Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61996CJ0352

    Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 12ης Νοεμβρίου 1998.
    Ιταλική Δημοκρατία κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.
    Προσφυγή ακυρώσεως - Κανονισμός (ΕΚ) 1522/96 - Άνοιγμα και τρόπος διαχειρίσεως ορισμένων δασμολογικών ποσοστώσεων εισαγωγής ρυζιού και θραυσμάτων ρυζιού.
    Υπόθεση C-352/96.

    Συλλογή της Νομολογίας 1998 I-06937

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1998:531

    61996J0352

    Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 12ης Νοεμβρίου 1998. - Ιταλική Δημοκρατία κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. - Προσφυγή ακυρώσεως - Κανονισμός (ΕΚ) 1522/96 - Άνοιγμα και τρόπος διαχειρίσεως ορισμένων δασμολογικών ποσοστώσεων εισαγωγής ρυζιού και θραυσμάτων ρυζιού. - Υπόθεση C-352/96.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1998 σελίδα I-06937


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Σκεπτικό της απόφασης
    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    Κοινό Δασμολόγιο - Κοινοτικές δασμολογικές ποσοστώσεις - Ποσοστώσεις εισαγωγής ρυζιού που έχουν ανοιχθεί σε αντιστάθμιση της αυξήσεως ορισμένων συντελεστών κατόπιν της προσχωρήσεως νέων κρατών μελών - Κανονισμός 1522/96 - Νόμιμος χαρακτήρας υπό το φως των ασκούντων επιρροή κανόνων της ΓΣΔΕ καθώς και των αρχών της αναλογικότητας και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως - Κατάχρηση εξουσίας - Δεν υφίσταται

    (Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου, άρθρο XXIV § 6· μνημόνιο συμφωνίας επί της ερμηνείας του άρθρου XXIV, σημ. 5 επ.· κανονισμός 1522/96 του Συμβουλίου, άρθρα 3, 4 και 9)

    Περίληψη


    Στο πλαίσιο του κανονισμού 1522/96 για το άνοιγμα και τον τρόπο διαχείρισης ορισμένων δασμολογικών ποσοστώσεων εισαγωγής ρυζιού και θραυσμάτων ρυζιού, που θεσπίστηκε κατ' εφαρμογήν των συμφωνιών που είχαν συναφθεί με την Αυστραλία και την Ταϋλάνδη κατόπιν διαπραγματεύσεων που είχαν διεξαχθεί βάσει του άρθρου XXIV, παράγραφος 6, της ΓΣΔΕ, τα άρθρα 3 και 4 προβλέπουν ότι τα πιστοποιητικά εισαγωγής χορηγούνται μόνο στους επιχειρηματίες που είναι κάτοχοι πιστοποιητικού εξαγωγής ληφθέντος στη χώρα καταγωγής, ενώ το άρθρο 9 προβλέπει τα κριτήρια παρεμβάσεως σε περίπτωση κινδύνου για τον κοινοτικό τομέα του ρυζιού, καθορίζοντας, μεταξύ άλλων, ποσοτικό όριο σχετικά με ορισμένα προϋόντα. Δεδομένου ότι έχει διευκρινιστεί ότι η Κοινότητα, θεσπίζοντας τη ρύθμιση αυτή, επιδίωξε να θέσει σε εφαρμογή συγκεκριμένη υποχρέωση που είχε αναληφθεί στο πλαίσιο της ΓΣΔΕ, ειδικότερα να συμφωνηθούν με τις τρίτες οικείες χώρες ικανοποιητικές αμοιβαίες αντισταθμίσεις προκειμένου να ληφθεί υπόψη η αύξηση ορισμένων δασμών που προκύπτει από την εφαρμογή εκ μέρους των νέων κρατών μελών του Κοινού Δασμολογίου, η υποχρέωση αυτή πρέπει να θεωρηθεί ως πληρωθείσα και, επομένως, δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως βάση για την εκτίμηση του νόμιμου χαρακτήρα του κανονισμού, και τούτο εφόσον η Κοινότητα και οι τρίτες χώρες έχουν καταλήξει στις προμνημονευθείσες συμφωνίες.

    Εξάλλου, δεν προκύπτει ότι το προβλεπόμενο στα άρθρα 3 και 4 σύστημα διαχειρίσεως ή το προβλεπόμενο στο άρθρο 9 του κανονισμού καθεστώς παρεμβάσεως συνιστούν παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, όπως ούτε άλλωστε προκύπτει ότι το καθεστώς παρεμβάσεως πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας ή συνιστά κατάχρηση εξουσίας.

    Διάδικοι


    Στην υπόθεση C-352/96,

    Ιταλική Δημοκρατία, εκπροσωπουμένη από τον καθηγητή Umberto Leanza, προϋστάμενο της υπηρεσίας διπλωματικών διαφορών του Υπουργείου Εξωτερικών, επικουρούμενο από τον Danilo Del Gaizo, avvocato dello Stato, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την Πρεσβεία της Ιταλίας, 5, rue Marie-Adιlaοde,

    προσφεύγουσα,

    κατά

    Συμβουλίου της Ευρωπαϋκής Ενώσεως, εκπροσωπουμένου από τον Antσnio Tanca, νομικό σύμβουλο, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Alessandro Morbilli, γενικό διευθυντή της διευθύνσεως νομικών υποθέσεων της Ευρωπαϋκής Τράπεζας Επενδύσεων, 100, boulevard Konrad Adenauer,

    καθού,

    ">που έχει ως αντικείμενο την ακύρωση του κανονισμού (ΕΚ) 1522/96 του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1996, για το άνοιγμα και τον τρόπο διαχείρισης ορισμένων δασμολογικών ποσοστώσεων εισαγωγής ρυζιού και θραυσμάτων ρυζιού (ΕΕ L 190, σ. 1), και, ειδικότερα, των άρθρων του 3, 4 και 9,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

    (έκτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους P. J. G. Kapteyn, πρόεδρο τμήματος, J. L. Murray (εισηγητή), H. Ragnemalm, R. Schintgen και Κ. Μ. Ιωάννου, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: J. Mischo

    γραμματέας: R. Grass

    έχοντας υπόψη την έκθεση τoυ εισηγητή δικαστή,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 28ης Απριλίου 1998,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    Σκεπτικό της απόφασης


    1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 25 Οκτωβρίου 1996, η Ιταλική Δημοκρατία ζήτησε, δυνάμει του άρθρου 173, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ, την ακύρωση των άρθρων 3, 4 και 9 του κανονισμού (ΕΚ) 1522/96 του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1996, για το άνοιγμα και τον τρόπο διαχείρισης ορισμένων δασμολογικών ποσοστώσεων εισαγωγής ρυζιού και θραυσμάτων ρυζιού (ΕΕ L 190, σ. 1, στο εξής: κανονισμός).

    2 Ύστερα από την προσχώρηση της Αυστριακής Δημοκρατίας, της Φινλανδικής Δημοκρατίας και του Βασιλείου της Σουηδίας στην Ευρωπαϋκή Κοινότητα, η τελευταία άρχισε διαπραγματεύσεις με τρίτες χώρες βάσει του άρθρου XXIV, παράγραφος 6, της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου (στο εξής: ΓΣΔΕ), και, ειδικότερα, των σημείων 5 επ. του μνημονίου συμφωνίας επί της ερμηνείας του άρθρου XXIV της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994 (στο εξής: μνημόνιο συμφωνίας), και τούτο προκειμένου να συμφωνηθούν με αυτές τις χώρες ορισμένα αντισταθμιστικά ανταλλάγματα τα οποία απαιτούνταν λόγω της αυξήσεως ορισμένων δασμών κατόπιν της εφαρμογής, από τις τρεις προσχωρήσασες χώρες, του Κοινού Δασμολογίου.

    3 Το σημείο 5 του μνημονίου συμφωνίας προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι:

    «Οι διαπραγματεύσεις αυτές θα διεξαχθούν καλοπίστως με σκοπό την επίτευξη αμοιβαίως ικανοποιητικών αντισταθμιστικών ανταλλαγμάτων (...).»

    4 Ύστερα από τις εν λόγω διαπραγματεύσεις, η Επιτροπή συνήψε με την Αυστραλία και το Βασίλειο της Ταϋλάνδης συμφωνίες οι οποίες εγκρίθηκαν με την απόφαση 95/592/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995 (EE L 334, σ. 38). Ο κανονισμός ψηφίστηκε κατ' εφαρμογή των προπαρατεθεισών συμφωνιών.

    5 Δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο αα, του κανονισμού και σύμφωνα με τις προμνημονευθείσες συμφωνίες, ανοίχθησαν ετήσιες δασμολογικές ποσοστώσεις 63 000 τόνων λευκασμένου ή ημιλευκασμένου ρυζιού για εισαγωγή στην Κοινότητα με μηδενικό δασμό. Όσον αφορά την Αυστραλία και την Ταϋλάνδη, το άρθρο 1, παράγραφος 3, του κανονισμού προβλέπει ότι η ποσόστωση αυτή κατανέμεται, αντιστοίχως, σε 1 019 τόνους και 21 455 τόνους.

    6 Προκειμένου περί των δύο αυτών χωρών, με τα άρθρα 3 και 4 του κανονισμού θεσπίστηκε σύστημα διαχειρίσεως των εν λόγω ποσοστώσεων. Το άρθρο 3 προβλέπει ότι στους επιχειρηματίες που διαθέτουν πιστοποιητικό εξαγωγής εκδοθέν στη χώρα καταγωγής χορηγούνται πιστοποιητικά εισαγωγής ρυζιού και θραυσμάτων ρυζιού. Η παράγραφος 1 του άρθρου αυτού ορίζει ότι:

    «Όταν η αίτηση έκδοσης πιστοποιητικού εισαγωγής αφορά ρύζι και θραύσματα ρυζιού καταγωγής Ταϋλάνδης καθώς επίσης και ρύζι καταγωγής Αυστραλίας, στο πλαίσιο των ποσοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 1, πρέπει να συνοδεύεται από πιστοποιητικό εξαγωγής το οποίο συμπληρώνεται σύμφωνα με τα υποδείγματα των παραρτημάτων Ι και ΙΙ αντιστοίχως και εκδίδεται από τον αρμόδιο οργανισμό των χωρών αυτών που αναφέρεται στα εν λόγω παραρτήματα.»

    7 Το άρθρο 4 προβλέπει τις λεπτομέρειες σχετικά με τη χορήγηση των εν λόγω πιστοποιητικών εισαγωγής από τις αρμόδιες αρχές του οικείου κράτους μέλους.

    8 Το άρθρο 9 ορίζει ότι:

    «1. Η Επιτροπή παρακολουθεί τις ποσότητες εμπορευμάτων που εισάγονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού με σκοπό, ιδίως, να διαπιστώσει:

    - την έκταση της σημαντικής αλλαγής των παραδοσιακών εμπορικών ροών, σε μέγεθος και παρουσίαση, στη διευρυμένη Κοινότητα και

    - εάν υπάρχουν διασταυρούμενες επιδοτήσεις μεταξύ των εξαγωγέων που απολαύουν άμεσα των διατάξεων του παρόντος κανονισμού και των εισαγωγών που υπόκεινται στις κανονικές επιβαρύνσεις εισαγωγής.

    2. Εάν υπάρξει ένα από τα κριτήρια που ορίζονται στην παράγραφο 1, και ειδικότερα εάν οι εισαγωγές ρυζιού σε συσκευασίες πέντε χιλιογράμμων ή λιγότερο υπερβαίνουν τους 33 428 τόνους, και οπωσδήποτε σε ετήσια βάση, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Συμβούλιο συνοδευόμενη, εφόσον χρειάζεται, από κατάλληλες προτάσεις για την αποφυγή διαταραχών του τομέα του ρυζιού στην Κοινότητα.»

    9 Η Ιταλική Δημοκρατία φρονεί ότι τα άρθρα 3 και 4 του κανονισμού είναι αντίθετα προς το άρθρο XXIV, παράγραφος 6, της ΓΣΔΕ, προς τη συναφθείσα με την Αυστραλία συμφωνία και προς την απόφαση 95/592 περί εγκρίσεως της συμφωνίας αυτής, προς το άρθρο 43 της Συνθήκης ΕΚ καθώς και προς τη γενική αρχή της αναλογικότητας. Το εν λόγω κράτος μέλος εκτιμά επίσης ότι το άρθρο 9 δεν είναι αρκούντως αιτιολογημένο, ενώ είναι, επιπλέον, αντίθετο προς το άρθρο XXIV, παράγραφος 6, της ΓΣΔΕ, προς το άρθρο 43 της Συνθήκης, καθώς και προς τη γενική αρχή της αναλογικότητας και ότι, τέλος, συνιστά κατάχρηση εξουσίας.

    Όσον αφορά τους προβαλλόμενους κατά των άρθρων 3 και 4 λόγους ακυρώσεως

    10 Δυνάμει των άρθρων 3 και 4 του κανονισμού, τα πιστοποιητικά εισαγωγής χορηγούνται μόνο στους επιχειρηματίες που είναι κάτοχοι πιστοποιητικού εξαγωγής εκδοθέντος στη χώρα καταγωγής, ενώ επισημαίνεται ότι οι τελευταίοι οφείλουν να επισυνάπτουν το πιστοποιητικό αυτό στην αίτηση για τη χορήγηση του τίτλου εισαγωγής.

    11 Η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι αμοιβαίως ικανοποιητική, κατά την έννοια του άρθρου XXIV, παράγραφος 6, της ΓΣΔΕ, λύση δεν μπορεί να υπάρξει εφόσον, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, οι τρίτες χώρες αντλούν από τη διεύρυνση της Κοινότητας συγκεκριμένα πλεονεκτήματα χωρίς να υφίστανται κατάλληλα αντισταθμιστικά ανταλλάγματα.

    12 Εξάλλου, σύμφωνα με την Ιταλική Κυβέρνηση, δεδομένου ότι στη συναφθείσα με την Αυστραλία συμφωνία δεν είχε προβλεφθεί ο τρόπος διαχειρίσεως των δασμολογικών ποσοστώσεων που καθορίζεται με τα άρθρα 3 και 4 και τούτο αντίθετα προς ό,τι είχε συμβεί στη συναφθείσα με το Βασίλειο της Ταϋλάνδης συμφωνία, ο τρόπος αυτός δεν είναι, όπως είναι επόμενο, δικαιολογημένος, ο δε κανονισμός είναι, εκ του γεγονότος αυτού, αντίθετος προς την απόφαση 95/592 περί εγκρίσεως των συμφωνιών αυτών.

    13 Εξάλλου, η Ιταλική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι ένα τέτοιο σύστημα διαχειρίσεως παρέχει στις εν λόγω χώρες πλεονέκτημα αντίθετο προς τη γενική αρχή της αναλογικότητας, και τούτο εφόσον αναγνωρίζεται στους εξαγωγείς της τρίτης χώρας η εξουσία διαχειρίσεως της εξαγωγής της συμφωνηθείσας δασμολογικής ποσοστώσεως. Η εν λόγω κυβέρνηση θεωρεί επίσης ότι από το εν λόγω πλεονέκτημα καταφαίνεται προδήλως το Συμβούλιο δεν επιδίωξε να λάβει το μέτρο που ενδεικνυόταν σε σχέση με τις επιταγές της κοινής γεωργικής πολιτικής.

    14 Το Συμβούλιο υπενθυμίζει, πρώτ' απ' όλα, όσον αφορά το άρθρο XXIV, παράγραφος 6, της ΓΣΔΕ, ότι κατ' αρχήν οι ιδιαιτερότητες αυτές της ΓΣΔΕ απαγορεύουν στο Δικαστήριο να λάβει υπόψη τις διατάξεις του προκειμένου να εκτιμήσει τον νόμιμο χαρακτήρα ενός κανονισμού στο πλαίσιο προσφυγής ασκηθείσας από κράτος μέλος βάσει του άρθρου 173, εδάφιο πρώτο, της Συνθήκης (βλ. απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 1994, C-280/93, Γερμανία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1994, σ. Ι-4973, σκέψεις 106 έως 109).

    15 Επικουρικώς, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι το άρθρο XXIV, παράγραφος 6, της ΓΣΔΕ, διάταξη που επιβάλλει την υποχρέωση καλόπιστης διεξαγωγής διαπραγματεύσεων για την επίτευξη αμοιβαίως ικανοποιητικής λύσεως, δεν θεσπίζει κανένα άλλο κριτήριο βάσει του οποίου θα έπρεπε να εκτιμηθεί το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων.

    16 Ωστόσο, ως προς το επιχείρημα ότι ο τρόπος διαχειρίσεως που προβλέπει η διάταξη αυτή είναι αδικαιολόγητος όσον αφορά την Αυστραλία, και τούτο εφόσον δεν έχει προβλεφθεί από τη συναφθείσα με τη χώρα αυτή συμφωνία, το Συμβούλιο υπογραμμίζει ότι η Κοινότητα διαθέτει, κατά τη διαχείριση των δασμολογικών ποσοστώσεων, διακριτική ευχέρεια. Εξάλλου, ο επικρινόμενος τρόπος διαχειρίσεως δεν μπορεί να είναι αντίθετος ούτε προς το άρθρο XXIV, παράγραφος 6, της ΓΣΔΕ ούτε προς τη συναφθείσα με την Αυστραλία συμφωνία, εφόσον ούτε το εν λόγω άρθρο ούτε η εν λόγω συμφωνία προβλέπουν κάποια διάταξη για την περίπτωση κατά την οποία το ένα από τα συμβαλλομένα μέρη θα ήθελε, κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, να χορηγήσει στο έτερο συμπληρωματικά σε σχέση με τα προβλεπόμενα από τη συναφθείσα συμφωνία πλεονεκτήματα.

    17 Προκειμένου περί της προβαλλομένης παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας, το Συμβούλιο παρατηρεί ότι η παροχή στους Αυστραλούς εξαγωγείς πλεονεκτήματος όμοιου προς αυτό που επιφυλάσσεται στους Ταϋλανδούς εξαγωγείς αιτιολογείται από την ανάγκη να μην τυγχάνουν οι πρώτοι μεταχειρίσεως λιγότερο ευνοϋκής απ' ό,τι οι Ταϋλανδοί εξαγωγείς, λαμβανομένου υπόψη ότι η ανάγκη αυτή απορρέει από το γενικό πλαίσιο των σχέσεων με τη χώρα αυτή. Επομένως, το επίμαχο μέτρο φαίνεται ως απολύτως κατάλληλο για την επίτευξη του σκοπού για τον οποίο θεσπίστηκε.

    18 Τέλος, όσον αφορά την παράβαση του άρθρου 43 της Συνθήκης, το Συμβούλιο θεωρεί ότι η προσφεύγουσα δεν προέβαλε κανένα επιχείρημα προς στήριξη της θέσεως ότι ο αμφισβητούμενος κανονισμός συνιστά παράβαση της διατάξεως αυτής.

    19 Πρέπει, προκαταρκτικώς, να υπομνησθεί ότι, οσάκις η Κοινότητα θέλησε να εκπληρώσει συγκεκριμένη υποχρέωση αναληφθείσα στο πλαίσιο της ΓΣΔΕ ή όταν μια κοινοτική πράξη ρητώς παραπέμπει σε συγκεκριμένες διατάξεις της ΓΣΔΕ, το Δικαστήριο υποχρεούται να ελέγξει τη νομιμότητα της πράξεως αυτής υπό το φως των εν λόγω κανόνων (βλ., μεταξύ άλλων, την προπαρατεθείσα απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 1994, Γερμανία κατά Συμβουλίου, σκέψη 111).

    20 Πρέπει, εξάλλου, να υπογραμμιστεί ότι η Κοινότητα, θεσπίζοντας τον κανονισμό κατ' εφαρμογή των συναφθεισών με τρίτες χώρες συμφωνιών κατόπιν των διεξαχθεισών βάσει του άρθρου XXIV, παράγραφος 6, της ΓΣΔΕ διαπραγματεύσεων, θέλησε να εκπληρώσει συγκεκριμένη υποχρέωση, αναληφθείσα στο πλαίσιο της ΓΣΔΕ.

    21 Επομένως, το Δικαστήριο υποχρεούται να ελέγξει τη νομιμότητα του εν λόγω κανονισμού από πλευράς των κανόνων της ΓΣΔΕ που η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι έχουν παραβιαστεί. Πρόκειται, εν προκειμένω, για το άρθρο XXIV, παράγραφος 6, της ΓΣΔΕ και για τα σημεία 5 επ. του μνημονίου συμφωνίας.

    22 Όπως προκύπτει από το γράμμα του σημείου 5 του μνημονίου συμφωνίας, τα συμβαλλόμενα μέρη υποχρεούνται να συμφωνήσουν σχετικά με «αμοιβαίως ικανοποιητικά αντισταθμιστικά ανταλλάγματα». Η έννοια των «αμοιβαίως ικανοποιητικών αντισταθμιστικών ανταλλαγμάτων» δεν αποτελεί, αυτή καθεαυτή, αντικειμενικό κριτήριο, η δε υποχρέωση επιτεύξεως αμοιβαίως ικανοποιητικής συμφωνίας πρέπει να θεωρείται ως εκπληρωθείσα εφόσον από τα οικεία συμβαλλόμενα μέρη έχει συναφθεί συμφωνία περιλαμβάνουσα λύση.

    23 Επομένως, εφόσον τα ίδια τα συμβαλλόμενα μέρη κατέληξαν σε συμφωνία επί του ζητήματος των αμοιβαίως ικανοποιητικών αντισταθμιστικών ανταλλαγμάτων, η προβλεπομένη στο άρθρο XXIV, παράγραφος 6, της ΓΣΔΕ υποχρέωση πρέπει να θεωρηθεί εκπληρωθείσα, οπότε δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως βάση για την εκτίμηση του νόμιμου χαρακτήρα του κανονισμού. Κατά συνέπεια, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί.

    24 Προκειμένου περί του επιχειρήματος ότι ο τρόπος διαχειρίσεως των δασμολογικών ποσοστώσεων που προβλέπεται από τον κανονισμό είναι, όσον αφορά την Αυστραλία, αντίθετος προς τη συναφθείσα με τη χώρα αυτή συμφωνία και την απόφαση 95/592 περί εγκρίσεως της συμφωνίας αυτής, πρέπει να επισημανθεί ότι, έστω και αν ο κανονισμός αυτός δεν επέβαλλε στο Συμβούλιο να προβλέψει τη θέσπιση του συστήματος των πιστοποιητικών εισαγωγής, ούτε όμως του το απαγόρευε. Εξάλλου, από την έκτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού προκύπτει ότι το προσβαλλόμενο σύστημα διαχειρίσεως θεσπίστηκε, μεταξύ άλλων, για τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας της εφαρμογής της εν λόγω συμφωνίας όσον αφορά ορισμένες δασμολογικές ποσοστώσεις εισαγωγής ρυζιού και θραυσμάτων ρυζιού. Κατά συνέπεια, το προβλεπόμενο από τον κανονισμό σύστημα διαχειρίσεως δεν συνιστά παράβαση ούτε της συμφωνίας με την Αυστραλία ούτε της αποφάσεως περί εγκρίσεως της συμφωνίας αυτής.

    25 Όσον αφορά την προβαλλομένη παραβίαση, μέσω των άρθρων 3 και 4 του επίδικου κανονισμού, της γενικής αρχής της αναλογικότητας, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, προκειμένου να διαπιστωθεί αν μια διάταξη κοινοτικού δικαίου είναι σύμφωνη προς την αρχή αυτή, πρέπει να ελεγχθεί αν τα χρησιμοποιούμενα μέσα είναι κατάλληλα για την πραγματοποίηση του επιδιωκομένου σκοπού και αν υπερβαίνουν το μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη αυτού (βλ., μεταξύ άλλων, την απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 1995, C-426/93, Γερμανία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1995, σ. Ι-3723, σκέψη 42).

    26 Πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως προκύπτει από την πρώτη, την όγδοη και την ένατη αιτιολογική σκέψη, σκοπός του κανονισμού είναι η διασφάλιση της διατήρησης των παραδοσιακών εμπορικών ροών προς την διευρυμένη Κοινότητα, ενώ ταυτόχρονα θα αποφεύγονται διασταυρούμενες επιδοτήσεις μεταξύ των εξαγωγών ως προς τις οποίες τυγχάνουν άμεσης εφαρμογής οι ευεργετικές διατάξεις του αμφισβητούμενου κανονισμού και των εξαγωγών που υπόκεινται στους κανονικούς δασμούς. Εξάλλου, σκοπός του προσβαλλομένου συστήματος διαχειρίσεως είναι, σύμφωνα με την τρίτη και την έκτη αιτιολογική σκέψη, η ρύθμιση της διαχειρίσεως των ποσοστώσεων που χορηγήθηκαν κατόπιν των συμφωνιών με τις εν λόγω τρίτες χώρες λαμβανομένων υπόψη των παραδοσιακών προμηθευτών.

    27 Πρέπει, επομένως, να εξεταστεί αν το θεσπισθέν σύστημα διαχειρίσεως είναι σύμφωνο με τον κατ' αυτόν τον τρόπο περιγραφέντα σκοπό και αν τυχόν είναι αναγκαίο για την επίτευξή του.

    28 Συναφώς, ουδεμία υφίσταται αμφιβολία ότι οι αρχές της χώρας εξαγωγής είναι οι πλέον κατάλληλες για να προσδιορίσουν ποιοι ήσαν, εντός των χωρών αυτών, οι παραδοσιακοί προμηθευτές της Αυστρίας, της Φινλανδίας και της Σουηδίας, καθώς και για να μεριμνήσουν ώστε να χορηγηθούν στους τελευταίους τα αναγκαία για τη διατήρηση των παραδοσιακών εμπορικών ρευμάτων πιστοποιητικά εξαγωγών.

    29 Πρέπει, επίσης, να παρατηρηθεί ότι το εν λόγω σύστημα διαχειρίσεως εντάσσεται στο πλαίσιο του κοινοτικού συστήματος επιβλέψεως και ελέγχου που προβλέπεται από το άρθρο 9 του κανονισμού.

    30 Εξάλλου, όπως ορθώς επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 32 των προτάσεών του, το παρασχεθέν πλεονέκτημα δεν μπορεί να θεωρηθεί ως έχον τέτοια σπουδαιότητα ώστε τα άρθρα 3 και 4 του κανονισμού να είναι δυσανάλογα σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, δηλαδή τη ρύθμιση της διαχειρίσεως των δασμολογικών ποσοστώσεων που έχουν χορηγηθεί μέσω των συναφθεισών με τις εν λόγω τρίτες χώρες συμφωνιών.

    31 Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι το προβλεπόμενο από τα άρθρα 3 και 4 του κανονισμού σύστημα διαχειρίσεως δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά παραβίαση της γενικής αρχής της αναλογικότητας.

    32 Τέλος, προκειμένου περί της προβαλλομένης παραβάσεως του άρθρου 43 της Συνθήκης, η προσφεύγουσα δεν παρέσχε καμία διευκρίνιση προς στήριξη του ισχυρισμού ότι από τις επίμαχες διατάξεις καταδεικνύεται ότι το Συμβούλιο προδήλως δεν θέλησε να θεσπίσει ένα κατάλληλο σε σχέση με τις επιταγές της κοινής γεωργικής πολιτικής μέτρο.

    33 Επομένως, πρέπει να συναχθεί ότι από την εξέταση των άρθρων 3 και 4 του κανονισμού, και ενόψει των προβληθέντων από την Ιταλική Κυβέρνηση λόγων ακυρώσεως, δεν προέκυψαν στοιχεία δυνάμενα να θέσουν υπό αμφισβήτηση το κύρος του.

    Όσον αφορά τους προβαλλόμενους κατά του άρθρου 9 λόγους ακυρώσεως

    34 Προκειμένου περί του άρθρου 9 του επίδικου κανονισμού, η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι τούτο στερείται της αναγκαίας αιτιολογίας όσον αφορά τα κριτήρια και τα στοιχεία βάσει των οποίων το Συμβούλιο θεώρησε ότι όφειλε να ορίσει το όριο των εισαγωγών ρυζιού σε συσκευασίες πέντε χιλιογράμμων ή λιγότερο στους 33 428 τόνους.

    35 Εξάλλου, η Ιταλική Κυβέρνηση θεωρεί ότι ο καθορισμός του προπαρατεθέντος ορίου είναι αντίθετος προς το άρθρο XXIV, παράγραφος 6, της ΓΣΔΕ, καθώς και προς τη γενική αρχή της αναλογικότητας. Αφενός, η καθορισθείσα ποσότητα είναι μεγαλύτερη αυτής που θα ήταν αναγκαία για τη διατήρηση των παραδοσιακών εμπορικών ροών. Αφετέρου, η εν λόγω ποσότητα υπερβαίνει αυτή που θα ήταν αναγκαία για την αποφυγή παροχής αδικαιολόγητου ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος στους συνήθεις εξαγωγείς από ορισμένες τρίτες χώρες σε σχέση με τις κοινοτικές επιχειρήσεις. Προσθέτει ότι η εν λόγω διάταξη αποτελεί τον καρπό της παραλείψεως να ληφθεί υπόψη η καταλληλότητα του μέτρου σε σχέση με τις επιταγές της κοινής γεωργικής πολιτικής.

    36 Εξάλλου, η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι με την επιλογή της προμνημονευθείσας ποσότητας εισαγωγών επιδιώκονται σκοποί διαφορετικοί αυτών που συνδέονταν με την έκδοση του κανονισμού και, ως εκ τούτου, ο κανονισμός εκδόθηκε κατά κατάχρηση εξουσίας.

    37 Όσον αφορά την προβαλλόμενη έλλειψη αιτιολογίας, το Συμβούλιο θεωρεί ότι από τις αιτιολογικές σκέψεις του κανονισμού σαφώς προκύπτει η σχετική με το άρθρο 9 αιτιολογία.

    38 Οι παρατηρήσεις του Συμβουλίου σχετικά με τις προβαλλόμενες παραβάσεις του άρθρου XXIV, παράγραφος 6, της ΓΣΔΕ, του άρθρου 43 της Συνθήκης καθώς και την προβαλλόμενη παραβίαση της γενικής αρχής της αναλογικότητας, που έχουν ήδη εκτεθεί στις σκέψεις 14, 15, 17 και 18 της παρούσας αποφάσεως, όσον αφορά τα άρθρα 3 και 4 του κανονισμού, ισχύουν και όσον αφορά το άρθρο 9. Προκειμένου περί της αρχής της αναλογικότητας, το Συμβούλιο προσθέτει ότι το προβλεπόμενο στο άρθρο 9 όριο αποτελεί εγγύηση επαυξάνουσα την προστασία των κοινοτικών επιχειρηματιών. Όσον αφορά την επιλογή του ορίου των 33 428 τόνων, το Συμβούλιο επισημαίνει ότι η επιλογή αυτή αντιστοιχεί στην ποσότητα, αυξημένη κατά 10 %, των ποσοτήτων ρυζιού σε συσκευασίες των πέντε χιλιογράμμων ή λιγότερο που εισάγονταν ετησίως από τις τρεις προσχωρήσασες χώρες κατά τα αμέσως προηγηθέντα της προσχωρήσεώς τους έτη.

    39 Τέλος, το Συμβούλιο δηλώνει ότι δεν αντιλαμβάνεται σε τι συνίσταται η προβαλλόμενη κατάχρηση εξουσίας. Με την έκδοση του κανονισμού σαφώς σκοπήθηκε η εφαρμογή των συμφωνιών που είχαν συναφθεί με τις τρίτες ενδιαφερόμενες χώρες, ενώ το άρθρο 9 προσφέρει εγγύηση για την αποφυγή ενδεχόμενης αποδιοργανώσεως όσον αφορά τον κοινοτικό τομέα ρυζιού.

    40 Προκειμένου περί της ανεπαρκούς αιτιολογίας, επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η απαιτούμενη από το άρθρο 190 της Συνθήκης αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της σχετικής πράξεως. Από την εν λόγω αιτιολογία πρέπει να καταφαίνεται, κατά τρόπο σαφή και μη επιδεχόμενο παρερμηνεία, η συλλογιστική του κοινοτικού οργάνου, συντάκτη της πράξεως, κατά τρόπο ώστε να καθίσταται δυνατό στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν το ληφθέν μέτρο και στο Δικαστήριο να ασκεί τον έλεγχό του. Εξάλλου, από την ίδια νομολογία προκύπτει ότι από την αιτιολογία μιας πράξεως δεν μπορεί να απαιτείται να διασαφηνίζονται όλα τα ασκούντα επιρροή πραγματικά και νομικά στοιχεία. Όντως, το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις επιταγές του άρθρου 190 πρέπει να εκτιμάται από πλευράς όχι μόνο του γράμματός της αλλά και του πλαισίου της καθώς και του συνόλου των νομικών κανόνων που διέπουν το σχετικό θέμα (βλ., υπό την έννοια αυτή, τις αποφάσεις της 14ης Φεβρουαρίου 1990, C-350/88, Delacre κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. Ι-395, σκέψεις 15 και 16, και της 5ης Μαου 1998, C-180/96, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. Ι-2265, σκέψη 70).

    41 Εν προκειμένω, από την όγδοη και την ένατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού προκύπτει ότι το Συμβούλιο αιτιολόγησε, μεταξύ άλλων, τον κανονισμό αυτόν, δηλώνοντας τη βούλησή του να διατηρήσει τα παραδοσιακά εμπορικά ρεύματα προς τη διευρυμένη Κοινότητα, ενώ ταυτόχρονα θεώρησε ότι ήταν ανάγκη να αποφεύγονται διασταυρούμενες επιδοτήσεις μεταξύ των εξαγωγών ως προς τις οποίες τυγχάνουν άμεσης εφαρμογής οι ευεργετικές διατάξεις του αμφισβητούμενου κανονισμού και των εξαγωγών που υπόκεινται στους κανονικούς δασμούς. Εξάλλου, όπως υπογράμμισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 39 των προτάσεών του, το Συμβούλιο δεν υποχρεούνταν να εξηγήσει, στις αιτιολογικές σκέψεις, τον τρόπο υπολογισμού που χρησιμοποιήθηκε για τον προσδιορισμό του καθορισθέντος στο άρθρο 9 ορίου. Πράγματι, η επιταγή αιτιολογίας των κοινοτικών πράξεων δεν μπορεί να φθάνει μέχρι του σημείου να υποχρεώνει το Συμβούλιο να διασαφηνίζει τον τρόπο με τον οποίο υπολογίζει κάθε αριθμητικό στοιχείο που μνημονεύει.

    42 Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι το Συμβούλιο έχει αρκούντως αιτιολογήσει το άρθρο 9 του προσβαλλόμενου κανονισμού.

    43 Όσον αφορά την αρχή της αναλογικότητας, έχει σημασία, προκειμένου να διαπιστωθεί αν μια διάταξη κοινοτικού δικαίου είναι σύμφωνη προς την αρχή αυτή, να ελεγχθεί αν τα χρησιμοποιούμενα μέσα είναι κατάλληλα για την πραγματοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού και αν αυτά υπερβαίνουν το μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη αυτού.

    44 Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι σκοπός του επίδικου κανονισμού είναι η εφαρμογή των συμφωνιών που έχουν συναφθεί με τρίτες χώρες για τη διατήρηση των παραδοσιακών εμπορικών ροών προς τη διευρυμένη Κοινότητα, ενώ ταυτόχρονα θα αποφεύγονται διασταυρούμενες επιδοτήσεις μεταξύ των εξαγωγών ως προς τις οποίες τυγχάνουν άμεσης εφαρμογής οι ευεργετικές διατάξεις του αμφισβητουμένου κανονισμού και των εξαγωγών που υπόκεινται στους κανονικούς δασμούς (βλ. σκέψη 26 της παρούσας αποφάσεως).

    45 Εξάλλου, από τα στοιχεία που κατέθεσε το Συμβούλιο στη δικογραφία, ύστερα από αίτημα του Δικαστηρίου, προκύπτει ότι η επίμαχη ποσότητα αντιστοιχεί στον μέσο όρο, αυξημένο κατά 10 %, των εισαγωγών που είχαν πραγματοποιηθεί στα τρία νέα κράτη μέλη κατά τη διάρκεια των προ της προσχωρήσεώς τους ετών.

    46 Τέλος, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το άρθρο 9 δεν περιορίζει τις δυνατότητες παρεμβάσεως της Επιτροπής μόνο στην περίπτωση καλύψεως του προβλεπομένου ορίου. Πράγματι, το εν λόγω άρθρο προβλέπει ότι η Επιτροπή μπορεί να ασκεί τον έλεγχό της ακόμα και όταν οι εισαγόμενες ποσότητες δεν υπερβαίνουν το όριο αυτό και, ιδίως, εφόσον πληρούται το ένα από τα δύο μνημονευόμενα στην παράγραφο 1 του εν λόγω άρθρου κριτήρια.

    47 Επομένως, η καθορισθείσα από το Συμβούλιο ποσότητα των 33 428 τόνων δεν μπορεί να θεωρηθεί δυσανάλογη σε σχέση με τις παραδοσιακές ροές που ο κανονισμός σκοπεί να διασφαλίσει.

    48 Όσον αφορά το επιχείρημα που αντλείται από το ασύμβατο του άρθρου 9 του κανονισμού τόσο με το άρθρο XXIV, παράγραφος 6, της ΓΣΔΕ όσο και με το μνημόνιο συμφωνίας, τούτο πρέπει, για τους λόγους που έχουν ήδη εκτεθεί στις σκέψεις 22 και 23 της παρούσας αποφάσεως, να απορριφθεί.

    49 Προκειμένου περί του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από την προβαλλομένη παράβαση του άρθρου 43 της Συνθήκης, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί για τον ίδιο λόγο με αυτόν που μνημονεύθηκε στη σκέψη 31 της παρούσας αποφάσεως.

    50 Τέλος, όσον αφορά την προβαλλόμενη κατάχρηση εξουσίας, πρέπει να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, θεωρείται ότι εκδόθηκε κατά κατάχρηση εξουσίας από κοινοτικό όργανο μια πράξη με αποκλειστικό ή, τουλάχιστον, πρωταρχικό στόχο την επίτευξη σκοπού άλλου από τον αναφερόμενο ή την καταστρατήγηση διαδικασίας ειδικώς προβλεπομένης από τη Συνθήκη για την αντιμετώπιση συγκεκριμένων περιστάσεων (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 13ης Ιουλίου 1995, C-156/93, Κοινοβούλιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. Ι-2019, σκέψη 31).

    51 Όμως, πρέπει, εν προκειμένω, να υπογραμμιστεί ότι κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν επιτρέπει τον ισχυρισμό ότι το Συμβούλιο, θεσπίζοντας την επίδικη διάταξη, επιδίωξε σκοπό διαφορετικό από αυτόν που μνημονεύεται στις αιτιολογικές σκέψεις του κανονισμού. Εξάλλου, η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο που να μπορεί να κλονίσει τη διαπίστωση αυτή.

    52 Επομένως, πρέπει να συναχθεί ότι από την εξέταση του άρθρου 9 του κανονισμού, με βάση τους προβληθέντες από την Ιταλική Κυβέρνηση λόγους ακυρώσεως, δεν προέκυψαν στοιχεία ικανά να θέσουν υπό αμφισβήτηση το κύρος του.

    53 Από το σύνολο των ανωτέρω προκύπτει ότι, δεδομένου ότι κανένας από τους λόγους ακυρώσεως που προέβαλε η προσφεύγουσα δεν μπορεί να γίνει δεκτός, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.

    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


    Επί των δικαστικών εξόδων

    54 Σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι το Συμβούλιο ζήτησε την καταδίκη της Ιταλικής Δημοκρατίας στα δικαστικά έξοδα και η τελευταία ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

    (έκτο τμήμα)

    αποφασίζει:

    1) Απορρίπτει την προσφυγή.

    2) Καταδικάζει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

    Top