EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61996CJ0319

Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 24ης Σεπτεμßρίου 1998.
Brinkmann Tabakfabriken GmbH κατά Skatteministeriet.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Østre Landsret - Δανία.
Φόρος ßαρύνων την κατανάλωση επεξεργασμένων καπνών - Οδηγία 79/32/ΕΟΚ - Τσιγάρα - Καπνοί καπνίσματος - Έννοια - Εξωσυμßατική ευθύνη κράτους μέλους λόγω παραßιάσεως του κοινοτικού δικαίου.
Υπόθεση C-319/96.

Συλλογή της Νομολογίας 1998 I-05255

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1998:429

61996J0319

Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 24ης Σεπτεμßρίου 1998. - Brinkmann Tabakfabriken GmbH κατά Skatteministeriet. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Østre Landsret - Δανία. - Φόρος ßαρύνων την κατανάλωση επεξεργασμένων καπνών - Οδηγία 79/32/ΕΟΚ - Τσιγάρα - Καπνοί καπνίσματος - Έννοια - Εξωσυμßατική ευθύνη κράτους μέλους λόγω παραßιάσεως του κοινοτικού δικαίου. - Υπόθεση C-319/96.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1998 σελίδα I-05255


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1 Φορολογικές διατάξεις - Εναρμόνιση των νομοθεσιών - Φόροι, πλην των φόρων κύκλου εργασιών, οι οποίοι επιβαρύνουν την κατανάλωση επεξεργασμένων καπνών - Οδηγία 79/32 - Τσιγάρα - Έννοια - Καπνοί καπνίσματος - Έννοια

(Οδηγία 79/32 του Συμβουλίου, άρθρο 3 § 1 και άρθρο 4, σημ. 1)

2 Κοινοτικό δίκαιο - Παραβίαση από κράτος μέλος - Εκτέλεση οδηγίας - Υποχρέωση αποκαταστάσεως της ζημίας που υπέστησαν ιδιώτες - Προϋποθέσεις

3 Φορολογικές διατάξεις - Εναρμόνιση των νομοθεσιών - Φόροι, πλην των φόρων κύκλου εργασιών, οι οποίοι επιβαρύνουν την κατανάλωση επεξεργασμένων καπνών - Οδηγία 79/32 - Κύλινδροι καπνού, που περιβάλλονται από πορώδη κυτταρίνη, οι οποίοι χαρακτηρίζονται ως τσιγάρα - Ξαρακτηρισμός προκύπτων από εσφαλμένη ερμηνεία της οδηγίας - Υποχρέωση αποκαταστάσεως της ζημίας που υπέστησαν οι ιδιώτες - Κατάφωρη παραβίαση - Δεν συντρέχει

(Οδηγία 79/32 του Συμβουλίου, άρθρο 3 § 1 και άρθρο 4, σημ. 1)

Περίληψη


4 Τα άρθρα 3, παράγραφος 1, και 4, σημείο 1, της δεύτερης οδηγίας 79/32 περί των φόρων, πλην των φόρων κύκλου εργασιών, οι οποίοι επιβαρύνουν την κατανάλωση των επεξεργασμένων καπνών, όπως ίσχυε τον Μάιο του 1990, έχουν την έννοια ότι οι κύλινδροι καπνού, που περιβάλλονται από πορώδη κυτταρίνη οι οποίοι, για να καπνίζονται, πρέπει να τοποθετηθούν σε κυλίνδρους τσιγαρόχαρτου, πρέπει να θεωρούνται ως καπνός καπνίσματος βάσει του άρθρου 4, σημείο 1, της εν λόγω οδηγίας. Τέτοιοι κύλινδροι καπνού, εφόσον δεν μπορούν να καπνίζονται ως έχουν, δεν ανταποκρίνονται στον ορισμό του τσιγάρου υπό την έννοια της εν λόγω οδηγίας.

5 Το κοινοτικό δίκαιο αναγνωρίζει δικαίωμα αποζημιώσεως εφόσον συντρέχουν τρεις προϋποθέσεις, ότι δηλαδή ο παραβιαζόμενος κανόνας δικαίου αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες, ότι η παράβαση είναι κατάφωρη και ότι υφίσταται άμεση αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παραβάσεως της υποχρεώσεως του κράτους και της βλάβης που υπέστησαν οι ζημιωθέντες. Μολονότι η παράλειψη θεσπίσεως οποιουδήποτε μέτρου μεταφοράς οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο για την επίτευξη του επιδιωκομένου από αυτήν αποτελέσματος εντός της προς τούτο ταχθείσας προθεσμίας συνιστά καθ' εαυτήν κατάφωρη παραβίαση του κοινοτικού δικαίου, πρέπει να εξετασθεί, όταν οι εθνικές αρχές εφάρμοσαν αμέσως τις διατάξεις της οδηγίας, αν οι αρχές αυτές, λαμβανομένου υπόψη του βαθμού σαφήνειας και ακρίβειας των διατάξεων αυτών, διέπραξαν κατάφωρη παραβίασή τους.

6 Κράτος μέλος οι αρχές του οποίου, ερμηνεύοντας τα άρθρα 3, παράγραφος 1 και 4, σημείο 1, της δεύτερης οδηγίας 79/32 περί των φόρων, πλην των φόρων κύκλου εργασιών, οι οποίοι επιβαρύνουν την κατανάλωση των επεξεργασμένων καπνών, χαρακτήρισαν εσφαλμένως προϋόν όπως το επίδικο ως τσιγάρο και δεν ανέστειλαν την εκτέλεση της ληφθείσας αποφάσεως, δεν υποχρεούται, δυνάμει του κοινοτικού δικαίου να αποκαταστήσει τη ζημία που προκλήθηκε στον παραγωγό από αυτήν την εσφαλμένη απόφαση.

Επειδή οι κρίσιμες για την υπόθεση διατάξεις της οδηγίας επιδέχονται διάφορες σοβαρώς υποστηρίξιμες ερμηνείες, οι εθνικές αρχές δεν διέπραξαν κατάφωρη παραβίαση των διατάξεων αυτών, εφόσον η ερμηνεία που έδωσαν στις οδηγίες αυτές δεν είναι προδήλως αντίθετη προς το κείμενο της εν λόγω οδηγίας και ιδίως προς τον σκοπό της.

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-319/96,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Ψstre Landsret (Δανία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Brinkmann Tabakfabriken GmbH

και

Skatteministeriet,

"η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 3, παράγραφος 1, και 4, σημείο 1, της δεύτερης οδηγίας 79/32/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1978, περί των φόρων, πλην των φόρων κύκλου εργασιών, οι οποίοι επιβαρύνουν την κατανάλωση των επεξεργασμένων καπνών (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 106), και της αρχής της ευθύνης του κράτους για ζημίες προκαλούμενες σε ιδιώτες από παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου καταλογιζόμενες σ' αυτό,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους R. Schintgen, πρόεδρο τμήματος, G. F. Mancini και G. Hirsch (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: F. G. Jacobs

γραμματέας: H. von Holstein, βοηθός γραμματέας,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

- η Brinkmann Tabakfabriken GmbH, εκπροσωπούμενη από τους Jeppe Skadhauge, δικηγόρο Κοπεγχάγης, και Alexander Bφhlke, δικηγόρο Βρυξελλών,

- το Skatteministeriet, εκπροσωπούμενο από τον Karsten Hagel-Sψrensen, δικηγόρο Κοπεγχάγης,

- η Φινλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Holger Rotkirch, πρέσβη, προϋστάμενο της υπηρεσίας νομικών υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών,

- η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους Hans Peter Hartvig, νομικό σύμβουλο, και Enrico Traversa, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Brinkmann Tabakfabriken GmbH, του Skatteministeriet και της Επιτροπής, κατά τη συνεδρίαση της 13ης Νοεμβρίου 1997,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 22ας Ιανουαρίου 1998,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με διάταξη της 4ης Σεπτεμβρίου 1996, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο την 1η Οκτωβρίου 1996, το Ψstre Landsret υπέβαλε, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, πλείονα προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία των άρθρων 3, παράγραφος 1, και 4, σημείο 1, της δεύτερης οδηγίας 79/32/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1978, περί των φόρων, πλην των φόρων κύκλου εργασιών, οι οποίοι επιβαρύνουν την κατανάλωση των επεξεργασμένων καπνών (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 106, στο εξής: δεύτερη οδηγία), και της αρχής της ευθύνης του κράτους για ζημίες προκαλούμενες σε ιδιώτες από παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου καταλογιζόμενες σ' αυτό.

2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Brinkmann Tabakfabriken GmbH (στο εξής: Brinkmann), με έδρα τη Βρέμη (Γερμανία), παρασκευάστρια επεξεργασμένων καπνών, και του Skatteministeriet (δανικού Υπουργείου Άμεσης και Έμμεσης Φορολογίας) όσον αφορά την επιβολή φόρων, οι οποίοι επιβαρύνουν τους επεξεργασμένους καπνούς, επί συγκεκριμένου προϋόντος καπνού που παρασκευάζεται από την Brinkmann και πωλείται με την ονομασία «Westpoint» και, συγκεκριμένα, σχετικά με το ζήτημα αν το Westpoint πρέπει να φορολογείται ως τσιγάρο ή ως καπνός καπνίσματος, πράγμα το οποίο συνεπάγεται μικρότερο φορολογικό συντελεστή.

Οι κοινοτικές διατάξεις

3 Η οδηγία 72/464/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1972, περί των φόρων, πλην των φόρων κύκλου εργασιών, οι οποίοι επιβαρύνουν την κατανάλωση των επεξεργασμένων καπνών (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 35), θέσπισε τις γενικές αρχές που είναι απαραίτητες για την εναρμόνιση της διαρθρώσεως των φόρων επί του καπνού. Τα διάφορα συναφή προϋόντα καθορίστηκαν μόνο με τη δεύτερη οδηγία, το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οποίας, κατά τον χρόνο των περιστατικών της κύριας δίκης, προέβλεπε:

«1. Θεωρούνται σιγαρέττα οι κύλινδροι καπνού που καπνίζονται ως έχουν και οι οποίοι δεν είναι πούρα ή σιγαρίλλος κατά την έννοια του άρθρου 2.»

Το άρθρο 4, σημείο 1, της δεύτερης οδηγίας ορίζει:

«Θεωρείται καπνός καπνίσματος:

1. ο κομμένος ή κατ' άλλο τρόπο τεμαχισμένος καπνός, σε ορμαθό ή συμπιεσμένος σε πλάκες, ο οποίος μπορεί να καπνισθεί χωρίς να υποστεί μεταγενέστερη μεταποίηση.»

4 Κατ' εφαρμογήν του άρθρου 9, παράγραφος 1, της δεύτερης οδηγίας, τα κράτη μέλη έπρεπε να θέσουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για να συμμορφωθούν με την οδηγία αυτή το αργότερο την 1η Ιανουαρίου 1980.

5 Το άρθρο 2, σημείο 3, της οδηγίας 92/78/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, που τροποποιεί τις οδηγίες 72/464 και 79/32 (ΕΕ L 316, σ. 5), αντικαθιστώντας το άρθρο 3, παράγραφος 1, της δεύτερης οδηγίας, καθόρισε ρητώς ως τσιγάρα και τους κυλίνδρους καπνού οι οποίοι, με απλό μη βιομηχανικό χειρισμό, γλιστρούν μέσα σε σωλήνες τσιγάρων ή περιτυλίγονται με τσιγαρόχαρτα.

Οι διατάξεις του δανικού δικαίου

6 Η εφαρμοστέα κατά τον χρόνο των περιστατικών της κύριας δίκης δανική κανονιστική ρύθμιση ήταν ο Lov om tobaksafgifter (νόμος περί των ειδικών φόρων καταναλώσεως επί του καπνού), κωδικοποιημένος νόμος υπ' αριθ. 614 του 1988, όπως τροποποιήθηκε πρόσφατα με τον νόμο υπ' αριθ. 825, της 19ης Δεκεμβρίου 1989 (Lovt. 1989, σ. 3184). Στο άρθρο 1, ο νόμος καθόριζε τους συντελεστές των ειδικών φόρων καταναλώσεως που εφαρμόζονται μεταξύ άλλων επί των τσιγάρων και του καπνού καπνίσματος· ο καπνός καπνίσματος εφορολογείτο πολύ λιγότερο απ' ό,τι τα τσιγάρα. Το τσιγαρόχαρτο για το τύλιγμα των τσιγάρων υποβαλλόταν σε ειδικό φόρο καταναλώσεως.

7 Ο Lov om tobaksafgifter δεν περιείχε ο ίδιος ορισμό των διαφόρων προϋόντων καπνού, αλλά το άρθρο 33 εξουσιοδοτούσε τον Δανό Υπουργό Άμεσης και Έμμεσης Φορολογίας να θεσπίζει τους απαραίτητους για τη θέση του σε ισχύ κανόνες και μεταξύ άλλων να καθορίζει τα συνάδοντα με το κοινοτικό δίκαιο προϋόντα καπνού. Κατά τον χρόνο των περιστατικών της κύριας δίκης, ο Υπουργός Άμεσης και Έμμεσης Φορολογίας δεν είχε ακόμα εκδώσει διατάξεις βάσει της εξουσιοδοτήσεως αυτής.

Το ιστορικό της υποθέσεως της κύριας δίκης

8 Το 1988 η Brinkmann απέκτησε κατ' αποκλειστικότητα άδεια επεξεργασίας και διανομής ενός προϋόντος καπνού αποκαλούμενου «Westpoint», που καλύπτεται από ευρωπαϋκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας.

9 Το Westpoint αποτελείται από πακέτο που παρουσιάζεται ως σύνηθες πακέτο τσιγάρων 25 γραμμαρίων λεπτοκομμένου καπνού καπνίσματος, κατανεμημένου σε τριάντα κυλίνδρους βιομηχανοποιημένου καπνού, που περιβάλλεται από πορώδη κυτταρίνη. Κάθε κύλινδρος καπνού έχει μήκος 68,6 mm και αποτελείται από 833 mg καπνού.

10 Για να μπορούν να καπνίζονται, οι κύλινδροι καπνού πρέπει καταρχάς να περιβληθούν από τσιγαρόχαρτο. Προς τον σκοπό αυτό, η Brinkmann πωλεί χωριστά κυλίνδρους τσιγαρόχαρτου εντός των οποίων μπορούν να τοποθετηθούν οι κύλινδροι καπνού. Οι κύλινδροι αυτοί μπορούν επίσης να περιβληθούν από σύνηθες τσιγαρόχαρτο.

11 Στο επεξηγηματικό μέρος του δανικού διπλώματος ευρεσιτεχνίας, τα πλεονεκτήματα του Westpoint συνοψίζονται ως εξής:

«- Ακριβής δόση· η δόση του καπνού είναι προκαθορισμένη σύμφωνα με έναν τρόπο βιομηχανικής κατασκευής

- Αναλλοίωτη γεύση

- Όροι καταναλώσεως πάντοτε ομοιόμορφοι (διάρκεια καπνίσματος, τράβηγμα)

- Προκαθορισμένη και ομοιόμορφη περιεκτικότητα σε βλαβερά προϋόντα, σε σχέση με συγκεκριμένο κύλινδρο τσιγαρόχαρτου

- Μέγιστη απλούστευση της κατασκευής του τσιγάρου, που μπορεί άμεσα να συγκριθεί με βιομηχανικώς κατασκευασμένο τσιγάρο

- Απουσία περιβλήματος μεταξύ των κυλίνδρων καπνού, το οποίο να πρέπει να αποβληθεί

- Ευνοϋκότερη φορολογική μεταχείριση σε σύγκριση με τα βιομηχανικώς παρασκευασμένα τσιγάρα.»

12 Η Brinkmann πωλεί από τον Απρίλιο του 1989 το Westpoint στη Γερμανία όπου φορολογείται ως καπνός καπνίσματος.

13 Στη δανική αγορά, η Brinkmann άρχισε να εμπορεύεται το Westpoint τον Απρίλιο του 1990, αφού πληροφορήθηκε από ένα περιφερειακό τελωνείο ότι το Westpoint θα φορολογούνταν ως λεπτοκομμένος καπνός καπνίσματος. Πάντως, κατόπιν αιτήσεως ανταγωνίστριας της Brinkmann εταιρίας, η Momsnζvnet, η οποία είναι η ανώτατη διοικητική δανική αρχή σε θέματα φορολογίας, με απόφαση της 14ης Μαου 1990, επιβεβαιωθείσα με απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 1990, έκρινε ότι οι κύλινδροι καπνού Westpoint έπρεπε να φορολογηθούν με τον ίδιο συντελεστή όπως τα τσιγάρα. Στο πλαίσιο αυτό απορρίφθηκαν και οι υποβληθείσες από την Brinkmann αιτήσεις περί αναστολής εκτελέσεως της εκδοθείσας αποφάσεως.

Τα προδικαστικά ερωτήματα

14 Η Brinkmann άσκησε τότε προσφυγή ενώπιον του Ψstre Landsret ζητώντας να υποχρεωθεί το Skatteministeriet να αναγνωρίσει ότι το Westpoint πρέπει να φορολογείται ως καπνός καπνίσματος και να ανορθώσει τη ζημία που υπέστη η Brinkmann λόγω των αποφάσεων της Momsnζvnet συνεπεία των οποίων το Westpoint εξοβελίστηκε από τη δανική αγορά.

15 Υπό τις συνθήκες αυτές το Ψstre Landsret αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1) Ερωτάται αν οι ορισμοί που περιλαμβάνονται στη δεύτερη οδηγία του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1978, περί των φόρων, πλην των φόρων κύκλου εργασιών, οι οποίοι επιβαρύνουν την κατανάλωση των επεξεργασμένων καπνών (79/32/ΕΟΚ), όπως ήσαν διατυπωμένοι στις 14 Μαου 1990, έχουν την έννοια ότι μπορεί να καταταγεί ως τσιγάρο (ή ως καπνός καπνίσματος) προϋόν με τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

- πρόκειται για πακέτο περιέχον 25 gr λεπτοκομμένου καπνού καπνίσματος, ο οποίος αποτελεί προϋόν βιομηχανικής παραγωγής και παρουσιάζεται υπό μορφή κυλίνδρων, οι οποίοι έχουν όλοι τις ίδιες διαστάσεις, την ίδια πυκνότητα και τα ίδια γενικά χαρακτηριστικά·

- κάθε κύλινδρος καπνού έχει μήκος 68,6 mm και αποτελείται από 833 mg περίπου λεπτοκομμένου καπνού καπνίσματος, που περιβάλλεται από μεμβράνη κυτταρίνης συμπιεσμένης σε λεπτή πλάκα·

- το περίβλημα είναι τόσο πορώδες που ο κύλινδρος καπνού δεν μπορεί να καπνίζεται ως έχει, αλλά πρέπει να τοποθετηθεί σε κύλινδρο τσιγαρόχαρτου ή να περιβληθεί από σύνηθες τσιγαρόχαρτο, πράγμα το οποίο, και στις δύο περιπτώσεις, μπορεί να γίνει χωρίς τη βοήθεια οργάνων.

Εάν η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι ότι το προϋόν πρέπει να καταταγεί ως καπνός καπνίσματος, ζητείται περαιτέρω από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί των ακολούθων ερωτημάτων:

2) Σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, δικαιούται μια επιχείρηση αποζημιώσεως για κάθε ζημία την οποία έχει υποστεί λόγω παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου εκ μέρους κράτους μέλους, παραβάσεως η οποία οφείλεται στο γεγονός ότι η διοικητική αρχή η οποία αποφαίνεται οριστικώς περί της κατατάξεως ενός προϋόντος καπνού σε καθορισμένη φορολογική κλάση έλαβε απόφαση αντίθετη προς το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/32/ΕΟΚ, και ποιες είναι, ενδεχομένως, οι προϋποθέσεις γενέσεως της ευθύνης των διοικητικών αρχών;

3 α) Ερωτάται κατά πόσον οι ορισμοί των επεξεργασμένων προϋόντων καπνού στην οδηγία 79/32/ΕΟΚ ετέθησαν ορθώς σε ισχύ σε ένα κράτος μέλος, εάν ο Υπουργός Άμεσης και Έμμεσης Φορολογίας εξουσιοδοτείται από τον νόμο να θεσπίζει διατάξεις περί των ορισμών των προϋόντων καπνού συνάδουσες με τις καθορισθείσες από τις Ευρωπαϋκές Κοινότητες διατάξεις, δεν έχει όμως θεσπιστεί κανένας κανόνας δικαίου κατ' εφαρμογήν του νόμου.

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο ερώτημα 3 αα, ζητείται από το Δικαστήριο να απαντήσει περαιτέρω στα ακόλουθα ερωτήματα:

3 β) Υπό το πρίσμα της απαντήσεως στο ερώτημα 2, έχει σημασία ότι οι ορισμοί της οδηγίας περί καπνού δεν έχουν τεθεί σε ισχύ στο κράτος μέλος, λαμβανομένου υπόψη ότι η εθνική διοικητική αρχή, με την απόφασή της, παρέπεμψε στους ορισμούς αυτούς και οι διάδικοι της κύριας δίκης συμφωνούν ως προς το ότι οι ορισμοί που περιλαμβάνονται στην οδηγία έχουν άμεση εφαρμογή;

4) Υπό το πρίσμα της απαντήσεως στο ερώτημα 2, έχει σημασία ότι οι αρχές αρνήθηκαν να αναστείλουν την εκτέλεση της ληφθείσας από την αρμόδια αρχή αποφάσεως, όπως είχε ζητήσει η προσφεύγουσα για να περιορίσει την έκταση των ζημιών που υπέστη ή θα υποστεί από την απόφαση αυτή;»

Επί του πρώτου ερωτήματος

16 Εισαγωγικώς, παρατηρείται ότι η δεύτερη οδηγία, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των περιστατικών της κύριας δίκης, περιείχε ήδη ακριβή ορισμό των τσιγάρων, τα τρία χαρακτηριστικά στοιχεία των οποίων είναι τα εξής: α) κύλινδροι καπνού οι οποίοι β) μπορούν να καπνίζονται ως έχουν και οι οποίοι γ) δεν είναι πούρα ή σιγαρίλλος.

17 Δεν αμφισβητείται ότι προϋόν όπως το Westpoint πληροί την πρώτη και την τρίτη προϋπόθεση. Πάντως, δεν πληροί τη δεύτερη προϋπόθεση εφόσον ο εν λόγω κύλινδρος δεν μπορεί να καπνίζεται ως έχει, αλλά πρέπει να τοποθετηθεί σε κύλινδρο τσιγαρόχαρτου ή να περιβληθεί από σύνηθες τσιγαρόχαρτο.

18 Συνεπώς, προϋόν όπως αυτό της υποθέσεως της κύριας δίκης εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 4, σημείο 1, της δεύτερης οδηγίας, το οποίο καθορίζει τους καπνούς καπνίσματος. Πράγματι, οι επίδικοι κύλινδροι καπνού είναι κομμένος καπνός ο οποίος μπορεί να καπνίζεται χωρίς μεταγενέστερη βιομηχανική μεταποίηση.

19 Εντούτοις, το Skatteministeriet και η Φινλανδική Κυβέρνηση αμφισβητούν ότι το Westpoint μπορεί να θεωρείται καπνός καπνίσματος και επικαλούνται, συναφώς, τον ορισμό του πούρου του άρθρου 2 της δεύτερης οδηγίας που προβλέπει επίσης ότι πρέπει να πρόκειται για κυλίνδρους καπνού που μπορούν να καπνίζονται ως έχουν. Ορισμένα πούρα όμως πρέπει να κόβονται από τον καταναλωτή για να μπορεί να τα καπνίσει. Έτσι, είναι αναμφισβήτητο ότι, παρ' όλ' αυτά, τα εν λόγω πούρα παραμένουν πούρα κατά την έννοια του άρθρου 2 της δεύτερης οδηγίας. Συνεπώς, δεν μπορεί να δοθεί κατά γράμμα ερμηνεία της φράσεως «ως έχουν» της δεύτερης οδηγίας.

20 Η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Πράγματι, η φράση «κύλινδροι καπνού που μπορούν να καπνίζονται ως έχουν» αφορά έτοιμο προϋόν. Ένα πούρο, ακόμη και αν πρέπει να κοπεί προτού καπνισθεί, αποτελεί έτοιμο προϋόν. Τούτο δεν συμβαίνει, αντιθέτως, προκειμένου για κύλινδρο καπνού ο οποίος, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης, πρέπει να συναρμολογηθεί με άλλο προϋόν, δηλαδή με κύλινδρο τσιγαρόχαρτου ο οποίος έχει διατεθεί στο εμπόριο χωριστά, για να προκύψει προϋόν δυνάμενο να καπνίζεται ως έχει.

21 Βέβαια, όπως τόνισαν η Φινλανδική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, από το επεξηγηματικό μέρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας που περιλαμβάνεται στη σκέψη 11 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι το επίδικο στην κύρια δίκη προϋόν επιδιώκει να συνδυάσει την ευνοϋκή φορολογική μεταχείριση του καπνού καπνίσματος με τα πλεονεκτήματα που έχουν για τον καταναλωτή τα τσιγάρα. Πάντως, το γεγονός αυτό δεν μπορεί να δικαιολογήσει ότι το περιεχόμενο του άρθρου 3, παράγραφος 1, της δεύτερης οδηγίας μπορεί να επεκταθεί πέραν του γράμματός του, δηλαδή σε κυλίνδρους καπνού που δεν αποτελούν έτοιμα προϋόντα.

22 Συνεπώς, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 3, παράγραφος 1, και 4, σημείο 1, της δεύτερης οδηγίας, όπως ίσχυε τον Μάιο του 1990, έχουν την έννοια ότι οι κύλινδροι καπνού, που περιβάλλονται από πορώδη κυτταρίνη οι οποίοι, για να καπνίζονται, πρέπει να τοποθετηθούν σε κυλίνδρους τσιγαρόχαρτου, πρέπει να θεωρούνται ως καπνός καπνίσματος βάσει του άρθρου 4, σημείο 1, της εν λόγω οδηγίας.

Επί του δευτέρου, του τρίτου και του τετάρτου ερωτήματος

23 Με το δεύτερο, το τρίτο και το τέταρτο ερώτημα, που πρέπει να εξετασθούν από κοινού, το Ψstre Landsret ερωτά κατ' ουσίαν αν κράτος μέλος, οι αρχές του οποίου, ερμηνεύοντας τα άρθρα 3, παράγραφος 1, και 4, σημείο 1, της δεύτερης οδηγίας, χαρακτήρισαν εσφαλμένα προϋόν όπως το επίδικο ως τσιγάρο και δεν ανέστειλαν την εκτέλεση της ληφθείσας αποφάσεως, υποχρεούται δυνάμει του κοινοτικού δικαίου να ανορθώσει τη ζημία που υπέστη ο παραγωγός από αυτήν την εσφαλμένη απόφαση.

24 Εισαγωγικώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η αρχή της ευθύνης του κράτους για ζημίες που προκαλούνται στους ιδιώτες από παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου οι οποίες του καταλογίζονται είναι σύμφυτη προς το σύστημα της Συνθήκης (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 5ης Μαρτίου 1996, C-46/93 και C-48/93, Brasserie du pκcheur και Factortame, Συλλογή 1996, σ. Ι-1029, σκέψη 31· της 8ης Οκτωβρίου 1996, C-178/94, C-179/94 και C-188/94 έως C-190/94, Dillenkofer κ.λπ., Συλλογή 1996, σ. Ι-4845, σκέψη 20, και της 17ης Οκτωβρίου 1996, C-283/94, C-291/94 και C-292/94, Denkavit κ.λπ., Συλλογή 1996, σ. Ι-5063, σκέψη 47).

25 Με τις αποφάσεις αυτές, το Δικαστήριο, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων των υποθέσεων αυτών, έκρινε ότι το κοινοτικό δίκαιο αναγνωρίζει δικαίωμα αποζημιώσεως εφόσον συντρέχουν τρεις προϋποθέσεις, ότι δηλαδή ο παραβιαζόμενος κανόνας δικαίου αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες, ότι η παράβαση είναι κατάφωρη και, τέλος, ότι υφίσταται άμεση αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παραβάσεως της υποχρεώσεως του κράτους και της βλάβης που υπέστησαν οι ζημιωθέντες (προαναφερθείσες αποφάσεις Brasserie du pκcheur και Factortame, σκέψη 51· Dillenkofer κ.λπ., σκέψεις 21 και 23, και Denkavit κ.λπ., σκέψη 48).

26 Μολονότι, καταρχήν, εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια να εξακριβώνουν τη συνδρομή των προϋποθέσεων ευθύνης κρατών η οποία προκύπτει από παραβίαση του κοινοτικού δικαίου, διαπιστώνεται ότι, στην παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο διαθέτει όλα τα αναγκαία στοιχεία για να εκτιμήσει αν τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως πρέπει να χαρακτηρισθούν ως κατάφωρη παραβίαση του κοινοτικού δικαίου και, ενδεχομένως, αν υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παραβάσεως της υποχρεώσεως που υπέχει το κράτος και της προκληθείσας ζημίας.

27 Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι τα άρθρα 3, παράγραφος 1, και 4, σημείο 1, της δεύτερης οδηγίας, που περιλαμβάνουν τους ορισμούς περί τσιγάρων και καπνών καπνίσματος, δεν μεταφέρθηκαν ορθώς στο εθνικό δίκαιο, δεδομένου ότι ο αρμόδιος υπουργός, που εξουσιοδοτείται από τον νόμο να θεσπίσει τις αναγκαίες διατάξεις, δεν θέσπισε κανένα κανόνα δικαίου κατ' εφαρμογήν του εν λόγω νόμου.

28 Είναι αληθές ότι η παράλειψη θεσπίσεως οποιουδήποτε μέτρου μεταφοράς οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο για την επίτευξη του επιδιωκομένου από αυτήν αποτελέσματος εντός της προς τούτο ταχθείσας προθεσμίας συνιστά καθ' εαυτήν κατάφωρη παραβίαση του κοινοτικού δικαίου (βλ. προαναφερθείσα απόφαση Dillenkofer κ.λπ., σκέψη 29).

29 Παρατηρείται πάντως ότι, εν προκειμένω, ουδεμία άμεση αιτιώδης συνάφεια υφίσταται μεταξύ της παραβιάσεως του κοινοτικού δικαίου και της ζημίας που φέρεται ότι υπέστη η Brinkmann. Πράγματι, οι δανικές αρχές εφάρμοσαν αμέσως τις συναφείς διατάξεις της δεύτερης οδηγίας που περιείχαν ακριβείς ορισμούς για τα προϋόντα καπνού. Επομένως, η παράλειψη θέσεως σε ισχύ των ορισμών της δεύτερης οδηγίας με υπουργικές διατάξεις δεν επισύρει αφ' εαυτής την ευθύνη του κράτους.

30 Πρέπει περαιτέρω να εξετασθεί αν οι δανικές αρχές, λαμβανομένου υπόψη του βαθμού σαφήνειας και ακρίβειας των συναφών διατάξεων της δεύτερης οδηγίας, διέπραξαν κατάφωρη παραβίασή τους.

31 Τούτο δεν συμβαίνει στην υπόθεση της κύριας δίκης. Πράγματι, όπως υπογράμμισε ο γενικός εισαγγελέας στην παράγραφο 31 των προτάσεών του, το Westpoint δεν ανταποκρίνεται ακριβώς σε κανέναν από τους σχετικούς ορισμούς της οδηγίας. Πρόκειται μάλλον για προϋόν που δεν υπήρχε κατά τον χρόνο εκδόσεως της δεύτερης οδηγίας, με το οποίο επιδιώκεται να παρουσιαστούν στους καταναλωτές τα πλεονεκτήματα του τσιγάρου, τυγχάνον συγχρόνως της χαμηλότερης φορολογίας που επιβαρύνει τον καπνό καπνίσματος. Υπό τις συνθήκες αυτές, η ερμηνεία που έδωσαν οι δανικές αρχές στους σχετικούς ορισμούς δεν είναι προδήλως αντίθετη προς το κείμενο της δεύτερης οδηγίας και ιδίως προς τον σκοπό της, πολλώ δε μάλλον που η Φινλανδική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή υποστήριξαν παρόμοια ερμηνεία.

32 Υπό την έννοια αυτή, δεν είναι σημαντικό το γεγονός ότι οι αρχές αρνήθηκαν να αναστείλουν την εκτέλεση της ληφθείσας απόφασης, δεδομένου ότι το κοινοτικό δίκαιο δεν απαιτεί, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης, από τις εθνικές αρχές να αναστείλουν την εκτέλεση αποφάσεως που έχει ληφθεί κατ' εφαρμογή διατάξεως επιδεχόμενης διάφορες σοβαρώς υποστηρίξιμες ερμηνείες.

33 Συνεπώς, στο δεύτερο, τρίτο και τέταρτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι κράτος μέλος, οι αρχές του οποίου, ερμηνεύοντας τα άρθρα 3, παράγραφος 1, και 4, σημείο 1, της δεύτερης οδηγίας, χαρακτήρισαν εσφαλμένως προϋόν όπως το επίδικο ως τσιγάρο και δεν ανέστειλαν την εκτέλεση της ληφθείσας αποφάσεως, δεν υποχρεούται δυνάμει του κοινοτικού δικαίου να αποκαταστήσει τη ζημία που προκλήθηκε στον παραγωγό από αυτήν την εσφαλμένη απόφαση.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

34 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Φινλανδική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(δεύτερο τμήμα),

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με διάταξη της 4ης Σεπτεμβρίου 1996 το Ψstre Landsret, αποφαίνεται:

35 Τα άρθρα 3, παράγραφος 1, και 4, σημείο 1, της δεύτερης οδηγίας 79/32/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1978, περί των φόρων, πλην των φόρων κύκλου εργασιών, οι οποίοι επιβαρύνουν την κατανάλωση των επεξεργασμένων καπνών, όπως ίσχυε τον Μάιο του 1990, έχουν την έννοια ότι οι κύλινδροι καπνού, που περιβάλλονται από πορώδη κυτταρίνη οι οποίοι, για να καπνίζονται, πρέπει να τοποθετηθούν σε κυλίνδρους τσιγαρόχαρτου, πρέπει να θεωρούνται ως καπνός καπνίσματος βάσει του άρθρου 4, σημείο 1, της εν λόγω οδηγίας.

36 Κράτος μέλος, οι αρχές του οποίου, ερμηνεύοντας τα άρθρα 3, παράγραφος 1, και 4, σημείο 1, της δεύτερης οδηγίας 79/32, χαρακτήρισαν εσφαλμένως προϋόν όπως το επίδικο ως τσιγάρο και δεν ανέστειλαν την εκτέλεση της ληφθείσας αποφάσεως, δεν υποχρεούται δυνάμει του κοινοτικού δικαίου να αποκαταστήσει τη ζημία που προκλήθηκε στον παραγωγό από αυτήν την εσφαλμένη απόφαση.

Top