EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61996CJ0301

Απόφαση του Δικαστηρίου της 30ής Σεπτεμβρίου 2003.
Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Κρατικές ενισχύσεις - Απόφαση 96/666/ΕΚ - Αντιστάθμιση οικονομικών μειονεκτημάτων προκληθέντων από τη διαίρεση της Γερμανίας - Σοβαρή διαταραχή της οικονομίας κράτους μέλους - Περιφερειακή οικονομική ανάπτυξη.
Υπόθεση C-301/96.

Συλλογή της Νομολογίας 2003 I-09919

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2003:509

61996J0301

Απόφαση του Δικαστηρίου της 30ης Σεπτεμβρίου 2003. - Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. - Κρατικές ενισχύσεις - Απόφαση 96/666/ΕΚ - Αντιστάθμιση οικονομικών μειονεκτημάτων προκληθέντων από τη διαίρεση της Γερμανίας - Σοβαρή διαταραχή της οικονομίας κράτους μέλους - Περιφερειακή οικονομική ανάπτυξη. - Υπόθεση C-301/96.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2003 σελίδα I-09919


Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-301/96,

Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη από τους W.-D. Plessing και T. Oppermann, με τόπο επιδόσεων στη Γερμανία,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τον K.-D. Borchardt, επικουρούμενο από τον M. Nϊρez-Mόller, Rechtsanwalt, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής,

υποστηριζόμενης από το

Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενο από τον J. E. Collins, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

παρεμβαίνον,

"που έχει ως αντικείμενο τη μερική ακύρωση της αποφάσεως 96/666/ΕΚ της Επιτροπής, της 26ης Ιουνίου 1996, σχετικά με ενίσχυση που χορήγησε η Γερμανία προς τον όμιλο Volkswagen για τα εργοστάσια στις περιοχές Mosel και Chemnitz (ΕΕ L 308, σ. 46),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους G. C. Rodrνguez Iglesias, Πρόεδρο, J.-P. Puissochet, M. Wathelet, R. Schintgen και C. W. A. Timmermans, προέδρους τμήματος, D. A. O. Edward, P. Jann, Β. Σκουρή, F. Macken (εισηγήτρια), S. von Bahr και J. N. Cunha Rodrigues, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Mischo

γραμματέας: H. A. Rόhl, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις αγορεύσεις των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 26ης Φεβρουαρίου 2002, στην οποία η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας εκπροσωπήθηκε από τους T. Oppermann και W.-D. Plessing και η Επιτροπή από τον K.-D. Borchardt, επικουρούμενο από τον M. Nϊρez-Mόller,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 28ης Μαου 2002,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 16 Σεπτεμβρίου 1996, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ζήτησε, δυνάμει του άρθρου 173 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 230 ΕΚ), τη μερική ακύρωση της αποφάσεως 96/666/ΕΚ της Επιτροπής, της 26ης Ιουνίου 1996, σχετικά με ενίσχυση που χορήγησε η Γερμανία προς τον όμιλο Volkswagen για τα εργοστάσια στις περιοχές Mosel και Chemnitz (ΕΕ L 308, σ. 46, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

Νομικό πλαίσιο

2 Με επιστολή της 31ης Δεκεμβρίου 1988, η Επιτροπή ενημέρωσε τα κράτη μέλη ότι καθόρισε τους όρους λειτουργίας ενός γενικού κοινοτικού πλαισίου για τις κρατικές ενισχύσεις προς την αυτοκινητοβιομηχανία (στο εξής: κοινοτικό πλαίσιο), στηριζομένου στο άρθρο 93, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΟΚ (ακολούθως άρθρου 93, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ και νυν άρθρου 88, παράγραφος 1, ΕΚ), οι οποίοι παρετίθεντο σε συνημμένο στην επιστολή έγγραφο και ζήτησε από τα κράτη μέλη να την ενημερώσουν αν αποδέχονταν αυτό το πλαίσιο εντός μήνα.

3 Το κοινοτικό πλαίσιο περιελήφθη στην ανακοίνωση 89/C 23/03 (EE 1989, C 123, σ. 3). Στην παράγραφο 2.5, ορίζει ότι τίθεται σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1989 και ότι ισχύει για περίοδο δύο ετών.

4 Κατά την παράγραφο 1, τέταρτο εδάφιο, σκοπός του κοινοτικού πλαισίου είναι, μεταξύ άλλων, η επιβολή αυστηρότερης πειθαρχίας στη χορήγηση ενισχύσεων στην αυτοκινητοβιομηχανία, ώστε να εξασφαλίζεται ότι η ανταγωνιστικότητα της κοινοτικής βιομηχανίας δεν θα στρεβλώνεται από αθέμιτο ανταγωνισμό. Η Επιτροπή τονίζει ότι μπορεί να ασκεί αποτελεσματική πολιτική μόνον εάν έχει τη δυνατότητα να λαμβάνει θέση για τις επί μέρους περιπτώσεις πριν από τη χορήγηση της ενισχύσεως.

5 Κατά την παράγραφο 2.2, πρώτο εδάφιο, του κοινοτικού πλαισίου:

«Όλες οι ενισχύσεις που πρόκειται να χορηγηθούν από δημόσιες αρχές, εντός του πλαισίου ενός εγκεκριμένου καθεστώτος ενισχύσεων, προς επιχειρήσεις που λειτουργούν στον τομέα των αυτοκινήτων όπως αυτός ορίζεται παραπάνω, και εφόσον η δαπάνη του προς ενίσχυση σχεδίου υπερβαίνει τα 12 εκατομμύρια ECU, υπόκεινται σε εκ των προτέρων κοινοποίηση με βάση το άρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΟΚ. Όσον αφορά δε τις ενισχύσεις που χορηγούνται εκτός του πλαισίου ενός εγκεκριμένου καθεστώτος ενισχύσεων, είναι ευνόητο ότι κάθε αντίστοιχο σχέδιο, ανεξάρτητα από το ύψος της σχετικής δαπάνης και το ποσοστό της ενίσχυσης, υπόκειται χωρίς εξαίρεση στην υποχρέωση κοινοποίησης δυνάμει του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΟΚ. Εάν δεν υπάρχει άμεση σύνδεση με ένα συγκεκριμένο σχέδιο, όλες οι προτεινόμενες ενισχύσεις πρέπει να κοινοποιούνται, ακόμη και αν καταβάλλονται στα πλαίσια καθεστώτων που έχουν ήδη εγκριθεί από την Επιτροπή. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά με κάθε σχέδιο χορήγησης ή τροποποίησης ενίσχυσης, και αρκετά έγκαιρα ώστε να μπορεί να υποβάλλει τα σχόλιά της.»

6 Η παράγραφος 3 του κοινοτικού πλαισίου, που αφορά τις κατευθυντήριες γραμμές για την εκτίμηση των ενισχύσεων, διευκρινίζει ειδικότερα τα εξής:

«- Περιφερειακές ενισχύσεις

[...]

Η Επιτροπή αναγνωρίζει την πολύτιμη συνεισφορά στην περιφερειακή ανάπτυξη που μπορεί να εξασφαλισθεί με τη δημιουργία νέων ή/και την επέκταση υφιστάμενων εγκαταστάσεων παραγωγής αυτοκινήτων και εξαρτημάτων τους σε μειονεκτούσες περιφέρειες. Για τον λόγο αυτό, η Επιτροπή διάκειται εν γένει ευμενώς απέναντι στις παραγωγικές ενισχύσεις που χορηγούνται με σκοπό να υπερβληθούν διαρθρωτικά εμπόδια σε μειονεκτούντα τμήματα της Κοινότητας.

Οι ενισχύσεις αυτές συνήθως χορηγούνται αυτόματα και σύμφωνα με διαδικασίες που έχουν προηγουμένως εγκριθεί από την Επιτροπή. Ζητώντας την εκ των προτέρων κοινοποίηση αυτών των ενισχύσεων στο μέλλον η Επιτροπή αναμένεται να αποκτήσει τη δυνατότητα να εκτιμά τα ωφελήματα περιφερειακής ανάπτυξης (όπως είναι η προώθηση μόνιμης ανάπτυξης της περιοχής με τη δημιουργία βιώσιμων θέσεων απασχόλησης και δεσμών μεταξύ της τοπικής και της κοινοτικής οικονομίας) έναντι ενδεχομένων αρνητικών επιπτώσεων στον τομέα ως σύνολο (όπως είναι, π.χ., η δημιουργία σημαντικής πλεονάζουσας δυναμικότητας). Η εκτίμηση αυτή δεν έχει σκοπό να αμφισβητήσει την ουσιαστική σημασία των περιφερειακών ενισχύσεων για την επίτευξη συνοχής μέσα στην Κοινότητα, αλλά να φροντίσει ώστε να ληφθούν υπόψη και άλλες πλευρές κοινοτικού ενδιαφέροντος, όπως η ανάπτυξη της κοινοτικής βιομηχανίας.

[...]»

7 Όταν η Γερμανική Κυβέρνηση της γνωστοποίησε ότι είχε αποφασίσει να μην εφαρμόσει το κοινοτικό πλαίσιο, η Επιτροπή εξέδωσε, σύμφωνα με το άρθρο 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης, την απόφαση 90/381/ΕΟΚ, της 21ης Φεβρουαρίου 1990, σχετικά με τα γερμανικά καθεστώτα ενίσχυσης που εφαρμόζονται στον τομέα του αυτοκινήτου (ΕΕ L 188, σ. 55). Το άρθρο 1 της αποφάσεως αυτής ορίζει:

«1. Από την 1η Μαου 1990, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κοινοποιεί στην Επιτροπή, κατ' εφαρμογή του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΟΚ, όλες τις ενισχύσεις που χορηγούνται για τα σχέδια, των οποίων το κόστος υπερβαίνει τα 12 εκατομμύρια ECU βάσει των συστημάτων ενισχύσεων που απαριθμούνται στο παράρτημα και οι οποίες πρέπει να χορηγηθούν σε επιχειρήσεις που ασκούν δραστηριότητα στον τομέα των αυτοκινήτων, όπως προσδιορίζεται στο σημείο 2.1 του κοινοτικού πλαισίου κρατικών ενισχύσεων στον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας. Οι κοινοποιήσεις αυτές πραγματοποιούνται σύμφωνα με τους κανόνες που προβλέπονται στα σημεία 2.2 και 2.3 του εν λόγω πλαισίου. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας γνωστοποιεί, επίσης, ετήσιες εκθέσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του πλαισίου.

2. Εκτός από τον κατάλογο των συστημάτων που απαριθμούνται στο παράρτημα, ο οποίος δεν είναι εξαντλητικός κατάλογος, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας συμμορφώνεται προς τις υποχρεώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, όσον αφορά όλα τα άλλα υφιστάμενα συστήματα ενισχύσεων τα οποία δεν περιλαμβάνονται στο παράρτημα και από τα οποία επωφελείται ενδεχομένως ο τομέας τον οποίο αφορά το πλαίσιο.

3. Οι ενισχύσεις που χορηγούνται βάσει του Berlin Fφrderungsgesetz προς επιχειρήσεις του τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας εγκατεστημένες στο Βερολίνο απαλλάσσονται από την υποχρέωση προηγούμενης κοινοποίησης που προβλέπεται από το πλαίσιο, αλλά πρέπει να αναφέρονται στις ετήσιες εκθέσεις των οποίων απαιτείται η προσκόμιση.»

8 Με την από 2 Οκτωβρίου 1990 επιστολή της προς τη Γερμανική Κυβέρνηση, η Επιτροπή ενέκρινε το καθεστώς περιφερειακών ενισχύσεων που προβλεπόταν για το 1991 από το δέκατο ένατο πρόγραμμα-πλαίσιο και είχε εγκριθεί κατ' εφαρμογήν του γερμανικού νόμου περί έργων κοινής ωφέλειας «Βελτίωση των περιφερειακών οικονομικών δομών» της 6ης Οκτωβρίου 1969 (στο εξής: νόμος περί έργων κοινής ωφέλειας), υπενθυμίζοντας ταυτόχρονα ότι ήταν αναγκαίο να ληφθεί υπόψη, κατά την εκτέλεση των σκοπούμενων μέτρων, το υφιστάμενο σε ορισμένους βιομηχανικούς κλάδους κοινοτικό πλαίσιο. Το εν λόγω πρόγραμμα-πλαίσιο (στο εξής: δέκατο ένατο πρόγραμμα-πλαίσιο) διευκρινίζει, στο μέρος I, παράγραφος 9.3 (σ. 43), ότι η Επιτροπή «έχει λάβει αποφάσεις που είτε απαγορεύουν την εκτέλεση κρατικών ενισχύσεων χορηγουμένων σε ορισμένους τομείς, έστω και αν χορηγήθηκαν στο πλαίσιο εγκεκριμένων προγραμμάτων (π.χ., περιφερειακών ενισχύσεων), είτε την εξαρτούν από προηγούμενη άδεια για καθένα από τα χρηματοδοτούμενα προγράμματα [...].

Τέτοιοι κανόνες υφίστανται στους ακολούθους τομείς:

α) [...]

- την αυτοκινητοβιομηχανία, εφόσον το κόστος της χρηματοδοτουμένης πράξεως υπερβαίνει τα 12 εκατομμύρια ECU.»

9 Η πολιτική επανένωση της Γερμανίας κηρύχθηκε στις 3 Οκτωβρίου 1990, συνεπαγόμενη την προσχώρηση στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας πέντε νέων ομόσπονδων κρατών προερχομένων από την πρώην Λαϋκή Δημοκρατία της Γερμανίας, μεταξύ των οποίων και του Freistaat Sachsen.

10 Με έγγραφο της 31ης Δεκεμβρίου 1990, η Επιτροπή ενημέρωσε τα κράτη μέλη ότι έκρινε αναγκαίο να παρατείνει την ισχύ του κοινοτικού πλαισίου.

11 Η απόφαση αυτή της Επιτροπής περιελήφθη επίσης στην ανακοίνωση 91/C 81/05 (ΕΕ 1991, C 81, σ. 4), η οποία προβλέπει, στο τέταρτο και πέμπτο εδάφιό της, τα εξής:

«[...] η Επιτροπή θεωρεί απαραίτητο να ανανεώσει το πλαίσιο για τις κρατικές ενισχύσεις προς την αυτοκινητοβιομηχανία στην παρούσα του μορφή. Η μόνη τροποποίηση που αποφάσισε να επιφέρει η Επιτροπή είναι να επεκτείνει στο Βερολίνο (Δυτικό) και την επικράτεια της πρώην Λαϋκής Δημοκρατίας της Γερμανίας την υποχρέωση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας όσον αφορά την εκ των προτέρων κοινοποίηση σχεδίων (το άρθρο 1, παράγραφος 3, της αποφάσεως [90/382], δεν ισχύει πλέον μετά την 1η Ιανουαρίου 1991).

Η Επιτροπή θα επανεξετάσει το πλαίσιο μετά την πάροδο διετίας. Εάν κριθούν απαραίτητες κάποιες τροποποιήσεις (ή ενδεχομένως η ανάκληση του πλαισίου), η Επιτροπή θα αποφασίσει σχετικά μετά από διαβούλευση με τα κράτη μέλη.»

12 Με έγγραφα της 5ης Δεκεμβρίου 1990 και της 11ης Απριλίου 1991 προς τη Γερμανική Κυβέρνηση, η Επιτροπή ενέκρινε την εφαρμογή του νόμου περί έργων κοινής ωφέλειας στα νέα ομόσπονδα κράτη, υπενθυμίζοντας εκ νέου την ανάγκη να λαμβάνεται υπόψη, κατά την εφαρμογή των προβλεπομένων μέτρων, το υφιστάμενο σε ορισμένους βιομηχανικούς κλάδους κοινοτικό πλαίσιο. Ομοίως, με έγγραφο της 9ης Ιανουαρίου 1991, ενέκρινε την επέκταση των υφισταμένων καθεστώτων περιφερειακών ενισχύσεων στα νέα ομόσπονδα κράτη, διευκρινίζοντας ότι έπρεπε να τηρηθούν οι διατάξεις του κοινοτικού πλαισίου.

13 Στις 23 Δεκεμβρίου 1992 η Επιτροπή αποφάσισε «να μην τροποποιηθεί το πλαίσιο» και έκρινε ότι έπρεπε να εξακολουθήσει να ισχύει μέχρι την οργάνωση της επόμενης επανεξετάσεως. Η απόφαση αυτή περιελήφθη στην ανακοίνωση 93/C 36/06 (ΕΕ 1993, C 36, σ. 17).

14 Με την απόφαση της 29ης Ιουνίου 1995, C-135/93, Ισπανία κατά Επιτροπής (Συλλογή 1995, σ. I-1651, σκέψη 39), η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η εν λόγω απόφαση έπρεπε να ερμηνευθεί «υπό την έννοια ότι απλώς παρέτεινε την ισχύ του πλαισίου μέχρι την επόμενη επανεξέταση, η οποία, όπως και οι προηγούμενες, έπρεπε να πραγματοποιηθεί κατά το πέρας της νέας διετούς περιόδου εφαρμογής του πλαισίου», η οποία έληγε στις 31 Δεκεμβρίου 1994.

15 Μετά τη δημοσίευση αυτής της αποφάσεως, η Επιτροπή, με επιστολή της 6ης Ιουλίου 1995, ενημέρωσε τα κράτη μέλη ότι αποφάσισε, στις 5 Ιουλίου 1995, να παρατείνει, προς διαφύλαξη του κοινοτικού συμφέροντος, την ισχύ της από 23 Δεκεμβρίου 1992 αποφάσεώς της, αναδρομικώς από 1ης Ιανουαρίου 1995, οπότε το κοινοτικό πλαίσιο εξακολουθούσε να ισχύει χωρίς διακοπή. Η Επιτροπή διευκρίνιζε ότι η παράταση αυτή θα ίσχυε έως ότου ολοκληρωνόταν η διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 1, της Συνθήκης, την οποία είχε αποφασίσει να κινήσει ταυτοχρόνως (βλ. κατωτέρω σκέψη 15). Η απόφαση αυτή, που περιελήφθη στην ανακοίνωση 95/C 284/03 (ΕΕ 1995, C 284, σ. 3), ακυρώθηκε με την απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Απριλίου 1997, C-292/95, Ισπανία κατά Επιτροπής (Συλλογή 1997, σ. I-1931).

16 Με δεύτερο έγγραφο, της 6ης Ιουλίου 1995, η Επιτροπή γνωστοποίησε, εξάλλου, στα κράτη μέλη την από 5 Ιουλίου 1995 απόφασή της να τους προτείνει, κατόπιν της προαναφερθείσας αποφάσεως της 29ης Ιουνίου 1995, Ισπανία κατά Επιτροπής, την εκ νέου θέσπιση του κοινοτικού πλαισίου για μια διετία, με ορισμένες όμως τροποποιήσεις και ιδίως την αύξηση του κατωτάτου ορίου κοινοποιήσεως σε 17 εκατομμύρια ECU. Το νέο κείμενο του κοινοτικού πλαισίου που προτάθηκε προέβλεπε, στην παράγραφο 2.5, τα εξής: «Τα ενδεικνυόμενα μέτρα τίθενται σε ισχύ όταν όλα τα κράτη μέλη διατυπώσουν τη συγκατάθεσή τους ή το αργότερο την 1η Ιανουαρίου 1996. Όλα τα σχέδια ενισχύσεων τα οποία κατά την ημερομηνία αυτή δεν έχουν ακόμη λάβει την τελική έγκριση από τις αρμόδιες δημόσιες αρχές θα υπόκεινται σε προηγούμενη κοινοποίηση».

17 Με έγγραφο της 15ης Αυγούστου 1995, η Γερμανική Κυβέρνηση δήλωσε ότι συμφωνούσε με την ως άνω εκ νέου θέσπιση του κοινοτικού πλαισίου.

Ιστορικό της διαφοράς

18 Η θέση σε ισχύ της Οικονομικής, Νομισματικής και Κοινωνικής Ενώσεως μεταξύ της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Λαϋκής Δημοκρατίας της Γερμανίας, την 1η Ιουλίου 1990, επέφερε την κατάρρευση της ζητήσεως και της παραγωγής οχημάτων Trabant στη Σαξονία. Για να διαφυλάξει την αυτοκινητοβιομηχανία στην περιοχή αυτήν, η Volkswagen AG (στο εξής: Volkswagen) άρχισε διαπραγματεύσεις με την Treuhandanstalt (οργανισμό δημοσίου δικαίου επιφορτισμένο με την αναδιάρθρωση των επιχειρήσεων της πρώην Λαϋκής Δημοκρατίας της Γερμανίας, στο εξής: THA), που κατέληξαν σε καταρχήν συμφωνία τον Οκτώβριο του 1990. Η συμφωνία αυτή προέβλεπε, μεταξύ άλλων:

- την από κοινού ίδρυση μιας εταιρίας με σκοπό τη διατήρηση της απασχολήσεως (Beschδftigungsgesellschaft), της Sδchsische Automobil GmbH (στο εξής: SAB), της οποίας το εταιρικό κεφάλαιο κατείχε αρχικά κατά 87,5 % η THA και κατά 12,5 % η Volkswagen,

- την εκ μέρους της SAB αναδοχή των τμημάτων συνεργείων βαφής (τότε υπό κατασκευήν) και τελικής συναρμολογήσεως, κειμένων στις εγκαταστάσεις του Mosel (Γερμανία) (στο εξής: Mosel I),

- την εκ μέρους της Volkswagen Sachsen GmbH (στο εξής: VW Sachsen), θυγατρικής και αποκλειστικής ιδιοκτησίας της Volkswagen, αναδοχή εργοστασίου παραγωγής κινητήρων κειμένου στις εγκαταστάσεις του Chemnitz (Γερμανία) (στο εξής: Chemnitz I),

- την εκ μέρους της VW Sachsen αναδοχή της παραγωγής κεφαλών κυλίνδρου στις εγκαταστάσεις του Eisenach (Γερμανία) (στο εξής: Eisenach) και

- την εκ μέρους της VW Sachsen κατασκευή νέου εργοστασίου αυτοκινήτων στο Mosel, περιλαμβάνοντος τις τέσσερις κυριότερες κατασκευαστικές δραστηριότητες, ήτοι την κύρτωση μετάλλων, την κατασκευή αμαξωμάτων, τη βαφή και την τελική συναρμολόγηση (στο εξής: Mosel II), και ενός νέου εργοστασίου παραγωγής κινητήρων στο Chemnitz (στο εξής: Chemnitz II).

19 Αρχικώς, έγινε αντιληπτό ότι η αναδοχή και η αναδιάρθρωση των εγκαταστάσεων Mosel I και Chemnitz I συνιστούσαν μεταβατική λύση, που σκοπό είχε να αποφευχθεί να περιέλθει σε ανεργία το υφιστάμενο εργατικό δυναμικό, μέχρι την αναμενόμενη έναρξη λειτουργίας των εγκαταστάσεων Mosel II και Chemnitz II, που προβλεπόταν για το 1994.

20 Με έγγραφο της 19ης Σεπτεμβρίου 1990, η Επιτροπή ζήτησε από τη Γερμανική Κυβέρνηση να της κοινοποιήσει, σύμφωνα με το κοινοτικό πλαίσιο, τις κρατικές ενισχύσεις γι' αυτά τα επενδυτικά σχέδια. Με επιστολές της 14ης Δεκεμβρίου 1990 και της 14ης Μαρτίου 1991, η Επιτροπή τόνισε ότι οι ενισχύσεις αυτές δεν μπορούσαν να εκτελεσθούν χωρίς προηγουμένως να της κοινοποιηθούν και λάβουν την έγκρισή της. Το θέμα αυτό ενεγράφη επίσης στην ημερήσια διάταξη δύο διμερών συσκέψεων που διεξήχθησαν στη Βόνη (Γερμανία) στις 31 Ιανουαρίου και στις 7 Φεβρουαρίου 1991.

Οι υπουργικές αποφάσεις της 22ας Μαρτίου 1991

21 Στις 22 Μαρτίου 1991 το Υπουργείο Οικονομίας και Εργασίας του Freistaat Sachsen εξέδωσε, βάσει του νόμου περί έργων κοινής ωφέλειας, δύο αποφάσεις που προέβλεπαν την επιδότηση των επενδύσεων της VW Sachsen για τις εγκαταστάσεις Mosel II και Chemnitz II (στο εξής: υπουργικές αποφάσεις του 1991). Το προβλεπόμενο συνολικό ύψος αυτών των επιδοτήσεων ανερχόταν σε 757 εκατομμύρια γερμανικά μάρκα (DEM) για τη Mosel II, κατανεμόμενο σε δόσεις από το 1991 μέχρι το 1994, και σε 147 εκατομμύρια DEM για τη Chemnitz II, κατανεμόμενο σε δόσεις από το 1991 μέχρι το 1996.

22 Στις 18 Μαρτίου 1991 το Finanzamt Zwickau-Land απηύθυνε στη VW Sachsen απόφαση περί χορηγήσεως ορισμένων φοροαπαλλαγών υπέρ των επενδύσεων, σύμφωνα με τον γερμανικό νόμο του 1991 περί φοροαπαλλαγών των επενδύσεων (Investitionszulagengesetz).

23 Ο όμιλος Volkswagen ζήτησε επίσης να του επιτραπεί να προβεί σε έκτακτες αποσβέσεις, σύμφωνα με τον γερμανικό νόμο του 1991 περί των ζωνών που δικαιούνται ενισχύσεις (Fφrdergebietsgesetz).

24 Με έγγραφο της 25ης Μαρτίου 1991, οι γερμανικές αρχές παρέσχαν στην Επιτροπή ορισμένες πληροφορίες σχετικά με τις ενισχύσεις τις οποίες αφορούν οι σκέψεις 21 έως 23 της παρούσας αποφάσεως, αναφέροντας ότι δεν διέθεταν ακόμη ακριβέστερες πληροφορίες και ότι προβλεπόταν να χορηγηθούν στο πλαίσιο των καθεστώτων ενισχύσεων τα οποία είχε εγκρίνει η Επιτροπή για τα νέα ομόσπονδα κράτη. Με έγγραφο της 17ης Απριλίου 1991, η Επιτροπή ανέφερε ότι το από 25 Μαρτίου 1991 έγγραφο των γερμανικών αρχών συνιστούσε μεν κοινοποίηση κατ' εφαρμογήν των διατάξεων του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης, αλλ' ότι ήταν αναγκαίο να της δοθούν πρόσθετες πληροφορίες.

25 Με έγγραφο της 29ης Μαου 1991, οι γερμανικές αρχές ισχυρίστηκαν, μεταξύ άλλων, ότι το κοινοτικό πλαίσιο δεν ίσχυε για τα νέα ομόσπονδα κράτη μεταξύ 1ης Ιανουαρίου και 31ης Μαρτίου 1991, διότι ίσχυε μόνο για δύο έτη, μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1990, και ότι η παράτασή του εγκρίθηκε μόλις τον Απρίλιο του 1991. Επειδή δε οι επίμαχες ενισχύσεις είχαν εγκριθεί πριν από τις 31 Μαρτίου 1991, η Επιτροπή μπορούσε, κατά τις εν λόγω αρχές, να εξετάσει τους σχετικούς φακέλους μόνο με γνώμονα το καθεστώς των περιφερειακών ενισχύσεων (βλ. σκέψη 8 της παρούσας αποφάσεως). Κατά τη διάρκεια συσκέψεως που διεξήχθη στις 10 Ιουλίου 1991, η Επιτροπή απέκρουσε τα επιχειρήματα των γερμανικών αρχών και ζήτησε, με έγγραφο της 16ης Ιουλίου 1991, πρόσθετες λεπτομερείς πληροφορίες. Κατόπιν της από 17 Σεπτεμβρίου 1991 απαντήσεως της Γερμανικής Κυβερνήσεως, η Επιτροπή έθεσε νέα σειρά ερωτήσεων, με έγγραφο της 27ης Νοεμβρίου 1991.

26 Τον Οκτώβριο και τον Δεκέμβριο του 1991, ο όμιλος Volkswagen εισέπραξε, για τις εγκαταστάσεις Mosel II και Chemnitz II, επιδοτήσεις επενδύσεων ύψους 360,8 εκατομμυρίων DEM και φοροαπαλλαγές επενδύσεων ύψους 10,6 εκατομμυρίων DEM.

27 Με απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 1991, η οποία περιελήφθη στην ανακοίνωση 92/C 68/04 (ΕΕ 1992, C 68, σ. 14) και κοινοποιήθηκε στη Γερμανική Κυβέρνηση στις 14 Ιανουαρίου 1992, η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία εξετάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης, προκειμένου να διαπιστώσει αν συμβιβάζονταν με την κοινή αγορά οι διάφορες ενισχύσεις που προορίζονταν για τη χρηματοδότηση των ενισχύσεων στις εγκαταστάσεις Mosel I και II, Chemnitz I και II καθώς και στο εργοστάσιο του Eisenach.

28 Με την απόφαση αυτή, η Επιτροπή κατέληξε, μεταξύ άλλων, στα εξής:

«[...] Η ενίσχυση που προτείνουν οι αρχές σας προκαλεί μείζονες ανησυχίες για τους ακόλουθους λόγους:

- δεν έχουν κοινοποιηθεί δεόντως στην Επιτροπή σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΟΚ,

- η προφανώς υψηλή ένταση της προτεινόμενης ενίσχυσης για ένα σχέδιο που συνεπάγεται σημαντική επέκταση του παραγωγικού δυναμικού μέσα στην ευρωπαϋκή αγορά αυτοκινήτων μπορεί να προκαλέσει αθέμιτη στρέβλωση του ανταγωνισμού,

- δεν έχουν υποβληθεί επαρκή στοιχεία μέχρι σήμερα που να δικαιολογούν τον συνδυασμό της σχετικά υψηλής έντασης της περιφερειακής ενίσχυσης με τη χορήγηση έμμεσων επενδυτικών ενισχύσεων από την THA και με τη χορήγηση, επίσης από την THA, ενισχύσεως υπέρ της προσωρινής λειτουργίας, λαμβάνοντας υπόψη τα διαρθρωτικά και οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει αναμφίβολα [ο όμιλος Volkswagen] στα νέα [ομόσπονδα κράτη]· αντίθετα, η συνολική ένταση της ενίσχυσης ενδέχεται να είναι δυσανάλογα υψηλή και ασυμβίβαστη με τα κριτήρια του κοινοτικού πλαισίου για τις κρατικές ενισχύσεις στον τομέα αυτό.»

29 Με έγγραφο της 29ης Ιανουαρίου 1992, η Γερμανική Κυβέρνηση δήλωσε ότι διετίθετο να αναστείλει την καταβολή κάθε ενισχύσεως έως ότου περατωθεί η διαδικασία εξετάσεως.

30 Με έγγραφο της 24ης Απριλίου 1992, η Επιτροπή ζήτησε πρόσθετες πληροφορίες από τις γερμανικές αρχές, την THA και τη Volkswagen. Κατόπιν της συσκέψεως της 28ης Απριλίου 1992 και των επιστολών της Επιτροπής της 14ης Μαου, 5ης Ιουνίου, 21ης Αυγούστου και της 17ης Νοεμβρίου 1992, οι μεν γερμανικές αρχές παρέσχαν πρόσθετες πληροφορίες με επιστολές της 20ής Μαου, της 3ης και της 12ης Ιουνίου, της 20ής και της 29ης Ιουλίου, της 8ης και της 25ης Σεπτεμβρίου, της 16ης και της 21ης Οκτωβρίου, της 4ης και της 25ης Νοεμβρίου 1992, η δε Volkswagen με επιστολές της 15ης Ιουνίου και της 30ής Οκτωβρίου 1992, της 12ης και της 20ής Ιουνίου 1993. Τα μέρη συναντήθηκαν επίσης στις 16 Ιουνίου, στις 9 Σεπτεμβρίου, στις 12 και στις 16 Οκτωβρίου και στις 3 Δεκεμβρίου 1992, στις 8 και στις 11 Ιανουαρίου 1993.

31 Στις 13 Ιανουαρίου 1993 η Volkswagen αποφάσισε να αναβάλει μεγάλο μέρος των επενδύσεων που είχαν προβλεφθεί αρχικά στα εργοστάσια του Mosel και του Chemnitz. Προέβλεψε ότι το συνεργείο βαφής και η αλυσίδα τελικής συναρμολογήσεως του Mosel II θα ετίθεντο σε λειτουργία το 1997 και ότι μια μονάδα παραγωγής κινητήρων του Chemnitz II θα ετίθετο σε λειτουργία το 1996. Η Επιτροπή συμφώνησε να αναθεωρήσει την εκτίμησή της βάσει των νέων επενδυτικών προγραμμάτων της Volkswagen.

Oι υπουργικές αποφάσεις της 30ής Μαρτίου 1993

32 Στις 30 Μαρτίου 1993 το Υπουργείο Οικονομίας και Εργασίας του Freistaat Sachsen εξέδωσε δύο αποφάσεις που τροποποίησαν τις υπουργικές αποφάσεις του 1991 (στο εξής: υπουργικές αποφάσεις του 1993). Το προβλεπόμενο εφεξής συνολικό ύψος επιδοτήσεως των επενδύσεων ανερχόταν σε 708 εκατομμύρια DEM για το Mosel II, με δόσεις κλιμακούμενες από το 1991 μέχρι το 1997, και σε 195 εκατομμύρια DEM για το Chemnitz II, με δόσεις κλιμακούμενες από το 1992 μέχρι το 1997.

33 Ορισμένες λεπτομέρειες των νέων επενδυτικών προγραμμάτων της Volkswagen εκτέθηκαν στην Επιτροπή κατά τη διάρκεια συνομιλίας που διεξήχθη στις 5 Μαου 1993. Με έγγραφο της 6ης Ιουνίου 1993, η Γερμανία κοινοποίησε επίσης επ' αυτών ορισμένες πληροφορίες, τις οποίες συμπλήρωσε η Volkswagen με επιστολές της 24ης Ιουνίου και της 6ης Ιουλίου 1993, καθώς και με τηλεαντίγραφο της 10ης Νοεμβρίου 1993. Τα νέα αυτά στοιχεία εξετάσθηκαν περαιτέρω κατά τη διάρκεια συνομιλιών που διεξήχθησαν στις 18 Μαου, στις 10 Ιουνίου, στις 2 και στις 22 Ιουλίου 1993. Νέες πληροφορίες για το προβλεπόμενο από τη Volkswagen παραγωγικό δυναμικό δόθηκαν με έγγραφο της Γερμανικής Κυβερνήσεως της 15ης Φεβρουαρίου 1994 και με τηλεαντίγραφο της 25ης Φεβρουαρίου 1994.

34 Η Επιτροπή συγκέντρωσε επίσης νέα στοιχεία για τα προγράμματα αυτά κατά την επίσκεψη των εγκαταστάσεων την οποία πραγματοποίησε στις αρχές Απριλίου 1994 και κατά τη διάρκεια συνομιλιών που έγιναν στις 11 Μαου, στις 2, στις 7 και στις 24 Ιουνίου 1994. Με την ευκαιρία, άλλωστε, αυτών των συνομιλιών, της δόθηκαν έγγραφα, ενώ άλλα της διαβιβάστηκαν από τις γερμανικές αρχές και τη Volkswagen στις 10 Μαου, στις 30 Ιουνίου, στις 4 και στις 12 Ιουλίου 1994.

Oι υπουργικές αποφάσεις της 24ης Μαου 1994

35 Στις 24 Μαου 1994 το Υπουργείο Οικονομίας και Εργασίας του Freistaat Sachsen εξέδωσε δύο αποφάσεις που τροποποίησαν τις υπουργικές αποφάσεις του 1991 και του 1993 (στο εξής: υπουργικές αποφάσεις του 1994). Το προβλεπόμενο εφεξής συνολικό ύψος επιδοτήσεως των επενδύσεων ανερχόταν σε 648 εκατομμύρια DEM για το Mosel II, με δόσεις κλιμακούμενες από το 1991 μέχρι το 1997, και σε 167 εκατομμύρια DEM για το Chemnitz II, με δόσεις κλιμακούμενες από το 1992 μέχρι το 1997.

36 Με σύμβαση της 21ης Ιουνίου 1994, που συμπληρώθηκε με τροποποίηση της 1ης Νοεμβρίου 1994, η Volkswagen εξαγόρασε από την THA το 87,5 % των μερίδων του εταιρικού κεφαλαίου της SAB τις οποίες δεν κατείχε ακόμη.

Η απόφαση 94/1068/ΕΚ της Επιτροπής

37 Στις 27 Ιουλίου 1994 η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 94/1068/EK, σχετικά με την ενίσχυση που χορηγείται στον όμιλο Volkswagen για επενδύσεις στα νέα γερμανικά ομόσπονδα κράτη (ΕΕ L 385, σ. 1, στο εξής: απόφαση Mosel I). Στο μέρος IV, τέταρτο εδάφιο, του σκεπτικού της αποφάσεως αυτής, η Επιτροπή διαπίστωσε τα εξής:

«Κινώντας τη διαδικασία, η Επιτροπή είχε εξετάσει όλα τα επενδυτικά προγράμματα της Volkswagen στη Σαξονία ως μια ενιαία οντότητα, και, ως εκ τούτου, σχεδίαζε να αποφασίσει για όλα τα στοιχεία κρατικής ενίσχυσης μαζί. Ακόμη και μετά την απόφασή της το 1993 να αναβάλει την επένδυση στις νέες εγκαταστάσεις, η Volkswagen αρχικά ισχυρίστηκε ότι αυτό δεν επηρέαζε την τεχνολογία της παραγωγής, τις εισροές εργασίας και άλλες σημαντικές συνιστώσες. Αυτό το έτος, ωστόσο, με βάση τις πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν κατά τη διάρκεια μιας επί τόπου επίσκεψης και μέσω συμβουλών νέων εμπειρογνωμόνων, κατέστη φανερό ότι αυτή η άποψη δεν θα μπορούσε πλέον να διατηρηθεί. Η Volkswagen ομολόγησε στην Επιτροπή ότι τα προηγούμενα σχέδιά τους για τα έργα είχαν ξεπεραστεί και ότι επί του παρόντος επανεξέταζε αυτά τα σχέδια. Τα νέα σχέδια για τα νέα εργοστάσια αυτοκινήτων και κινητήρων Mosel II και Chemnitz II θα συνδέονται τώρα στενά με την ανάπτυξη του Golf A4 που θα τεθεί σε παραγωγή συγχρόνως με το Mosel II που σχεδιάζεται να λειτουργήσει το 1997. Μια τελική εκδοχή των νέων [σχεδίων] θα είναι διαθέσιμη μόνο στο τέλος του 1994. Με βάση τις τρέχουσες πληροφορίες, αυτά τα νέα [σχέδια] θα περιλαμβάνουν σημαντικές αλλαγές στην τεχνολογία και στη διάρθρωση της παραγωγής. Υπό αυτές τις περιστάσεις είναι φανερό ότι η αρχική σύνδεση μεταξύ των επενδυτικών προγραμμάτων στα υπάρχοντα πρώην εργοστάσια THA και των νέων σχεδίων στις εγκαταστάσεις που πρόκειται να κτιστούν δεν υπάρχει πλέον. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή αποφάσισε να περιορίσει την τρέχουσα απόφασή της για την ενίσχυση αναδιάρθρωσης για τα υπάρχοντα εργοστάσια, για τα οποία μπορεί να σχηματίσει σαφή γνώμη με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες, και να αναβάλει την απόφασή της για την ενίσχυση των νέων προγραμμάτων έως ότου η Volkswagen και η Γερμανία είναι σε θέση να παρουσιάσουν τα οριστικά σχέδιά τους για επενδύσεις και ενίσχυση [...]».

38 Από την απόφαση Mosel I προκύπτει ότι τα συνεργεία βαφής και τελικής συναρμολογήσεως του Mosel I εκσυγχρονίστηκαν και μετατράπηκαν σύμφωνα με τη συναφθείσα με την THA συμφωνία (βλ. σκέψη 18 της παρούσας αποφάσεως). Για μια αρχική περίοδο μέχρι το 1992, το Mosel I χρησιμοποιήθηκε για την τελική συναρμολόγηση των τύπων VW Polo και Golf A2, των οποίων τα συστατικά στοιχεία κατασκευάζονταν αλλού, από άλλα εργοστάσια του ομίλου Volkswagen, και παραδίδονταν στο Mosel υπό μορφή ανταλλακτικών. Από τον Ιούλιο του 1992, η συνδυασμένη χρήση των συνεργείων βαφής και τελικής συναρμολογήσεως του Mosel I, των οποίων μόλις είχε ολοκληρωθεί η μετατροπή, και του νέου συνεργείου αμαξωμάτων του Mosel II, που μόλις είχε αρχίσει να λειτουργεί, κατέστησε δυνατή την έναρξη της παραγωγής του τύπου Golf A3 στο Mosel, ενώ οι εργασίες κυρτώσεως μετάλλων γίνονταν αλλού. Στη συνέχεια, η υλικοτεχνική υποστήριξη μεταφέρθηκε από την εγκατάσταση του Wolfsburg στο Mosel I τον Ιανουάριο του 1993, ενώ νέες επιχειρήσεις υπεργολαβίας, προμηθεύουσες τα αναγκαία τεμάχια στο Mosel I και το Chemnitz I, εγκαταστάθηκαν πλησίον. Το νέο συνεργείο κυρτώσεως μετάλλων του Mosel II άρχισε να λειτουργεί τον Μάρτιο του 1994, κοντά στο Mosel I.

39 Υπ' αυτές τις συνθήκες, στο άρθρο 1 της αποφάσεως Mosel I, η Επιτροπή έκρινε, μεταξύ άλλων, συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά διάφορες ενισχύσεις που είχαν χορηγηθεί μέχρι τα τέλη 1993, χρονολογία κατά την οποία έπρεπε να ολοκληρωθεί η αναδιάρθρωση, μέχρι ποσού 487,3 εκατομμυρίων DEM για το Mosel I και 84,8 εκατομμυρίων DEM για το Chemnitz I. Αντιθέτως, ορισμένες ενισχύσεις που χορηγήθηκαν μεταγενέστερα κυρύχθηκαν ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά και ιδίως εκείνες που χαρακτηρίζονταν ενισχύσεις αντικαταστάσεως ή εκσυγχρονισμού που, κατά την απόφαση Mosel I, δεν μπορούσαν να επιτραπούν βάσει του κοινοτικού πλαισίου (βλ. σημεία ΙΞ και Ξ του σκεπτικού της αποφάσεως Mosel I).

40 Ακολούθως, η Γερμανική Κυβέρνηση επανειλημμένως ενημέρωσε προφορικώς την Επιτροπή για καθυστερήσεις που είχαν σημειωθεί στην υλοποίηση του Mosel II και του Chemnitz II. Με επιστολή της 12ης Απριλίου 1995, η Επιτροπή υπέμνησε στις γερμανικές αρχές ότι υποχρεούνταν να της κοινοποιήσουν τα προγράμματα της Volkswagen για τα νέα αυτά εργοστάσια, ώστε να μπορέσει να προβεί στην εξέταση των ενισχύσεων που τους αφορούσαν. Η επιστολή αυτή παρέμεινε αναπάντητη. Με επιστολή της 4ης Αυγούστου 1995, η Επιτροπή ζήτησε να της κοινοποιηθούν όσο το δυνατόν ταχύτερα οι αναγκαίες πληροφορίες και ανήγγειλε ότι θα εξέδιδε προσωρινή απόφαση, την οποία θα ακολουθούσε η οριστική, βάσει των στοιχείων τα οποία διέθετε, σε περίπτωση κατά την οποία η Γερμανία δεν ικανοποιούσε το αίτημα αυτό. Απαντώντας σ' αυτή την επιστολή, η Γερμανική Κυβέρνηση ενημέρωσε την Επιτροπή, με έγγραφο της 22ας Αυγούστου 1995, ότι τα επενδυτικά προγράμματα της Volkswagen δεν είχαν ολοκληρωθεί ακόμη.

41 Στις 31 Οκτωβρίου 1995 η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 96/179/ΕΚ, με την οποία η Γερμανική Κυβέρνηση κλήθηκε να παράσχει όλα τα έγγραφα, τις πληροφορίες και τα στοιχεία σχετικά με τα νέα επενδυτικά προγράμματα του ομίλου Volkswagen στα νέα γερμανικά ομόσπονδα κράτη, καθώς και με τις ενισχύσεις που προβλέπεται να χορηγηθούν υπέρ των επενδύσεων αυτών (ΕΕ 1996, L 53, σ. 50).

42 Μετά την απόφαση αυτή, ορισμένες πληροφορίες σχετικές με τα προγράμματα αυτά και το παραγωγικό δυναμικό γνωστοποιήθηκαν στην Επιτροπή κατά τη διάρκεια συνομιλίας της 20ής Νοεμβρίου 1995. Επιβεβαιώθηκαν με έγγραφο της 13ης Δεκεμβρίου 1995 και αποσαφηνίσθηκαν κατά τη διάρκεια επισκέψεως των εγκαταστάσεων, στις 21 και 22 Δεκεμβρίου 1995. Στις 15 Ιανουαρίου 1996 η Επιτροπή έθεσε και άλλες ερωτήσεις στις γερμανικές αρχές. Μετά από συνομιλία της 23ης Ιανουαρίου 1996, οι περισσότερες από τις πληροφορίες που έλειπαν της ανακοινώθηκαν με έγγραφα της 1ης και της 12ης Φεβρουαρίου 1996.

43 Στις 21 Φεβρουαρίου 1996 το Υπουργείο Οικονομίας και Εργασίας του Freistaat Sachsen εξέδωσε δύο αποφάσεις που τροποποίησαν τις υπουργικές αποφάσεις του 1991, του 1993 και του 1994 (στο εξής: υπουργικές αποφάσεις του 1996). Το προβλεπόμενο εφεξής συνολικό ύψος επιδοτήσεως των επενδύσεων ανερχόταν σε 499 εκατομμύρια DEM για το Mosel II, με δόσεις κλιμακούμενες από το 1991 μέχρι το 1997, και σε 109 εκατομμύρια DEM για το Chemnitz II, με δόσεις κλιμακούμενες από το 1992 μέχρι το 1997.

44 Με έγγραφο της 23ης Φεβρουαρίου 1996, η Επιτροπή υπέμνησε στις γερμανικές αρχές ότι της έλειπαν μερικές πληροφορίες ακόμη. Αυτές της ανακοινώθηκαν κατά τη διάρκεια συνομιλίας της 25ης Μαρτίου 1996 και συζητήθηκαν ακολούθως στις 2 και στις 11 Απριλίου 1996. Μια νέα συνομιλία διεξήχθη στις 29 Μαου 1996.

Η προσβαλλόμενη απόφαση

45 Στις 26 Ιουνίου 1996 η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, το διατακτικό της οποίας προβλέπει τα εξής:

«Άρθρο 1

Οι ακόλουθες ενισχύσεις τις οποίες η Γερμανία προτίθεται να χορηγήσει για διάφορα επενδυτικά σχέδια της Volkswagen [...] στη Σαξονία κρίνονται συμβιβάσιμες με το άρθρο 92, παράγραφος 3, στοιχείο γγ, της Συνθήκης και το άρθρο 61, παράγραφος 3, στοιχείο γγ, της [Συμφωνίας για τον Ευρωπαϋκό Οικονομικό Ξώρο, της 2ας Μαου 1992, (ΕΕ 1994, L 1, σ. 3, στο εξής: Συμφωνία ΕΟΞ)]:

- ενίσχυση της Γερμανίας προς [τον όμιλο Volkswagen] για τα επενδυτικά [του] σχέδια στην περιοχή Mosel (Mosel ΙΙ) και στην περιοχή Chemnitz (Chemnitz ΙΙ) υπό μορφή επενδυτικών επιδοτήσεων μέχρι του ποσού των 418,7 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων,

- ενίσχυση της Γερμανίας προς [τον όμιλο Volkswagen] για τα επενδυτικά [του] σχέδια στην περιοχή Mosel (Mosel ΙΙ) και στην περιοχή Chemnitz (Chemnitz ΙΙ) υπό μορφή επενδυτικών φοροαπαλλαγών μέχρι του ποσού των 120,4 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων.

Άρθρο 2

Οι ακόλουθες ενισχύσεις, τις οποίες η Γερμανία προτίθεται να χορηγήσει για διάφορα επενδυτικά σχέδια της Volkswagen [...] στη Σαξονία, κρίνονται ασυμβίβαστες με το άρθρο 92, παράγραφος 3, στοιχείο γγ, της Συνθήκης ΕΚ και το άρθρο 61, παράγραφος 3, στοιχείο γγ, της Συμφωνίας για τον ΕΟΞ και απαγορεύεται να καταβληθούν:

- η σχεδιαζόμενη επενδυτική ενίσχυση προς [τον όμιλο Volkswagen] για τα επενδυτικά [του] σχέδια Mosel ΙΙ και Chemnitz ΙΙ υπό μορφή έκτακτης απόσβεσης των [επενδύσεων] στο πλαίσιο του νόμου περί ενισχυόμενων περιοχών (Fφrdergebietsgesetz) ονομαστικής αξίας 51,67 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων,

- η σχεδιαζόμενη επενδυτική ενίσχυση προς [τον όμιλο Volkswagen] για το επενδυτικό [του] σχέδιο Mosel ΙΙ υπό μορφή επενδυτικών επιδοτήσεων καθ' υπέρβαση του ποσού που ορίζεται στην πρώτη περίπτωση του άρθρου 1 και μέχρι του ποσού των 189,1 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων.

Άρθρο 3

Η Γερμανία θα εξασφαλίσει ότι το δυναμικό παραγωγής των εργοστασίων στην περιοχή Mosel το 1997 δεν θα υπερβαίνει τις 432 μονάδες ανά ημέρα [...].

Επί πλέον, η Γερμανία θα υποβάλει και θα συζητά με την Επιτροπή ετήσιες εκθέσεις σχετικά με την πραγματοποίηση των επιλέξιμων επενδύσεων ύψους 2 654,1 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων στα εργοστάσια Mosel ΙΙ και Chemnitz ΙΙ και τις πραγματοποιηθείσες πληρωμές ενίσχυσης, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι η συνολική πραγματική ένταση ενίσχυσης εκφρασμένη σε ακαθάριστο ισοδύναμο επιδότησης δεν υπερβαίνει το 22,3 % για το Mosel ΙΙ και το 20,8 % για το Chemnitz ΙΙ [...].

Άρθρο 4

Η Γερμανία θα ενημερώσει την Επιτροπή εντός ενός μηνός από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης σχετικά με τα μέτρα που έλαβε προκειμένου να συμμορφωθεί προς αυτήν.

Άρθρο 5

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.»

46 Κατόπιν επιστολής την οποία απηύθυνε ο πρόεδρος του εκτελεστικού οργάνου της Volkswagen στον Υπουργό-Πρόεδρο του Freistaat Sachsen, στις 8 Ιουλίου 1996, το Freistaat Sachsen κατέβαλε στη Volkswagen, τον Ιούλιο του 1996, το ποσό των 90,7 εκατομμυρίων DEM ως επιδοτήσεις των επενδύσεων τις οποίες η προσβαλλόμενη απόφαση είχε κηρύξει ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά.

Επί της διαδικασίας

47 Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 26 Αυγούστου και στις 13 Σεπτεμβρίου 1996, το Freistaat Sachsen, αφενός, και οι Volkswagen και VW Sachsen, αφετέρου, άσκησαν προσφυγές περί μερικής ακυρώσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που πρωτοκολλήθηκαν με τους αριθμούς T-132/96 και T-143/96, αντιστοίχως.

48 Με την παρούσα προσφυγή, η οποία πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 16 Σεπτεμβρίου 1996, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προσέβαλε επίσης την ίδια απόφαση.

49 Με διάταξη της 4ης Φεβρουαρίου 1997, το Δικαστήριο ανέστειλε τη διαδικασία στην υπόθεση C-301/96, Γερμανία κατά Επιτροπής, έως ότου δημοσιευθούν οι αποφάσεις του Πρωτοδικείου επί των υποθέσεων Τ-132/96 και Τ-143/96.

50 Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 13ης Μαρτίου 2000, επετράπη στο Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας να παρέμβει στην παρούσα υπόθεση υπέρ της Επιτροπής.

51 Με την από 15 Δεκεμβρίου 1999 απόφαση που εκδόθηκε στις υποθέσεις T-132/96 και T-143/96, Freistaat Sachsen κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. ΙΙ-3663, στο εξής: απόφαση του Πρωτοδικείου), το Πρωτοδικείο απέρριψε τις προσφυγές για τις οποίες γίνεται λόγος στη σκέψη 47 της παρούσας αποφάσεως.

52 Με δικόγραφα που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 23 Φεβρουαρίου 2000, το Freistaat Sachsen, αφενός, και οι Volkswagen και VW Sachsen, αφετέρου, άσκησαν δύο αναιρέσεις κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου, που πρωτοκολλήθηκαν με αριθμούς C-57/00 Ρ και C-61/00 Ρ, αντιστοίχως.

Επί της ουσίας

53 Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ζητεί από το Δικαστήριο, πρώτον, να ακυρώσει το άρθρο 2 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, δεύτερον, να ακυρώσει το άρθρο 1 της εν λόγω αποφάσεως, στο μέτρο που περιορίζει τις συμβιβαζόμενες με την κοινή αγορά άμεσες επιχορηγήσεις επενδύσεων σε 418,7 εκατομμύρια DEM και τις ενισχύσεις υπό μορφή επιστροφών φόρων σε 120,4 εκατομμύρια DEM, και, τέλος, να ακυρώσει το άρθρο 3, δεύτερο εδάφιο, της εν λόγω αποφάσεως, στο μέτρο που ορίζει ότι η συνδυασμένη πραγματική ένταση των ενισχύσεων, εκφρασμένη σε ακαθάριστο ισοδύναμο επιδοτήσεων επενδύσεων, δεν πρέπει να υπερβαίνει το 22,3 % για το Mosel II και το 20,8 % για το Chemnitz II. Το εν λόγω κράτος μέλος ζητεί επίσης την καταδίκη της Επιτροπής στα δικαστικά έξοδα.

54 Προς στήριξη της προσφυγής της, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προβάλλει διάφορους λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι αντλούνται, αντιστοίχως, από παράβαση του άρθρου 92, παράγραφος 2, στοιχείο γγ, της Συνθήκης ΕΚ [νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 87, παράγραφος 2, στοιχείο γγ, ΕΚ], από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως που προβλέπει το άρθρο 190 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 253 ΕΚ), από παράβαση του άρθρου 92, παράγραφος 3, στοιχείο ββ, της Συνθήκης, από παράβαση του άρθρου 92, παράγραφος 3, στοιχείο αα, της Συνθήκης, του άρθρου 92, παράγραφος 3 της Συνθήκης, από την ακατάληπτη και ανακριβή ανάλυση δαπανών/κερδών στην οποία προέβη η Επιτροπή και, τέλος, από την παραβίαση της αρχής περί προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

55 Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο την απόρριψη της προσφυγής ως αβάσιμης και την καταδίκη της καθής στα δικαστικά έξοδα.

56 Στο στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας απέσυρε δύο λόγους ακυρώσεως, ήτοι την παράβαση του άρθρου 92, παράγραφος 3, στοιχείο αα, της Συνθήκης και την παραβίαση της αρχής περί προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 92, παράγραφος 2, στοιχείο γγ, της Συνθήκης

57 Η Γερμανική Κυβέρνηση, βασιζόμενη σε διάφορα στοιχεία (παραγωγικότητα, οριακό ποσοστό εκμεταλλεύσεως της Ανατολικής Γερμανίας, διαφορά μεταξύ της ζητήσεως σε εθνικό επίπεδο και της τοπικής παραγωγής, αύξηση του ακαθάριστου εθνικού προϋόντος, ακαθάριστο εθνικό προϋόν ανά κάτοικο και ποσοστό ανεργίας), θεωρεί ότι το 1996 και για αόριστης διάρκειας περίοδο η Ανατολική Γερμανία επλήγη λόγω των σοβαρών μειονεκτημάτων που προκάλεσε η διαίρεση της Γερμανίας.

58 Κατά την εν λόγω κυβέρνηση, οι χορηγούμενες ενισχύσεις συμβιβάζονται με την κοινή αγορά, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 92 της Συνθήκης, όπως συμβαίνει εν προκειμένω.

59 Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή εσκεμμένως αρνήθηκε να εφαρμόσει τον κανόνα αυτό, με την αιτιολογία ότι οι παρεκκλίσεις από την απαγόρευση των κρατικών ενισχύσεων πρέπει να ερμηνεύονται στενά. Η Γερμανική Κυβέρνηση, χωρίς να αμφισβητεί την απαίτηση για τέτοιο είδος ερμηνείας των παρεκκλίσεων, προσάπτει στην Επιτροπή ότι μείωσε στον μέγιστο βαθμό την έκταση της παρεκκλίσεως που προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου 92, παράγραφος 2, στοιχείο γγ, της Συνθήκης, θίγοντας έτσι την πρακτική αποτελεσματικότητά τους.

60 Η Γερμανική Κυβέρνηση υπενθυμίζει ότι οι εν λόγω διατάξεις εξακολούθησαν, ακόμη και μετά την επανένωση της Γερμανίας, να περιλαμβάνονται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϋκή Ένωση, στη Συνθήκη του Άμστερνταμ και στη Συμφωνία ΕΟΞ, πράγμα το οποίο αποδεικνύει ότι οι συντάκτες των εν λόγω συνθηκών και της εν λόγω συμφωνίας θεώρησαν ότι σκοπός της παρεκκλίσεως αυτής είναι η εξάλειψη της ειδικής καταστάσεως που συνεπήχθη η πολιτική και οικονομική διαίρεση της Γερμανίας.

61 Στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 92, παράγραφος 2, στοιχείο γγ, της Συνθήκης, η Επιτροπή θα έπρεπε απλώς να επιβεβαιώσει ότι οι εθνικές αρχές δεν ενήργησαν καταχρηστικώς και ειδικότερα να επιβεβαιώσει ότι σκοπός της ενισχύσεως είναι η αντιστάθμιση των οικονομικών μειονεκτημάτων που προκάλεσε η διαίρεση της Γερμανίας, το οποίο, εν προκειμένω, δεν εξακρίβωσε.

62 Επίσης, από σύγκριση των όρων που χρησιμοποιεί το σημείο γγ του άρθρου 92, παράγραφος 2, της Συνθήκης («αντιστάθμιση των μειονεκτημάτων») με τους όρους που χρησιμοποιεί το σημείο ββ («επανόρθωση ζημιών») προκύπτει ότι, στην κατάσταση την οποία αφορά η πρώτη διάταξη, τα οικονομικά μειονεκτήματα δεν προκλήθηκαν από μεμονωμένο και αιφνίδιο γεγονός, αλλά προέκυψαν σταδιακά, λόγω της χωριστής αναπτύξεως της Ανατολικής και Δυτικής Γερμανίας.

63 Εν προκειμένω, η Επιτροπή προέβη σε ακραία άσκηση των εξουσιών ελέγχου που διαθέτει και παρέλειψε σκοπίμως να εξετάσει την αναγκαιότητα αντισταθμίσεως των οικονομικών μειονεκτημάτων που προκάλεσε η διαίρεση της Γερμανίας.

Eκτίμηση του Δικαστηρίου

64 Οι διατάξεις του άρθρου 92, παράγραφος 2, στοιχείο γγ, της Συνθήκης διευκρινίζουν ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά «οι ενισχύσεις προς την οικονομία ορισμένων περιοχών της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, οι οποίες θίγονται από τη διαίρεση της Γερμανίας, κατά το μέτρο που είναι αναγκαίες για την αντιστάθμιση των οικονομικών μειονεκτημάτων που προκαλούνται από τη διαίρεση αυτή».

65 Δεδομένου ότι οι διατάξεις αυτές δεν καταργήθηκαν, μετά την επανένωση της Γερμανίας, ούτε από τη Συνθήκη για την Ευρωπαϋκή Ένωση ούτε από τη Συνθήκη του Άμστερνταμ και λαμβανομένης υπόψη της αντικειμενικής έννοιας των κανόνων του κοινοτικού δικαίου, δεν μπορεί να τεκμαίρεται ότι η διάταξη αυτή κατέστη άνευ αντικειμένου κατόπιν της εν λόγω επανενώσεως (απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2000, C-156/98, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I-6857, σκέψεις 47 και 48, και της 28ης Ιανουαρίου 2003, C-334/99, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. Ι-1139, σκέψη 116).

66 Ωστόσο, δεδομένου ότι πρόκειται περί παρεκκλίσεως από τη γενική αρχή του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης, κατά την οποία οι κρατικές ενισχύσεις δεν συμβιβάζονται με την κοινή αγορά, η παράγραφος 2, στοιχείο γγ, του άρθρου αυτού πρέπει να ερμηνεύεται στενά (προπαρατεθείσα απόφαση C-156/98, Γερμανία κατά Επιτροπής, σκέψη 49).

67 Συναφώς, το Δικαστήριο έκρινε, με τις προπαρατεθείσες αποφάσεις C-156/98, Γερμανία κατά Επιτροπής (σκέψη 52), και C-334/99, Γερμανία κατά Επιτροπής (σκέψη 120), ότι η έκφραση «διαίρεση της Γερμανίας» αναφέρεται ιστορικά στη χάραξη της διαχωριστικής γραμμής μεταξύ των δύο ζωνών, το 1948, και ότι, κατά συνέπεια, τα «οικονομικά μειονεκτήματα που προκαλούνται από τη διαίρεση αυτή» δεν μπορούν να αφορούν παρά τα οικονομικά μειονεκτήματα που προκλήθηκαν από την απομόνωση που συνεπήχθη το φυσικό αυτό σύνορο, όπως είναι η αποκοπή των οδών επικοινωνίας ή η απώλεια των φυσικών αγορών διαθέσεως λόγω διακοπής των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των δύο τμημάτων του γερμανικού εδάφους.

68 Η Γερμανική Κυβέρνηση, ιδίως κατά την προφορική διαδικασία, αμφισβήτησε αυτή την ερμηνεία του Δικαστηρίου και πρότεινε, κατ' ουσίαν, η έννοια «οικονομικά μειονεκτήματα που προκαλούνται από τη διαίρεση αυτή» που χρησιμοποιεί το άρθρο 92, παράγραφος 2, στοιχείο γγ, της Συνθήκης να εφαρμόζεται στις ενισχύσεις που είναι αναγκαίες για την αντιστάθμιση των καθυστερήσεων στην οικονομική ανάπτυξη, οι αιτίες των οποίων μπορούν να αναζητηθούν στο πολιτικοοικονομικό καθεστώς που ίσχυε στην επικράτεια των νέων ομόσπονδων κρατών.

69 Η ερμηνεία αυτή της έννοιας των οικονομικών μειονεκτημάτων που προκλήθηκαν από τη διαίρεση της Γερμανίας δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

70 Συγκεκριμένα, η θεώρηση της Γερμανικής Κυβερνήσεως ότι το άρθρο 92, παράγραφος 2, στοιχείο γγ, της Συνθήκης καθιστά δυνατή την πλήρη αντιστάθμιση της έστω και αδιαμφισβήτητης οικονομικής καθυστερήσεως των νέων ομόσπονδων κρατών παραγνωρίζει τόσο τον εξαιρετικό χαρακτήρα αυτής της διατάξεως όσο και την αλληλουχία στην οποία εντάσσεται και τους σκοπούς τους οποίους υπηρετεί (επ' αυτού βλ. την προαναφερθείσα απόφαση C-334/99, Γερμανία κατά Επιτροπής, σκέψη 53).

71 Συναφώς, επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι οι παρεκκλίσεις από τη γενική αρχή περί ασυμβιβάστου των κρατικών ενισχύσεων με την κοινή αγορά πρέπει να ερμηνεύονται στενά (βλ. σκέψη 66 της παρούσας αποφάσεως).

72 Επομένως, όπως σαφώς προκύπτει από τη σκέψη 54 της προπαρατεθείσας αποφάσεως C-156/98, Γερμανία κατά Επιτροπής, τα μοναδικά οικονομικά μειονεκτήματα που μπορούν να αντισταθμιστούν, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, είναι αυτά που προκαλούνται απευθείας από τη γεωγραφική διαίρεση της Γερμανίας.

73 Κατά συνέπεια, στο άρθρο 92, παράγραφος 2, στοιχείο γγ, της Συνθήκης πρέπει να δοθεί η ερμηνεία ότι δεν καλύπτει καταστάσεις οι οποίες δεν απορρέουν άμεσα από την πρώην ύπαρξη εσωτερικού συνόρου στη Γερμανία, αλλά καταστάσεις που αποτελούν, υπό ευρεία έννοια, συγκεκριμένο αποτέλεσμα της οικονομικής πολιτικής που εφάρμοσε η Λαϋκή Δημοκρατία της Γερμανίας.

74 Η ερμηνεία που δίδει η Γερμανική Κυβέρνηση στο άρθρο 92, παράγραφος 2, στοιχείο γγ, της Συνθήκης έχει, επομένως, ως συνέπεια τη ρήξη του άμεσου συνδέσμου που πρέπει να υφίσταται μεταξύ του οικονομικού μειονεκτήματος και της γεωγραφικής διαιρέσεως της Γερμανίας.

75 Oι διαφορές στην ανάπτυξη μεταξύ παλαιών και νέων ομόσπονδων κρατών εξηγούνται από άλλους λόγους και όχι από τον γεωγραφικό διαχωρισμό που προκλήθηκε από τη διαίρεση της Γερμανίας, και ιδίως από τα διαφορετικά πολιτικοοικονομικά καθεστώτα που εγκαθιδρύθηκαν σε καθένα από τα δύο τμήματα της Γερμανίας.

76 Επομένως, δεδομένου ότι η Γερμανική Κυβέρνηση δεν απέδειξε ότι οι ενισχύσεις ήταν αναγκαίες για να αντισταθμιστεί ένα οικονομικό μειονέκτημα που προκάλεσε η γεωγραφική διαίρεση της Γερμανίας, δεν απέδειξε, κατά συνέπεια, ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 92, παράγραφος 2, στοιχείο γγ, της Συνθήκης.

77 Κατά τα λοιπά, η κυβέρνηση αυτή υποστηρίζει πάντως ότι, στο παρελθόν, η εν λόγω διάταξη δεν ερμηνεύθηκε από την Επιτροπή μόνον ως κανόνας αποσκοπών στην αντιστάθμιση των μειονεκτημάτων που προκύπτουν άμεσα από το σύνορο μεταξύ Δυτικής και Ανατολικής Γερμανίας, αλλά επίσης ως διάταξη αποσκοπούσα στην εξάλειψη των οικονομικών συνεπειών της διαιρέσεως της Γερμανίας σε διαφορετικές οικονομικές ζώνες. Η Γερμανική Κυβέρνηση παραπέμπει, επ' αυτού, στην απόφαση της Επιτροπής, της 11ης Δεκεμβρίου 1964, σχετικά με τις ενισχύσεις προς διευκόλυνση της εντάξεως του Saarland στην οικονομία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (Δελτίο της Ευρωπαϋκής Οικονομικής Κοινότητας 2-1965, σ. 33, στο εξής: απόφαση για το Saarland).

78 Από την απόφαση αυτή προκύπτει ότι η Επιτροπή ενέκρινε τη χορήγηση, είτε βάσει του άρθρου 92, παράγραφος 2, στοιχείο ββ, της Συνθήκης, είτε βάσει του άρθρου 92, παράγραφος 2, στοιχείο γγ, της Συνθήκης, ορισμένων ενισχύσεων προς, πρώτον, τους απελαθέντες, τους πρόσφυγες και τα θύματα πολέμου ή καταστροφών οικισμών, δεύτερον, τις περιοχές που συνορεύουν με τη Σοβιετική Ένωση, τρίτον, το Βερολίνο, λόγω της ειδικής καταστάσεως στην οποία βρισκόταν και, τέλος, προς το Saarland, προκειμένου να διευκολυνθεί η ένταξή του στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

79 Αντιθέτως πάντως προς τους ισχυρισμούς της Γερμανικής Κυβερνήσεως, οι εν λόγω ενισχύσεις δεν χορηγήθηκαν μόνο στο Saarland και, ειδικότερα, η νομική βάση στην οποία στηρίχθηκε η Επιτροπή για να επιτρέψει τη χορήγηση των ενισχύσεων στο εν λόγω ομόσπονδο κράτος δεν έχει σαφώς καθορισθεί. Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 71 των προτάσεών του, το άρθρο 92, παράγραφος 2, στοιχείο ββ, της Συνθήκης και το άρθρο 92, παράγραφος 2, στοιχείο γγ, της Συνθήκης μνημονεύονται εναλλακτικώς και, λαμβανομένου υπόψη ότι η απόφαση για το Saarland κάνει επίσης λόγο για ενισχύσεις προς ορισμένες περιοχές που συνορεύουν με τη σοβιετική ζώνη και το Βερολίνο, δεν μπορεί να συναχθεί από την παραπομπή στο άρθρο 92, παράγραφος 2, στοιχείο γγ, της Συνθήκης ότι η παραπομπή αυτή αφορούσε μόνον το Saarland, καθόσον θα μπορούσε να αφορά μόνον τις περιοχές που συνορεύουν με τη σοβιετική ζώνη και το Βερολίνο.

80 Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να επισημανθεί ότι, όποια και αν είναι η ερμηνεία που έδωσε στο παρελθόν η Επιτροπή στο άρθρο 92, παράγραφος 2, στοιχείο γγ, της Συνθήκης, η ερμηνεία αυτή δεν μπορεί να θίξει τη βασιμότητα της ερμηνείας που δίδει η Επιτροπή στην ίδια διάταξη στο πλαίσιο της επίδικης αποφάσεως και, κατά, συνέπεια, το κύρος της αποφάσεως αυτής.

81 Συγκεκριμένα, το κύρος της επίδικης αποφάσεως πρέπει να εξετασθεί μόνο στο πλαίσιο του άρθρου 92, παράγραφος 2, στοιχείο γγ, της Συνθήκης και όχι υπό το πρίσμα υποτιθέμενης προγενέστερης πρακτικής.

82 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορρφθεί.

Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 190 της Συνθήκης

Επί της φερόμενης ελλιπούς αιτιολογίας της αποφάσεως από πλευράς του άρθρου 92, παράγραφος 2, στοιχείο γγ, της Συνθήκης

83 Με το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, η Γερμανική Κυβέρνηση προσάπτει στην Επιτροπή ότι αιτιολόγησε την προσβαλλόμενη απόφαση μόνον από πλευράς του άρθρου 92, παράγραφος 3, στοιχείο γγ, της Συνθήκης, ενώ είχε επισημάνει ότι, κατά την άποψή της, καθοριστική νομική βάση είναι το άρθρο 92, παράγραφος 2, στοιχείο γγ, της Συνθήκης. Συναφώς, κατά την εν λόγω κυβέρνηση, η Επιτροπή, χωρίς καμία αιτιολογία, περιορίστηκε στο να επικαλεστεί την αναγκαιότητα στενής ερμηνείας της τελευταίας αυτής διατάξεως και στο να επισημάνει ότι η εν λόγω διάταξη δεν πρέπει να εφαρμόζεται σε περιφερειακές ενισχύσεις υπέρ νέων επενδυτικών σχεδίων.

84 Κατά τη Γερμανική Κυβέρνηση, κατά πάγια νομολογία, η έκταση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως εξαρτάται ιδίως από τη φύση της επίμαχης πράξεως. Η υποχρέωση αυτή υπόκειται σε ιδιαιτέρως αυστηρούς όρους όσον αφορά τις αποφάσεις με ειδικούς αποδέκτες, ούτως ώστε το Δικαστήριο να μπορεί να ασκεί τον έλεγχό του και τόσο τα κράτη μέλη όσο και οι ενδιαφερόμενοι υπήκοοι να γνωρίζουν τους όρους υπό τους οποίους τα κοινοτικά όργανα εφαρμόζουν τη Συνθήκη. Η εν λόγω αιτιολογία είναι κατά μείζονα λόγο σημαντική εν προκειμένω, καθόσον η οικεία απόφαση δεν αφορούσε μόνον ένα κράτος μέλος, αλλά και τις αρχές ενός ομόσπονδου κράτους και μια ιδιωτική εταιρία.

85 Η εν λόγω κυβέρνηση προσθέτει ότι η εκ μέρους της Επιτροπής παραπομπή σε άλλες αποφάσεις, οι οποίες επίσης πάσχουν πλημμελή αιτιολογία, δεν είναι ικανή να καταστήσει καταληπτή την επίδικη απόφαση στους ενδιαφερομένους.

86 Κατά την Επιτροπή, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη, καθόσον εντάσσεται σε πλαίσιο το οποίο ήταν ευρέως γνωστό στη Γερμανική Κυβέρνηση.

- Εκτίμηση του Δικαστηρίου

87 Κατά πάγια νομολογία, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 190 της Συνθήκης αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και πρέπει να διαφαίνεται απ' αυτήν κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική της κοινοτικής αρχής που εκδίδει την προσβαλλόμενη πράξη, κατά τρόπο που να καθιστά δυνατό στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και στο αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκεί τον έλεγχό του. H υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως στην παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 190 της Συνθήκης πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει της διατυπώσεώς της αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 13ης Μαρτίου 1985, 296/82 και 318/82, Κάτω Ξώρες και Leeuwarder Papierwarenfabriek κατά Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 809, σκέψη 19, και της 2ας Απριλίου 1998, C-367/95 Ρ, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink's France, Συλλογή 1998, σ. Ι-1719, σκέψη 63).

88 Είναι γεγονός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει περίληψη των λόγων για τους οποίους η Επιτροπή αρνήθηκε να εφαρμόσει την εξαίρεση του άρθρου 92, παράγραφος 2, στοιχείο γγ, της Συνθήκης στα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως.

89 Επιβάλλεται πάντως να τονιστεί ότι το πλαίσιο στο οποίο ελήφθη η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν απολύτως γνωστό στη Γερμανική Κυβέρνηση και εμπίπτει σε πάγια πρακτική λήψεως αποφάσεων.

90 Συναφώς, επιβάλλεται η επισήμανση ότι, στο πλαίσιο των επαφών της με την Επιτροπή, η Γερμανική Κυβέρνηση αναφέρθηκε επανειλλημένως από το 1990 στις διατάξεις του άρθρου 92, παράγραφος 2, στοιχείο γγ, της Συνθήκης, τονίζοντας τη σημασία της διατάξεως αυτής για την ανάκαμψη της οικονομίας των νέων ομόσπονδων κρατών.

91 Οι απόψεις της Γερμανικής Κυβερνήσεως επί του ζητήματος αυτού απορρίφθηκαν με διάφορες αποφάσεις της Επιτροπής, όπως η απόφαση 94/266/ΕΚ, της 21ης Δεκεμβρίου 1993, σχετικά με την πρόταση χορήγησης ενισχύσεως προς την επιχείρηση SST-Garngesellschaft mbH, Thόringen (ΕΕ L 114, σ. 21), η απόφαση Mosel I και η απόφαση 94/1074/EK, της 5ης Δεκεμβρίου 1994, σχετικά με πρόταση των γερμανικών αρχών για τη χορήγηση ενισχύσεων στην εταιρία Textilwerke Deggendorf GmbH Thuringen (ΕΕ L 386, σ. 13).

92 Στο πλαίσιο αυτό, η προσβαλλόμενη απόφαση μπορούσε να αιτολογηθεί συνοπτικώς (αποφάσεις της 26ης Νοεμβρίου 1975, 73/74, Groupement des fabricants de papiers peints de Belgique κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1975, σ. 457, σκέψη 31, και προπαρατεθείσα απόφαση C-156/98, Γερμανία κατά Επιτροπής, σκέψη 105).

93 Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως, καίτοι συνοπτική, ήταν επαρκής.

94 Κατά συνέπεια, το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως δεν ευσταθεί.

Επί της φερόμενης αντιφατικής αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως όσον αφορά τη φύση της επενδύσεως

95 Με το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, η Γερμανική Κυβέρνηση διατείνεται ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως είναι αντιφατική. Κατά την εν λόγω κυβέρνηση, οι αποφάσεις πρέπει, κατά πάγια νομολογία, να περιέχουν σαφή, μη διφορούμενη και μη αντιφατική αιτιολογία, παρέχουσα στο δικαστήριο τη δυνατότητα να ασκεί τον έλεγχό του.

96 Κατά τη Γερμανική Κυβέρνηση, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αμφιλεγόμενη και αντιφατική, στο μέτρο που, ενώ στο μέρος ΞΙΙ των αιτιολογικών σκέψεων της προσβαλλόμενης αποφάσεως η Επιτροπή επικαλέστηκε την επέκταση του υφιστάμενου δυναμικού παραγωγής, αντιθέτως, στα σημεία ΙΙΙ, πέμπτο εδάφιο, και V των εν λόγω αιτιολογικών σκέψεων, θεώρησε ότι επρόκειτο περί ενιαίου σχεδίου, η υλοποίηση του οποίου δεν είχε ακόμη επιτευχθεί και είχε, επομένως, αναβληθεί. Δεν είναι δυνατόν η ίδια διαδικασία επενδύσεως να θεωρηθεί συγχρόνως ότι περατώθηκε και, συνεπώς, μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο επεκτάσεως και ότι δεν περατώθηκε αλλά απλώς αναβλήθηκε.

- Εκτίμηση του Δικαστηρίου

97 Συναφώς, επιβάλλεται η επισήμανση ότι δεν χωρεί αμφιβολία ότι το 1993 η Volkswagen αποφάσισε να αναβάλει την υλοποίηση μέρους του αρχικώς προβλεφθέντος επενδυτικού σχεδίου.

98 Απεναντίας, η έννοια «επέκταση της επενδύσεως» δεν παραπέμπει στο χρονοδιάγραμμα εκτελέσεως του σχεδίου, αυτό καθαυτό. Η έννοια αυτή πρέπει να συνδυάζεται με την έννοια της επενδύσεως «σε αναξιοποίητη ζώνη».

99 Από το σημείο ΞΙΙ, όγδοο εδάφιο, των αιτιολογικών σκέψεων της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει σαφώς ότι o όρος επένδυση σε αναξιοποίητη ζώνη «δεν σημαίνει απλώς ότι η επένδυση προγραμματίζεται να γίνει σε κάποια άσχετη ανεκμετάλλευτη περιοχή, αλλά ότι από την άποψη της επενδύουσας επιχείρησης πρόκειται για νέα τοποθεσία που παραμένει ακόμη αναξιοποίητη». Σύμφωνα με το ίδιο εδάφιο, «[σ]υνεπώς, η επενδύουσα επιχείρηση αντιμετωπίζει τα εξής τυπικά προβλήματα σε σχέση με την επέκταση μιας υφιστάμενης μονάδας παραγωγής: έλλειψη της κατάλληλης υποδομής, οργανωμένης υλικοτεχνικής υποστήριξης, πεπειραμένου προσωπικού ανάλογα με τις ανάγκες της επιχείρησης και έλλειψη οργανωμένου δικτύου προμηθευτών».

100 Αντιθέτως, εν προκειμένω, η Επιτροπή έλαβε υπόψη της, στο σημείο ΞΙΙ, ένατο εδάφιο, των αιτιολογικών σκέψεων της προσβαλλόμενης αποφάσεως, «το γεγονός ότι τα διάφορα τμήματα της επένδυσης στο Mosel τίθενται σε λειτουργία σε διαφορετικά χρονικά σημεία». Δεδομένου ότι στην περιοχή Mosel εγκαταστάθηκε το 1994 εργοστάσιο κατασκευής αυτοκινήτων, η Επιτροπή ορθώς συνήγαγε το συμπέρασμα ότι «η μελλοντική επένδυση για την κατασκευή μιας νέας μονάδας βαφής και τελικής συναρμολόγησης στο Mosel II δεν [αντιπροσώπευε] συνεπώς πλέον επένδυση σε αναξιοποίητη ζώνη αλλά επέκταση υφιστάμενου δυναμικού παραγωγής».

101 Κατόπιν των προεκτεθέντων, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι, εφόσον η αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως δεν είναι αντιφατική, το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως δεν ευσταθεί.

102 Επομένως, από τις σκέψεις 94 και 101 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι αυτός ο λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 92, παράγραφος 3, στοιχείο ββ, της Συνθήκης

103 Η Γερμανική Κυβέρνηση προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν εφάρμοσε το άρθρο 92, παράγραφος 3, στοιχείο γγ, της Συνθήκης ούτε αιτιολόγησε την άρνησή της να εφαρμόσει αυτή τη διάταξη, την οποία υποστηρίζει ότι επικαλέστηκε, προς διασφάλιση των δικαιωμάτων της, ως νομική βάση. Η Γερμανική Κυβέρνηση παραπέμπει στο σημείο Ξ, δεύτερο εδάφιο, των αιτιολογικών σκέψεων της προσβαλλόμενης αποφάσεως, σύμφωνα με το οποίο:

«Ασφαλώς, στην περίπτωση της Γερμανίας δεν ισχύει η παρέκκλιση του άρθρου 92, παράγραφος 3, στοιχείο ββ. Αληθεύει μεν ότι η ένωση της Γερμανίας επηρέασε αρνητικά τη γερμανική οικονομία, αυτό όμως δεν αρκεί για την εφαρμογή της διάταξης αυτής σε κάποιο πρόγραμμα ενισχύσεων. Πρόσφατα η Επιτροπή κατέληξε ότι ένα πρόγραμμα ενισχύσεων ήρε κάποια σοβαρή διαταραχή της οικονομίας ενός κράτους μέλους όταν, το 1991, ενέκρινε ενισχύσεις για ένα πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων στην Ελλάδα. Στην σχετική απόφαση η Επιτροπή επεσήμανε ότι το πρόγραμμα ιδιωτικοποίησης αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος των δεσμεύσεων που αναλήφθηκαν βάσει της απόφασης 91/306/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 4ης Μαρτίου 1991, σε σχέση με την εξυγίανση της εθνικής οικονομίας ως σύνολο. Η περίπτωση της Γερμανίας είναι σαφώς διαφορετική.»

104 Κατά τη Γερμανική Κυβέρνηση, είναι εφαρμοστέο το άρθρο 92, παράγραφος 3, στοιχείο ββ, της Συνθήκης, εφόσον ορισμένες περιοχές ενός κράτους μέλους, όπως τα νέα ομόσπονδα κράτη, βρίσκονται σε κρίσιμη οικονομική κατάσταση.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

105 Σύμφωνα με το άρθρο 92, παράγραφος 3, στοιχείο ββ, της Συνθήκης, μπορούν να θεωρηθούν συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά οι ενισχύσεις «[...] για την άρση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας κράτους μέλους».

106 Λαμβανομένων υπόψη του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται η διάταξη αυτή, της οικονομίας της καθώς και της αναγκαιότητας στενής ερμηνείας των παρεκκλίσεων από τη γενική αρχή περί ασυμβιβάστου των κρατικών ενισχύσεων με την κοινή αγορά (βλ. σκέψη 66 της παρούσας αποφάσεως), επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η διαταραχή για την οποία κάνει λόγο η διάταξη αυτή πρέπει να επηρεάζει την οικονομία κράτους μέλους και όχι μόνον την οικονομία μιας εκ των περιφερειών του ή τμήματος της επικράτειάς του.

107 Συγκεκριμένα, βάσει του άρθρου 92, παράγραφος 3, στοιχείο αα ή γγ, της Συνθήκης, οι δυνητικές ενισχύσεις προς τις μειονεκτούσες περιφέρειες κράτους μέλους θεωρούνται από την Επιτροπή ως συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά.

108 Στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως, η Γερμανική Κυβέρνηση περιορίστηκε στο να κάνει λόγο για σοβαρή διαταραχή της οικονομίας του Freistaat Sachsen και ουδόλως ισχυρίσθηκε ότι η κατάσταση αυτή είχε ως συνέπεια τη σοβαρή διαταραχή της οικονομίας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.

109 Κατά συνέπεια, το επιχείρημα της Γερμανικής Κυβερνήσεως σχετικά με την άρνηση της Επιτροπής να εφαρμόσει το άρθρο 92, παράγραφος 3, στοιχείο ββ, της Συνθήκης πρέπει να απορριφθεί.

110 Όσον αφορά την αιτίαση περί ελλείψεως αιτιολογίας της εν λόγω αρνήσεως, επιβάλλεται η διαπίστωση, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που μνημονεύεται στις σκέψεις 87 και 92 της παρούσας αποφάσεως, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, καίτοι συνοπτική επί του σημείου αυτού, είναι επαρκώς αιτιολογημένη, δεδομένου του περιεχομένου της υποθέσεως, των προγενέστερων σχετικών αποφάσεων της Επιτροπής, ιδίως της αποφάσεως Mosel I, και της ελλείψεως ειδικών επιχειρημάτων προβληθέντων κατά τη διοικητική διαδικασία.

111 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να αποριφθεί.

Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 92, παράγραφος 3, της Συνθήκης

1. Επί του πρώτου σκέλους του τετάρτου λόγου

112 Με το πρώτο σκέλος του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, η Γερμανική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι, αν υποτεθεί ότι το άρθρο 92, παράγραφος 2, στοιχείο γγ, της Συνθήκης δεν έχει εφαρμογή, η Επιτροπή θα έπρεπε, προκειμένου να αποφανθεί επί του αν μια ενίσχυση συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, να λάβει υπόψη τα στοιχεία που διέθετε κατά τον χρόνο χορηγήσεως της επίμαχης ενιχύσεως και όχι κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Κατά την ημερομηνία χορηγήσεως των επίμαχων ενισχύσεων, όμως, δεν υφίστατο υποχρέωση χωριστής κοινοποιήσεως των ενισχύσεων αυτών, καθόσον αποτελούσαν μέρος του δεκάτου ενάτου προγράμματος-πλαισίου, το οποίο εγκρίθηκε από την Επιτροπή με το από 2 Οκτωβρίου 1990 έγγραφό της προς τη Γερμανική Κυβέρνηση.

113 Συγκεκριμένα, κατά την άποψη της εν λόγω κυβερνήσεως, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, για να εκτιμηθεί αν μια ενίσχυση συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, επιβάλλεται να ληφθεί υπόψη ο χρόνος κατά τον οποίο συνήφθη η σχετική σύμβαση, εν προκειμένω δηλαδή η 22α Μαρτίου 1991. Όπως υποστηρίζει η Γερμανική Κυβέρνηση, την εποχή εκείνη το κοινοτικό πλαίσιο δεν είχε εφαρμογή στη Γερμανία, λόγω της παύσεως της διάρκειας ισχύος του και των αντιρρήσεων της Ομοσπονδιακής Κυβερνήσεως.

114 Συνεπώς, το εν λόγω κοινοτικό πλαίσιο μπορεί να θεωρηθεί ότι είχε εφαρμογή από τον Απρίλιο του 1991, δηλαδή μετά την ημερομηνία χορηγήσεως των ενισχύσεων, στις 22 Μαρτίου 1991.

115 Υπό τις συνθήκες αυτές, οι επίμαχες ενισχύσεις έπρεπε να θεωρηθούν ως εμπίπτουσες σε σύστημα ενισχύσεων για το οποίο η Επιτροπή χορήγησε γενική έγκριση.

116 Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι τα επιχειρήματα της Γερμανικής Κυβερνήσεως είναι εσφαλμένα. Υποστηρίζει, κατ' ουσίαν, ότι, πρώτον, κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως, δηλαδή στις 26 Ιουνίου 1996, δεν υπεχρεούτο να στηριχθεί στην πραγματική και νομική κατάσταση του Μαρτίου του 1991. Δεύτερον, ακόμη και αν έπρεπε να στηριχθεί στην πραγματική και νομική κατάσταση του Μαρτίου του 1991, οι επίμαχες ενισχύσεις έπρεπε, ούτως ή άλλως, να της κοινοποιηθούν και να ελεχθούν απ' αυτή χωρίς περιορισμούς. Τέλος, αν υποτεθεί ότι η Επιτροπή έπρεπε να βασιστεί σε ημερομηνία κατά την οποία η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν είχε ακόμη συναινέσει στην εφαρμογή του κοινοτικού πλαισίου στον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας, αυτό δεν εμπόδισε την Επιτροπή να εφαρμόσει τις εν λόγω διατάξεις.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

117 Τα επιχειρήματα της Γερμανικής Κυβερνήσεως στηρίζονται στο σκεπτικό ότι, λαμβανομένου υπόψη ότι το κοινοτικό πλαίσιο δεν είχε εφαρμογή μεταξύ Ιανουαρίου και Μαρτίου 1991, ήταν απαραίτητη η έγκριση των επίδικων ενισχύσεων, οι οποίες ενέπιπταν σε σύστημα περιφερειακών ενισχύσεων προβλεπόμενο από το δέκατο ένατο πρόγραμμα-πλαίσιο.

118 Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

119 Συγκεκριμένα, όπως σαφώς προκύπτει από τις σκέψεις 8 και 12 της παρούσας αποφάσεως, η Γερμανική Κυβέρνηση έλαβε υπόψη ότι η έγκριση των περιφερειακών ενισχύσεων τις οποίες αφορά το δέκατο ένατο πρόγραμμα-πλαίσιο δεν κάλυπτε τους προαναφερθέντες τομείς, ιδίως τον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας, δεδομένου ότι το κόστος της χρηματοδοτούμενης πράξεως υπερέβαινε τα 12 εκατομμύρια ECU.

120 Αυτό εξάλλου είχε αντιληφθεί και η Γερμανική Κυβέρνηση, όπως προκύπτει από την παράθεση του δεκάτου ενάτου προγράμματος-πλαισίου στη σκέψη 8 της παρούσας αποφάσεως.

121 Κατά συνέπεια, λαμβανομένου υπόψη ότι η έγκριση δεν καλύπτει τις ενισχύσεις στον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας, οι επίμαχες ενισχύσεις έπρεπε να είχαν κοινοποιηθεί, είτε βάσει των διατάξεων του κοινοτικού πλαισίου, είτε, αν υποτεθεί ότι αυτό δεν είχε εφαρμογή, βάσει του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης.

122 Υπό τις συνθήκες αυτές και λαμβανομένου υπόψη ότι το ζήτημα περί της εφαρμογής του κοινοτικού πλαισίου μεταξύ Ιανουαρίου και Απριλίου 1991 δεν ασκεί επιρροή, το πρώτο σκέλος αυτού του λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

2. Επί του δευτέρου σκέλους του τετάρτου λόγου

123 Με το δεύτερο σκέλος του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, η Γερμανική Κυβέρνηση προσάπτει στην Επιτροπή ότι, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 92, παράγραφος 3, στοιχείο γγ, της Συνθήκης, προέβη σε ανάλυση των δαπανών και των κερδών του σχεδίου, σύμφωνα με την οποία το σχέδιο για τις εγκαταστάσεις Mosel II και Chemnitz II δεν μπορούσε πλέον να θεωρηθεί ως νέα επένδυση (επένδυση σε αναξιοποίητη ζώνη), αλλά ως επένδυση επεκτάσεως, παρά το γεγονός ότι επί σειρά ετών του εδίδετο διαφορετικός χαρακτηρισμός.

124 Έτσι, όσον αφορά την προθεσμία εκτιμήσεως των μειονεκτημάτων για τη Volkswagen, από τα αποτελέσματα της αναλύσεως αυτής προκύπτουν λιγότερο ευνοϋκά στοιχεία καθώς και μειωμένος βαθμός συμβατότητας των ενισχύσεων με την κοινή αγορά. Κατά τη Γερμανική Κυβέρνηση πάντως, δεν χωρεί αμφιβολία ότι τα σχέδια Mosel II και Chemnitz II αποτελούν νέες επενδύσεις σε αναξιοποίητη ζώνη και ότι, αν τους είχε δοθεί αυτός ο χαρακτηρισμός, όλες οι επίμαχες επιδοτήσεις επενδύσεων θα είχαν κηρυχθεί συμβατές με την κοινή αγορά.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

125 Όσον αφορά τον υπολογισμό των εξόδων εκμεταλλεύσεως, η Επιτροπή διέκρινε μεταξύ των αποκαλούμενων επενδύσεων «σε αναξιοποίητη ζώνη», των οποίων τα πρόσθετα έξοδα λαμβάνει υπόψη για περίοδο πέντε ετών, και τις λεγόμενες επενδύσεις «επεκτάσεως», των οποίων τα πρόσθετα έξοδα λαμβάνει υπόψη μόνο για τρία έτη.

126 Σύμφωνα με το σημείο ΞΙΙ, όγδοο εδάφιο, των αιτιολογικών σκέψεων της προσβαλλόμενης αποφάσεως, «[ο] όρος επένδυση σε αναξιοποίητη ζώνη [...] δεν σημαίνει απλώς ότι η επένδυση προγραμματίζεται να γίνει σε κάποια άσχετη ανεκμετάλλευτη περιοχή, αλλά ότι από την άποψη της επενδύουσας επιχείρησης πρόκειται για νέα τοποθεσία που παραμένει ακόμη αναξιοποίητη. Συνεπώς, η επενδύουσα επιχείρηση αντιμετωπίζει τα εξής τυπικά προβλήματα σε σχέση με την επέκταση μιας υφιστάμενης μονάδας παραγωγής: έλλειψη της κατάλληλης υποδομής, οργανωμένης υλικοτεχνικής υποστήριξης, πεπειραμένου προσωπικού ανάλογα με τις ανάγκες της επιχείρησης και έλλειψη οργανωμένου δικτύου προμηθευτών. Ωστόσο, εάν οι υπηρεσίες αυτές μπορούν να καλυφθούν από κοντινό εργοστάσιο του ιδίου ομίλου, η επένδυση χαρακτηρίζεται ως επέκταση ακόμη και όταν βρίσκεται σε αναξιοποίητη ζώνη. Το κοινοτικό αυτό κριτήριο διαφέρει από το κριτήριο των νέων επενδύσεων όπως ενδεχομένως ορίζεται στις εθνικές νομοθεσίες. Επειδή η περίπτωση της επένδυσης σε αναξιοποίητη ζώνη παρουσιάζει περισσότερες δυσκολίες και απαιτεί μεγαλύτερο χρονικό διάστημα μέχρι να αξιοποιήσει πλήρως το δυναμικό της και να καταστεί βιώσιμη, ο υπολογισμός των μειονεκτημάτων κόστους λειτουργίας δικαιολογείται για μεγαλύτερη περίοδο. [...]»

127 Εν προκειμένω, η Επιτροπή θεώρησε ότι τα συνεργεία αμαξωμάτων και κυρτώσεως μετάλλων του Mosel II αποτελούσαν επενδύσεις σε αναξιοποίητη ζώνη. Κατά συνέπεια, στην ανάλυση δαπανών/κερδών στην οποία προέβη έλαβε υπόψη τα έξοδα εκμεταλλεύσεώς τους για πέντε έτη, ήτοι από το 1993 έως το 1997 (συνεργείο αμαξωμάτων) και από το 1994 έως το 1998 (συνεργείο κυρτώσεως μετάλλων). Απεναντίας, τα συνεργεία βαφής και τελικής συναρμολογήσεως του Mosel II και του Chemnitz II χαρακτηρίστηκαν ως επενδύσεις επεκτάσεως, οπότε τα έξοδα εκμεταλλεύσεώς τους ελήφθησαν υπόψη για τρία έτη, από το 1997 έως το 1999.

128 Συγκεκριμένα, το σημείο ΞΙΙ, ένατο και δέκατο εδάφιο, των αιτιολογικών σκέψεων της προσβαλλόμενης αποφάσεως αναφέρει τα εξής:

«Στην προκειμένη υπόθεση, η Επιτροπή έπρεπε να λάβει υπόψη της το γεγονός ότι τα διάφορα τμήματα της επένδυσης στο Mosel τίθενται σε λειτουργία σε διαφορετικά χρονικά σημεία. Ως εκ τούτου, τα προβλήματα ενάρξεως που συνδέονται με τις επιμέρους επενδύσεις θα εμφανιστούν επίσης σε διαφορετικά χρονικά σημεία. Επιπλέον, η Επιτροπή έλαβε υπόψη της το γεγονός ότι η καθυστέρηση της εφαρμογής του επενδυτικού σχεδίου έχει επίσης αλλάξει και τον χαρακτήρα του. Με την εγκατάσταση των μονάδων κυρτώσεως μετάλλων και αμαξωμάτων και τη σύνδεσή τους με τις εκσυγχρονισμένες μονάδες βαφής και τελικής συναρμολόγησης του παλαιού εργοστασίου Mosel I, δημιουργήθηκε στο Mosel ήδη από το 1994 ένα πλήρως λειτουργικό εργοστάσιο παραγωγής αυτοκινήτων. Αυτό καθίσταται σαφές και από την αποδοτικότητα των επιχειρήσεων της VW στη Σαξονία από το 1994 και μετά.

Η μελλοντική επένδυση για την κατασκευή μιας νέας μονάδας βαφής και τελικής συναρμολόγησης στο Mosel II δεν αντιπροσωπεύει συνεπώς πλέον επένδυση σε αναξιοποίητη ζώνη αλλά επέκταση υφιστάμενου δυναμικού παραγωγής. Καθώς ήδη υπάρχει ένα δίκτυο προμηθευτών (βλέπε παραπάνω) και η απαιτούμενη υποδομή και λόγω του ότι το μεγαλύτερο μέρος του προσωπικού θα προέλθει από το Mosel I, τα τυπικά μειονεκτήματα που συνδέονται με επενδύσεις σε αναξιοποίητη ζώνη θα είναι πολύ μικρότερα. Αυτό ισχύει και για το εργοστάσιο παραγωγής κινητήρων Chemnitz II. Όπως και σε άλλες περιπτώσεις επέκτασης του δυναμικού παραγωγής, ο κανονικός ρυθμός παραγωγής στα εργοστάσια αυτά επιτυγχάνεται πολύ γρήγορα. Παρότι οι γερμανικές αρχές και η VW είχαν προτείνει αρχικά να γίνει ανάλυση της περιόδου 1998-2002 για όλα τα επενδυτικά σχέδια στο Mosel και το Chemnitz, η Επιτροπή ανάλυσε τα μειονεκτήματα λειτουργίας επί μια πενταετία για τα προτεινόμενα επενδυτικά σχέδια σε αναξιοποίητες περιοχές δηλαδή για την περίοδο 1993-1997 (μονάδα αμαξωμάτων) και 1994-1998 (μονάδα κυρτώσεως μετάλλων) και επί μια τριετία για τα επενδυτικά σχέδια επέκτασης δηλαδή 1997-1999 (βαφείο, μονάδα τελικής συναρμολόγησης, Chemnitz II). Λήφθηκε επίσης υπόψη το γεγονός ότι οι μονάδες κυρτώσεως μετάλλων και αμαξωμάτων θα επεκταθούν κατά το χρονικό διάστημα από 432 αυτοκίνητα ανά ημέρα σε 750 αυτοκίνητα ανά ημέρα προκειμένου να καλύψουν πλήρως τις ανάγκες των νέων μονάδων βαφής και τελικής συναρμολόγησης του Mosel II. Ως εκ τούτου, στην ανάλυση λήφθηκαν υπόψη και τα πρόσθετα μειονεκτήματα λειτουργίας για την περίοδο αυτή (1997-1999) που μπορούν να αποδοθούν στην εν λόγω επέκταση του δυναμικού παραγωγής.»

129 Συναφώς, η Επιτροπή, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 92, παράγραφος 3, της Συνθήκης, έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια (βλ., μεταξύ άλλων, την απόφαση της 15ης Ιουνίου 1993, C-225/91, Matra κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. Ι-3203, σκέψεις 23 έως 25), οπότε, όσον αφορά το αν τα συνεργεία βαφής και τελικής συναρμολογήσεως του Mosel II και του Chemnitz II πρέπει να χαρακτηριστούν ως επενδύσεις σε αναξιοποίητη ζώνη ή επενδύσεις επεκτάσεως, ο έλεγχος του Δικαστηρίου περιορίζεται στην επαλήθευση της ακρίβειας των πραγματικών περιστατικών τα οποία δέχθηκε προκειμένου να προβεί στον αμφισβητούμενο χαρακτηρισμό και στην εξακρίβωση της ελλείψεως προδήλου σφάλματος εκτιμήσεως.

130 Επιβάλλεται, συναφώς, η διαπίστωση ότι οι έννοιες της επενδύσεως σε αναξιοποίητη ζώνη και της επενδύσεως επεκτάσεως χρήζουν κοινοτικής ερμηνείας, διότι, σε αντίθετη περίπτωση, το περιεχόμενο και η έκταση των εννοιών αυτών θα αποτελούσαν συνάρτηση των εφαρμοστέων εθνικών διατάξεων, με συνέπεια να θίγεται η ενιαία εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου.

131 Η θεώρηση της Επιτροπής ότι η σπουδαιότητα των μειονεκτημάτων που αφορούν τα έξοδα εκμεταλλεύσεως και που μπορούν να ληφθούν υπόψη εξαρτάται από το αν η υποδομή πρέπει να συμπληρωθεί (κατά την Επιτροπή, τούτο συμβαίνει όταν υπάρχει έλλειψη της κατάλληλης υποδομής, οργανωμένης υλικοτεχνικής υποστηρίξεως, προσωπικού ικανού να ανταπεξέλθει στις συγκεκριμένες ανάγκες της επιχειρήσεως και έλλειψη οργανωμένου δικτύου προμηθευτών) ή είναι ήδη πλήρης δεν είναι προδήλως εσφαλμένη και ανταποκρίνεται στην απαίτηση περί στενής ερμηνείας των παρεκκλίσεων από τη γενική αρχή περί ασυμβιβάστου των κρατικών ενισχύσεων με την κοινή αγορά, την οποία προβλέπει το άρθρο 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης (βλ. σκέψη 66 της παρούσας αποφάσεως).

132 Συναφώς, η Επιτροπή θεώρησε ορθώς και χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως ότι τα συνεργεία βαφής και τελικής συναρμολογήσεως του Mosel II και του Chemnitz II δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως επενδύσεις σε αναξιοποίητη ζώνη, καθόσον το αργότερο από το 1994 βρισκόταν σε πλήρη λειτουργία μονάδα παραγωγής αυτοκινήτων αποτελούμενη από τα συνεργεία βαφής και τελικής συναρμολογήσεως του Mosel II και του Chemnitz I, καθώς και από τα συνεργεία αμαξωμάτων και κυρτώσεως μετάλλων του Mosel II και του Chemnitz II. Από τη δικογραφία προκύπτει, ειδικότερα, ότι από το 1994 η Volkswagen διέθετε στον χώρο αυτό κατάλληλη υποδομή, οργανωμένη υλικοτεχνική υποστήριξη, προσωπικό ικανό να ανταπεξέλθει στις ανάγκες της και οργανωμένο δίκτυο προμηθευτών, οπότε η πραγματοποιηθείσα επένδυση μπορούσε να θεωρηθεί ως επένδυση επεκτάσεως, κατά την έννοια της προσβαλλόμενης αποφάσεως.

133 Κατά συνέπεια, το δεύτερο σκέλος του τετάρτου λόγου ακυρώσεως δεν ευσταθεί.

134 Επομένως, από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι αυτός ο λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από την ακατάληπτη και ανακριβή ανάλυση των δαπανών και των κερδών στην οποία προέβη η Επιτροπή

135 Με τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως, η Γερμανική Κυβέρνηση προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη την αρχική πραγματική κατάσταση των επενδύσεων στις εγκαταστάσεις Mosel II και Chemnitz IΙ και ότι προέβη σε ανεπαρκείς διαπιστώσεις όσον αφορά τη νέα αυτή επένδυση.

136 Η παρατήρηση αυτή αφορούσε ιδίως τη διαπίστωση στην οποία προέβη η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση όσον αφορά το ότι στην περιοχή Mosel λειτουργούσε αποδοτικώς εργοστάσιο από το 1994. Η διαπίστωση αυτή δεν λαμβάνει υπόψη τα μέτρα αναδιαρθρώσεως που ελήφθησαν στις εγκαταστάσεις Mosel I και Chemnitz Ι μετά τη σύναψη καταρχήν συμφωνίας με την ΤΗΑ τον Οκτώβριο του 1990, τα οποία είχαν χαρακτήρα ενδιάμεσων μέτρων, σκοπούντων στην απασχόληση του προσωπικού μέχρι την οικοδόμηση του Mosel II και του Chemnitz II. Όσον αφορά τη φερόμενη αποδοτικότητα του Mosel I και του Chemnitz I, η Επιτροπή παρανόησε τις μεθόδους υπολογισμού που χρησιμοποιούν οι υπηρεσίες τoυ ομίλου Volkswagen. Ομοίως, η VW εξακολούθησε να εμμένει, έναντι της Επιτροπής, όσον αφορά τη δέσμευσή της στη Σαξονία, στην αναγκαιότητα εκτιμήσεως του σχεδίου επενδύσεως συνολικώς και όχι τμηματικώς. Συναφώς, η Γερμανική Κυβέρνηση παραπέμπει στις παρατηρήσεις που υπέβαλαν η Volkswagen, η VW Sachsen και το Freistaat Sachsen με τα υπομνήματα που κατέθεσαν ενώπιον του Πρωτοδικείου στο πλαίσιο των υποθέσεων Τ-132/96 και Τ-143/96.

137 Kατά την Επιτροπή, αυτός ο λόγος ακυρώσεως που προβάλλει η Γερμανική Κυβέρνηση, ότι δηλαδή η ανάλυση στην οποία προέβη με την προσβαλλόμενη απόφαση είναι ακατάληπτη, δεν είναι αιτιολογημένος και, επομένως, δεν ασκεί νομική επιρροή.

138 Εντούτοις, η Επιτροπή ισχυρίζεται, επί της ουσίας, ότι η Γερμανική Κυβέρνηση συνέβαλε ενεργά στη διεξαγωγή της διοικητικής διαδικασίας. Επίσης, τα διαδοχικά σχέδια αναλύσεως των δαπανών και των κερδών που πραγματοποίησε η Επιτροπή από το 1992 διαβιβάσθηκαν στην εν λόγω κυβέρνηση και σχολιάστηκαν σημείο προς σημείο με τους εκπροσώπους της.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

139 Ξωρίς να είναι αναγκαία η εξέταση του ζητήματος του παραδεκτού αυτού του λόγου ακυρώσεως, πρέπει να επισημανθεί, όσον αφορά, πρώτον, την αιτίαση περί της φερόμενης ελλείψεως αιτιολογίας στο πλαίσιο της αξιολογήσεως της αναλύσεως των δαπανών και των κερδών που πραγματοποιήθηκαν, ότι η Γερμανική Κυβέρνηση συνέβαλε ενεργά στη διαδικασία καταρτίσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως και γνώριζε, επομένως, τον λόγο για τον οποίο η Επιτροπή θεωρούσε ότι δεν μπορούσε να δεχθεί την ανάλυση των πραγματοποιηθέντων δαπανών και κερδών στην οποία προέβη η Volkswagen (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 11ης Ιανουαρίου 1973, 13/72, Κάτω Ξώρες κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 349, σκέψη 12).

140 Επιβάλλεται επίσης η υπενθύμιση ότι, κατά την αιτιολόγηση αποφάσεως, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να απαντά σε καθένα από τα πραγματικά και νομικά ζητήματα τα οποία εγείρουν οι ενδιαφερόμενοι, εφόσον έλαβε υπόψη όλες τις περιστάσεις και τα στοιχεία που είναι κρίσιμα στην προκείμενη υπόθεση (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 1995, C-360/92, Publishers Association κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. I-23, σκέψη 39, και της 24ης Οκτωβρίου 1996, C-329/93, C-62/95 και C-63/95, Γερμανία κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. I-5151, σκέψη 32).

141 Εν προκειμένω, από τη δικογραφία προκύπτει, ειδικότερα, ότι η Γερμανική Κυβέρνηση δεν αμφισβήτησε το ότι τα διαδοχικά σχέδια αναλύσεως των δαπανών και των κερδών που πραγματοποίησε η Επιτροπή από το 1992 της διαβιβάσθηκαν και σχολιάστηκαν σημείο προς σημείο με τους εκπροσώπους της, ιδίως κατά τις συνεδριάσεις της 11ης Απριλίου και της 29ης Μαου 1996. Επίσης, αφενός, η τελική ανάλυση των δαπανών και των κερδών στην οποία στηρίχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση επαναλαμβάνει, κατ' ουσίαν, την ανάλυση που περιέχουν τα σχέδια που εξετάστηκαν στο πλαίσιο των εν λόγω συνεδριάσεων και, αφετέρου, τα σημεία στα οποία η προσβαλλόμενη απόφαση διαφέρει από τα σχέδια που συζητήθηκαν κατά τις εν λόγω συνεδριάσεις περιέχουν ευνοϋκές ρυθμίσεις για τη Volkswagen και τη VW Sachsen.

142 Υπό τις συνθήκες αυτές, η αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως πρέπει να κριθεί επαρκής, λαμβανομένου υπόψη ότι, επί του σημείου αυτού, δεν ασκεί επιροοή το ότι η εν λόγω απόφαση δεν επαναλαμβάνει όλα τα στοιχεία της αναλύσεως των δαπανών και των κερδών καθώς και το ότι η ανάλυση αυτή δεν προσαρτήθηκε στην εν λόγω απόφαση για προφανείς λόγους απορρήτου.

143 Όσον αφορά, δεύτερον, την αιτίαση ότι βρισκόταν σε λειτουργία εργοστάσιο από το 1994, από τη δικογραφία προκύπτει ότι, το αργότερο από το 1994, λειτουργούσε μονάδα παραγωγής αυτοκινήτων αποτελούμενη από τα συνεργεία βαφής και τελικής συναρμολογήσεως του Mosel I, καθώς και από τα συνεργεία αμαξωμάτων και κυρτώσεως μετάλλων του Mosel II και του Chemnitz IΙ. Συνεπώς, από την ημερομηνία αυτή, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της Γερμανικής Κυβερνήσεως, η Volkswagen και η VW Sachsen μπορούσαν αναμφισβήτητα να αρχίσουν την παραγωγή αυτοκινήτων.

144 Όσον αφορά, τρίτον, το ζήτημα της φερόμενης μη αποδοτικότητας των εγκαταστάσεων Mosel I και Chemnitz Ι, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Γερμανική Κυβέρνηση δεν προσκόμισε, ούτε συνοπτικώς, στοιχεία ικανά να στηρίξουν αυτόν τον ισχυρισμό.

145 Όσον αφορά, τέλος, την ανάγκη να εκτιμηθεί το σχέδιο επενδύσεως συνολικώς και όχι τμηματικώς, όπως το εκτίμησε η Επιτροπή, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα διάφορα εργοστάσια τέθηκαν σε λειτουργία σταδιακώς, οπότε κάθε μονάδα έπρεπε να εκτιμηθεί χωριστά, ώστε να ληφθεί υπόψη η κατάσταση της εγκαταστάσεως κατά τον χρόνο θέσεώς της σε λειτουργία. Η χωριστή αυτή εκτίμηση επιβαλλόταν δεδομένης της διακρίσεως που επιχείρησε η Επιτροπή μεταξύ των επενδύσεων σε αναξιοποίητη ζώνη και των επενδύσεων επεκτάσεως, διάκριση που είχε ως αναγκαστική συνέπεια τη διαφοροποίηση της εντάσεως των εγκριθεισών ενισχύσεων.

146 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

147 Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, επιβάλλεται η απόρριψη της προσφυγής.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

148 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στα δικαστικά έξοδα και η τελευταία ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα. Σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 4, του ίδιου κανονισμού, το Ηνωμένο Βασίλειο φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

αποφασίζει:

1) Απορρίπτει την προσφυγή.

2) Καταδικάζει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στα δικαστικά έξοδα.

3) Το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Top