This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 61997CJ0281
Judgment of the Court (Sixth Chamber) of 9 September 1999. # Andrea Krüger v Kreiskrankenhaus Ebersberg. # Reference for a preliminary ruling: Arbeitsgericht München - Germany. # Equal treatment for men and women - End-of-year bonus - Conditions for granting. # Case C-281/97.
Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 9ης Σεπτεμßρίου 1999.
Andrea Krüger κατά Kreiskrankenhaus Ebersberg.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Arbeitsgericht München - Γερμανία.
Ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών - Επίδομα καταßαλλόμενο στο τέλος του έτους - Προϋποθέσεις χορηγήσεως.
Υπόθεση C-281/97.
Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 9ης Σεπτεμßρίου 1999.
Andrea Krüger κατά Kreiskrankenhaus Ebersberg.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Arbeitsgericht München - Γερμανία.
Ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών - Επίδομα καταßαλλόμενο στο τέλος του έτους - Προϋποθέσεις χορηγήσεως.
Υπόθεση C-281/97.
Συλλογή της Νομολογίας 1999 I-05127
ECLI identifier: ECLI:EU:C:1999:396
Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 9ης Σεπτεμßρίου 1999. - Andrea Krüger κατά Kreiskrankenhaus Ebersberg. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Arbeitsgericht München - Γερμανία. - Ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών - Επίδομα καταßαλλόμενο στο τέλος του έτους - Προϋποθέσεις χορηγήσεως. - Υπόθεση C-281/97.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1999 σελίδα I-05127
Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό
Κοινωνική πολιτική - Άνδρες και γυναίκες εργαζόμενοι - Ισότητα αμοιβών - Συλλογική σύμβαση εργασίας που αποκλείει τη χορήγηση ενός ετήσιου έκτακτου επιδόματος σε όσους παρέχουν ήσσονος σημασίας εργασία - Μέτρο που πλήττει πολύ μεγαλύτερο ποσοστό γυναικών παρά ανδρών - Ανεπίτρεπτο
[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 119 (τα άρθρα 117 έως 120 της Συνθήκης ΕΚ αντικαταστάθηκαν από τα άρθρα 136 ΕΚ έως 143 ΕΚ)]
$$Το άρθρο 119 της Συνθήκης (τα άρθρα 117 έως 120 της Συνθήκης αντικαταστάθηκαν από τα άρθρα 136 ΕΚ έως 143 ΕΚ) έχει την έννοια ότι ο βάσει συλλογικής συμβάσεως εργασίας αποκλεισμός της χορηγήσεως ενός ετήσιου έκτακτου επιδόματος, το οποίο προβλέπεται στην ίδια αυτή σύμβαση, στους παρέχοντες εξαρτημένη εργασία με εβδομαδιαίο ωράριο υπολειπόμενο συνήθως των δεκαπέντε ωρών και με αποδοχές μη υπερβαίνουσες συνήθως ένα κλάσμα της μηνιαίας βάσης αναφοράς, οι οποίοι επομένως απαλλάσονται από την υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών, αποκλεισμός που εφαρμόζεται ανεξαρτήτως φύλου του εργαζομένου, αλλά που πλήττει στην πράξη πολύ μεγαλύτερο ποσοστό γυναικών παρά ανδρών, συνιστά έμμεση διάκριση λόγω φύλου.
Στην υπόθεση C-281/97,
που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Arbeitsgericht Mόnchen (Γερμανία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 234 ΕΚ), με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ
Andrea Krόger
και
Kreiskrankenhaus Ebersberg,
η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΚ (τα άρθρα 117 έως 120 της Συνθήκης αντικαταστάθηκαν από τα άρθρα 136 ΕΚ έως 143 ΕΚ) και της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 70),
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(έκτο τμήμα),
συγκείμενο από τους G. Hirsch (εισηγητή), πρόεδρο του δεύτερου τμήματος και προεδρεύοντα του έκτου, J. L. Murray και H. Ragnemalm, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: P. Lιger
γραμματέας: H. A. Rόhl, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,
λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:
- το Kreiskrankenhaus Ebersberg, εκπροσωπούμενο από την Anette Dassau, Referent στο Kommunaler Arbeitgeberverband Bayern eV,
- η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Peter Hillenkamp, νομικό σύμβουλο, και τη Marie Wolfcarius, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, επικουρούμενους από τους Thomas Eilmansberger και Stefan Kφck, δικηγόρους Βρυξελλών,
έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,
αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις του Kreiskrankenhaus Ebersberg και της Επιτροπής, κατά τη συνεδρίαση της 12ης Νοεμβρίου 1998,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 3ης Δεκεμβρίου 1998,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Με διάταξη της 3ης Ιουλίου 1997, που περιήλθε στο Δικαστήριο την 1η Αυγούστου 1997, το Arbeitsgericht Mόnchen υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 234 ΕΚ), προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΚ (τα άρθρα 117 έως 120 της Συνθήκης αντικαταστάθηκαν από τα άρθρα 136 ΕΚ έως 143 ΕΚ) και της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 70).
2 Το ερώτημα αυτό ανέκυψε κατά την εκδίκαση διαφοράς μεταξύ της A. Krόger και του Kreiskrankenhaus Ebersberg σχεικά με την καταβολή ενός ετήσιου έκτακτου επιδόματος.
3 H A. Krόger προσλήφθηκε στο εναγόμενο της κύριας δίκης ως νοσοκόμα με πλήρες ωράριο την 1η Οκτωβρίου 1990. Η εργασιακή της σχέση διεπόταν από την Bundesangestelltentarifvertrag του 1961 (την εθνική συλλογική σύμβαση εργασίας των ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του δημόσιου τομέα στη Γερμανία, στο εξής: BAT).
4 Μετά τη γέννηση του τέκνου της στις 24 Απριλίου 1995, η A. Krόger έλαβε, σύμφωνα με τον Bundeserziehungsgeldgesetz (γερμανικό νόμο για το επίδομα ανατροφής τέκνων και για την άδεια προς ανατροφή τέκνων, στο εξής: BErzGG), άδεια από τις 20 Ιουνίου 1995 μέχρι τις 23 Απριλίου 1998, καθώς και επίδομα ανατροφής τέκνου.
5 Από τις 20 Σεπτεμβρίου 1995 η A. Krόger παρέχει στο εναγόμενο της κύριας δίκης ήσσονος σημασίας εργασία, κατά την έννοια του άρθρου 8 του βιβλίου IV του Sozialgesetzbuch (γερμανικού κοινωνικού κώδικα, στο εξής: SGB), η οποία χαρακτηρίζεται από εβδομαδιαίο ωράριο εργασίας υπολειπόμενο συνήθως των δεκαπέντε ωρών και από αποδοχές μη υπερβαίνουσες συνήθως ένα κλάσμα της μηνιαίας βάσης αναφοράς. Για τις ήσσονος σημασίας εργασίες δεν ισχύει η υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών.
6 Η A. Krόger ζήτησε από τον εργοδότη της την καταβολή του ετήσιου έκτακτου επιδόματος για το 1995, το οποίο καταβάλλεται τα Ξριστούγεννα, ισούται με έναν μηνιαίο μισθό και προβλέπεται από την Zuwendungs-Tarifvertrag (συλλογική σύμβαση περί ετησίου επιδόματος, στο εξής: ZTV) του 1973.
7 Το εναγόμενο της κύριας δίκης αρνήθηκε να καταβάλει το επίδομα, με το αιτιολογικό ότι η ZTV εφαρμόζεται μόνο στα πρόσωπα των οποίων η σχέση εργασίας διέπεται από την BAT και, κατά το άρθρο 3n της BAT, οι παρέχοντες ήσσονος σημασίας εργασία, κατά την έννοια του άρθρου 8 του SGB, δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω συλλογικής συμβάσεως.
8 Στις 14 Ιουνίου 1996 η A. Krόger άσκησε αγωγή ενώπιον του Arbeitsgericht, με αίτημα να της καταβληθεί το ετήσιο επίδομα.
9 Κατά το αιτούν δικαστήριο, η ρύθμιση του άρθρου 3n της ΒΑΤ συνιστά έμμεση διάκριση σε βάρος των γυναικών, διότι τεκμαίρεται ότι το 90 % και πλέον των δικαιούχων παροχών που καταβάλλονται σύμφωνα με τον BErzGG είναι γυναίκες. Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο φρονεί ότι οι γυναίκες που τελούν σε άδεια προς ανατροφή των τέκνων τους και συγχρόνως εργάζονται περιάγονται σε δυσμενέστερη θέση απ' ό,τι οι γυναίκες που εγκαταλείπουν την επαγγελματική τους δραστηριότητα για τον ίδιο λόγο.
10 Υπό τις συνθήκες αυτές το Arbeitsgericht Mόnchen ανέστειλε την ενώπιόν του διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:
«Συμβιβάζεται με την οδηγία 76/207/ΕΟΚ, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας, και με το άρθρο 119 της Συνθήκης ΕΚ μια διάταξη του εθνικού δικαίου - στην προκειμένη περίπτωση το άρθρο 3n της BAT, σε συνδυασμό με την Zuwendungs-Tarifvertrag της 12ης Οκτωβρίου 1993 - η οποία προβλέπει ότι οι εργαζόμενοι οι οποίοι παρέχουν, κατά τη διάρκεια της άδειας για την ανατροφή των τέκνων, εργασία για την οποία δεν είναι υποχρεωτική η υπαγωγή στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως δεν λαμβάνουν, αντίθετα από ό,τι οι εργαζόμενοι που υπέχουν υποχρέωση υπαγωγής στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως, το ετήσιο έκτακτο επίδομα που προβλέπει η σχετική συλλογική σύμβαση; Ειδικότερα, συμβιβάζεται με τις ανωτέρω διατάξεις το μέτρο αυτό, αν οι εργαζόμενοι που τελούν σε άδεια για ανατροφή τέκνων, αλλά δεν εργάζονται, λαμβάνουν εντούτοις τον πρώτο χρόνο το έκτακτο επίδομα σύμφωνα με τη συλλογική σύμβαση;»
11 Εκ προοιμίου διαπιστώνεται ότι, όπως ισχυρίστηκαν το εναγόμενο της κύριας δίκης και η Επιτροπή και όπως τόνισε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 15 έως 20 των προτάσεών του, η μη χορήγηση του ετήσιου έκτακτου επιδόματος σε όσους παρέχουν ήσσονος σημασίας εργασία, κατά την έννοια του άρθρου 8 του SGB, προκύπτει μόνον από την εφαρμογή του άρθρου 3n της BAT, σε συνδυασμό με τις διατάξεις της ZTV, πράγμα που σημαίνει ότι οι διατάξεις του BErzGG δεν ασκούν καμία επιρροή εν προκειμένω.
12 Συνεπώς το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν αν το άρθρο 119 της Συνθήκης και η οδηγία 76/207 έχουν την έννοια ότι ο βάσει συλλογικής συμβάσεως εργασίας αποκλεισμός της χορηγήσεως ενός ετήσιου έκτακτου επιδόματος, το οποίο προβλέπεται στην ίδια αυτή σύμβαση, στους παρέχοντες εξαρτημένη εργασία με εβδομαδιαίο ωράριο υπολειπόμενο συνήθως των δεκαπέντε ωρών και με αποδοχές μη υπερβαίνουσες συνήθως ένα κλάσμα της μηνιαίας βάσης αναφοράς, οι οποίοι επομένως απαλλάσονται από την υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών, συνιστά έμμεση διάκριση σε βάρος των γυναικών, εφόσον ο αποκλεισμός αυτός πλήττει πολύ μεγαλύτερο ποσοστό γυναικών παρά ανδρών.
Επί της οδηγίας 76/207
13 Κατ' αρχάς πρέπει να εξακριβωθεί κατά πόσον η οδηγία 76/207 έχει εφαρμογή στην υπόθεση της κύριας δίκης.
14 Συγκεκριμένα, από τη δεύτερη ιδίως αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 76/207 προκύπτει ότι η οδηγία δεν αφορά την αμοιβή υπό την έννοια του άρθρου 119 της Συνθήκης (βλ. απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 1996, C-342/93, Gillespie κ.λπ., Συλλογή 1996, σ. I-475, σκέψη 24).
15 Συναφώς πρέπει κατ' αρχάς να υπομνηστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η έννοια της αμοιβής κατά το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 119 περιλαμβάνει όλα τα οφέλη, σε χρήμα ή σε είδος, τωρινά ή μελλοντικά, αρκεί να καταβάλλονται, έστω και εμμέσως, από τον εργοδότη στον εργαζόμενο λόγω της εργασίας του τελευταίου (βλ., ιδίως, τις αποφάσεις της 9ης Φεβρουαρίου 1982, 12/81, Garland, Συλλογή 1982, σ. 359, σκέψη 5, της 17ης Μαου 1990, C-262/88, Barber, Συλλογή 1990, σ. I-1889, σκέψη 12, και της 9ης Φεβρουαρίου 1999, C-167/97, Seymour-Smith και Perez, Συλλογή 1999, σ. Ι-623, σκέψη 23).
16 Το Δικαστήριο διευκρίνισε, με τη σκέψη 10 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Garland, ότι η νομική φύση των εν λόγω οφελών δεν ενδιαφέρει για την εφαρμογή του άρθρου 119 της Συνθήκης, εφόσον τα οφέλη αυτά παρέχονται λόγω της εργασίας.
17 Το επίδομα που καταβάλλει στο τέλος του έτους ο εργοδότης στον εργαζόμενο κατ' εφαρμογή νόμου ή συλλογικής συμβάσεως εργασίας καταβάλλεται λόγω της εργασίας αυτού, οπότε συνιστά αμοιβή υπό την έννοια του άρθρου 119 της Συνθήκης. Κατά συνέπεια, δεν είναι δυνατόν να εμπίπτει στην οδηγία 76/207.
Επί του άρθρου 119 της Συνθήκης
18 Πρέπει να τονιστεί συναφώς ότι το άρθρο 119 της Συνθήκης διατυπώνει την αρχή της ισότητας των αμοιβών μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων για όμοια εργασία, αλλά δεν αφορά τις περιπτώσεις στις οποίες μια ομάδα εργαζομένων υφίσταται διακρίσεις σε σχέση με άλλη ομάδα εργαζομένων που ανήκει στο ίδιο φύλο.
19 Αντίθετα, η αρχή αυτή δεν απαγορεύει μόνον την εφαρμογή διατάξεων που εισάγουν διακρίσεις οι οποίες βασίζονται άμεσα στο φύλο, αλλά και την εφαρμογή διατάξεων οι οποίες διατηρούν σε ισχύ τη διαφορετική μεταχείριση μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων βάσει κριτηρίων που δεν βασίζονται στο φύλο, εφόσον αυτή η διαφορετική μεταχείριση δεν μπορεί να εξηγηθεί από παράγοντες αντικειμενικά δικαιολογημένους και ξένους προς κάθε διάκριση λόγω φύλου (βλ. ιδίως την προπαρατεθείσα απόφαση Seymour-Smith και Perez, σκέψη 52).
20 Στη συνέχεια πρέπει να υπομνησθεί ότι η απαγόρευση των διακρίσεων μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών, δεδομένου ότι έχει επιτακτικό χαρακτήρα, δεν επιβάλλεται μόνο σε σχέση με τις ενέργειες των δημοσίων αρχών, αλλά ισχύει επίσης για όλες τις συμβάσεις που αποσκοπούν στη συλλογική ρύθμιση της έμμισθης εργασίας, καθώς και για τις συμβάσεις μεταξύ ιδιωτών (βλ. ιδίως την απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 1991, C-184/89, Nimz, Συλλογή 1991, σ. Ι-297, σκέψη 11).
21 Όσον αφορά την άρνηση χορηγήσεως του επίδικου στην κύρια δίκη επιδόματος, δεν αμφισβητείται ότι ο αποκλεισμός των παρεχόντων ήσσονος σημασίας εργασία, κατά την έννοια του άρθρου 8 του SGB, από το πεδίο εφαρμoγής της BAT δεν συνιστά διάκριση βασιζόμενη άμεσα στο φύλο. Πρέπει συνεπώς να εξεταστεί κατά πόσον το μέτρο αυτό μπορεί να συνιστά έμμεση διάκριση αντιβαίνουσα προς το άρθρο 119 της Συνθήκης.
22 Κατά πάγια νομολογία, αντιβαίνει προς το άρθρο 119 της Συνθήκης η εθνική διάταξη ή η ρήτρα συλλογικής συμβάσεως που εφαρμόζεται ανεξαρτήτως του φύλου του εργαζομένου, αλλά πλήττει στην πράξη μεγαλύτερο ποσοστό γυναικών παρά ανδρών, εκτός αν δικαιολογείται από λόγους αντικειμενικούς και ξένους προς οποιαδήποτε διάκριση βασιζόμενη στο φύλο (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Seymour-Smith και Perez, σκέψη 67, και απόφαση της 13ης Ιουλίου 1989, 171/88, Rinner-Kόhn, Συλλογή 1989, σ. 2743, σκέψη 12).
23 Πρέπει να υπενθυμιστεί ότι ο προβλεπόμενος από την SGB αποκλεισμός των παρεχόντων ήσσονος σημασίας εργασία από την κοινωνική ασφάλιση αποσκοπεί στην ικανοποίηση της ζητήσεως για τις ήσσονος σημασίας εργασίες, την οποία η Γερμανική Κυβέρνηση έκρινε αναγκαίο να ικανοποιήσει στο πλαίσιο της κοινωνικής και εργασιακής πολιτικής της (βλ. αποφάσεις της 14ης Δεκεμβρίου 1995, C-317/93, Nolte, Συλλογή 1995, σ. Ι-4625, σκέψη 31, και C-444/93, Megner και Scheffel, Συλλογή 1995, σ. Ι-4741, σκέψη 27).
24 Συναφώς διαπιστώνεται ότι, κατά το άρθρο 3n της BAT, οι παρέχοντες ήσσονος σημασίας εργασία αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής της, οπότε δεν τους χορηγείται το ετήσιο έκτακτο επίδομα που προβλέπει η εν λόγω συλλογική σύμβαση.
25 Πάντως, ο αποκλεισμός από το πεδίο εφαρμογής της BAT δεν μπορεί να αλλοιώσει την αρχή της ισότητας των αμοιβών μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων για όμοια εργασία, όπως διατυπώνεται στο άρθρο 119 της Συνθήκης. Κατά πάγια νομολογία, πρόκειται για θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου, την οποία κανείς εθνικός κανόνας δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να καταστήσει κενή περιεχομένου (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Seymour-Smith και Perez, σκέψη 75).
26 Στη συνέχεια διαπιστώνεται ότι ο αποκλεισμός των παρεχόντων ήσσονος σημασίας εργασία από το πεδίο εφαρμογής μιας συλλογικής συμβάσεως που προβλέπει τη χορήγηση ετήσιου έκτακτου επιδόματος συνιστά διαφορετική μεταχείριση έναντι των εργαζομένων με πλήρες ωράριο. Αν το εθνικό δικαστήριο, που είναι το μόνο αρμόδιο να εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά, κρίνει ότι ο αποκλεισμός αυτός, μολονότι εφαρμόζεται ανεξαρτήτως φύλου του εργαζομένου, πλήττει στην πράξη μεγαλύτερο ποσοστό γυναικών παρά ανδρών, θα πρέπει να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η εν λόγω συλλογική σύμβαση συνιστά έμμεση διάκριση υπό την έννοια του άρθρου 119 της Συνθήκης.
27 Το εναγόμενο της κύριας δίκης, επικαλούμενο την προπαρατεθείσα απόφαση Nolte, ισχυρίζεται εντούτοις ότι ο αναγόμενος στην κοινωνική και εργασιακή πολιτική σκοπός, ο οποίος είναι αντικειμενικά ξένος προς οποιαδήποτε διάκριση λόγω φύλου, δικαιολογεί εν προκειμένω τον αποκλεισμό των ήσσονος σημασίας εργασιών από το πεδίο εφαρμογής της συλλογικής συμβάσεως.
28 Το Δικαστήριο έχει οπωσδήποτε διευκρινίσει ότι, κατά το παρόν στάδιο της εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου, η κοινωνική πολιτική εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών. Συνεπώς, στα κράτη μέλη εναπόκειται να επιλέγουν τα μέτρα που είναι πρόσφορα για την υλοποίηση του σκοπού της κοινωνικής πολιτικής τους και της πολιτικής τους για την απασχόληση. Κατά την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής, τα κράτη μέλη διαθέτουν ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις Nolte, σκέψη 33, και Megner και Scheffel, σκέψη 29).
29 Η υπόθεση της κύριας δίκης διαφέρει όμως από τις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι προπαρατεθείσες αποφάσεις Nolte και Megner και Scheffel. Στην παρούσα υπόθεση δεν πρόκειται ούτε για μέτρο θεσπισθέν από τον εθνικό νομοθέτη κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειάς του ούτε για βασική αρχή του γερμανικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως, αλλά για τον αποκλεισμό των παρεχόντων ήσσονος σημασίας εργασία από την εφαρμογή ευεργετικών διατάξεων μιας συλλογικής συμβάσεως που προβλέπει τη χορήγηση ετήσιου έκτακτου επιδόματος, πράγμα που έχει ως αποτέλεσμα τη διαφορετική μεταχείριση των προσώπων αυτών, από άποψη αμοιβής, έναντι των προσώπων που εμπίπτουν στη συλλογική αυτή σύμβαση.
30 Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 119 της Συνθήκης έχει την έννοια ότι ο βάσει συλλογικής συμβάσεως εργασίας αποκλεισμός της χορηγήσεως ενός ετήσιου έκτακτου επιδόματος, το οποίο προβλέπεται στην ίδια αυτή σύμβαση, στους παρέχοντες εξαρτημένη εργασία με εβδομαδιαίο ωράριο υπολειπόμενο συνήθως των δεκαπέντε ωρών και με αποδοχές μη υπερβαίνουσες συνήθως ένα κλάσμα της μηνιαίας βάσης αναφοράς, οι οποίοι επομένως απαλλάσονται από την υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών, αποκλεισμός που εφαρμόζεται ανεξαρτήτως φύλου του εργαζομένου, αλλά που πλήττει στην πράξη πολύ μεγαλύτερο ποσοστό γυναικών παρά ανδρών, συνιστά έμμεση διάκριση λόγω φύλου.
Επί των δικαστικών εξόδων
31 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή, που κατέθεσε παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.
Για τους λόγους αυτούς,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(έκτο τμήμα),
κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε με διάταξη της 3ης Ιουλίου 1997 το Arbeitsgericht Mόnchen, αποφαίνεται:
Το άρθρο 119 της Συνθήκης ΕΚ (τα άρθρα 117 έως 120 της Συνθήκης αντικαταστάθηκαν από τα άρθρα 136 ΕΚ έως 143 ΕΚ) έχει την έννοια ότι ο βάσει συλλογικής συμβάσεως εργασίας αποκλεισμός της χορηγήσεως ενός ετήσιου έκτακτου επιδόματος, το οποίο προβλέπεται στην ίδια αυτή σύμβαση, στους παρέχοντες εξαρτημένη εργασία με εβδομαδιαίο ωράριο υπολειπόμενο συνήθως των δεκαπέντε ωρών και με αποδοχές μη υπερβαίνουσες συνήθως ένα κλάσμα της μηνιαίας βάσης αναφοράς, οι οποίοι επομένως απαλλάσονται από την υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών, αποκλεισμός που εφαρμόζεται ανεξαρτήτως φύλου του εργαζομένου, αλλά που πλήττει στην πράξη πολύ μεγαλύτερο ποσοστό γυναικών παρά ανδρών, συνιστά έμμεση διάκριση λόγω φύλου.