Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61997CC0400

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Saggio της 1ης Ιουλίου 1999.
    Administración General del Estado κατά Juntas Generales de Guipúzcoa και Diputación Foral de Guipúzcoa (C-400/97), Juntas Generales d'Alava και Diputación Foral d'Alava (C-401/97) και Juntas Generales de Vizcaya (C-402/97).
    Αιτήσεις για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Tribunal Superior de Justicia del País Vasco - Ισπανία.
    Διαγραφή.
    Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-400/97, C-401/97 και C-402/97.

    Συλλογή της Νομολογίας 2000 I-01073

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1999:340

    61997C0400

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Saggio της 1ης Ιουλίου 1999. - Administración General del Estado κατά Juntas Generales de Guipúzcoa et Diputación Foral de Giupúzcoa. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Tribunal Superior de Justicia de la Comunidad Autónoma del País Vasco - Ισπανία. - Διαγραφή. - Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-400/97, C-401/97 και C-402/97.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2000 σελίδα I-01073


    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


    1 Με τρεις διατάξεις του αυτού περιεχομένου, το Τribunal Superior de Justicia del Paνs Vasco υπέβαλε στο Δικαστήριο αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως σχετικά με την ερμηνεία των άρθρων 52 και 92 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρων 43 ΕΚ και 87 ΕΚ). Το Δικαστήριο καλείται έτσι να αποφανθεί αν είναι σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις οι κανόνες τοπικής ισχύος («normas forales»), τις οποίες εξέδωσαν τρεις αρχές που ανήκουν στην αυτόνομη κοινότητα της Ξώρας των Βάσκων και οι οποίοι περιέχουν επείγοντα φορολογικά μέτρα για την ενίσχυση των επενδύσεων και την προώθηση της οικονομικής δραστηριότητας.

    Η εθνική νομοθεσία και οι κανόνες τοπικής ισχύος

    2 Οι φορολογικές σχέσεις μεταξύ του Ισπανικού κράτους και της αυτόνομης κοινότητας της Ξώρας των Βάσκων διέπονται από το καθεστώς οικονομικής διαβουλεύσεως (στο εξής: καθεστώς), που εγκρίθηκε με τον υπ' αριθ. 12 νόμο της 13ης Μαου 1981 (1), τροποποιήθηκε δε ακολούθως με τον υπ' αριθ. 27 νόμο της 26ης Δεκεμβρίου 1990 (2). Η νομοθεσία αυτή αναθέτει στις αρχές των ιστορικών εδαφών των Βάσκων την αρμοδιότητα να ρυθμίζουν τη φορολογία στο έδαφός τους, πλην των φόρων που επιβάλλουν τα τελωνεία, των πάσης φύσεως εισφορών που εισπράττονται μέσω των φορολογικών μονοπωλίων και της επιβαρύνσεως σε αλκοολούχα ποτά, η ρύθμιση των οποίων ανήκει αποκλειστικά στα κεντρικά όργανα του κράτους.

    3 Το πρώτο κεφάλαιο του καθεστώτος οικονομικής διαβουλεύσεως καθορίζει τα κριτήρια συνδέσεως εκάστοτε φόρου προκειμένου να καθορισθούν οι αντίστοιχες αρμοδιότητες του κεντρικού θησαυροφυλακίου και των τοπικών θησαυροφυλακίων. Η κατανομή αυτή γίνεται βάσει της αρχής της αλληλεγγύης, δυνάμει της οποίας απαγορεύεται η θέσπιση φορολογικών προνομίων, άμεσων ή έμμεσων, καθώς και η χορήγηση επιδοτήσεων υπό μορφή επιστροφής φόρων (άρθρο 4, παράγραφος 8)· προβλέπεται ότι οι ρυθμίσεις που εκδίδουν οι αρχές των ιστορικών εδαφών δεν μπορούν να επηρεάζουν τον ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων ούτε να αλλοιώνουν την κατανομή των πόρων και την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων και των εργαζομένων (άρθρο 4, παράγραφος 11)· τέλος, απαγορεύεται η εφαρμογή του καθεστώτος οικονομικής διαβουλεύσεως να παρέχει τη δυνατότητα μειωμένης κατ' αποτέλεσμα φορολογήσεως σε σχέση με την υφιστάμενη στην υπόλοιπη ισπανική επικράτεια (άρθρο 4, παράγραφος 12).

    Το άρθρο 6 του καθεστώτος προβλέπει επιπλέον ότι το Ισπανικό Κράτος εξακολουθεί να έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα για τη διαχείριση, τον έλεγχο, την αναθεώρηση και την είσπραξη όλων των φόρων υποκείμενο των οποίων είναι ένα φυσικό πρόσωπο ή μια επιχείρηση, με/ή χωρίς νομική προσωπικότητα που κατά τη φορολογική νομοθεσία του κράτους δεν περιλαμβάνονται μεταξύ των προσώπων που διαμένουν σε ισπανικό έδαφος. Τέλος, όσον αφορά τον φόρο εισοδήματος των φυσικών προσώπων, το άρθρο 7, παράγραφος 1, προβλέπει ότι αυτός μπορεί να χαρακτηριστεί φόρος «περιλαμβανόμενος στη διαβούλευση», υποκείμενος στο καθεστώς της αυτόνομης κοινότητας και απαιτητός από την κατά τόπο αρμόδια Diputaciσn Forall, εφόσον ο υποκείμενος στον φόρο έχει τη συνήθη διαμονή του στη Ξώρα των Βάσκων. Το άρθρο 18 του καθεστώτος καθορίζει αντιθέτως τα κριτήρια εφαρμογής του φόρου στις εταιρίες.

    4 Βάσει των κανονιστικών αρμοδιοτήτων που αναγνωρίζουν οι προαναφερθείσες διατάξεις, οι τρεις Juntas Generales των Diputaciones Forales της Guipϊzcoa, της Αlava και της Vizcaya εξέδωσαν κανόνες τοπικής ισχύος («normas forales»), ήτοι αντιστοίχως τις υπ' αριθ. 11/93 της 26ης Ιουνίου 1993, 18/93 της 5ης Ιουλίου 1993 και 5/93 της 24ης Ιουνίου 1993 ρυθμίσεις που αφορούσαν επείγοντα φορολογικά μέτρα προς ενίσχυση των επενδύσεων και της οικονομικής δραστηριότητας. Οι ρυθμίσεις αυτές προέβλεπαν για την περίοδο μεταξύ της έναρξης της ισχύος τους και της 31ης Δεκεμβρίου 1994 ορισμένες φορολογικές ελαφρύνσεις σε σχέση με τη φορολόγηση των εταιριών και τον φόρο εισοδήματος των φυσικών προσώπων. Τα ληφθέντα μέτρα παρείχαν στις εταιρίες και στα φυσικά πρόσωπα που υπόκεινται στο φορολογικό καθεστώς της Ξώρας των Βάσκων ορισμένα προνόμια τα οποία δεν έχουν οι επιχειρήσεις και τα φυσικά πρόσωπα που υπόκεινται στο κοινό καθεστώς. ςΟσον αφορά τα νομικά πρόσωπα, επρόκειτο πιο συγκεκριμένα για απαλλαγές, μειώσεις ή εκπτώσεις από τους φόρους για τη δημιουργία νέων επιχειρήσεων, για την πραγματοποίηση επενδύσεων σε πάγια ενσώματα στοιχεία του ενεργητικού, για την πραγματοποίηση επενδύσεων στην έρευνα και την ανάπτυξη, καθώς και επενδύσεων προκειμένου να ενισχυθούν οι εξαγωγές, για την απόσβεση προσφάτως κτηθέντων στοιχείων του ενεργητικού, για την κεφαλαιοποίηση μικρών επιχειρήσεων, για την πρόσληψη και την εκπαίδευση προσωπικού. Τα αυτά φορολογικά πλεονεκτήματα προβλέπονταν για τους υποκειμένους στον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων που ασκούν επιχειρηματικές ή επαγγελματικές δραστηριότητες και το καθαρό εισόδημα των οποίων καθορίζεται σύμφωνα με το καθεστώς της άμεσης εκτίμησης.

    Το δε υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής των ανωτέρω φορολογικών ελαφρύνσεων καθοριζόταν, στους προαναφερθέντες κανόνες τοπικής ισχύος, μέσω επάλληλων κριτηρίων. Οι εν λόγω ρυθμίσεις εφαρμόζονταν, κατ' αρχάς, στους υποκειμένους στον φόρο που φορολογούνται αποκλειστικά από το Diputaciσn Foral που εξέδωσε τους κανόνες· κατά δεύτερο λόγο, στους υποκειμένους στον φόρο οι οποίοι, δεδομένου ότι φορολογούνται τόσο από την Diputaciσn Foral που εξέδωσε τον κανόνα τοπικής ισχύος όσο και από οποιαδήποτε άλλη Diputaciσn Foral, έχουν τη φορολογική τους κατοικία στο έδαφος της Diputaciσn Foral που εξέδωσε τη «norma forale» ή που, δεδομένου ότι έχουν την κατοικία τους στο κοινό ισπανικό έδαφος, πραγματοποιούν στο έδαφος της Diputaciσn Foral που εξέδωσε τον κανόνα το μεγαλύτερο μέρος του κύκλου εργασιών τους· τέλος, στους υποκειμένους στον φόρο που, δεδομένου ότι φορολογούνται τόσο από την Diputaciσn Foral που εξέδωσε τον κανόνα όσο και από το κράτος, ή από την Diputaciσn Foral που εξέδωσε τη ρύθμιση, από οποιαδήποτε άλλη Diputaciσn Foral και από το κράτος, έχουν τη φορολογική τους κατοικία στο ιστορικό έδαφος της Diputaciσn Foral που εξέδωσε τον κανόνα και των οποίων ο κύκλος εργασιών που πραγματοποιούν στη Ξώρα των Βάσκων κατά τη διάρκεια του προηγουμένου οικονομικού έτους υπερβαίνει το 25 % του συνολικού κύκλου εργασιών τους.

    Ως προς τον φόρο εισοδήματος των φυσικών προσώπων, οι φορολογικές ελαφρύνσεις που προβλέπουν οι κανόνες τοπικής ισχύος εφαρμόζονται στους υποκειμένους στον φόρο που έχουν τη συνήθη διαμονή τους στα εδάφη των Diputaciones Forales της Guipϊzcoa, της Αlava και της Vizcaya.

    5 Ο εθνικός δικαστής διευκρινίζει στη διάταξη περί παραπομπής ότι η εφαρμογή της ανωτέρω ρυθμίσεως είχε ως αποτέλεσμα το να εξακολουθούν να υπόκεινται στη φορολογική νομοθεσία του κράτους οι υποκείμενοι στον φόρο που δεν κατοικούν στην Ισπανία και, ως εκ τούτου, να αποκλείονται από τα φορολογικά πλεονεκτήματα των μέτρων που προέβλεπε ο προσβαλλόμενος κανόνας τοπικής ισχύος.

    6 Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι η Επιτροπή, με την απόφαση 93/337/ΕΟK (3), που απευθύνεται προς το Βασίλειο της Ισπανίας, απεφάνθη ως προς τους υπ' αριθ. 28/88, 8/88, και 6/88 κανόνες τοπικής ισχύος που εξέδωσαν αντιστοίχως οι Diputaciones Forales της Αlava, της Vizcaya και της Guipϊzcoa. Επρόκειτο για μέτρα φορολογικών ελαφρύνσεων που είχαν το ίδιο περιεχόμενο με αυτό των μέτρων που προέβλεπαν οι κανόνες τοπικής ισχύος οι οποίοι αποτελούν αντικείμενο της κυρίας δίκης. Με την ανωτέρω απόφαση, η Επιτροπή έκρινε ότι οι φορολογικές ενισχύσεις για επενδύσεις, όσον αφορά τον φόρο επί των εταιριών και τον φόρο επί του εισοδήματος φυσικών προσώπων, δεν συμβιβάζονται με την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης, δεδομένου ότι χορηγούνται κατά τρόπο που αντιβαίνει στις διατάξεις του άρθρου 52 της Συνθήκης (4). Με το άρθρο 1, παράγραφος 2, της ίδιας αποφάσεως η Επιτροπή ζήτησε από την Ισπανία να τροποποιήσει το φορολογικό της σύστημα προκειμένου να εξαλείψει τις στρεβλώσεις κατά την έννοια του άρθρου 43 το αργότερο μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1993. Η απόφαση δεν προσβλήθηκε με προσφυγή ούτε από τον αποδέκτη της, βάσει του άρθρου 173, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 230 ΕΚ) ούτε από τις βασκικές αρχές που εξέδωσαν τους κανόνες βάσει του τέταρτου εδαφίου του αυτού άρθρου. Προκειμένου να συμμορφωθεί προς την απόφαση αυτή, το Βασίλειο της Ισπανίας προσέθεσε στον υπ' αριθ. 42 νόμο (5) της 30ής Δεκεμβρίου 1994 και όγδοη διάταξη. Η διάταξη αυτή, που επιγραφόταν «Ξορήγηση φορολογικών κινήτρων και επιδοτήσεων στα πρόσωπα που διαμένουν στην Ευρωπαϋκή ήΕνωση πλην της Ισπανίας», τροποποίησε το προηγούμενο σύστημα, προβλέποντας το δικαίωμα των εταιριών να λάβουν ως επιστροφή από τη φορολογική αρχή του κράτους το ποσό των φόρων που κατέβαλαν το οποίο υπερβαίνει το ποσό που θα έπρεπε να καταβάλουν εάν μπορούσαν να επικαλεσθούν τις ευνοϋκότερες νομοθετικές ρυθμίσεις της αυτόνομης κοινότητας και των ιστορικών εδαφών της Ξώρας των Βάσκων. Λόγω της θεσπίσεως της διατάξεως αυτής, η Επιτροπή κατέληξε, με επιστολή της 3ης Φεβρουαρίου 1995 προς τη μόνιμη αντιπροσωπεία της Ισπανίας στην Ευρωπαϋκή ήΕνωση, στο ότι το βασκικό φορολογικό σύστημα δεν εισήγαγε πλέον καμία δυσμενή διάκριση κατά την έννοια του άρθρου 52 της Συνθήκης.

    Η κύρια δίκη και το προδικαστικό ερώτημα

    7 Η Administraciσn General del Estado προσέβαλε τον Ιούνιο και τον Οκτώβριο του 1994 τους τρεις κανόνες τοπικής ισχύος που εξέδωσαν οι βασκικές αρχές. Μεταξύ των λόγων της προσφυγής, η προσφεύγουσα της κύριας δίκης προέβαλε την παράβαση των άρθρων 52 και 92 της Συνθήκης. Κατά την Ισπανική Κυβέρνηση, η παράβαση αυτή οφειλόταν στο γεγονός ότι οι κανόνες τοπικής ισχύος απέκλειαν από τις φορολογικές ελαφρύνσεις τους πολίτες και τις εταιρίες άλλων κρατών μελών οι οποίες, μολονότι ασκούν οικονομικές δραστηριότητες στη Ξώρα των Βάσκων, δεν διέμεναν σε ισπανικό έδαφος. Με τρεις διατάξεις, με το αυτό περιεχόμενο της 30ής Ιουλίου 1997, το Tribunal Superior de Justicia del Paνs Vasco, τμήμα διοικητικών διαφορών, υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

    «Πρέπει το άρθρο 52 της Συνθήκης ΕΚ, όπως ενδεχομένως το άρθρο 92, παράγραφος 1, αυτής, να ερμηνεύονται υπό την έννοια ότι απαγορεύουν ρύθμιση που αφορά περιοχή (Territorio) ανήκουσα στην Αυτόνομη Κοινότητα (Comunidad Autσnoma) ενός κράτους μέλους, περί επειγόντων φορολογικών μέτρων ενισχύσεως των επενδύσεων και προωθήσεως της οικονομικής δραστηριότητας, από τα οποία μπορούν να επωφεληθούν οι φορολογούμενοι που πληρώνουν φόρους αποκλειστικά στην τοπική φορολογική αρχή (Hacienda Foral) της εν λόγω περιοχής (Territorio) ή έχουν τη φορολογική τους κατοικία ή πραγματοποιούν το μεγαλύτερο μέρος του κύκλου εργασιών τους ή έχουν τη φορολογική τους κατοικία σε συγκεκριμένη περιοχή (Territorio) και ο κύκλος εργασιών τους στην Αυτόνομη Κοινότητα (Comunidad Autσnoma) κατά την προηγούμενη χρήση είναι μεγαλύτερος του 25 % του συνολικού κύκλου εργασιών τους, και δεν περιλαμβάνει μεταξύ των δικαιούχων τα λοιπά φυσικά ή νομικά πρόσωπα που κατοικούν ή είναι εγκατεστημένα στο ίδιο κράτος ή σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϋκής Κοινότητας»;

    8 Με διάταξη της 18ης Δεκεμβρίου 1997, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου αποφάσισε συμφώνως προς το άρθρο 43 του Κανονισμού Διαδικασίας, τη συνεκδίκαση των υποθέσεων C-400/97, C-401/97 και C-402/97 προς διευκόλυνση της προφορικής και της γραπτής διαδικασίας καθώς και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

    Επί του παραδεκτού

    9 Ευθύς εξαρχής πρέπει να εξετασθεί το ζήτημα του παραδεκτού του ερωτήματος που υποβάλει το ισπανικό δικαστήριο. Συγκεκριμένα, οι Juntas Generales και η βασκική κυβέρνηση, αντιστοίχως προσφεύγουσες και παρεμβαίνουσες στην κύρια δίκη, προέβαλαν ένσταση απαραδέκτου. Κατά την άποψή τους, οι αιτήσεις για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως δεν είναι απολύτως αναγκαίες για την επίλυση των διαφορών που εκκρεμούν ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου και δεν περιέχουν με ακρίβεια τα πραγματικά περιστατικά και τα νομικά δεδομένα που απαιτεί η πάγια νομολογία του Δικαστηρίου.

    10 υΟσον αφορά την ανάγκη υποβολής προδικαστικού ερωτήματος και συνεπώς εκδόσεως αποφάσεως του Δικαστηρίου επ' αυτής, οι ανωτέρω διάδικοι φρονούν κατ' ουσίαν ότι με την όγδοη διάταξη που προστέθηκε στον υπ' αριθ. 42/94 νόμο έχουν ήδη αρθεί οι ενδεχόμενες αντιθέσεις με το κοινοτικό δίκαιο των προσβαλλομένων κανόνων τοπικής ισχύος. Η διάταξη αυτή έχει πράγματι αναδρομική εφαρμογή και ως εκ τούτου μπορεί να αποτρέψει οποιαδήποτε δυσμενή κατάσταση που προκύπτει ενδεχομένως από την εφαρμογή του φορολογικού συστήματος των ιστορικών εδαφών της Ξώρας των Βάσκων. Οι εν λόγω διάδικοι προσθέτουν ότι η Επιτροπή, με την προαναφερθείσα επιστολή του Φεβρουαρίου του 1995, αναγνώρισε ότι η θέσπιση της εν λόγω διατάξεως ήρε οποιαδήποτε αμφιβολία σχετικά με τη συμφωνία των κανόνων τοπικής ισχύος με τις κρίσιμες κοινοτικές διατάξεις και τονίζουν ότι άπαντες οι διάδικοι των τριών κύριων δικών κατέστησαν γνωστό στο Tribunal Superior de Justicia ότι δεν θεωρούσαν αναγκαία την έκδοση αποφάσεως επί του κύρους των προσβληθέντων κανόνων, δεδομένου ότι οποιαδήποτε αντίθεση με το άρθρο 52 της Συνθήκης είχε αρθεί με την προαναφερθείσα πρόσθετη διάταξη.

    11 Συναφώς, πρέπει κατ' αρχάς να τονιστεί ότι το Δικαστήριο ενίοτε έκρινε απαράδεκτα ορισμένα ερωτήματα που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο της προδικαστικής διαδικασίας του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 234 ΕΚ), εφόσον η απάντηση στα ερωτήματα αυτά δεν κρινόταν αντικειμενικώς αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς που εκκρεμούσε ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων (6). Ωστόσο δεν φρονώ ότι πρέπει να γίνει δεκτή η ίδια λύση σε σχέση με τη δίκη που μας απασχολεί. Πράγματι δεν είναι δυνατόν να μην ληφθεί δεόντως υπόψη το γεγονός ότι το εθνικό δικαστήριο υπέβαλε το προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο σχεδόν τρία έτη μετά τη θέσπιση της πρόσθετης διατάξεως στον υπ' αριθ. 42/94 νόμο. Μολονότι γνώριζε την άποψη των διαδίκων, κατά την οποία ενδεχόμενη αντίθεση του κανόνα τοπικής ισχύος με το άρθρο 52 της Συνθήκης θα ήρετο χάρη στην θέσπιση της προαναφερθείσας διατάξεως, ο εν προκειμένω δικαστής έκρινε ωστόσο ότι ήταν αναγκαίο να αποφανθεί το Δικαστήριο επί του εριζόμενου σημείου. Στο πλαίσιο της κατανομής της δικαιοδοσίας (και των ευθυνών) που προβλέπει η Συνθήκη, η απόφαση αυτή εμπίπτει κατ' αρχήν στην αρμοδιότητα του εθνικού δικαστή. Αυτός, λόγω του ότι έχει άμεση γνώση των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών και των νομικών δεδομένων, είναι σε θέση να εκτιμήσει την κρισιμότητα των ζητημάτων κοινοτικού δικαίου που ανακύπτουν από την ενώπιόν του διαφορά (7). Το Δικαστήριο δεν μπορεί να αμφισβητήσει τη λύση που δίδει συναφώς ο εθνικός δικαστής παρά μόνον αν είναι πρόδηλο ότι η ερμηνεία ή η εκτίμηση του κύρους μιας κοινοτικής διατάξεως δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα ή το αντικείμενο της υποθέσεως.

    12 Φρονώ ότι εν προκειμένω, δεν βρισκόμαστε ενώπιον μιας εκ των προαναφερθεισών περιπτώσεων που στην πραγματικότητα είναι σπάνιες. Οι επιφυλάξεις που διατύπωσαν οι διάδικοι δεν αφορούν, στην πραγματικότητα, την κρισιμότητα του ερωτήματος προκειμένου να επιλυθεί η διαφορά της κύριας δίκης. Πράγματι, ως προς την εκτίμηση της νομιμότητας των προσβληθεισών διατάξεων βάσει κριτηρίων που παρέχει το κοινοτικό δίκαιο, είναι αναμφισβήτητο ότι η ερμηνεία του Δικαστηρίου των κρίσιμων διατάξεων της Συνθήκης είναι χρήσιμη για την επίλυση της διαφοράς. Οι επιφυλάξεις των διαδίκων αφορούν συνεπώς όχι τόσο την κρισιμότητα του προδικαστικού ερωτήματος σε σχέση με την επίλυση της εν προκειμένω διαφοράς όσο την ίδια τη χρησιμότητα της ενδεχόμενης ακυρώσεως των προσβληθέντων κανόνων από τον εθνικό δικαστή, αφού οι προβληθέντες λόγοι σχετικά με την αντίθεσή τους προς το κοινοτικό δίκαιο δεν υφίστανται πλέον μετά τη θέσπιση της πολλάκις αναφερθείσας πρόσθετης διατάξεως. Φρονώ συνεπώς ότι δεν είναι έργο του Δικαστηρίου αυτού να εξετάσει τη διαφορά της κύριας δίκης υπό το ανωτέρω πρίσμα, υποκαθιστάμενο σε εκτιμήσεις που ανήκουν στον εθνικό δικαστή, ο οποίος θα μπορούσε ενδεχομένως να διαπιστώσει την έλλειψη εννόμου συμφέροντος σε σχέση με τις μη ισχύουσες πλέον διατάξεις ή σε σχέση με τους διαδίκους της κύριας δίκης. Αντιθέτως, επιβάλλεται η διαπίστωση συναφώς ότι η κεντρική διοίκηση - η οποία θα μπορούσε ωστόσο να διατυπώσει ενώπιον του εθνικού δικαστή μια θετική κρίση σχετικά με την αποκατάσταση της νομιμότητας, από άποψη κοινοτικού δικαίου, των προσβληθέντων κανόνων - εντούτοις δεν παραιτήθηκε από το δικόγραφο ή το δικαίωμα της αγωγής, γεγονός που αποδεικνύει ότι η εν προκειμένω διαφορά εξακολουθεί να παρουσιάζει ενδιαφέρον παρά τις νομοθετικές τροποποιήσεις που μεσολάβησαν.

    Ούτε θα ήταν δυνατόν, τροποποιώντας τους λόγους απαραδέκτου που προέβαλαν οι διάδικοι, να προβληθεί η εικονικότητα της διαφοράς, ακολουθώντας μια νομολογιακή γραμμή που στην πραγματικότητα άρχισε και τελείωσε με τις δύο αποφάσεις Foglia (8). Αρκεί να παρατηρηθεί συναφώς, και ανεξαρτήτως οποιασδήποτε κρίσεως σχετικά με την ορθότητα της λύσης που έδωσαν οι προαναφερθείσες αποφάσεις, ότι οι διάδικοι ουδόλως συμφωνούν ως προς το ποια θα πρέπει να είναι η απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα και συνεπώς στην εν προκειμένω διαφορά, η οποία ως εκ τούτου ουδόλως φαίνεται να είναι εικονική.

    13 Επιπλέον, από τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν οι διάδικοι με τα γραπτά υπομνήματά τους και κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση ουδόλως είναι σαφές το πεδίο της κατά χρόνον εφαρμογής της ρυθμίσεως που θέσπισε η Ισπανία προκειμένου να αρθεί η αντίθεση της τοπικής νομοθεσίας με τις διατάξεις της Συνθήκης ούτε η αποτελεσματικότητα της ρυθμίσεως αυτής προκειμένου να τερματισθεί πραγματικά η άνιση μεταχείριση που υποτίθεται ότι προκαλεί η νομοθεσία αυτή. Προς τούτο, είναι δυνατόν να αμφισβητηθεί, ευλόγως μάλιστα, το αν ένα επανορθωτικό μέτρο, όπως το προβλεπόμενο από την προστεθείσα όγδοη διάταξη, ισοδυναμεί in concreto με αναστολή της εφαρμογής των κανόνων τοπικής ισχύος, στο μέτρο που το μέτρο αυτό προϋποθέτει εν πάση περιπτώσει μια χρονοβόρο και δαπανηρή δραστηριότητα εκ μέρους των επιχειρήσεων.

    14 Ακόμη λιγότερο βάσιμες φαίνονται οι ενστάσεις απαραδέκτου σχετικά με την αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που προέβαλαν εκ των υστέρων οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης. Ο ισχυρισμός ότι οι αιτήσεις για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως δεν είναι απολύτως αναγκαίες για την επίλυση της διαφοράς διότι το ερώτημα που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστή είναι «εν μέρει» εσωτερικής φύσεως είναι αλυσιτελής. Η δυσμενής διάκριση ή οι κρατικές ενισχύσεις αφορούσαν, κατά την άποψη των ανωτέρω διαδίκων, μια νομική κατάσταση στην οποία εμπλέκονταν φυσικά και νομικά πρόσωπα που είχαν την κατοικία ή την έδρα τους στη Ξώρα των Βάσκων έναντι των φυσικών ή νομικών προσώπων που είχαν την κατοικία ή την έδρα τους στην υπόλοιπη επικράτεια της Ισπανίας. Αρκεί να παρατηρηθεί, προκειμένου να αντικρουσθεί η ένσταση αυτή, ότι το εν λόγω δυσμενές μέτρο πλήττει εξίσου τόσο τα πρόσωπα που κατοικούν στο κοινό ισπανικό έδαφος όσο και εκείνα που κατοικούν σε άλλα κράτη μέλη.

    ηΟσον αφορά ακολούθως την προβαλλόμενη έλλειψη πληρότητας των τριών αιτήσεων για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, οι οποίες δεν διευκρινίζουν με την απαιτούμενη ακρίβεια το γεγονός ότι στις διάφορες περιοχές της ισπανικής επικράτειας συνυπάρχουν διαφορετικά φορολογικά συστήματα, αφήνοντας έτσι να εννοηθεί ότι υπάρχει ένα και μόνο γενικό σύστημα που προβλέπει εξαιρέσεις για ορισμένες περιοχές, αρκεί να λεχθεί ότι η διάταξη εκθέτει, έστω και συνοπτικώς, το σύστημα που ισχύει για τους υποκειμένους στον φόρο στα ιστορικά εδάφη, το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής του, την άνιση μεταχείριση μεταξύ των φυσικών και των νομικών προσώπων που υπάγονται στο εν λόγω σύστημα και εκείνων που υπάγονται στην κοινή νομοθεσία. Από την ύπαρξη διαφορετικών φορολογικών συστημάτων προκύπτει πράγματι ένα ουσιαστικό πρόβλημα, που θα εξετάσω στον κατάλληλο τόπο, ήτοι το πρόβλημα σχετικά με την εκτίμηση των εν λόγω μέτρων υπό το πρίσμα των κοινοτικών ρυθμίσεων που διέπουν τις κρατικές ενισχύσεις.

    15 Για τους ανωτέρω λόγους, φρονώ ότι το Δικαστήριο πρέπει να αποφανθεί επί του ερωτήματος που υπέβαλε το ισπανικό δικαστήριο.

    Επί της ελευθερίας εγκαταστάσεως

    16 Με το πρώτο σκέλος του ερωτήματος, το ισπανικό δικαστήριο ερωτά το Δικαστήριο αν το άρθρο 52 της Συνθήκης απαγορεύει ρύθμιση, όπως είναι η βασκική, που αφορά επείγοντα μέτρα ενισχύσεως των επενδύσεων από τα οποία είναι δυνατόν να ωφεληθούν οι υποκείμενοι στον φόρο οι οποίοι φορολογούνται αποκλειστικώς από το θησαυροφυλάκιο της επικράτειας μιας Diputaciσn Foral ή οι οποίοι έχουν εκεί τη φορολογική τους κατοικία ή πραγματοποιούν το μεγαλύτερο μέρος του κύκλου εργασιών τους ή ακόμη οι οποίοι, λόγω του ότι έχουν τη φορολογική τους κατοικία στην επικράτεια αυτή, πραγματοποίησαν, κατά τη διάρκεια του προηγούμενου οικονομικού έτους, άνω του 25 % του συνολικού κύκλου εργασιών τους στην αυτόνομη κοινότητα, χωρίς να περιλαμβάνονται μεταξύ των ευεργετουμένων από τα μέτρα αυτά τα λοιπά φυσικά ή νομικά πρόσωπα που κατοικούν ή εδρεύουν σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϋκής Κοινότητας.

    Οι διαδικασίες εναρμόνισης φορολογικών αποφάσεων προβλέπουν πράγματι (άρθρο 6 του υπ' αριθ. 12/1981 νόμου, όπως τροποποιήθηκε με τον υπ' αριθ. 27/90 νόμο) ότι τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που δεν κατοικούν ή εδρεύουν στο Ισπανικό Κράτος υπόκεινται στη φορολογική νομοθεσία του κράτους. Επομένως, τα πρόσωπα αυτά εξαιρούνται από τα πλεονεκτήματα της φορολογικής νομοθεσίας της Ξώρας των Βάσκων.

    17 Πριν εισέλθω στην εξέταση της ουσίας του ερωτήματος, φρονώ χρήσιμο να επανέλθω σε όσα ήδη είπα σχετικά με τις διορθωτικές διατάξεις που θέσπισε η Ισπανική Κυβέρνηση. Η Ισπανική Κυβέρνηση, συμφώνως προς την απόφαση 93/337 της Επιτροπής, προσέθεσε στον υπ' αριθ. 42 νόμο της 30ής Δεκεμβρίου 1994 και όγδοη διάταξη σχετικά με τη χορήγηση φορολογικών κινήτρων και επιδοτήσεων σε πρόσωπα που έχουν τη συνήθη διαμονή τους στην Ευρωπαϋκή ήΕνωση χωρίς να διαμένουν σε ισπανικό έδαφος. Βάσει της διατάξεως αυτής, οι εταιρίες που λειτουργούν στα βασκικά εδάφη χωρίς να μπορούν να επικαλεστούν τις φορολογικές ελαφρύνσεις που παραχωρεί η Ξώρα των Βάσκων έχουν δικαίωμα να λάβουν ως επιστροφή, από τις φορολογικές αρχές του κράτους, τα ποσά που πράγματι κατέβαλαν επιπλέον σε σχέση με τα ποσά που θα έπρεπε να καταβάλουν εάν ήταν δυνατόν να επικαλεστούν τη νομοθεσία των ιστορικών εδαφών. Η Ισπανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι, χάρη στη θέσπιση του μέτρου αυτού, δεν υπάρχει το ενδεχόμενο δυσμενούς διακρίσεως στο επίπεδο του κοινοτικού δικαίου. Η Επιτροπή, για λόγους συνέπειας προς ό,τι κοινοποιήθηκε στην Ισπανική Κυβέρνηση με επιστολή της 3ης Φεβρουαρίου 1995, δεν αντιτίθεται στο αίτημα αυτό.

    18 Προς τούτο, δεν είναι περιττό να διευκρινιστεί ότι, στον ισολογισμό μιας επιχειρήσεως, υπάρχει μία αξιοσημείωτη διαφορά μεταξύ φορολογικής απαλλαγής επί των εισροών, όπως αυτή που κατοχυρώνουν οι διατάξεις των κανόνων τοπικής ισχύος, και της εκ των υστέρων επιστροφής, που προβλέπεται από το διορθωτικό μέτρο που θέσπισε η Ισπανική Κυβέρνηση. Ο μηχανισμός του solve et repete δεν αίρει τις δυσμενείς διακρίσεις σε βάρος των αλλοδαπών εταιριών. Ξρόνος και προσωπικό πρέπει εν πάση περιπτώσει να απασχοληθούν για την παρακολούθηση της πορείας των γραφειοκρατικών διαδικασιών που απαιτούνται προκειμένου να εισπραχθεί η επιστροφή, με αποτέλεσμα η επιχείρηση να υποβάλλεται σε επιπλέον δαπάνες. Ως εκ τούτου, φρονώ ότι η όγδοη διάταξη που προστέθηκε στον υπ' αριθ. 42/94 νόμο δεν δύναται να εξαλείψει στο σύνολό της την άνιση μεταχείριση μεταξύ των επιχειρήσεων, που έχουν τη φορολογική τους έδρα στη Ξώρα των Βάσκων, και των αλλοδαπών επιχειρήσεων η οποία προκαλείται από τους κανόνες τοπικής ισχύος.

    19 Ερχόμενος τώρα στην εξέταση της ουσίας του ερωτήματος, πρέπει να επαναλάβω ευθύς εξ αρχής για περισσότερη σαφήνεια ότι η ρύθμιση της Ξώρας των Βάσκων εξαρτά την αναγνώριση φορολογικών ελαφρύνσεων από την προϋπόθεση της υπάρξεως διαμονής, φορολογικής κατοικίας ή από την πραγματοποίηση ενός σημαντικού ποσοστού του συνολικού κύκλου εργασιών σε βασκικό έδαφος. Μια εταιρία ενός άλλου κράτους μέλους που θα επιθυμούσε να ιδρύσει ένα υποκατάστημα, ένα πρακτορείο ή μια εγκατάσταση στη Ξώρα των Βάσκων διατηρώντας ταυτόχρονα τη δραστηριότητά της (και επομένως τη φορολογική της έδρα) στο κράτος προελεύσεώς της δεν θα μπορούσε να λάβει τις ενισχύσεις αυτές.

    20 Συναφώς, είναι χρήσιμο να υπομνησθεί ότι η ελευθερία εγκαταστάσεως, που αναγνωρίζει το άρθρο 52 της Συνθήκης στους πολίτες ενός κράτους μέλους και η οποία τους παρέχει τη δυνατότητα να έχουν πρόσβαση στις μη μισθωτές δραστηριότητες και να τις ασκούν υπό τις αυτές προϋποθέσεις που ορίζονται από τη νομοθεσία του κράτους μέλους εγκαταστάσεως για τους δικούς του υπηκόους, περιλαμβάνει, σύμφωνα με το άρθρο 58 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 48 ΕΚ), για τις εταιρίες που έχουν συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία ενός κράτους μέλους και οι οποίες έχουν την καταστατική τους έδρα, την κεντρική τους διοίκηση ή την κύρια εγκατάστασή τους εντός της Κοινότητας, το δικαίωμα να αναπτύσσουν τη δραστηριότητά τους στο εν λόγω κράτος μέλος μέσω υποκαταστήματος ή πρακτορείου (9).

    Στο πλαίσιο της εφαρμογής των άρθρων 52 και 58 της Συνθήκης, η έδρα μιας εταιρίας χρησιμεύει στον προσδιορισμό, ακριβώς όπως η εθνικότητα για τα φυσικά πρόσωπα, της σύνδεσής τους με την έννομη τάξη ενός κράτους. ςΟπως έκρινε το Δικαστήριο στην απόφαση Επιτροπή κατά Γαλλίας (10), «το να γίνει δεκτό ότι το κράτος μέλος εγκαταστάσεως μπορεί ελεύθερα να προβαίνει σε διαφορετική μεταχείριση λόγω του μόνου γεγονότος ότι η έδρα της εταιρίας βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος θα απογύμνωνε (...) τη διάταξη αυτή από το περιεχόμενό της».

    21 Η ανωτέρω αρχή εφαρμόζεται, υπό το πρίσμα της πάγιας νομολογίας του Δικαστηρίου, και σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η εθνική φορολογική νομοθεσία αναγνωρίζει ελαφρύνσεις μόνον στις επιχειρήσεις που έχουν έδρα στο εσωτερικό του κράτους. Μολονότι είναι αληθές ότι ελλείψει μέτρων εναρμονίσεως, η ρύθμιση των άμεσων φόρων εμπίπτει κατ' αρχήν στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, εν τούτοις τα κράτη μέλη, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, είναι υποχρεωμένα να τηρούν το κοινοτικό δίκαιο (11). Επομένως, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 52 της Συνθήκης η εισάγουσα δυσμενείς διακρίσεις φορολογικής μεταχείριση η οποία εμποδίζει ή περιορίζει την άσκηση του δικαιώματος εγκαταστάσεως (12).

    22 Πρέπει ακολούθως να τονιστεί ότι το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως υπογραμμίσει ότι η ελευθερία εγκαταστάσεως αποτελεί μία από τις θεμελιώδεις αρχές της Κοινότητας και ότι οι διατάξεις που την κατοχυρώνουν παρέχουν στους αποδέκτες τους απόλυτα δικαιώματα τα οποία μπορούν να υποχωρήσουν μόνον ενώπιον υπέρτερων συμφερόντων όπως είναι οι λόγοι δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας και δημοσίας υγείας [άρθρο 56 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 46 ΕΚ)]. Μόνον στις συγκεκριμένες και εξαιρετικές αυτές περιπτώσεις μπορεί να δικαιολογηθεί η ύπαρξη εθνικών νομοθεσιών που εισάγουν δυσμενείς διακρίσεις. Εκτιμήσεις αμιγώς οικονομικού χαρακτήρα, όπως η απώλεια φορολογικών εσόδων ή η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, δεν μπορούν να δικαιολογήσουν περιορισμούς στο θεμελιώδες δικαίωμα που κατοχυρώνει η Συνθήκης (13).

    23 Οι βασικές αρχές υποστηρίζουν ωστόσο ότι τα θεσπισθέντα μέτρα δικαιολογούνται από την ανάγκη να διασφαλισθεί η συνοχή του εθνικού φορολογικού συστήματος. Κατά την άποψή τους, η διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των υποκειμένων στον φόρο στηρίζεται στο γεγονός ότι τα κριτήρια συνδέσεως εκφράζουν την εσωτερική κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ των φορολογικών αρχών της Ξώρας των Βάσκων και των κρατικών φορολογικών αρχών. Προς στήριξη της απόψεως αυτής, οι Juntas Forales επικαλούνται την απόφαση Bachmann (14), στην οποία το Δικαστήριο χρησιμοποίησε για πρώτη φορά την έννοια της «συνοχής του φορολογικού συστήματος», κατά την εκτίμηση της φορολογικής νομοθεσίας και των συνεπειών της έναντι των υποκειμένων στον φόρο που είναι εγκατεστημένη σε άλλα κράτη μέλη. Η έννοια της «φορολογικής συνοχής», νοούμενη ως επιτακτικός λόγος γενικού συμφέροντος δυνάμενος να περιορίσει τις θεμελιώδεις οικονομικές ελευθερίες που κατοχυρώνει η Συνθήκη, διευκρινίστηκε και οριοθετήθηκε με διαδοχικές αποφάσεις, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται οι αποφάσεις Svensson και Gustavsson (15), Asscher (16) και Futura Participations και Singer (17).

    24 Εν προκειμένω, και πέραν πάσης εκτιμήσεως ως προς τη δυνατότητα επικλήσεως της εξαιρέσεως αυτής ενώπιον μέτρων που εισάγουν προδήλως δυσμενείς διακρίσεις (18), δεν φρονώ ότι στην παρούσα υπόθεση πρέπει να ληφθεί υπόψη η ανάγκη διατηρήσεως της συνοχής του ισπανικού φορολογικού συστήματος. Πράγματι από τις προπαρατεθείσες αποφάσεις προκύπτει ότι η εφαρμογή του προαναφερθέντος «επιτακτικού λόγου γενικού συμφέροντος», προκειμένου να δικαιολογηθεί η θέσπιση εθνικών μέτρων που περιορίζουν την ελευθερία εγκαταστάσεως και παροχής υπηρεσιών, απαιτεί την ύπαρξη άμεσου συνδέσμου μεταξύ φορολογήσεως και φοροαπαλλαγής στο εσωτερικό ενός και του αυτού φορολογικού συστήματος. Ειδικότερα, πρέπει να υφίσταται μια αντισταθμιστική σχέση μεταξύ των ποσών που εισπράττει το κράτος μέσω της φορολογήσεως και των ποσών που επιστρέφονται στον φορολογούμενο υπό τη μορφή φοροαπαλλαγής (19).

    Η «συνοχή του φορολογικού συστήματος» στην οποία αναφέρεται το Δικαστήριο δεν αφορά, όπως θα επιθυμούσαν οι βασκικές αρχές την κατανομή αρμοδιοτήτων για φορολογικά ζητήματα στο εσωτερικό ενός κράτους μέλους, αλλά τον ιδιαίτερο σύνδεσμο που υφίσταται μεταξύ δύο ενεργειών - μιας αρνητικής και μιας θετικής - εντός ενός και του αυτού φορολογικού συστήματος. Στην υπόθεση που μας απασχολεί, δεν υφίσταται εντός του ισπανικού φορολογικού συστήματος καμία φορολόγηση που να μπορεί να θεωρηθεί ότι συνδέεται άμεσα με τις φοροαπαλλαγές που προβλέπει η νομοθεσία της Ξώρας των Βάσκων για τις εταιρίες που έχουν σε αυτήν τη φορολογική τους έδρα.

    25 Συνεπώς, φρονώ ότι οι προϋποθέσεις που επιβάλλει η βασκική νομοθεσία προκειμένου να μπορέσουν οι εταιρίες να τύχουν των φορολογικών ελαφρύνσεων συνιστούν μέτρο που εισάγει δυσμενείς διακρίσεις κατά την έννοια του άρθρου 52 της Συνθήκης και, ως εκ τούτου, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο πρώτο σκέλος του ερωτήματος που υπέβαλε το Tribunal Superior de Justicia del Paνs Vasco ότι το άρθρο 52 της Συνθήκης απαγορεύει ρύθμιση σχετική με επείγοντα μέτρα ενισχύσεως των επενδύσεων από τα οποία μπορούν να ωφεληθούν οι υποκείμενοι στον φόρο που φορολογούνται αποκλειστικά από το θησαυροφυλάκιο των ιστορικών βασκικών εδαφών ή που έχουν σε αυτά τη φορολογική τους κατοικία ή πραγματοποιούν σε αυτά το μεγαλύτερο μέρος του κύκλου εργασιών τους ή ακόμη που, λόγω του ότι έχουν τη φορολογική τους κατοικία στο έδαφος αυτό, πραγματοποίησαν κατά τη διάρκεια του προηγούμενου οικονομικού έτους άνω του 25 % του συνολικού κύκλου εργασιών τους στην αυτόνομη κοινότητα, χωρίς όμως να μπορούν να ωφεληθούν από τη ρύθμιση αυτή τα λοιπά φυσικά ή νομικά πρόσωπα που διαμένουν ή εδρεύουν σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϋκής Κοινότητας.

    Επί της έννοιας των κρατικών ενισχύσεων

    26 Με το δεύτερο σκέλος του προδικαστικού ερωτήματος ο εθνικός δικαστής ερωτά το Δικαστήριο αν τα προαναφερθέντα μέτρα για την ενίσχυση των επενδύσεων που θέσπισαν οι βασκικές αρχές είναι σύμφωνα με τις διατάξεις της Συνθήκης που διέπουν τις κρατικές ενισχύσεις (άρθρα 92 επ. της Συνθήκης).

    27 Συναφώς, πρέπει ευθύς εξαρχής να τονισθεί ότι η εκτίμηση του εθνικού δικαστή, ενδεχομένως με την αρωγή του Δικαστηρίου, σε σχέση με τον χαρακτηρισμό ενός εθνικού μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 92 της Συνθήκης έχει σημασία στον βαθμό που μια ενδεχομένως θετική εκτίμηση θα παρείχε τη δυνατότητα να θεωρηθούν εξ ορισμού παράνομα τα μέτρα ενισχύσεως εφόσον δεν κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή κατά την έννοια του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ). Στο πλαίσιο της υπό κρίση διαφοράς, οι διατάξεις των κανόνων τοπικής ισχύος αποτελούν το αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως ασκηθείσας από την κεντρική κυβέρνηση λόγω του ότι οι διατάξεις αυτές επέτρεπαν την ευνοϋκότερη μεταχείριση των εγκατεστημένων στα ιστορικά βασκικά εδάφη επιχειρήσεων. Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο καλείται να εκτιμήσει αν εν προκειμένω ένα εθνικό μέτρο μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «ενίσχυση» κατά την έννοια του άρθρου 92 της Συνθήκης. Υπό το πρίσμα της πάγιας νομολογίας του Δικαστηρίου σχετικά με τις εξουσίες του εθνικού δικαστή ενώπιον μη κοινοποιηθεισών ενισχύσεων (20), μια θετική απάντηση θα παρείχε επομένως τη δυνατότητα στο ισπανικό δικαστήριο να ακυρώσει τα προβλεπόμενα από τους κανόνες τοπικής ισχύος μέτρα λόγω του ότι ελήφθησαν χωρίς να κοινοποιηθούν στην Επιτροπή συμφώνως προς το άρθρο 93 της Συνθήκης (21). Αντιθέτως, ο εθνικός δικαστής δεν θα μπορούσε να αποφανθεί αν τα μέτρα ενισχύσεως είναι σύμφωνα με την Κοινή Αγορά, καθόσον η εκτίμηση αυτή ανήκει αποκλειστικά βάσει της Συνθήκης στην Επιτροπή, ενώ μπορεί να κρίνει, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 93, παράγραφος 3, αν το ληφθέν μέτρο εμπίπτει στην έννοια των κρατικών ενισχύσεων (22). Προς τούτο, ο εθνικός δικαστής δύναται, όπως εν προκειμένω, ή υποχρεούται, εφόσον πρόκειται για δικαστήριο του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα, να υποβάλει αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 92 της Συνθήκης.

    28 Συμφώνως προς τα ανωτέρω, αντικείμενο της παρούσας εκτιμήσεως είναι αν, in concreto, τα μέτρα που έλαβαν οι βασκικές αρχές εμπίπτουν στην έννοια των ενισχύσεων του άρθρου 92, παράγραφος 1. Η ανάλυση πρέπει ειδικότερα να επικεντρωθεί σε τρία στοιχεία: στη δυνατότητα να αποδοθεί η ευθύνη για τα εν λόγω μέτρα στο Ισπανικό Κράτος, στην ύπαρξη αξιόλογου πλεονεκτήματος ή ωφέλειας για τις επιχειρήσεις, που λαμβάνεται κατόπιν κρατικής παρεμβάσεως και στον ειδικό χαρακτήρα του κρατικού μέτρου κατά το ότι προορίζεται να ευνοήσει ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένες παραγωγές.

    29 Θεωρώ αναμφισβήτητο το ότι τα μέτρα που έλαβαν οι Juntas Forales βάσει των αρμοδιοτήτων που τους αναγνωρίζει ο υπ' αριθ. 12 νόμος της 13ης Μαου 1981, για την εναρμόνιση των φορολογικών αποφάσεων, συνιστούν ενίσχυση που παραχωρείται υπό τη μορφή φορολογικών ελαφρύνσεων και ότι η ευθύνη για τα μέτρα αυτά πρέπει να αποδοθεί στο κράτος.

    30 ςΟσον αφορά την πρώτη των ανωτέρω προϋποθέσεων, σχετικά με την υπαγωγή των συγκεκριμένων μέτρων που ελήφθησαν στην κατά το άρθρο 92 της Συνθήκης έννοια των ενισχύσεων, αρκεί να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η έννοια των ενισχύσεων είναι γενικότερη της έννοιας των επιδοτήσεων διότι περιλαμβάνει «όχι μόνον θετικές παροχές, όπως οι ίδιες οι επιδοτήσεις, αλλά επίσης παρεμβάσεις οι οποίες, υπό διαφορετική μορφή, ελαφρύνουν τις επιβαρύνσεις που κανονικά βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχειρήσεως και που, για τον λόγο αυτό, χωρίς να είναι επιδοτήσεις κατά τη στενή έννοια της λέξεως, είναι της αυτής φύσεως και έχουν ταυτόσημα αποτελέσματα.» (23) ΙΟσον αφορά, ειδικότερα, τα μέτρα που συνεπάγονται φορολογικές ελαφρύνσεις, το Δικαστήριο διευκρίνισε με την απόφαση Banco Exterior de Espaρa ότι «μέτρο με το οποίο οι δημόσιες αρχές παρέχουν σε ορισμένες επιχειρήσεις φορολογική απαλλαγή, το οποίο, μολονότι δεν συνεπάγεται μεταβίβαση κρατικών πόρων, θέτει τους δικαιούχους σε ευνοϋκότερη οικονομική κατάσταση σε σχέση με τους υπολοίπους φορολογουμένους, συνιστά κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης» (24). Μπορεί επομένως να συναχθεί το συμπέρασμα ότι τα προβλεπόμενα από τους κανόνες τοπικής ισχύος μέτρα, αντικείμενο της παρούσας υποθέσεως, αποτελούν ενίσχυση στον βαθμό που έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση των φορολογικών υποχρεώσεων στις οποίες υπόκεινται οι επιχειρήσεις που εμπίπτουν στο υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής των μέτρων αυτών.

    31 νΟσον αφορά, ακολούθως, το γεγονός ότι την ευθύνη για τα ληφθέντα από τοπικούς φορείς μέτρα θα πρέπει να έχει το κράτος, αρκεί να υπενθυμίσω την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Γερμανία κατά Επιτροπής (25).

    Αντικείμενο της υποθέσεως αυτής ήταν ένα πρόγραμμα ενισχύσεων για τη βελτίωση της περιφερειακής οικονομικής διαρθρώσεως του Ομόσπονδου Κράτους της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας υπέρ των επιχειρήσεων που είναι εγκατεστημένες σε ορισμένες περιοχές του εδάφους της. Ο κανόνας τοπικής ισχύος εκδόθηκε βάσει ομοσπονδιακού νόμου πλαισίου. Κρίνοντας τη νομιμότητα της αποφάσεως της Επιτροπής που θεώρησε ότι το πρόγραμμα περιφερειακών ενισχύσεων ήταν ασυμβίβαστο με την Κοινή Αγορά, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι «το γεγονός ότι αυτό το πρόγραμμα ενισχύσεων εγκρίθηκε από ένα ομόσπονδο κράτος ή έναν οργανισμό τοπικής αυτοδιοικήσεως, και όχι από την Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση, δεν εμποδίζει την εφαρμογή του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του εν λόγω άρθρου. Πράγματι, το άρθρο αυτό, δεδομένου ότι αναφέρει τις ενισχύσεις που χορηγούνται "υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους", αφορά όλες τις ενισχύσεις που χρηματοδοτούνται με δημόσιους πόρους. Εντεύθεν έπεται ότι οι ενισχύσεις που χορηγούνται από περιφερειακούς και τοπικούς φορείς των κρατών μελών, οποιοδήποτε και αν είναι το καθεστώς και η ονομασία τους (26), υπόκεινται σε έλεγχο ως προς το αν συμβιβάζονται με το άρθρο 92 της Συνθήκης» (27) Το ζήτημα των ενισχύσεων που χορηγούν περιφερειακοί ή τοπικοί φορείς τέθηκε επίσης και στην υπόθεση Περιφερειακή κυβέρνηση της Βαλλονίας κατά Επιτροπής, επί της οποίας το Δικαστήριο απεφάνθη με απόφαση της 8ης Μαρτίου 1988 (28). Στην περίπτωση εκείνη, το Δικαστήριο εξέτασε, κατόπιν προσφυγής της Περιφερειακής κυβέρνησης της Βαλλονίας, τη νομιμότητα της αποφάσεως, αποδέκτης της οποίας ήταν το Βελγικό Κράτος, με την οποία κρίθηκε ασυμβίβαστο με την Κοινή Αγορά σχέδιο ενισχύσεων της παραγωγής που θα έπρεπε να χορηγήσει η ανωτέρω τοπική αρχή (29). Τελικώς, το γεγονός ότι τα συγκεκριμένα μέτρα ενισχύσεων θεσπίστηκαν ή χορηγήθηκαν από τοπικούς ή περιφερειακούς φορείς δεν αίρει την ευθύνη του κράτους για τη λήψη ή τη χορήγηση των μέτρων αυτών κατ' εφαρμογήν των κοινοτικών κανόνων που διέπουν τις κρατικές ενισχύσεις. Συνεπώς, οι επίδικες ρυθμίσεις εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 92 της Συνθήκης.

    32 Η τρίτη από τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις, κατά την οποία η ενίσχυση πρέπει «να ευνοεί ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένες παραγωγές», απαιτεί διεξοδικότερη ανάλυση σχετικά με αυτήν την ίδια τη φύση των μέτρων για την ενθάρρυνση των επενδύσεων που έλαβαν οι βασκικές αρχές. Πράγματι, πρέπει να διευκρινισθεί αν τα μέτρα αυτά αποτελούν όντως «κρατικές ενισχύσεις», οι οποίες παρέχουν ένα πλεονέκτημα από άποψη ανταγωνισμού σε σχέση με άλλες επιχειρήσεις που υπόκεινται στο κοινό σύστημα, ή ένα γενικό μέτρο, το οποίο ως εκ τούτου περιλαμβάνεται μεταξύ των πολιτικοοικονομικών επιλογών του κράτους, οι οποίες είναι απρόσβλητες σε κοινοτικό επίπεδο κατ' εφαρμογήν των κανόνων των άρθρων 92 επ. της Συνθήκης και οι οποίες διέπονται, όταν παρίσταται ανάγκη, από άλλες λιγότερο αυστηρές διατάξεις της Συνθήκης (30). Προς τούτο, είναι δυνατόν, στο πλαίσιο μιας πρώτης προσεγγίσεως, να νοηθούν ως «γενικά μέτρα» οι νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις που τυγχάνουν γενικής εφαρμογής στο εσωτερικό ενός συγκεκριμένου κράτους μέλους, ενώ τα θεσπιζόμενα από το κράτος μέτρα που ευνοούν ορισμένους οικονομικούς κλάδους ή ορισμένους επιχειρηματίες σε σχέση με άλλους πρέπει να θεωρηθούν «ενισχύσεις» κατά την έννοια του άρθρου 92.

    33 Φρονώ ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου δεν είναι δυνατόν να αντληθεί μετά βεβαιότητος ένα γενικό κριτήριο δυνάμενο να επιτρέψει τη χάραξη κατά τρόπο αναμφισβήτητο των ορίων μεταξύ των δύο εννοιών. Η μέχρι τούδε νομολογία του Δικαστηρίου καθόριζε κατ' ουσίαν το στοιχείο της ειδικότητας του μέτρου έναντι των δικαιούχων των ενισχύσεων: ενισχύσεις που αφορούν συγκεκριμένους κλάδους (31), μία συγκεκριμένη επιχείρηση (32), επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες σε μία συγκεκριμένη περιοχή (33). ςΕνα άλλο κριτήριο, που χρησιμοποίησε ο γενικός εισαγγελέας Darmon στις προτάσεις του επί της υποθέσεως Sloman Neptun (34), στηρίζεται αντιθέτως στον εξαιρετικό χαρακτήρα του μέτρου σε σχέση με τη διάρθρωση του γενικού συστήματος στο οποίο εντάσσεται.

    34 Στην εν προκειμένω υπόθεση, πρόκειται περί φορολογικών ελαφρύνσεων που χορηγούνται αποκλειστικά στις επιχειρήσεις που ανταποκρίνονται στις προϋποθέσεις που τάσσουν οι κανόνες τοπικής ισχύος: κατ' ουσίαν, στις επιχειρήσεις που έχουν την έδρα της φορολογήσεώς τους στη Ξώρα των Βάσκων. Οι ελαφρύνσεις αυτές παραχωρούνται από τρεις ιστορικές περιφέρειες βάσει του νόμου του 1981 για την εναρμόνιση των φορολογικών αποφάσεων, ο οποίος αναγνωρίζει στις περιφέρειες αυτές πλήρη αυτονομία κατά τον καθορισμό των άμεσων φόρων.

    35 Φρονώ ότι οι ρυθμίσεις που θέσπισαν οι Juntas Forales πρέπει να χαρακτηρισθούν «ενισχύσεις» κατά την έννοια του άρθρου 92 της Συνθήκης και όχι γενικά μέτρα οικονομικής πολιτικής. Τα μέτρα αυτά έχουν πράγματι τον χαρακτήρα της επιλεκτικότητας είτε ληφθούν υπόψη οι αποδέκτες της ενισχύσεως είτε χρησιμοποιηθεί το κριτήριο του εξαιρετικού χαρακτήρα του κανονιστικού μέτρου σε σχέση με το γενικό σύστημα. Τα μέτρα αυτά αφορούν πράγματι αποκλειστικά επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες σε μία συγκεκριμένη περιοχή του εν λόγω κράτους μέλους και αποτελούν για τις επιχειρήσεις αυτές ένα πλεονέκτημα το οποίο δεν μπορούν να έχουν επιχειρήσεις που προτίθενται να πραγματοποιήσουν ανάλογες επενδύσεις σε μια άλλη περιοχή του κράτους αυτού.

    36 Ούτε θεωρώ ότι τα εν λόγω μέτρα μπορούν να δικαιολογηθούν, όπως θα επιθυμούσαν οι καθών της κύριας δίκης και η Ισπανική Κυβέρνηση, λόγω της ιδιαίτερης κατανομής των αρμοδιοτήτων, για φορολογικά ζητήματα, που προβλέπει η ισπανική έννομη τάξη. Οι ανωτέρω διάδικοι υποστηρίζουν ότι στην πραγματικότητα προβαίνουν στον διαχωρισμό μεταξύ των φορολογικών μέτρων που θεσπίζει το κράτος, το πεδίο εφαρμογής των οποίων περιορίζεται σε μία συγκεκριμένη περιοχή της επικράτειας, αφενός, και των μέτρων γενικού χαρακτήρα, που θεσπίζει μια αρμόδια αρχή εντός της ίδιας αυτής επικρατείας, αφετέρου. Ενώ στην πρώτη περίπτωση θα υπήρχε το στοιχείο της επιλεκτικότητας όσον αφορά τους υποκειμένους στον φόρο, εφόσον το πεδίο εφαρμογής του μέτρου περιορίζεται σ' ένα μέρος των υποκειμένων στον φόρο που θα μπορούσαν να είναι οι αποδέκτες του, στη δεύτερη περίπτωση το στοιχείο της επιλεκτικότητας απουσιάζει διότι το μέτρο έχει ως αποδέκτες όλους τους υποκειμένους στον φόρο οι οποίοι, λόγω των κανόνων περί αναθέσεως αρμοδιοτήτων, υπόκεινται στη φορολογική ρύθμιση των τοπικών αρχών.

    Επομένως, προσθέτουν οι εν λόγω διάδικοι, υπό το πρίσμα αυτό οι κανόνες περί αναθέσεως αρμοδιοτήτων σχετικά με φορολογικά ζητήματα στις αρχές των ιστορικών εδαφών δεν διαφέρουν από τους κανόνες που ρυθμίζουν την κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ των κυρίαρχων φορολογικών αρχών δύο κρατών μελών της Ευρωπαϋκής Ενώσεως. Οι διαφορές μεταξύ φορολογικών συστημάτων δεν μπορούν να αποτελέσουν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 92 της Συνθήκης, ενώ το μόνο μέσον αποτροπής των στρεβλώσεων που προκαλούνται στην αγορά θα ήταν η θέσπιση μέτρων εναρμονίσεως των εθνικών νομοθεσιών. Αντιθέτως, το να θεωρηθεί η κατανομή των αρμοδιοτήτων για φορολογικά ζητήματα μεταξύ του κράτους και των ιστορικών εδαφών ως αντίθετη με τις διατάξεις συνθήκης περί ενισχύσεων θα ισοδυναμούσε με τη διατύπωση αξιολογικής κρίσεως σχετικά με την συνταγματική διάρθρωση του Ισπανικού Κράτους.

    37 Δεν μπορώ να δεχθώ το συμπέρασμα αυτό. Το γεγονός ότι τα εν λόγω μέτρα θεσπίστηκαν από οργανισμούς τοπικής αυτοδιοικήσεως με αποκλειστικές αρμοδιότητες σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο είναι στην πραγματικότητα, όπως παρατήρησε η Επιτροπή, ένα τυπικό απλώς δεδομένο, το οποίο δεν αρκεί προς δικαιολόγηση της προτιμησιακής μεταχειρίσεως των επιχειρήσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των κανόνων τοπικής ισχύος. Αν δεν είχαν έτσι τα πράγματα, το κράτος θα μπορούσε ευχερώς να αποφύγει την εφαρμογή, σε τμήμα της επικρατείας του, των κοινοτικών διατάξεων που ρυθμίζουν τις κρατικές ενισχύσεις τροποποιώντας απλώς την εσωτερική κατανομή των αρμοδιοτήτων σε συγκεκριμένα θέματα, ούτως ώστε να επικαλείται τη «γενική» φύση, σε σχέση με το συγκεκριμένο αυτό τμήμα της επικράτειας, του εν λόγω μέτρου. Επιπλέον, η λύση αυτή δύσκολα μπορεί να δικαιολογηθεί με βάση τη νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία η διατύπωση «υπό οποιαδήποτε μορφή» του άρθρου 92 σημαίνει ότι ο ερμηνευτής υποχρεούται να εξακριβώνει τις συνέπειες της ενισχύσεως μάλλον παρά τη φύση του οργάνου που χορηγεί την ενίσχυση ή των αρμοδιοτήτων του βάσει των εσωτερικών κανόνων (35). Στην προαναφερθείσα απόφαση Περιφερειακή κυβέρνηση της Βαλλονίας (36) παραδείγματος χάριν, το Δικαστήριο ερμήνευσε την έννοια των κρατικών ενισχύσεων ενόψει μέτρων που θεσπίστηκαν από την Περιφερειακή κυβέρνηση της Βαλλονίας έστω και στο πλαίσιο ενός νόμου του κράτους που θεσπίζει μέτρα προς διευκόλυνση της οικονομικής ανάπτυξης. Στην προαναφερθείσα απόφαση Γερμανία κατά Επιτροπής, ακολούθως, το Δικαστήριο απέκλεισε εξάλλου τη δυνατότητα να ληφθεί υπόψη η εσωτερική συνταγματική δομή του εν λόγω κράτους, τονίζοντας το γεγονός ότι το άρθρο 92, «αναφέροντας τις ενισχύσεις που χορηγούνται "υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους", αφορά όλες τις ενισχύσεις που χρηματοδοτούνται με δημόσιους πόρους. Εντεύθεν έπεται ότι οι ενισχύσεις που χορηγούνται από περιφερειακούς και τοπικούς φορείς των κρατών μελών, οποιοδήποτε και αν είναι το καθεστώς και η ονομασία τους (37), ελέγχονται αν συμβιβάζονται με το άρθρο 92 της Συνθήκης» (38). Τέλος, στην επίσης προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Ιταλίας, το Δικαστήριο υποχρέωσε την κεντρική κυβέρνηση να λάβει όλα τα απαιτούμενα μέτρα προκειμένου να καταργηθούν από την έννομη τάξη όλα τα μέτρα ενισχύσεως που θεσπίστηκαν με νόμο της περιφέρειας της Σικελίας σε τομέα στον οποίον η περιφέρεια αυτή έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα. Από τη νομολογία αυτή προκύπτει τελικώς ότι για όλα τα μέτρα που συνεπάγονται πλεονεκτήματα από άποψη ανταγωνισμού, τα οποία αφορούν αποκλειστικώς επιχειρήσεις που επενδύουν σε μία συγκεκριμένη περιοχή του κράτους μέλους, φέρει ευθύνη το εν λόγω κράτος και ως εκ τούτου τα μέτρα αυτά δεν μπορούν, εξ ορισμού, στο πλαίσιο της διαρθρώσεως του φορολογικού συστήματος του κράτους, να θεωρηθούν ως μέτρα γενικού χαρακτήρα.

    38 Πρέπει ακολούθως να προστεθεί, όπως παρατήρησε η Επιτροπή, ότι «η φύση και η διάρθρωση του συστήματος», οι οποίες, κατά το Δικαστήριο (39), μπορούν να δικαιολογήσουν μια διαφορετική μεταχείριση σε σχέση με την ρύθμιση που εφαρμόζεται γενικώς, δεν πρέπει να παραπέμπουν σε τυπικά στοιχεία, όπως ο βαθμός της αυτονομίας του εν λόγω τοπικού φορέα, αλλά στην ύπαρξη μιας διαφορετικής πραγματικής καταστάσεως που δικαιολογεί την παρέκκλιση από τους γενικούς κανόνες. Εν προκειμένω όμως είναι δυσχερές να προσδιοριστεί ποιες περιστάσεις, που συνδέονται με τη φύση και τη διάρθρωση του συστήματος, μπορούν να δικαιολογήσουν τη διαφορετική μεταχείριση που προβλέπουν οι βασκικές ρυθμίσεις. Η φορολογική αυτονομία των βασκικών εδαφών δεν εκφράζει στην πραγματικότητα καμία ιδιαιτερότητα της εν λόγω περιφέρειας - σε όρους οικονομικών συνθηκών όπως το επίπεδο απασχόλησης, το κόστος παραγωγής, η υποδομή, το κόστος του εργατικού δυναμικού - η οποία θα απαιτούσε ως εκ τούτου μία διαφορετική φορολογική μεταχείριση σε σχέση με όσα ισχύουν στην υπόλοιπη επικράτεια της Ισπανίας. Το καθεστώς που δημιουργούν τα εν λόγω μέτρα δεν ανταποκρίνεται σε άλλη λογική πλην αυτής της ενισχύσεως των επενδύσεων στα ιστορικά εδάφη. Οι αιτιολογικές σκέψεις των βασκικών αρχών για τη θέσπιση των μέτρων δείχνουν πράγματι ότι πρόκειται για συγκυριακές ρυθμίσεις δυνάμενες να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων στις οποίες τυγχάνουν εφαρμογής προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις της αγοράς. Εντεύθεν προκύπτει σαφώς, για μία ακόμη φορά ο εξαιρετικός χαρακτήρας των μέτρων σε σχέση με την εν γένει λογική της φορολογικής νομοθεσίας.

    Προτάσεις

    39 Ενόψει των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα ερωτήματα που υπέβαλε το Tribunal Superior de justicia del Paνs Vasco ως εξής:

    «Τα άρθρα 52 και 92 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρα 43 ΕΚ και 87 ΕΚ) πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι απαγορεύουν ρύθμιση θεσπισθείσα από περιοχή που ανήκει σε μια αυτόνομη κοινότητα ενός κράτους μέλους, περί επειγόντων φορολογικών μέτρων ενισχύσεως των επενδύσεων και προωθήσεως της οικονομικής δραστηριότητας, από τα οποία μπορούν να επωφεληθούν οι υποκείμενοι στον φόρο που φορολογούνται αποκλειστικά από την Hacienda Foral (τοπική φορολογική αρχή) της περιοχής αυτής ή έχουν τη φορολογική τους κατοικία ή πραγματοποιούν το μεγαλύτερο μέρος του κύκλου εργασιών τους ή ακόμη, λόγω του ότι έχουν τη φορολογική τους κατοικία στην περιοχή αυτή, πραγματοποίησαν κατά την προηγούμενη χρήση άνω του 25 % του συνολικού κύκλου εργασιών τους στην αυτόνομη κοινότητα, η οποία δεν περιλαμβάνει μεταξύ των δικαιούχων τα λοιπά φυσικά ή νομικά πρόσωπα που κατοικούν ή είναι εγκατεστημένα στο ίδιο κράτος ή σε άλλο κράτος της Ευρωπαϋκής Κοινότητας».

    (1) - Boletνn Oficial del Estado της 28ης Μαου 1981.

    (2) - Bolitνn Oficial del Estado της 27ης Δεκεμβρίου 1990.

    (3) - Απόφαση της Επιτροπής, της 10ης Μαου 1993, όσον αφορά σύστημα φορολογικών ενισχύσεων για επενδύσεις στη Xώρα των Βάσκων (ΕΕ L 134, σ. 25).

    (4) - Προαναφερθείσα απόφαση, άρθρο 1, παράγραφος 1.

    (5) - Boletin Oficial del Estado της 31ης Δεκεμβρίου 1994.

    (6) - Βλ. απόφαση της 16ης Ιουνίου 1981, 126/80, Salonia (Συλλογή 1981, σ. 1563)· διάταξη της 16ης Μαου 1994, C-428/93, Monin Automobiles (Συλλογή 1994, σ. I-1707).

    (7) - Βλ. τις αποφάσεις της 29ης Νοεμβρίου 1978, 83/78, Pigs Marketing Board (Συλλογή τόμος 1978, σ. 739, σκέψη 25)· της 7ης Ιουλίου 1996, C-146/93, McLachlan (Συλλογή 1994, σ. I-3229, σκέψη 20).

    (8) - Αποφάσεις της 11ης Μαρτίου 1980, 104/79 (Συλλογή τόμος I/1980, σ. 403) και της 16ης Δεκεμβρίου 1981, 244/80 (Συλλογή 1981, σ. 3045).

    (9) - Απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Απριλίου 1994, C-1/93, Halliburton (Συλλογή 1994, σ. Ι-1137, σκέψη 14).

    (10) - Απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 1986 (270/93, Συλλογή 1986, σ. 273, σκέψη 18).

    (11) - Αποφάσεις του Δικαστηρίου της 4ης Οκτωβρίου 1991, C-246/89, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου (Συλλογή 1991, σ. I-4585)· της 14ης Φεβρουαρίου 1995, C-279/93, Schumacker (Συλλογή 1995, σ. I-225)· της 27ης Ιουνίου 1996, C-107/94, Asscher (Συλλογή 1996, σ. I-3089)· της 15ης Μαου 1997, C-250/95, Futura Participations SA (Συλλογή 1997, σ. I-2471), και της 16ης Ιουλίου 1998, C-264/96, ICI (Συλλογή 1998, σ. I-4695).

    (12) - Απόφαση της 13ης Ιουλίου 1993, C-330/91, Commerzbank (Συλλογή 1993, σ. I-4017).

    (13) - Απόφαση του Δικαστηρίου της 25ης Ιουλίου 1991, C-288/89, Gouda (Συλλογή 1991, σ. I-4007)· απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 1995, C-484/93, Svensson και Gustavsson (Συλλογή 1995, σ. I-3955).

    (14) - Απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 1992, C-204/90 (Συλλογή 1992, σ. I-249, σκέψη 28).

    (15) - Προαναφερθείσα απόφαση στην υποσημείωση 13, σκέψεις 16 έως 18.

    (16) - Προαναφερθείσα απόφαση στην υποσημείωση 11, σκέψεις 56 έως 60.

    (17) - Προαναφερθείσα απόφαση στην υποσημείωση 11.

    (18) - Παραπέμπω συναφώς στις προτάσεις μου της 10ης Ιουνίου 1999 στην υπόθεση Vestergaard (C-55/98, σημείο 27 επ.).

    (19) - Στην υπόθεση Bachmann, η απώλεια φορολογικών εσόδων που οφειλόταν στην έκπτωση από τον φόρο των ασφαλιστικών εισφορών για ασφάλειες ζωής αντισταθμιζόταν από τη φορολόγηση των συντάξεων, των εισοδημάτων και των κεφαλαίων που όφειλαν οι ασφαλιστές. Στην απόφαση Svensson, το Δικαστήριο διευκρίνισε επιπλέον ότι δεν επαρκεί η ύπαρξη ενός τέτοιου συνδέσμου, αλλά πρέπει να πρόκειται για άμεσο σύνδεσμο μεταξύ των δύο ενεργειών. Στην περίπτωση αυτή, που αφορούσε ένα σύστημα ενισχύσεων για την κατασκευή κατοικίας υπό την μορφή επιδοτήσεως επιτοκίων δανείων που συνήφθησαν με πιστωτικά ιδρύματα εγκατεστημένα επί του εθνικού εδάφους, το Δικαστήριο έκρινε (σκέψη 18 της προαναφερθείσας αποφάσεως) ότι «στην προκειμένη υπόθεση δεν υφίσταται κανένας άμεσος σύνδεσμος μεταξύ της παροχής στους δανειολήπτες του ευεργετήματος της επιδοτήσεως επιτοκίου και της χρηματοδοτήσεως αυτού του ευεργετήματος από τα έσοδα του φόρου που επιβάλλεται επί των κερδών των πιστοτικών ιδρυμάτων».

    (20) - Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 11ης Ιουλίου 1996, C-39/94, SFEI κ.λπ. (Συλλογή 1996, σ. I-3547, σκέψη 39), με την οποία το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι «Η δε παρέμβαση των εθνικών δικαστηρίων (...) βασίζεται στο άμεσο αποτέλεσμα που αναγνωρίζεται στην απαγόρευση εφαρμογής των σχεδίων ενισχύσεων, την οποία προβλέπει το άρθρο 93, παράγραφος 3, τελευταία περίοδος». Το Δικαστήριο στη συνέχεια προσέθεσε ότι «η απευθείας εφαρμογή της απαγορεύσεως εφαρμογής των μέτρων την οποία προβλέπει το άρθρο αυτό ισχύει για κάθε σχέδιο ενισχύσεως που εφαρμόστηκε χωρίς να κοινοποιηθεί».

    (21) - Προαναφερθείσα υπόθεση, σκέψη 39. Βλ., προσφάτως, τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ruiz-Jarabo Colomer στην υπόθεση C-295/97, Rinaldo Piaggio (επί της οποίας εκδόθηκε απόφαση στις 17 Ιουνίου 1997, μη ακόμη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σημεία 24 έως 27).

    (22) - Οπως έχει επανειλημμένως διευκρινίσει το Δικαστήριο (αποφάσεις της 22ας Μαρτίου 1977, 78/76, Steinike και Weinlig, Συλλογή τόμος 1977, σ. 171, σκέψη 14· της 30ής Νοεμβρίου 1993, C-189/91, Kirsammer-Hack, Συλλογή 1993, σ. I-6185, σκέψη 14· προαναφερθείσα απόφαση SFEI κ.λπ., σκέψη 49), «ένα εθνικό δικαστήριο ενδέχεται να πρέπει να ερμηνεύσει την (...) έννοια της ενισχύσεως, για να κρίνει αν ένα κρατικό μέτρο που ελήφθη χωρίς να προβλεφθεί η προβλεπόμενη στο άρθρο 93, παράγραφος 3, διαδικασία προηγουμένου ελέγχου έπρεπε να είχε υποβληθεί στη διαδικασία αυτή».

    (23) - Απόφαση της 23ης Φεβρουαρίου 1961, 30/59, De Gezamenlijke Steenkolenmijnen in Limburg κατά Ανωτάτης Αρχής (Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 547), πλέον προσφάτως, αποφάσεις της 15ης Μαρτίου 1994, C-387/92, Banco Exterior de Espaρa (Συλλογή 1994, σ. I-877), της 1ης Δεκεμβρίου 1998, C-200/97, Ecotrade (Συλλογή 1998, σ. Ι-7907).

    (24) - Προαναφερθείσα απόφαση, σκέψη 14· απόφαση της 19ης Μαου 1999, C-6/97, Ιταλία κατά Επιτροπής (μη ακόμη δημοσιευθείσα, σκέψη 16).

    (25) - Απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 1987, 248/84 (Συλλογή 1987, σ. 4013).

    (26) - Η υπογράμμιση δική μου.

    (27) - Προαναφερθείσα απόφαση, σκέψη 17. Στην επόμενη σκέψη, το Δικαστήριο προσέθεσε ακόμη ότι «τα προγράμματα ενισχύσεων μπορούν είτε να αφορούν έναν ολόκληρο οικονομικό τομέα, είτε να έχουν περιφερειακό σκοπό και να αποβλέπουν, έτσι, στην παρακίνηση των επιχειρήσεων να επενδύουν σε ορισμένη περιοχή». Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, βρισκόμαστε ενώπιον μέτρων που εμπίπτουν στην έννοια των ενισχύσεων του άρθρου 92 της Συνθήκης.

    (28) - Συνεκδικασθείσες υποθέσεις 62/87 και 72/87 (Συλλογή 1988, σ. 1573).

    (29) - Η ευθύνη των κρατών μελών για τα μέτρα ενισχύσεων που λαμβάνουν τοπικοί ή περιφερειακοί φορείς μπορεί πράγματι να συναχθεί από το γενικό σύστημα που προβλέπει η Συνθήκη, βάσει του οποίου το κράτος είναι ο μόνος συνομιλητής της Επιτροπής στο πλαίσιο της διαδικασίας για την εκτίμηση των ενισχύσεων, καθώς και σε κάθε μεταγενέστερο στάδιο του συγκεντρωτικού συστήματος εκτιμήσεως που προβλέπει το άρθρο 93 της Συνθήκης. Στο ίδιο αυτό πλαίσιο, βλ. την απόφαση της 11ης Ιουλίου 1984, 130/83, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 1984, σ. 2849). Με την ευκαιρία αυτή, καταδικάζοντας την Ιταλική Δημοκρατία για την παράλειψή της να συμμορφωθεί προς την απόφαση της Επιτροπής που διαπίστωσε το ασυμβίβαστο ορισμένων ενισχύσεων και επιδοτήσεων που είχε χορηγήσει η περιφέρεια της Σικελίας δυνάμει περιφερειακού νόμου, το Δικαστήριο δεν δέχθηκε την ένσταση της Ιταλικής Κυβερνήσεως η οποία εξήγησε ότι επανειλημμένως παρενέβη ώστε η περιφέρεια της Σικελίας να καταργήσει τις αμφισβητούμενες με την απόφαση της Επιτροπής διατάξεις (σκέψη 3).

    (30) - Αναφέρομαι στο άρθρο 99 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 93 ΕΚ), το οποίο αναγνωρίζει στο Συμβούλιο την εξουσία να εκδίδει διατάξεις για την εναρμόνιση των νομοθεσιών που αφορούν φορολογικά θέματα.

    (31) - Απόφαση της 2ας Ιουλίου 1974, 173/73, Ιταλία κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1974, σ.351, σκέψεις 12, 27 και 28).

    (32) - Προαναφερθείσα απόφαση της 2ας Ιουλίου 1974, Ιταλία κατά Επιτροπής, και απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 1988, συνεκδικασθείσες υποθέσεις 67/85, 68/85 και 70/85, Van der Kooy κ.λπ. (Συλλογή 1988, σ. 219).

    (33) - Προαναφερθείσα στην υποσημείωση 25 απόφαση Γερμανία κατά Επιτροπής).

    (34) - Απόφαση της 17ης Μαρτίου 1993, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-72/91 και C-73/91 (Συλλογή 1993, σ. I-887).

    (35) - Βλ. απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 1984, 323/82, Intermills κατά Επιτροπής (Συλλογή 1984, σ. 3809).

    (36) - Προαναφερθείσα απόφαση, σκέψη 6: «Η μία από τις δύο προσφεύγουσες είναι η περιφερειακή κυβέρνηση της Βαλλονίας που έχει ήδη, δυνάμει της βελγικής νομοθεσίας, την αρμοδιότητα για τη χορήγηση ενισχύσεων στις επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες στη Βαλλονία (...)».

    (37) - Η υπογράμμιση δική μου.

    (38) - Προαναφερθείσα απόφαση, σκέψη 17.

    (39) - Αποφάσεις της 2ας Ιουλίου 1974, προαναφερθείσα στην υποσημείωση 31, της 9ης Δεκεμβρίου 1997, C-353/95 P, Tiercι Ladbroke (Συλλογή 1997, σ. I-7007).

    Top