Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61997CJ0200

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 1ης Δεκεμβρίου 1998.
    Ecotrade Srl κατά Altiforni e Ferriere di Servola SpA (AFS).
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Corte suprema di Cassazione - Ιταλία.
    Κρατικές ενισχύσεις - Έννοια - Πλεονέκτημα παρεχόμενο χωρίς μεταφορά δημόσιων πόρων - Επιχειρήσεις ευρισκόμενες σε κατάσταση αφερεγγυότητας - Άρθρο 92 της Συνθήκης ΕΚ - Άρθρο 4, στοιχείο γ?, της Συνθήκης ΕΚΑΧ.
    Υπόθεση C-200/97.

    Συλλογή της Νομολογίας 1998 I-07907

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1998:579

    61997J0200

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 1ης Δεκεμβρίου 1998. - Ecotrade Srl κατά Altiforni e Ferriere di Servola SpA (AFS). - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Corte suprema di Cassazione - Ιταλία. - Κρατικές ενισχύσεις - Έννοια - Πλεονέκτημα παρεχόμενο χωρίς μεταφορά δημόσιων πόρων - Επιχειρήσεις ευρισκόμενες σε κατάσταση αφερεγγυότητας - Άρθρο 92 της Συνθήκης ΕΚ - Άρθρο 4, στοιχείο γ?, της Συνθήκης ΕΚΑΧ. - Υπόθεση C-200/97.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1998 σελίδα I-07907


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Σκεπτικό της απόφασης
    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    1 Προδικαστικά ερωτήματα - Υποβολή στο Δικαστήριο - Αναγκαιότητα του προδικαστικού ερωτήματος - Εκτίμηση από το εθνικό δικαστήριο

    (Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 177)

    2 ΕΚΑΞ - Ενισχύσεις στη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα - Έννοια - Εφαρμογή στις μεγάλες αφερέγγυες επιχειρήσεις ενός καθεστώτος που αποκλίνει από το κοινό πτωχευτικό δίκαιο - Καλύπτεται - Προϋποθέσεις

    (Συνθήκη ΕΚΑΞ, άρθρο 4, στοιχ. γγ)

    Περίληψη


    1 Απόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο, που έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της μέλλουσας να εκδοθεί δικαστικής αποφάσεως, να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα μιας προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο.

    2 Η έννοια της «ενισχύσεως» κατά το άρθρο 4, στοιχείο γγ, της Συνθήκης ΕΚΑΞ καλύπτει κατ' ανάγκη τα πλεονεκτήματα που παρέχονται άμεσα ή έμμεσα με κρατικούς πόρους ή αποτελούν πρόσθετη επιβάρυνση για το Δημόσιο ή για τους οργανισμούς που έχουν ορισθεί ή ιδρυθεί προς τον σκοπό αυτό.

    Συναφώς, η ενδεχόμενη απώλεια φορολογικών εσόδων, την οποία έχει ως συνέπεια για το Δημόσιο η βάσει υπουργικής αποφάσεως εφαρμογή στις μεγάλες προβληματικές επιχειρήσεις ενός καθεστώτος που αποκλίνει από το εθνικό κοινό πτωχευτικό δίκαιο, λόγω της απόλυτης απαγορεύσεως των ατομικών αναγκαστικών εκτελέσεων και λόγω της αναστολής της τοκοφορίας για όλα τα χρέη της ενδιαφερόμενης επιχειρήσεως, καθώς και λόγω της συνακόλουθης μειώσεως των οφελών που αποκομίζουν οι δανειστές, δεν δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό του εν λόγω καθεστώτος ως ενισχύσεως. Πράγματι, η συνέπεια αυτή είναι συμφυής προς κάθε νομικό σύστημα που χαράσσει το πλαίσιο εντός του οποίου οργανώνονται οι σχέσεις μεταξύ της αφερέγγυας επιχειρήσεως και του συνόλου των δανειστών της.

    Αντίθετα, η εφαρμογή σε επιχείρηση υπό την έννοια του άρθρου 80 της Συνθήκης ΕΚΑΞ ενός τέτοιου καθεστώτος πρέπει να θεωρηθεί ως ενέχουσα χορήγηση κρατικής ενισχύσεως, η οποία απαγορεύεται από το άρθρο 4, στοιχείο γγ, της Συνθήκης ΕΚΑΞ, εφόσον αποδεικνύεται ότι στην επιχείρηση αυτή

    - επιτράπηκε να συνεχίσει τις οικονομικές δραστηριότητές της υπό περιστάσεις υπό τις οποίες θα αποκλειόταν η δυνατότητα αυτή, αν εφαρμόζονταν οι κανόνες του κοινού πτωχευτικού δικαίου, ή

    - παρασχέθηκαν ένα ή περισσότερα πλεονεκτήματα, π.χ. υπό μορφή κρατικής εγγυήσεως, υπό μορφή μειωμένου φορολογικού συντελεστή, υπό μορφή απαλλαγής από την υποχρέωση καταβολής προστίμων και άλλων χρηματικών ποινών ή υπό μορφή ολικής ή μερικής αφέσεως χρέους εκ μέρους του Δημοσίου ή δημοσίου οργανισμού, των οποίων την παροχή δεν θα μπορούσε να αξιώσει καμία άλλη αφερέγγυα επιχείρηση κατ' εφαρμογή των κανόνων του κοινού πτωχευτικού δικαίου.

    Σε αμφότερες δηλαδή τις περιπτώσεις αυτές η συνέπεια μπορεί να είναι μια πρόσθετη επιβάρυνση για τις δημόσιες αρχές, αν ληφθούν υπόψη τα αποτελέσματα που θα είχε η εφαρμογή των συνήθων διατάξεων περί πτωχεύσεως.

    Επιπλέον, αν ληφθούν υπόψη η κατηγορία των επιχειρήσεων που μπορούν να υπαχθούν στο εν λόγω καθεστώς και η έκταση της εξουσίας εκτιμήσεως που έχουν οι εθνικές αρχές, όταν επιτρέπουν στην αφερέγγυα επιχείρηση να συνεχίσει, υπό το καθεστώς αυτό, τη λειτουργία της, προκύπτει ότι το καθεστώς αυτό έχει ειδικό χαρακτήρα, άρα πληροί μια από τις προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν για την ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως.

    Διάδικοι


    Στην υπόθεση C-200/97,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Corte suprema di cassazione (Ιταλία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

    Ecotrade Srl

    και

    Altiforni e Ferriere di Servola SpA (AFS),

    η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 92 της Συνθήκης ΕΚ,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

    (πέμπτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους J.-P. Puissochet, πρόεδρο τμήματος, J. C. Moitinho de Almeida, C. Gulmann, D. A. O. Edward και M. Wathelet (εισηγητή), δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: N. Fennelly

    γραμματέας: L. Hewlett, υπάλληλος διοικήσεως,

    λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

    - η Ecotrade Srl, εκπροσωπούμενη από τους G. Conte και A. M. Rossi, δικηγόρους Γένουας, και A. Picone, δικηγόρο Ρώμης,

    - η Altiforni e Ferriere di Servola SpA (AFS), εκπροσωπούμενη από τους P. Vitucci και A. Guarino, δικηγόρους Ρώμης,

    - η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον καθηγητή U. Leanza, προϋστάμενο της υπηρεσίας διπλωματικών διαφορών του Υπουργείου Εξωτερικών, επικουρούμενο από τον O. Fiumara, avvocato dello Stato,

    - η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους P. F. Nemitz και P. Stancanelli, μέλη της Νομικής Υπηρεσίας,

    έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

    αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Ecotrade Srl, της Altiforni e Ferriere di Servola SpA (AFS), της Ιταλικής Κυβερνήσεως και της Επιτροπής, κατά τη συνεδρίαση της 28ης Μαου 1998,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 16ης Ιουλίου 1998,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    Σκεπτικό της απόφασης


    1 Με διάταξη της 10ης Φεβρουαρίου 1997, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 26 Μαου 1997, το Corte suprema di cassazione υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 92 της Συνθήκης αυτής.

    2 Το ερώτημα αυτό ανέκυψε κατά την εκδίκαση διαφοράς μεταξύ της κεφαλαιουχικής εταιρίας Ecotrade Srl (στο εξής: Ecotrade), επιχειρήσεως εμπορίας προϋόντων σιδήρου και χάλυβα, και της εταιρίας Altiforni e Ferriere di Servola SpA (στο εξής: AFS), επιχειρήσεως παραγωγής προϋόντων σιδήρου και χάλυβα, το δε αντικείμενο της διαφοράς αυτής είναι οφειλή της AFS προς την Ecotrade για παραδοθείσες σκωρίες, ύψους 149 108 190 ιταλικών λιρών (LIT).

    3 Επειδή η οφειλή αυτή δεν εξοφλήθηκε, ο Pretore di Trieste επέτρεψε στις 30 Ιουλίου 1992 στην Ecotrade να προβεί σε κατάσχεση, μέχρι το ύψος του ποσού της οφειλής, απαιτήσεως που είχε η AFS έναντι τράπεζας.

    4 Στις 28 Αυγούστου 1992 η AFS αφενός πληροφόρησε την Ecotrade ότι είχε τεθεί υπό έκτακτη διαχείριση (amministrazione straordinaria), με υπουργική απόφαση της 23ης Ιουλίου 1992 (στο εξής: υπουργική απόφαση) που είχε εκδοθεί κατ' εφαρμογή του νόμου 95/79, της 3ης Απριλίου 1979 [GURI (Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της Ιταλικής Δημοκρατίας), αριθ. φύλλου 94, της 4ης Απριλίου 1979, στο εξής: νόμος 95/79], και με την οποία επιτράπηκε η συνέχιση της λειτουργίας της, και αφετέρου αξίωσε από την Ecotrade την απόδοση του επίμαχου ποσού, ισχυριζόμενη ότι η εκτέλεση αντέβαινε προς το άρθρο 4 του νόμου 544/81, της 2ας Οκτωβρίου 1981 (GURI, αριθ. φύλλου 272, της 3ης Οκτωβρίου 1981, στο εξής: νόμος 544/81), ο οποίος απαγορεύει τις ατομικές αναγκαστικές εκτελέσεις μετά την κίνηση της διαδικασίας της έκτακτης διαχειρίσεως.

    5 Στις 4 Οκτωβρίου 1992 η Ecotrade προσέφυγε ενώπιον του Tribunale di Trieste, από το οποίο ζήτησε να αποφανθεί ότι η απαίτηση αποδόσεως της AFS είναι αβάσιμη, διότι στηρίζεται σε υπουργική απόφαση που είναι ασυμβίβαστη προς το κοινοτικό δίκαιο περί κρατικών ενισχύσεων.

    6 Με απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 1993 το Tribunale απέρριψε το αίτημα της Ecotrade και δέχθηκε το αίτημα της AFS περί αποδόσεως.

    7 Η ανωτέρω δικαστική απόφαση επιβεβαιώθηκε με την απόφαση που εξέδωσε το Corte d'appello di Trieste στις 27 Ιανουαρίου 1996. Κατόπιν αυτού, η Ecotrade υπέβαλε αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Corte suprema di cassazione.

    8 Ο νόμος 95/79 προβλέπει τη διαδικασία έκτακτης διαχειρίσεως των προβληματικών μεγάλων επιχειρήσεων.

    9 Κατά το άρθρο 1, πρώτο εδάφιο, του νόμου αυτού, η διαδικασία αυτή μπορεί να εφαρμοστεί στις επιχειρήσεις οι οποίες απασχολούν 300 τουλάχιστον μισθωτούς από ενός τουλάχιστον έτους και έχουν χρέη που ανέρχονται τουλάχιστον σε 80,444 δισεκατομμύρια LIT και παράλληλα υπερβαίνουν το πενταπλάσιο του καταβεβλημένου κεφαλαίου της εταιρίας έναντι πιστωτικών ιδρυμάτων, οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως ή πρόνοιας ή εταιριών των οποίων την πλειοψηφία των μετοχών κατέχει το Δημόσιο.

    10 Κατά το άρθρο 1 bis του νόμου, η διαδικασία αυτή εφαρμόζεται επίσης στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η αφερεγγυότητα αποτελεί συνέπεια της υποχρεώσεως αποδόσεως στο Δημόσιο, σε δημόσιους οργανισμούς ή σε εταιρίες των οποίων την πλειοψηφία των μετοχών κατέχει το Δημόσιο ποσών που ανέρχονται τουλάχιστον σε 50 δισεκατομμύρια LIT και αντιπροσωπεύουν το 51 % τουλάχιστον του καταβεβλημένου κεφαλαίου, εφόσον πρόκειται για την απόδοση παράνομων ενισχύσεων ή ενισχύσεων που είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά ή για την απόδοση ποσών που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο χρηματοδοτήσεως τεχνολογικών καινοτομιών ή ερευνητικών δραστηριοτήτων.

    11 Κατά το άρθρο 2, δεύτερο εδάφιο, του νόμου 95/79, για να εφαρμοστεί η διαδικασία της έκτακτης διαχειρίσεως, η επιχείρηση πρέπει να έχει κηρυχθεί σε κατάσταση παύσεως πληρωμών από τα δικαστήρια, είτε κατ' εφαρμογή του νόμου περί πτωχεύσεως είτε λόγω της μη καταβολής των μισθών από τριών τουλάχιστον μηνών. Ο Υπουργός Βιομηχανίας μπορεί στην περίπτωση αυτή, κατόπιν διαβουλεύσεως με τον Υπουργό Οικονομικών, να εκδώσει απόφαση για την υπαγωγή της επιχειρήσεως υπό έκτακτη διαχείριση και να της επιτρέψει, λαμβάνοντας υπόψη το συμφέρον των δανειστών της, να συνεχίσει τη λειτουργία της επί διάστημα δύο ετών κατ' ανώτατο όριο, το οποίο μπορεί να παραταθεί το πολύ για μία ακόμη διετία, κατόπιν εκδόσεως σύμφωνης γνώμης της διυπουργικής επιτροπής συντονισμού της βιομηχανικής πολιτικής (στο εξής: διυπουργική επιτροπή).

    12 Οι επιχειρήσεις που τελούν υπό έκτακτη διαχείριση υπόκεινται στους γενικούς κανόνες του νόμου περί πτωχεύσεως, πλην εξαιρέσεων προβλεπομένων ρητώς από τον νόμο 95/79 ή από μεταγενέστερους νόμους. Για παράδειγμα, στην περίπτωση της έκτακτης διαχειρίσεως, όπως και στην περίπτωση της συνήθους διαδικασίας εκκαθαρίσεως, ο κύριος της αφερέγγυας επιχειρήσεως δεν έχει την εξουσία διαθέσεως της περιουσίας της, η οποία πρέπει κατ' αρχήν να χρησιμοποιηθεί για την ικανοποίηση των δανειστών· αναστέλλεται η τοκοφορία των υπαρχόντων χρεών· δεν επιτρέπεται η κίνηση ή η συνέχιση διαδικασίας αναγκαστικής εκτελέσεως για την ατομική ικανοποίηση αξιώσεων από την περιουσία της οικείας επιχειρήσεως. Εντούτοις, αντίθετα απ' ό,τι συμβαίνει με τη συνήθη πτωχευτική διαδικασία, στην περίπτωση της έκτακτης διαχειρίσεως η αναστολή της αναγκαστικής εκτελέσεως περιλαμβάνει, βάσει του άρθρου 4 του νόμου 544/81, τις φορολογικές οφειλές καθώς και τις χρηματικές ποινές, τους τόκους και τα πρόστιμα που οφείλονται σε περίπτωση καθυστερήσεως της καταβολής του φόρου εταιριών.

    13 Επιπλέον, κατά το άρθρο 2 bis του νόμου 95/79, το Δημόσιο μπορεί να εγγυηθεί, εν όλω ή εν μέρει, την εξόφληση των χρεών που συνάπτουν οι τελούσες υπό έκτακτη διαχείριση εταιρίες με σκοπό τη χρηματοδότηση της τρέχουσας λειτουργίας τους και την επανέναρξη της λειτουργίας ή την περάτωση των εγκαταστάσεων, των κτιρίων και του βιομηχανικού εξοπλισμού, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που τίθενται με απόφαση του Υπουργού Θησαυροφυλακίου, κατόπιν σύμφωνης γνώμης της διυπουργικής επιτροπής.

    14 Στο πλαίσιο της διαδικασίας εξυγιάνσεως επιτρέπεται η πώληση όλων των εγκαταστάσεων της αφερέγγυας επιχειρήσεως, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από τον νόμο 95/79. Κατά το άρθρο 5 bis του νόμου αυτού, για τη μεταβίβαση της κυριότητας ολόκληρης της επιχειρήσεως ή μέρους της επιβάλλεται κατ' αποκοπή τέλος καταχωρίσεως ύψους ενός εκατομμυρίου LIT.

    15 Εξάλλου, κατά το άρθρο 3, δεύτερο εδάφιο, του νόμου 19/87, της 6ης Φεβρουαρίου 1987 (GURI, αριθ. φύλλου 32, της 9ης Φεβρουαρίου 1987, στο εξής: νόμος 19/87), οι τελούσες υπό έκτακτη διαχείριση επιχειρήσεις απαλλάσσονται από την υποχρέωση καταβολής των προστίμων και χρηματικών ποινών που επιβάλλονται σε περίπτωση μη καταβολής των υποχρεωτικών ασφαλιστικών εισφορών.

    16 Κατά το άρθρο 2, δεύτερη περίπτωση, του νόμου 95/79, όταν σε μια επιχείρηση που τελεί υπό έκτακτη διαχείριση επιτρέπεται να συνεχίσει τη λειτουργία της, ο διοριζόμενος ως διαχειριστής πρέπει να καταρτίσει κατάλληλο πρόγραμμα διαχειρίσεως, το οποίο εξετάζεται από τη διυπουργική επιτροπή, πριν από την έγκρισή του από τον Υπουργό Βιομηχανίας, προκειμένου να εξακριβωθεί κατά πόσον συμβιβάζεται με τις γενικές γραμμές της εθνικής βιομηχανικής πολιτικής. Οι αποφάσεις σχετικά με ορισμένα ζητήματα όπως η αναδιάρθρωση, η πώληση των στοιχείων του ενεργητικού, η εκκαθάριση ή η περάτωση της έκτακτης διαχειρίσεως υπόκεινται στην έγκριση του ίδιου αυτού Υπουργού.

    17 Η ολική ή μερική ικανοποίηση των δανειστών της επιχειρήσεως που τελεί υπό αναγκαστική διαχείριση πραγματοποιείται στο τέλος του χρονικού διαστήματος που διαρκεί η έκτακτη αυτή διαχείριση, με την εκκαθάριση του ενεργητικού της εταιρίας ή με τη διανομή των νέων κερδών της. Επιπλέον, κατά τα άρθρα 111 και 212 του νόμου περί πτωχεύσεως, οι δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν λόγω της έκτακτης διαχειρίσεως και της συνεχίσεως της λειτουργίας της επιχειρήσεως, περιλαμβανομένων και των σχετικών χρεών, καλύπτονται από το προϋόν της εκκαθαρίσεως της εταιρικής περιουσίας, με προνομιακή ικανοποίησή τους έναντι των απαιτήσεων που υφίσταντο ήδη κατά την ημερομηνία κινήσεως της διαδικασίας έκτακτης διαχειρίσεως.

    18 Η διαδικασία της έκτακτης διαχειρίσεως περατώνεται με πτωχευτικό συμβιβασμό, με πλήρη διανομή του ενεργητικού, με ολική απόσβεση των αξιώσεων ή ανεπάρκεια του ενεργητικού ή, εφόσον η επιχείρηση έχει ανακτήσει την ικανότητα αντιμετωπίσεως των υποχρεώσεών της, με την αποκατάσταση της οικονομικής ισορροπίας.

    19 Ενδείκνυται εξάλλου να επισημανθεί ότι για τον νόμο 95/79 έχουν εκδοθεί διάφορες αποφάσεις της Επιτροπής.

    20 Πρώτον, όσον αφορά τον νόμο 95/79 στο σύνολό του, η Επιτροπή απέστειλε προς την Ιταλική Κυβέρνηση έγγραφο βάσει του άρθρου 93, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ, με το οποίο αφενός της επισήμανε ότι η εν λόγω ρύθμιση φαινόταν να εμπίπτει σε πολλά σημεία στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 92 επ. της Συνθήκης και αφετέρου την κάλεσε να προβαίνει σε προηγούμενη κοινοποίηση όλων των περιπτώσεων εφαρμογής του εν λόγω νόμου, προκειμένου να εξετάζονται σε σχέση με τους κανόνες που ισχύουν για τις ενισχύσεις προς τις προβληματικές επιχειρήσεις (έγγραφο Ε 13/92, της 30ής Ιουλίου 1992, ΕΕ 1994, C 395, σ. 4).

    21 Οι ιταλικές αρχές απάντησαν στην Επιτροπή ότι δεν είχαν την πρόθεση να προβαίνουν σε προηγούμενη κοινοποίηση παρά μόνο στις περιπτώσεις παροχής εγγυήσεως εκ μέρους του Δημοσίου, στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 2 bis του εν λόγω νόμου. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφο 2, της Συνθήκης ΕΚ.

    22 Δεύτερον, η Επιτροπή έχει εκδώσει μια σειρά αποφάσεων που αφορούν συγκεκριμένες υποθέσεις:

    - την απόφαση 96/434/ΕΚ, της 20ής Μαρτίου 1996 (EE L 180, σ. 31), με την οποία η Επιτροπή χαρακτήρισε ως κρατική ενίσχυση τις διατάξεις του νόμου 80/93 οι οποίες προβλέπουν την εφαρμογή της διαδικασίας έκτακτης διαχειρίσεως στις επιχειρήσεις των οποίων η αφερεγγυότητα απορρέει από υποχρέωση αποδόσεως στο Δημόσιο, σε δημόσιους οργανισμούς ή σε εταιρίες των οποίων την πλειοψηφία των μετοχών κατέχει το Δημόσιο ποσών που ανέρχονται τουλάχιστον σε 50 δισεκατομμύρια LIT και αντιπροσωπεύουν το 51 % τουλάχιστον του καταβεβλημένου κεφαλαίου, βάσει αποφάσεων που έχουν ληφθεί από τα κοινοτικά όργανα κατ' εφαρμογή των άρθρων 92 και 93 της Συνθήκης ΕΚ· με την ανωτέρω απόφαση η Επιτροπή έκρινε την εν λόγω ενίσχυση ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά και με τη λειτουργία της συμφωνίας για τον Ευρωπαϋκό Οικονομικό Ξώρο και επέβαλε την κατάργηση των ασυμβίβαστων αυτών διατάξεων·

    - την απόφαση 96/515/ΕΚΑΞ, της 27ης Μαρτίου 1996 (ΕΕ L 216, σ. 11), με την οποία η Επιτροπή χαρακτήρισε ως ενίσχυση, υπό την έννοια του άρθρου 4, στοιχείο γγ, της Συνθήκης ΕΚΑΞ, την κρατική εγγύηση που παρασχέθηκε υπέρ της AFS για την κάλυψη ποσού 26,5 δισεκατ. LIT, χωρίς την αντικαταβολή οποιουδήποτε ποσού, βάσει του άρθρου 2 bis του νόμου 95/79, και με την οποία η Επιτροπή έκρινε την επίμαχη ενίσχυση παράνομη και ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά άνθρακα και χάλυβα και κάλεσε το Ιταλικό Δημόσιο να την αναζητήσει·

    - την απόφαση 97/754/ΕΚΑΞ, της 30ής Απριλίου 1997 (EE L 306, σ. 25), με την οποία η Επιτροπή χαρακτήρισε ως ενίσχυση, υπό την έννοια του άρθρου 4, στοιχείο γγ, της Συνθήκης ΕΚΑΞ, μια σειρά μέτρων υπέρ της εταιρίας Ferdofin Siderurgica Srl - μεταξύ των οποίων ήταν η αναστολή εξοφλήσεως ορισμένων σημαντικών χρεών έναντι δημόσιων οργανισμών - που είχαν ληφθεί κατ' εφαρμογή του νόμου 95/79 και με την οποία η Επιτροπή έκρινε την επίμαχη ενίσχυση ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά άνθρακα και χάλυβα και επέβαλε στις ιταλικές αρχές την υποχρέωση να αναζητήσουν τις καταβληθείσες ενισχύσεις και να αναστείλουν την εφαρμογή των διατάξεων του νόμου 95/79 σε σχέση με τη μη καταβολή εκ μέρους της Ferdofin Siderurgica Srl των οφειλών της προς τις δημόσιες επιχειρήσεις και τους δημόσιους οργανισμούς.

    23 Στο πλαίσιο αυτό το αιτούν δικαστήριο αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

    «Δεν είναι ευχερής και σαφής η ερμηνεία:

    1) του άρθρου 92 της Συνθήκης: το γεγονός ότι γίνεται λόγος διαζευκτικά για ενισχύσεις "που χορηγούνται από τα κράτη" ή "με κρατικούς πόρους" μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι ως ενισχύσεις μπορούν να θεωρηθούν και τα κρατικά εκείνα μέτρα τα οποία, μολονότι δεν προβλέπουν την καταβολή δημοσίου χρήματος, καθιστούν δυνατή, μέσω της εφαρμογής ιδιαίτερων διαδικασιών, την επίτευξη του ίδιου αποτελέσματος που θα είχε η καταβολή του δημοσίου χρήματος·

    2) της προαναφερθείσας αποφάσεως της Επιτροπής [Ε 13/92]: του συμπεράσματος στο οποίο καταλήγει η απόφαση αυτή (...) προηγείται η εξής φράση: "φαίνεται ότι η εν λόγω νομοθεσία [νόμος 95/79] εμπίπτει, σε πολλά σημεία, στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 92 και επόμενα της Συνθήκης ΕΚ"·

    συνεπώς είναι αμφίβολο κατά πόσον μπορεί να θεωρηθεί ως ενίσχυση, υπό την έννοια της Συνθήκης και της προαναφερθείσας αποφάσεως της Επιτροπής, ένα κρατικό μέτρο που εκδόθηκε σύμφωνα με τον προαναφερθέντα νόμο 95/79 και ορίζει:

    α) ότι ορισμένες μεγάλες επιχειρήσεις απλώς δεν εμπίπτουν στις συνήθεις διαδικασίες πτωχεύσεως,

    β) ότι η επιχείρηση εξαιρείται από τις ανωτέρω διαδικασίες και συγχρόνως θα εξακολουθήσει να λειτουργεί.

    Συναφώς πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι το ιταλικό νομοθετικό διάταγμα 414/81, της 31ης Ιουλίου 1981 (το οποίο μετατράπηκε στον νόμο 544/81) ορίζει (στο άρθρο 4) ότι "μετά από την έκδοση της αποφάσεως περί ενάρξεως της διαδικασίας έκτακτης διαχειρίσεως δεν επιτρέπεται η εκτέλεση προς ικανοποίηση ατομικής απαιτήσεως ή η συνέχιση της διαδικασίας της εκτελέσεως".»

    Επί του παραδεκτού της αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως

    24 Κατά την προφορική διαδικασία η AFS αμφισβήτησε κατά πόσον το προδικαστικό ερώτημα είναι λυσιτελές για την επίλυση της διαφοράς, υποστηρίζοντας ότι, αν στην περίπτωσή της είχε εφαρμοστεί ευθύς εξ αρχής η συνήθης πτωχευτική διαδικασία, η Ecotrade δεν θα μπορούσε ούτε στην περίπτωση αυτή να προβεί σε αναγκαστική εκτέλεση για ικανοποίηση της απαιτήσεώς της.

    25 Επιβάλλεται σχετικώς να υπομνησθεί κατ' αρχάς ότι απόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο, που έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της μέλλουσας να εκδοθεί δικαστικής αποφάσεως, να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα μιας προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1995, C-415/93, Bosman, Συλλογή 1995, σ. I-4921, σκέψη 59).

    26 Επιπλέον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από τη διάταξη περί παραπομπής δεν συνάγεται ότι, αν τα επίμαχα εθνικά μέτρα δεν είχαν εφαρμοστεί για τον λόγο ότι αποτελούν απαγορευόμενες κρατικές ενισχύσεις, δεν θα είχε ισχύσει για την Ecotrade ο κανόνας περί απαγορεύσεως των ατομικών αναγκαστικών εκτελέσεων, αφού ο κανόνας αυτός εφαρμόζεται και στην περίπτωση της συνήθους πτωχευτικής διαδικασίας.

    27 Εντούτοις, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει με βεβαιότητα ότι, αν είχε εφαρμοστεί στην AFS η συνήθης πτωχευτική διαδικασία, η Ecotrade θα βρισκόταν στην ίδια ακριβώς κατάσταση, και ιδίως σε σχέση με τις πιθανότητες μερικής έστω ικανοποιήσεως των απαιτήσεών της, πράγμα που απόκειται στην εκτίμηση του εθνικού δικαστηρίου.

    28 Κατά συνέπεια, στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί απάντηση.

    Επί του προδικαστικού ερωτήματος

    29 Διαπιστώνεται εκ προοιμίου ότι η AFS ασκεί δραστηριότητα παραγωγής στον τομέα άνθρακα και χάλυβα και συνεπώς αποτελεί επιχείρηση υπό την έννοια του άρθρου 80 της Συνθήκης ΕΚΑΞ. Κατά συνέπεια, το ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο πρέπει να ενταχθεί στο πλαίσιο της Συνθήκης ΕΚΑΞ.

    30 Με το ερώτημα αυτό το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν αν η εφαρμογή σε μια επιχείρηση, υπό την έννοια του άρθρου 80 της Συνθήκης ΕΚΑΞ, ενός καθεστώτος όπως το καθεστώς που καθιέρωσε ο νόμος 95/79, που αποκλίνει από τους κανόνες του κοινού πτωχευτικού δικαίου, μπορεί να θεωρηθεί ότι υποκρύπτει τη χορήγηση κρατικής ενισχύσεως που απαγορεύεται από το άρθρο 4, στοιχείο γγ, της Συνθήκης ΕΚΑΞ.

    31 Το έγγραφο Ε 13/92 της Επιτροπής, στο οποίο παραπέμπει το αιτούν δικαστήριο, αποτελεί, όπως προκύπτει από τη σκέψη 20 της παρούσας αποφάσεως, απλώς αίτηση προς την Ιταλική Κυβέρνηση, κατ' εφαρμογή του άρθρου 93, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ, με την οποία η Επιτροπή ζήτησε από την κυβέρνηση αυτή να της κοινοποιεί όλες τις περιπτώσεις εφαρμογής του νόμου 95/79 και την οποία ακολούθησε η κίνηση της διαδικασίας του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ. Η διαδικασία αυτή δεν είχε περατωθεί, κατά την ημερομηνία καταθέσεως της αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, με οριστική απόφαση της Επιτροπής.

    32 Κατά το άρθρο 4, στοιχείο γγ, της Συνθήκης ΕΚΑΞ, είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά άνθρακα και χάλυβα και, κατά συνέπεια, καταργούνται και απαγορεύονται εντός της Κοινότητας οι επιδοτήσεις ή ενισχύσεις που χορηγούνται από τα κράτη υπό οποιαδήποτε μορφή.

    33 Η απόφαση 3855/91/ΕΚΑΞ της Επιτροπής, της 27ης Νοεμβρίου 1991, που θεσπίζει κοινοτικούς κανόνες για τις ενισχύσεις προς τη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα (ΕΕ L 362, σ. 57), η οποία ίσχυσε από την 1η Ιανουαρίου 1992 μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1996, επέτρεπε πάντως τη χορήγηση ενισχύσεων στις επιχειρήσεις σιδήρου και χάλυβα σε ορισμένες περιοριστικά απαριθμούμενες περιπτώσεις, και συγκεκριμένα τις ενισχύσεις για το κλείσιμο εγκαταστάσεων, εφόσον κοινοποιούνταν προηγουμένως στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 2, της αποφάσεως αυτής.

    34 Όπως έχει ήδη αποφανθεί το Δικαστήριο, η έννοια της ενισχύσεως είναι ευρύτερη από την έννοια της επιδοτήσεως, διότι δεν περιλαμβάνει μόνο τις θετικές παροχές, όπως είναι οι επιδοτήσεις, αλλά και τις παρεμβάσεις εκείνες οι οποίες, ανεξαρτήτως μορφής, ελαφρύνουν τις επιβαρύνσεις που κανονικώς βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχειρήσεως και οι οποίες κατά συνέπεια, χωρίς να είναι επιδοτήσεις υπό τη στενή έννοια του όρου, είναι της ιδίας φύσεως ή έχουν τα ίδια αποτελέσματα (βλ. αποφάσεις της 23ης Φεβρουαρίου 1961, 30/59, De Gezamenlijke Steenkolenmijnen in Limburg κατά Ανωτάτης Αρχής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 547, και συγκεκριμένα σ. 571, και της 15ης Μαρτίου 1994, C-387/92, Banco Exterior de Espaρa, Συλλογή 1994, σ. Ι-877, σκέψη 13).

    35 Επιπλέον, σύμφωνα με όσα δέχθηκε το Δικαστήριο σε σχέση με το άρθρο 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ, η έννοια της «ενισχύσεως» κατά το άρθρο 4, στοιχείο γγ, της Συνθήκης ΕΚΑΞ καλύπτει κατ' ανάγκη τα πλεονεκτήματα που παρέχονται άμεσα ή έμμεσα με κρατικούς πόρους ή αποτελούν πρόσθετη επιβάρυνση για το Δημόσιο ή για τους οργανισμούς που έχουν ορισθεί ή ιδρυθεί προς τον σκοπό αυτό (βλ. αποφάσεις της 24ης Ιανουαρίου 1978, 82/77, Van Tiggele, Συλλογή τόμος 1978, σ. 15, σκέψεις 23 έως 25, της 13ης Οκτωβρίου 1982, 213/81 έως 215/81, Norddeutsches Vieh- und Fleischkontor Will κ.λπ., Συλλογή 1982, σ. 3583, σκέψη 22, της 17ης Μαρτίου 1993, C-72/91 και C-73/91, Sloman Neptun, Συλλογή 1993, σ. Ι-887, σκέψεις 19 και 21, της 30ής Νοεμβρίου 1993, C-189/91, Kirsammer-Hack, Συλλογή 1993, σ. Ι-6185, σκέψη 16, και της 7ης Μαου 1998, C-52/97 έως C-54/97, Viscido κ.λπ., Συλλογή 1998, σ. Ι-2629, σκέψη 13).

    36 Συναφώς, αντίθετα απ' ό,τι υποστηρίζει η Επιτροπή, η ενδεχόμενη απώλεια φορολογικών εσόδων, την οποία έχει ως συνέπεια για το Δημόσιο η εφαρμογή του καθεστώτος της έκτακτης διαχειρίσεως, λόγω της απόλυτης απαγορεύσεως των ατομικών αναγκαστικών εκτελέσεων και λόγω της αναστολής της τοκοφορίας για όλα τα χρέη της ενδιαφερόμενης επιχειρήσεως, καθώς και λόγω της συνακόλουθης μειώσεως των οφελών που αποκομίζουν οι δανειστές, δεν είναι επαρκής νομική βάση για τον χαρακτηρισμό του εν λόγω καθεστώτος ως ενισχύσεως. Πράγματι, η συνέπεια αυτή είναι συμφυής προς κάθε νομικό σύστημα που χαράσσει το πλαίσιο εντός του οποίου οργανώνονται οι σχέσεις μεταξύ της αφερέγγυας επιχειρήσεως και του συνόλου των δανειστών της και επομένως δεν μπορεί να συναχθεί αυτόματα το συμπέρασμα ότι πρόκειται για πρόσθετη, άμεση ή έμμεση, χρηματοοικονομική επιβάρυνση του Δημοσίου, σκοπός της οποίας είναι η παροχή ορισμένου πλεονεκτήματος στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις (βλ. συναφώς την προπαρατεθείσα απόφαση Sloman Neptun, σκέψη 21).

    37 Αντίθετα, πολλά από τα χαρακτηριστικά του καθεστώτος που θεσπίστηκε με τον νόμο 95/79, αν εξεταστούν ιδίως σε σχέση με τις περιστάσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι αποδεικνύουν, εφόσον η κατωτέρω ανάλυση των στοιχείων αυτών επιβεβαιωνόταν από το αιτούν δικαστήριο, την ύπαρξη ενισχύσεως που απαγορεύεται από το άρθρο 4, στοιχείο γγ, της Συνθήκης ΕΚΑΞ.

    38 Πρώτον, από τη δικογραφία προκύπτει ότι ο νόμος 95/79 εφαρμόζεται επιλεκτικά υπέρ των προβληματικών μεγάλων βιομηχανικών επιχειρήσεων που έχουν υπερβολικά μεγάλα χρέη έναντι ορισμένων κατηγοριών δανειστών, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι δημόσιοι φορείς. Όπως τόνισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 26 των προτάσεών του, είναι μάλιστα πιθανότατο ότι το Δημόσιο ή οι δημόσιοι οργανισμοί αποτελούν τους κυριότερους δανειστές της οικείας επιχειρήσεως.

    39 Πρέπει επίσης να τονιστεί ότι οι αποφάσεις του Υπουργού Βιομηχανίας περί υπαγωγής της προβληματικής επιχειρήσεως σε έκτακτη διαχείριση και περί χορηγήσεως άδειας συνεχίσεως της λειτουργίας της, ακόμη και αν υποτεθεί ότι εκδίδονται κατόπιν σταθμίσεως κατά το δυνατόν των συμφερόντων των δανειστών και κυρίως των πιθανοτήτων αυξήσεως του ενεργητικού της επιχειρήσεως, επηρεάζονται επίσης, όπως ομολόγησε η ίδια η Ιταλική Κυβέρνηση κατά την έγγραφη και κατά την προφορική διαδικασία, από την επιδίωξη διατηρήσεως των οικονομικών δραστηριοτήτων της επιχειρήσεως για λόγους αναγόμενους στην εθνική βιομηχανική πολιτική.

    40 Υπό τις συνθήκες αυτές, αν ληφθούν υπόψη η κατηγορία των επιχειρήσεων που καλύπτονται από την επίμαχη νομοθεσία και η έκταση της εξουσίας εκτιμήσεως που έχει ο Υπουργός, όταν επιτρέπει συγκεκριμένα στην αφερέγγυα επιχείρηση να συνεχίσει, υπό έκτακτη διαχείριση, τη λειτουργία της, η επίμαχη νομοθεσία έχει ειδικό χαρακτήρα, άρα πληροί μια από τις προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν για την ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως (βλ. συναφώς απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 1996, C-241/94, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. Ι-4551, σκέψεις 23 και 24).

    41 Δεύτερον, ανεξαρτήτως του σκοπού που επιδιώκει ο εθνικός νομοθέτης, η επίμαχη νομοθεσία περιάγει τις επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζεται σε πλεονεκτικότερη θέση απ' ό,τι άλλες επιχειρήσεις, καθόσον τους επιτρέπει να συνεχίσουν τις οικονομικές δραστηριότητές τους υπό συνθήκες υπό τις οποίες η δυνατότητα αυτή θα αποκλειόταν, αν εφαρμόζονταν οι συνήθεις κανόνες περί πτωχεύσεως, οι οποίοι ανάγουν σε αποφασιστικό κριτήριο την προστασία των συμφερόντων των δανειστών. Αν ληφθεί δε υπόψη η προνομιακή κατάταξη των απαιτήσεων που συναρτώνται προς τη συνέχιση των οικονομικών δραστηριοτήτων, η άδεια συνεχίσεως των δραστηριοτήτων αυτών υπό τις συνθήκες αυτές θα μπορούσε να σημαίνει την πρόσθετη επιβάρυνση των δημόσιων αρχών, εφόσον αποδεικνυόταν πράγματι ότι μεταξύ των κυριότερων δανειστών της προβληματικής επιχειρήσεως καταλέγονται το Δημόσιο ή δημόσιοι οργανισμοί, αφού μάλιστα είναι δεδομένο ότι η επιχείρηση αυτή οφείλει σημαντικότατα ποσά.

    42 Επιπλέον, πέραν της παροχής εγγυήσεως εκ μέρους του Δημοσίου κατά το άρθρο 2 bis του νόμου 95/79, που οι ιταλικές αρχές δέχθηκαν να κοινοποιούν προηγουμένως στην Επιτροπή, η υπαγωγή της επιχειρήσεως υπό έκτακτη διαχείριση έχει ως αποτέλεσμα ότι η απαγόρευση και η αναστολή των ατομικών αναγκαστικών εκτελέσεων επεκτείνονται για να περιλάβουν τις φορολογικές οφειλές και τις χρηματικές ποινές, τους τόκους και τα πρόστιμα που οφείλονται σε περίπτωση καθυστερήσεως καταβολής του φόρου εταιριών, την απαλλαγή από την υποχρέωση καταβολής των προστίμων και χρηματικών ποινών που οφείλονται σε περίπτωση μη καταβολής των ασφαλιστικών παροχών, καθώς και την εφαρμογή προτιμησιακού συντελεστή σε περίπτωση ολικής ή μερικής μεταβιβάσεως της επιχειρήσεως, για την οποία επιβάλλεται κατ' αποκοπή τέλος καταχωρίσεως ενός εκατομμυρίου LIT, ενώ το σύνηθες τέλος καταχωρίσεως ανέρχεται στο 3 % της αξίας των μεταβιβαζομένων αγαθών.

    43 Τα πλεονεκτήματα αυτά, τα οποία παρέχονται από τον εθνικό νομοθέτη, θα μπορούσαν επίσης να έχουν ως συνέπεια μια πρόσθετη επιβάρυνση για τις δημόσιες αρχές, υπό μορφή κρατικής εγγυήσεως, αφέσεως χρέους εκ μέρους του Δημοσίου ή του δημοσίου οργανισμού, απαλλαγής από την υποχρέωση καταβολής προστίμων ή άλλων χρηματικών ποινών ή υπό μορφή μειωμένου φορολογικού συντελεστή. Το αντίθετο θα συνέβαινε μόνον εφόσον αποδεικνυόταν ότι η υπαγωγή της επιχειρήσεως στο καθεστώς έκτακτης διαχειρίσεως και η συνέχιση των οικονομικών δραστηριοτήτων της δεν προκάλεσαν καμία πρόσθετη επιβάρυνση για το Δημόσιο αν ληφθούν υπόψη τα αποτελέσματα που θα είχε η εφαρμογή των συνήθων διατάξεων περί πτωχεύσεως.

    44 Συναφώς η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζει, πρώτον, ότι η έκτακτη διαχείριση δεν έχει ως συνέπεια να ζημιώνεται το Δημόσιο, έναντι του οποίου υφίστανται οι φορολογικές οφειλές, περισσότερο απ' ό,τι σε περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων του κοινού δικαίου, οι οποίες του παρέχουν ορισμένα διαδικαστικά προνόμια, και, δεύτερον, ότι δεν έχουν πλέον εφαρμογή οι διατάξεις περί απαλλαγής από την υποχρέωση καταβολής των προστίμων και χρηματικών ποινών λόγω καθυστερήσεως της καταβολής ασφαλιστικών εισφορών. Η εξακρίβωση της αλήθειας των ισχυρισμών αυτών απόκειται στο αιτούν δικαστήριο.

    45 Κατόπιν των ανωτέρω, στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η εφαρμογή σε επιχείρηση υπό την έννοια του άρθρου 80 της Συνθήκης ΕΚΑΞ ενός καθεστώτος, όπως αυτό που προβλέπεται από τον ιταλικό νόμο 95/79 και αποκλίνει από τους κανόνες του κοινού πτωχευτικού δικαίου, πρέπει να θεωρηθεί ως ενέχουσα χορήγηση κρατικής ενισχύσεως, η οποία απαγορεύεται από το άρθρο 4, στοιχείο γγ, της Συνθήκης ΕΚΑΞ, εφόσον αποδεικνύεται ότι στην επιχείρηση αυτή

    - επιτράπηκε να συνεχίσει τις οικονομικές δραστηριότητές της υπό περιστάσεις υπό τις οποίες θα αποκλειόταν η δυνατότητα αυτή, αν εφαρμόζονταν οι κανόνες του κοινού πτωχευτικού δικαίου, ή

    - παρασχέθηκαν ένα ή περισσότερα πλεονεκτήματα, π.χ. υπό μορφή κρατικής εγγυήσεως, υπό μορφή μειωμένου φορολογικού συντελεστή, υπό μορφή απαλλαγής από την υποχρέωση καταβολής προστίμων και άλλων χρηματικών ποινών ή υπό μορφή ολικής ή μερικής αφέσεως χρέους εκ μέρους του Δημοσίου ή δημοσίου οργανισμού, των οποίων την παροχή δεν θα μπορούσε να αξιώσει καμία άλλη αφερέγγυα επιχείρηση κατ' εφαρμογή των κανόνων του κοινού πτωχευτικού δικαίου.

    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


    Επί των δικαστικών εξόδων

    46 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Ιταλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

    (πέμπτο τμήμα),

    κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε με διάταξη της 10ης Φεβρουαρίου 1997 το Corte suprema di cassazione, αποφαίνεται:

    Η εφαρμογή σε επιχείρηση υπό την έννοια του άρθρου 80 της Συνθήκης ΕΚΑΞ ενός πτωχευτικού καθεστώτος, όπως αυτό που προβλέπεται από τον ιταλικό νόμο 95/79, της 3ης Απριλίου 1979, και αποκλίνει από τους κανόνες του κοινού πτωχευτικού δικαίου, πρέπει να θεωρηθεί ως ενέχουσα χορήγηση κρατικής ενισχύσεως, η οποία απαγορεύεται από το άρθρο 4, στοιχείο γγ, της Συνθήκης ΕΚΑΞ, εφόσον αποδεικνύεται ότι στην επιχείρηση αυτή

    - επιτράπηκε να συνεχίσει τις οικονομικές δραστηριότητές της υπό περιστάσεις υπό τις οποίες θα αποκλειόταν η δυνατότητα αυτή, αν εφαρμόζονταν οι κανόνες του κοινού πτωχευτικού δικαίου, ή

    - παρασχέθηκαν ένα ή περισσότερα πλεονεκτήματα, π.χ. υπό μορφή κρατικής εγγυήσεως, υπό μορφή μειωμένου φορολογικού συντελεστή, υπό μορφή απαλλαγής από την υποχρέωση καταβολής προστίμων και άλλων χρηματικών ποινών ή υπό μορφή ολικής ή μερικής αφέσεως χρέους εκ μέρους του Δημοσίου ή δημοσίου οργανισμού, των οποίων την παροχή δεν θα μπορούσε να αξιώσει καμία άλλη αφερέγγυα επιχείρηση κατ' εφαρμογή των κανόνων του κοινού πτωχευτικού δικαίου.

    Top