές. Με τις γραπτές παρατηρήσεις της, η προσφεύγουσα εκθέτει με παραστατικότητα τις εντελώς διαφορετικές απόψεις που έχουν διατυπωθεί στα γερμανικά νομικά δημοσιεύματα ως προς το ενδεδειγμένο επίπεδο προστασίας. Στη μία άκρη βρίσκεται η άποψη σύμφωνα με την οποία, εν ονόματι της ισότητας των οικονομικών ευκαιριών, τα άρθρα 30 και 36 της Συνθήκης δεν πρέπει να ερμηνεύονται λαμβάνοντας υπόψη τον συνετό και διαθέτοντα κρίση καταναλωτή, διότι αυτό θα εισαγάγει διάκριση έναντι των καταναλωτών που έχουν περιορισμένες διανοητικές ικανότητες (26)! Στην άλλη άκρη υπάρχει η άποψη ότι το κοινοτικό δίκαιο επιβάλλει το πρότυπο του προσηκόντως ενημερωμένου καταναλωτή και ότι το γερμανικό δίκαιο στον τομέα του αθέμιτου ανταγωνισμού θα πρέπει να εγκαταλείψει «την εξίσου ανόητη όσο και μάταιη προσπάθεια για να προστατευθεί ουσιαστικά ακόμη και ο τελευταίος "ηλίθιος" από τον κίνδυνο παραπλανήσεως από τη διαφήμιση» (27).

    24 Κατά τη γνώμη μου, για να καθορισθεί το ενδεδειγμένο επίπεδο προστασίας του καταναλωτή πρέπει να ληφθεί ως βάση η πρόταση την οποία διατυπώνει η πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων μεταξύ των κρατών μελών συνιστά θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου (28). Η επίκληση, είτε ενός των λόγων εξαιρέσεως που αναφέρει το άρθρο 36 της Συνθήκης, είτε μιας επιτακτικής απαιτήσεως, πρέπει να θεωρείται εξαίρεση από την αρχή αυτή. Το περιεχόμενο των εξαιρέσεων της αρχής αυτής δεν πρέπει να «επεκτείνει το αποτέλεσμά του πέραν του βαθμού που είναι αναγκαίος για την προστασία των συμφερόντων, τα οποία αποσκοπεί να εγγυηθεί, τα δε ληφθέντα (...) μέτρα δεν πρέπει να παρεμβάλλουν εμπόδια στις εισαγωγές κατά τρόπο δυσανάλογο σε σχέση με τους στόχους τους» (29). Όπως ρητώς αναγνώρισε το Δικαστήριο, παραπέμποντας στις αποφάσεις Clinique και Mars, «ο κίνδυνος εξαπατήσεως των καταναλωτών δεν μπορεί να έχει το προβάδισμα έναντι των απαιτήσεων της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων και να δικαιολογεί, επομένως, εμπόδια στις συναλλαγές παρά μόνο στον βαθμό που είναι αρκούντως σοβαρός» (30). Η υποχρέωση «να τηρούν την αρχή της αναλογικότητας» ισχύει επίσης για «τα μέτρα που τα κράτη μέλη καλούνται να λάβουν για τη θέση σε εφαρμογή» (31) του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας του 1976. Επομένως, το αναγνωριζόμενο από την οδηγία συμφέρον της Κοινότητας για την προστασία των καταναλωτών μπορεί να επηρεάζει την ελεύθερη κυκλοφορία των καλλυντικών προϋόντων μόνο στο μέτρο που το εν λόγω συμφέρον σαφώς το απαιτεί.

    25 Το κοινοτικό δίκαιο, όσον αφορά την προστασία των καταναλωτών, προτίμησε να τονίσει ότι είναι ευκταίο να ενημερώνονται οι καταναλωτές είτε με τις διαφημίσεις, είτε με την επισήμανση ή με άλλους τρόπους, πράγμα το οποίο συνιστά το καλύτερο μέσο για την προώθηση της ελευθερίας του εμπορίου σε ανοικτές στον ανταγωνισμό αγορές. Αυτό προϋποθέτει ότι οι καταναλωτές θα ενημερωθούν μόνοι τους για την ποιότητα και την τιμή των προϋόντων και θα προβούν σε έξυπνες επιλογές. Ήδη με την απόφασή του Rewe Zentral, αποκαλούμενη «Cassis de Dijon», το Δικαστήριο προτίμησε την ενημερωτική επισήμανση, λύση προτιμητέα από την απαγόρευση των πωλήσεων (32). Τόνισε τη δυνατότητα και τη σκοπιμότητα της ενημερώσεως, όπως καταδεικνύεται όλως ιδιαιτέρως με την απόφαση «του νόμου περί της καθαρότητας για τον ζύθο», όπου η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ήθελε να υπερασπισθεί, μεταξύ άλλων και για λόγους αναγομένους στην προστασία των καταναλωτών, τη διάταξη του γερμανικού δικαίου σύμφωνα με την οποία μόνο τα προϋόντα που παρασκευάζονται αποκλειστικά από βύνη κριθής, λυκίσκο, μαγιά και νερό μπορούν να διατίθενται στο εμπόριο, στη Γερμανία, με την ονομασία «μπύρα» (33). Το Δικαστήριο, ενώ αποδέχθηκε ότι ήταν θεμιτή η επιδίωξη να δοθεί στους καταναλωτές «οι οποίοι αποδίδουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στον ζύθο που παρασκευάζεται από συγκεκριμένες πρώτες ύλες η δυνατότητα να επιλέγουν με γνώμονα αυτό το στοιχείο», έκρινε ότι ο στόχος αυτός μπορούσε να επιτευχθεί με ένα σύστημα ενημερώσεως του καταναλωτή που θα επέτρεπε «στον καταναλωτή να προβαίνει πράγματι στην εκλογή του με πλήρη επίγνωση»· τα ζυθοπωλεία μπορούν, επομένως, να υποχρεούνται να αναφέρουν στις ετικέτες τους τις πρώτες ύλες που χρησιμοποιούνται ενώ, όσον αφορά τις μπύρες που πωλούνται από βαρέλι, μπορούν να υποχρεούνται να μεριμνούν ώστε «οι απαιτούμενες ενδείξεις να αναγράφονται στα βαρέλια ή στους μηχανισμούς αντλήσεως» (34). Ολίγα έτη αργότερα, με την προπαρατεθείσα απόφασή του Pall, το Δικαστήριο, αρνούμενο να δεχθεί ότι η δυνατότητα πλάνης των Γερμανών καταναλωτών όσον αφορά τον τόπο καταθέσεως του σήματος εισαγομένων προϋόντων που φέρουν το σύμβολο «(R)» μπορεί να δικαιολογήσει την απαγόρευση της χρησιμοποιήσεώς του δυνάμει του UWG, έκρινε ότι, «και αν ακόμα υποτεθεί ότι είναι δυνατό να δημιουργηθεί συναφώς πλάνη στους καταναλωτές ή σε τμήμα αυτών, ο κίνδυνος αυτός δεν μπορεί να δικαιολογήσει ένα τόσο εμφανές εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, διότι οι καταναλωτές ενδιαφέρονται μάλλον για τις ιδιότητες του προϋόντος παρά για τον τόπο καταθέσεως του σήματος» (35). Το Δικαστήριο, επομένως, τόνισε ότι «στα πλαίσια της σχετικής κοινοτικής πολιτικής προβλέπεται στενός σύνδεσμος μεταξύ της προστασίας και της πληροφορήσεως του καταναλωτή» (36).

    26 Κατά τη γνώμη μου, πάντως, η εμφάνιση στην πλέον πρόσφατη νομολογία του Δικαστηρίου ενός υποδείγματος υποθετικού μέσου καταναλωτή στις υποθέσεις φερομένης παραπλανήσεως είναι αυτή που θα μπορούσε να έχει την πιο μεγάλη χρησιμότητα τόσο για τα εθνικά δικαστήρια όσο και για το Δικαστήριο, στην περίπτωση δε του τελευταίου για να μη πρέπει να αποφαίνεται επί των υποθέσεων αυτών επί ατομικής βάσεως. Φαίνεται ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ήταν η πρώτη που τόνισε τη σπουδαιότητα του συμπεράσματος που «ο μέσος ενημερωμένος καταναλωτής» (37) μπορεί να συναγάγει για το αν πρόκειται για προϋόν που έχει προληπτικές ή θεραπευτικές ιδιότητες, υποστηρίζοντας με επιτυχία την άποψη των γερμανικών αρχών, της οποίας το βάσιμο είχε αμφισβητηθεί εν προκειμένω από την Επιτροπή, σύμφωνα με την οποία τα διαλύματα πλύσεως οφθαλμών μπορούν να θεωρηθούν φάρμακα και, επομένως, εξαρτώνται από προηγουμένη έκδοση αδείας πριν από τη διάθεσή τους στο εμπόριο (38). Το 1994, με την προπαρατεθείσα απόφασή του Meyhui, το Δικαστήριο επικύρωσε διάταξη του κοινοτικού δικαίου περιλαμβανόμενη σε οδηγία του 1969 (39) επιβάλλουσα στους κατασκευαστές ορισμένων κατηγοριών υάλου (κρύσταλλο και υαλοκρύσταλλο) τη χρησιμοποίηση μόνον των ονομασιών του υάλου αυτού που χρησιμοποιούνται στην ή στις γλώσσες του κράτους μέλους όπου το προϋόν διατίθεται στο εμπόριο, διότι «η διαφορά ως προς την ποιότητα της χρησιμοποιηθείσας υάλου δεν καθίσταται ευχερώς αντιληπτή από τον μέσο καταναλωτή, ο οποίος δεν αγοράζει συχνά προϋόντα εκ κρυστάλλου», και «επομένως είναι ανάγκη να μπορεί αυτός να έχει την καλύτερη δυνατή πληροφόρηση σχετικά με αυτό που αγοράζει, ώστε να μη συγχέει τα προϋόντα των (πιο πάνω) κατηγοριών με τα προϋόντα που ανήκουν στις ανώτερες κατηγορίες και, ως εκ τούτου, να μην καταβάλλει αδικαιολόγητη τιμή» (40).

    27 Αυτός ο καθορισμός του επιπέδου προστασίας που απαιτείται για τον μέσο καταναλωτή αποκρυσταλλώθηκε το 1995 με την προπαρατεθείσα απόφαση Mars. Η υπόθεση Mars αφορούσε καταγγελία σύμφωνα με την οποία η αναγραφή ενδείξεως «+10 %», της οποίας οι διαστάσεις υπερέβαιναν το 10 % της επιφανείας της συσκευασίας πλακών σοκολάτας με παγωτό, ήταν αντίθετη προς το άρθρο 3 του UWG στο μέτρο που παραπλανούσε τους καταναλωτές κάνοντάς τους να πιστεύσουν ότι ο όγκος ή το βάρος του προϋόντος είχε αυξηθεί σε αναλογία μεγαλύτερη από 10 %. Το Δικαστήριο υιοθέτησε, για πρώτη φορά, την έννοια του «φυσιολογικώς ενημερωμένου καταναλωτή», ο οποίος «θεωρείται ότι (...) γνωρίζει ότι δεν υφίσταται οπωσδήποτε σύνδεσμος μεταξύ του μεγέθους των σχετικών με την αύξηση της ποσότητας του προϋόντος διαφημιστικών ενδείξεων και της σημασίας της αυξήσεως αυτής» (41).

    28 Έκτοτε η άποψη αυτή παγιώθηκε, ειδικότερα με δύο πρόσφατες υποθέσεις. Η απόφαση Gut Springenheide και Tusky (42) αφορούσε καταγγελία κατατεθείσα ενώπιον γερμανικού δικαστηρίου σχετικά με τον φερόμενο παραπλανητικό χαρακτήρα πληροφοριών περιλαμβανομένων τόσο στο χρησιμοποιούμενο σήμα όσο και σε μια σημείωση περιλαμβανομένη στη συσκευασία των αυγών, οι οποίες, στην προκειμένη περίπτωση, ήταν αντίθετες προς την κοινοτική νομοθεσία (43). Το εθνικό δικαστήριο έθεσε ρητώς το ερώτημα αν το κατάλληλο κριτήριο ήταν η αντίληψη του «ενημερωμένου μέσου καταναλωτή ή του περιστασιακού και ανενημέρωτου καταναλωτή». Η εκδοθείσα από το Δικαστήριο απόφαση έχει ένα γενικό περιεχόμενο: το Δικαστήριο επέστησε ειδικότερα την προσοχή στην ύπαρξη αναλόγων διατάξεων προοριζομένων για την προστασία του καταναλωτή στο πλαίσιο άλλων πράξεων του κοινοτικού δικαίου και αναφέρθηκε σε ορισμένες από τις προηγούμενες αποφάσεις του, μεταξύ άλλων στις αποφάσεις GB-INNO-BM, Pall, Clinique και Mars, που προαναφέρθηκαν. Το Δικαστήριο διατύπωσε στη συνέχεια το ακόλουθο κριτήριο (σκέψεις 31 και 32):

    «Από τις αποφάσεις αυτές προκύπτει ότι το Δικαστήριο, για να προσδιορίσει αν η ονομασία, το σήμα ή η διαφημιστική ένδειξη που είχαν τεθεί στην κρίση του δημιουργούσαν ή όχι κίνδυνο παραπλανήσεως του αγοραστή, έλαβε υπόψη την τεκμαιρόμενη προσδοκία του μέσου καταναλωτή, που έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος, χωρίς να διατάξει τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης ή δημοσκοπήσεως.

    Συνεπώς, τα εθνικά δικαστήρια θα πρέπει εν γένει να είναι σε θέση να εκτιμούν, υπό τις ίδιες συνθήκες, το ενδεχόμενο παραπλανητικό αποτέλεσμα μιας διαφημιστικής ενδείξεως.»

    Αν και εμφανίστηκε ως ένα κριτήριο που το Δικαστήριο είχε το ίδιο ήδη εφαρμόσει, είναι πρόδηλον ότι προοριζόταν κατά κύριο λόγο να καταστεί το εφαρμοζόμενο από τα εθνικά δικαστήρια κριτήριο. Αυτό προκύπτει σαφώς, κατά τη γνώμη μου, από την απόφαση Sektkellerei Kessler (44). Η υπόθεση αυτή αφορούσε τον κίνδυνο παραπλανήσεως που απέρρεε από το σήμα γερμανικού αφρώδους οίνου. Το Δικαστήριο τόνισε την ανάγκη «να αποδειχθεί, σε σχέση με τις αντιλήψεις ή συνήθειες των οικείων καταναλωτών, η ύπαρξη πραγματικού κινδύνου επηρεασμού της οικονομικής συμπεριφοράς τους» (σκέψη 33), στη συνέχεια δε επανέλαβε το κριτήριο που είχε διατυπωθεί με την απόφασή του Gut Springenheide και Tusky:

    «(...) στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται (...) να ελέγξει, ενόψει των περιστάσεων, εάν, λαμβανομένων υπόψη των καταναλωτών προς τους οποίους απευθύνεται, ένα σήμα ή τα στοιχεία του μπορούν να εκληφθούν ως το σύνολο ή τμήμα της περιγραφής ορισμένων οίνων. Προς τούτο, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει επίσης ότι το εθνικό δικαστήριο πρέπει να λαμβάνει υπόψη την τεκμαιρόμενη προσδοκία του μέσου καταναλωτή, που έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος».

    29 Επομένως, είναι σαφές ότι το κριτήριο που πρέπει να εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες αποφασίζεται περιορισμός της πωλήσεως ή της εμπορίας ενός προϋόντος για τον λόγο ότι ο καταναλωτής πρέπει να προστατευθεί από παραπλανητική επισήμανση ή από άλλες συνοδευτικές παραπλανητικές πληροφορίες είναι το αν η εμφάνισή του στην αγορά μπορεί, ουσιαστικώς, να παραπλανήσει τον υποθετικό καταναλωτή που προσδιορίζεται κατ' αυτόν τον τρόπο. Κατά τη γνώμη μου, η υποχρέωση των εθνικών δικαστηρίων να εφαρμόζουν αυστηρά το κριτήριο αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντική στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο σκοπός της προστασίας του καταναλωτή απαντά σε μια οδηγία όπως είναι αυτή του 1976, η οποία εφαρμόζεται εφόσον πρόκειται για την εμπορία καλλυντικών προϋόντων. Το κριτήριο θα πρέπει να καθιστά δυνατό στο εθνικό δικαστήριο να αντιμετωπίζει τα πραγματικά περιστατικά κάθε υποθέσεως με το μέτρο αυτό βάσει της δικής του εκτιμήσεως του κατά πόσον ένας τέτοιος καταναλωτής επηρεάζεται. Είναι σαφές ότι το εν λόγω μέτρο, το οποίο στηρίζεται σε τρεις σωρευτικούς παράγοντες, είναι υψηλού επιπέδου. Λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις που πλαισιώνουν τα πραγματικά περιστατικά που πρέπει να ληφθούν υπόψη και ειδικότερα τους όρους πωλήσεως που εφαρμόζει ο πωλητής, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να βεβαιωθεί ότι ο μέσος καταναλωτής ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και προσοχή έναντι του οικείου προϋόντος και ο οποίος χρησιμοποιεί τις κριτικές του ικανότητες, όντας ευλόγως ενημερωμένος, για να αναλύσει τις ενδείξεις που αυτό φέρει ή που το αφορούν θα παραπλανηθεί. Η προσέγγιση, επομένως, δεν έχει στατιστικό χαρακτήρα. Οι μελέτες της αγοράς μπορούν, σε ορισμένες περιπτώσεις, να είναι χρήσιμες, αλλά πρέπει να υπομνησθεί ότι εμφανίζουν τις αδυναμίες τις σχετικές με τη διατύπωση των ερωτηματολογίων έρευνας και ότι συχνά αποτελούν αντικείμενο διαφορετικών ερμηνειών ως προς την αποδεικτική τους αξία (45). Συνεπώς, δεν απαλλάσσουν το εθνικό δικαστήριο από την ανάγκη ασκήσεως της δικής του εξουσίας εκτιμήσεως, με βάση το υπόδειγμα του μέσου καταναλωτή, όπως προσδιορίζεται από το κοινοτικό δίκαιο. Εν συμπεράσματι, το κύριο σημείο είναι ότι στο εξής διατίθεται ενιαίο κριτήριο κοινοτικού δικαίου και ότι, επομένως, δεν είναι σκόπιμο το εθνικό δικαστήριο να στηρίζει την τελική του απόφαση σε θέματα παραπλανήσεως σε στατιστικές αποδείξεις που βασίζονται στο πιθανό αποτέλεσμα επί του 10 έως 15 % των ενδεχομένων καταναλωτών.

    30 Προκειμένου να βοηθηθεί το εθνικό δικαστήριο στο πλαίσιο της υποθέσεως που εκκρεμεί ενώπιόν του, θα ήταν ίσως σκόπιμο να υπενθυμίσω εν συντομία ορισμένους από τους παράγοντες που θα πρέπει να λάβει υπόψη για να διαμορφώσει τη γνώμη του ως προς το εάν ο μέσος καταναλωτής της επίδικης κρέμας παραπλανάται φέρνοντας στον νου το lifting προσώπου ή, γενικότερα, τη χειρουργική για λόγους αισθητικής, που συνεπάγεται η χρησιμοποίηση του όρου lifting στην ονομασία της. Πρώτον, είναι σαφές, λαμβάνοντας υπόψη την εκπληκτική ομοιότητα μεταξύ των πραγματικών περιστατικών και των ερωτημάτων της υποθέσεως Clinique και εκείνων της παρούσας υποθέσεως, ότι το εθνικό δικαστήριο όφειλε να λάβει υπόψη το γεγονός ότι, προδήλως, η κρέμα διατίθεται στο εμπόριο και πωλείται ως καλλυντικό προϋόν, ότι πωλείται αποκλειστικά στα καταστήματα καλλυντικών ή στα τμήματα καλλυντικών προϋόντων των πολυκαταστημάτων και ότι διατίθεται στο εμπόριο σε άλλα κράτη μέλη χωρίς οι καταναλωτές να παραπλανώνται (46). Εξάλλου, το κοινοτικό δίκαιο δέχεται, όπως το Δικαστήριο επιβεβαίωσε, μεταξύ άλλων, με την προπαρατεθείσα απόφασή του Graffione, ότι κοινωνικοί και πολιτισμικοί ή γλωσσικοί λόγοι ίδιοι ενός κράτους μέλους μπορούν να δικαιολογούν τη διαφορετική εκτίμηση της επιπτώσεως ειδικής ενδείξεως στους καταναλωτές του εν λόγω κράτους μέλους (47). Το εθνικό δικαστήριο μπορεί επομένως να εξετάσει αν, από γλωσσική άποψη, η χρήση του αγγλικού όρου lifting μπορεί να παραπλανήσει τους Γερμανούς καταναλωτές ευκολότερα απ' ό,τι ένας γερμανικός όρος με πανομοιότυπη ή παρόμοια σημασία. Θα πρέπει όμως επίσης να λάβει υπόψη το γεγονός ότι η χρήση του όρου προφανώς δεν προκάλεσε επιφυλάξεις σε άλλα κράτη μέλη, περιλαμβανομένων και εκείνων όπου τα γερμανικά αποτελούν την εθνική γλώσσα ή ομιλούνται ευρέως. Όσον αφορά κοινωνικούς ή πολιτισμικούς λόγους, το εθνικό δικαστήριο δεν ανέφερε στη διάταξή του περί παραπομπής ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, λόγω των οποίων οι Γερμανοί καταναλωτές μπορούν να παραπλανηθούν από τον όρο lifting περισσότερον απ' ό,τι οι καταναλωτές σε άλλα κράτη μέλη· όμως σ' αυτό απόκειται να αποδείξει αν τέτοιοι λόγοι υφίστανται πράγματι και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, εάν επηρεάζουν τα συμπεράσματα που οι Γερμανοί καταναλωτές συνάγουν από τη θέα του όρου αυτού. Το εθνικό δικαστήριο μπορεί επίσης να θέλει να εξετάσει το ερώτημα αν το ίδιο το γεγονός ότι η κρέμα προορίζεται ειδικώς να χρησιμοποιείται τακτικά, αν όχι καθημερινά, πράγμα που απαιτεί συνεχή έξοδα για τους καταναλωτές που επιθυμούν να έχουν το ευκταίο αποτέλεσμα σύσφιξης, αρκεί καθεαυτό για να τονισθεί ο εφήμερος και προσωρινός χαρακτήρας των αποτελεσμάτων αυτών αποδυναμώνοντας οποιοδήποτε αντίθετο συμπέρασμα που μπορεί να συναχθεί από τον όρο lifting. Με άλλα λόγια, όπως το Δικαστήριο δέχθηκε, ειδικότερα όσον αφορά τον κίνδυνο συγχύσεως μεταξύ δύο σημάτων, το εθνικό δικαστήριο θα πρέπει, για να καθορίσει αν υπάρχει σύγχυση σύμφωνα με τον κοινοτικό κανόνα, να προβεί σε μια «συνολική εκτίμηση του κινδύνου» (48).

    31 Προτείνω στο Δικαστήριο να μην καθορίσει μόνον το κριτήριο που πρέπει να εφαρμόσει το εθνικό δικαστήριο, αλλά να του παράσχει επίσης οδηγίες, σύμφωνα με τις εκτεθείσες στο προηγούμενο σημείο κατευθυντήριες γραμμές, ως προς τους λόγους που το εθνικό δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει να λάβει υπόψη εφαρμόζοντας το κριτήριο αυτό, κατά τρόπον ώστε το εθνικό δικαστήριο να διαθέτει όλα τα συναφή στοιχεία που θα του επιτρέψουν να καθορίσει αν συμβιβάζεται με το κοινοτικό δίκαιο η λήψη του αιτουμένου εν προκειμένω περιοριστικού μέτρου. Πάντως, στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει, όπως ο γενικός εισαγγελέας Gulmann ανέφερε στις προτάσεις του στην υπόθεση Clinique, να μη συνδέσει «την ερμηνεία του άρθρου 30 υπερβολικά στενά με τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά» (49). Συμφωνώ επίσης με την άποψη κατά την οποία, «σύμφωνα με το σύστημα της Συνθήκης», το καθήκον αυτό της διασφαλίσεως της ενιαίας εφαρμογής των γενικών διατάξεων, όπως είναι αυτές που περιλαμβάνονται στην οδηγία του 1976, «εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια» (50). Επομένως, αν και το Δικαστήριο παλαιότερα έτυχε να επιδείξει τη βούλησή του, «όποτε έκρινε ότι τα στοιχεία της δικογραφίας που είχε στη διάθεσή του ήσαν επαρκή και η λύση επιβαλλόταν», να κρίνει το ίδιο «το σημείο αυτό αντί να παραπέμψει το ζήτημα για τελική εκτίμηση στο εθνικό δικαστήριο», είμαι πεπεισμένος ότι τέτοιες αποκλίσεις σε σχέση με τη συνήθη κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου στο πλαίσιο των προδικαστικών παραπομπών είναι άσκοπες και, ενόψει της δημιουργίας σε επίπεδο κοινοτικού δικαίου ενός κριτηρίου που να καθιστά δυνατό στα εθνικά δικαστήρια να καθορίζουν τα ίδια τον ενδεδειγμένο βαθμό προστασίας των καταναλωτών, περιττές (51). Επομένως, σε τέτοιες υποθέσεις όπως η διαφορά της κύριας δίκης, το Δικαστήριο θα πρέπει να περιορίζεται στην ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου και στην παροχή οδηγιών για την εφαρμογή του από το εθνικό δικαστήριο. Στο εθνικό δικαστήριο απόκειται η τελική εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου και, επομένως, η τελική απόφανση επί των φερομένων απατηλών ή παραπλανητικών ενδείξεων σχετικά με το συγκεκριμένο προϋόν.

    32 Συνεπώς, εν συμπεράσματι, θεωρώ ότι το εθνικό δικαστήριο οφείλει να εκδώσει την αιτουμένη από την προσφεύγουσα της κύριας δίκης απόφαση μόνον εάν κρίνει ότι ο μέσος Γερμανός καταναλωτής της εν λόγω κρέμας, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος, θα παραπλανηθεί, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις υπό τις οποίες αυτή πωλείται, με τη χρησιμοποίηση στην ονομασία της ή στην περιγραφή της του όρου lifting, αποδίδοντας στην εν λόγω κρέμα χαρακτηριστικό το οποίο αυτή δεν έχει.

    V - Πρόταση

    33 Υπό το φως της προηγηθείσας αναλύσεως, προτείνω να δοθεί στο ερώτημα που υπέβαλε το Landgericht Kφln η ακόλουθη απάντηση.

    «Οι συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 30 και 36 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρων 28 ΕΚ και 30 ΕΚ) και της οδηγίας 76/768/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουλίου 1976, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των αναφερομένων στα καλλυντικά προϋόντα, ειδικότερα των άρθρων της 6, παράγραφος 3, και 7, παράγραφος 1, αποκλείουν να απαγορεύεται, σύμφωνα με την περί αθέμιτου ανταγωνισμού νομοθεσία κράτους μέλους, η εισαγωγή και διανομή καλλυντικού προϋόντος, το οποίο διατίθεται στο εμπόριο χωρίς περιορισμούς εντός άλλων κρατών μελών και το οποίο είναι σύμφωνο προς τις επιβαλλόμενες από την οδηγία 76/768 προϋποθέσεις όσον αφορά την επισήμανση, εκτός εάν, στο εν λόγω κράτος μέλος, ο μέσος καταναλωτής του εν λόγω προϋόντος, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις υπό τις οποίες το προϋόν πωλείται, παραπλανάται από μια ένδειξη που περιλαμβάνεται στην ονομασία του ή στην περιγραφή του, αποδίδοντάς του χαρακτηριστικό που στην πραγματικότητα δεν έχει.»

    (1) - Από τα πληροφοριακά στοιχεία που η καθής παρέσχε στο Δικαστήριο προκύπτει ότι η κρέμα εισάγεται απευθείας από το Μονακό από ένα κεντρικό σταθμό διανομής ευρισκόμενο στο Wiesbaden της Γερμανίας, απ' όπου διανέμεται στους διαφόρους εγκεκριμένους διανομείς, τόσον εντός της Κοινότητας όσον και εκτός αυτής.

    (2) - Υπόθεση 25 U 2991/93.

    (3) - Υπόθεση 1 ZR 7/94, NJW-RR 1997, σ. 931.

    (4) - Απόφαση της 6ης Ιουλίου 1995, C-470/93 (Συλλογή 1995, σ. I-1923)

    (5) - Απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 1994, C-315/92 (Συλλογή 1994, σ. I-317).

    (6) - Οδηγία του Συμβουλίου, της 27ης Ιουλίου 1976, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των αναφερομένων στα καλλυντικά προϋόντα (ΕΕ ειδ. έκδ. 13/004, σ. 145).

    (7) - Οδηγία του Συμβουλίου, της 10ης Σεπτεμβρίου 1984, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την παραπλανητική διαφήμιση (ΕΕ L 250, σ. 17).

    (8) - Οδηγία του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, που τροποποιεί για τέταρτη φορά την οδηγία 76/768 (ΕΕ L 382, σ. 46). Μία επιπλέον φράση προστέθηκε με το άρθρο 1, σημείο 9, της οδηγίας 93/35/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993, που τροποποιεί για έκτη φορά την οδηγία 76/768 (ΕΕ L 151, σ. 32), αλλά η οποία δεν είναι εν προκειμένω λυσιτελής.

    (9) - ΕΕ ειδ. έκδ. 02/001, σ. 30.

    (10) - Η νυν ισχύουσα διάταξη, η οποία περιλαμβάνεται στο άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο ββ, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως Κοινοτικού Τελωνειακού Κώδικα (ΕΕ L 302, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1, σημείο 1, στοιχείο ββ, του κανονισμού (ΕΚ) 82/97 του Ευρωπαϋκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1996 (ΕΕ 1997, L 17, σ. 1), έχει ως εξής: «Αν και βρίσκεται εκτός του εδάφους της Γαλλικής Δημοκρατίας, το έδαφος του Πριγκηπάτου του Μονακό, όπως καθορίζεται από την τελωνειακή σύμβαση που υπεγράφη στο Παρίσι στις 18 Μαου 1963 (...), θεωρείται επίσης ότι αποτελεί τμήμα του τελωνειακού εδάφους της Κοινότητας, λαμβανομένης υπόψη της σχετικής συμβάσεως».

    (11) - Υπόθεση 41/76, Συλλογή τόμος 1976, σ. 719, σκέψεις 17 και 18. Βλ. επίσης την απόφαση της 13ης Μαρτίου 1979, 119/78, Peureux (Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 545), με την οποία το Δικαστήριο έκρινε, όσον αφορά το άρθρο 30 της Συνθήκης, ότι «η απαγόρευση μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικούς περιορισμούς στο ενδοκοινοτικό εμπόριο ισχύει για τα εισαγόμενα από άλλο κράτος προϋόντα, που έχουν τεθεί σ' αυτό σε ελεύθερη κυκλοφορία, όπως και γα τα προϋόντα καταγωγής του εν λόγω κράτους μέλους» (σκέψη 26).

    (12) - Προπαρατεθείσα απόφαση Donckerwolcke κ.λπ. (υποσημείωση 11), σκέψη 23.

    (13) - Κανονισμός του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1994, για το κοινό καθεστώς εισαγωγών και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) 518/94 (ΕΕ L 349, σ. 53).

    (14) - Δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 1, ο κανονισμός 3285/94 εφαρμόζεται στις εισαγωγές προϋόντων καταγωγής τρίτων χωρών, πλην των κλωστοϋφαντουργικών προϋόντων καταγωγής ορισμένων τρίτων χωρών, μεταξύ των οποίων δεν περιλαμβάνεται το Μονακό· βλ. το παράρτημα I του κανονισμού (ΕΟΚ) 519/94 του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 1994, για το κοινό καθεστώς εισαγωγών από ορισμένες τρίτες χώρες και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΟΚ) 1765/82, (ΕΟΚ) 1766/82 και (ΕΟΚ) 3420/83 (ΕΕ L 67, σ. 89).

    (15) - Βλ. Snyder, International Trade and Customs Law of the European Union, 1998), σ. 504, υποσημείωση 3.

    (16) - Ο εκπρόσωπος παρατήρησε ότι το Πριγκηπάτο του Μονακό πράγματι υποχρεούται - προφανώς λόγω της συμβάσεως τελωνειακής ενώσεως που έχει συναφθεί μεταξύ του Πριγκηπάτου του Μονακό και της Γαλλικής Δημοκρατίας στις 18 Μαου 1963 και έχει κυρωθεί από τη Γαλλική Δημοκρατία με το διάταγμα αριθ. 63-982, της 24ης Σεπτεμβρίου 1963 (JORF σ. 8679) - να συμμορφωθεί προς την κοινοτική νομοθεσία, όπως είναι η οδηγία του 1976. Το Δικαστήριο πληροφορήθηκε ότι εξακολουθούν να υφίστανται δυσχέρειες και ότι η Επιτροπή, κατόπιν διαβημάτων στα οποία προέβησαν οι γαλλικές αρχές και οι αρχές του Μονακό, μελετά επί του παρόντος εάν είναι σκόπιμη η σύναψη διεθνούς συμφωνίας με το Πριγκηπάτο του Μονακό.

    (17) - Απόφαση 92/561/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 1992, σχετικά με τη σύναψη ενδιάμεσης συμφωνίας εμπορίου και τελωνειακής ένωσης μεταξύ της Ευρωπαϋκής Οικονομικής Κοινότητας και της Δημοκρατίας του Αγίου Μαρίνου (ΕΕ L 359, σ. 13). Η συμφωνία καθιερώνει τελωνειακή ένωση μεταξύ της Κοινότητας και της Δημοκρατίας του Αγίου Μαρίνου (άρθρο 1), δυνάμει της οποίας οι ποσοτικοί περιορισμοί και τα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος απαγορεύονται ρητώς στο πλαίσιο των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των συμβαλλομένων μερών (άρθρο 8).

    (18) - Παρ' όλον ότι ο UWG και ο LmBG εφαρμόζονται τόσον επί των γερμανικών προϋόντων όσον και επί των εισαγομένων προϋόντων, μια απόφαση περί απαγορεύσεως θα συνιστούσε προδήλως «κανόνα που αφορά το προϋόν» κατά την έννοια της αποφάσεως της 24ης Νοεμβρίου 1993, C-267/91 και C-268/91, Keck και Mithouard (Συλλογή 1993, σ. I-6097), και ο περιορισμός του εμπορίου τον οποίον αυτός θα συνεπαγόταν θα πρέπει, επομένως, να δικαιολογείται.

    (19) - Προπαρατεθείσα απόφαση Clinique (υποσημείωση 5), σκέψη 19.

    (20) - Προπαρατεθείσα απόφαση Clinique (υποσημείωση 5), σκέψη 11. Βλ. επίσης την απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 1999, C-77/97, Unilever (Συλλογή 1999, σ. I-431, σκέψη 24), και τις υποθέσεις που παρατίθενται εκεί.

    (21) - Προπαρατεθείσα απόφαση Clinique (υποσημείωση 5), σκέψη 15.

    (22) - Βλ. τις αποφάσεις της 19ης Μαρτίου 1998, C-1/96, Compassion in World Farming (Συλλογή 1998, σ. I-1251, σκέψη 47), της 5ης Οκτωβρίου 1994, C-323/93, Centre d'insιmination de la Crespelle (Συλλογή 1994, σ. I-5077, σκέψη 31), και της 5ης Απριλίου 1979, 148/78, Ratti (Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 861, σκέψεις 36 έως 38).

    (23) - Απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 1990, C-238/89, Pall (Συλλογή 1990, σ. I-4827, σκέψη 22)· προπαρατεθείσα απόφαση Clinique (υποσημείωση 5), σκέψη 10, και απόφαση της 9ης Ιουλίου 1997, C-34/95 έως C-36/95 De Agostini και TV-Shop (Συλλογή 1997, σ. I-3843, σκέψη 37).

    (24) - Προπαρατεθείσα απόφαση Clinique (υποσημείωση 5), σκέψη 12.

    (25) - Βλ., ειδικότερα, τις αποφάσεις της 17ης Μαου 1984, 15/83, Denkavit Nederland (Συλλογή 1984, σ. 2171, σκέψη 15), και της 9ης Αυγούστου 1994, C-51/93, Meyhui (Συλλογή 1994, σ. I-3874, σκέψη 11).

    (26) - Με παραπομπή στον Reuthental, «Verstφίt das Deutsche Irrefόhrungsgebot gegen Artikel 30 EGV?», WRP 12/97, σ. 1154, συγκεκριμένα σ. 1160.

    (27) - Βλ. Emmerich, Το δίκαιο του αθέμιτου ανταγωνισμού, άρθρο 12, 8, στοιχείο ββ, τετάρτη έκδοση, 1995.

    (28) - Βλ. τις αποφάσεις της 28ης Απριλίου 1998, C-200/96, Metronome Musik (Συλλογή 1998, σ. I-1953, σκέψη 14), και της 22ας Σεπτεμβρίου 1998, C-61/97, FDV (Συλλογή 1998, σ. I-5171, σκέψη 13).

    (29) - Απόφαση της 10ης Ιουλίου 1984 στην υπόθεση 72/83, Campus Oil κ.λπ. (Συλλογή 1984, σ. 2727, σκέψη 37).

    (30) - Βλ. απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 1996 στην υπόθεση C-313/94, Graffione (Συλλογή 1996, σ. I-6039, σκέψη 24).

    (31) - Βλ. απόφαση Unilever, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 20, σκέψη 27, καθώς και την απόφαση Clinique, σκέψη 16.

    (32) - Απόφαση της 20ής Φεβρουαρίου 1979, 120/78 (Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 321).

    (33) - Απόφαση της 12ης Μαρτίου 1987, 178/84, Επιτροπή κατά Γερμανίας, αποκαλούμενη «νόμος περί καθαρότητας για τον ζύθο» (Συλλογή 1987, σ. 1227).

    (34) - Προπαρατεθείσα απόφαση «νόμος περί της καθαρότητας για τον ζύθο» (υποσημείωση 33), σκέψεις 35 και 36.

    (35) - Προπαρατεθείσα απόφαση Pall (υποσημείωση 23), σκέψη 19.

    (36) - Απόφαση της 7ης Μαρτίου 1990, C-362/88, GB-INNO-BM (Συλλογή 1990, σ. I-667, σκέψη 14). Με την απόφασή του της 18ης Μαου 1993, C-126/91, Yves Rocher (Συλλογή 1993, σ. I-2361), το Δικαστήριο έκρινε ότι η τιθέμενη από τον UWG γενική απαγόρευση της αιχμαλωτίζουσας το βλέμμα διαφημίσεως διά συγκρίσεως των επιμέρους τιμών συνιστά δυσανάλογο περιορισμό των συναλλαγών «στο μέτρο που καλύπτει τις διαφημίσεις που στερούνται οποιουδήποτε παραπλανητικού στοιχείου και περιέχουν συγκρίσεις τιμών που είχαν πράγματι ισχύσει, συγκρίσεις οι οποίες μπορούν να αποβούν πολύ χρήσιμες, για να επιτραπεί στον καταναλωτή να κάνει τις επιλογές του, έχοντας πλήρη γνώση των πραγμάτων» (σκέψη 17, η υπογράμμιση είναι δική μου).

    (37) - Βλ. την απόφαση της 20ής Μαου 1992, C-290/90, Επιτροπή κατά Γερμανίας (Συλλογή 1992, σ. I-3317, σκέψη 11). Ολίγους μήνες πριν από την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο είχε τονίσει την ανάγκη να λαμβάνονται υπόψη οι καταναλωτές προς τους οποίους απευθύνεται μια ένδειξη - εν προκειμένω αυτή που περιλαμβανόταν σε διαφήμιση εμφανίζουσα ως «καινουργή» οχήματα που έχουν ταξινομηθεί πριν από την εισαγωγή, τα οποία δεν είχαν ακόμη τεθεί σε κυκλοφορία -: βλ. την απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 1992, C-373/90, X (Συλλογή 1992, σ. I-131, σκέψη 15).

    (38) - Οδηγία 65/65/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Ιανουαρίου 1965, περί της προσεγγίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με τα φαρμακευτικά ιδιοσκευάσματα (ΕΕ ειδ. έκδ. 13/001, σ. 25).

    (39) - Οδηγία 69/493/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1969, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των αναφερομένων στα προϋόντα εκ κρυστάλλου (ΕΕ ειδ. έκδ. 13/001, σ. 42).

    (40) - Προπαρατεθείσα απόφαση Meyhui (υποσημείωση 25), σκέψη 18 (η υπογράμμιση είναι δική μου).

    (41) - Προπαρατεθείσα απόφαση Mars (υποσημείωση 4), σκέψη 24.

    (42) - Απόφαση της 16ης Ιουλίου 1998, C-210/96 (Συλλογή 1998, σ. I-4657).

    (43) - Βλ. τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2771/75 του Συμβουλίου, της 29ης Οκτωβρίου 1975, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα των αυγών (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/014, σ. 46), και το άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1907/90 του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 1990, σχετικά με ορισμένες προδιαγραφές εμπορίας για τα αυγά (ΕΕ L 173, σ. 5), όπως τροποποιήθηκε.

    (44) - Απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 1999, C-303/97 (Συλλογή 1999, σ. I-513).

    (45) - Με την προπαρατεθείσα απόφαση Sektkellerei Kessler (υποσημείωση 44), το Δικαστήριο, παραθέτοντας τις σκέψεις 35 έως 37 της αποφάσεώς του Gut Springenheide και Tusky, που προαναφέρθηκε (υποσημείωση 42), εξέφρασε επίσης αμφιβολίες ως προς τη χρησιμότητά τους: «μόνον εάν αντιμετωπίζει ιδιαίτερες δυσκολίες για την αξιολόγηση του παραπλανητικού χαρακτήρα του σήματος, το εθνικό δικαστήριο μπορεί, ελλείψει οποιασδήποτε σχετικής κοινοτικής διατάξεως, να εκτιμήσει αν πρέπει, υπό τις συνθήκες που προβλέπει το εθνικό του δίκαιο, να προσφύγει σε αποδεικτικά μέσα, όπως η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης ή δημοσκοπήσεως, προκειμένου να διαφωτιστεί».

    (46) - Προπαρατεθείσα απόφαση Clinique (υποσημείωση 5), σκέψη 21.

    (47) - Προπαρατεθείσα απόφαση Graffione (υποσημείωση 30), σκέψη 22. Το γεγονός ότι το Δικαστήριο είχε επιληφθεί υποθέσεως σημάτων ουδόλως αναιρεί, κατά τη γνώμη μου, το γενικό περιεχόμενο της απόψεώς του. Στο σημείο 10 των προτάσεών του, στο πλαίσιο της υποθέσεως αυτής, ο γενικός εισαγγελέας Jacobs τόνισε ότι η ονομασία «Cotonnelle» παρέχει «εξαιρετικό παράδειγμα που απηχεί τον γλωσσολογικό παράγοντα» δεδομένου ότι αυτή «μπορεί ενδεχομένως να ωθήσει κάποιον, η μητρική γλώσσα του οποίου είναι η αγγλική, η γαλλική ή η ιταλική, στο να υποθέσει ότι το προϋόν κατασκευάστηκε από βαμβάκι (αλλά) δυσχερώς μπορεί να συνεπαχθεί αυτό το αποτέλεσμα για κάποιον που ομιλεί μόνο τη γερμανική ή την ισπανική, δεδομένου ότι οι αντίστοιχες λέξεις για το βαβμάκι στις δύο αυτές γλώσσες είναι "Baumwolle" και "algodσn"».

    (48) - Βλ., ειδικότερα, την πρόσφατη απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Ιουνίου 1999, C-342/97, Lloyd Schuhfabrik Meyer (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 25, 26 και 28).

    (49) - Προπαρατεθείσα απόφαση Clinique (υποσημείωση 5), σημείο 9 των προτάσεων.

    (50) - Όπ.π.

    (51) - Προπαρατεθείσα απόφαση Gut Springenheide και Tusky (υποσημείωση 42), σημείο 30. Ξωρίς αμφιβολία, μεταξύ των αποφάσεων που παρατίθενται εκεί, η απόφαση Clinique είναι αυτή που αποτελεί το καλύτερο παράδειγμα της εν λόγω προσεγγίσεως.

    Top