EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61997CJ0240

Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 5ης Οκτωßρίου 1999.
Βασίλειο της Ισπανίας κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
ΕΓΤΠΕ - Εκκαθάριση των λογαριασμών - Οικονομικό έτος 1993 - Επιστροφές κατά την εξαγωγή ßουτύρου και ßοείου κρέατος - Ενισχύσεις για πράξεις μεταποιήσεως εσπεριδοειδών.
Υπόθεση C-240/97.

Συλλογή της Νομολογίας 1999 I-06571

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1999:479

61997J0240

Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 5ης Οκτωßρίου 1999. - Βασίλειο της Ισπανίας κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. - ΕΓΤΠΕ - Εκκαθάριση των λογαριασμών - Οικονομικό έτος 1993 - Επιστροφές κατά την εξαγωγή ßουτύρου και ßοείου κρέατος - Ενισχύσεις για πράξεις μεταποιήσεως εσπεριδοειδών. - Υπόθεση C-240/97.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1999 σελίδα I-06571


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1 Γεωργία - ΕΓΤΠΕ - Εκκαθάριση των λογαριασμών - Άρνηση αναλήψεως δαπανών που απορρέουν από πλημμέλειες κατά την εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας - Αμφισβήτηση από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος - Βάρος αποδείξεως

(Κανονισμός 729/70 του Συμβουλίου, άρθρο 8)

2 Γεωργία - Κοινή γεωργική πολιτική - Ξρηματοδότηση από το ΕΓΤΠΕ - Αρχές - Συμβατό των δαπανών προς τους κοινοτικούς κανόνες - Υποχρέωση ελέγχου που υπέχουν τα κράτη μέλη

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 5 (νυν άρθρο 10 ΕΚ)· κανονισμός 729/70 του Συμβουλίου, άρθρο 8 § 1]

Περίληψη


1 Σε περίπτωση που η Επιτροπή αρνείται να επιβαρύνει το ΕΓΤΠΕ με ορισμένες δαπάνες, για τον λόγο ότι οι δαπάνες αυτές προκλήθηκαν από καταλογιστέες σε κράτος μέλος παραβάσεις της κοινοτικής ρυθμίσεως, στο τελευταίο εναπόκειται να αποδείξει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις χορηγήσεως της χρηματοδοτήσεως την οποία αρνήθηκε η Επιτροπή. ήΕνα κράτος μέλος φέρει το ίδιο βάρος αποδείξεως επίσης οσάκις η Επιτροπή φρονεί ότι το κράτος μέλος δεν εκπλήρωσε την υποχρέωση να ελέγξει ορθώς τις διάφορες οικείες πράξεις και να προβεί στην αναζήτηση των επιστροφών κατά την εξαγωγή και των ενισχύσεων που εισέπραξαν αχρεωστήτως οι αποδέκτες.

2 Το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 729/70, το οποίο αποτυπώνει, στον τομέα της γεωργικής πολιτικής, τις υποχρεώσεις που επιβάλλει στα κράτη μέλη το άρθρο 5 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 10 ΕΚ), ορίζει τις αρχές βάσει των οποίων η Κοινότητα και τα κράτη μέλη οφείλουν να ρυθμίζουν την εφαρμογή των κοινοτικών αποφάσεων περί των γεωργικών παρεμβάσεων που χρηματοδοτούνται από το ΕΓΤΠΕ και να λαμβάνουν μέτρα προς καταπολέμηση των απατών και των παρανομιών που διαπράττονται σε σχέση με τις πράξεις αυτές. Το άρθρο αυτό επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση λήψεως των αναγκαίων μέτρων για τη διασφάλιση της πραγματοποιήσεως και του συννόμου των χρηματοδοτουμένων από το ΕΓΤΠΕ πράξεων, ακόμη και αν η συγκεκριμένη κοινοτική νομική πράξη δεν προβλέπει ρητά τη θέσπιση του τάδε ή του δείνα μέτρου ελέγχου, κατά μείζονα λόγο εφόσον υπάρχουν στοιχεία που μπορούν να κινήσουν σοβαρές υπόνοιες περί καταστρατηγήσεως της κοινοτικής νομοθεσίας.

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-240/97,

Βασίλειο της Ισπανίας, εκπροσωπούμενο από τον S. Ortiz Vaamonde, abogado del Estado, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την Πρεσβεία της Ισπανίας, 4-6, boulevard E. Servais,

προσφεύγον,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τους M. Dνaz-Llanos La Roche, νομικό σύμβουλο, και C. Gσmez de la Cruz, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούγο τον C. Gσmez de la Cruz, Centre Wagner, Kirchberg,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο τη μερική ακύρωση της αποφάσεως 97/333/ΕΚ της Επιτροπής, της 23ης Απριλίου 1997, για την εκκαθάριση των λογαριασμών των κρατών μελών σχετικά με τις δαπάνες που χρηματοδοτούνται από το Ευρωπαϋκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), τμήμα Εγγυήσεων, για το οικονομικό έτος 1993 (ΕΕ L 139, σ. 30),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους P. J. G. Kapteyn, πρόεδρο τμήματος, G. Hirsch και J. L. Murray (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Lιger

γραμματέας: H. von Holstein, βοηθός γραμματέας,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις αγορεύσεις των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 14ης Ιανουαρίου 1999,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 22ας Απριλίου 1999,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 30 Ιουνίου 1997, το Βασίλειο της Ισπανίας ζήτησε, δυνάμει του άρθρου 173, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 230, πρώτο εδάφιο, ΕΚ), τη μερική ακύρωση της αποφάσεως 97/333/ΕΚ της Επιτροπής, της 23ης Απριλίου 1997, για την εκκαθάριση των λογαριασμών των κρατών μελών σχετικά με τις δαπάνες που χρηματοδοτούνται από το Ευρωπαϋκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), τμήμα Εγγυήσεων, για το οικονομικό έτος 1993 (ΕΕ L 139, σ. 30).

2 Με την προσφυγή ζητείται η ακύρωση της εν λόγω αποφάσεως, καθόσον με αυτή δεν έγινε δεκτή η επιβάρυνση του ΕΓΤΠΕ, κατ' αρχάς, με ποσό 518 290 080 ισπανικών πεσετών (PTA), που αφορούσε επιστροφές κατά την εξαγωγή βουτύρου, ακολούθως, με ποσό 74 468 109 PTA, που αφορούσε επιστροφές κατά την εξαγωγή βοείου κρέατος, και, τέλος, με ποσό 58 804 012 PTA, που αφορούσε ενισχύσεις για πράξεις μεταποιήσεως οπωροκηπευτικών (εσπεριδοειδών).

Ως προς τις επιστροφές κατά την εξαγωγή βουτύρου

3 Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 804/68 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1968 (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/003, σ. 82), εγκαθιδρύει κοινή οργάνωση αγοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϋόντων.

4 Το άρθρο 17 του κανονισμού αυτού, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 3904/87 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1987 (ΕΕ L 370, σ. 1), προβλέπει ότι, κατά το μέτρο που απαιτείται για να καταστεί δυνατή η εξαγωγή των προϋόντων που αφορά ο εν λόγω κανονισμός και στα οποία συμπεριλαμβάνεται το βούτυρο, βάσει των τιμών τους στο διεθνές εμπόριο, η διαφορά μεταξύ των τιμών αυτών και των τιμών εντός της Κοινότητας μπορεί να καλυφθεί από μια επιστροφή κατά την εξαγωγή.

5 Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο αα, του κανονισμού (ΕΟΚ) 729/70 του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 1970, περί χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/005, σ. 93), οι επιστροφές κατά την εξαγωγή προς τρίτες χώρες χρηματοδοτούνται από το τμήμα Εγγυήσεων του ΕΓΤΠΕ.

6 Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, οι επιστροφές κατά την εξαγωγή προς τρίτες χώρες χρηματοδοτούνται από το τμήμα Εγγυήσεων του ΕΓΤΠΕ, υπό την προϋπόθεση ότι χορηγούνται σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες στο πλαίσιο της κοινής οργανώσεως των γεωργικών αγορών.

7 Το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 729/70 ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη λαμβάνουν, σύμφωνα με τις εθνικές νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να:

- εξασφαλίσουν την πραγματοποίηση και την κανονικότητα των χρηματοδοτουμένων από το Ταμείο πράξεων,

- προλάβουν και διώξουν ανωμαλίες,

- ανακτήσουν τα απολεσθέντα εξ αιτίας ανωμαλιών ή αμελειών ποσά.

(...)»

8 Το άρθρο 8, παράγραφος 2, του ιδίου κανονισμού προβλέπει ότι οι οικονομικές συνέπειες των ανωμαλιών ή αμελειών που είναι καταλογιστέες στα διοικητικά όργανα ή στους οργανισμούς των κρατών μελών δεν αναλαμβάνονται από την Κοινότητα.

9 Το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 565/80 του Συμβουλίου, της 4ης Μαρτίου 1980, περί της προπληρωμής των επιστροφών κατά την εξαγωγή για τα γεωργικά προϋόντα (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/028, σ. 50), διευκρινίζει ότι, «κατ' αίτηση του ενδιαφερομένου, καταβάλλεται ένα ποσό ίσο προς την επιστροφή κατά την εξαγωγή, μόλις τα προϋόντα ή τα εμπορεύματα τεθούν υπό το τελωνειακό καθεστώς της αποταμιεύσεως ή της ελευθέρας ζώνης για να εξαχθούν εντός καθορισμένης προθεσμίας».

10 Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 3665/87 της Επιτροπής, της 27ης Νοεμβρίου 1987, θεσπίζει τις κοινές λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος των επιστροφών κατά την εξαγωγή για τα γεωργικά προϋόντα (ΕΕ L 351, σ. 1). Το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού προβλέπει ότι η πληρωμή της επιστροφής εξαρτάται από την προσκόμιση της αποδείξεως ότι τα προϋόντα για τα οποία έγινε δεκτή η διασάφηση εξαγωγής εγκατέλειψαν ως είχαν το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας το αργότερο εντός εξήντα ημερών από την αποδοχή αυτή.

11 Το άρθρο 5, παράγραφος 1, πρώτο και τελευταίο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού ορίζει τα εξής:

«1. Η καταβολή της διαφοροποιημένης ή μη διαφοροποιημένης επιστροφής εξαρτάται όχι μόνον από το αν το προϋόν έχει εγκαταλείψει το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας, αλλά επίσης, εκτός αν έχει χαθεί κατά τη μεταφορά λόγω ανωτέρας βίας, από το αν έχει εισαχθεί σε τρίτη χώρα και, κατά περίπτωση, σε δεδομένη τρίτη χώρα μέσα στους δώδεκα μήνες που έπονται της ημερομηνίας αποδοχής της διασάφησης εξαγωγής:

α) όταν υπάρχουν σοβαρές αμφιβολίες ως προς τον πραγματικό προορισμό του προϋόντος

ή

β) όταν υπάρχει πιθανότητα να επανεισαχθεί το προϋόν στην Κοινότητα λόγω της διαφοράς μεταξύ του ποσού της επιστροφής που εφαρμόζεται στο εξαγόμενο προϋόν και του ποσού των δασμών κατά την εισαγωγή που εφαρμόζονται σε ταυτόσημο προϋόν την ημερομηνία αποδοχής της διασάφησης εξαγωγής.

(...)

Εξάλλου, οι αρμόδιες υπηρεσίες των κρατών μελών μπορούν να ζητήσουν συμπληρωματικές αποδείξεις που καταδεικνύουν, προς ικανοποίηση των αρμοδίων αρχών, ότι το προϋόν έχει πράγματι διατεθεί ως έχει στην αγορά της τρίτης χώρας εισαγωγής.»

12 Το άρθρο 13 του κανονισμού αυτού προβλέπει τα εξής:

«Καμία επιστροφή δεν χορηγείται όταν τα προϋόντα δεν είναι ποιότητας υγιούς, ανόθευτης και σύμφωνης με τα συναλλακτικά ήθη και, αν τα προϋόντα αυτά προορίζονται για ανθρώπινη διατροφή, όταν η χρησιμοποίησή τους γι' αυτόν τον σκοπό αποκλείεται ή μειώνεται αισθητά λόγω των χαρακτηριστικών ή της καταστάσεώς τους.»

13 Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 595/91 του Συμβουλίου, της 4ης Μαρτίου 1991, αφορά τις παρατυπίες και την ανάκτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών στα πλαίσια της χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής, καθώς και την οργάνωση ενός συστήματος πληροφορήσεως στον τομέα αυτό (ΕΕ L 67, σ. 11). Το άρθρο 5, παράγραφος 2, προβλέπει τα ακόλουθα:

«Όταν ένα κράτος μέλος εκτιμά ότι η καθολική ανάκτηση ενός ποσού είναι ανέφικτη και στο παρόν και στο μέλλον, ενημερώνει την Επιτροπή, με ειδική ανακοίνωση, σχετικά με το μη ανακτηθέν ποσό και τους λόγους για τους οποίους εκτιμά ότι το ποσό αυτό βαρύνει είτε την Κοινότητα είτε το κράτος μέλος.»

14 Το άρθρο 6, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού ορίζει τα ακόλουθα:

«Εφόσον η Επιτροπή κρίνει ότι διαπράχθηκαν ανωμαλίες ή αμέλειες σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, ενημερώνει σχετικά το ή τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, τα οποία προβαίνουν σε σχετική διοικητική έρευνα, στην οποία δύνανται να μετέχουν υπάλληλοι της Επιτροπής».

15 Στο άρθρο 6, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, διευκρινίζεται ότι «το κράτος μέλος ανακοινώνει στην Επιτροπή, το ταχύτερο δυνατό, το πόρισμα της έρευνας».

16 Στις 21 Ιανουαρίου 1992, η εταιρία Quesos Frνas SA (στο εξής: Quesos Frνas) συνήψε με την κρατική επιχείρηση All-Union Association for Foreign Economic Affairs «Prodintorg» (στο εξής: Prodintorg), που εδρεύει στη Μόσχα, σύμβαση πωλήσεως αφορώσα 1 550 τόνους βουτύρου προοριζομένους για το Kαλίνιγκραντ (Ρωσία).

17 Το τίμημα της πωλήσεως, που καθορίστηκε από τα συμβαλλόμενα μέρη με προσθήκη στη σύμβαση της 8ης Μαου 1992, ανερχόταν σε 1 959 δολάρια ΗΠΑ (US$) ανά τόνο, τιμή CIF σε λιμένα της Βαλτικής Θάλασσας.

18 Στις 28 Μαου 1992, η Quesos Frνas συμπλήρωσε, στο τελωνείο του Μπιλμπάο, τρία ενιαία τελωνειακά έγγραφα με σκοπό την εξαγωγή προς τη Ρωσία βουτύρου, του οποίου η αναφερόμενη συνολική τιμή ανερχόταν σε 3 036 450 US$.

19 Στις 3 Ιουνίου και στις 8 Ιουλίου 1992, η Quesos Frνas υπέβαλε στον αρμόδιο οργανισμό, τον Servicio Nacional de Productos Agrarios (στο εξής: Senpa), τρεις αιτήσεις προκαταβολής επιστροφών κατά την εξαγωγή, συνοδευόμενες από εγγύηση ανερχόμενη σε 120 % του ποσού τους και εξαρτώμενες από την προϋπόθεση της υλοποιήσεως της πράξεως εξαγωγής του βουτύρου εκτός του κοινοτικού τελωνειακού εδάφους.

20 Ο Senpa, αφού έλεγξε τις παρασχεθείσες τριτεγγυήσεις, δέχτηκε να προκαταβάλει στη Quesos Frνas ποσό 431 909 672 PTA, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 565/80.

21 Όταν πληροφορήθηκε ότι η κάλυψη των κινδύνων που σχετίζονταν με τις πράξεις εξαγωγής προς τη Ρωσία δεν ήταν πλέον εξασφαλισμένη, λόγω της πολιτικής αστάθειας του κράτους αυτού, και ότι, λόγω των παραβάσεων που είχε διαπράξει ο ρωσικός οργανισμός, δεν μπορούσε πλέον να χρησιμοποιήσει το όριο πιστώσεως που αντιστοιχούσε στη χρηματοδότηση της πράξεως εξαγωγής, η Quesos Frνas αναζήτησε νέον αγοραστή εκτός του κοινοτικού τελωνειακού εδάφους, προκειμένου να αποφύγει την απώλεια της εγγυήσεως που είχε συστήσει για να λάβει την προκαταβολή των επιστροφών κατά την εξαγωγή.

22 Η Quesos Frνas πώλησε 500 τόνους βουτύρου αποθεματοποιηθέντος στην ελεύθερη αποθήκη του Μπιλμπάο στην εταιρία Rossmarsh Ltd, με προορισμό την Αλεξάνδρεια (Αίγυπτος).

23 Κατόπιν διαπραγματεύσεων που διεξήχθησαν παράλληλα, η Quesos Frνas συνήψε, στις 24 Νοεμβρίου 1992, σύμβαση πωλήσεως με τη γαλλική εταιρία Union Commerciale Pour l'Europe et l'Afrique, αφορώσα παρτίδα 1 050 τόνων βουτύρου, σε τιμή 1 185 US$ ανά τόνο, τιμή FOB στο Μπιλμπάο, με σκοπό τη διάθεσή του στο εμπόριο στην Αλγερία.

24 Η εκτέλεση της συμβάσεως αυτής ανατέθηκε στην αγγλική εταιρία του ιδίου ομίλου Commagric UK (στο εξής: Commagric), που εδρεύει στο Λονδίνο.

25 Στις 21 Δεκεμβρίου 1992, οι 1 550 τόνοι βουτύρου φορτώθηκαν, εντός του λιμένα του Μπιλμπάο, επί του πλοίου Maere, το οποίο αναχώρησε στις 24 Δεκεμβρίου 1992 με προορισμό τον λιμένα του Skikda (Αλγερία), όπου έφθασε στις 29 Δεκεμβρίου 1992.

26 Η εκφόρτωση του βουτύρου ανεστάλη κατόπιν ελέγχου που διενήργησε η αλγερινή κτηνιατρική επιθεώρηση, δεδομένου ότι η επιθεώρηση αυτή διαπίστωσε την ύπαρξη κηλίδων σε ορισμένες συσκευασίες.

27 Στις 3 Φεβρουαρίου 1993, η Quesos Frνas και η Commagric κατάρτισαν δικαιοπραξία με την οποία συμφωνήθηκε η ακύρωση της συμβάσεως πωλήσεως. Η πώληση της παρτίδας των 500 τόνων που προοριζόταν για την Αίγυπτο ακυρώθηκε επίσης, λόγω της αδυναμίας εμπρόθεσμης παραδόσεως του εμπορεύματος.

28 Ακολούθως, η παρτίδα βουτύρου μεταφέρθηκε με το πλοίο Maere από τον λιμένα του Skikda στον λιμένα της Λεμεσού (Κύπρος), όπου έφθασε στις 22 Φεβρουαρίου 1993. Αποθηκεύθηκε σε ελεύθερες ψυκτικές αποθήκες της Λεμεσού και της Λάρνακας.

29 Στις 18 Ιουνίου 1993, το εμπόρευμα φορτώθηκε, εντός του λιμένα της Λεμεσού, επί του πλοίου Reefer Sea με προορισμό το Kαλίνιγκραντ, μετά την πώληση 1 550 τόνων βουτύρου στη σουηδική εταιρία Handelshuset Redline AP, η οποία ενήργησε ως μεσάζων για την πράξη της εξαγωγής προς τη Ρωσία, δεδομένου ότι ο τελικός παραλήπτης του εμπορεύματος ήταν η Prodintorg.

30 Το εμπόρευμα εκφορτώθηκε στις 5 Ιουλίου 1993 στο Kαλίνιγκραντ, όπου και εκτελωνίστηκε. Η τιμή των 1 550 τόνων που πωλήθηκαν στη Prodintorg καθορίστηκε σε 936 US$ ανά τόνο, τιμή CIF σε λιμένα της Βαλτικής Θάλασσας. Για την πράξη αυτή, η Quesos Frνas εισέπραξε ακαθάριστο ποσό 200 864 500 PTA.

31 Η Ισπανική Κυβέρνηση φρονεί ότι το πρόβλημα που τίθεται είναι εντελώς πλασματικό, δεδομένου ότι η Επιτροπή αρνήθηκε να της καταβάλει τα προκαταβληθέντα ποσά, με την αιτιολογία ότι, λόγω της κακής ποιότητας του βουτύρου, δεν αποδείχθηκε ότι το βούτυρο αυτό εξήχθη πράγματι προς τρίτη χώρα. Η Ισπανική Κυβέρνηση θεωρεί ότι η απόδειξη που προσκόμισε ο εξαγωγέας και τα δικαιολογητικά που παρέσχε, τα οποία έχουν προσαρτηθεί στο δικόγραφο της προσφυγής, ήσαν απολύτως επαρκή για να αποδείξουν την έξοδο του εμπορεύματος από το κοινοτικό έδαφος και ότι η λυσιτέλειά τους καθιστούσε περιττή οποιαδήποτε πρόσθετη εξακρίβωση. Η κυβέρνηση αυτή υποστηρίζει ότι έχει αποδειχθεί επαρκώς ότι η ποιότητα του εξαχθέντος βουτύρου πληρούσε τις απαιτούμενες προϋποθέσεις, τόσο κατά τον χρόνο κατά τον οποίο το βούτυρο εγκατέλειψε το κοινοτικό τελωνειακό έδαφος όσο και όταν έφθασε στον τελικό προορισμό του και εκτελωνίστηκε εκεί με σκοπό να παραδοθεί προς βρώση.

32 Η Επιτροπή αμφιβάλλει για το υποστατό της επίμαχης συναλλαγής, όσον αφορά τρία στοιχεία. Κατ' αρχάς, αναφέρεται στην κακή ποιότητα του εμπορεύματος κατά τη φόρτωσή του στην Ισπανία, λόγω της οποίας η εκφόρτωσή του αναβλήθηκε κατόπιν επιθεωρήσεως που διενεργήθηκε στον λιμένα του Skikda. Ακολούθως, ισχυρίζεται ότι το εμπόρευμα που πωλήθηκε τελικά στη Ρωσία δεν είναι το ίδιο με εκείνο για το οποίο χορηγήθηκε κατ' αρχάς η επιστροφή. Τέλος, αναφέρεται στο μικρό μέγεθος του ποσού που εισέπραξε τελικά η Quesos Frνas, δεδομένου ότι η πώληση του βουτύρου πραγματοποιήθηκε σε τιμή χαμηλότερη από την ελάχιστη τιμή που προβλέπουν οι διεθνείς συμφωνίες καθώς και από την τιμή που είχε αρχικά συμφωνηθεί με τον αγοραστή οργανισμό.

33 Συναφώς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ένα κράτος μέλος οφείλει να διενεργεί όλες τις αναγκαίες έρευνες με σκοπό την άρση των αμφιβολιών και των αντιφάσεων που μπορούν να προκύψουν στο πλαίσιο μιας πράξεως εξαγωγής. Το κράτος μέλος είναι καλύτερα σε θέση να συλλέξει και να ελέγξει τα αναγκαία στοιχεία και σ' αυτό εναπόκειται, σε τελική ανάλυση, να παράσχει την πλήρη απόδειξη της ακρίβειας των αμφισβητουμένων στοιχείων και να αποδείξει ότι οι αμφιβολίες της Επιτροπής είναι αβάσιμες.

34 Εκ προοιμίου, πρέπει να υπομνηστεί ότι, όπως προκύπτει από τα άρθρα 4, παράγραφος 1, και 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 3665/87, η πληρωμή των επιστροφών εξαρτάται από την προσκόμιση της αποδείξεως ότι το εμπόρευμα εγκατέλειψε ως είχε το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας, προκειμένου να εισαχθεί σε τρίτη χώρα.

35 Από το άρθρο 13 του ιδίου κανονισμού προκύπτει επίσης ότι η επιστροφή κατά την εξαγωγή χορηγείται μόνον εάν τα εξαγόμενα προϋόντα είναι ποιότητας υγιούς, ανόθευτης και σύμφωνης με τα συναλλακτικά ήθη.

36 Όσον αφορά τις υποχρεώσεις που υπέχουν τα κράτη μέλη στο πλαίσιο της κοινής οργανώσεως των γεωργικών αγορών, από τα άρθρα 2 και 3 του κανονισμού 729/70 προκύπτει ότι το ΕΓΤΠΕ χρηματοδοτεί μόνον τις πράξεις που εκτελούνται σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες.

37 Από το άρθρο 8, παράγραφος 1, του ιδίου κανονισμού απορρέει ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να λαμβάνουν, σύμφωνα με τις εθνικές νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίζουν την πραγματοποίηση των χρηματοδοτουμένων από το Ταμείο πράξεων και προκειμένου να προλαμβάνουν και να διώκουν τις παρατυπίες. Όμως, καίτοι οι εθνικές αρχές παραμένουν ελεύθερες να επιλέξουν τα μέτρα τα οποία κρίνουν κατάλληλα για την προστασία των χρηματοπιστωτικών συμφερόντων της Κοινότητας, η ελευθερία αυτή δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να επηρεάσει την ταχύτητα, την καλή οργάνωση και την πληρότητα των απαιτουμένων ελέγχων και ερευνών (βλ. απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 1999, C-54/95, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. Ι-35, σκέψη 96).

38 Πρέπει επίσης να υπομνηστεί ότι, μολονότι στην Επιτροπή εναπόκειται να δικαιολογήσει μια απόφαση με την οποία διαπιστώνεται η ανυπαρξία ή οι ελλείψεις των ελέγχων που διενήργησε το οικείο κράτος μέλος, οσάκις η Επιτροπή αρνείται να καταλογίσει στο ΕΓΤΠΕ ορισμένες δαπάνες, για τον λόγο ότι οι δαπάνες αυτές προκλήθηκαν από καταλογιστέες σε κράτος μέλος παραβάσεις των κοινοτικών ρυθμίσεων, σ' αυτό το κράτος μέλος εναπόκειται να αποδείξει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση της χρηματοδοτήσεως που του αρνείται η Επιτροπή (βλ. αποφάσεις της 24ης Μαρτίου 1988, 347/85, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 1749, σκέψη 14, και της 4ης Ιουλίου 1996, C-50/94, Ελλάς κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. Ι-3331, σκέψη 27). Η νομολογία αυτή είναι εφαρμοστέα επίσης οσάκις η Επιτροπή φρονεί ότι το κράτος μέλος δεν εκπλήρωσε την υποχρέωση να ελέγξει ορθώς τις διάφορες πράξεις και να προβεί στην αναζήτηση των επιστροφών και των ενισχύσεων που εισέπραξαν αχρεωστήτως οι αποδέκτες.

39 Επομένως, εφόσον η Επιτροπή έχει αμφιβολίες σχετικά με μια συναλλαγή, οι οποίες, κατά την άποψή της, δικαιολογούνται από πραγματικά στοιχεία ή από περιστάσεις σχετικές με τους όρους υπό τους οποίους πραγματοποιήθηκε η συναλλαγή αυτή, οφείλει να μην καταβάλει τα ποσά που αντιστοιχούν στη συναλλαγή αυτή, εκτός εάν το οικείο κράτος μέλος προσκομίσει στοιχεία που επαρκούν προς άρση των αμφιβολιών αυτών.

40 Εν προκειμένω, όπως ορθώς τόνισε ο γενικός εισαγγελέας στις παραγράφους 55 έως 110 των προτάσεών του, η Επιτροπή αναφέρθηκε σε πολυάριθμα στοιχεία ικανά να επιβεβαιώσουν ότι το εμπόρευμα που συνιστούσε το φορτίο δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις ποιότητας που προβλέπει το άρθρο 13 του κανονισμού 3665/87 ούτε κατά τον χρόνο της εξαγωγής ούτε κατά την άφιξή του στον προορισμό του.

41 Ορισμένα από τα εν λόγω στοιχεία είναι τα εξής:

- το επίσημο πιστοποιητικό των ισπανικών κτηνιατρικών υπηρεσιών της 17ης Δεκεμβρίου 1992, με το οποίο διαπιστώθηκε ότι το βούτυρο είχε παραχθεί προ έξι μηνών ή νωρίτερα, διαπίστωση η οποία αντιφάσκει προς το γεγονός ότι δεν αμφισβητείται ότι το βούτυρο είχε ήδη αποθεματοποιηθεί στις 28 Μαου 1992·

- οι επιφυλάξεις που διατύπωσε η Commagric σχετικά με την ποιότητα του βουτύρου κατά τη φόρτωση του εμπορεύματος επί του πλοίου Maere στο Μπιλμπάο·

- οι παρατηρήσεις της αλγερινής κτηνιατρικής υπηρεσίας της 29ης Δεκεμβρίου 1992 με τις οποίες διαπιστώθηκε η ύπαρξη μη φυσιολογικών κηλίδων σε ορισμένες συσκευασίες του βουτύρου που είχε φορτωθεί επί του πλοίου Maere·

- μια έκθεση καταρτισθείσα κατόπιν εκατέρωθεν ακροάσεως των εμπλεκομένων στις 2 Ιανουαρίου 1993 επί του πλοίου Maere και υπογραφείσα από πραγματογνώμονες που εκπροσωπούσαν τον εφοπλιστή, τον ναυλωτή και τον παραλήπτη των εμπορευμάτων, καθώς και από τον κυβερνήτη του πλοίου, με την οποία διαπιστώθηκε η ύπαρξη μη φυσιολογικών κηλίδων σε ορισμένα κιβώτια ευρισκόμενα στο κύτος υπ' αριθ. 1 καθώς και η ταγκή οσμή στο κύτος αυτό·

- η πραγματογνωμοσύνη που διενεργήθηκε κατόπιν αιτήσεως της Commagric από το επιστημονικό ινστιτούτο υγιεινής της διατροφής, με την οποία διαπιστώθηκε ότι το εμπόρευμα ανέδιδε ταγκή οσμή, είχε ταγκή ή ελαφρότατα οξειδωμένη γεύση και ότι υπήρχε σχετικά μεγάλος αριθμός μαύρων, σχεδόν, κηλίδων και υψηλές ενδείξεις οξέος και υπεροξειδίου, καθώς και η παρουσία μούχλας και μολυσματικών και καζεολυτικών βακτηριδίων .

42 Υπ' αυτές τις συνθήκες, ένα τέτοιο φορτίο δεν μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο επιστροφής κατά την εξαγωγή πριν την άρση των αμφιβολιών που απορρέουν από τις περιστάσεις που περιγράφηκαν στη σκέψη 41 της παρούσας αποφάσεως.

43 Επομένως, υπό το φως των πληροφοριών που είχε στη διάθεσή της, η Επιτροπή είχε το δικαίωμα να ζητήσει από τις ισπανικές αρχές να διενεργήσουν έρευνα όσον αφορά τον φάκελο αυτόν.

44 Εάν εξακολουθούσαν να υπάρχουν σοβαρές αμφιβολίες παρά τις παρασχεθείσες από τις ισπανικές αρχές απαντήσεις, η Επιτροπή θα είχε το δικαίωμα να μην αναλάβει τις δαπάνες που αντιστοιχούσαν στην εν λόγω εξαγωγή βουτύρου στο πλαίσιο της εκκαθαρίσεως των λογαριασμών ΕΓΤΠΕ.

45 Εντεύθεν προκύπτει ότι η απαίτηση διενέργειας έρευνας εκ μέρους των ισπανικών αρχών δικαιολογούνταν από τις σοβαρές αμφιβολίες που είχε η Επιτροπή σχετικά με την υγιεινή του εμπορεύματος, όπως διαφαίνεται από τα αποδεικτικά στοιχεία που περιελήφθησαν στον φάκελο, και ότι η έλλειψη επιμέλειας των εν λόγω αρχών μπορεί να εκθέσει το Βασίλειο της Ισπανίας στον κίνδυνο επιβολής δημοσιονομικών διορθώσεων κατά την εκκαθάριση των λογαριασμών ΕΓΤΠΕ.

46 Εν προκειμένω, το Βασίλειο της Ισπανίας δεν προσκόμισε κανένα συγκεκριμένο και ενδεικτικό στοιχείο ικανό να ανασκευάσει την ανάλυση της Επιτροπής ή τις συνέπειες που άντλησε εντεύθεν η Επιτροπή. Επιπλέον, όπως ορθώς τόνισε ο γενικός εισαγγελέας στις παραγράφους 103 και 104 των προτάσεών του, τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισαν οι ισπανικές αρχές στηρίζονται κυρίως σε έγγραφα που διαβίβασε ο εξαγωγέας, οι δε αρχές αυτές δεν προσκόμισαν κανένα άλλο στοιχείο απορρέον από τις δικές τους έρευνες. Τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία είναι προδήλως ανεπαρκή για την άρση των αμφιβολιών της Επιτροπής σχετικά με την ποιότητα του εμπορεύματος.

47 Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, μη λαμβάνοντας μέτρα ικανά να διασαφηνίσουν τις συνθήκες υπό τις οποίες το φορτίο βουτύρου που φορτώθηκε στο Μπιλμπάο με προορισμό το Skikda και, στη συνέχεια, το Kαλίνιγκραντ, μέσω Λεμεσού, εξήχθη προς τρίτη χώρα, προκειμένου να δικαιολογηθεί η καταβολή της επιστροφής κατά την εξαγωγή, η νομιμότητα της οποίας αμφισβητούνταν από την Επιτροπή βάσει σοβαρών και αποχρωσών ενδείξεων, οι ισπανικές αρχές παρέβησαν τις υποχρεώσεις που υπέχουν τα κράτη μέλη από το άρθρο 8 του κανονισμού 729/70.

48 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, στο πλαίσιο της εκκαθαρίσεως των λογαριασμών ΕΓΤΠΕ, η Επιτροπή είχε το δικαίωμα να αρνηθεί να αναλάβει τις δαπάνες ύψους 518 290 080 PTA, που συνδέονταν με την επιστροφή κατά την εξαγωγή βουτύρου.

Ως προς τις επιστροφές κατά την εξαγωγή βοείου κρέατος

49 Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 805/68 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1968 (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/003, σ. 72), θεσπίζει κοινή οργάνωση αγοράς στον τομέα του βοείου κρέατος.

50 Το άρθρο 18, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού προβλέπει ότι, κατά το μέτρο που απαιτείται για να καταστεί δυνατή η εξαγωγή των προϋόντων που αφορά ο κανονισμός βάσει των τιμών των προϋόντων αυτών στη διεθνή αγορά, η διαφορά μεταξύ των τιμών αυτών και των τιμών εντός της Κοινότητας δύναται να καλυφθεί από μια επιστροφή κατά την εξαγωγή.

51 Το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2721/81 της Επιτροπής, της 17ης Σεπτεμβρίου 1981, περί του προκαθορισμού των επιστροφών κατά την εξαγωγή στον τομέα του βοείου κρέατος (ΕΕ L 265, σ. 17), διευκρινίζει ότι οι επιστροφές κατά την εξαγωγή που προβλέπονται στο άρθρο 18 του κανονισμού 805/68 προκαθορίζονται για όλα τα προϋόντα του τομέα αυτού.

52 Το άρθρο 68 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 302, σ. 1, στο εξής: κοινοτικός τελωνειακός κώδικας), προβλέπει ότι:

«Οι τελωνειακές αρχές, για να επαληθεύσουν την ακρίβεια των διασαφήσεων που έχουν αποδεχθεί, είναι δυνατό να προβούν:

(...)

β) σε εξέταση των εμπορευμάτων και, ενδεχομένως, σε δειγματοληψία για ανάλυση και λεπτομερή έλεγχο».

53 Το άρθρο 70, παράγραφος 1, του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα προβλέπει τα εξής:

«Όταν η εξέταση πραγματοποιείται σε ένα μέρος των εμπορευμάτων που αποτελούν αντικείμενο της αυτής διασάφησης, τα αποτελέσματα της μερικής εξέτασης ισχύουν για όλα τα εμπορεύματα της διασάφησης αυτής.»

54 Το άρθρο 71, παράγραφος 2, του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα ορίζει ότι, όταν δεν πραγματοποιείται η επαλήθευση της διασαφήσεως, η εφαρμογή των διατάξεων που διέπουν το τελωνειακό καθεστώς στο οποίο υπάγονται τα εμπορεύματα βασίζεται στα στοιχεία της διασαφήσεως.

55 Κατά το άρθρο 78, παράγραφος 3, του ιδίου κοινοτικού τελωνειακού κώδικα:

«Όταν από την επανεξέταση της διασάφησης ή τους εκ των υστέρων ελέγχους προκύπτει ότι οι διατάξεις που διέπουν το σχετικό τελωνειακό καθεστώς έχουν εφαρμοστεί βάσει ανακριβών ή ελλιπών στοιχείων, οι τελωνειακές αρχές, τηρώντας τις διατάξεις που έχουν ενδεχομένως θεσπιστεί, λαμβάνουν τα απαιτούμενα μέτρα για να επανορθώσουν την κατάσταση λαμβάνοντας υπόψη τους τα νέα στοιχεία που βρίσκονται στη διάθεσή τους.»

56 Από τον φάκελο προκύπτει ότι η διόρθωση σχετικά με την εξαγωγή του βοείου κρέατος αντιστοιχεί σε ποσό 74 468 109 PTA και αφορά δύο αποστολές.

Η εξαγωγή βοείου κρέατος προς την Ακτή Ελεφαντοστού

57 Η πρώτη αποστολή πραγματοποιήθηκε προς την Ακτή Ελεφαντοστού από την εταιρία Rubiato Paredes SA (στο εξής: εξαγωγέας), που εισέπραξε ποσό 20 701 950 PTA ως προκαταβολή για την εξαγωγή 75 548 kg βοείου κρέατος.

58 Η πληρωμή αυτή στηριζόταν στην τελωνειακή διασάφηση του εξαγωγέα, κατά την οποία το εξαχθέν κρέας ήταν αποστεωμένο. Δεν αμφισβητείται ότι οι υπάλληλοι των τελωνείων δεν εξέτασαν το εμπόρευμα και ότι απλώς υιοθέτησαν τις πληροφορίες που περιείχε η διασάφηση.

59 Ένας εκ των υστέρων έλεγχος αποκάλυψε ότι μέρος του εμπορεύματος δεν αντιστοιχούσε σε όσα είχαν δηλωθεί, δεδομένου ότι οι τελωνειακές αρχές ανακάλυψαν την παρουσία 700 kg παραπροϋόντων σφαγίων αντί αποστεωμένου κρέατος. Κατόπιν τούτου, η Επιτροπή ζήτησε από τις ισπανικές τελωνειακές αρχές τη διενέργεια έρευνας. Ο εξαγωγέας τροποποίησε τη διασάφησή του και υποχρεώθηκε έτσι να επιστρέψει το ποσό της επιστροφής κατά την εξαγωγή που αντιστοιχούσε στο ποσοστό του εμπορεύματος που δεν είχε διασαφησθεί νομοτύπως, αυξημένης κατά 15 %.

60 Ωστόσο, δεδομένου ότι το εμπόρευμα είχε ήδη εξαχθεί, δεν μπορούσε πλέον να αποτελέσει αντικείμενο έρευνας των τελωνειακών αρχών.

61 Η Επιτροπή πληροφόρησε τότε τις ισπανικές αρχές ότι, δεδομένου ότι το μόνο μέρος της παρτίδας που είχε ελεγχθεί αποτελούνταν από παραπροϋόντα σφαγίων και ότι η διασάφηση αναφερόταν σε ομοιογενή παρτίδα, η εξαχθείσα παρτίδα έπρεπε να θεωρηθεί ως ομοιογενής από απόψεως συνθέσεως. Ωστόσο, οι ισπανικές αρχές, κρίνοντας ότι δεν είχε αποδειχθεί ότι το μη ελεγχθέν μέρος του εμπορεύματος αποτελούνταν από παραπροϋόντα σφαγίων, αρνήθηκαν να προβούν στην αναζήτηση ολόκληρου του ποσού της επιστροφής κατά την εξαγωγή.

62 Υπ' αυτές τις συνθήκες, η Επιτροπή προέβη σε δημοσιονομική διόρθωση έναντι του Βασιλείου της Ισπανίας ίση με το συνολικό ποσό της επιστροφής που είχε καταβληθεί στον εξαγωγέα, αυξημένης κατά 15 %.

63 Η Ισπανική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 71, παράγραφος 2, του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, ελλείψει επαληθεύσεως από τις τελωνειακές αρχές, η δήλωση περί του περιεχομένου του εμπορεύματος πρέπει να θεωρείται αληθής μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου. Επομένως, η τελωνειακή διασάφηση του εξαγωγέα δεν μπορεί να διορθωθεί στο σύνολό της παρά μόνο βάσει αναμφισβήτητων αποδεικτικών στοιχείων ικανών να ανατρέψουν το τεκμήριο ότι οι πληροφορίες που περιέχει η εν λόγω διασάφηση είναι αληθείς και όχι βάσει απλών υπονοιών.

64 Η Επιτροπή φρονεί, κατ' αρχάς, ότι μια αρχή αποδείξεως ανατρέπουσα το εν λόγω τεκμήριο αληθείας παρασχέθηκε από τον ίδιο τον εξαγωγέα, ο οποίος, συνεπεία της έρευνας που διενεργήθηκε κατόπιν αιτήσεως της Επιτροπής, υποχρεώθηκε να τροποποιήσει τη διασάφησή του. Η Επιτροπή διατείνεται ότι, εφόσον μέρος του εξαχθέντος εμπορεύματος δεν ανταποκρινόταν προς το έγγραφο αυτό, στον εξαγωγέα εναπέκειτο να προσκομίσει τα στοιχεία που μπορούν να αποδείξουν ότι το υπόλοιπο εμπόρευμα ανταποκρινόταν προς το έγγραφο αυτό, στις δε εθνικές διοικητικές αρχές εναπέκειτο να προβούν στις αναγκαίες έρευνες.

65 Ακολούθως, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 70, παράγραφος 1, του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, είναι εύλογο να γίνεται δεκτό ότι τα πορίσματα των διενεργηθέντων ελέγχων ισχύουν για το σύνολο των εμπορευμάτων που αφορά η ίδια διασάφηση.

66 Τέλος, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η έλλειψη επιμέλειας που επέδειξαν οι ισπανικές αρχές όσον αφορά την αναζήτηση των απαιτουμένων αποδεικτικών στοιχείων δικαιολογεί πλήρως την επιβληθείσα δημοσιονομική διόρθωση.

67 Πρέπει να υπομνηστεί ότι, λαμβανομένης υπόψη της κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ της Κοινότητας και των κρατών μελών στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής, εφόσον υπάρχουν στοιχεία που μπορούν να κινήσουν σοβαρές υπόνοιες περί καταστρατηγήσεως της κοινοτικής νομοθεσίας, οι ενδείξεις αυτές επιβάλλουν στα κράτη τη διενέργεια επιθεωρήσεων και ελέγχων (βλ., με αυτό το πνεύμα, την απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 1998, C-209/96, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. Ι-5655, σκέψη 40).

68 Εν προκειμένω, από τα έγγραφα που έχουν περιληφθεί στον φάκελο προκύπτει, όπως ορθώς τόνισε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 146 έως 155 των προτάσεών του, ότι, με έγγραφο της 6ης Απριλίου 1993, η Επιτροπή διαβίβασε στις ισπανικές αρχές ακριβή στοιχεία ικανά να δικαιολογήσουν μέτρα έρευνας σχετικά με τη φύση των εμπορευμάτων που εξήχθησαν προς την Ακτή Ελεφαντοστού και ότι η Ισπανική Κυβέρνηση δεν παρέσχε διευκρινίσεις ικανές να αποδείξουν την ακριβή σύνθεση της παρτίδας του επίμαχου εμπορεύματος ούτε αποδείξεις περί του υποστατού και της φύσεως των μέτρων που ελήφθησαν για τη διαπίστωσή της.

69 Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, παραλείποντας να προβεί στις έρευνες αυτές, το Βασίλειο της Ισπανίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 729/70.

70 Η διάταξη αυτή, που αποτελεί, στον γεωργικό τομέα, έκφραση των υποχρεώσεων που υπέχουν τα κράτη μέλη από το άρθρο 5 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 10 ΕΚ), καθορίζει, πράγματι, τις αρχές βάσει των οποίων η Επιτροπή και τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίζουν την ορθή εφαρμογή των κοινοτικών αποφάσεων περί παρεμβάσεως στον γεωργικό τομέα που χρηματοδοτούνται από το ΕΓΤΠΕ καθώς και την καταπολέμηση απατών και παρανομιών σε σχέση με τις πράξεις αυτές (απόφαση της 6ης Μαου 1982, 146/81, 192/81 και 193/81, BayWa κ.λπ., Συλλογή 1982, σ. 1503, σκέψη 13). Η διάταξη αυτή επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να λαμβάνουν τα μέτρα που είναι αναγκαία προκειμένου να βεβαιώνονται για το υποστατό και το νομότυπο των χρηματοδοτουμένων από το ΕΓΤΠΕ πράξεων, έστω κι αν η ειδική κοινοτική πράξη δεν προβλέπει ρητώς τη λήψη του άλφα ή βήτα μέτρου ελέγχου (βλ. απόφαση της 12ης Ιουνίου 1990, C-8/88, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. Ι-2321, σκέψεις 16 και 17).

71 Επομένως, ενόψει των προεκτεθέντων, η Επιτροπή είχε το δικαίωμα να μην αναλάβει τις δαπάνες που αφορούσαν την εξαγωγή βοείου κρέατος προς την Ακτή Ελεφαντοστού.

Η εξαγωγή βοείου κρέατος προς το Bιnin

72 Η δεύτερη αποστολή αφορά την εξαγωγή βοείου κρέατος προς το Bιnin από την εταιρία Avνcolas El Chico SA (στο εξής: εξαγωγέας). Συναφώς, καταβλήθηκε επιστροφή κατά την εξαγωγή.

73 Βάσει πληροφοριών που τους γνωστοποίησε το ΕΓΤΠΕ, οι ισπανικές τελωνειακές αρχές διενήργησαν επιτόπιο έλεγχο στον εξαγωγέα και διαπίστωσαν ότι το εμπόρευμα που είχε διασαφηστεί ως «αποστεωμένο και κατεψυγμένο βόειο κρέας, αποστεωμένα τεμάχια, κάθε τεμάχιο συσκευασμένο μεμονωμένα, κωδικός 0202 30 90 400» αποτελούνταν, στην πραγματικότητα, από αυχένα βοοειδούς χωρίς οστά και κατεψυγμένο, σε τεμάχια το καθένα από τα οποία ζύγιζε ένα περίπου χιλιόγραμμο και δεν ήταν συσκευασμένο μεμονωμένα.

74 Ο Senpa δεν απάντησε στις αιτήσεις της εταιρίας αυτής για την καταβολή επιστροφής.

75 Η εταιρία αυτή κλήθηκε να επιστρέψει το ποσό των 11 162 098 PTA.

76 Ωστόσο, η Επιτροπή θεώρησε ότι ούτε ο εξαγωγέας ούτε οι ισπανικές αρχές μπορούσαν να διασφαλίσουν ότι το σύνολο του εξαχθέντος εμπορεύματος δεν βρισκόταν στην ίδια κατάσταση με το ελεγχθέν μέρος. Επομένως, έκρινε ότι έπρεπε να αναζητηθεί ολόκληρο το ποσό της επιστροφής που είχε καταβληθεί στον εξαγωγέα.

77 Οι ισπανικές διοικητικές αρχές δεν προέβησαν στην αναζήτηση της ενισχύσεως, με αποτέλεσμα η Επιτροπή να επιβάλει δημοσιονομική διόρθωση.

78 Η Ισπανική Κυβέρνηση προβάλλει τα ίδια επιχειρήματα με εκείνα που προέβαλε σε σχέση με την εξαγωγή κρέατος προς την Ακτή Ελεφαντοστού. Η κυβέρνηση αυτή προσθέτει ότι, αφού η Επιτροπή δέχθηκε την επαλήθευση στην οποία προέβησαν οι ισπανικές αρχές ως απόδειξη περί του ότι μέρος της διασαφήσεως δεν ήταν ακριβές, δεν μπορεί να αρνηθεί να δεχθεί το περιεχόμενο της ίδιας διασαφήσεως όσον αφορά το μέρος της του οποίου η ανακρίβεια δεν κατέστη δυνατό να αποδειχθεί. Η κυβέρνηση αυτή υποστηρίζει ότι οι ισπανικές διοικητικές αρχές δεν μπορούν βασίμως να απαιτήσουν την επιστροφή της ενισχύσεως παρά μόνο μέχρι του ποσού που αντιστοιχεί στο μέρος της διασαφήσεως του οποίου η ανακρίβεια διαπιστώθηκε.

79 Η Επιτροπή διατείνεται ότι έπρεπε να αναζητηθεί ολόκληρο το ποσό της επιστροφής που είχε εισπράξει ο εξαγωγέας, δεδομένου ότι ούτε ο εξαγωγέας ούτε οι ισπανικές αρχές μπορούσαν να εγγυηθούν ότι το υπόλοιπο εξαχθέν εμπόρευμα δεν βρισκόταν στην ίδια κατάσταση με το μέρος που είχε αποτελέσει αντικείμενο ελέγχου. Στηριζόμενη στο άρθρο 78, παράγραφος 3, του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, καθώς και στο άρθρο 8 του κανονισμού 729/70, η Επιτροπή φρονεί ότι, λαμβανομένου υπόψη ότι η ανακρίβεια των διασαφήσεων είχε διαπιστωθεί εκ των υστέρων και ότι οι ισπανικές τελωνειακές αρχές δεν διέθεταν άλλα στοιχεία ή αποδείξεις συναφώς, οι αρχές αυτές όφειλαν να επανορθώσουν την κατάσταση κατατάσσοντας το εξαχθέν κρέας στην κλάση «άλλα», η οποία δεν παρέχει δικαίωμα για είσπραξη επιστροφής.

80 Πρέπει να τονιστεί ότι, ενόψει των πληροφοριών που είχε στη διάθεσή της, η Επιτροπή είχε το δικαίωμα να απαιτήσει από τις ισπανικές αρχές να διενεργήσουν έρευνα με σκοπό την άρση των αμφιβολιών που είχε ως προς το υποστατό και τη φύση της αποστολής αυτής και οι οποίες δικαιολογούνταν από τις εν λόγω πληροφορίες.

81 Όμως, μολονότι η Επιτροπή διαβίβασε στις ισπανικές αρχές, με έγγραφο της 6ης Απριλίου 1993, ακριβή στοιχεία ικανά να δικαιολογήσουν μέτρα έρευνας όσον αφορά τη φύση των εμπορευμάτων που εξήχθησαν προς το Bιnin, η Ισπανική Κυβέρνηση δεν παρέσχε διευκρινίσεις ικανές να αποδείξουν την ακριβή σύνθεση της παρτίδας του επίμαχου εμπορεύματος ούτε αποδεικτικά στοιχεία περί του υποστατού και της φύσεως των μέτρων που ελήφθησαν για τη διαπίστωσή της.

82 Υπ' αυτές τις συνθήκες, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, παραλείποντας να προβεί στις έρευνες αυτές, το Βασίλειο της Ισπανίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 729/70.

83 Εντεύθεν προκύπτει ότι η Επιτροπή είχε, επομένως, το δικαίωμα να μην αναλάβει τις δαπάνες που αφορούσαν την αποστολή βοείου κρέατος προς το Bιnin.

Ως προς τις επιστροφές σχετικά με τη μεταποίηση των εσπεριδοειδών

84 Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 2601/69 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1969, όπως τροποποιήθηκε, μεταξύ άλλων, με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2483/75 του Συμβουλίου, της 29ης Σεπτεμβρίου 1975 (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/013, σ. 142), και με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1123/89 του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 1989 (ΕΕ L 118, σ. 25), προβλέπει ειδικά μέτρα που προορίζονται να ευνοήσουν τη μεταποίηση των μανταρινιών, των satsumas, των κλημεντινών και των πορτοκαλιών (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/005, σ. 28, στο εξής: κανονισμός 2601/69). Ο κανονισμός αυτός καθιέρωσε ένα καθεστώς χρηματικών αντισταθμίσεων που σκοπούν να ευνοήσουν τη μεταποίηση ορισμένων ποικιλιών πορτοκαλιών στα πλαίσιο συμβάσεων που εξασφαλίζουν, σε μια ελάχιστη τιμή αγοράς που καταβάλλεται στον παραγωγό, τον κανονικό εφοδιασμό των βιομηχανιών μεταποιήσεως.

85 Το άρθρο 1 του κανονισμού 2601/69 προβλέπει ότι οι ενέργειες που αναλαμβάνονται στα πλαίσια των κανόνων που προβλέπονται στο άρθρο 2 και αποσκοπούν στο να εξασφαλιστεί στα μανταρίνια, στα satsumas, στις κλημεντίνες και στα πορτοκάλια μια χρησιμοποίηση που συμφωνεί περισσότερο με τα χαρακτηριστικά τους, διά της προσφυγής σε μεγαλύτερο βαθμό στη μεταποίηση σε χυμό, τυγχάνουν της συνδρομής του ΕΓΤΠΕ, τμήμα Εγγυήσεων, με τους όρους και τις λεπτομέρειες που προβλέπονται στο άρθρο 3.

86 Το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 2601/69 προβλέπει τα ακόλουθα:

«Οι ενέργειες που αναφέρονται στο άρθρο 1 πρέπει να βασίζονται σε συμβάσεις μεταξύ των παραγωγών και των βιομηχάνων μεταποιήσεως της Κοινότητας. Οι συμβάσεις αυτές, που υπογράφονται πριν από την έναρξη κάθε περιόδου εμπορίας, πρέπει να προσδιορίζουν τις ποσότητες στις οποίες αναφέρονται, την κλιμάκωση των παραδόσεων στους βιομηχάνους μεταποιήσεως και την τιμή που πρέπει να πληρωθεί στους παραγωγούς. Αμέσως μετά την σύναψή τους, οι συμβάσεις διαβιβάζονται στις αρμόδιες αρχές των ενδιαφερομένων κρατών μελών, στα οποία ανατίθεται ο έλεγχος της ποιότητας και της ποσότητας των παραδόσεων στους βιομηχάνους μεταποιήσεως.»

87 Από το άρθρο 2, παράγραφος 2, του ιδίου κανονισμού απορρέει ότι, για τις παραδόσεις που πραγματοποιούνται δυνάμει των συμβάσεων αυτών, καθορίζεται, προ της ενάρξεως κάθε περιόδου εμπορίας, ελάχιστη τιμή την οποία οι μεταποιητές οφείλουν να καταβάλουν στους παραγωγούς.

88 Το άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο και τελευταίο εδάφιο, του κανονισμού 2601/69 ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη χορηγούν χρηματική αντιστάθμιση στους μεταποιητές οι οποίοι έχουν συνάψει συμβάσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2.

(...)

Το ποσό της χρηματικής αντισταθμίσεως καθορίζεται προ της ενάρξεως κάθε περιόδου εμπορίας.»

89 Ακολούθως, ο κανονισμός (ΕΚ) 3119/93 του Συμβουλίου, της 8ης Νοεμβρίου 1993, για τη θέσπιση ειδικών μέτρων ενθάρρυνσης της μεταποίησης ορισμένων εσπεριδοειδών (ΕΕ L 279, σ. 17), κατάργησε, από 12ης Νοεμβρίου 1993, τους κανονισμούς 2601/69 και 1123/89.

90 Η τρίτη διόρθωση που εφαρμόστηκε σε σχέση με το Βασίλειο της Ισπανίας αφορά συμβάσεις μεταποιήσεως εσπεριδοειδών.

91 Κατόπιν επιτόπιας έρευνας που διενήργησαν στην επιχείρηση μεταποιήσεως Vital Schneider (στο εξής: μεταποιητής), οι επιθεωρητές του ΕΓΤΠΕ διαπίστωσαν ότι 78 συμβάσεις συναφθείσες με παραγωγούς εσπεριδοειδών είχαν μεταχρονολογηθεί κατά πολλές ημέρες.

92 Δεδομένου ότι η ημερομηνία της 9ης Φεβρουαρίου 1993 είχε αντικατασταθεί από εκείνη της 13ης Φεβρουαρίου του ιδίου έτους, στη σκοπούμενη οικονομική συναλλαγή ήταν εφαρμοστέα η ελάχιστη τιμή που ίσχυε κατά την τελευταία αυτή ημερομηνία και η οποία ήταν χαμηλότερη από την προγενέστερα συμφωνηθείσα τιμή.

93 Η αναφερόμενη στις επίδικες συμβάσεις τιμή, η οποία δεν είχε τροποποιηθεί, ήταν 1 985 PTA ανά 100 kg.

94 Πριν από τη 12η Φεβρουαρίου 1993, η ελάχιστη τιμή που έπρεπε να καταβληθεί στους παραγωγούς ώστε να υπάρχει δικαίωμα για είσπραξη χρηματικής αντισταθμίσεως ανερχόταν σε 12,84 ECU ανά 100 kg, ήτοι σε 2 023,62 PTA. Από την ημερομηνία αυτή και εντεύθεν, η ελάχιστη τιμή μειώθηκε σε 12,56 ECU ανά 100 kg, ήτοι σε 1 979,49 PTA.

95 Με έγγραφο της 18ης Ιουλίου 1994, η Επιτροπή γνωστοποίησε στις ισπανικές αρχές τις υπόνοιές της ότι είχε διαπραχθεί απάτη όσον αφορά την αλλαγή της ημερομηνίας των εν λόγω συμβάσεων.

96 Κατόπιν ελέγχου του φακέλου, οι εν λόγω αρχές έκριναν ότι τα γεγονότα που είχαν επισημανθεί δεν δικαιολογούσαν την επιστροφή των καταβληθεισών ενισχύσεων. Παρά τις εξηγήσεις που της παρασχέθηκαν, η Επιτροπή προέβη σε δημοσιονομική διόρθωση αφορώσα το σύνολο της ενισχύσεως που είχε εισπράξει ο αποδέκτης για τις 78 συμβάσεις των οποίων η ημερομηνία είχε τροποποιηθεί.

97 Το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι οι συμβάσεις που συνάφθηκαν μεταξύ των παραγωγών και του μεταποιητή πληρούσαν τις προϋποθέσεις που θέτει η κοινοτική ρύθμιση για την είσπραξη της χρηματικής αντισταθμίσεως και οι οποίες συνίστανται στον καθορισμό, με τη σύμβαση πωλήσεως, τιμής ίσης ή υψηλότερης από την ελάχιστη τιμή που ισχύει κατά την οικεία περίοδο και στην πραγματική μεταποίηση σε χυμό φρούτων των φρούτων που αποτελούσαν το αντικείμενο της συμβάσεως. Το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι τα συμβαλλόμενα μέρη είναι εκείνα που καθορίζουν κυριαρχικά την ημερομηνία κατά την οποία καταλήγουν σε οριστική συμφωνία σχετικά με την τιμή αγοράς του εμπορεύματος. Στην υπό κρίση περίπτωση, δεν μπορεί να τους προσαφθεί ότι καθόρισαν την ημερομηνία των συμβάσεων σε συνάρτηση προς τις κατά νόμον προϋποθέσεις χορηγήσεως κοινοτικής ενισχύσεως, δεδομένου ότι η ημερομηνία αυτή δεν ήταν μεταγενέστερη της εκτελέσεως των συμβάσεων και ότι η τροποποίηση δεν σκοπεί στην επίτευξη αποτελέσματος αντίθετου προς την κοινοτική έννομη τάξη.

98 Αντιθέτως, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η αλλαγή της ημερομηνίας της συμβάσεως με σκοπό την επίτευξη πλεονεκτήματος που απορρέει από τη μεταβολή της τιμής που έχει καθοριστεί από κοινοτικό κανονισμό εκδοθέντα μετά τη σύναψη της συμβάσεως αυτής συνιστά απάτη, αφού παρέχει στον επιχειρηματία τη δυνατότητα να τύχει ενισχύσεως την οποία δεν θα δικαιούνταν κατά την αρχικώς ορισθείσα ημερομηνία, δεδομένου ότι η συμβατική τιμή ήταν τότε χαμηλότερη από την ισχύουσα ελάχιστη τιμή.

99 Εκ προοιμίου, πρέπει να τονιστεί ότι το δικαίωμα των συμβαλλομένων μερών να τροποποιούν τις συμβάσεις που έχουν συνάψει στηρίζεται στην αρχή της συμβατικής ελευθερίας και ότι, επομένως, δεν μπορεί να περιοριστεί ελλείψει κοινοτικής ρυθμίσεως θεσπίζουσας συναφώς ειδικούς περιορισμούς.

100 Επομένως, καθόσον ο σκοπός που επιδιώκεται με την τροποποίηση της συμβάσεως δεν αντιβαίνει προς τον σκοπό που επιδιώκει η εφαρμοστέα κοινοτική ρύθμιση και δεν ενέχει κίνδυνο διαπράξεως απάτης, η τροποποίηση αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί παράνομη.

101 Εν προκειμένω, από την πρώτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2601/69 προκύπτει ότι σκοπός του είναι η αντιμετώπιση των σοβαρών δυσκολιών διαθέσεως της κοινοτικής παραγωγής πορτοκαλιών, μεταξύ άλλων, διά της αυξήσεως των κοινοτικών δυνατοτήτων διαθέσεως χάρη στην προσφυγή σε μεγαλύτερο βαθμό στη μεταποίηση των φρούτων αυτών σε χυμό.

102 Ο ίδιος κανονισμός διευκρινίζει, στη δεύτερη αιτιολογική του σκέψη, ότι το καθεστώς χρηματικών αντισταθμίσεων που προορίζονται να ευνοήσουν τη μεταποίηση ορισμένων ποικιλιών πορτοκαλιών σκοπεί να διασφαλίσει τον κανονικό εφοδιασμό των μεταποιητικών βιομηχανιών, εξασφαλίζοντας συγχρόνως στον παραγωγό μια ελάχιστη τιμή αγοράς.

103 Εντεύθεν προκύπτει ότι ο κανονισμός σκοπεί να παροτρύνει τους μεταποιητές να καταβάλλουν στους παραγωγούς πορτοκαλιών μια ελάχιστη τιμή, η οποία καθορίζεται σε συνάρτηση προς την τιμή αναφοράς που ορίζεται σε ορισμένες ημερομηνίες από τον κοινοτικό νομοθέτη.

104 Εν προκειμένω, μολονότι τα συμβαλλόμενα μέρη αντικατέστησαν με μια νέα ημερομηνία εκείνη που αναφερόταν αρχικά στις συμβάσεις, των οποίων οι λοιπές διατάξεις δεν τροποποιήθηκαν, οι συμβάσεις αυτές εξακολουθούν να συνάδουν προς τους οικονομικούς σκοπούς της κοινοτικής ρυθμίσεως. Συναφώς, οι συμβάσεις πληρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπει η σχετική νομοθεσία, στο μέτρο που τα εμπορεύματα πωλούνται στην ελάχιστη τιμή που προβλέπεται από την κοινοτική ρύθμιση και που η τιμή αυτή έχει οριστεί, με συμφωνία των συμβαλλομένων μερών, κατά την ημερομηνία που επέλεξαν τα μέρη αυτά.

105 Όσον αφορά τους κινδύνους διαπράξεως απάτης σε βάρος του κοινοτικού προϋπολογισμού τους οποίους μπορεί να ενέχει μια τέτοια αλλαγή της ημερομηνίας, δεν αμφισβητείται, αφενός, ότι η αλλαγή αυτή έγινε υπό συνθήκες που ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα, ενόσω ακόμη δεν είχει αρχίσει η περίοδος εμπορίας και η εκτέλεση των επίμαχων συμβάσεων, και, αφετέρου, ότι τα συμβαλλόμενα μέρη είχαν τη δυνατότητα να λύσουν τις συμβάσεις με αποκλειστικό σκοπό να συνάψουν, κατά μια ημερομηνία που θα επέτρεπε στον μεταποιητή να λάβει κοινοτικές ενισχύσεις, νέες συμβάσεις, των οποίων οι διατάξεις θα ήσαν πανομοιότυπες.

106 Επιπλέον, η Επιτροπή δεν προσκομίζει στοιχεία ικανά να αποδείξουν τους ισχυρισμούς της ότι η αξιολόγηση των ισπανικών αρχών σχετικά με τις πρακτικές του μεταποιητή μπορεί να ευνοήσει τη διάπραξη απατών ή να περιορίσει την αποτελεσματικότητα των ελέγχων.

107 Κατά συνέπεια, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι η δημοσιονομική διόρθωση που επέφερε η Επιτροπή στις 78 συμβάσεις που συνάφθηκαν την 9η Φεβρουαρίου 1993 και μεταχρονολογήθηκαν με ημερομηνία τη 13η Φεβρουαρίου 1993, δεν είναι δικαιολογημένη. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό το σχετικό αίτημα της προσφυγής και να ακυρωθεί η απόφαση 97/333, καθόσον με αυτή δεν καταλογίστηκε οριστικά στο ΕΓΤΠΕ το ποσό των 58 804 012 PTA, που αντιστοιχούσε σε χρηματικές αντισταθμίσεις που προκαταβλήθηκαν από το Βασίλειο της Ισπανίας για πράξεις μεταποιήσεως εσπεριδοειδών.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

108 Σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα. Πάντως, σύμφωνα με την παράγραφο 3, πρώτο εδάφιο, της ίδιας διατάξεως, το Δικαστήριο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα, σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων. Επειδή το Βασίλειο της Ισπανίας και η Επιτροπή έχουν μερικώς ηττηθεί, αποφασίζεται ότι κάθε διάδικος θα φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(έκτο τμήμα)

αποφασίζει:

1) Ακυρώνει την απόφαση 97/333/ΕΚ της Επιτροπής, της 23ης Απριλίου 1997, για την εκκαθάριση των λογαριασμών των κρατών μελών σχετικά με τις δαπάνες που χρηματοδοτούνται από το Ευρωπαϋκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), τμήμα Εγγυήσεων, για το οικονομικό έτος 1993, καθόσον με αυτή δεν καταλογίστηκε οριστικά στο ΕΓΤΠΕ το ποσό των 58 804 012 PTA, που αντιστοιχούσε σε χρηματικές αντισταθμίσεις που προκαταβλήθηκαν από το Βασίλειο της Ισπανίας για πράξεις μεταποιήσεως εσπεριδοειδών.

2) Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

3) Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Top