This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 61997CJ0244
Judgment of the Court (Sixth Chamber) of 17 December 1998. # Rijksdienst voor Pensioenen v Gerdina Lustig. # Reference for a preliminary ruling: Hof van Cassatie - Belgium. # Regulation (EEC) No 1408/71 - Old-age benefits - Articles 45 and 49 - Calculation of benefits where the person concerned does not simultaneously fulfil the conditions laid down by all the legislations under which periods of insurance or residence were completed. # Case C-244/97.
Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 17ης Δεκεμβρίου 1998.
Rijksdienst voor Pensioenen κατά Gerdina Lustig.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Hof van cassatie - Βέλγιο.
Κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/71 - Παροχές γήρατος - Άρθρα 45 και 49 - Υπολογισμός των παροχών όταν ο ενδιαφερόμενος δεν πληροί συγχρόνως τις προϋποθέσεις που απαιτούνται από όλες τις νομοθεσίες υπό τις οποίες συμπληρώθηκαν οι περίοδοι ασφαλίσεως ή κατοικίας.
Υπόθεση C-244/97.
Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 17ης Δεκεμβρίου 1998.
Rijksdienst voor Pensioenen κατά Gerdina Lustig.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Hof van cassatie - Βέλγιο.
Κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/71 - Παροχές γήρατος - Άρθρα 45 και 49 - Υπολογισμός των παροχών όταν ο ενδιαφερόμενος δεν πληροί συγχρόνως τις προϋποθέσεις που απαιτούνται από όλες τις νομοθεσίες υπό τις οποίες συμπληρώθηκαν οι περίοδοι ασφαλίσεως ή κατοικίας.
Υπόθεση C-244/97.
Συλλογή της Νομολογίας 1998 I-08701
ECLI identifier: ECLI:EU:C:1998:619
Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 17ης Δεκεμβρίου 1998. - Rijksdienst voor Pensioenen κατά Gerdina Lustig. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Hof van cassatie - Βέλγιο. - Κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/71 - Παροχές γήρατος - Άρθρα 45 και 49 - Υπολογισμός των παροχών όταν ο ενδιαφερόμενος δεν πληροί συγχρόνως τις προϋποθέσεις που απαιτούνται από όλες τις νομοθεσίες υπό τις οποίες συμπληρώθηκαν οι περίοδοι ασφαλίσεως ή κατοικίας. - Υπόθεση C-244/97.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1998 σελίδα I-08701
Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό
Κοινωνική ασφάλιση των διακινουμένων εργαζομένων - Ασφάλιση γήρατος και επιζώντων - Υπολογισμός των παροχών - Εργαζόμενος που δεν πληροί συγχρόνως τις προϋποθέσεις που τάσσουν για την καταβολή παροχών όλες οι νομοθεσίες στις οποίες υπαγόταν - Για τη χορήγηση υψηλότερης παροχής, λαμβάνονται υπόψη από την εθνική νομοθεσία της οποίας πληρούνται οι προϋποθέσεις οι περίοδοι ασφαλίσεως που συμπληρώθηκαν υπό τη νομοθεσία άλλου κράτους μέλους
(Κανονισμοί του Συμβουλίου 1408/71, άρθρα 46 και 49 § 1, στοιχ. ββ, σημ. ii, και 3096/95)
Tο άρθρο 49, παράγραφος 1, στοιχείο ββ, σημείο ii, του κανονισμού 1408/71, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό 2001/83, καθώς και το άρθρο 49, παράγραφος 1, στοιχείο ββ, σημείο ii, του κανονισμού 1408/71, όπως διαμορφώθηκε μετά την έκδοση του κανονισμού 2001/83 και όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1248/92 και με τον κανονισμό 3096/95, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι επιβάλλουν στον αρμόδιο φορέα, αν ο ενδιαφερόμενος πληροί τις προϋποθέσεις μιας μόνο νομοθεσίας για την καταβολή έστω και μειωμένης παροχής γήρατος χωρίς να χρειάζεται να γίνει επίκληση των περιόδων ασφαλίσεως ή κατοικίας που συμπληρώθηκαν υπό άλλη νομοθεσία της οποίας δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις, να λάβει παρά ταύτα υπόψη, σύμφωνα με το άρθρο 46 του κανονισμού 1408/71, τις περιόδους που συμπληρώθηκαν υπό την τελευταία αυτή νομοθεσία, όταν έτσι είναι δυνατό να χορηγηθεί στον ενδιαφερόμενο παροχή γήρατος υψηλότερου ποσού μέχρις ότου πληρωθούν οι προϋποθέσεις και της νομοθεσίας αυτής.
Στην υπόθεση C-244/97,
που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Hof van Cassatie (Βέλγιο) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ
Rijksdienst voor Pensioenen
και
Gerdina Lustig,
"η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 45 και 49 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως διαμορφώθηκε μετά την έκδοση του κανονισμού (ΕΟΚ) 2001/83 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουνίου 1983 (ΕΕ L 230, σ. 6), που τον τροποποίησε και τον ενημέρωσε, και όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1248/92 του Συμβουλίου, της 30ής Απριλίου 1992 (ΕΕ L 136, σ. 7), και με τον κανονισμό (ΕΚ) 3096/95 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995 (ΕΕ L 335, σ. 10),
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(έκτο τμήμα),
συγκείμενο από τους P. J. G. Kapteyn, πρόεδρο τμήματος, G. Hirsch, G. F. Mancini, H. Ragnemalm και R. Schintgen (εισηγητή), δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: N. Fennelly
γραμματέας: H. A. Rόhl, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,
λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:
- το Rijksdienst voor Pensioenen, εκπροσωπούμενο από τον G. Perl, γενικό διοικητικό υπάλληλο,
- η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον J. Devadder, γενικό σύμβουλο στο Υπουργείο Εξωτερικών, Εξωτερικού Εμπορίου και Συνεργασίας για την Ανάπτυξη,
- η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους P. J. Kuijper και P. Hillenkamp, νομικούς συμβούλους,
έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,
αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις του Rijksdienst voor Pensioenen, εκπροσωπουμένου από τον J. C. A. De Clerck, σύμβουλο, της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπουμένης από τον J. E. Collins, Assistant Treasury Solicitor, επικουρούμενο από την S. Moore, barrister, καθώς και της Επιτροπής, εκπροσωπουμένης από τον P. van Nuffel, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, κατά τη συνεδρίαση της 9ης Ιουλίου 1998,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 17ης Σεπτεμβρίου 1998,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Με απόφαση της 30ής Ιουνίου 1997, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 4 Ιουλίου 1997, το Hof van Cassatie υπέβαλε, βάσει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία των άρθρων 45 και 49 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως διαμορφώθηκε μετά την έκδοση του κανονισμού (ΕΟΚ) 2001/83 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουνίου 1983 (ΕΕ L 230, σ. 6, στο εξής: κανονισμός 1408/71), που τον τροποποίησε και τον ενημέρωσε, και όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1248/92 του Συμβουλίου, της 30ής Απριλίου 1992 (ΕΕ L 136, σ. 7), και με τον κανονισμό (ΕΚ) 3096/95 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995 (ΕΕ L 335, σ. 10).
2 Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της G. Lustig, Βελγίδας υπηκόου, και του Rijksdienst voor Pensioenen (στο εξής: Rijksdienst), σχετικά με την άρνηση του τελευταίου να λάβει υπόψη, για την εφαρμογή της βελγικής ρυθμίσεως περί της εγγυημένης κατωτάτης συντάξεως γήρατος, τις συμπληρωθείσες από την G. Lustig στις Κάτω Ξώρες περιόδους ασφαλίσεως επί όσο χρόνο η G. Lustig δεν είχε ακόμη αποκτήσει βάσει της ολλανδικής νομοθεσίας δικαίωμα λήψεως συντάξεως γήρατος.
Η εθνική ρύθμιση
3 Ο βελγικός νόμος της 8ης Αυγούστου 1980 περί εγκρίσεως του προϋπολογισμού του 1979-1980 (Moniteur belge της 15ης Αυγούστου 1980, σ. 9463, στο εξής: νόμος του 1980) ορίζει στο άρθρο 152:
«Η σύνταξη γήρατος την οποία το συνταξιοδοτικό σύστημα των μισθωτών χορηγεί για πλήρη σταδιοδρομία δεν μπορεί να είναι μικρότερη του εγγυημένου κατωτάτου ορίου των (...) ανά έτος (...).
Με βασιλικό διάταγμα θα καθοριστούν:
1) τι νοείται ως πλήρης σταδιοδρομία και ο τρόπος που μπορεί να δικαιολογηθεί πλήρης σταδιοδρομία·
(...)».
4 Ο νόμος της 10ης Φεβρουαρίου 1981 περί αποκαταστάσεως της οικονομικής ισορροπίας όσον αφορά τις συντάξεις του κοινωνικού τομέα (Moniteur belge της 14ης Φεβρουαρίου 1981, σ. 1697, στο εξής: νόμος του 1981) ορίζει στο άρθρο 33:
«Για τους εργαζόμενους οι οποίοι δικαιολογούν επαγγελματική σταδιοδρομία μισθωτού ίση τουλάχιστον με τα δύο τρίτα της πλήρους επαγγελματικής σταδιοδρομίας, το ποσό της συντάξεως γήρατος την οποία χορηγεί το σύστημα των συντάξεων μισθωτών και επιζώντων μισθωτού δεν μπορεί να είναι κατώτερο κλάσματος του βασικού ποσοστού το οποίο καθορίζεται από το άρθρο 152 του νόμου της 8ης Αυγούστου 1980 περί εγκρίσεως του προϋπολογισμού 1979-1980.
Το κλάσμα αυτό ισούται με το κλάσμα που χρησιμεύει για τον υπολογισμό της συντάξεως που χορηγείται από το σύστημα των μισθωτών.
Με βασιλικό διάταγμα θα καθοριστούν:
i) τι νοούνται ως δύο τρίτα της πλήρους σταδιοδρομίας και ο τρόπος που μπορεί να δικαιολογηθεί η σταδιοδρομία αυτή·
(...)».
5 Κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, η πλήρης σταδιοδρομία περιελάμβανε, για τις γυναίκες, 40 έτη επαγγελματικής σταδιοδρομίας συμπληρωμένα στο Βέλγιο.
Η κοινοτική ρύθμιση
6 Το άρθρο 45, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71, το οποίο περιλαμβάνεται στο επιγραφόμενο «Γήρας και θάνατος (συντάξεις)» κεφάλαιο 3 του τίτλου ΙΙΙ, ορίζει:
«Ο φορέας κράτους μέλους, η νομοθεσία του οποίου εξαρτά την κτήση, τη διατήρηση ή την ανάκτηση του δικαιώματος παροχών από τη συμπλήρωση περιόδων ασφαλίσεως ή κατοικίας, λαμβάνει υπόψη, κατά το μέτρο που απαιτείται, τις περιόδους ασφαλίσεως ή κατοικίας που πραγματοποιήθηκαν υπό τη νομοθεσία άλλου κράτους μέλους, σαν να επρόκειτο για περιόδους που πραγματοποιήθηκαν υπό τη νομοθεσία που εφαρμόζεται από τον φορέα αυτόν.»
7 Το άρθρο 45 του κανονισμού 1408/71 τροποποιήθηκε από τον κανονισμό 1248/92, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιουνίου 1992, «ώστε να διασαφηνιστούν οι κανόνες σύμφωνα με τους οποίους πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι περίοδοι ασφάλισης ή κατοικίας που έχει συμπληρώσει ο εργαζόμενος σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη ως μισθωτός ή μη μισθωτός ή/και στα πλαίσια γενικού ή ειδικού συστήματος» (τέταρτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1248/92). Έκτοτε, η παράγραφος 1 του άρθρου αυτού έχει ως εξής:
«Εάν η νομοθεσία κράτους μέλους εξαρτά την απόκτηση, τη διατήρηση, ή την ανάκτηση του δικαιώματος παροχών, δυνάμει συστήματος που δεν είναι ειδικό σύστημα κατά την έννοια των παραγράφων 2 και 3, από την πραγματοποίηση περιόδων ασφαλίσεως ή κατοικίας, ο αρμόδιος φορέας αυτού του κράτους μέλους λαμβάνει υπόψη, κατά το μέτρο που απαιτείται, τις περιόδους ασφαλίσεως ή κατοικίας που πραγματοποιήθηκαν υπό τη νομοθεσία κάθε άλλου κράτους μέλους, στα πλαίσια είτε γενικού είτε ειδικού συστήματος, που εφαρμόζεται σε μισθωτούς ή μη μισθωτούς. Προς τον σκοπό αυτό, ο εν λόγω φορέας λαμβάνει υπόψη τις ως άνω περιόδους, σαν να πρόκειται για περιόδους που πραγματοποιήθηκαν υπό τη νομοθεσία που εφαρμόζει.»
8 Το άρθρο 46 του κανονισμού 1408/71 καθορίζει τη μέθοδο υπολογισμού των σχετικών παροχών. Το άρθρο αυτό τροποποιήθηκε ωσαύτως από τον κανονισμό 1248/92. Ωστόσο, οι τροποποιήσεις αυτές δεν επηρέασαν τις αρχές της εν λόγω μεθόδου υπολογισμού. Οι αρχές αυτές μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:
- Πρώτον, ο αρμόδιος φορέας προβαίνει βάσει του άρθρου 46, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο [νυν άρθρου 46, παράγραφος 1, στοιχείο αα, σημείο i)] του κανονισμού 1408/71 στον υπολογισμό της αποκαλούμενης «αυτοτελούς» παροχής. Προς τούτο, καθορίζει, σύμφωνα με τη δική του νομοθεσία, το ποσό της παροχής που ο εργαζόμενος θα δικαιούνταν κατά τη νομοθεσία αυτή, λαμβάνοντας υπόψη μόνον τις περιόδους ασφαλίσεως ή κατοικίας που συμπληρώθηκαν υπό τη νομοθεσία αυτή.
- Το άρθρο 46, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, πρώτη φράση [νυν άρθρο 46, παράγραφος 1, στοιχείο αα, σημείο ii)] του κανονισμού 1408/71 ορίζει ότι, δεύτερον, ο αρμόδιος φορέας υπολογίζει το ποσό της αναλογικά επιμερισμένης παροχής σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού. Προς τούτο, κατ' αρχάς καθορίζει, βάσει του άρθρου 46, παράγραφος 2, στοιχείο αα, του κανονισμού 1408/71, το αποκαλούμενο «θεωρητικό» ποσό της παροχής που ο εργαζόμενος θα μπορούσε να αξιώσει αν όλες οι περίοδοι ασφαλίσεως που συμπληρώθηκαν από αυτόν σε διάφορα κράτη μέλη είχαν συμπληρωθεί εντός του συγκεκριμένου κράτους μέλους και υπό τη νομοθεσία που ο φορέας εφαρμόζει κατά την ημερομηνία εκκαθαρίσεως της παροχής. Στη συνέχεια, ο αρμόδιος φορέας υπολογίζει, σύμφωνα με το άρθρο 46, παράγραφος 2, στοιχείο ββ, του κανονισμού 1408/71, το πραγματικό ποσό της παροχής, βάσει του θεωρητικού ποσού και κατ' αναλογία προς τη διάρκεια των περιόδων ασφαλίσεως που συμπληρώθηκαν πριν από την επέλευση του κινδύνου υπό τη νομοθεσία που εφαρμόζει, σε σχέση με τη συνολική διάρκεια των περιόδων ασφαλίσεως που συμπληρώθηκαν πριν από την επέλευση του κινδύνου υπό τις νομοθεσίες όλων των σχετικών κρατών μελών.
- Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 46, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, δεύτερη φράση (νυν άρθρο 46, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο), του κανονισμού 1408/71, ο φορέας που προβαίνει στην εκκαθάριση οφείλει να συγκρίνει την αυτοτελή παροχή με την αναλογικά επιμερισμένη παροχή και να λάβει υπόψη εκείνην της οποίας το ποσό είναι υψηλότερο.
9 Το άρθρο 49, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 έχει ως εξής:
«Αν ο ενδιαφερόμενος δεν συγκεντρώνει σε δεδομένη στιγμή τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για την πληρωμή των παροχών από όλες τις νομοθεσίες των κρατών μελών, στις οποίες είχε υπαχθεί, αφού ληφθούν υπόψη - εφόσον είναι αναγκαίο - οι διατάξεις του άρθρου 45, αλλά πληροί μόνον τις προϋποθέσεις μιας ή περισσοτέρων από αυτές, έχουν εφαρμογή οι ακόλουθες διατάξεις:
α) καθένας από τους αρμόδιους φορείς, κατά τη νομοθεσία του οποίου πληρούνται οι προϋποθέσεις, υπολογίζει το ποσό της οφειλόμενης παροχής σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 46·
β) ωστόσο:
i) αν ο ενδιαφερόμενος πληροί τις προϋποθέσεις δύο τουλάχιστον νομοθεσιών, χωρίς να παρίσταται ανάγκη προσφυγής σε περιόδους ασφαλίσεως ή κατοικίας που πραγματοποιήθηκαν υπό νομοθεσίες οι προϋποθέσεις των οποίων δεν πληρούνται, οι περίοδοι αυτές δεν λαμβάνονται υπόψη για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 46, παράγραφος 2,
ii) αν ο ενδιαφερόμενος πληροί τις προϋποθέσεις μιας μόνης νομοθεσίας, χωρίς να παρίσταται ανάγκη προσφυγής σε περιόδους ασφαλίσεως ή κατοικίας που πραγματοποιήθηκαν υπό νομοθεσίες οι προϋποθέσεις των οποίων δεν πληρούνται, το ποσό της οφειλόμενης παροχής υπολογίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις της μόνης νομοθεσίας της οποίας πληρούνται οι προϋποθέσεις, και αφού ληφθούν υπόψη μόνον οι περίοδοι που πραγματοποιήθηκαν υπό τη νομοθεσία αυτή.»
10 Η προπαρατεθείσα διάταξη τροποποιήθηκε, για πρώτη φορά, με τον κανονισμό 1248/92, ο οποίος παρενέβαλε στην πρώτη φράση μια αναφορά στο άρθρο 40, παράγραφος 3, του κανονισμού 1408/71 και προσέθεσε δεύτερο εδάφιο για να καταστήσει δυνατή την εφαρμογή της διατάξεως αυτής στις περιπτώσεις του άρθρου 44, παράγραφος 2, δεύτερη φράση, του ίδιου κανονισμού (εικοστή τέταρτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1248/92). Οι τροποποιήσεις αυτές δεν ασκούν επιρροή στην παρούσα υπόθεση.
11 Το άρθρο 49, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 τροποποιήθηκε, για δεύτερη φορά, με τον κανονισμό 3096/95 για να καταστεί δυνατός, στις περιπτώσεις του στοιχείου ββ, σημεία i και ii, του άρθρου αυτού, ο υπολογισμός των περιόδων που συμπληρώθηκαν υπό τις νομοθεσίες των οποίων δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την απόκτηση δικαιωμάτων, όταν από τις νομοθεσίες αυτές προκύπτει υψηλότερο ποσό παροχών για τον ενδιαφερόμενο (πέμπτη αιτιολογισκή σκέψη του κανονισμού 3096/95). Κατόπιν των τροποποιήσεων αυτών, οι οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 3096/95, τέθηκαν σε ισχύ, όσον αφορά τις παροχές γήρατος και τις παροχές επιζώντων, την 1η Ιουνίου 1992, το άρθρο 49, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 έχει ως εξής:
«Eάν ο ενδιαφερόμενος δεν συγκεντρώνει, σε δεδομένη στιγμή, αφού ληφθεί, ενδεχομένως, υπόψη το άρθρο 45 ή/και το άρθρο 40, παράγραφος 3, τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την πληρωμή των παροχών από όλες τις νομοθεσίες των κρατών μελών στις οποίες είχε υπαχθεί, αλλά πληροί μόνον τις προϋποθέσεις μιας ή περισσοτέρων από αυτές, ισχύουν τα ακόλουθα:
α) καθένας από τους αρμόδιους φορείς, κατά την νομοθεσία του οποίου πληρούνται οι προϋποθέσεις, υπολογίζει το ποσό της οφειλόμενης παροχής σύμφωνα με το άρθρο 46·
β) ωστόσο:
i) αν ο ενδιαφερόμενος πληροί τις προϋποθέσεις δύο τουλάχιστον νομοθεσιών, χωρίς να παρίσταται ανάγκη προσφυγής σε περιόδους ασφαλίσεως ή κατοικίας που πραγματοποιήθηκαν υπό νομοθεσίες των οποίων οι προϋποθέσεις δεν πληρούνται, οι εν λόγω περίοδοι δεν λαμβάνονται υπόψη για την εφαρμογή του άρθρου 46, παράγραφος 2, εκτός εάν ο συνυπολογισμός των εν λόγω περιόδων επιτρέπει τον καθορισμό υψηλότερου ποσού παροχών,
ii) εάν ο ενδιαφερόμενος πληροί τις προϋποθέσεις μιας και μόνον νομοθεσίας, χωρίς να χρειασθεί να συνυπολογισθούν οι περίοδοι ασφαλίσεως ή διαμονής που πραγματοποιήθηκαν υπό νομοθεσίες των οποίων οι προϋποθέσεις δεν πληρούνται, το ποσό της οφειλόμενης παροχής υπολογίζεται, κατ' εφαρμογή του άρθρου 46, παράγραφος 1, στοιχείο αα, σημείο i, σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας της οποίας πληρούνται οι προϋποθέσεις και λαμβανομένων υπόψη μόνον των περιόδων που πραγματοποιήθηκαν υπό την εν λόγω νομοθεσία, εκτός εάν ο συνυπολογισμός των περιόδων που πραγματοποιήθηκαν υπό άλλες νομοθεσίες των οποίων δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις επιτρέπει τον καθορισμό υψηλότερου ποσού παροχών, σύμφωνα με το άρθρο 46, παράγραφος 1, στοιχείο αα, σημείο ii.
Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται κατ' αναλογία όταν ο ενδιαφερόμενος έχει ζητήσει ρητά την αναβολή της εκκαθαρίσεως των παροχών γήρατος, σύμφωνα με το άρθρο 44, παράγραφος 2, δεύτερη φράση.»
Η διαφορά της κύριας δίκης
12 Στις 20 Ιανουαρίου 1988, όταν πλησίαζε το εξηκοστό έτος της ηλικίας της, η G. Lustig, η οποία γεννήθηκε στις 15 Ιανουαρίου 1929, ζήτησε από το Rijksdienst να της χορηγήσει βελγική σύνταξη γήρατος από την 1η Φεβρουαρίου 1989.
13 Με απόφαση της 2ας Ιουνίου 1988, το Rijksdienst της χορήγησε, από την 1η Φεβρουαρίου 1989, σύνταξη ύψους 106 834 βελγικών φράγκων (BFR). Το ποσό αυτό αντιστοιχούσε σε επαγγελματική σταδιοδρομία 19 ετών που διανύθηκε στο Βέλγιο μεταξύ του 1970 και του 1988 (19/40).
14 Στις 13 Απριλίου 1993 η G. Lustig, η οποία μεταξύ του 1946 και του 1968 είχε εργαστεί στις Κάτω Ξώρες, ζήτησε να λάβει, αφ' ης συμπληρώσει το εξηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας της, σύνταξη γήρατος βάσει του Algemene Ouderdomswet (ολλανδικού νόμου περί του γενικού συστήματος ασφαλίσεως γήρατος). Ο ολλανδικός αρμόδιος φορέας, το Sociale Verzekeringsbank, της χορήγησε τη ζητηθείσα σύνταξη από την 1η Ιανουαρίου 1994.
15 Κατόπιν της χορηγήσεως της ολλανδικής συντάξεως γήρατος, το Rijksdienst, σύμφωνα με το άρθρο 46, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71, υπολόγισε εκ νέου τη βελγική σύνταξη που ελάμβανε η G. Lustig και, με απόφαση της 23ης Δεκεμβρίου 1993, της χορήγησε, από την 1η Ιανουαρίου 1994, σύνταξη ποσού 142 046 BFR.
16 Από τη δικογραφία προκύπτει ότι, για τον καθορισμό του πιο πάνω ποσού που χορηγείται από την 1η Ιανουαρίου 1994, το Rijksdienst εφάρμοσε τις σχετικές με την εγγυημένη κατώτατη σύνταξη διατάξεις των νόμων του 1980 και 1981. Αντιθέτως, για την περίοδο από την 1η Φεβρουαρίου 1989, ημερομηνία από την οποία η G. Lustig έχει δικαίωμα να λάβει βελγική σύνταξη γήρατος έχοντας συμπληρώσει το εξηκοστό έτος της ηλικίας της, μέχρι την 1η Ιανουαρίου 1994, ημερομηνία από την οποία έχει δικαίωμα να λάβει ολλανδική σύνταξη έχοντας συμπληρώσει το εξηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας της, το Rijksdienst αρνήθηκε να υπαγάγει την G. Lustig στις ευεργετικές αυτές διατάξεις με την αιτιολογία ότι μπορεί να λάβει υπόψη την επαγγελματική σταδιοδρομία της G. Lustig στις Κάτω Ξώρες μόνον από το χρονικό σημείο που πράγματι γεννήθηκε το συνταξιοδοτικό της δικαίωμα στις Κάτω Ξώρες, δηλαδή από την 1η Ιανουαρίου 1994.
17 Με δικόγραφο της 2ας Φεβρουαρίου 1994, η G. Lustig άσκησε ενώπιον του Arbeidsrechtbank te Antwerpen προσφυγή κατά της αποφάσεως του Rijksdienst της 23ης Δεκεμβρίου 1993, ισχυριζόμενη ότι σύνταξη στηριζόμενη στο εκ του νόμου κατώτατο όριο έπρεπε να της χορηγηθεί και για την περίοδο από την 1η Φεβρουαρίου 1989 μέχρι την 1η Ιανουαρίου 1994.
18 Με απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1994, το Arbeidsrechtbank te Antwerpen ακύρωσε την προσβληθείσα απόφαση κατά το μέρος που όριζε την 1η Ιανουαρίου 1994 ως ημερομηνία ενάρξεως της καταβολής της συντάξεως και διαπίστωσε ότι η G. Lustig δικαιούται από την 1η Ιανουαρίου 1989 να λάβει σύνταξη γήρατος ίση με το εκ του νόμου κατώτατο όριο.
19 Με απόφαση της 17ης Απριλίου 1996, το Arbeidshof te Antwerpen, ενώπιον του οποίου το Rijksdienst άσκησε έφεση, επικύρωσε, με διαφορετική αιτιολογία, την πρωτόδικη απόφαση και αποφάσισε ότι το Rijksdienst οφείλει, κατ' εφαρμογήν των άρθρων 45, παράγραφος 1, και 49, παράγραφος 1, στοιχείο ββ, σημείο ii, του κανονισμού 1408/71, να αναγνωρίσει στην G. Lustig το δικαίωμα να λάβει από την 1η Φεβρουαρίου 1989 την εγγυημένη κατώτατη σύνταξη, συνυπολογιζομένης, για τον καθορισμό της απαιτουμένης για την κτήση του δικαιώματος αυτού ελαχίστης επαγγελματικής σταδιοδρομίας μισθωτού, της σταδιοδρομίας που διανύθηκε στις Κάτω Ξώρες, αλλά λαμβανομένης υπόψη για τον (ανάλογο) υπολογισμό του καταβλητέου ποσού μόνον της σταδιοδρομίας που διανύθηκε στο Βέλγιο, δηλαδή κλάσματος 19/40.
20 Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως που υπέβαλε κατά της αποφάσεως του Arbeidshof te Antwerpen, το Rijksdienst ισχυρίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι στο άρθρο 45 του κανονισμού 1408/71 γίνεται κατά πιο γενικό τρόπο λόγος για τον υπολογισμό των περιόδων ασφαλίσεως, ενώ το άρθρο 49 του εν λόγω κανονισμού, λαμβάνοντας υπόψη την προαναφερθείσα διάταξη, αφορά πιο ειδικές περιπτώσεις, καθόσον ρυθμίζει τον υπολογισμό των παροχών όταν ο ενδιαφερόμενος δεν πληροί συγχρόνως τις προϋποθέσεις που τάσσουν όλες οι νομοθεσίες υπό τις οποίες συμπληρώθηκαν οι περίοδοι ασφαλίσεως ή κατοικίας. Υπενθυμίζοντας ότι η G. Lustig, η οποία έγινε 60 χρονών την 1η Φεβρουαρίου 1989, μπορούσε να ζητήσει στο Βέλγιο σύνταξη γήρατος υπολογιζομένη βάσει πλείστων ετών υπηρεσίας χωρίς να είναι αναγκαίο να στηριχθεί στις περιόδους ασφαλίσεως ή κατοικίας που συμπληρώθηκαν στις Κάτω Ξώρες, όπου δεν πληρούσε την προϋπόθεση ηλικίας για την κτήση δικαιώματος προς λήψη παροχών, το Rijksdienst συνήγαγε ότι εν προκειμένω εφαρμογή έχει η ειδική διάταξη του άρθρου 49, παράγραφος 1, στοιχείο ββ, σημείο ii, του κανονισμού 1408/71 και όχι η διάταξη του άρθρου 45, παράγραφος 1, οπότε το ποσό της οφειλόμενης παροχής πρέπει να υπολογιστεί σύμφωνα με τις διατάξεις μόνον της βελγικής νομοθεσίας και λαμβανομένων υπόψη μόνον των περιόδων που συμπληρώθηκαν υπό τη νομοθεσία αυτή.
21 Εκτιμώντας ότι με τον πιο πάνω ισχυρισμό του Rijksdienst εγείρεται, όσον αφορά το άρθρο 45, παράγραφος 1, ζήτημα ερμηνείας του άρθρου 49, παράγραφος 1, στοιχείο ββ, σημείο ii, το Hof van Cassatie αποφάσισε να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:
«Πρέπει το άρθρο 49, παράγραφος 1, στοιχείο ββ, σημείο ii, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71, σε συνδυασμό με το άρθρο 45 του κανονισμού αυτού, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιβάλλει στις αρμόδιες εθνικές αρχές, αν ο ενδιαφερόμενος πληροί τις προϋποθέσεις μιας μόνο νομοθεσίας για την καταβολή έστω και μειωμένης συντάξεως γήρατος χωρίς να χρειάζεται να επικαλεστεί τις περιόδους ασφαλίσεως που συμπληρώθηκαν υπό άλλη νομοθεσία της οποίας δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την απόκτηση δικαιώματος λήψεως συντάξεως γήρατος, να λάβουν παρά ταύτα υπόψη τις περιόδους που συμπληρώθηκαν υπό την άλλη αυτή νομοθεσία, όταν έτσι μπορεί να χορηγηθεί υψηλότερη σύνταξη γήρατος μέχρις ότου πληρωθούν και οι αναγκαίες προϋποθέσεις της άλλης αυτής νομοθεσίας;»
Επί του υποβληθέντος ερωτήματος
22 Για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, πρέπει πρώτα να επισημανθεί ότι το άρθρο 45 του κανονισμού 1408/71 προβλέπει τον υπολογισμό των περιόδων ασφαλίσεως ή κατοικίας που συμπληρώθηκαν υπό τη νομοθεσία άλλων κρατών μελών μόνο για την κτήση, τη διατήρηση ή την ανάκτηση του δικαιώματος λήψεως παροχών γήρατος, ενώ στη διαφορά της κύριας δίκης η αντιδικία έγκειται στον καθορισμό του ύψους μιας τέτοιας παροχής (βλ., με το αυτό περιεχόμενο, την απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 1993, C-45/92 και C-46/92, Lepore και Scamuffa, Συλλογή 1993, σ. Ι-6497, σκέψη 13).
23 Στη συνέχεια, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το άρθρο 51 της Συνθήκης ΕΚ επιβάλλει τον συνυπολογισμό όλων των περιόδων που λαμβάνονται υπόψη από τις διάφορες εθνικές νομοθεσίες όχι μόνο για την κτήση και τη διατήρηση του δικαιώματος λήψεως παροχών αλλά και για τον υπολογισμό των παροχών αυτών.
24 Όσον αφορά τον υπολογισμό των παροχών γήρατος, η αρχή αυτή διατυπώνεται ιδίως στο άρθρο 46 του κανονισμού 1408/71.
25 Συγκεκριμένα, η διάταξη αυτή προβλέπει, στον τομέα της εκκαθαρίσεως των παροχών, τον καθορισμό, εκ μέρους του αρμόδιου φορέα, του πραγματικού ποσού της παροχής κατ' αναλογία προς τη διάρκεια των περιόδων ασφαλίσεως που συμπληρώθηκαν υπό τη νομοθεσία που εφαρμόζει ο φορέας αυτός, σε σχέση με τη συνολική διάρκεια των περιόδων ασφαλίσεως που συμπληρώθηκαν υπό τις νομοθεσίες όλων των σχετικών κρατών μελών (απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 1995, C-443/93, Βουγιούκας, Συλλογή 1995, σ. Ι-4033, σκέψη 15).
26 Όσο για το άρθρο 49, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71, το άρθρο αυτό καθορίζει τη μέθοδο υπολογισμού των παροχών ειδικά όταν ο ενδιαφερόμενος, σε δεδομένο χρονικό σημείο, δεν πληροί συγχρόνως τις προϋποθέσεις που απαιτούνται από όλες τις νομοθεσίες υπό τις οποίες συμπλήρωσε τις περιόδους ασφαλίσεως ή κατοικίας.
27 Συναφώς, το άρθρο 49, παράγραφος 1, στοιχείο αα, του κανονισμού 1408/71 καθιερώνει την αρχή ότι κάθε ένας από τους αρμόδιους φορείς που εφαρμόζει νομοθεσία της οποίας πληρούνται οι προϋποθέσεις υπολογίζει σύμφωνα με το άρθρο 46 το ποσό της οφειλόμενης παροχής.
28 Το στοιχείο ββ, σημείο ii, του ίδιου άρθρου 49, παράγραφος 1, αφορά την ειδική περίπτωση του προσώπου που υπέκειτο στη νομοθεσία πλειόνων κρατών μελών αλλά που, σε δεδομένο χρονικό σημείο, πληροί τις προϋποθέσεις μιας μόνον από αυτές χωρίς να χρειάζεται να επικαλεστεί τις περιόδους ασφαλίσεως ή κατοικίας που συμπληρώθηκαν υπό τις νομοθεσίες των οποίων δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις. Αυτή είναι η περίπτωση ενός προσώπου όπως η G. Lustig, η οποία, όταν έγινε 60 ετών και έλαβε σύνταξη γήρατος μόνον βάσει της βελγικής νομοθεσίας, δεν πληρούσε ακόμη τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση παροχής βάσει της ολλανδικής νομοθεσίας.
29 Εν προκειμένω, πρέπει συνεπώς να καθοριστεί αν το ποσό της παροχής που οφείλεται, βάσει νομοθεσίας της οποίας πληρούνται οι προϋποθέσεις, σε πρόσωπο που βρίσκεται στην κατάσταση αυτή πρέπει να υπολογιστεί σύμφωνα με τις διατάξεις μόνον της νομοθεσίας αυτής και λαμβανομένων υπόψη μόνον των περιόδων που συμπληρώθηκαν υπό τη νομοθεσία αυτή, ακόμη και στην περίπτωση που ο υπολογισμός των περιόδων που συμπληρώθηκαν υπό τις νομοθεσίες των οποίων δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις θα του παρείχε δικαίωμα να λάβει παροχή υψηλότερου ποσού.
30 Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, όλες οι διατάξεις του κανονισμού 1408/71 πρέπει να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα του στόχου του άρθρου 51 της Συνθήκης, το οποίο σκοπεύει να συμβάλει, ιδίως με τον συνυπολογισμό των περιόδων ασφαλίσεως, κατοικίας ή απασχολήσεως, στο να γίνει πραγματικότητα η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων (βλ., με το αυτό περιεχόμενο, τις αποφάσεις της 9ης Αυγούστου 1994, C-406/93, Reichling, Συλλογή 1994, σ. Ι-4061, σκέψη 21· της 26ης Οκτωβρίου 1995, C-481/93, Moscato, Συλλογή 1995, σ. Ι-3525, σκέψη 27, και C-482/93, Klaus, Συλλογή 1995, σ. Ι-3551, σκέψη 21).
31 Ο στόχος αυτός συνεπάγεται, αφενός, ότι οι διακινούμενοι εργαζόμενοι δεν πρέπει ούτε να χάσουν τα δικαιώματα για τη λήψη παροχών κοινωνικής ασφαλίσεως ούτε να δουν να μειώνεται το ποσό των παροχών αυτών λόγω του ότι άσκησαν το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας που τους απονέμει η Συνθήκη (προαναφερθείσα απόφαση Reichling, σκέψη 24) και, αφετέρου, ότι ιδίως ο κανόνας περί συνυπολογισμού των περιόδων ασφαλίσεως, κατοικίας ή απασχολήσεως έχει σκοπό να εγγυηθεί ότι η άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας το οποίο απονέμει η Συνθήκη δεν θα έχει ως αποτέλεσμα να στερήσει τον εργαζόμενο πλεονεκτημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως τα οποία θα μπορούσε να αξιώσει αν είχε διανύσει τη σταδιοδρομία του μόνον εντός ενός κράτους μέλους (προαναφερθείσα απόφαση Moscato, σκέψη 28).
32 Δεν αμφισβητείται ότι το πρόσωπο που βρίσκεται στην κατάσταση της G. Lustig θα είχε δικαίωμα, από το εξηκοστό έτος της ηλικίας του, να λάβει υψηλότερου ποσού παροχή γήρατος αν είχε διανύσει ολόκληρη την επαγγελματική του σταδιοδρομία στο κράτος μέλος και υπό τη νομοθεσία του κράτους μέλους της οποίας οι προϋποθέσεις πληρώθηκαν πρώτα.
33 Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, αν η εφαρμογή μόνον της νομοθεσίας του συγκεκριμένου κράτους μέλους αποδεικνύεται λιγότερο ευνοϋκή για τον εργαζόμενο απ' ό,τι η εφαρμογή του κοινοτικού συστήματος που καθιερώνεται από το άρθρο 46 του κανονισμού 1408/71, οι διατάξεις του άρθρου αυτού είναι εκείνες που πρέπει να εφαρμοστούν στο σύνολό τους (βλ., ιδίως, την απόφαση της 11ης Ιουνίου 1992, C-90/91 και C-91/91, Di Crescenzo και Casagrande, Συλλογή 1992, σ. Ι-3851, σκέψη 16).
34 Επομένως, το άρθρο 49, παράγραφος 1, στοιχείο ββ, σημείο ii, του κανονισμού 1408/71, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 51 της Συνθήκης, απαιτεί οι περίοδοι που συμπληρώθηκαν υπό τις νομοθεσίες των κρατών μελών των οποίων δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις να λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό, σύμφωνα με το άρθρο 46 του κανονισμού αυτού, παροχών γήρατος, όταν ο συνυπολογισμός των περιόδων αυτών αποδεικνύεται ευνοϋκότερος για τον ενδιαφερόμενο απ' ό,τι η εφαρμογή μόνον της νομοθεσίας της οποίας πληρούνται οι προϋποθέσεις και ο υπολογισμός μόνον των περιόδων που συμπληρώθηκαν υπό τη νομοθεσία αυτή.
35 Δεδομένου ότι η ερμηνεία αυτή του άρθρου 49, παράγραφος 1, στοιχείο ββ, σημείο ii, του κανονισμού 1408/71 απορρέει ευθέως από το άρθρο 51 της Συνθήκης, η τροποποίηση που έγινε στη διάταξη αυτή με τον κανονισμό 3096/95 έχει μόνο διευκρινιστικό χαρακτήρα.
36 Αντίθετα με όσα η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου προέβαλε κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, το συμπέρασμα αυτό δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση από την απόφαση της 7ης Ιουλίου 1994, C-146/93, McLachlan, Συλλογή 1994, σ. Ι-3229).
37 Βέβαια, στη σκέψη 29 της αποφάσεως αυτής, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο συνυπολογισμός, από τη νομοθεσία της οποίας πληρούνται οι προϋποθέσεις, των περιόδων που συμπληρώθηκαν υπό τη νομοθεσία άλλου κράτους μέλους αποκλείεται από το άρθρο 49 του κανονισμού 1408/71 για τον υπολογισμό του ποσού της συντάξεως.
38 Ωστόσο, η διαπίστωση αυτή πρέπει να νοηθεί εντός του συγκεκριμένου πλαισίου της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερθείσα απόφαση McLachlan. Όπως ορθώς τόνισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 16 των προτάσεών του, ο αναιρεσείων της κύριας δίκης στην υπόθεση McLachlan δεν ζητούσε απλώς και μόνο την εφαρμογή των κανόνων συνυπολογισμού και αναλογικού επιμερισμού που περιέχονται στο άρθρο 46 του κανονισμού 1408/71, αλλά την καταβολή, βάσει της νομοθεσίας του κράτους μέλους της οποίας πληρούσε τις προϋποθέσεις, συντάξεως τέτοιου ποσού που να λαμβάνονται υπόψη οι περίοδοι που συμπληρώθηκαν υπό τη νομοθεσία του κράτους μέλους του οποίου δεν πληρούσε ακόμη τις προϋποθέσεις, για τον λόγο ότι θα εδικαιούτο να λάβει τη σύνταξη αυτή αν είχε διανύσει ολόκληρη τη σταδιοδρομία του υπό την πρώτη νομοθεσία.
39 Αποκλείοντας, υπό τις συνθήκες αυτές, για τον υπολογισμό του ποσού της συντάξεως που οφείλεται βάσει της νομοθεσίας της οποίας πληρούνται οι προϋποθέσεις, τον συνυπολογισμό των περιόδων που συμπληρώθηκαν υπό τη νομοθεσία της οποίας δεν πληρούνται ακόμη οι προϋποθέσεις, το Δικαστήριο θέλησε απλώς να εξασφαλίσει ότι, σύμφωνα με το σύστημα του κανονισμού 1408/71, ο οποίος επιτρέπει να υπάρχουν διαφορετικά συστήματα στο πλαίσιο των οποίων γεννώνται διαφορετικές απαιτήσεις έναντι διαφορετικών φορέων κατά των οποίων ο δικαιούχος έχει άμεσα δικαιώματα, κάθε κράτος θα καταβάλλει τις παροχές που αντιστοιχούν στις περιόδους που συμπληρώθηκαν υπό τη νομοθεσία του (προαναφερθείσα απόφαση McLachlan, σκέψεις 29, 30 και 37).
40 Αντιθέτως, στην υπόθεση στο πλαίσιο της οποίας υποβλήθηκε η παρούσα αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, η ενδιαφερομένη ζήτησε να ληφθούν υπόψη οι περίοδοι που συμπληρώθηκαν υπό τη νομοθεσία της οποίας δεν πληρούνταν ακόμη οι προϋποθέσεις μόνο για την εφαρμογή της βελγικής ρυθμίσεως περί του εγγυημένου κατωτάτου ορίου και όχι για τον κατά κυριολεξία υπολογισμό, με κριτήριο τη συνολική διάρκεια των περιόδων που συμπληρώθηκαν στα δύο κράτη μέλη και κατ' αναλογία των περιόδων που συμπληρώθηκαν υπό τη βελγική νομοθεσία, του ποσού της συντάξεως γήρατος που δικαιούται βάσει της νομοθεσίας αυτής, λαμβανομένης υπόψη της εφαρμογής της πιο πάνω ρυθμίσεως περί του εγγυημένου κατωτάτου ορίου. Συνεπώς, αντίθετα με τον H. McLachlan, η G. Lustig δεν ζητεί όπως αυτό τούτο το ποσό της συντάξεως της οποίας δικαιούται βάσει της νομοθεσίας της οποίας πληρούνται οι προϋποθέσεις υπολογιστεί κατά τρόπο που να ληφθούν υπόψη οι περίοδοι που συμπληρώθηκαν υπό τη νομοθεσία του κράτους μέλους της οποίας οι προϋποθέσεις δεν πληρούνται ακόμη, ως εάν οι περίοδοι αυτές είχαν συμπληρωθεί υπό τη νομοθεσία του πρώτου κράτους.
41 Λαμβανομένων υπόψη όλων των προεκτεθέντων, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 49, παράγραφος 1, στοιχείο ββ, σημείο ii, του κανονισμού 1408/71 καθώς και το άρθρο 49, παράγραφος 1, στοιχείο ββ, σημείο ii, του κανονισμού 1408/71, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1248/92 και τον κανονισμό 3096/95, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι επιβάλλουν στον αρμόδιο φορέα, αν ο ενδιαφερόμενος πληροί τις προϋποθέσεις μιας μόνο νομοθεσίας για την καταβολή έστω και μειωμένης παροχής γήρατος χωρίς να χρειάζεται να γίνει επίκληση των περιόδων ασφαλίσεως ή κατοικίας που συμπληρώθηκαν υπό άλλη νομοθεσία της οποίας δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις, να λάβει παρά ταύτα υπόψη, σύμφωνα με το άρθρο 46 του ίδιου κανονισμού, τις περιόδους που συμπληρώθηκαν υπό την τελευταία αυτή νομοθεσία, όταν έτσι είναι δυνατό να χορηγηθεί στον ενδιαφερόμενο παροχή γήρατος υψηλότερου ποσού μέχρις ότου πληρωθούν οι προϋποθέσεις και της νομοθεσίας αυτής.
Επί των δικαστικών εξόδων
42 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Βελγική Κυβέρνηση, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Επιτροπή, που υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.
Για τους λόγους αυτούς,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(έκτο τμήμα),
κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε με απόφαση της 30ής Ιουνίου 1997 το Hof van Cassatie, αποφαίνεται:
Tο άρθρο 49, παράγραφος 1, στοιχείο ββ, σημείο ii, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2001/83 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουνίου 1983, καθώς και το άρθρο 49, παράγραφος 1, στοιχείο ββ, σημείο ii, του κανονισμού 1408/71, όπως διαμορφώθηκε μετά την έκδοση του κανονισμού 2001/83 και όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1248/92 του Συμβουλίου, της 30ής Απριλίου 1992, και με τον κανονισμό (ΕΚ) 3096/95 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι επιβάλλουν στον αρμόδιο φορέα, αν ο ενδιαφερόμενος πληροί τις προϋποθέσεις μιας μόνο νομοθεσίας για την καταβολή έστω και μειωμένης παροχής γήρατος χωρίς να χρειάζεται να γίνει επίκληση των περιόδων ασφαλίσεως ή κατοικίας που συμπληρώθηκαν υπό άλλη νομοθεσία της οποίας δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις, να λάβει παρά ταύτα υπόψη, σύμφωνα με το άρθρο 46 του ίδιου κανονισμού, τις περιόδους που συμπληρώθηκαν υπό την τελευταία αυτή νομοθεσία, όταν έτσι είναι δυνατό να χορηγηθεί στον ενδιαφερόμενο παροχή γήρατος υψηλότερου ποσού μέχρις ότου πληρωθούν οι προϋποθέσεις και της νομοθεσίας αυτής.