Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61996CJ0213

    Απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Απριλίου 1998.
    Outokumpu Oy.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Uudenmaan lääninoikeus - Φινλανδία.
    Φόρος επί των προϊόντων, πλήττων το ηλεκτρικό ρεύμα - Διαφορετικός συντελεστής ανάλογα με τον τρόπο παραγωγής του εγχωρίως παραγομένου ρεύματος - Ενιαίος συντελεστής φόρου για το εισαγόμενο ρεύμα.
    Υπόθεση C-213/96.

    Συλλογή της Νομολογίας 1998 I-01777

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1998:155

    61996J0213

    Απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Απριλίου 1998. - Outokumpu Oy. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Uudenmaan Lääninoikeus - Φινλανδία. - Φόρος επί των προϊόντων, πλήττων το ηλεκτρικό ρεύμα - Διαφορετικός συντελεστής ανάλογα με τον τρόπο παραγωγής του εγχωρίως παραγομένου ρεύματος - Ενιαίος συντελεστής φόρου για το εισαγόμενο ρεύμα. - Υπόθεση C-213/96.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1998 σελίδα I-01777


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Σκεπτικό της απόφασης
    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    1 Φορολογικές διατάξεις - Εσωτερικοί φόροι - Φόρος επί των προϋόντων πλήττων το ηλεκτρικό ρεύμα - Φορολογικό σύστημα προβλέπον διαφόρους συντελεστές ανάλογα με τον τρόπο παραγωγής για το εγχωρίως παραγόμενο ρεύμα και ενιαίο συντελεστή για το εισαγόμενο ρεύμα - Ξαρακτηρισμός ως εσωτερικού φόρου, αποκλειομένου εκείνου της φορολογικής επιβαρύνσεως ισοδυνάμου αποτελέσματος

    (Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 9, 12 και 95)

    2 Φορολογικές διατάξεις - Εσωτερικοί φόροι - Σύστημα διαφοροποιημένης φορολογίας - Επιτρέπεται - Προϋποθέσεις - Σύστημα διαφοροποιημένης φορολογίας πλήττον το ηλεκτρικό ρεύμα - Συντελεστής ο οποίος διαφέρει ανάλογα με τον τρόπο παραγωγής - Διαφοροποίηση που στηρίζεται σε λόγους προστασίας του περιβάλλοντος - Επιτρέπεται

    (Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 95)

    3 Φορολογικές διατάξεις - Εσωτερικοί φόροι - Φόρος επί των προϋόντων πλήττων το ηλεκτρικό ρεύμα - Φορολογικό σύστημα προβλέπον διαφόρους συντελεστές ανάλογα με τον τρόπο παραγωγής για το εγχωρίως παραγόμενο ρεύμα και ενιαίο συντελεστή για το εισαγόμενο ρεύμα - Δεν επιτρέπεται

    (Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 95)

    Περίληψη


    4 Φόρος επί των προϋόντων πλήττων το μεν εγχωρίως παραγόμενο ηλεκτρικό ρεύμα με διαφορετικούς συντελεστές σε συνάρτηση με τον τρόπο παραγωγής του, το δε εισαγόμενο με ενιαίο συντελεστή, ο οποίος είναι μεγαλύτερος από τον χαμηλότερο προβλεπόμενο συντελεστή του φόρου που επιβάλλεται επί του εγχωρίως παραγομένου ρεύματος, αλλά μικρότερος από τον αντίστοιχο υψηλότερο συντελεστή, αποτελεί εσωτερικό φόρο κατά την έννοια του άρθρου 95 της Συνθήκης και όχι επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος προς δασμό κατά την έννοια των άρθρων 9 και 12, εφόσον, αφενός, αποτελεί τμήμα ενός γενικού συστήματος φορολογίας πλήττοντος όχι μόνο την ηλεκτρική ενέργεια αυτή καθαυτή, αλλά και πολλές άλλες πηγές πρωτογενούς ενεργείας, και, αφετέρου, τόσο το εισαγόμενο όσο και το εγχωρίως παραγόμενο ηλεκτρικό ρεύμα υπάγονται στο ίδιο φορολογικό σύστημα και ο φόρος εισπράττεται από την ίδια δημόσια αρχή και με την ίδια διαδικασία, ανεξάρτητα από την προέλευση του ηλεκτρικού ρεύματος.

    Καμία σημασία δεν έχει για τον χαρακτηρισμό του φόρου αυτού το γεγονός ότι το εισαγόμενο ηλεκτρικό ρεύμα φορολογείται κατά την εισαγωγή, ενώ το εγχωρίως παραγόμενο κατά τη στιγμή της παραγωγής, διότι, λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών του ηλεκτρισμού, τα δύο αυτά χρονικά σημεία αντιστοιχούν στο ίδιο στάδιο εμπορίας, το οποίο είναι αυτό της αφίξεως του ηλεκτρικού ρεύματος στο εθνικό δίκτυο διανομής.

    5 Το κοινοτικό δίκαιο, στο παρόν στάδιο εξελίξεώς του, δεν περιορίζει την ελευθερία των κρατών μελών να θεσπίζουν σύστημα διαφοροποιημένης φορολογίας για ορισμένα προϋόντα, έστω και ομοειδή κατά την έννοια του άρθρου 95, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης, βάσει αντικειμενικών κριτηρίων όπως είναι η φύση των χρησιμοποιούμενων πρώτων υλών ή οι εφαρμοζόμενες μέθοδοι παραγωγής. Τέτοιου είδους διαφοροποιήσεις συμβιβάζονται ωστόσο με το κοινοτικό δίκαιο μόνον αν επιδιώκουν σκοπούς οικονομικής πολιτικής που και αυτοί συμβιβάζονται με τις επιταγές της Συνθήκης και του παραγώγου δικαίου και αν ο τρόπος εφαρμογής τους είναι τέτοιος ώστε να αποφεύγεται κάθε μορφή διακρίσεως, άμεσης ή έμμεσης, έναντι των εισαγωγών από άλλα κράτη μέλη, ή προστασίας ανταγωνιστικής εγχώριας παραγωγής.

    Επομένως, το άρθρο 95 της Συνθήκης δεν εμποδίζει τη δυνατότητα διαφοροποιήσεως του συντελεστή ενός εσωτερικού φόρου πλήττοντος το ηλεκτρικό ρεύμα σε συνάρτηση με τον τρόπο παραγωγής του και με τις χρησιμοποιούμενες για την παραγωγή αυτή πρώτες ύλες, εφόσον η διαφοροποίηση αυτή στηρίζεται σε λόγους περιβαλλοντικής φύσεως. Πράγματι, η προστασία του περιβάλλοντος αποτελεί έναν από τους ουσιώδεις σκοπούς της Κοινότητας, η οποία έχει, μεταξύ άλλων, ως αποστολή να προάγει μια διαρκή, μη πληθωριστική και σεβόμενη το περιβάλλον ανάπτυξη, οι δε δραστηριότητές της περιλαμβάνουν πολιτική στον τομέα του περιβάλλοντος. Επιπλέον, η συμβατότητα ιδίως των μεθόδων παραγωγής της ηλεκτρικής ενεργείας με το περιβάλλον αποτελεί σημαντικό σκοπό της ενεργειακής πολιτικής της Κοινότητας.

    6 Το άρθρο 95, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης δεν επιτρέπει φόρος επί των προϋόντων, υπαγόμενος σ' ένα εθνικό σύστημα φορολογήσεως των ενεργειακών πηγών, να πλήττει το εγχωρίως παραγόμενο ηλεκτρικό ρεύμα με διαφορετικούς συντελεστές ανάλογα με τον τρόπο παραγωγής του, ενώ πλήττει το εισαγόμενο ανεξαρτήτως του τρόπου παραγωγής του με ενιαίο συντελεστή, ο οποίος, έστω και αν είναι μικρότερος από τον υψηλότερο συντελεστή που ισχύει για το εγχωρίως παραγόμενο ηλεκτρικό ρεύμα, οδηγεί, έστω και σε ορισμένες μόνον περιπτώσεις, σε μεγαλύτερη επιβάρυνση του εισαγομένου ρεύματος.

    Πράγματι, αποτελεί παράβαση του άρθρου 95 της Συνθήκης η θέσπιση φορολογικού συστήματος κατά το οποίο ο φόρος που επιβάλλεται στο εισαγόμενο προϋόν και αυτός που πλήττει το ομοειδές εγχώριο προϋόν υπολογίζονται κατά διαφορετικό τρόπο και σύμφωνα με διαφορετικές μεθόδους, καταλήγοντας, έστω και σε ορισμένες μόνον περιπτώσεις, σε μεγαλύτερη επιβάρυνση του εισαγομένου προϋόντος.

    Το γεγονός ότι, λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του ηλεκτρικού ρεύματος, μπορεί να είναι εξαιρετικά δυσχερής ο ακριβής προσδιορισμός του τρόπου παραγωγής του εισαγομένου ρεύματος και, επομένως, των πρωτογενών πηγών ενεργείας που χρησιμοποιήθηκαν για την παραγωγή του δεν μπορεί να δικαιολογήσει ένα τέτοιο σύστημα, καθόσον δυσχέρειες πρακτικής φύσεως δεν μπορούν να δικαιολογούν τη θέσπιση εσωτερικών επιβαρύνσεων που εισάγουν δυσμενείς διακρίσεις έναντι προϋόντων προερχομένων από άλλα κράτη μέλη. Ακόμα και αν το άρθρο 95 της Συνθήκης δεν υποχρεώνει, καταρχήν, τα κράτη μέλη να καταργήσουν τις αντικειμενικά δικαιολογημένες διαφορές τις οποίες προβλέπει η εσωτερική νομοθεσία μεταξύ των εθνικών φόρων που πλήττουν τα εγχώρια προϋόντα, τούτο δεν ισχύει όταν η κατάργηση αυτή είναι ο μόνος τρόπος για την αποφυγή άμεσων ή έμμεσων δυσμενών διακρίσεων σε βάρος των εισαγόμενων προϋόντων.

    Διάδικοι


    Στην υπόθεση C-213/96,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Uudenmaan lδδninoikeus (Φινλανδία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο διαδικασίας που κίνησε η εταιρία

    Outokumpu Oy,

    η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 9, 12 και 95 της Συνθήκης ΕΚ,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

    συγκείμενο από τους G. C. Rodrνguez Iglesias, Πρόεδρο, C. Gulmann, H. Ragnemalm και R. Schintgen (εισηγητή), προέδρους τμήματος, G. F. Mancini, J. C. Moitinho de Almeida, P. J. G. Kapteyn, J. L. Murray, D. A. O. Edward, J.-P. Puissochet, G. Hirsch, P. Jann και L. Sevσn, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: F. G. Jacobs

    γραμματέας: H. von Holstein, βοηθός γραμματέας,

    λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

    - η Outokumpu Oy, εκπροσωπούμενη από τον Arto Kukkonen, δικηγόρο στο Ελσίνκι,

    - η Φινλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Holger Rotkirch, πρέσβη, προϋστάμενο της υπηρεσίας νομικών υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών,

    - η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την Catherine de Salins, υποδιευθύντρια στη διεύθυνση νομικών υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών, και τον Jean-Marc Belorgey, chargι de mission στην ίδια διεύθυνση,

    - η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους Allan Rosas, κύριο νομικό σύμβουλο, και Enrico Traversa, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας,

    έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

    αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Outokumpu Oy, της Φινλανδικής Κυβερνήσεως και της Επιτροπής, κατά τη συνεδρίαση της 24ης Ιουνίου 1997,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 13ης Νοεμβρίου 1997,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    Σκεπτικό της απόφασης


    1 Με διάταξη της 30ής Μαου 1996, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 25 Ιουνίου 1996, το Uudenmaan lδδninoikeus υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, ορισμένα προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία των άρθρων 9, 12 και 95 της Συνθήκης αυτής.

    2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαδικασίας που κίνησε η εταιρία Outokumpu Oy (στο εξής: Outokumpu), μητρική εταιρία του φινλανδικού ομίλου Outokumpu, κατά της αποφάσεως του piiritullikamari (περιφερειακού τελωνείου) του Ελσίνκι, με την οποία το τελωνείο αυτό επέβαλε φόρο επί των εκ μέρους της Outokumpu εισαγωγών ηλεκτρικού ρεύματος από τη Σουηδία τον Σεπτέμβριο του 1995.

    3 Στη Φινλανδία, το άρθρο 1 του Erδiden energialδhteiden valmisteverosta annettu laki (νόμου 1473/94 της 29ης Δεκεμβρίου 1994, περί επιβολής ειδικού φόρου καταναλώσεως επί ορισμένων ενεργειακών πηγών), ορίζει ότι ο λιθάνθρακας, η χρησιμοποιούμενη ως καύσιμο τύρφη, το φυσικό αέριο, το ηλεκτρικό ρεύμα και το ταλλέλαιο (ρευστή ρητίνη) επιβαρύνονται με βασικό και πρόσθετο φόρο εισπραττόμενο υπέρ του Δημοσίου. Κατά το άρθρο 2, σημείο 4, του νόμου 1473/94, ως «ηλεκτρικό ρεύμα» νοείται η ηλεκτρική ενέργεια περί της οποίας γίνεται λόγος στη δασμολογική κλάση 2716.

    4 Δυνάμει του άρθρου 3, επιφορτισμένες με την είσπραξη και τον έλεγχο των φόρων που βαρύνουν τα προβλεπόμενα από τον νόμο 1473/94 προϋόντα είναι οι τελωνειακές αρχές.

    5 Κατά το άρθρο 4 του νόμου 1473/94, προβλέπεται η ακόλουθη κλίμακα φορολογίας, η οποία περιλαμβάνεται σε σχετικό πίνακα που προσαρτάται στον νόμο αυτό (p = penni = 0,01 FIM [φινλανδικά μάρκα]):

    Προϋόν

    Ομάδα

    προϋόντος

    Βασικός

    φόρος

    Πρόσθετος

    φόρος

    Λιθάνθρακας, πλάκες λιθάνθρακα, στερεά καύσιμα που προέρχονται από λιθάνθρακα, λιγνίτης

    1

    -

    116,1 FIM/τόνο

    Τύρφη που χρησιμοποιείται ως καύσιμο

    2

    -

    3,5 FIM/MWh

    Φυσικό αέριο, αέρια καύσιμα

    3

    -

    11,2 p/nm3 *

    Ηλεκτρική ενέργεια

    - παραγόμενη σε πυρηνικούς σταθμούς

    - παραγόμενη από υδατοπτώσεις

    - εισαγόμενη

    4

    5

    6

    1,5 p/kWh

    -

    1,3 p/kWh

    0,9 p/kWh

    0,4 p/kWh

    0,9 p/kWh

    Ταλλέλαιο

    7

    18,55 p/kg

    -

    * Για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 1995 έως τις 31 Δεκεμβρίου 1997 ο βαρύνων το φυσικό αέριο φόρος μειώνεται κατά 50 %.

    6 Δυνάμει του άρθρου 14, πρώτο εδάφιο, του νόμου 1473/94, βαρύνεται με φόρο επί του ηλεκτρικού ρεύματος:

    1) όποιος παράγει στη Φινλανδία ρεύμα με πυρηνική ενέργεια ή από υδατοπτώσεις·

    2) όποιος προμηθεύεται εντός της Κοινότητας ή από τρίτες χώρες ρεύμα στο πλαίσιο της οικονομικής του δραστηριότητας.

    7 Ωστόσο, δεν βαρύνεται με τον σχετικό φόρο το ηλεκτρικό ρεύμα το οποίο παράγεται με γεννήτριες ισχύος κάτω των 2 μεγαβάτ (άρθρο 14, δεύτερο εδάφιο, του νόμου 1473/94).

    8 Απαλλάσσονται επίσης από τον φόρο:

    - η χρησιμοποιούμενη ως καύσιμο τύρφη που καταναλώνεται για την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος, εφόσον η παραγωγή δεν υπερβαίνει τις 25 000 μεγαβατώρες (MWh) ετησίως (άρθρο 7)·

    - το ηλεκτρικό ρεύμα που παράγεται με πυρηνική ενέργεια ή από υδατοπτώσεις, το οποίο ο παραγωγός εξάγει ο ίδιος εκτός της Κοινότητας ή προωθεί προς κατανάλωση στο εξωτερικό σε άλλη χώρα της Κοινότητας (άρθρο 16).

    9 Τέλος, από τη δικογραφία προκύπτει ότι εξαιρείται του πεδίου εφαρμογής του νόμου 1473/94 το ηλεκτρικό ρεύμα που παράγεται από ορισμένα βιομηχανικά απόβλητα.

    10 Σύμφωνα με το άρθρο 17 του νόμου 1473/94, κάθε υπόχρεος προς καταβολή του φόρου βάσει του άρθρου 14, πρώτο εδάφιο, σημείο 2, οφείλει να τηρεί τις διατυπώσεις που προβλέπει ο γενικός νόμος περί φορολογίας προϋόντων (νόμος 1469/94).

    11 Από το σχέδιο νόμου που υποβλήθηκε στο Φινλανδικό Κοινοβούλιο προκύπτει ότι η φορολόγηση του λιθάνθρακα, του ηλεκτρικού ρεύματος, του φυσικού αερίου, της χρησιμοποιούμενης ως καύσιμο τύρφης, της τύρφης σε πλάκες, καθώς και του ταλλελαίου δικαιολογείται από λόγους περιβαλλοντικής φύσεως. Εξάλλου, ο ενιαίος συντελεστής φορολογίας του εισαγομένου ρεύματος έχει υπολογιστεί έτσι ώστε να αντιστοιχεί προς τον μέσον όρο των συντελεστών του φόρου που πλήττει το παραγόμενο εντός της Φινλανδίας ηλεκτρικό ρεύμα, χωρίς όμως να λαμβάνεται υπόψη η μείωση του φόρου επί της χρησιμοποιούμενης ως καύσιμο τύρφης και του φυσικού αερίου.

    12 Ο νόμος 1473/94 τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1995.

    13 Από την 1η Νοεμβρίου 1995, η Outokumpu εισάγει ηλεκτρικό ρεύμα από τη Σουηδία βάσει συμβάσεως την οποία συνήψε με τη σουηδική εταιρία Vattenfall AB.

    14 Οι πρώτες δοκιμαστικές εισαγωγές πραγματοποιήθηκαν την περίοδο από 18 Σεπτεμβρίου μέχρι 9 Οκτωβρίου 1995. Για τη δοκιμαστική αυτή παροχή ρεύματος η Outokumpu υπέβαλε στο αρμόδιο περιφερειακό τελωνείο στις 17 Οκτωβρίου 1995 φορολογική δήλωση για τον μήνα Σεπτέμβριο 1995. Σε έγγραφο που συνόδευε τη δήλωση αυτή, η Outokumpu ανέφερε ότι θεωρεί ότι η είσπραξη φόρου επί του ηλεκτρικού ρεύματος για τις εν λόγω εισαγωγές αντιβαίνει προς τα άρθρα 12 και 13 της Συνθήκης ΕΚ, οπότε δεν υπέχει υποχρέωση καταβολής του φόρου.

    15 Στις 23 Οκτωβρίου 1995, το περιφερειακό τελωνείο αποφάσισε ότι, δυνάμει του άρθρου 4 του νόμου 1473/94, η Outokumpu όφειλε φόρο επί του ηλεκτρικού ρεύματος με συντελεστή 1,3 p/kWh + 0,9 p/kWh, σύμφωνα με τον οικείο πίνακα φορολογικών συντελεστών σχετικά με το εισαγόμενο ρεύμα.

    16 Η Outokumpu προσέφυγε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου ζητώντας την ακύρωση της αποφάσεως του περιφερειακού τελωνείου του Ελσίνκι, με την αιτιολογία ότι ο φόρος επί των προϋόντων που πλήττει το ηλεκτρικό ρεύμα αποτελεί φορολογική επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος προς δασμό, απαγορευόμενη από τα άρθρα 9 και 12 της Συνθήκης. Επικουρικά, η Outokumpu ισχυρίστηκε ότι ο φόρος αυτός εισάγει δυσμενείς διακρίσεις κατά την έννοια του άρθρου 95 της Συνθήκης και ζήτησε τη μείωσή του στο ελάχιστο επίπεδο φορολογήσεως του ηλεκτρικού ρεύματος στη Φινλανδία, ήτοι σε 0 p/kWh, το οποίο αντιπροσωπεύει τον συντελεστή που ισχύει για το απαλλασσόμενο από τον φόρο ηλεκτρικό ρεύμα ή για εκείνο το οποίο δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του νόμου 1473/94.

    17 Θεωρώντας ότι η λύση της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί εξαρτάται από την ερμηνεία των άρθρων 9, 12 και 95 της Συνθήκης, το αιτούν δικαστήριο αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «Βάσει της φινλανδικής νομοθεσίας περί φορολογήσεως της ενεργείας, επιβάλλεται εντός της Φινλανδίας ειδικός φόρος καταναλώσεως ηλεκτρικού ρεύματος επί της εγχωρίως παραγομένης ηλεκτρικής ενεργείας, το ύψος του οποίου εξαρτάται από τον τρόπο παραγωγής του ρεύματος. Επί του παραγομένου με πυρηνική ενέργεια ρεύματος επιβάλλεται ειδικός φόρος καταναλώσεως, ο οποίος περιλαμβάνει βασικό φόρο ύψους 1,5 p/kWh και πρόσθετο φόρο 0,9 p/kWh. Επί του παραγομένου από υδατοπτώσεις ρεύματος επιβάλλεται μόνον πρόσθετος φόρος 0,4 p/kWh. Επί του παραγομένου με άλλο τρόπο ηλεκτρικού ρεύματος, παραδείγματος χάρη από λιθάνθρακα, επιβάλλεται ειδικός φόρος καταναλώσεως με βάση το ποσοστό της συμβολής των χρησιμοποιούμενων πρώτων υλών στην παραγωγή του ρεύματος. Επί της ηλεκτρικής ενεργείας η οποία παράγεται με ορισμένους τρόπους, παραδείγματος χάρη με γεννήτριες ισχύος κάτω των 2 ΜW, δεν επιβάλλεται καθόλου ειδικός φόρος καταναλώσεως. Επί του εισαγομένου ρεύματος, ανεξαρτήτως του τρόπου παραγωγής του, επιβάλλεται ειδικός φόρος καταναλώσεως, ο οποίος περιλαμβάνει βασικό φόρο ύψους 1,3 p/kWh και πρόσθετο φόρο 0,9 p/kWh. Επομένως, ο ειδικός φόρος καταναλώσεως ρεύματος υπολογίζεται, όσον αφορά το εισαγόμενο ρεύμα, επί διαφορετικής βάσεως σε σχέση με το εγχωρίως παραγόμενο. Η επιβολή του ειδικού φόρου καταναλώσεως, ο οποίος υπολογίζεται σε συνάρτηση με τον τρόπο παραγωγής της ενεργείας, δικαιολογείται από λόγους περιβαλλοντικής πολιτικής, όπως αναφέρεται στις προπαρασκευαστικές εργασίες του σχετικού νόμου. Ωστόσο, το ύψος του βαρύνοντος το εισαγόμενο ρεύμα φόρου δεν καθορίζεται με βάση τον τρόπο παραγωγής του. Ο πλήττων το εισαγόμενο ρεύμα ειδικός φόρος καταναλώσεως είναι μεγαλύτερος από τον χαμηλότερο ειδικό φόρο που επιβάλλεται επί του εγχωρίως παραγομένου ρεύματος, αλλά μικρότερος από τον υψηλότερο ειδικό φόρο που πλήττει το εγχωρίως παραγόμενο ρεύμα. Ο ειδικός φόρος καταναλώσεως επί του εισαγομένου ρεύματος βαρύνει τον εισαγωγέα, ενώ, για το εγχωρίως παραγόμενο ρεύμα, ο φόρος αυτός βαρύνει τον παραγωγό του ρεύματος.

    1) Πρέπει να θεωρηθεί ο ειδικός φόρος καταναλώσεως ηλεκτρικού ρεύματος που πλήττει το εισαγόμενο ρεύμα με τον ανωτέρω περιγραφόμενο τρόπο ως επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος προς εισαγωγικό δασμό, υπό την έννοια των άρθρων 9 και 12 της Συνθήκης EK;

    2) Αν ο εν λόγω φόρος δεν αποτελεί επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος προς εισαγωγικό δασμό, πρέπει να θεωρηθεί ο ειδικός φόρος καταναλώσεως ηλεκτρικού ρεύματος που πλήττει το εισαγόμενο ρεύμα με τον ανωτέρω περιγραφόμενο τρόπο ως φόρος που εισάγει δυσμενείς διακρίσεις σε βάρος προϋόντων άλλων κρατών μελών, υπό την έννοια του άρθρου 95 της Συνθήκης EK;»

    18 Με τα ερωτήματα αυτά, τα οποία πρέπει να εξεταστούν μαζί, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να το διαφωτίσει επί του νομικού χαρακτηρισμού, από πλευράς των άρθρων 9, 12 και 95 της Συνθήκης, και, ενδεχομένως, επί της συμφωνίας προς τα άρθρα αυτά ενός φόρου επί των προϋόντων πλήττοντος το μεν εγχωρίως παραγόμενο ηλεκτρικό ρεύμα σε συνάρτηση με τον τρόπο παραγωγής του, το δε εισαγόμενο με ενιαίο συντελεστή, ο οποίος είναι μεγαλύτερος από τον χαμηλότερο προβλεπόμενο συντελεστή του φόρου που επιβάλλεται επί του εγχωρίως παραγομένου ρεύματος, αλλά μικρότερος από τον αντίστοιχο υψηλότερο συντελεστή.

    19 Όσον αφορά τον νομικό χαρακτηρισμό, επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία (βλ., μεταξύ άλλων, την απόφαση της 17ης Ιουλίου 1997, C-90/94, Haar Petroleum, Συλλογή 1997, σ. Ι-4085, σκέψη 19), οι διατάξεις περί επιβαρύνσεων ισοδυνάμου αποτελέσματος και οι διατάξεις περί ενεχόντων δυσμενή διάκριση εσωτερικών φόρων δεν μπορούν να εφαρμόζονται σωρευτικά, οπότε ο ίδιος φόρος δεν μπορεί, στο σύστημα της Συνθήκης, να ανήκει ταυτοχρόνως και στις δύο αυτές κατηγορίες.

    20 Κατά πάγια επίσης νομολογία (βλ., μεταξύ άλλων, την προαναφερθείσα απόφαση Haar Petroleum, σκέψη 20), μια οικονομική επιβάρυνση μονομερώς επιβαλλόμενη, ανεξαρτήτως της ονομασίας της και της τεχνικής της, η οποία πλήττει τα εμπορεύματα λόγω του ότι αυτά διέρχονται τα σύνορα, όταν δεν αποτελεί δασμό κατά κυριολεξία, συνιστά φορολογική επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος υπό την έννοια των άρθρων 9, 12, 13 και 16 της Συνθήκης ΕΚ. Η επιβάρυνση αυτή, ωστόσο, δεν αποτελεί επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος προς δασμούς αν εντάσσεται σε γενικό σύστημα εσωτερικής φορολογίας που πλήττει συστηματικώς κατηγορίες προϋόντων σύμφωνα με αντικειμενικά κριτήρια, τα οποία εφαρμόζονται ανεξαρτήτως καταγωγής των προϋόντων, οπότε εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 95 της Συνθήκης.

    21 Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση, πρώτον, ότι ένας φόρος, όπως ο επίμαχος στην υπόθεση της κύριας δίκης, αποτελεί τμήμα ενός γενικού συστήματος εσωτερικών φόρων που πλήττουν όχι μόνο το ηλεκτρικό ρεύμα αυτό καθαυτό, αλλά και πολλές άλλες πηγές πρωτογενούς ενεργείας, όπως τους γαιάνθρακες, τη χρησιμοποιούμενη ως καύσιμο τύρφη, το φυσικό αέριο και το ταλλέλαιο.

    22 Δεύτερον, πρέπει να σημειωθεί ότι τόσο το εισαγόμενο όσο και το εγχωρίως παραγόμενο ηλεκτρικό ρεύμα υπάγονται στο ίδιο φορολογικό σύστημα και ότι ο φόρος εισπράττεται από την ίδια δημόσια αρχή ανεξάρτητα από την προέλευση του ηλεκτρικού ρεύματος, καθώς και σύμφωνα με διαδικασίες διεπόμενες από τη γενική νομοθεσία περί φορολογίας προϋόντων.

    23 Τρίτον, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, εξαιρέσει του εγχωρίως παραγομένου ηλεκτρικού ρεύματος που προέρχεται από γεννήτριες ισχύος μικρότερες των δύο μεγαβάτ ή εκείνου που παράγεται, σε μικρές ποσότητες, από χρησιμοποιούμενη ως καύσιμο τύρφη, ο ως άνω φόρος πλήττει το ηλεκτρικό ρεύμα ανεξάρτητα από το αν αυτό παράγεται εγχωρίως ή εισάγεται. Υπό τις συνθήκες αυτές, το γεγονός ότι, όσον αφορά το εισαγόμενο ηλεκτρικό ρεύμα, ο φόρος καταβάλλεται από τον εισαγωγέα και εισπράττεται κατά την εισαγωγή δεν αρκεί για να συναχθεί ότι ο φόρος πλήττει το σχετικό εμπόρευμα λόγω του γεγονότος ότι αυτό διασχίζει τα σύνορα.

    24 Εντούτοις, η Outokumpu παρατηρεί ότι, δυνάμει της νομολογίας του Δικαστηρίου (βλ., μεταξύ άλλων, την απόφαση της 31ης Μαου 1979, 132/78, Denkavit Loire, Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 985, σκέψη 8), για να εντάσσεται στο πλαίσιο γενικού συστήματος εσωτερικών επιβαρύνσεων, η φορολογική επιβάρυνση στην οποία υπόκεινται τα εισαγόμενα προϋόντα πρέπει να πλήττει τα εγχώρια και τα εισαγόμενα προϋόντα στο ίδιο στάδιο της εμπορίας, η δε γενεσιουργός αιτία του φόρου πρέπει επίσης να είναι η ίδια και για τις δύο κατηγορίες προϋόντων.

    25 Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι, σε περιπτώσεις όπως αυτή της κύριας δίκης, καμία διαφορά δεν μπορεί να προκύψει από το γεγονός ότι το εισαγόμενο ηλεκτρικό ρεύμα φορολογείται κατά την εισαγωγή, ενώ το εγχωρίως παραγόμενο κατά τη στιγμή της παραγωγής, διότι, λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών του ηλεκτρισμού, τα δύο αυτά χρονικά σημεία αντιστοιχούν στο ίδιο στάδιο εμπορίας, το οποίο είναι αυτό της αφίξεως του ηλεκτρικού ρεύματος στο εθνικό δίκτυο διανομής (βλ. επ' αυτού την απόφαση της 11ης Ιουνίου 1992, C-149/91 και C-150/91, Sanders Adour και Guyomarc'h Orthez Nutrition animale, Συλλογή 1992, σ. Ι-3899, σκέψη 18).

    26 Η Outokumpu διατείνεται επίσης ότι ο επίμαχος στην κύρια δίκη φόρος δεν πλήττει τα εισαγόμενα και τα εγχώρια προϋόντα με βάση τα ίδια κριτήρια ούτε είναι ανεξάρτητος από την προέλευσή τους. Εκθέτει ότι το εγχωρίως παραγόμενο ηλεκτρικό ρεύμα επιβαρύνεται με φόρο για τον οποίο προβλέπονται διαφορετικοί συντελεστές ανάλογα με το αν αυτό παράγεται από πυρηνικούς σταθμούς ή με την εκμετάλλευση υδατοπτώσεων ή φορολογείται μόνο στο επίπεδο των πρώτων υλών ή ακόμα απαλλάσσεται από τον φόρο, ενώ το εισαγόμενο ηλεκτρικό ρεύμα φορολογείται με ενιαίο συντελεστή, αποκλειστικά ως τελικό προϋόν, ανεξάρτητα από τον τρόπο παραγωγής της. Έτσι, οι βάσεις επιβολής και οι συντελεστές του φόρου διαφέρουν ανάλογα με το αν πρόκειται για εγχωρίως παραγόμενο ή για εισαγόμενο ηλεκτρικό ρεύμα.

    27 Πρέπει να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο έχει ήδη δεχθεί ότι επιβάρυνση η οποία εμφανίζεται ως εσωτερικός φόρος δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος προς δασμό παρά μόνον αν ο τρόπος επιβολής της είναι τέτοιος ώστε στην πραγματικότητα αυτή να πλήττει αποκλειστικά τα εισαγόμενα, αποκλειομένων των εγχωρίων προϋόντων (απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 1981, 32/80, Kortmann, Συλλογή 1981, σ. 251, σκέψη 18). Όμως, όπως προκύπτει από τη σκέψη 23 της παρούσας αποφάσεως, δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο στην περίπτωση του επίμαχου στην κύρια δίκη φόρου.

    28 Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι το γεγονός ότι η προέλευση των εμπορευμάτων είναι καθοριστική για το ύψος του εισπρακτέου φόρου δεν μπορεί να εμποδίσει την εφαρμογή του άρθρου 95 της Συνθήκης (προαναφερθείσα απόφαση Haar Petroleum, σκέψη 25).

    29 Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι φόρος επί των προϋόντων, όπως ο επίμαχος στην κύρια δίκη, αποτελεί εσωτερικό φόρο κατά την έννοια του άρθρου 95 της Συνθήκης και όχι επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος προς δασμό κατά την έννοια των άρθρων 9 και 12.

    30 Όσον αφορά το συμβατό του φόρου αυτού προς το άρθρο 95 της Συνθήκης, πρέπει να υπομνησθεί, καταρχάς, ότι, κατά πάγια νομολογία, το κοινοτικό δίκαιο, στο παρόν στάδιο εξελίξεώς του, δεν περιορίζει την ελευθερία των κρατών μελών να θεσπίζουν σύστημα διαφοροποιημένης φορολογίας για ορισμένα προϋόντα, έστω και ομοειδή κατά την έννοια του άρθρου 95, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης, βάσει αντικειμενικών κριτηρίων όπως είναι η φύση των χρησιμοποιούμενων πρώτων υλών ή οι εφαρμοζόμενες μέθοδοι παραγωγής. Τέτοιου είδους διαφοροποιήσεις συμβιβάζονται ωστόσο με το κοινοτικό δίκαιο μόνον αν επιδιώκουν σκοπούς οικονομικής πολιτικής που και αυτοί συμβιβάζονται με τις επιταγές της Συνθήκης και του παραγώγου δικαίου και αν ο τρόπος εφαρμογής τους είναι τέτοιος ώστε να αποφεύγεται κάθε μορφή διακρίσεως, άμεσης ή έμμεσης, έναντι των εισαγωγών από άλλα κράτη μέλη, ή προστασίας ανταγωνιστικής εγχώριας παραγωγής.

    31 Επομένως, το άρθρο 95 της Συνθήκης δεν εμποδίζει τη δυνατότητα διαφοροποιήσεως του συντελεστή ενός εσωτερικού φόρου πλήττοντος το ηλεκτρικό ρεύμα σε συνάρτηση με τον τρόπο παραγωγής του και με τις χρησιμοποιούμενες για την παραγωγή αυτή πρώτες ύλες, εφόσον η διαφοροποίηση αυτή στηρίζεται σε λόγους περιβαλλοντικής φύσεως, όπως προκύπτει από το ίδιο το γράμμα των προδικαστικών ερωτημάτων που υπέβαλε το εθνικό δικαστήριο.

    32 Πράγματι, όπως υπενθύμισε το Δικαστήριο με την απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 1988, 302/86, Επιτροπή κατά Δανίας, Συλλογή 1988, σ. 4607, σκέψη 8), η προστασία του περιβάλλοντος αποτελεί έναν από τους ουσιώδεις σκοπούς της Κοινότητας. Εξάλλου, από της ενάρξεως της ισχύος της Συνθήκης για την Ευρωπαϋκή Ένωση, η Κοινότητα έχει, μεταξύ άλλων, ως αποστολή να προάγει μια διαρκή, μη πληθωριστική και σεβόμενη το περιβάλλον ανάπτυξη (άρθρο 2 της Συνθήκης ΕΚ), οι δε δραστηριότητές της περιλαμβάνουν πολιτική στον τομέα του περιβάλλοντος (άρθρο 3, στοιχείο κκ, της Συνθήκης ΕΚ).

    33 Επιπλέον, όπως παρατήρησε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 58 των προτάσεών του, η συμβατότητα ιδίως των μεθόδων παραγωγής του ηλεκτρικού ρεύματος με το περιβάλλον αποτελεί σημαντικό σκοπό της ενεργειακής πολιτικής της Κοινότητας.

    34 Εντούτοις, όσον αφορά το ζήτημα αν η διαφοροποίηση που χαρακτηρίζει το επίμαχο στην κύρια δίκη φορολογικό σύστημα είναι σύμφωνη προς τον κανόνα της απαγορεύσεως των διακρίσεων του άρθρου 95 της Συνθήκης, έχει σημασία να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, διαπράττεται παράβαση της διατάξεως αυτής οσάκις ο φόρος που επιβάλλεται στο εισαγόμενο προϋόν και αυτός που πλήττει το ομοειδές εγχώριο προϋόν υπολογίζονται κατά διαφορετικό τρόπο και σύμφωνα με διαφορετικές μεθόδους, καταλήγοντας, έστω και σε ορισμένες μόνον περιπτώσεις, σε μεγαλύτερη επιβάρυνση του εισαγομένου προϋόντος (βλ., μεταξύ άλλων, την απόφαση της 26ης Ιουνίου 1991, C-152/89, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου, Συλλογή 1991, σ. Ι-3141, σκέψη 20).

    35 Όμως, κάτι τέτοιο συμβαίνει εφόσον, σ' ένα σύστημα διαφοροποιημένης φορολογίας όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη, στο εισαγόμενο ηλεκτρικό ρεύμα που διανέμεται μέσω του εθνικού δικτύου επιβάλλεται ανεξαρτήτως του τρόπου παραγωγής του φόρος με ενιαίο συντελεστή, ο οποίος είναι μεγαλύτερος από τον χαμηλότερο συντελεστή που προβλέπεται για το εγχωρίως παραγόμενο ηλεκτρικό ρεύμα που διανέμεται μέσω του εθνικού δικτύου.

    36 Το γεγονός ότι το εγχωρίως παραγόμενο ηλεκτρικό ρεύμα φορολογείται, σε ορισμένες περιπτώσεις, βαρύτερα από το εισαγόμενο δεν έχει καμία σημασία εν προκειμένω, καθόσον, προς εξακρίβωση του αν το εν λόγω σύστημα συμβιβάζεται προς το άρθρο 95 της Συνθήκης, πρέπει να συγκριθεί η φορολογική επιβάρυνση του εισαγομένου ρεύματος προς τη χαμηλότερη φορολογική επιβάρυνση που πλήττει το εγχωρίως παραγόμενο ρεύμα (βλ., σχετικά, την προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου, σκέψεις 21 και 22).

    37 Η Φινλανδική Κυβέρνηση αντιτείνει ότι, λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του ηλεκτρικού ρεύματος, του οποίου είναι αδύνατος ο καθορισμός της προελεύσεως και, επομένως, του τρόπου παραγωγής άπαξ και το ρεύμα διοχετευθεί στο δίκτυο διανομής, οι διαφοροποιημένοι συντελεστές που ισχύουν για το εγχωρίως παραγόμενο ρεύμα δεν μπορούν να εφαρμοστούν όσον αφορά το εισαγόμενο ρεύμα. Διατείνεται ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, η εφαρμογή ενιαίου συντελεστή, υπολογιζόμενου κατά τρόπον ώστε να αντιστοιχεί προς τον μέσον όρο του συντελεστή που ισχύει για το εγχωρίως παραγόμενο ηλεκτρικό ρεύμα, αποτελεί τον μόνο λογικό τρόπο δικαίας μεταχειρίσεως του εισαγομένου ρεύματος.

    38 Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να υπογραμμίσει ότι δυσχέρειες πρακτικής φύσεως δεν μπορούν να δικαιολογούν τη θέσπιση εσωτερικών επιβαρύνσεων που εισάγουν δυσμενείς διακρίσεις έναντι προϋόντων προερχομένων από άλλα κράτη μέλη (βλ., μεταξύ άλλων, την απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 1997, C-375/95, Επιτροπή κατά Ελλάδος, Συλλογή 1997, σ. Ι-5981, σκέψη 47).

    39 Ναι μεν, λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του ηλεκτρικού ρεύματος, μπορεί να είναι εξαιρετικά δυσχερής ο ακριβής προσδιορισμός του τρόπου παραγωγής του εισαγομένου ρεύματος και, επομένως, των πρωτογενών πηγών ενεργείας που χρησιμοποιήθηκαν για την παραγωγή του, πρέπει όμως να σημειωθεί ότι η εφαρμοστέα στην υπόθεση της κύριας δίκης φινλανδική νομοθεσία δεν προβλέπει καν τη δυνατότητα του εισαγωγέα να αποδείξει ότι το ηλεκτρικό ρεύμα το οποίο εισάγει παρήχθη με κάποιο συγκεκριμένο τρόπο παραγωγής, ώστε να ισχύσει στην περίπτωσή του ο συντελεστής φορολογίας που ισχύει για το εγχωρίως παραγόμενο με τον ίδιο τρόπο ηλεκτρικό ρεύμα.

    40 Επιπλέον, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι, ακόμα και αν το άρθρο 95 της Συνθήκης δεν υποχρεώνει, καταρχήν, τα κράτη μέλη να καταργήσουν τις αντικειμενικά δικαιολογημένες διαφορές τις οποίες επιβάλλει η εσωτερική νομοθεσία μεταξύ των εθνικών φόρων που πλήττουν τα εγχώρια προϋόντα, τούτο δεν ισχύει όταν η κατάργηση αυτή είναι ο μόνος τρόπος για την αποφυγή άμεσων ή έμμεσων δυσμενών διακρίσεων σε βάρος των εισαγόμενων προϋόντων (απόφαση της 8ης Ιανουαρίου 1980, 21/79, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή τόμος 1980/Ι, σ. 1, σκέψη 15).

    41 Ενόψει των ανωτέρων σκέψεων, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 95, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης δεν επιτρέπει να φορολογείται βαρύτερα το εισαγόμενο ηλεκτρικό ρεύμα, έστω και σε ορισμένες μόνο περιπτώσεις, ως αποτέλεσμα της επιβολής φόρου επί των προϋόντων, υπαγομένου σ' ένα εθνικό σύστημα φορολογήσεως των ενεργειακών πηγών, ο οποίος πλήττει το εγχωρίως παραγόμενο ηλεκτρικό ρεύμα με διαφορετικούς συντελεστές ανάλογα με τον τρόπο παραγωγής του, ενώ πλήττει το εισαγόμενο ανεξαρτήτως του τρόπου παραγωγής του με ενιαίο συντελεστή, έστω και αν αυτός είναι μικρότερος από τον υψηλότερο συντελεστή που ισχύει για το εγχωρίως παραγόμενο ηλεκτρικό ρεύμα.

    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


    Επί των δικαστικών εξόδων

    42 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Φινλανδική και η Γαλλική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

    κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με διάταξη της 30ής Μαου 1996 το Uudenmaan lδδninoikeus, αποφαίνεται:

    Το άρθρο 95, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ δεν επιτρέπει να φορολογείται βαρύτερα το εισαγόμενο ηλεκτρικό ρεύμα, έστω και σε ορισμένες μόνο περιπτώσεις, ως αποτέλεσμα της επιβολής φόρου επί των προϋόντων, υπαγομένου σ' ένα εθνικό σύστημα φορολογήσεως των ενεργειακών πηγών, ο οποίος πλήττει το εγχωρίως παραγόμενο ηλεκτρικό ρεύμα με διαφορετικούς συντελεστές ανάλογα με τον τρόπο παραγωγής του, ενώ πλήττει το εισαγόμενο ανεξαρτήτως του τρόπου παραγωγής του με ενιαίο συντελεστή, έστω και αν αυτός είναι μικρότερος από τον υψηλότερο συντελεστή που ισχύει για το εγχωρίως παραγόμενο ηλεκτρικό ρεύμα.

    Top