EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61996CC0352

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Mischo της 28ης Απριλίου 1998.
Ιταλική Δημοκρατία κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.
Προσφυγή ακυρώσεως - Κανονισμός (ΕΚ) 1522/96 - Άνοιγμα και τρόπος διαχειρίσεως ορισμένων δασμολογικών ποσοστώσεων εισαγωγής ρυζιού και θραυσμάτων ρυζιού.
Υπόθεση C-352/96.

Συλλογή της Νομολογίας 1998 I-06937

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1998:175

61996C0352

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Mischo της 28/04/1998. - Ιταλική Δημοκρατία κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. - Προσφυγή ακυρώσεως - Κανονισμός (ΕΚ) 1522/96 - Άνοιγμα και τρόπος διαχειρίσεως ορισμένων δασμολογικών ποσοστώσεων εισαγωγής ρυζιού και θραυσμάτων ρυζιού. - Υπόθεση C-352/96.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1998 σελίδα I-06937


Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


1 Η ασκηθείσα από την Ιταλική Κυβέρνηση προσφυγή έχει ως αντικείμενο την ακύρωση του κανονισμού (ΕΚ) 1522/96 του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1996, για το άνοιγμα και τον τρόπο διαχείρισης ορισμένων δασμολογικών ποσοστώσεων εισαγωγής ρυζιού και θραυσμάτων ρυζιού (1) (στο εξής: κανονισμός), και, ειδικότερα, των άρθρων του 3, 4 και 9.

2 Ο εν λόγω κανονισμός εκδόθηκε στο πλαίσιο της υλοποιήσεως από την Κοινότητα του αποτελέσματος των διαπραγματεύσεων που είχαν διεξαχθεί βάσει του άρθρου XXIV, παράγραφος 6, της ΓΣΔΕ, κατόπιν της προσχωρήσεως στην Ευρωπαϋκή Κοινότητα της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας και του Βασιλείου της Σουηδίας.

3 Συγκεκριμένα, η εφαρμογή του Κοινού Δασμολογίου από τα νέα προσχωρήσαντα κράτη μέλη είχε ως συνέπεια την αύξηση, σε σχέση με τον προ της προσχωρήσεως χρόνο, του ύψους ορισμένων δασμών που εφαρμόζονταν από αυτά. Κατά συνέπεια, ήταν ανάγκη, δυνάμει του άρθρου XXIV, παράγραφος 6, της ΓΣΔΕ, και, ειδικότερα, του σημείου 5 του μνημονίου συμφωνίας σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου XXIV της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994 (2) (στο εξής: μνημόνιο συμφωνίας), να συμφωνηθούν αντισταθμιστικά ανταλλάγματα με ορισμένες τρίτες χώρες, μέλη της ΓΣΔΕ.

4 Για τον σκοπό αυτό, η Κοινότητα διεξήγαγε διαπραγματεύσεις με διάφορες τρίτες χώρες. Στο πλαίσιο αυτό, συνήφθησαν συμφωνίες με την Αυστραλία και το Βασίλειο της Ταϋλάνδης. Οι συμφωνίες εγκρίθηκαν με την απόφαση 95/592/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, σχετικά με την ολοκλήρωση των αποτελεσμάτων των διαπραγματεύσεων με ορισμένες τρίτες χώρες κατ' εφαρμογή του άρθρου XXIV, παράγραφος 6, της ΓΣΔΕ και σχετικά με άλλα συναφή θέματα (3). Συνεπεία τούτου, το Συμβούλιο εξέδωσε, την ίδια ημέρα, τον κανονισμό (ΕΚ) 3093/95 για τον καθορισμό των δασμολογικών συντελεστών που πρέπει να εφαρμόζονται από την Κοινότητα, οι οποίοι προκύπτουν από τις διαπραγματεύσεις που διεξήχθησαν βάσει του άρθρου XXIV, παράγραφος 6, της ΓΣΔΕ, μετά την προσχώρηση της Αυστρίας, της Φινλανδίας και της Σουηδίας στην Ευρωπαϋκή Ένωση (4).

5 Στη συνέχεια, το Συμβούλιο εξέδωσε, στις 24 Ιουλίου 1996, τον προπαρατεθέντα κανονισμό 1522/96, ο οποίος αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής. Δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο αα, του εν λόγω κανονισμού, ανοίγεται ετήσια δασμολογική ποσόστωση για την εισαγωγή στην Κοινότητα, με μηδενικό δασμό, 63 000 τόνων λευκασμένου ή ημιλευκασμένου ρυζιού.

6 Η παράγραφος 3 του ίδιου άρθρου προβλέπει τη χορήγηση, στο πλαίσιο της ποσοστώσεως αυτής, 1 019 τόνων στην Αυστραλία και 21 455 τόνων στην Ταϋλάνδη. Η χορηγηθείσα στην Ταϋλάνδη ποσότητα έχει ρητώς προβλεφθεί στη συναφθείσα με τη χώρα αυτή συμφωνία. Αντιθέτως, στη συναφθείσα με την Αυστραλία συμφωνία ουδεμία γίνεται αναφορά σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη ποσότητα.

7 Η Ιταλική Κυβέρνηση ζητεί από το Δικαστήριο να κηρύξει άκυρο τον κανονισμό και, ειδικότερα, τα άρθρα του 3, 4 και 9.

8 Τα άρθρα 3 και 4 καθορίζουν τις προϋποθέσεις για την έκδοση πιστοποιητικών εισαγωγής. Ειδικότερα, το άρθρο 3, παράγραφος 1, ορίζει ότι:

«Όταν η αίτηση έκδοσης πιστοποιητικού εισαγωγής αφορά ρύζι και θραύσματα ρυζιού καταγωγής Ταϋλάνδης καθώς επίσης και ρύζι καταγωγής Αυστραλίας, στο πλαίσιο των ποσοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 1, πρέπει να συνοδεύεται από πιστοποιητικό εξαγωγής το οποίο συμπληρώνεται σύμφωνα με τα υποδείγματα των παραρτημάτων Ι και ΙΙ αντιστοίχως και εκδίδεται από τον αρμόδιο οργανισμό των χωρών αυτών που αναφέρεται στα εν λόγω παραρτήματα.»

9 Το άρθρο 9 προβλέπει ότι:

«1. Η Επιτροπή παρακολουθεί τις ποσότητες εμπορευμάτων που εισάγονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού με σκοπό, ιδίως, να διαπιστώσει:

- την έκταση της σημαντικής αλλαγής των παραδοσιακών εμπορικών ροών, σε μέγεθος και παρουσίαση, στη διευρυμένη Κοινότητα

και

- εάν υπάρχουν διασταυρούμενες επιδοτήσεις μεταξύ των εξαγωγέων που απολαύουν άμεσα των διατάξεων του παρόντος κανονισμού και των εισαγωγών που υπόκεινται στις κανονικές επιβαρύνσεις εισαγωγής.

2. Εάν υπάρξει ένα από τα κριτήρια που ορίζονται στην παράγραφο 1, και ειδικότερα εάν οι εισαγωγές ρυζιού σε συσκευασίες πέντε χιλιογράμμων ή λιγότερο υπερβαίνουν τους 33 428 τόνους, και οπωσδήποτε σε ετήσια βάση, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Συμβούλιο συνοδευόμενη, εφόσον χρειάζεται, από κατάλληλες προτάσεις για την αποφυγή διαταραχών του τομέα του ρυζιού στην Κοινότητα.»

Λόγοι ακυρώσεως κατά των άρθρων 3 και 4

10 Η Ιταλική Κυβέρνηση φρονεί ότι τα άρθρα 3 και 4 πρέπει να κηρυχθούν άκυρα για τον λόγο ότι αυτά συνιστούν παράβαση:

- του άρθρου XXIV, παράγραφος 6, της ΓΣΔΕ·

- του άρθρου 43 της Συνθήκης ΕΚ·

- της γενικής αρχής της αναλογικότητας.

11 Σχετικώς, η Ιταλική Κυβέρνηση ισχυρίζεται τα εξής: Τα άρθρα 3 και 4 ορίζουν ότι τα πιστοποιητικά εισαγωγής χορηγούνται μόνο στους επιχειρηματίες που διαθέτουν πιστοποιητικό εξαγωγής εκδοθέν στη χώρα καταγωγής, ενώ επισημαίνεται ότι οι επιχειρηματίες αυτοί υποχρεούνται να επισυνάπτουν τα πιστοποιητικά αυτά στην αίτηση για έκδοση τίτλου εισαγωγής.

12 Σύμφωνα με την Ιταλική Κυβέρνηση, «η διάταξη αυτή έχει ως συνέπεια το γεγονός ότι η διαχείριση των ετησίων δασμολογικών ποσοστώσεων ανατίθεται, για τον λόγο αυτό, στις αρχές του κράτους εξαγωγής οι οποίες, πράγματι, λόγω του ότι εκδίδουν πιστοποιητικό εξαγωγής για τους έχοντες, προηγουμένως, υπ' αυτών επιλεγεί επιχειρηματίες έχουν τη συγκεκριμένη δυνατότητα να επιφυλάσσουν μόνο για τα εκ προτέρων επιλεγέντα άτομα τη δραστηριότητα σχετικά με την εισαγωγή του προϋόντος στην κοινοτική αγορά».

13 Όσον αφορά, τουλάχιστον, την Αυστραλία, η διάταξη αυτή είναι οπωσδήποτε αδικαιολόγητη, εφόσον η συμφωνία σχετικά με την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων στο πλαίσιο του άρθρου XXIV, παράγραφος 6, της ΓΣΔΕ, που εγκρίθηκε με την απόφαση 95/592, δεν προβλέπει, αντίθετα προς ό,τι συνέβη με τη συναφθείσα με το Βασίλειο της Ταϋλάνδης συμφωνία, καμία ρήτρα αυτόματης εκδόσεως πιστοποιητικών εισαγωγής βάσει τίτλων εξαγωγής εκδοθέντων από αυτό το κράτος· για τον λόγο αυτό, η προπαρατεθείσα διάταξη είναι επίσης αντίθετη προς την απόφαση περί εγκρίσεως της συμφωνίας με την Αυστραλία.

14 Το γεγονός της αναθέσεως, στην πραγματικότητα, της διαχειρίσεως της ποσοστώσεως στη χώρα αυτή δημιουργεί επίσης ένα αδικαιολόγητο πλεονέκτημα στην τελευταία, και τούτο αντίθετα προς τους σκοπούς του άρθρου XXIV, παράγραφος 6, της ΓΣΔΕ, στο οποίο ρητώς αναφέρεται ο βαλλόμενος κανονισμός ο οποίος εκδόθηκε ακριβώς για την εφαρμογή του τελευταίου.

15 Πράγματι, η αμφισβητουμένη διάταξη ουδόλως θεσπίζει για τον εξαγωγέα της τρίτης χώρας αντισταθμιστικό αντάλλαγμα ικανό να αναβιώσει η κατάσταση που υφίστατο πριν από την προσχώρηση των τριών νέων κρατών μελών (Δημοκρατία της Αυστρίας, Δημοκρατία της Φινλανδίας και Βασίλειο της Σουηδίας) στην Ευρωπαϋκή Κοινότητα. Αντιθέτως, οι εξαγωγείς της τρίτης χώρας - στους οποίους είχε ήδη παρασχεθεί, λόγω των προπαρατεθεισών συμφωνιών, η δυνατότητα εξαγωγής της ποσοστώσεως ρυζιού που προβλεπόταν με μηδενικό δασμό σε τελωνειακή ένωση μεγάλων διαστάσεων, αντί των τριών (μετρίων) μεμονωμένων αγορών, πράγμα που ήδη αποτελεί εύλογη εξισορρόπηση των συμφερόντων των δύο συμβαλλομένων στις διαπραγματεύσεις μερών - αποκτούν τη δυνατότητα να έχουν οι ίδιοι τη διαχείριση της εξαγωγής της συμφωνηθείσας δασμολογικής ποσοστώσεως· το γεγονός αυτό δεν φαίνεται να αποτελεί μια «αμοιβαίως ικανοποιητική» λύση, κατά την έννοια του άρθρου XXIV, παράγραφος 6, της ΓΣΔΕ.

16 Εξάλλου, η Ιταλική Κυβέρνηση προσθέτει ότι η παραχώρηση στην εν λόγω χώρα του προμνημονευθέντος αδικαιολογήτου πλεονεκτήματος είναι αντίθετη προς τη γενική αρχή της αναλογικότητας και δημιουργεί την υποψία ότι το Συμβούλιο προδήλως δεν προσπάθησε να λάβει ένα μέτρο ανάλογο προς τις επιταγές της κοινής γεωργικής πολιτικής.

17 Απαντώντας στα επιχειρήματα αυτά, το Συμβούλιο υπενθυμίζει, πρώτ' απ' όλα, τη νομολογία του Δικαστηρίου από την οποία προκύπτει ότι ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να επικαλείται διατάξεις της ΓΣΔΕ προκειμένου να αμφισβητήσει, στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως, τη νομιμότητα ενός κανονισμού.

18 Υπό την έννοια αυτή, το Συμβούλιο παραθέτει την απόφαση Γερμανία κατά Συμβουλίου (5) όπου το Δικαστήριο υπέμνησε την πάγια νομολογία του κατά την οποία «η GATT [ΓΣΔΕ], η οποία, κατά το προοίμιό της, θεμελιώνεται επί της αρχής των διαπραγματεύσεων που διεξήχθησαν επί "βάσεως αμοιβαιότητας και αμφίδρομων πλεονεκτημάτων", χαρακτηρίζεται από τη μεγάλη χαλαρότητα των διατάξεών της (...)».

19 Εξ αυτού το Δικαστήριο συνήγαγε ότι:

«οι ιδιαιτερότητες αυτές της Γενικής Συμφωνία, τις οποίες επισήμανε το Δικαστήριο για να καταλήξει ότι ένας ιδιώτης υπήκοος κράτους μέλους της Κοινότητας δεν μπορεί να στηριχθεί επ' αυτών και να αμφισβητήσει τη νομιμότητα κοινοτικής πράξεως, δεν επιτρέπουν επίσης στο Δικαστήριο να λάβει υπόψη του τις διατάξεις της Γενικής Συμφωνίας προκειμένου να εκτιμήσει τη νομιμότητα ενός κανονισμού στο πλαίσιο προσφυγής που ασκήθηκε από κράτος μέλος δυνάμει του άρθρου 173, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης».

20 Όμως, ορθώς η προσφεύγουσα επισύρει την προσοχή επί του γεγονότος ότι το Δικαστήριο, στην ίδια απόφαση, διευκρίνισε ότι:

«(...) το Δικαστήριο μπορεί να ελέγξει τη νομιμότητα της επίδικης κοινοτικής πράξεως σε σχέση με τους κανόνες της GATT μόνο στην υποθετική περίπτωση κατά την οποία η Κοινότητα θέλησε να προβεί στην εκτέλεση μιας συγκεκριμένης υποχρεώσεως ανειλημμένης στο πλαίσιο της GATT ή κατά την οποία η κοινοτική πράξη παραπέμπει ευθέως σε ρητώς καθοριζόμενες διατάξεις της Γενικής Συμφωνίας (...)».

21 Όμως, το Συμβούλιο αντιτείνει ότι εδώ δεν πρόκειται για μια τέτοια περίπτωση. Όντως, κατά τη γνώμη του, η προσβαλλομένη πράξη δεν περιλαμβάνει καμία, stricto sensu, αναφορά στους κανόνες της ΓΣΔΕ, και τούτο εφόσον ο κανονισμός εκδόθηκε όχι κατ' εφαρμογή των εν λόγω κανόνων αλλά βάσει συμφωνίας συναφθείσας από την Κοινότητα σύμφωνα με αυτούς.

22 Κατά τη γνώμη μου, εξίσου αληθές είναι ότι η Κοινότητα θέλησε να εκπληρώσει μια «συγκεκριμένη υποχρέωση αναληφθείσα στο πλαίσιο της ΓΣΔΕ», δηλαδή δεσμεύσεις αυτής από συμφωνίες συναφθείσες με άλλα συμβαλλόμενα στη ΓΣΔΕ μέρη κατόπιν των διαπραγματεύσεων που είχαν διεξαχθεί βάσει του άρθρου XXIV, παράγραφος 6, της ΓΣΔΕ.

23 Κατά συνέπεια, φρονώ ότι, όσον αφορά την υπό κρίση περίπτωση, τίποτα δεν εμποδίζει, κατ' αρχήν, το Δικαστήριο να ελέγξει τη νομιμότητα, από πλευράς της ΓΣΔΕ, του προσβαλλομένου κανονισμού. Όμως, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα προβάλλει μόνο παράβαση του άρθρου XXIV, παράγραφος 6, της ΓΣΔΕ, και, ειδικότερα, του προπαρατεθέντος μνημονίου συμφωνίας. Επομένως, ορθώς το Συμβούλιο υπογραμμίζει ότι οι διατάξεις αυτές επιβάλλουν στα συμβαλλόμενα μέρη ως μόνη υποχρέωση να συμφωνήσουν επί αμοιβαίως αποδεκτών αντισταθμιστικών ανταλλαγμάτων. Δεν πρόκειται εδώ για αντικειμενικό κριτήριο αλλά για αναφορά στην πρόθεση των συμβαλλομένων, όπως άλλωστε εμφαίνεται από τη χρήση του όρου «αμοιβαίως». Επομένως, οι προϋποθέσεις του άρθρου XXIV, παράγραφος 6, έχουν πληρωθεί εφόσον τα συμμετασχόντα στις διαπραγματεύσεις μέρη κατέληξαν, όπως συνέβη εν προκειμένω, σε συμφωνία.

24 Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, στο υπόμνημά της απαντήσεως, ότι, σε περίπτωση που υιοθετούνταν η άποψη του Συμβουλίου, το αποτέλεσμα θα ήταν η απόλυτη αδυναμία εκτιμήσεως των συναφθεισών βάσει της ΓΣΔΕ συμφωνιών. Τούτο δεν συμβαίνει. Πράγματι, τίποτα δεν εμποδίζει ένα άλλο συμβαλλόμενο μέρος να θεωρήσει μια συμφωνία που συνάφθηκε κατόπιν διαπραγματεύσεων διεξαχθεισών βάσει του άρθρου XXIV, παράγραφος 6, αντίθετη προς άλλη διάταξη της ΓΣΔΕ και να κινήσει, όπως είναι επόμενο, διαδικασία διακανονισμού των διαφορών.

25 Ομοίως, και υπό την επιφύλαξη των τεθεισών από τη νομολογία του Δικαστηρίου προϋποθέσεων, ο προσφεύγων θα μπορούσε να προβάλει ενώπιόν του την παράβαση, στο πλαίσιο μιας τέτοιας συμφωνίας, άλλων διατάξεων της ΓΣΔΕ. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν προβάλλει παράβαση άλλου εκτός του άρθρου XXIV, παράγραφος 6, κανόνα της ΓΣΔΕ, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί.

26 Τέλος, η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι ο κανονισμός υπερβαίνει τα όρια των συμφωνιών που συνήφθησαν ύστερα από τις διεξαχθείσες στο πλαίσιο της ΓΣΔΕ διαπραγματεύσεις. Πράγματι, η Ιταλική Κυβέρνηση επικρίνει το γεγονός ότι οι αρχές των κρατών εξαγωγής μπορούν να εκδίδουν πιστοποιητικά εξαγωγής για τους έχοντες προηγουμένως επιλεγεί από αυτές επιχειρηματίες. Η εν λόγω κυβέρνηση διευκρινίζει ότι η διάταξη αυτή, τουλάχιστον όσον αφορά την Αυστραλία, είναι οπωσδήποτε αδικαιολόγητη εφόσον δεν προβλέπεται από την υπογραφείσα με τη χώρα αυτή συμφωνία.

27 Παρ' όλ' αυτά, έχει σημασία να σημειωθεί ότι η συμφωνία με την Αυστραλία προβλέπει ότι «το σύστημα διαχειρίσεως αυτής της δασμολογικής ποσοστώσεως περιλαμβάνει χορήγηση στους παραδοσιακούς προμηθευτές».

28 Οι αρχές της χώρας εξαγωγής είναι σε καλύτερη θέση από τον οποιονδήποτε να προσδιορίσουν ποιοι ήσαν στην Αυστραλία οι παραδοσιακοί προμηθευτές της Αυστρίας, της Φινλανδίας και της Σουηδίας και να μεριμνήσουν ώστε να χορηγηθούν στους τελευταίους τα πιστοποιητικά εξαγωγής που είναι αναγκαία για τη διατήρηση των παραδοσιακών εμπορικών ρευμάτων. Αυτή η διατήρηση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως παροχή αδικαιολογήτου πλεονεκτήματος.

29 Εξάλλου, η συμφωνία με την Αυστραλία, έστω και αν δεν επέβαλλε στο Συμβούλιο την πρόβλεψη θεσπίσεως συστήματος πιστοποιητικών εξαγωγής, ούτε και την απαγόρευε, εφόσον η μόνη εν προκειμένω προβλεπομένη προϋπόθεση ήταν το σύστημα διαχειρίσεως της ποσοστώσεως «να περιλαμβάνει χορήγηση στους παραδοσιακούς προμηθευτές στηριζόμενη στις εξαγωγές τους προς την Αυστρία, Σουηδία και Φινλανδία». Επομένως, δεν πρόκειται για παράβαση ούτε της συμφωνίας αυτής ούτε της αποφάσεως περί εγκρίσεώς της.

30 Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται επίσης ότι το Συμβούλιο δεν θέσπισε ένα «μέτρο κατάλληλο σε σχέση με τις επιταγές της κοινής γεωργικής πολιτικής» και, επομένως, παρέβη το άρθρο 43 της Συνθήκης. Όμως, η προσφεύγουσα δεν παρέσχε καμία διασαφήνιση προς στήριξη του ισχυρισμού αυτού και ως εκ τούτου αυτή έχει το βάρος αποδείξεως. Εν πάση περιπτώσει, δεν θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί, a priori, ως προς τι θα ήταν ακατάλληλο, σε σχέση με το άρθρο 43, ένα σύστημα προσφυγής σε πιστοποιητικά εξαγωγής για τη διασφάλιση της διατήρησης των παραδοσιακών ροών, στόχος του οποίου, άλλωστε, το θεμιτόν δεν αμφισβητείται.

31 Τρίτον, φρονώ ότι το Συμβούλιο, επεκτείνοντας στην Αυστραλία το χορηγηθέν στην Ταϋλάνδη καθεστώς, δεν παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας. Πράγματι, έχοντας υπόψη την ευρεία διακριτική ευχέρεια που σύμφωνα με τη νομολογία αναγνωρίζεται στο Συμβούλιο σε θέματα κοινής γεωργικής πολιτικής, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δυσανάλογο το ότι το Συμβούλιο επιφύλαξε στην Αυστραλία, της οποίας η ποσόστωση αντιπροσώπευε, εν πάση περιπτώσει, μόνο το 5 % της ταϋλανδικής ποσοστώσεως, το ίδιο σύστημα διαχειρίσεως με αυτό που επέβαλε η συναφθείσα με το Βασίλειο της Ταϋλάνδης συμφωνία.

32 Δεν μπορεί, αντικειμενικώς, να θεωρηθεί ότι το χορηγηθέν πλεονέκτημα είχε τέτοια σημασία ώστε τα άρθρα 3 και 4 του κανονισμού να είναι δυσανάλογα σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, δηλαδή τη ρύθμιση της διαχειρίσεως των ποσοστώσεων που είχαν χορηγηθεί κατόπιν των συμφωνιών με τις εν λόγω τρίτες χώρες.

33 Κατά συνέπεια, για όλους αυτούς τους λόγους, καταλήγω ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι τα άρθρα 3 και 4 του κανονισμού 1522/96 συνιστούν παραβίαση κοινοτικού δικαίου.

Λόγοι ακυρώσεως κατά το άρθρο 9

34 Σύμφωνα με την Ιταλική Κυβέρνηση, το άρθρο 9 συνιστά:

- παράβαση ουσιώδους τύπου, κυρίως λόγω ελλείψεως αιτιολογίας·

- παράβαση του άρθρου XXIV, παράγραφος 6, της ΓΣΔΕ·

- παράβαση του άρθρου 43 της Συνθήκης·

- παραβίαση της γενικής αρχής της αναλογικότητας.

Τέλος, το εν λόγω άρθρο συνιστά επίσης κατάχρηση εξουσίας.

35 Η προσφεύγουσα κυβέρνηση ισχυρίζεται, πρώτον, ότι το Συμβούλιο, μη αιτιολογώντας επαρκώς το περιεχόμενο του προπαρατεθέντος άρθρου 9 του κανονισμού, παρέβη ουσιώδεις τύπους. Πράγματι, η εν λόγω κυβέρνηση εκτιμά ότι:

«το Συμβούλιο όφειλε να έχει προσδιορίσει την ποσότητα ρυζιού σε συσκευασίες των πέντε χιλιογράμμων ή λιγότερο, που εισαγόταν στα νέα κράτη μέλη πριν από την προσχώρησή τους, και επ' αυτής της βάσεως να καθορίσει τη μεγίστη ποσότητα (όχι μεγαλύτερη της προμνημονευθείσας ποσότητας) πέραν της οποίας η Επιτροπή όφειλε να παρέμβει προς αποφυγή διαταραχών.

Εν πάση περιπτώσει το Συμβούλιο όφειλε να έχει δικαιολογήσει την καταλληλότητα του ορίου των 33 428 τόνων σε σχέση με την επιταγή της διατηρήσεως των παραδοσιακών εμπορικών ροών για την διευρυμένη Κοινότητα, πράγμα που ρητώς έχει υπομνησθεί στην αντιπροτελευταία αιτιολογική σκέψη του κανονισμού».

36 Το επιχείρημα αυτό ερείδεται στην υπόθεση που έχει κάνει η προσφεύγουσα ότι η καθορισθείσα από το Συμβούλιο ποσότητα των 33 428 τόνων είναι σαφώς μεγαλύτερη των παραδοσιακών ροών που ο κανονισμός σκοπεί να διασφαλίσει.

37 Όμως, από τα έγγραφα που κατέθεσε το Συμβούλιο στη δικογραφία ύστερα από αίτημα του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ο εν λόγω αριθμός αντιστοιχεί στη μέση ποσότητα που εισαγόταν στα τρία νέα κράτη μέλη, δηλαδή 30 389 τόνους, αυξημένη κατά 10 %.

38 Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι, για τα δύο από τα τρία κράτη μέλη, τα προσκομισθέντα αριθμητικά στοιχεία αφορούν μόνο τις μικρότερες των 5 χιλιογράμμων συσκευασίες και όχι τις συσκευασίες των 5 χιλιογράμμων ή λιγότερο. Επομένως, η ποσότητα των εισαγωγών ήταν προφανώς ακόμα μεγαλύτερη. Όπως και αν έχουν τα πράγματα, το Συμβούλιο, θεωρώντας ότι είχε, εν πάση περιπτώσει, μεταβληθεί η παραδοσιακή ροή, αφ' ης στιγμής είχε υπάρξει υπέρβαση κατά 10 % του μέσου όρου των προγενεστέρων εισαγωγών, καθιέρωσε ένα λογικό «όριο συναγερμού».

39 Το Συμβούλιο δεν ήταν υποχρεωμένο να εξηγήσει, στις αιτιολογικές σκέψεις του κανονισμού, τον τρόπο υπολογισμού της ποσότητας των 33 428 τόνων που ορίζεται στο άρθρο 9. Πράγματι, στην περίπτωση αυτή θα όφειλε επίσης να εξηγήσει την κατανομή της ποσοστώσεως των 63 000 τόνων μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών, της Ταϋλάνδης, της Αυστραλίας και των λοιπών περιοχών και θα όφειλε να πράξει αναλόγως και όσον αφορά την κατανομή των λοιπών ποσοστώσεων που προβλέπονταν από τον ίδιο κανονισμό, δηλαδή 20 000 τόνους όσον αφορά το αποφλοιωμένο ρύζι και 80 000 τόνους όσον αφορά τα θραύσματα ρυζιού. Τούτο θα υπερέβαινε τα όρια των επιβαλλομένων από το Δικαστήριο υποχρεώσεων αιτιολογήσεως (6).

40 Επομένως, είναι σαφές ότι το Συμβούλιο, με το άρθρο 9 του κανονισμού, θέσπισε μια διάταξη σύμφωνη προς την αιτιολογία που περιλαμβάνεται στην όγδοη και την ένατη αιτιολογική σκέψη του εν λόγω κανονισμού.

41 Πράγματι, στις εν λόγω αιτιολογικές σκέψεις διαφαίνεται η προσδοκία του Συμβουλίου για τη διατήρηση των παραδοσιακών εμπορικών ρευμάτων καθώς και η ανάγκη αποφυγής της δυνατότητας διασταυρουμένων επιδοτήσεων μεταξύ των εισαγωγών ως προς τις οποίες ισχύει μειωμένος δασμός των άλλων εισαγωγών.

42 Η ληφθείσα απόφαση, με την οποία επιβάλλεται στην Επιτροπή να ενεργεί σε περίπτωση υπερβάσεως κατά 10 % των υφισταμένων εμπορικών ρευμάτων, αποτελεί ασφαλώς το λογικό επακόλουθο της αιτιολογίας αυτής.

43 Η προσφεύγουσα κυβέρνηση προβάλλει επίσης παράβαση του άρθρου XXIV, παράγραφος 6, της ΓΣΔΕ, του άρθρου 43 της Συνθήκης καθώς και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Πράγματι, με βάση την υπόθεση ότι το όριο των 33 428 τόνων δεν αντιστοιχεί στις παραδοσιακές εισαγωγές, η Ιταλική Κυβέρνηση συνάγει εξ αυτού ότι «επομένως, ο καθορισμός μιας τέτοιας ποσότητας συνεπάγεται ένα αδικαιολόγητο, από άποψη ανταγωνισμού, πλεονέκτημα υπέρ των συνήθων εξαγωγέων ορισμένων τρίτων χωρών προς την Κοινότητα το οποίο, επομένως, φαίνεται να είναι προδήλως αφύσικο και αδικαιολόγητο σε σχέση με την "αμοιβαίως ικανοποιητική" λύση προς την οποία έτειναν οι συμφωνίες που είχαν συναφθεί με τις τρίτες χώρες κατ' εφαρμογή του άρθρου XXIV, παράγραφος 6, της ΓΣΔΕ καθώς και προδήλως αντίθετο προς τη γενική αρχή της αναλογικότητας. Υπ' αυτό, επίσης, το πρίσμα ο επίδικος κανονισμός αποτελεί τον καρπό της παραλείψεως να ληφθεί υπόψη η καταλληλότητα του μέτρου σε σχέση με τις επιταγές της κοινής γεωργικής πολιτικής».

44 Στηριζόμενη σε λογικό προαπαιτούμενο του οποίου το αβάσιμο αποδείχθηκε από τα κατατεθέντα από το Συμβούλιο στη δικογραφία στοιχεία, η επιχειρηματολογία αυτή της προσφεύγουσας δεν μπορεί, από αυτό και μόνο το απλό γεγονός, να γίνει δεκτή.

45 Παρ' όλ' αυτά, ας μου επιτραπεί να προσθέσω μερικές διευκρινίσεις όσον αφορά την αρχή της αναλογικότητας.

46 Όπως ορθώς υπογραμμίζει το Συμβούλιο, προκειμένου να διαπιστωθεί αν ένας κοινοτικός κανόνας είναι σύμφωνος προς την αρχή της αναλογικότητας, πρέπει να ελεγχθεί αν τα μέσα που αυτός προβλέπει είναι κατάλληλα για την επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού και δεν υπερβαίνουν το αναγκαίο προς τούτο μέτρο.

47 Όπως προκύπτει από τον ίδιο τον κανονισμό, σκοπός του είναι η υλοποίηση των συναφθεισών με τις τρίτες χώρες συμφωνιών, το δε Συμβούλιο εκτιμά ότι οι διατάξεις του είναι κατάλληλες για την επίτευξη του σκοπού αυτού ασχέτως του περιεχομένου του άρθρου 9. Πράγματι, τούτο προβλέπει ένα μηχανισμό διασφαλίσεως για τους κοινοτικούς εισαγωγείς με σκοπό την αποφυγή ενδεχομένης αποδιοργανώσεως του κοινοτικού τομέα του ρυζιού. Το Συμβούλιο θεώρησε ορθό κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας να συμπεριλάβει μια τέτοια διασφάλιση στον κανονισμό, ο οποίος όμως, και χωρίς αυτήν, θα εξακολουθούσε να είναι κατάλληλος για την εκπλήρωση του σκοπού του, δηλαδή την υλοποίηση των συναφθεισών με τις τρίτες χώρες συμφωνιών.

48 Συμμερίζομαι την ανάλυση αυτή. Πράγματι, όπως σαφώς προκύπτει από την ανάγνωση των αιτιολογικών αναφορών και των αιτιολογικών σκέψεων του κανονισμού, σκοπός του είναι η υλοποίηση των συμφωνιών που συνήφθησαν στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων που είχαν διεξαχθεί βάσει του άρθρου XXIV, παράγραφος 6, της ΓΣΔΕ, ανοίγοντας προς τούτο τις αναγκαίες ποσοστώσεις και ρυθμίζοντας τον τρόπο διαχειρίσεώς τους.

49 Όμως, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι, εφόσον το Συμβούλιο αποφάσισε την πρόβλεψη μιας εγγυήσεως, όπως αυτή του άρθρου 9, η εγγύηση αυτή θα έπρεπε να είναι σύμφωνη προς την αρχή της αναλογικότητας και, επομένως, να μην εξαρτάται από όριο ορισθέν κατά τρόπο δυσανάλογο σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό.

50 Έστω και αν έπρεπε να γίνει δεκτή η θέση αυτή, η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας εξακολουθεί να μην ευσταθεί, εφόσον το εν λόγω όριο όντως αντιστοιχεί στην ποσότητα των υφισταμένων εισαγωγών, αυξημένη κατά 10 %. Επομένως, το εν λόγω όριο δεν ορίστηκε σε ύψος δυσανάλογο σε σχέση με τα παραδοσιακά εμπορικά ρεύματα.

51 Εξάλλου, το άρθρο 9 δεν περιορίζει τις δυνατότητες παρεμβάσεως της Κοινότητας μόνο στην περίπτωση καλύψεως του σχετικού ορίου. Πράγματι, στην παράγραφο 2 διασαφηνίζεται ότι η Επιτροπή παρεμβαίνει εφόσον συντρέχει η μία από τις δύο περιπτώσεις της παραγράφου 1, συγκεκριμένα ουσιώδης μεταβολή των παραδοσιακών ροών και ύπαρξη διασταυρουμένων επιδοτήσεων μεταξύ των εισαγωγών με μηδενικό δασμό και των άλλων καθώς και, ιδίως, στην περίπτωση όπου έχει καλυφθεί το όριο των 33 428 τόνων. Επομένως, το άρθρο 9 επιτρέπει στην Επιτροπή να ασκεί τον έλεγχό της ακόμα και όταν οι εισαγόμενες ποσότητες είναι κατώτερες του ορίου αυτού.

52 Επομένως, ούτε το επιχείρημα ότι το Συμβούλιο δεν έλαβε υπόψη τις ποσότητες που εισάγονταν στα νέα κράτη μέλη υπό το καθεστώς της ενεργητικής τελειοποιήσεως επιτρέπει τη διαπίστωση παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας.

53 Τέλος, όσον αφορά τον ισχυρισμό περί καταχρήσεως εξουσίας, η προσφεύγουσα αναφέρει ότι το Συμβούλιο με τον καθορισμό ορίου μη αντιστοιχούντος στον σκοπό της διατηρήσεως των παραδοσιακών εμπορικών ρευμάτων επιδιώκει σκοπό διαφορετικό από αυτόν που δηλώνεται στις αιτιολογικές σκέψεις του κανονισμού.

54 Ορθώς το Συμβούλιο υπογραμμίζει ότι η προσφεύγουσα δεν παρέχει καμία διευκρίνιση ως προς τους άλλους σκοπούς που επεδίωκε εν προκειμένω το Συμβούλιο, και τούτο μολονότι αυτή φέρει το βάρος αποδείξεως.

55 Μη έχοντας πεισθεί από κανέναν από τους προβαλλομένους λόγους ακυρώσεως της προσφεύγουσας, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή και να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

(1) - ΕΕ L 190, σ. 1.

(2) - EE 1994, L 336, σ. 16.

(3) - EE L 334, σ. 38.

(4) - EE L 334, σ. 1.

(5) - Απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 1994, C-280/93 (Συλλογή 1994, σ. Ι-4973).

(6) - Βλ, π.χ., τις αποφάσεις της 29ης Φεβρουαρίου 1996, C-122/94, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1996, σ. Ι-881, σκέψη 29)· της 9ης Νοεμβρίου 1995, C-466/93, Atlanta Fruchthandelgesellschaft κ.λπ. (Συλλογή 1995, σ. Ι-3799, σκέψη 16), και της 12ης Ιανουαρίου 1986, C-250/84, Eridania κ.λπ. (Συλλογή 1986, σ. 117, σκέψεις 37 και 38).

Top