Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61996CJ0351

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 19ης Μαΐου 1998.
    Drouot assurances SA κατά Consolidated metallurgical industries (CMI industrial sites), Protea assurance και Groupement d'intérêt économique (GIE) Réunion européenne.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Cour de cassation - Γαλλία.
    Σύμβαση των Βρυξελλών - Ερμηνεία του άρθρου 21 - Διεθνής εκκρεμοδικία - Έννοια των "ιδίων διαδίκων" - Ασφαλιστική εταιρία και ο ασφαλισμένος της.
    Υπόθεση C-351/96.

    Συλλογή της Νομολογίας 1998 I-03075

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1998:242

    61996J0351

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 19ης Μαΐου 1998. - Drouot assurances SA κατά Consolidated metallurgical industries (CMI industrial sites), Protea assurance και Groupement d'intérêt économique (GIE) Réunion européenne. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Cour de cassation - Γαλλία. - Σύμβαση των Βρυξελλών - Ερμηνεία του άρθρου 21 - Διεθνής εκκρεμοδικία - Έννοια των "ιδίων διαδίκων" - Ασφαλιστική εταιρία και ο ασφαλισμένος της. - Υπόθεση C-351/96.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1998 σελίδα I-03075


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Σκεπτικό της απόφασης
    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    Σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις - Εκκρεμοδικία - Αγωγές μεταξύ των «ίδιων διαδίκων» - Έννοια - Εξομοίωση του ασφαλιστή με τον ασφαλισμένο - Προϋπόθεση - Διαφορές αφορώσες την υποχρέωση του κυρίου του φορτίου ενός σκάφους να συνεισφέρει σε κοινές αβαρίες που προκύπτουν από ναυάγιο σκάφους

    (Σύμβαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, άρθρο 21)

    Περίληψη


    Για την εφαρμογή του έννοιας των «ίδιων διαδίκων» του άρθρου 21 της Συμβάσεως για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ο ασφαλιστής και ο ασφαλισμένος πρέπει να θεωρούνται ως ένας και ο αυτός διάδικος όταν τα συμφέροντά τους είναι σε τέτοιο βαθμό όμοια ώστε απόφαση κατά του ενός να αποτελεί δεδικασμένο έναντι του άλλου. Αντιθέτως, η εφαρμογή του εν λόγω άρθρου δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να στερεί τον ασφαλιστή και τον ασφαλισμένο του, στις περιπτώσεις στις οποίες τα συμφέροντά τους διαφέρουν, από τη δυνατότητα να τα υπερασπίσουν δικαστικώς έναντι των άλλων ενδιαφερομένων διαδίκων.

    Συνεπώς, το άρθρο 21 της Συμβάσεως δεν έχει εφαρμογή σε περίπτωση δύο αγωγών με αίτημα τη συνεισφορά στις κοινές αβαρίες, τη μια από τις οποίες ασκεί ο ασφαλιστής σκάφους που ναυάγησε κατά του κυρίου του φορτίου που μεταφερόταν με το σκάφος τη στιγμή του ναυαγίου και κατά του ασφαλιστή του, τη δε άλλη οι δύο τελευταίοι κατά του πλοιοκτήτη του σκάφους και του ναυλωτή του, εκτός αν αποδεικνύεται ότι, σε σχέση με το αντικείμενο των δύο διαφορών, τα συμφέροντα του ασφαλιστή του σκάφους, αφενός, και εκείνα των ασφαλισμένων του, του πλοιοκτήτη και του ναυλωτή του ίδιου σκάφους, αφετέρου, είναι όμοια και αδιαχώριστα.

    Διάδικοι


    Στην υπόθεση C-351/96,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση του γαλλικού Cour de cassation προς το Δικαστήριο, δυνάμει του πρωτοκόλλου της 3ης Ιουνίου 1971, για την ερμηνεία από το Δικαστήριο της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

    Drouot assurances SA

    και

    Consolidated metallurgical industries (CMI industrial sites), Protea assurance,

    Groupement d'intιrκt ιconomique (GIE) Rιunion europιenne,

    η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 21 της προαναφερθείσας Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 (ΕΕ 1982, L 388, σ. 7), όπως τροποποιήθηκε με τη Σύμβαση της 9ης Οκτωβρίου 1978 για την Προσχώρηση του Βασιλείου της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας (ΕΕ 1982, L 388, σ. 24) και με τη Σύμβαση της 25ης Οκτωβρίου 1982 για την Προσχώρηση της Ελληνικής Δημοκρατίας (ΕΕ 1982, L 388, σ. 1),

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

    (πέμπτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους C. Gulmann, πρόεδρο τμήματος, M. Wathelet, J. C. Moitinho de Almeida, D. A. O. Edward (εισηγητή) και L. Sevσn, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: N. Fennelly

    γραμματέας: L. Hewlett, υπάλληλος διοικήσεως,

    λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

    - η Drouot assurances SA, εκπροσωπούμενη από τον Vincent Delaporte, δικηγόρο Παρισιού,

    - η groupement d'intιrκt ιconomique (GIE) Rιunion europιenne, εκπροσωπούμενη από τον Didier Le Prado, δικηγόρο Παρισιού,

    - η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την Catherine de Salins, υποδιευθύντρια στη διεύθυνση νομικών υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών, και από τον Jean-Marc Belorgey, chargι de mission στην ίδια διεύθυνση,

    - η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Jφrg Pirrung, Ministerialrat στο Ομοσπονδιακό Υπουργείο Δικαιοσύνης,

    - η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Xavier Lewis, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας,

    έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

    αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Drouot assurances SA, εκπροσωπουμένης από τον Vincent Delaporte, της Consolidated metallurgical industries (CMI industrial sites) και της Protea assurance, εκπροσωπουμένων από τον Jean-Christophe Balat, δικηγόρο Παρισιού, της Γαλλικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπουμένης από τον Jean-Marc Belorgey, και της Επιτροπής, εκπροσωπουμένης από τον Xavier Lewis, κατά τη συνεδρίαση της 13ης Νοεμβρίου 1997,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 15ης Ιανουαρίου 1998,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    Σκεπτικό της απόφασης


    1 Με διάταξη της 8ης Οκτωβρίου 1996, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 25 Οκτωβρίου 1996, το γαλλικό Cour de cassation υπέβαλε, δυνάμει του πρωτοκόλλου της 3ης Ιουνίου 1971, για την ερμηνεία από το Δικαστήριο της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ένα προδικαστικό ερώτημα σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 21 της προαναφερθείσας Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 (ΕΕ 1982, L 388, σ. 7), όπως τροποποιήθηκε με τη Σύμβαση της 9ης Οκτωβρίου 1978 για την Προσχώρηση του Βασιλείου της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας (ΕΕ 1982, L 388, σ. 24) και με τη Σύμβαση της 25ης Οκτωβρίου 1982 για την Προσχώρηση της Ελληνικής Δημοκρατίας (ΕΕ 1982, L 388, σ. 1, στο εξής: Σύμβαση).

    2 Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της εταιρίας γαλλικού δικαίου Drouot asurances (στο εξής: Drouot) και, αφετέρου, των εταιριών νοτιοαφρικανικού δικαίου Consolidated metallurgical industries (CMI insustrial sites, στο εξής: CMI) και Protea assurance (στο εξής: Protea), καθώς και της groupement d'intιrκt ιconomique (GIE) Rιunion europιenne (στο εξής: GIE Rιunion), σχετικά με τα έξοδα ανελκύσεως του σκάφους Sequana που βυθίστηκε εντός των εσωτερικών υδάτων των Κάτω Ξωρών στις 4 Αυγούστου 1989.

    3 Το άρθρο 21 της Συμβάσεως ορίζει:

    «Αν έχουν ασκηθεί αγωγές με το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία μεταξύ των ίδιων διαδίκων ενώπιον δικαστηρίων διάφορων συμβαλλόμενων κρατών, κάθε δικαστήριο, εκτός εκείνου που έχει πρώτο επιληφθεί, οφείλει, ακόμη και αυτεπάγγελτα, να διαπιστώσει την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του υπέρ του πρώτου.

    Το δικαστήριο που οφείλει να διαπιστώσει την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του μπορεί να αναστείλει τη διαδικασία αν η διεθνής δικαιοδοσία του άλλου δικαστηρίου αμφισβητείται.»

    4 Το 1989 η CMI ανέθεσε στον Velghe να μεταφέρει με το σκάφος Sequana φορτίο σιδηροχρωμίου που του ανήκε από τον ολλανδικό λιμένα του Ρότερνταμ στον γαλλικό λιμένα Carlinghem-Aire-la-Lys επί του Ρήνου. Κατά το αιτούν δικαστήριο, την περίοδο των επίδικων πραγματικών περιστατικών κύριος του σκάφους Sequana ήταν ο Walbrecq και ναυλωτής ο Velghe.

    5 Εντούτοις, κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, το Δικαστήριο πληροφορήθηκε ότι, κατά τις εταιρίες CMI και Protea, όταν αποβίωσε ο Walbrecq το 1981, ο Velghe κατέστη κύριος του Sequana και ότι, κατά την περίοδο των πραγματικών περιστατικών, ναυλωτής του σκάφους ήταν άλλη εταιρία. Η εταιρία Drouot διευκρίνισε ότι δεν διέθετε καμία πληροφορία σχετικά με τα ζητήματα αυτά, εξέθεσε όμως ότι, σύμφωνα με την κρατούσα πρακτική σχετικά με τη ναυσιπλοα στον Ρήνο, ο πλοίαρχος είναι ο νόμιμος εκπρόσωπος του πλοιοκτήτη και ότι αυτός είναι υπεύθυνος για το αξιόπλοο του σκάφους. Τέλος, κατά τις εταιρίες CMI, Protea και Drouot, ο Velghe ήταν ο πλοίαρχος του Sequana την περίοδο των πραγματικών περιστατικών.

    6 Στις 4 Αυγούστου 1989 το Sequana βυθίστηκε στα εσωτερικά ύδατα των Κάτω Ξωρών. Η Drouot, ασφαλίστρια του σκάφους, προέβη σε ανέλκυσή του με έξοδά της, διασώζοντας το φορτίο της CMI.

    7 Στις 11 και στις 13 Δεκεμβρίου 1991 η Drouot άσκησε αγωγή ενώπιον του tribunal de commerce de Paris κατά της CMI, της Protea, ασφαλίστριας του φορτίου, και της GIE Rιunion, που ήταν εντολοδόχος της Protea κατά τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης σχετικά με τα έξοδα ανελκύσεως, ζητώντας την καταβολή 99 485,53 ολλανδικών φιορινίων, ποσού το οποίο είχε καθορίσει ο διακανονιστής αβαριών ως συνεισφορά των CMI και Protea στις κοινές αβαρίες.

    8 Ενώπιον του γαλλικού δικαστηρίου οι CMI και Protea προέβαλαν ωστόσο ένσταση εκκρεμοδικίας, βασιζόμενη σε αγωγή που άσκησαν στις 31 Αυγούστου 1990 κατά των Walbrecq και Velghe ενώπιον του Arrondissementsrechtbank te Rotterdam, με αίτημα να διαπιστωθεί, μεταξύ άλλων, ότι δεν ήταν υποχρεωμένες να συνεισφέρουν στις κοινές αβαρίες.

    9 Στις 11 Μαρτίου 1992 το tribunal de commerce de Paris απέρριψε την ένσταση εκκρεμοδικίας με την αιτιολογία ότι, δεδομένου ότι η Drouot δεν ήταν διάδικος στην ολλανδική δίκη και ότι οι Walbrecq και Velghe δεν ήσαν διάδικοι στη γαλλική δίκη, οι διάδικοι στις δύο δίκες δεν ήσαν οι ίδιοι. Εξάλλου, το ως άνω δικαστήριο θεώρησε ότι τα αιτήματα στις δύο δίκες δεν είχαν το ίδιο αντικείμενο.

    10 Τότε οι CMI, Protea και GIE Rιunion άσκησαν έφεση ενώπιον του cour d'appel de Paris. Ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, οι CMI και Protea υποστήριξαν ότι ο μόνος λόγος για τον οποίο η Drouot δεν ήταν διάδικος στην ολλανδική δίκη συνίστατο στο γεγονός ότι οι δικονομικοί κανόνες του Βασιλείου των Κάτω Ξωρών δεν επιτρέπουν στον ενάγοντα να στραφεί, στο πλαίσιο αυτό, και κατά του ασφαλιστή. Επιπλέον, οι εταιρίες αυτές ισχυρίστηκαν ότι, εφόσον το αντικείμενο της εκκρεμούς ενώπιον του ολλανδικού δικαστηρίου διαφοράς περιελάμβανε εκείνο της διαφοράς ενώπιον του γαλλικού δικαστηρίου, οι δύο διαφορές έχουν το ίδιο αντικείμενο.

    11 Με απόφαση της 29ης Απριλίου 1994, το cour d'appel de Paris δέχθηκε, καταρχάς, ότι δεν αμφισβητείται ότι οι ολλανδικοί δικονομικοί κανόνες περιορίζουν τη δυνατότητα του ασφαλιστή να παρίσταται σε δίκη κατά του ασφαλισμένου του. Στη συνέχεια, έκρινε ότι, στην πραγματικότητα, η Drouot παρίστατο στην ολλανδική δίκη «μέσω του ασφαλισμένου». Τέλος, έκρινε ότι, από πλευράς των ισχυρισμών που προέβαλαν η CMI και η Protea, οι δύο δίκες είχαν το ίδιο αντικείμενο. Κατά συνέπεια, δέχθηκε την ένσταση εκκρεμοδικίας.

    12 Υπό τις συνθήκες αυτές, η Drouot άσκησε αναίρεση ενώπιον του Cour de cassation κατά της αποφάσεως αυτής, ισχυριζόμενη ότι οι διάδικοι δεν ήταν οι ίδιοι στις δύο δίκες.

    13 Το Cour de cassation, εκτιμώντας ότι από την αίτηση αναιρέσεως της οποίας επελήφθη ανακύπτει ζήτημα ερμηνείας του άρθρου 21 της Συμβάσεως, ανέστειλε τη διαδικασία ερωτώντας το Δικαστήριο:

    «αν υφίσταται κατάσταση διεθνούς εκκρεμοδικίας κατά την έννοια της Συμβάσεως αυτής, ενόψει, ιδίως, της αυτοτελούς έννοιας "ίδιοι διάδικοι" του άρθρου 21 της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, όταν δικαστήριο συμβαλλομένου κράτους επιλαμβάνεται αγωγής του ασφαλιστή σκάφους που ναυάγησε, ο οποίος ζητεί από τον κύριο και τον ασφαλιστή του φορτίου τη μερική απόδοση των εξόδων ανελκύσεως, ως συνεισφορά στις κοινές αβαρίες, ενώ ένα δικαστήριο άλλου συμβαλλομένου κράτους έχει ήδη επιληφθεί αγωγής του κυρίου και του ασφαλιστή του φορτίου κατά του πλοιοκτήτη και του ναυλωτή του σκάφους, με την οποία ζητείται, αντιθέτως, να διαπιστωθεί ότι δεν όφειλαν να συνεισφέρουν στην κοινή αβαρία, καθόσον το κατά δεύτερο λόγο επιληφθέν δικαστήριο, για να διαπιστώσει την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του παρά την έλλειψη ουσιαστικής ταυτότητας των διαδίκων στις δύο δίκες, σημειώνει ότι οι δικονομικές διατάξεις που εφαρμόζονται ενώπιον του πρώτου επιληφθέντος δικαστηρίου "περιορίζουν τη δυνατότητα του ασφαλιστή να μετέχει σε διαφορά στην οποία διάδικος είναι ο ασφαλισμένος του" και ότι από αυτό προκύπτει ότι ο ασφαλιστής του σκάφους ήταν στην πραγματικότητα παρών στην πρώτη δίκη, εκπροσωπούμενος από τον ασφαλισμένο του.»

    14 Με το ερώτημα αυτό, το εθνικό δικαστήριο ερωτά στην ουσία αν το άρθρο 21 της Συμβάσεως έχει εφαρμογή σε περιπτώσεις δύο αγωγών με αίτημα τη συνεισφορά στις κοινές αβαρίες, τη μία από τις οποίες ασκεί ο ασφαλιστής του σκάφους που ναυάγησε κατά του κυρίου του φορτίου που μεταφερόταν με το σκάφος τη στιγμή του ναυαγίου και κατά του ασφαλιστή του, τη δε άλλη ασκούν οι δύο τελευταίοι κατά του πλοιοκτήτη του σκάφους και του ναυλωτή του.

    15 Δεδομένου ότι, καθώς φαίνεται, οι διάδικοι στις δύο αγωγές δεν είναι οι ίδιοι, πρέπει να εξεταστεί αν σε περιπτώσεις όπως αυτή της κύριας δίκης ο ασφαλιστής του σκάφους πρέπει να εξομοιωθεί προς τον ασφαλισμένο του όσον αφορά την ερμηνεία της έννοιας «ίδιοι διάδικοι» του άρθρου 21 της Συμβάσεως.

    16 Κατά πάγια νομολογία, οι έννοιες που χρησιμοποιούνται στο άρθρο 21 της Συμβάσεως, προκειμένου να εξακριβωθεί η ύπαρξη εκκρεμοδικίας, πρέπει να θεωρηθούν ως αυτοτελείς (απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 1994, C-406/92, Tatry, Συλλογή 1994, σ. Ι-5439, σκέψη 30).

    17 Με την προαναφερθείσα απόφαση Tatry, σκέψη 32, το Δικαστήριο υπογράμμισε, επιπλέον, ότι το άρθρο 21 περιλαμβάνεται, μαζί με το άρθρο 22 που αφορά τη συνάφεια, στο τμήμα 8 του τίτλου ΙΙ της Συμβάσεως, το οποίο αποσκοπεί, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ορθή απονομή της δικαιοσύνης εντός της Κοινότητας, στην αποφυγή παραλλήλων διαδικασιών εκκρεμών ενώπιον των δικαστηρίων διαφόρων συμβαλλομένων κρατών και της εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων που θα μπορούσαν να προκύψουν από αυτές. Συνεπώς, η ρύθμιση αυτή αποβλέπει στην αποφυγή, κατά το μέτρο του δυνατού, καταστάσεως όπως η περιγραφόμενη στο άρθρο 27, σημείο 3, δηλαδή της μη αναγνωρίσεως μιας αποφάσεως λόγω του ότι είναι ασυμβίβαστη με απόφαση που έχει εκδοθεί μεταξύ των ίδιων διαδίκων στο κράτος αναγνωρίσεως.

    18 Με την ίδια αυτή απόφαση, σκέψη 33, το Δικαστήριο έκρινε ότι, αν ληφθεί υπόψη το γράμμα του άρθρου 21 της Συμβάσεως και ο ανωτέρω εκτεθείς σκοπός, το άρθρο αυτό έχει την έννοια ότι η ύπαρξη ίδιων διαδίκων και στις δύο δίκες αποτελεί προϋπόθεση της υποχρεώσεως του δευτέρου επιλαμβανομένου δικαστηρίου να διαπιστώσει την έλλειψη δικαιοδοσίας του.

    19 Είναι αλήθεια βέβαια ότι, σε σχέση με το αντικείμενο των δύο ένδικων διαφορών, τα συμφέροντα του ασφαλιστή και του ασφαλισμένου του μπορούν να είναι σε τέτοιο βαθμό όμοια ώστε απόφαση κατά του ενός να αποτελεί δεδικασμένο έναντι του άλλου. Τούτο θα συνέβαινε ιδίως σε περίπτωση στην οποία ασφαλιστής, δυνάμει του δικαιώματος υποκαταστάσεως, ενάγει ή ενάγεται στο όνομα του ασφαλισμένου του χωρίς ο τελευταίος να είναι καν σε θέση να επηρεάσει την εξέλιξη της δίκης. Σε μια τέτοια κατάσταση, ο ασφαλιστής και ο ασφαλισμένος πρέπει να θεωρηθούν ως ένας και ο αυτός διάδικος για τους σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 21 της Συμβάσεως.

    20 Αντιθέτως, η εφαρμογή του άρθρου 21 της Συμβάσεως δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να στερεί τον ασφαλιστή και τον ασφαλισμένο του, στις περιπτώσεις στις οποίες τα συμφέροντά τους διαφέρουν, από τη δυνατότητα να τα υπερασπίσουν δικαστικώς έναντι των άλλων ενδιαφερομένων διαδίκων.

    21 Εν προκειμένω, η CMI και η Protea διευκρίνισαν κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση ότι, στο πλαίσιο της ολλανδικής δίκης, επιθυμούν όπως ο Velghe θεωρηθεί πλήρως υπεύθυνος του ναυαγίου του Sequana. Ωστόσο, η Drouot, δεδομένου ότι είναι απλώς ασφαλίστρια του σκάφους, διατείνεται ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνη για πταίσμα των ασφαλισμένων της. Επομένως, η Drouot δεν έχει κανένα συμφέρον στην ολλανδική δίκη.

    22 Εξάλλου, προκύπτει ότι, στη γαλλική δίκη, η Drouot ενήργησε όχι με την ιδιότητα του εκπροσώπου των ασφαλισμένων της, αλλά με την ιδιότητα του διαδίκου που μετέσχε άμεσα στην ανέλκυση του Sequana.

    23 Επομένως, δεν προκύπτει εν προκειμένω ότι τα συμφέροντα του ασφαλιστή του σκάφους, αφενός, και εκείνα των ασφαλισμένων του, του πλοιοκτήτη και του ναυλωτή του ίδιου σκάφους, αφετέρου, μπορούν να θεωρηθούν ως όμοια και αδιαχώριστα. Ωστόσο, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει αν συμβαίνει πράγματι κάτι τέτοιο.

    24 Υπό τις συνθήκες αυτές, η ενδεχόμενη ύπαρξη εθνικού δικονομικού κανόνα, όπως αυτού περί του οποίου γίνεται λόγος στο προδικαστικό ερώτημα, δεν έχει σημασία για την επίλυση της διαφοράς.

    25 Συνεπώς, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 21 της Συμβάσεως δεν έχει εφαρμογή σε περίπτωση δύο αγωγών με αίτημα τη συνεισφορά στις κοινές αβαρίες, τη μια από τις οποίες ασκεί ο ασφαλιστής σκάφους που ναυάγησε κατά του κυρίου του φορτίου που μεταφερόταν με το σκάφος τη στιγμή του ναυαγίου και κατά του ασφαλιστή του, τη δε άλλη οι δύο τελευταίοι κατά του πλοιοκτήτη του σκάφους και του ναυλωτή του, εκτός αν αποδεικνύεται ότι, σε σχέση με το αντικείμενο των δύο διαφορών, τα συμφέροντα του ασφαλιστή του σκάφους, αφενός, και εκείνα των ασφαλισμένων του, του πλοιοκτήτη και του ναυλωτή του ίδιου σκάφους, αφετέρου, είναι όμοια και αδιαχώριστα.

    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


    Επί των δικαστικών εξόδων

    26 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Γαλλική και η Γερμανική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

    (πέμπτο τμήμα),

    κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε με απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 1996 το γαλλικό Cour de cassation, αποφαίνεται:

    Το άρθρο 21 της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, όπως τροποποιήθηκε με τη Σύμβαση της 9ης Οκτωβρίου 1978 για την Προσχώρηση του Βασιλείου της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας και με τη Σύμβαση της 25ης Οκτωβρίου 1982 για την Προσχώρηση της Ελληνικής Δημοκρατίας, δεν έχει εφαρμογή σε περίπτωση δύο αγωγών με αίτημα τη συνεισφορά στις κοινές αβαρίες, τη μια από τις οποίες ασκεί ο ασφαλιστής σκάφους που ναυάγησε κατά του κυρίου του φορτίου που μεταφερόταν με το σκάφος τη στιγμή του ναυαγίου και κατά του ασφαλιστή του, τη δε άλλη οι δύο τελευταίοι κατά του πλοιοκτήτη του σκάφους και του ναυλωτή του, εκτός αν αποδεικνύεται ότι, σε σχέση με το αντικείμενο των δύο διαφορών, τα συμφέροντα του ασφαλιστή του σκάφους, αφενός, και εκείνα των ασφαλισμένων του, του πλοιοκτήτη και του ναυλωτή του ίδιου σκάφους, αφετέρου, είναι όμοια και αδιαχώριστα.

    Top