Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61997CJ0256

    Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 29ης Ιουνίου 1999.
    Déménagements-Manutention Transport SA (DMT).
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Tribunal de commerce de Bruxelles - Βέλγιο.
    Άρθρο 92 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 87 ΕΚ) - Έννοια της κρατικής ενισχύσεως - Ευκολίες πληρωμής που παρέχει δημόσιος οργανισμός επιφορτισμένος με την είσπραξη των κοινωνικών εισφορών των εργοδοτών και των εργαζομένων.
    Υπόθεση C-256/97.

    Συλλογή της Νομολογίας 1999 I-03913

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1999:332

    61997J0256

    Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 29ης Ιουνίου 1999. - Déménagements-Manutention Transport SA (DMT). - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Tribunal de commerce de Bruxelles - Βέλγιο. - Άρθρο 92 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 87 ΕΚ) - Έννοια της κρατικής ενισχύσεως - Ευκολίες πληρωμής που παρέχει δημόσιος οργανισμός επιφορτισμένος με την είσπραξη των κοινωνικών εισφορών των εργοδοτών και των εργαζομένων. - Υπόθεση C-256/97.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1999 σελίδα I-03913


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Σκεπτικό της απόφασης
    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    1 Προδικαστικά ερωτήματα - Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου - Όρια - Εξέταση του συμβατού ενισχύσεως προς την κοινή αγορά - Αποκλείεται

    [Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 93 και 177 (νυν άρθρα 88 ΕΚ και 234 ΕΚ)]

    2 Ενισχύσεις παρασχεθείσες από τα κράτη - Έννοια - Ευκολίες καταβολής εισφορών που παρέχονται προς μια επιχείρηση από τον επιφορτισμένο με την είσπραξή τους οργανισμό κατά τρόπο εισάγοντα διακρίσεις - Περιλαμβάνεται - Προϋποθέσεις

    [Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 92 § 1 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 87 § 1, ΕΚ)]

    Περίληψη


    1 Η Συνθήκη, προβλέποντας στο άρθρο 93 (νυν άρθρο 88 ΕΚ) σύστημα διαρκούς εποπτείας και ελέγχου των ενισχύσεων από την Επιτροπή, υποδηλώνει ότι η ενδεχομένη αναγνώριση του ασυμβιβάστου μιας ενισχύσεως με την κοινή αγορά προκύπτει, υπό τον έλεγχο του Δικαστηρίου, από ειδική διαδικασία της οποίας η εφαρμογή εμπίπτει στον τομέα ευθύνης της Επιτροπής. Επομένως, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να απαντήσει σε προδικαστικό ερώτημα που εγείρει το ζήτημα του συμβατού με την κοινή αγορά ενισχύσεως που εξετάστηκε από το εθνικό δικαστήριο.

    2 Η έννοια της κρατικής ενισχύσεως δεν περιλαμβάνει μόνον τις θετικές παροχές, όπως είναι οι επιδοτήσεις, αλλά και τις παρεμβάσεις εκείνες οι οποίες, ανεξαρτήτως μορφής, ελαφρύνουν τις επιβαρύνσεις που κανονικώς βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχειρήσεως και κατά συνέπεια, χωρίς να είναι επιδοτήσεις υπό τη στενή έννοια του όρου, είναι της ιδίας φύσεως ή έχουν ίδια αποτελέσματα. Επίσης, η συμπεριφορά δημοσίου οργανισμού αρμοδίου για την είσπραξη των εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως, ο οποίος ανέχεται να καταβάλλονται οι εισφορές αυτές με καθυστέρηση, παρέχει στην επιχείρηση που ευεργετείται από το γεγονός αυτό αξιόλογο εμπορικό πλεονέκτημα, ελαφρύνοντας την επιβάρυνσή της από την κανονική εφαρμογή του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως.

    Εξάλλου, από το γράμμα του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ) προκύπτει ότι μέτρα γενικού χαρακτήρα που δεν ευνοούν μόνον ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής δεν εμπίπτουν στη διάταξη αυτή. Αντιθέτως, όταν ο οργανισμός που χορηγεί τα οικονομικά προνόμια διαθέτει διακριτική ευχέρεια που του παρέχει τη δυνατότητα να καθορίζει τους δικαιούχους ή τις προϋποθέσεις του χορηγουμένου μέτρου, το μέτρο αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει γενικό χαρακτήρα.

    Επομένως, οι ευκολίες πληρωμής εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως, που παρέχονται προς μία επιχείρηση από τον επιφορτισμένο με την είσπραξή τους οργανισμό κατά τρόπο εισάγοντα διακρίσεις, συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης αν, λαμβάνοντας υπόψη τη σπουδαιότητα του οικονομικού πλεονεκτήματος που χορηγείται με τον τρόπο αυτό, η επιχείρηση προδήλως δεν θα ετύγχανε παρομοίων ευκολιών από ιδιώτη δανειστή ευρισκόμενο, έναντι αυτής, στην ίδια κατάσταση με τον εισπράττοντα τις εισφορές οργανισμό.

    Διάδικοι


    Στην υπόθεση C-256/97,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Tribunal de commerce de Bruxelles (Βέλγιο) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 234 ΕΚ), με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαδικασίας που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου και αφορά την

    Dιmιnagements-Manutention Transport SA (DMT),

    η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς το άρθρο 92 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 87 ΕΚ),

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

    (έκτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους P. J. G. Kapteyn, πρόεδρο τμήματος, G. Hirsch (εισηγητή) και J. L. Murray, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: F. G. Jacobs

    γραμματέας: D. Louterman-Hubeau, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

    λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

    - η εταιρία Dιmιnagements-Manutention Transport SA (DMT), εκπροσωπουμένη από τον Gιrald Kaisin, δικηγόρο Βρυξελλών,

    - η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπουμένη από την Kareen Rispal-Bellanger, υποδιευθύντρια διεθνούς οικονομικού δικαίου και κοινοτικού δικαίου στη διεύθυνση νομικών υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών, και τον Gautier Mignot, γραμματέα εξωτερικών υποθέσεων στην ίδια διεύθυνση,

    - η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένη από τους Gιrard Rozet, νομικό σύμβουλο, και Δημήτρη Τριανταφύλλου, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας,

    έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

    αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Βελγικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπουμένης από τον Jan Devadder, γενικό σύμβουλο στη νομική υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών, Εξωτερικού Εμπορίου και Συνεργασίας για την Ανάπτυξη, της Ισπανικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπουμένης από τη Rosario Silva de Lapuerta, abogado del Estado, της Γαλλικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπουμένης από τον Sujiro Seam, γραμματέα εξωτερικών υποθέσεων στη διεύθυνση νομικών υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών, και της Επιτροπής, εκπροσωπουμένης από τους Gιrard Rozet και Δημήτρη Τριανταφύλλου, κατά τη συνεδρίαση της 25ης Ιουνίου 1998,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 24ης Σεπτεμβρίου 1998,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    Σκεπτικό της απόφασης


    1 Με απόφαση της 7ης Ιουλίου 1997, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 15 Ιουλίου 1997, το Tribunal de commerce de Bruxelles υπέβαλε, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 234 ΕΚ), δύο προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 92 της Συνθήκης EK (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 87 ΕΚ).

    2 Τα ερωτήματα αυτά υποβλήθηκαν στο πλαίσιο διαδικασίας κατά την οποία το Tribunal de commerce εξετάζει αν πρέπει να κηρυχθεί αυτεπαγγέλτως σε πτώχευση η ανώνυμη εταιρία Dιmιnagements-Manutention Transport (στο εξής: DMT), με έδρα τις Βρυξέλλες.

    3 Κατά το άρθρο 442, παράγραφος 1, του βελγικού εμπορικού κώδικα, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, η πτώχευση κηρύσσεται με απόφαση του Tribunal de commerce είτε κατόπιν δηλώσεως περί παύσεως των πληρωμών του πτωχεύσαντος, είτε κατόπιν αιτήσεως ενός ή περισσοτέρων πιστωτών, είτε αυτεπαγγέλτως.

    4 Ο έλεγχος σχετικά με την ενδεχομένη αφερεγγυότητα επιχειρήσεως διεξάγεται, καταρχάς, από τον αρμόδιο για τους εμπορικούς ελέγχους δικαστή ο οποίος, όταν διαθέτει στοιχεία από τα οποία να πιθανολογείται ότι μία επιχείρηση μπορεί να είναι αφερέγγυος, απευθύνεται στην αρμόδια για την εκδίκαση της υποθέσεως σύνθεση του Tribunal de commerce. Αυτό συνέβη στην υπόθεση της κύριας δίκης.

    5 Σύμφωνα με την απόφαση του αιτούντος δικαστηρίου, από τον απολογισμό της DMT, ψηφισθέντα στις 31 Δεκεμβρίου 1996, προκύπτει ότι αυτή διαθέτει, στην καλύτερη περίπτωση, κυκλοφορούν ενεργητικό μόνον 12,8 εκατομμυρίων βελγικών φράγκων (BFR) προς αντιμετώπιση απαιτητού παθητικού περίπου 21,5 εκατομμυρίων BFR. Τα φορολογικά και κοινωνικά χρέη, καθώς και τα χρέη από μισθούς, της DMT ανέρχονται συνολικά σε 18,48 εκατομμύρια BFR, από τα οποία 18,1 εκατομμύρια BFR οφείλονται μόνο στην Office national de sιcuritι sociale (εθνική υπηρεσία κοινωνικής ασφαλίσεως, στο εξής: ONSS), δημόσιο οργανισμό τελούντα υπό την εγγύηση του Βελγικού Δημοσίου στον οποίο έχει ανατεθεί από το τελευταίο να εισπράττει τις υποχρεωτικές κοινωνικές εισφορές των εργοδοτών και των εργαζομένων και να εξασφαλίζει την οικονομική διαχείριση και την αποτελεσματικότητα της χρηματοδοτήσεως της κοινωνικής ασφαλίσεως (άρθρο 5 του νόμου της 27ης Ιουνίου 1969, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο της 30ής Μαρτίου 1994, στο εξής: νόμος).

    6 Οι οφειλόμενες από τον εργαζόμενο εισφορές παρακρατούνται σε κάθε πληρωμή από τον εργοδότη, ο οποίος οφείλει, εντός των καθορισμένων από τον βασιλέα προθεσμιών, να διαβιβάζει τις εν λόγω εισφορές στην ONSS (άρθρο 23 του νόμου). Ο εργοδότης που δεν τηρεί τις υποχρεώσεις του υπόκειται σε ποινικές κυρώσεις. Επιπλέον, ο εργοδότης που δεν καταβάλλει εμπροθέσμως τις εισφορές οφείλει να καταβάλει στην ONSS αυξημένη εισφορά και τόκο υπερημερίας οριζόμενο από τον νόμο (άρθρο 28 του νόμου). Πάντως, γίνεται δεκτό ότι η ONSS μπορεί, με δική της ευθύνη, να παρέχει και να προσαρμόζει προθεσμίες χάριτος στους εργοδότες.

    7 Το Tribunal de commerce παρατηρεί ότι η ONSS φαίνεται να επέδειξε, κατά την άσκηση της εξουσίας αυτής, «εξαιρετική υπομονή» έναντι της DMT, επιτρέποντάς της μεταξύ άλλων, με επιστολή της 17ης Δεκεμβρίου 1996, να εξοφλήσει τα χρέη της με πληρωμή «600 000 [BFR] μηνιαίως από τις 25 Δεκεμβρίου 1996» και «την πληρωμή των νέων εισφορών από το τέταρτο τρίμηνο 1996 εντός των νομίμων προθεσμιών», προθεσμιών χάριτος που επιβεβαίωσε η ONSS με το από 24 Φεβρουαρίου 1997 έγγραφό της προς την DMT.

    8 Κρίνοντας ότι, με τις εν λόγω ευκολίες πληρωμής, η ONSS συνέβαλε, κατά τρόπο τεχνητό, στη στήριξη της δραστηριότητας μιας αφερέγγυας επιχειρήσεως, η οποία δεν είναι σε θέση να χρηματοδοτείται υπό τους συνήθεις όρους της αγοράς, το Tribunal de commerce de Bruxelles αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1) Πρέπει το άρθρο 92 της Συνθήκης να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι τα μέτρα υπό τη μορφή ευκολιών πληρωμής παρεχομένων από δημόσιο οργανισμό, όπως η ONSS, που έχουν ως αποτέλεσμα να καθίσταται δυνατό σε μία εμπορική εταιρία να παρακρατεί, τουλάχιστον από 8 ετών, μέρος των ποσών που εισπράχθηκαν από το προσωπικό και να χρησιμοποιεί τα ποσά αυτά για τη στήριξη εμπορικών δραστηριοτήτων, δεδομένου ότι η επιχείρηση δεν είναι σε θέση να επιτύχει χρηματοδότηση υπό τους συνήθεις όρους της αγοράς ή να αυξήσει το κεφάλαιό της, πρέπει να θεωρούνται κρατικές ενισχύσεις, υπό την έννοια του άρθρου αυτού;

    2) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, πρέπει το άρθρο 92 της Συνθήκης να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι μια τέτοια ενίσχυση συμβιβάζεται με την κοινή αγορά;»

    Επί του παραδεκτού

    9 Εκ προοιμίου υπενθυμίζεται ότι από πάγια νομολογία προκύπτει ότι τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να υποβάλλουν προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο μόνον εφόσον εκκρεμεί ενώπιόν τους διαφορά και εφόσον καλούνται να αποφανθούν στο πλαίσιο διαδικασίας που πρόκειται να καταλήξει στην έκδοση αποφάσεως δικαιοδοτικού χαρακτήρα (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 1998, C-134/97, Victoria Film, Συλλογή 1998, σ. Ι-7023, σκέψη 14). Όπως ο γενικός εισαγγελέας τόνισε με τα σημεία 15 έως 17 των προτάσεών του, οι προϋποθέσεις αυτές συντρέχουν στην υπόθεση της κύριας δίκης στο μέτρο που η αρμόδια για την εκδίκαση της υποθέσεως σύνθεση του Tribunal de commerce, αφ' ης προσέφυγε ενώπιόν της ο αρμόδιος για τους εμπορικούς ελέγχους δικαστής, καλείται να εκδώσει απόφαση επί της φερεγγυότητας της οικείας επιχειρήσεως.

    10 Όσον αφορά τη λυσιτέλεια των υποβληθέντων ερωτημάτων, πρέπει να υπομνηστεί ότι, κατά παγία νομολογία, μόνο στα εθνικά δικαστήρια, τα οποία έχουν επιληφθεί της διαφοράς και τα οποία οφείλουν να αναλάβουν την ευθύνη της δικαστικής αποφάσεως που πρόκειται να εκδώσουν, εναπόκειται να εκτιμήσουν, ενόψει των ιδιομορφιών κάθε υποθέσεως, τόσο την ανάγκη εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως για να μπορέσουν να εκδώσουν τη δική τους απόφαση, όσο και τη λυσιτέλεια των ερωτημάτων που υποβάλλουν στο Δικαστήριο. Συνεπώς, εφόσον τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, το Δικαστήριο υποχρεούται, κατ' αρχήν, να απαντήσει (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 5ης Ιουνίου 1997, C-105/94, Celestini, Συλλογή 1997, σ. Ι-2971, σκέψη 21).

    11 Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι το εθνικό δικαστήριο θεωρεί πιθανώς ότι, αν οι παρεχόμενες από την ONSS ευκολίες πληρωμής συνιστούν κρατική ενίσχυση, η DMT θα πρέπει να εξοφλήσει αμέσως τις υποχρεώσεις της έναντι της ONSS, οπότε θα είναι αφερέγγυος και θα πρέπει να κηρυχθεί σε πτώχευση. Δεν απόκειται στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, να προβεί σε εκτίμηση της αναλύσεως αυτής.

    12 Πάντως, λαμβάνοντας υπόψη την κατανομή των αρμοδιοτήτων στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων, της Επιτροπής και του Δικαστηρίου, το τελευταίο είναι αρμόδιο μόνο για να απαντήσει στο πρώτο ερώτημα που υπέβαλε το Tribunal de commerce.

    13 Πρέπει να υπομνησθεί συναφώς ότι το άρθρο 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης ορίζει ότι οι «ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό με την ευνοϋκή μεταχείριση ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο».

    14 Το άρθρο 93 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 88 ΕΚ) προβλέπει ειδική διαδικασία για την οργάνωση της διαρκούς εξετάσεως και του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων από την Επιτροπή. Όσον αφορά τις νέες ενισχύσεις τις οποίες προτίθενται να θεσπίσουν τα κράτη μέλη, καθιερώνεται διαδικασία προηγούμενης εγκρίσεως, χωρίς την οποία καμία ενίσχυση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως νομίμως θεσπισθείσα. Δυνάμει του άρθρου 93, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, της Συνθήκης, όπως έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου, τα σχέδια με τα οποία αποβλέπεται να θεσπιστούν ή να τροποποιηθούν οι ενισχύσεις πρέπει να κοινοποιούνται στην Επιτροπή πριν από την εφαρμογή τους.

    15 Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η αρμοδιότητα αυτή της Επιτροπής δεν κωλύει εθνικό δικαστήριο να υποβάλλει προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο ως προς την ερμηνεία της εννοίας της ενισχύσεως (βλ. απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 1993, C-189/91, Kirsammer-Hack, Συλλογή 1993, σ. Ι-6185, σκέψη 14). Επομένως, στο πρώτο ερώτημα που υπέβαλε το Tribunal de Commerce πρέπει να δοθεί απάντηση.

    16 Αντιθέτως, η Συνθήκη, προβλέποντας στο άρθρο 93 σύστημα διαρκούς εποπτείας και ελέγχου των ενισχύσεων από την Επιτροπή, υποδηλώνει ότι η ενδεχομένη αναγνώριση του ασυμβιβάστου μιας ενισχύσεως με την κοινή αγορά προκύπτει, υπό τον έλεγχο του Δικαστηρίου, από ειδική διαδικασία της οποίας η εφαρμογή εμπίπτει στον τομέα ευθύνης της Επιτροπής (βλ. απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 1991, C-354/90, Fιdιration nationale du commerce extιrieur des produits alimentaires και Syndicat national des nιgociants et transformateurs de saumon, Συλλογή 1991, σ. Ι-5505, σκέψη 9). Επομένως, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να απαντήσει στο δεύτερο ερώτημα που υπέβαλε το Tribunal de commerce.

    Επί του πρώτου ερωτήματος

    17 Για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό πρέπει να εξεταστεί αν συντρέχουν τα διάφορα στοιχεία του ορισμού της κρατικής ενισχύσεως που περιλαμβάνεται στο άρθρο 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης.

    18 Πρέπει να τονιστεί ότι δεν αμφισβητείται ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, η ONSS προέβη στις παρασχεθείσες προς την DMT ευκολίες πληρωμής χρησιμοποιώντας κρατικούς πόρους κατά την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης, στο μέτρο που η ONSS είναι δημόσιος οργανισμός δημιουργηθείς από το Βελγικό Δημόσιο και επιφορτισθείς από αυτό, υπό τον έλεγχό του, να εισπράττει τις υποχρεωτικές κοινωνικοασφαλιστικές εισφορές των εργοδοτών και των εργαζομένων και να εξασφαλίζει τη διαχείριση της κοινωνικής ασφαλίσεως (βλ., υπό την έννοια αυτή, την απόφαση της 17ης Μαρτίου 1993, C-72/91 και C-73/91, Sloman Neptun, Συλλογή 1993, σ. Ι-887, σκέψη 19).

    19 Ως προς την έννοια της ενισχύσεως, πρέπει, πρώτον, να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η έννοια αυτή είναι ευρύτερη από την έννοια της επιδοτήσεως, διότι δεν περιλαμβάνει μόνον τις θετικές παροχές, όπως είναι οι επιδοτήσεις, αλλά και τις παρεμβάσεις εκείνες οι οποίες, ανεξαρτήτως μορφής, ελαφρύνουν τις επιβαρύνσεις που κανονικώς βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχειρήσεως (βλ. απόφαση της 15ης Μαρτίου 1994, C-387/92, Banco Exterior de Espaρa, Συλλογή 1994, σ. Ι-877, σκέψη 13). Επίσης, είναι βέβαιον ότι η συμπεριφορά δημοσίου οργανισμού αρμοδίου για την είσπραξη των εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως, ο οποίος ανέχεται να καταβάλλονται οι εισφορές αυτές με καθυστέρηση, παρέχει στην επιχείρηση που ευεργετείται από το γεγονός αυτό αξιόλογο εμπορικό πλεονέκτημα, ελαφρύνοντας την επιβάρυνσή της από την κανονική εφαρμογή του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως.

    20 Εντούτοις, η DMT, καθώς και η Βελγική, η Γαλλική και η Ισπανική Κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι, κατ' ουσίαν, όταν οι ευκολίες πληρωμής παρέχονται για περιορισμένο χρόνο, το σχετικό προνόμιο αντισταθμίζεται, σε οικονομικό επίπεδο, από την αύξηση του ποσού των ληξιπρόθεσμων οφειλών υπό τη μορφή προσαυξήσεων και τόκων υπερημερίας, οπότε δεν μπορεί να συναχθεί ότι υφίσταται κρατική ενίσχυση.

    21 Πάντως, διαπιστώνεται ότι οι αυξημένες εισφορές και οι τόκοι υπερημερίας που η αντιμετωπίζουσα πολύ σοβαρές ταμειακές δυσκολίες επιχείρηση μπορεί να υποχρεωθεί να καταβάλει έναντι μεγάλων ευκολιών πληρωμής, όπως αυτές που η ONSS, σύμφωνα με την απόφαση περί παραπομπής, παρέχει στην DMT από οκταετίας, δεν μπορούν να εξαφανίσουν εντελώς το πλεονέκτημα του οποίου τυγχάνει η εν λόγω επιχείρηση.

    22 Δεύτερον, πρέπει να τονισθεί ότι, σύμφωνα με πάγια νομολογία, για την εκτίμηση του αν ορισμένο κρατικό μέτρο συνιστά ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 92 της Συνθήκης, πρέπει να προσδιορισθεί εάν η ωφελούμενη επιχείρηση αντλεί οικονομικό όφελος το οποίο δεν θα είχε αποκομίσει υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς (απόφαση της 29ης Απριλίου 1999, C-342/96, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. Ι-2459, σκέψη 41).

    23 Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι οι ευκολίες πληρωμής, των οποίων τυγχάνει η DMT, μεταφράζονται με μία πίστωση εισφορών και ότι, εν όψει των οικονομικών στοιχείων που ανακοινώνονται με την απόφαση περί παραπομπής, φαίνεται εντελώς απίθανο ότι η DMT, λαμβάνοντας υπόψη την κατάστασή της, μπόρεσε να χρηματοδοτηθεί στην αγορά λαμβάνοντας δάνειο από ιδιώτη επενδυτή.

    24 Πρέπει να τονιστεί συναφώς ότι, παρέχοντας τις οικείες ευκολίες πληρωμής, η ONSS δεν συμπεριφέρθηκε ως δημόσιος επενδυτής, η παρέμβαση του οποίου πρέπει να συγκριθεί, κατά πάγια νομολογία (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 1994, C-42/93, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. Ι-4175, σκέψη 14), με τη συμπεριφορά ιδιώτη επενδυτή που ακολουθεί διαρθρωτική, σφαιρική ή τμηματική, πολιτική και καθοδηγείται από τις προοπτικές μακροπρόθεσμης αποδοτικότητας των επενδυμένων κεφαλαίων. Πράγματι, όπως ο γενικός εισαγγελέας εξέθεσε στα σημεία 34 μέχρι 36 των προτάσεών του, η ONSS πρέπει να θεωρηθεί ότι ενήργησε ως δημόσιος πιστωτής έναντι της DMT, ο οποίος, όπως ένας ιδιώτης πιστωτής, επιδιώκει να ανακτήσει τα ποσά που του οφείλονται από οφειλέτη αντιμετωπίζοντα οικονομικές δυσχέρειες (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 29ης Απριλίου 1999, Ισπανία κατά Επιτροπής, προπαρατέθηκε, σκέψη 46).

    25 Στο εθνικό δικαστήριο απόκειται να προσδιορίσει αν οι ευκολίες πληρωμής που παρασχέθηκαν στην DMT από την ONSS είναι προδήλως σημαντικότερες από εκείνες που ένας δανειστής ιδιώτης θα είχε παράσχει στην εν λόγω εταιρία. Προς τούτο, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να συγκρίνει την ONSS με έναν υποθετικό ιδιώτη δανειστή ευρισκόμενο, στο μέτρο του δυνατού, στην ίδια κατάσταση έναντι του οφειλέτη του όπως η ONSS, και επιδιώκοντα να ανακτήσει οφειλόμενα σ' αυτόν ποσά.

    26 Η Γαλλική Κυβέρνηση τονίζει ότι ευκολίες πληρωμής εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση όταν παρέχονται, υπό τις ίδιες προϋποθέσεις, σε οποιαδήποτε επιχείρηση που αντιμετωπίζει ταμειακές δυσκολίες. Αυτό φαίνεται να συμβαίνει στην περίπτωση του συστήματος της βελγικής νομοθεσίας. Η Επιτροπή ισχυρίζεται, αντιθέτως, ότι η ONSS διαθέτει διακριτική ευχέρεια ως προς την παροχή ευκολιών πληρωμής.

    27 Από το γράμμα του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης προκύπτει ότι μέτρα γενικού χαρακτήρα που δεν ευνοούν μόνον ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής δεν εμπίπτουν στη διάταξη αυτή. Αντιθέτως, όταν ο οργανισμός που χορηγεί τα οικονομικά προνόμια διαθέτει διακριτική ευχέρεια που του παρέχει τη δυνατότητα να καθορίζει τους δικαιούχους ή τις προϋποθέσεις του χορηγουμένου μέτρου, το μέτρο αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει γενικό χαρακτήρα (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 1996, C-241/94, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. Ι-4551, σκέψεις 23 και 24).

    28 Στο εθνικό δικαστήριο απόκειται, στην υπόθεση της κύριας δίκης, να καθορίσει αν η ευχέρεια της ONSS να παρέχει ευκολίες πληρωμής είναι ή όχι διακριτική και, αν δεν είναι, να αποδείξει αν οι ευκολίες πληρωμής που χορήγησε η ONSS έχουν γενικό χαρακτήρα ή ευνοούν ορισμένες επιχειρήσεις.

    29 Εξάλλου, πρέπει να αναφερθεί ότι, αν ευκολίες πληρωμής, όπως αυτές για τις οποίες πρόκειται στην κύρια δίκη, συνιστούν ενίσχυση, μπορούν να νοθεύουν ή να απειλούν να νοθεύσουν, κατά την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης, τον ανταγωνισμό ευνοώντας ορισμένες επιχειρήσεις και να επηρεάσουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές, αυτό δε ακόμη περισσότερον εφόσον η ευεργετουμένη επιχείρηση ασκεί, όπως συμβαίνει με την DMT, διασυνοριακή δραστηριότητα.

    30 Συνεπώς, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί ως απάντηση ότι οι ευκολίες πληρωμής εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως, που παρέχονται προς μία επιχείρηση από τον επιφορτισμένο με την είσπραξή τους οργανισμό κατά τρόπο εισάγοντα διακρίσεις, συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης αν, λαμβάνοντας υπόψη τη σπουδαιότητα του οικονομικού πλεονεκτήματος που χορηγείται με τον τρόπο αυτό, η επιχείρηση προδήλως δεν θα ετύγχανε παρομοίων ευκολιών από ιδιώτη δανειστή ευρισκόμενο, έναντι αυτής, στην ίδια κατάσταση με τον εισπράττοντα τις εισφορές οργανισμό.

    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


    Επί των δικαστικών εξόδων

    31 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Βελγική, η Ισπανική και η Γαλλική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή, οι οποίες κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

    (έκτο τμήμα),

    κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με απόφαση της 7ης Ιουλίου 1997 το Tribunal de commerce de Bruxelles, αποφαίνεται:

    Οι ευκολίες πληρωμής εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως, που παρέχονται προς μία επιχείρηση από τον επιφορτισμένο με την είσπραξή τους οργανισμό κατά τρόπο εισάγοντα διακρίσεις, συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ) αν, λαμβάνοντας υπόψη τη σπουδαιότητα του οικονομικού πλεονεκτήματος που χορηγείται με τον τρόπο αυτό, η επιχείρηση προδήλως δεν θα ελάμβανε παρόμοιες ευκολίες από ιδιώτη δανειστή ευρισκόμενο, έναντι αυτής, στην ίδια κατάσταση με τον εισπράττοντα τις εισφορές οργανισμό.

    Top