Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61996CO0119

    Διάταξη του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 28ης Νοεμβρίου 1996.
    Susan Ryan-Sheridan κατά Ευρωπαϊκού Ιδρύματος για τη Βελτίωση των Συνθηκών Διαβιώσεως και Εργασίας.
    Αίτηση αναιρέσεως - Υπάλληλοι - Υπάλληλοι του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος για τη Βελτίωση των Συνθηκών Διαβιώσεως και Εργασίας - Διαδικασία προσλήψεως - Απόρριψη εσωτερικής υποψηφιότητας.
    Υπόθεση C-119/96 P.

    Συλλογή της Νομολογίας 1996 I-06151

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1996:459

    61996O0119

    Διάταξη του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 28ης Νοεμβρίου 1996. - Susan Ryan-Sheridan κατά Ευρωπαϊκού Ιδρύματος για τη Βελτίωση των Συνθηκών Διαβιώσεως και Εργασίας. - Αίτηση αναιρέσεως - Υπάλληλοι - Υπάλληλοι του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος για τη Βελτίωση των Συνθηκών Διαβιώσεως και Εργασίας - Διαδικασία προσλήψεως - Απόρριψη εσωτερικής υποψηφιότητας. - Υπόθεση C-119/96 P.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1996 σελίδα I-06151


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Σκεπτικό της απόφασης
    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    Υπάλληλοι * Διαγωνισμός * Προκήρυξη του διαγωνισμού * Αντικείμενο

    (Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα ΙΙΙ, άρθρο 1 PAR 1)

    Περίληψη


    Ο κύριος ρόλος της προκηρύξεως του διαγωνισμού συνίσταται στο να πληροφορεί τους ενδιαφερομένους κατά τον πληρέστερο δυνατό τρόπο περί της φύσεως των προϋποθέσεων που απαιτούνται για την κατάληψη της θέσεως περί της οποίας πρόκειται, ώστε να τους παρέχει τη δυνατότητα να κρίνουν κατά πόσο πρέπει να υποβάλουν αίτηση συμμετοχής.

    Διάδικοι


    Στην υπόθεση C-119/96 P,

    Susan Ryan-Sheridan, υπάλληλος του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος για τη Βελτίωση των Συνθηκών Διαβιώσεως και Εργασίας, εκπροσωπούμενη από τον Marc-Albert Lucas, δικηγόρο Λιέγης, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τη δικηγόρο Evelyne Korn, 21, rue de Nassau,

    αναιρεσείουσα,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως που ασκήθηκε κατά της αποφάσεως που εξέδωσε στις 15 Φεβρουαρίου 1996 το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (τρίτο τμήμα) στην υπόθεση T-589/93, Ryan-Sheridan κατά Ευρωπαϊκού Ιδρύματος για τη Βελτίωση των Συνθηκών Διαβιώσεως και Εργασίας (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή), και με την οποία ζητείται η αναίρεση της αποφάσεως αυτής,

    όπου ο έτερος διάδικος είναι το:

    Ευρωπαϊκό Ίδρυμα για τη Βελτίωση των Συνθηκών Διαβιώσεως και Εργασίας, εκπροσωπούμενο από τους Clive Purkiss, διευθυντή του Ιδρύματος, και Terry Sheehan, προϊστάμενο διοικήσεως του Ιδρύματος, επικουρούμενους από τον Denis Waelbroeck, δικηγόρο Βρυξελλών, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Carlos Gomez de la Cruz, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Centre Wagner, Kirchberg,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους J. L. Murray, πρόεδρο τμήματος, P. J. G. Kapteyn (εισηγητή) και H. Ragnemalm, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: C. O. Lenz

    γραμματέας: R. Grass

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Διάταξη

    Σκεπτικό της απόφασης


    1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 15 Απριλίου 1996, η Susan Ryan-Sheridan άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (τρίτο τμήμα) της 15ης Φεβρουαρίου 1996, Τ-589/93, Ryan-Sheridan κατά Ευρωπαϊκού Ιδρύματος για τη Βελτίωση των Συνθηκών Διαβιώσεως και Εργασίας (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το Πρωτοδικείο απέρριψε ως αβάσιμη την προσφυγή που απέβλεπε, αφενός, στην ακύρωση της από 25 Αυγούστου 1993 προκηρύξεως για την πλήρωση θέσεως διοικητικού υπαλλήλου του "προγράμματος δημοσιεύσεων" του Ιδρύματος, της προκηρύξεως περιορισμένης συμμετοχής διαγωνισμού για την πλήρωση της θέσεως αυτής, του από 5 Νοεμβρίου 1993 υπηρεσιακού σημειώματος της επιτροπής προσλήψεων και της από 22 Νοεμβρίου 1993 αποφάσεως με την οποία ο διευθυντής του Ιδρύματος απέρριψε την υποψηφιότητα της προσφεύγουσας για τη θέση αυτή και, αφετέρου, στο να υποχρεωθεί το Ίδρυμα να καταβάλει στην προσφεύγουσα 75 000 βελγικά φράγκα (BFR) ως αποζημίωση.

    2 Όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά στα οποία οφείλεται η ενώπιόν του ασκηθείσα προσφυγή, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε τα εξής:

    "1 Η Sheridan υπηρετεί από το 1979 στο Ευρωπαϊκό Ίδρυμα για τη Βελτίωση των Συνθηκών Διαβιώσεως και Εργασίας (στο εξής: Ίδρυμα) όπου, από το 1983, απασχολείται ως 'υπεύθυνη δημοσιεύσεων' (Publications Officer), σε θέση κατηγορίας Β. Τον Ιανουάριο 1991 προήχθη από Β 3 σε Β 2 και το 1994 προτάθηκε για προαγωγή σε Β 1.

    2 Από την έκθεση βαθμολογίας της προκύπτει ότι, για την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου 1990 έως 31 Δεκεμβρίου 1992, ήταν 'υπεύθυνη για τη γενική διεύθυνση και διαχείριση, περιλαμβανομένης της οικονομικής διαχειρίσεως, του προγράμματος δημοσιεύσεων του Ιδρύματος' , υπό την εποπτεία του N. W., προϊσταμένου του τμήματος 'τεκμηρίωση, πληροφόρηση και διανομή' .

    3 Τα καθήκοντα της προσφεύγουσας, όπως περιγράφονται στην προαναφερθείσα έκθεση βαθμολογίας, περιλαμβάνουν τα εξής:

    ' * την επεξεργασία, κατά το μέτρο του δυνατού, και εφαρμογή του προγράμματος δημοσιεύσεων

    * τη γραμματεία της ομάδας εργασίας για τις δημοσιεύσεις (με ρόλο πρωτοβουλίας συνιστάμενο, για παράδειγμα, στο να διασφαλίζεται ότι τα κρίσιμα θέματα συζητούνται πλήρως και τα πρακτικά των συζητήσεων είναι διαθέσιμα)

    * τον στενό σύνδεσμο μεταξύ των συγγραφέων, των 'Research Managers' , των μεταφραστών, κ.λπ., προς ανάπτυξη των προϊόντων που απαιτεί το διαφορετικών κατηγοριών κοινό του Ιδρύματος

    * τον γενικό έλεγχο της ποιότητας των δημοσιεύσεων του Ιδρύματος με:

    * την εποπτεία της διαδικασίας παραγωγής των διαφόρων δημοσιεύσεων του Ιδρύματος και των γλωσσικών αποδόσεων που προκύπτουν

    * την οργάνωση της παρουσιάσεως, της εικονογραφήσεως, της στοιχειοθεσίας και της διορθώσεως των προς δημοσίευση εγγράφων

    * τον τελικό έλεγχο όλου του υλικού (στοιχειοθετημένου ή δακτυλογραφημένου) πριν από τη δημοσίευση

    * τον εφοδιασμό σε δημοσιεύσιμο υλικό, δηλαδή:

    * τον εφοδιασμό του τμήματος εκτυπώσεως του Ιδρύματος με εκθέσεις που προορίζονται για εκτύπωση

    * την εποπτεία επιλογής των εξωτερικών τυπογραφείων, της καταρτίσεως των συμβάσεων και της διαδικασίας παραγωγής των εκτός υπηρεσίας δοκιμίων μέχρις ότου η διαδικασία αυτή περατωθεί

    * τον οικονομικό έλεγχο του προϋπολογισμού των δημοσιεύσεων και όλων των συναφών διοικητικών δραστηριοτήτων (δικαιολογητικές αναφορές, διακηρύξεις για υποβολή προσφορών, τιμές, τιμολόγια, κ.λπ.)

    * την κατανομή και την εποπτεία της εργασίας, καθώς και την κατάρτιση του απασχολουμένου με τις δημοσιεύσεις προσωπικού' .

    4 Στις 19 Αυγούστου 1993 ο διευθυντής του Ιδρύματος απηύθυνε στον N. W. υπηρεσιακό σημείωμα με το οποίο τον ενημέρωσε για την προσεχή διοργάνωση διαγωνισμού σχετικού με την πρόσληψη διοικητικού υπαλλήλου του προγράμματος δημοσιεύσεων (Programme Manager) βαθμού Α 7/Α 6, του οποίου τα καθήκοντα περιγράφονταν ως εξής:

    ' Ευθύνη για τη χάραξη, την ανάπτυξη, τον προγραμματισμό, την οργάνωση και τη διαχείριση της πολιτικής και της στρατηγικής του προγράμματος δημοσιεύσεων, ειδικότερα:

    * την εξακρίβωση των αναγκών όσον αφορά ορισμένες τεχνικές δημοσιεύσεως (σε χαρτί, ηλεκτρονική, κ.λπ.) και συμβολή στη διάδοση και παρουσίαση των ερευνών και των πληροφοριών, υπό μορφή προσαρμοσμένη στο διαφόρων κατηγοριών κοινό στο οποίο απευθύνεται το Ίδρυμα, σε συνεργασία με τους συναδέλφους των τμημάτων 'πληροφόρηση' και 'έρευνα'

    * την εξασφάλιση του εφοδιασμού με εξωτερικές δημοσιεύσεις και την εμπορία τους με συμβάσεις για κοινές εκδόσεις, τη δημοσίευση κατόπιν αδείας και την ανάπτυξη τέτοιων μηχανισμών ως αναπόσπαστο μέρος του προγράμματος δημοσιεύσεων του Ιδρύματος, σε συνεργασία με την Υπηρεσία Επισήμων Εκδόσεων που εδρεύει στο Λουξεμβούργο

    * τον έλεγχο της ποιότητας και την εφαρμογή κανόνων για την παραγωγή των πρωτοτύπων (σε χαρτί, ηλεκτρονικό και οπτικό υπόθεμα, κ.λπ.)

    * τη δημιουργία, σε συνεργασία με συναδέλφους, ενδοϋπηρεσιακής τράπεζας δεδομένων σχετικής με τα προϊόντα του Ιδρύματος, χρησιμοποιώντας τις κατάλληλες μεθόδους και κριτήρια ώστε να παρέχεται η δυνατότητα εκτελέσεως δραστηριοτήτων μεταγενεστέρων της εκδόσεως και καθορίζοντας τις μεθόδους και εφαρμόζοντας τις διαδικασίες καταχωρίσεως των σημερινών προϊόντων του Ιδρύματος

    * την ανάπτυξη και εφαρμογή συστημάτων ελέγχου των πληροφοριών, όπως ευρετήρια και συστήματα ταξινομήσεως των γνώσεων, δημιουργία και ενημέρωση ενός συνόλου δεδομένων προς βελτίωση της προσβάσεως των χρηστών στην πληροφόρηση

    * τη διοίκηση του προσωπικού και τη διαχείριση του προϋπολογισμού για διοικητική μονάδα έξι έως οκτώ προσώπων.'

    5 Το υπηρεσιακό σημείωμα προέβλεπε κατ' αρχάς τη διοργάνωση διαγωνισμού απευθυνόμενου στους μόνιμους και μη μόνιμους υπαλλήλους των κοινοτικών οργάνων, πλην όμως έπρεπε επίσης να γίνει προετοιμασία για την άμεση διοργάνωση ενός γενικού διαγωνισμού, εφόσον παρίστατο ανάγκη. Ο διαγωνισμός έπρεπε να γίνει βάσει τίτλων των υποψηφίων και συνεντεύξεως.

    6 Τα απαιτούμενα ειδικά προσόντα συνίσταντο σε πανεπιστημιακή εκπαίδευση πιστοποιούμενη από σχετικό πτυχίο, συναφή επαγγελματική πείρα τουλάχιστον πέντε ετών μετά τη λήψη του πτυχίου, ευχερή χρήση μιας κοινοτικής γλώσσας και γνώση τουλάχιστον μιας άλλης τουλάχιστον κοινοτικής γλώσσας. Τέλος, είχε προβλεφθεί ότι η επιτροπή προσλήψεων θα εξέταζε τις υποψηφιότητες των υπαλλήλων των άλλων κοινοτικών οργάνων πριν από τις υποψηφιότητες που θα υποβάλλονταν στο πλαίσιο του γενικού διαγωνισμού.

    7 Το Ίδρυμα δημοσίευσε στις 25 Αυγούστου 1993 ανακοίνωση κενής θέσεως απευθυνόμενη προς όλους τους υπαλλήλους του κατηγορίας Α που μπορούσαν να μετατεθούν στην κενή θέση. Στην περιγραφή των συναφών με την προς πλήρωση θέση καθηκόντων επαναλαμβάνονται καθ' ολοκληρίαν όσα περιείχε το από 19 Αυγούστου 1993 προαναφερθέν υπηρεσιακό σημείωμα, χωρίς όμως η ανακοίνωση κενής θέσεως να απαιτεί από τους εσωτερικούς υποψηφίους κανένα ιδιαίτερο προσόν. Δεν αμφισβητείται ότι δεν υποβλήθηκε καμία υποψηφιότητα.

    8 Στις 28 Σεπτεμβρίου 1993 το Ίδρυμα δημοσίευσε ανακοίνωση ίδια με την προηγούμενη, αυτή τη φορά όμως απευθυνόμενη προς όλα τα μέλη του προσωπικού του.

    9 Το Ίδρυμα δημοσίευσε αυθημερόν προκήρυξη διαγωνισμού περιορισμένης συμμετοχής στον οποίο μπορούσαν να μετάσχουν μόνον οι υπάλληλοι των άλλων κοινοτικών οργάνων. Η τελευταία αυτή προκήρυξη περιέγραφε ως εξής τα συναφή με την προς πλήρωση θέση καθήκοντα:

    ' Χάραξη, ανάπτυξη, προγραμματισμός, οργάνωση και διαχείριση της πολιτικής και της στρατηγικής του προγράμματος δημοσιεύσεων, ειδικότερα, εξακρίβωση των αναγκών της αγοράς σε ορισμένους τύπους προϊόντων που παρουσιάζονται σε ηλεκτρονικό υπόθεμα και σε χαρτί, καθώς και επεξεργασία των εσωτερικών και εξωτερικών προγραμμάτων δράσεως (περιλαμβανομένης της τράπεζας δεδομένων σχετικά με τα προϊόντα 'άμεσης συνδέσεως' και 'τοπικής επεξεργασίας' ) προκειμένου να ικανοποιηθούν οι ανάγκες της αγοράς' .

    10 Η προκήρυξη του διαγωνισμού περιορισμένης συμμετοχής απαιτούσε, εξάλλου, από τους υποψηφίους να έχουν περατώσει πανεπιστημιακές σπουδές πιστοποιούμενες με πτυχίο συναφές με την απαιτούμενη ειδίκευση, συναφή επαγγελματική πείρα πέντε ετών μετά τη λήψη του πτυχίου, καθώς και άρτια γνώση της αγγλικής ή γαλλικής γλώσσας και ικανοποιητική γνώση μιας δεύτερης κοινοτικής γλώσσας. Περισσότερες πληροφορίες και το έντυπο αιτήσεως υποψηφιότητας μπορούσαν να ληφθούν κατόπιν αιτήσεως από τη γραμματεία της επιτροπής προσλήψεων.

    11 Η προσφεύγουσα υπέβαλε την υποψηφιότητά της για την κενή θέση στις 20 Οκτωβρίου 1993.

    12 Στο από 5 Νοεμβρίου 1993 υπηρεσιακό σημείωμα σχετικά με τα 'αποτελέσματα του εσωτερικού διαγωνισμού και του διαγωνισμού περιορισμένης συμμετοχής' που απηύθυνε προς τον διευθυντή του Ιδρύματος η επιτροπή προσλήψεων ανέφερε ότι, πρώτον, εξέτασε τρεις εσωτερικές υποψηφιότητες, μεταξύ των οποίων και της προσφεύγουσας, και ότι έκρινε ομοφώνως ότι κανείς από τους τρεις αυτούς υποψηφίους δεν διαθέτει επαρκή προσόντα και πείρα στους διάφορους τομείς των περιγραφομένων καθηκόντων ώστε να κληθεί σε συνέντευξη. Η επιτροπή ανέφερε επίσης ότι, δεύτερον, είχε εξετάσει τις εξωτερικές υποψηφιότητες και κατέληξε στο ότι δεν έπρεπε να συνεχίσει τη διαδικασία με συνεντεύξεις αλλά να προτείνει μάλλον την προκήρυξη γενικού διαγωνισμού.

    13 Με το από 22 Νοεμβρίου 1993 έγγραφο, ο διευθυντής του Ιδρύματος πληροφόρησε την προσφεύγουσα ότι απορρίφθηκε η υποψηφιότητά της για την προς πλήρωση θέση, επειδή η επιτροπή προσλήψεως έκρινε ότι δεν διέθετε επαρκή προσόντα και πείρα στους διαφόρους ειδικούς τομείς της προς πλήρωση θέσεως για να κληθεί σε συνέντευξη."

    3 Στις 22 Δεκεμβρίου 1993 η προσφεύγουσα υπέβαλε στο Ίδρυμα διοικητική ένσταση κατά της αποφάσεως αυτής (σκέψη 14 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

    4 Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφεύγουσα άσκησε στις 28 Δεκεμβρίου 1993 ενώπιον του Πρωτοδικείου προσφυγή και συγχρόνως υπέβαλε αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων (σκέψη 15).

    5 Με την από 25 Μαρτίου 1994 απόφαση το Ίδρυμα απέρριψε τη διοικητική ένσταση (σκέψη 17).

    Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

    6 Προς στήριξη της προσφυγής της ενώπιον του Πρωτοδικείου, η προσφεύγουσα επικαλέστηκε ένδεκα λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι εξετάστηκαν με την εξής σειρά:

    7 Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι το Ίδρυμα παρέβη το άρθρο 29 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων διότι δεν εξέτασε τη δυνατότητα πληρώσεως της κενής θέσεως με μετάταξη ή εσωτερική προαγωγή της οποίας μπορούσε να τύχει η προσφεύγουσα.

    8 Δεύτερον, έχει παραβιαστεί η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως διότι η εσωτερική προκήρυξη είχε διατυπωθεί με περισσότερο ακριβείς όρους απ' ό,τι η προκήρυξη του διαγωνισμού περιορισμένης συμμετοχής.

    9 Τρίτον, η εσωτερική ανακοίνωση ήταν παράνομη διότι οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για την κατάληψη της προς πλήρωση θέσεως δεν είχαν ανακοινωθεί κατά τρόπο σαφή.

    10 Τέταρτον, το Ίδρυμα παρέβη την εσωτερική ανακοίνωση. Εφόσον η ανακοίνωση αυτή δεν έθετε καμία προϋπόθεση ειδικών προσόντων, το Ίδρυμα δεν μπορούσε να αρνηθεί να λάβει υπόψη την υποψηφιότητα της προσφεύγουσας βάσει της ανακοινώσεως αυτής.

    11 Πέμπτον, το Ίδρυμα υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως θεωρώντας ότι η προσφεύγουσα δεν είχε όλα τα απαιτούμενα προσόντα για την προς πλήρωση θέση.

    12 Έκτον, το από 5 Νοεμβρίου 1993 υπηρεσιακό σημείωμα της επιτροπής προσλήψεων και η απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η υποψηφιότητα της προσφεύγουσας δεν πληρούν την υποχρέωση αιτιολογήσεως.

    13 Έβδομον, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι ο άμεσος προϊστάμενός της, με τον οποίο είχε προσωπική διαμάχη τον Φεβρουάριο του 1992, ήταν μέλος της επιτροπής προσλήψεων, και τούτο κατά παράβαση του άρθρου 10 του κανονισμού (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) 1860/76 του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1976, περί καθορισμού του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο προσωπικό του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος για τη Βελτίωση των Συνθηκών Διαβιώσεως και Εργασίας (ΕΕ ειδ. έκδ. 01/002, σ. 36).

    14 Όγδοον, το Ίδρυμα ενήργησε κατά κατάχρηση εξουσίας και καταστρατήγηση της διαδικασίας καθόσον, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 23 του κανονισμού 1860/76 κάθε πρόσληψη πρέπει να γίνεται προς το συμφέρον της υπηρεσίας, το Ίδρυμα σκόπευε να προτιμήσει εξωτερικό υποψήφιο.

    15 Ένατον, παραβιάστηκε η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και προσβλήθηκε το δικαίωμα της προσφεύγουσας να ληφθούν όντως υπόψη οι επαγγελματικοί της τίτλοι.

    16 Δέκατον, υπήρξε παράβαση του καθήκοντος αρωγής καθόσον η προς πλήρωση θέση συνίστατο, ουσιαστικά, σε καθήκοντα τα οποία η προσφεύγουσα ασκούσε ήδη επί πολλά έτη και, επομένως, υπήρχε ο κίνδυνος οι προσβαλλόμενες πράξεις να τη στερήσουν των καθηκόντων της.

    17 Τέλος, δεδομένου ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις ήσαν παράνομες, κάθε μεταγενέστερη πράξη σχετική με τον διαγωνισμό ήταν επίσης παράνομη.

    18 Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Πρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή αυτή.

    Η αίτηση αναιρέσεως

    19 Με την αίτηση αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο, πρώτον, να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, δεύτερον, να αποφανθεί το ίδιο επί της διαφοράς και να ακυρώσει τις αποφάσεις που προσβλήθηκαν με την ασκηθείσα ενώπιον του Πρωτοδικείου προσφυγή βάσει των λόγων ακυρώσεως και των εγγράφων που η αναιρεσείουσα είχε επικαλεστεί ενώπιον αυτού, τρίτον, να υποχρεώσει το αναιρεσίβλητο να της καταβάλει 500 000 BFR ως αποζημίωση και, τέταρτον, να καταδικάσει το αναιρεσίβλητο στα έξοδα και των δύο δικών, περιλαμβανομένων και αυτών της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων.

    20 Η αναιρεσείουσα επικαλείται, πρώτον, τους παράνομους σκοπούς οι οποίοι πρυτάνευσαν κατά τη διαδικασία προσλήψεως (κατάχρηση εξουσίας ή, τουλάχιστον, έλλειψη πλήρους αμεροληψίας εκ μέρους της επιτροπής προσλήψεων, καταστρατήγηση της διαδικασίας), δεύτερον, τις πλημμέλειες της διαδικασίας προσλήψεως οι οποίες εκφράζουν την έλλειψη νομιμότητας των σκοπών αυτών (έλλειψη νομιμότητας της εσωτερικής προκηρύξεως για την πλήρωση της θέσεως, παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως) και, τέλος, την πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και την παράβαση του καθήκοντος αρωγής, ως αποτέλεσμα των προηγουμένων.

    21 Κατά το άρθρο 119 του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη, το Δικαστήριο μπορεί, κατά πάσα στάση της δίκης, να την απορρίψει με αιτιολογημένη διάταξη χωρίς να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

    Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

    22 Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι οι σκοποί οι οποίοι πρυτάνευσαν κατά τη διαδικασία προσλήψεως είναι παράνομοι.

    Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως, πρώτο σκέλος

    Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα βάλλει κατά της σκέψεως 107 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, που έχει ως εξής:

    "Το Πρωτοδικείο παρατηρεί, επιπλέον, ότι, μολονότι εναπέκειτο στη διοίκηση να μεριμνήσει ώστε η επιτροπή προσλήψεων να αποτελείται από αμερόληπτα μέλη, οι εκτιμήσεις που ο N. W. είχε διατυπώσει, στην έκθεση βαθμολογίας που παρατέθηκε πιο πάνω στη σκέψη 2, περί των επαγγελματικών προσόντων της προσφεύγουσας, μολονότι περιέχουν επικρίσεις γι' αυτήν, είναι πάντως αιτιολογημένες, μετριοπαθείς και απαλλαγμένες κάθε στοιχείου που να φανερώνει εμπάθεια ασυμβίβαστη με το καθήκον αμεροληψίας που πρέπει να έχει το μέλος μιας επιτροπής προσλήψεων."

    23 Κατά την αναιρεσείουσα, το Πρωτοδικείο δεν αιτιολόγησε επαρκώς κατά νόμο την απόφασή του, δεδομένου ότι δεν εξήγησε γιατί θεώρησε ως μη ασκούσες επιρροή τις ενδείξεις περί των πραγματικών περιστατικών περί καταχρήσεως εξουσίας στις οποίες η προσφεύγουσα αναφέρθηκε στο πλαίσιο του λόγου ακυρώσεως που άντλησε από την έλλειψη αμεροληψίας της επιτροπής προσλήψεων.

    24 Αυτό το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως στηρίζεται σε προδήλως εσφαλμένη ερμηνεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

    25 Πράγματι, με τη σκέψη 106 της αποφάσεως, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι ήταν αντικειμενικώς σκόπιμο να μετάσχει ο N. W. στην επιτροπή προσλήψεων, υπό τη διττή ιδιότητά του ως προϊσταμένου της οικείας υπηρεσίας και αμέσως ιεραρχικώς προϊσταμένου του υπαλλήλου που θα καλύψει την προς πλήρωση θέση. Εν συνεχεία, με τη σκέψη 107, το Πρωτοδικείο θεώρησε ότι οι εκτιμήσεις που ο N. W. είχε διατυπώσει, στην έκθεση βαθμολογίας, περί των επαγγελματικών προσόντων της προσφεύγουσας, μολονότι περιείχαν επικρίσεις γι' αυτήν, ήσαν πάντως αιτιολογημένες, μετριοπαθείς και απαλλαγμένες κάθε στοιχείου που να φανερώνει εμπάθεια ασυμβίβαστη με το καθήκον αμεροληψίας που πρέπει να έχει το μέλος μιας επιτροπής προσλήψεων. Επιπλέον, με τη σκέψη 108, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι η επιτροπή προσλήψεων είχε εκφέρει τη γνώμη της με ομοφωνία των τριών μελών της, μεταξύ των οποίων ήταν και ο εκπρόσωπος της επιτροπής προσωπικού. Τέλος, με τη σκέψη 109, συνήγαγε ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, δεν προέκυπτε ότι η παρουσία του N. W. στην επιτροπή προσλήψεων επηρέασε την αμεροληψία των διασκέψεων της επιτροπής αυτής.

    26 Ως εκ τούτου, το Πρωτοδικείο αιτιολόγησε επαρκώς κατά νόμο την απόρριψη του λόγου ακυρώσεως περί της αντικειμενικότητας των διασκέψεων της επιτροπής προσλήψεων.

    27 Επομένως, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμο.

    Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως, δεύτερο σκέλος

    28 Το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως αφορά τη σκέψη 118 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία:

    "Εν προκειμένω, το Πρωτοδικείο θεωρεί ότι δεν προκύπτει ούτε από τα έγγραφα του φακέλου ούτε από την προηγούμενη επιχειρηματολογία ότι το καθού σκόπευε εξ αρχής να προτιμήσει εξωτερικό υποψήφιο."

    29 Κατά την αναιρεσείουσα, το Πρωτοδικείο δεν αιτιολόγησε επαρκώς κατά νόμο την απόφασή του ως προς την απόρριψη του λόγου ακυρώσεως που άντλησε από την καταστρατήγηση της διαδικασίας. Συναφώς, είχε επικαλεστεί σειρά αντικειμενικών ενδείξεων σχετικά με αυτήν την καταστρατήγηση της διαδικασίας, μεταξύ των οποίων το από 19 Αυγούστου 1993 υπηρεσιακό σημείωμα του διευθυντή του Ιδρύματος, οι οποίες όμως δεν εξετάσθηκαν όλες από το Πρωτοδικείο.

    30 Αυτό το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως στηρίζεται επίσης σε προδήλως εσφαλμένη ερμηνεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

    31 Συγκεκριμένα, το Πρωτοδικείο, αφού υπενθύμισε στη σκέψη 117 τη νομολογία του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου σχετικά με την κατάχρηση εξουσίας, στη σκέψη 118 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως αναφέρθηκε ρητά στα "έγγραφα του φακέλου", για να κρίνει, με τη σκέψη 119, ότι δεν προέκυπτε, ειδικότερα όπως ισχυρίστηκε η Susan Ryan-Sheridan, ότι η επιτροπή προσλήψεων είχε εξετάσει τις εξωτερικές υποψηφιότητες που είχαν υποβληθεί βάσει της προκηρύξεως του περιορισμένης συμμετοχής διαγωνισμού πριν από τις υποψηφιότητες που είχαν υποβάλει οι υπάλληλοι του Ιδρύματος.

    32 Τέλος, το Πρωτοδικείο έκρινε, με τη σκέψη 120 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, λαμβανομένων υπόψη των προαναφερθέντων και ειδικότερα των συμπερασμάτων στα οποία κατέληξε μετά την εξέταση του λόγου ακυρώσεως που αντλήθηκε από την έλλειψη πλήρους αμεροληψίας της επιτροπής προσλήψεων, δεν προέκυψε ότι η υποψηφιότητα της προσφεύγουσας είχε απορριφθεί λόγω της προσωπικής διαμάχης της με τον N. W.

    33 Ως εκ τούτου, το Πρωτοδικείο αιτιολόγησε επαρκώς κατά νόμο την απόρριψη του λόγου ακυρώσεως περί καταστρατηγήσεως της διαδικασίας.

    34 Κατά συνέπεια, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμο.

    Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

    35 Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι η διαδικασία προσλήψεως φέρει το στίγμα διαφόρων πλημμελειών. Ο λόγος αυτός περιλαμβάνει δύο μέρη.

    Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, πρώτο μέρος

    36 Το πρώτο μέρος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, σχετικά με τη φερομένη έλλειψη νομιμότητας της εσωτερικής ανακοινώσεως, αποτελείται από τέσσερα σκέλη.

    37 Το πρώτο σκέλος αναφέρεται στη σκέψη 55 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, που έχει ως εξής:

    "Το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι η προσφεύγουσα δεν έχει συμφέρον να επικαλείται την ενδεχόμενη ασάφεια της εσωτερικής ανακοινώσεως, ανεξαρτήτως της ακριβούς νομικής της φύσεως. Συγκεκριμένα, η προβαλλομένη ασάφεια, ακόμη και αν αποδειχθεί, δεν βλάπτει την προσφεύγουσα, δεδομένου ότι αυτή ήταν σε θέση να υποβάλει την υποψηφιότητά της για την προς πλήρωση θέση."

    38 Η αναιρεσείουσα θεωρεί, αντιθέτως, ότι ήταν προς το συμφέρον της να περιλάβει η εσωτερική ανακοίνωση, ανεξαρτήτως της φύσεώς της, όσο το δυνατόν ακριβέστερα τα προσόντα που απαιτούνται προς κατάληψη της επίμαχης θέσεως, και τούτο έστω και αν η ίδια μπόρεσε να υποβάλει την υποψηφιότητά της για τη θέση αυτή.

    39 Το δεύτερο σκέλος του πρώτου μέρους του δευτέρου λόγου αναφέρεται στις σκέψεις 56 και 57 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά τις οποίες:

    "56 Επιπλέον, το Πρωτοδικείο φρονεί ότι η εσωτερική ανακοίνωση πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται από τη νομολογία περί ανακοινώσεως κενών θέσεων και προκηρύξεων διαγωνισμών (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 17ης Μαΐου 1995, Τ-16/94, Μπενέκος κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1995, σ. ΙΙ-335, σκέψη 18, και Seghers κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα, σκέψη 34), καθόσον η ανακοίνωση όντως πληροφόρησε την προσφεύγουσα για τη φύση των απαιτουμένων προϋποθέσεων προς κατάληψη της προς πλήρωση θέσεως και της παρέσχε τη δυνατότητα να εκτιμήσει αν έπρεπε να υποβάλει υποψηφιότητα.

    57 Άλλωστε, η ίδια η προσφεύγουσα δέχθηκε ότι η εσωτερική ανακοίνωση εξεπλήρωσε τον σκοπό της καθόσον η προσφεύγουσα, με τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως, ισχυρίστηκε ότι, χάρη στην επαγγελματική της πείρα και τα ακαδημαϊκά της προσόντα, είχε όλα τα απαιτούμενα προσόντα για την προς πλήρωση θέση, όπως αυτή περιγράφεται στην εσωτερική ανακοίνωση."

    40 Η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι παραβίασε την οφειλομένη στις διαδικαστικές του πράξεις αποδεικτική δύναμη, καθόσον ο λόγος ακυρώσεως που αυτή αντλούσε από την πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ήταν επικουρικός σε σχέση με εκείνους που στήριζε στην έλλειψη προϋποθέσεων σχετικά με τα προσόντα στην προκήρυξη του διαγωνισμού. Συγκεκριμένα, έστω και αν υποτεθεί ότι αυτή έκρινε τον εαυτό της ικανό να καταλάβει την προς πλήρωση θέση, θα μπορούσε να σφάλλει επειδή στην προκήρυξη δεν μνημονεύονταν προϋποθέσεις προσόντων ή, τουλάχιστον, επαρκώς ακριβείς προϋποθέσεις.

    41 Το τρίτο σκέλος του πρώτου μέρους του δευτέρου λόγου αναιρέσεως αφορά τις σκέψεις 61 και 62 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, που έχουν ως εξής:

    "61 Από τα στοιχεία του φακέλου (βλ. ανωτέρω σκέψη 13 και κατωτέρω σκέψη 84) προκύπτει ότι το καθού έκρινε ότι η προσφεύγουσα δεν διέθετε επαρκή προσόντα και πείρα στους διαφόρους τομείς των καθηκόντων, όπως περιγράφονται στην εσωτερική ανακοίνωση.

    62 Κατά το μέτρο αυτό, η απόφαση που απορρίπτει την υποψηφιότητα της προσφεύγουσας δεν βασίζεται επί προϋποθέσεων που δεν περιλαμβάνονται ρητώς στην ανακοίνωση αυτή."

    42 Κατά την αναιρεσείουσα, από τις σκέψεις αυτές προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η εσωτερική ανακοίνωση περιείχε μια προϋπόθεση ως προς τα προσόντα σύμφωνα με την οποία ο υποψήφιος έπρεπε να διαθέτει επαρκή προσόντα και πείρα στους διαφόρους τομείς των καθηκόντων που περιγράφονται στην εσωτερική ανακοίνωση. Η ύπαρξη της προϋποθέσεως αυτής συνήχθη αποκλειστικά από την περιγραφή των καθηκόντων, ενώ η περιγραφή των καθηκόντων και των προϋποθέσεων ως προς την ικανότητα ασκήσεως των καθηκόντων αυτών είναι χωριστές έννοιες οι οποίες δεν είναι δυνατό να συγχέονται.

    43 Το τέταρτο σκέλος του πρώτου μέρους του δευτέρου λόγου αναιρέσεως αφορά τις σκέψεις 91, 93, 94, 96 και 97 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Αφού υπενθύμισε την πάγια νομολογία σχετικά με την αιτιολογία μιας βλαπτικής αποφάσεως (σκέψη 90), το Πρωτοδικείο, με τη σκέψη 91 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε ότι:

    "Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η αιτιολογία της αποφάσεως που απέρριψε την υποψηφιότητα της προσφεύγουσας παρέσχε αφ' εαυτής στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να αμφισβητήσει το βάσιμο της αποφάσεως αυτής, καθόσον από τις 28 Δεκεμβρίου 1993 είχε τη δυνατότητα να ασκήσει παραδεκτώς την προσφυγή, δηλαδή πριν από την απόφαση της 25ης Μαρτίου 1994 με την οποία το Ίδρυμα απέρριψε τη διοικητική της ένσταση, επικαλούμενη, προς υποστήριξη του λόγου ακυρώσεως που αντλεί από την πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, ότι η προς πλήρωση θέση αντιστοιχούσε σε πολύ μεγάλο βαθμό στα καθήκοντα που αυτή ασκούσε ήδη επί πολλά έτη."

    44 Με τη σκέψη 93 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η αιτιολογία της αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκε η υποψηφιότητα της αναιρεσείουσας επέτρεψε επίσης αφ' εαυτής στο Πρωτοδικείο να διαπιστώσει ότι καμία πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως δεν μπορούσε να προσαφθεί στο καθού. Εν συνεχεία, το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 94 έκρινε ότι, εφόσον η αιτιολογία της αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκε η υποψηφιότητα της αναιρεσείουσας επανελάμβανε ουσιαστικά την αιτιολογία της γνώμης της επιτροπής προσλήψεων, και αυτή η γνώμη έπρεπε να θεωρηθεί ως επαρκώς αιτιολογημένη. Στη σκέψη 96, το Πρωτοδικείο κατέληξε ότι από την εξέταση του πέμπτου λόγου ακυρώσεως προέκυπτε ότι η αναιρεσείουσα γνώριζε πολύ καλά ότι, τουλάχιστον, δεν διέθετε επαρκή πείρα και προσόντα σε σχέση με όλα τα σχετικά με την προς πλήρωση θέση καθήκοντα. Τέλος, με τη σκέψη 97 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι, εν πάση περιπτώσει, στην απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η διοικητική ένσταση της αναιρεσείουσας διατυπώθηκαν με επαρκή σαφήνεια και ακρίβεια οι διαφορές φύσεως και επιπέδου που υπήρχαν μεταξύ της θέσεως της αναιρεσείουσας και της προς πλήρωση θέσεως.

    45 Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι, εφόσον στην προκήρυξη δεν υπήρχε καμία ένδειξη ως προς τα προσόντα ή, τουλάχιστον, επαρκώς ακριβείς προϋποθέσεις ως προς τα προσόντα, δεν ήταν δυνατό στο καθού να αιτιολογήσει τις αποφάσεις του κατά τρόπο που να ικανοποιεί τις επιταγές που θέτει η νομολογία, ήτοι, αφενός, να παράσχει τη δυνατότητα στον ενδιαφερόμενο να εκτιμήσει ακριβώς τη σκοπιμότητα ασκήσεως προσφυγής κατά της αποφάσεως και, αφετέρου, στο Πρωτοδικείο να ασκήσει τον έλεγχό του επί της αποφάσεως.

    46 Επιβάλλεται προκαταρκτικά να παρατηρηθεί ότι το πρώτο, δεύτερο, τρίτο και τέταρτο σκέλος του πρώτου μέρους του δευτέρου λόγου αναιρέσεως στηρίζονται στην υπόθεση ότι η εσωτερική ανακοίνωση ήταν ασαφής όσον αφορά τα προσόντα.

    47 Συναφώς, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι, κατά πάγια νομολογία, ο κύριος ρόλος της προκηρύξεως του διαγωνισμού συνίσταται ακριβώς στο να πληροφορεί τους ενδιαφερομένους κατά τον πληρέστερο δυνατό τρόπο περί της φύσεως των προϋποθέσεων που απαιτούνται για την κατάληψη της θέσεως περί της οποίας πρόκειται, ώστε να τους παρέχει τη δυνατότητα να κρίνουν κατά πόσο πρέπει να υποβάλουν αίτηση συμμετοχής (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 28ης Ιουνίου 1979, 255/78, Anselme και Constant κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1979/ΙΙ, σ. 141, σκέψη 9, και της 18ης Φεβρουαρίου 1982, 67/81, Ruske κατά Επιτροπής, Συλλογή 1982, σ. 661, σκέψη 9 βλ. επίσης τις αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 17ης Μαΐου 1995, Τ-16/94, Μπενέκος κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1995, σ. ΙΙ-335, σκέψη 18, και της 24ης Ιουνίου 1993, Τ-69/92, Seghers κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1993, σ. ΙΙ-651, σκέψη 34).

    48 Στη σκέψη 56 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι με την εσωτερική ανακοίνωση η προσφεύγουσα όντως είχε πληροφορηθεί τη φύση των απαιτουμένων προϋποθέσεων προς κατάληψη της προς πλήρωση θέσεως και ήταν σε θέση να εκτιμήσει αν έπρεπε να υποβάλει υποψηφιότητα.

    49 Από αυτή τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών, στην οποία κατά νόμο προβαίνει το Πρωτοδικείο (βλ., ιδίως, απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 1991, C-283/90 P, Vidranyi κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. Ι-4339, σκέψη 12), αυτό ορθώς συνήγαγε ότι η εσωτερική ανακοίνωση πληρούσε τις προϋποθέσεις που θέτει η νομολογία.

    50 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το πρώτο μέρος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμο.

    Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, δεύτερο μέρος

    51 Το δεύτερο μέρος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, που αφορά τη φερομένη παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, αποτελείται από δύο σκέλη.

    52 Το πρώτο σκέλος αναφέρεται στη σκέψη 41 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία:

    "Το Πρωτοδικείο επισημαίνει ότι, εφόσον η προσφεύγουσα μπόρεσε να υποβάλει την υποψηφιότητά της για την προς πλήρωση θέση, εν πάση περιπτώσει, δεν έχει κανένα συμφέρον να ισχυρίζεται ότι, αντιθέτως προς την εσωτερική προκήρυξη, η προκήρυξη του διαγωνισμού περιορισμένης συμμετοχής περιείχε επακριβείς όρους ως προς τα απαιτούμενα προσόντα που παρείχαν στους υπαλλήλους των άλλων κοινοτικών οργάνων τη δυνατότητα να εκτιμήσουν το πρόσφορο της υποψηφιότητάς τους."

    53 Η αναιρεσείουσα περιορίζεται επί του σημείου αυτού να προβάλει ότι απέδειξε, με το πρώτο σκέλος του πρώτου μέρους του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, ότι έχει έννομο συμφέρον να μπορεί να εκτιμήσει κατά τον ακριβέστερο δυνατό τρόπο το σκόπιμο της υποψηφιότητάς της, έστω κι αν εν προκειμένω, παρά την ασάφεια της εσωτερικής ανακοινώσεως, μπόρεσε να υποβάλει την υποψηφιότητά της.

    54 Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι η επιχειρηματολογία την οποία επικαλείται η αναιρεσείουσα έχει απορριφθεί με τη σκέψη 50 της παρούσας αποφάσεως ως προδήλως αβάσιμη.

    55 Το δεύτερο σκέλος του δευτέρου μέρους του δευτέρου λόγου αναιρέσεως αφορά τη σκέψη 43 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με την οποία το Πρωτοδικείο έκρινε:

    "Αφενός, από την πιο πάνω σκέψη 9 προκύπτει ότι η προκήρυξη του διαγωνισμού περιορισμένης συμμετοχής δεν συνιστά, ουσιαστικά, παρά την περίληψη των διαφόρων προϋποθέσεων επαγγελματικής πείρας που απαιτούσε η εσωτερική ανακοίνωση."

    56 Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι, εφόσον η περιγραφή των καθηκόντων της προς πλήρωση θέσεως δεν περιλαμβανόταν στην καθαυτό προκήρυξη του διαγωνισμού περιορισμένης συμμετοχής, αλλά σε άλλο έγγραφο το οποίο γνωστοποιήθηκε στους εξωτερικούς υποψηφίους μόνον κατόπιν αιτήσεώς τους, η περιγραφή αυτή δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως επιτρέπουσα στους υποψηφίους να εκτιμήσουν τα προσόντα τους προς κατάληψη της εν λόγω θέσεως.

    57 Συναφώς, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι, με τη σκέψη 43 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο διασαφηνίζει τη σκέψη 42 με την οποία είχε διαπιστώσει ότι ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως ήταν ουσία αβάσιμος, εφόσον η αναιρεσείουσα είχε ισχυρισθεί ότι οι προϋποθέσεις προσβάσεως στην προς πλήρωση θέση ήταν πιο αυστηρές για το προσωπικό του Ιδρύματος απ' ό,τι για το προσωπικό των άλλων κοινοτικών οργάνων.

    58 Εφόσον αφορά περιστατικά των οποίων η εκτίμηση εμπίπτει αποκλειστικά στην αρμοδιότητα του Πρωτοδικείου, το δεύτερο σκέλος του δευτέρου μέρους του δευτέρου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτο.

    Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως

    59 Ο τρίτος λόγος αναιρέσεως αντλείται, αφενός, από την πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και, αφετέρου, από την παράβαση του καθήκοντος αρωγής.

    Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως, πρώτο μέρος, πρώτο σκέλος

    60 Το πρώτο σκέλος του πρώτου μέρους του τρίτου λόγου αναιρέσεως, σχετικά με την πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, αφορά τις σκέψεις 76 έως 78 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, που έχουν ως εξής:

    "76 Από τον φάκελο, από τη μη αμφισβητηθείσα από την ενδιαφερόμενη περιγραφή των καθηκόντων που περιλαμβάνεται στις πιο πάνω σκέψεις 2 και 3, καθώς και από το προαναφερθέν υπηρεσιακό της σημείωμα της 11ης Μαρτίου 1991 προκύπτει ότι η προσφεύγουσα είναι υπεύθυνη για τη διαχείριση των δημοσιεύσεων του Ιδρύματος και ότι έχει την ευθύνη για κάθε στάδιο της διαδικασίας παραγωγής και του γενικού ελέγχου στην παρουσίαση των δημοσιεύσεων του Ιδρύματος.

    77 Αντιθέτως, από την ανάγνωση της εσωτερικής ανακοινώσεως προκύπτει ότι τα συναφή με την προς πλήρωση θέση καθήκοντα του διοικητικού υπαλλήλου του προγράμματος δημοσιεύσεων τοποθετούνται στο επίπεδο της χαράξεως και της διευθύνσεως της στρατηγικής του Ιδρύματος στον τομέα των δημοσιεύσεων. Συγκεκριμένα, τα καθήκοντα αυτά συνεπάγονται τον καθορισμό, την ανάπτυξη και τον συντονισμό του συνόλου της εκδοτικής πολιτικής του Ιδρύματος.

    78 Ως εκ τούτου περιλαμβάνουν, ιδίως, τον έλεγχο του περιεχομένου των δημοσιεύσεων και την εξεύρεση, αφενός, νέων δημοσιεύσεων ικανών να καλύψουν τα κενά του προγράμματος του Ιδρύματος και, αφετέρου, τη διαπίστωση των αναγκών σε ορισμένες νέες τεχνικές δημοσιεύσεως, ειδικότερα στις ηλεκτρονικές τεχνικές."

    61 Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι, στο υπόμνημα απαντήσεως, διασαφήνισε, με τη βοήθεια διαφόρων εγγράφων που είχε προσκομίσει, γιατί θεωρούσε ότι η αντιστοιχία μεταξύ των δύο θέσεων είχε αποδειχθεί. Κατ' αυτήν, το Πρωτοδικείο δεν μπορούσε να αρκεστεί στο να αποφασίσει ότι η αντιστοιχία αυτή δεν υπήρχε και ότι τα καθήκοντα που ασκούσε η αναιρεσείουσα περιορίζονταν στους τομείς της διαχειρίσεως, της παραγωγής και της παρουσιάσεως των εγγράφων που περιελάμβαναν τα προγράμματα δημοσιεύσεων, χωρίς να αντιμετωπίσει τα συγκεκριμένα επιχειρήματα της προσφεύγουσας που απέβλεπαν στο να αποδείξουν το αντίθετο.

    62 Η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Πράγματι, από απλή ανάγνωση των σκέψεων 76 έως 78 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο έλαβε υπόψη όλα τα ασκούντα επιρροή περιστατικά και αιτιολόγησε επαρκώς κατά νόμο το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε. Κατά συνέπεια, το πρώτο σκέλος του πρώτου μέρους του τρίτου λόγου αναιρέσεως είναι προδήλως αβάσιμο.

    Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως, πρώτο μέρος, δεύτερο σκέλος

    63 Το δεύτερο σκέλος του πρώτου μέρους του τρίτου λόγου αναιρέσεως αφορά τις σκέψεις 83 και 84 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με τις οποίες το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η αναιρεσείουσα, η οποία έφερε το βάρος αποδείξεως, δεν κατόρθωσε να αποδείξει επαρκώς κατά νόμο την προβαλλόμενη αντιστοιχία μεταξύ των συναφών καθηκόντων της θέσεώς της και των συναφών καθηκόντων της προς πλήρωση θέσεως (σκέψη 83) και, χωρίς να προβεί προς τούτο σε προδήλως πεπλανημένη εκτίμηση, το Ίδρυμα ήταν σε θέση να εκτιμήσει ότι η αναιρεσείουσα δεν διέθετε επαρκή προσόντα και πείρα στους διαφόρους τομείς καθηκόντων που περιγράφονται στην εσωτερική ανακοίνωση (σκέψη 84).

    64 Κατά την αναιρεσείουσα, το Πρωτοδικείο κακώς στήριξε τη συλλογιστική του στο δεδομένο ότι αυτή ήθελε να αποδείξει την πλήρη αντιστοιχία μεταξύ των καθηκόντων της και εκείνων της προς πλήρωση θέσεως ή, ακόμη, ότι δεν μπορούσε να συναγάγει την πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως του καθού παρά μόνον αν μια τέτοια αντιστοιχία είχε αποδειχθεί. Συναφώς, η αναιρεσείουσα προσθέτει ότι το γεγονός ότι το Πρωτοδικείο έκρινε ότι δεν υπήρχε πλήρης αντιστοιχία μεταξύ των καθηκόντων δεν δικαιολογεί κατά νόμο το συμπέρασμά του ότι το αναιρεσίβλητο δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

    65 Αυτό το σκέλος του λόγου αναιρέσεως στηρίζεται σε προδήλως εσφαλμένη ερμηνεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

    66 Συγκεκριμένα, με τη σκέψη 65 το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει την επιχειρηματολογία της αναιρεσείουσας, κατά την οποία η προς πλήρωση θέση, όπως περιγράφεται στην από 28 Σεπτεμβρίου 1993 δημοσιευθείσα ανακοίνωση, αντιστοιχεί σε μεγάλο βαθμό στα καθήκοντα που αυτή ασκεί εντός του Ιδρύματος επί πολλά έτη και, εν πάση περιπτώσει, τα σημερινά της καθήκοντα περιλαμβάνονται σ' αυτά της προς πλήρωση θέσεως. Κρίνοντας με τη σκέψη 83 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι η αναιρεσείουσα δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμο την προβαλλόμενη αντιστοιχία μεταξύ των συναφών με τη θέση της καθηκόντων και των συναφών με την προς πλήρωση θέση καθηκόντων, το Πρωτοδικείο απάντησε στην περιλαμβανόμενη στη σκέψη 65 επιχειρηματολογία της αναιρεσείουσας.

    67 Κατά συνέπεια, το δεύτερο σκέλος του πρώτου μέρους του τρίτου λόγου αναιρέσεως είναι προδήλως αβάσιμο.

    Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως, δεύτερο μέρος

    68 Το δεύτερο μέρος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, σχετικά με την παραβίαση της αρχής του καθήκοντος αρωγής, στρέφεται κατά της σκέψεως 131 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με την οποία το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η αναιρεσείουσα δεν μπορούσε να επικαλεστεί λυσιτελώς την αρχή αυτή αφού δεν ήταν σε θέση να αποδείξει επαρκώς κατά νόμο την προβαλλόμενη αντιστοιχία μεταξύ των συναφών με τη θέση της καθηκόντων και των συναφών με την προς πλήρωση θέση καθηκόντων.

    69 Η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι είχε υποστηρίξει, κυρίως, ότι υπήρχε αντιστοιχία μεταξύ των καθηκόντων της και των καθηκόντων της προς πλήρωση θέσεως και, επικουρικώς, τα καθήκοντα που αυτή ασκούσε περιλαμβάνονταν τουλάχιστον στην προς πλήρωση θέση, οπότε, και στη μία και στην άλλη περίπτωση, θα εξαφανίζονταν αν αυτή δεν καταλάμβανε την προς πλήρωση θέση, με τα σοβαρά και προφανή μειονεκτήματα που θα προέκυπταν γι' αυτήν, αφού η μεταβολή επηρέαζε μια δομή υπάρχουσα από πάρα πολλών ετών. Μη λαμβάνοντας υπόψη αυτήν την επικουρική επιχειρηματολογία, το Πρωτοδικείο αγνόησε την αποδεικτική δύναμη των δικογράφων της προσφεύγουσας και δεν αιτιολόγησε επαρκώς κατά νόμο την απόφασή του.

    70 Αυτό το σκέλος του λόγου αναιρέσεως στηρίζεται σε προφανώς εσφαλμένη ερμηνεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

    71 Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 76 και 77 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, που επαναλαμβάνονται στη σκέψη 60 της παρούσας αποφάσεως, το Πρωτοδικείο διέκρινε σαφώς μεταξύ της περιγραφής των καθηκόντων της αναιρεσείουσας και εκείνης των καθηκόντων που αφορούν την προς πλήρωση θέση του "διαχειριστή προγράμματος". Επιπλέον, με τη σκέψη 80 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι από τη συζήτηση που έγινε κατά τη συνεδρίαση της 4ης Μαρτίου 1994 κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων προέκυψε ότι, τουλάχιστον, δεν υπήρχε πλήρης αντιστοιχία μεταξύ των σημερινών καθηκόντων της αναιρεσείουσας και εκείνων της προς πλήρωση θέσεως, εφόσον τα τελευταία συνεπάγονταν, σε ορισμένες διευθύνσεις, την ανάπτυξη της πολιτικής δημοσιεύσεων του Ιδρύματος και ειδικότερα τη διακρίβωση των νέων μέσων ηλεκτρονικής δημοσιεύσεως. Επιπροσθέτως, το Πρωτοδικείο παρατήρησε ότι η μεγάλη ανάπτυξη της δραστηριότητας αυτής ήταν τέτοια ώστε ο εκπρόσωπος της προσφεύγουσας ισχυρίστηκε, κατά τη συνεδρίαση αυτή, ότι "κανείς δεν έχει ακόμη τα προσόντα διότι πρόκειται για πάρα πολύ νέα δραστηριότητα".

    72 Γι' αυτόν τον λόγο, επομένως, το Πρωτοδικείο καλώς έκρινε ότι η αναιρεσείουσα δεν μπορούσε να επικαλεστεί τον λόγο που άντλησε από την παράβαση του καθήκοντος αρωγής.

    73 Κατά συνέπεια, το δεύτερο μέρος του τρίτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμο.

    74 Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι οι λόγοι αναιρέσεως που προέβαλε η αναιρεσείουσα προς στήριξη της αιτήσεώς της είναι είτε προδήλως απαράδεκτοι είτε προδήλως αβάσιμοι και, επομένως, πρέπει κατ' εφαρμογήν του άρθρου 119 του Κανονισμού Διαδικασίας να απορριφθούν.

    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


    Επί των δικαστικών εξόδων

    75 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Σύμφωνα όμως με το άρθρο 70 του Κανονισμού Διαδικασίας, προκειμένου περί προσφυγών υπαλλήλων των Κοινοτήτων, τα όργανα φέρουν τα έξοδα στα οποία υπεβλήθησαν. Εντούτοις, δυνάμει του άρθρου 122, το άρθρο 70 δεν έχει εφαρμογή επί αναιρέσεων που ασκούνται από μονίμους ή μη μονίμους υπαλλήλους κοινοτικού οργάνου κατά του οργάνου αυτού. Επειδή η αναιρεσείουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

    διατάσσει:

    1) Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

    2) Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.

    Λουξεμβούργο, 28 Νοεμβρίου 1996.

    Top