Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61996CC0326

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Léger της 12ης Μαΐου 1998.
    B.S. Levez κατά T.H. Jennings (Harlow Pools) Ltd.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Employment Appeal Tribunal, London - Ηνωμένο Βασίλειο.
    Κοινωνική πολιτική - Άνδρες και γυναίκες εργαζόμενοι - Ισότητα των αμοιβών - Άρθρο 119 της Συνθήκης ΕΚ - Οδηγία 75/117/ΕΟΚ - Κυρώσεις για παραβάσεις της απαγορεύσεως των διακρίσεων - Αναδρομικές αμοιβές - Εθνική νομοθεσία περιορίζουσα το δικαίωμα επί αναδρομικής καταβολής αμοιβών μόνο στα δύο προ της ασκήσεως της αγωγής έτη - Παρόμοιες ένδικες προσφυγές του εσωτερικού δικαίου.
    Υπόθεση C-326/96.

    Συλλογή της Νομολογίας 1998 I-07835

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1998:220

    61996C0326

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Léger της 12ης Μαΐου 1998. - B.S. Levez κατά T.H. Jennings (Harlow Pools) Ltd. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Employment Appeal Tribunal, London - Ηνωμένο Βασίλειο. - Κοινωνική πολιτική - Άνδρες και γυναίκες εργαζόμενοι - Ισότητα των αμοιβών - Άρθρο 119 της Συνθήκης ΕΚ - Οδηγία 75/117/ΕΟΚ - Κυρώσεις για παραβάσεις της απαγορεύσεως των διακρίσεων - Αναδρομικές αμοιβές - Εθνική νομοθεσία περιορίζουσα το δικαίωμα επί αναδρομικής καταβολής αμοιβών μόνο στα δύο προ της ασκήσεως της αγωγής έτη - Παρόμοιες ένδικες προσφυγές του εσωτερικού δικαίου. - Υπόθεση C-326/96.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1998 σελίδα I-07835


    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


    1 Με τα ερωτήματα που υπέβαλε στο Δικαστήριο, το Employment Appeal Tribunal ερωτά κατ' ουσίαν αν η αρχή της ισότητας των αμοιβών μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων, όπως αυτή καθιερώθηκε με το άρθρο 119 της Συνθήκης ΕΚ και την οδηγία 75/117/ΕΟΚ (1), απαγορεύει την εφαρμογή εθνικού δικονομικού κανόνα ο οποίος περιορίζει στα δύο προ της ασκήσεως της αγωγής έτη την περίοδο για την οποία μία γυναίκα θύμα παραβιάσεως της αρχής αυτής μπορεί να ζητήσει αναδρομική καταβολή αμοιβών.

    Οι κρίσιμες κοινοτικές διατάξεις

    2 Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 119, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να εξασφαλίσουν και να διατηρήσουν σε ισχύ «την αρχή της ισότητας των αμοιβών για όμοια εργασία μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών».

    3 Το άρθρο αυτό, το οποίο θεσπίζει μια αρχή η οποία «(...) περιλαμβάνεται στις βάσεις της Κοινότητας», «(...) μπορεί να εφαρμόζεται απευθείας και να γεννά συνεπώς υπέρ των ιδιωτών δικαιώματα που τα δικαστήρια οφείλουν να προασπίζουν» (2).

    4 Η οδηγία 75/117 διευκρινίζει το καθ' ύλην πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119, θεσπίζοντας, μεταξύ άλλων, διάφορες διατάξεις για την βελτίωση της ένδικης προστασίας των εργαζομένων που θίγονται ενδεχομένως λόγω μη τηρήσεως της αρχής της ισότητας των αμοιβών.

    5 Προς τούτο, το άρθρο 2 της οδηγίας προβλέπει ότι τα κράτη μέλη «εισάγουν στην εσωτερική έννομη τάξη τους τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να καταστεί δυνατόν για κάθε εργαζόμενο, που θεωρεί ότι αδικείται από την μη εφαρμογή της αρχής της ισότητος των αμοιβών, να διεκδικεί τα δικαιώματά του διά της δικαστικής οδού, αφού ενδεχομένως προσφύγει σε άλλα αρμόδια όργανα».

    6 Κατ' εφαρμογήν του άρθρου 6 της οδηγίας, «Τα κράτη μέλη λαμβάνουν, ανάλογα με τις εθνικές συνθήκες και το νομικό τους σύστημα, τα αναγκαία μέτρα για την εξασφάλιση της εφαρμογής της αρχής της ισότητος των αμοιβών. Μεριμνούν για την ύπαρξη αποτελεσματικών μέσων που να επιτρέπουν την τήρηση της αρχής αυτής.»

    Τα πραγματικά περιστατικά και η διαδικασία

    7 Η B. S. Levez, εφεσείουσα της κύριας δίκης, η οποία εργαζόταν από τον Φεβρουάριο του 1991 στην εταιρία T. H. Jennings (Harlow Pools) Ltd, εισέπραττε στην πρώτη της θέση ως προϋσταμένη του γραφείου στοιχημάτων ιπποδρομιών στο Chelmsford, ετήσιο μισθό ανερχόμενο σε 10 000 λίρες στερλίνες (UK£).

    8 Το Δεκέμβριο του 1991, διαδέχθηκε άνδρα εργαζόμενο ο οποίος κατείχε έως τον Οκτώβριο του 1991 τη θέση του προϋσταμένου του γραφείου στοιχημάτων στο Billericay. Η εργοδότρια εταιρία, αμείβοντάς την από την ημερομηνία αυτή με 10 800 UK£, ισχυρίστηκε ότι της κατέβαλλε τον ίδιο μισθό με εκείνον του προκατόχου της, ο οποίος στην πραγματικότητα εισέπραττε μισθό ύψους 11 400 UK£. Ο μισθός της εφεσείουσας της κύριας δίκης αυξήθηκε σε 11 400 UK£ μόλις τον Απρίλιο του 1992.

    9 Αφού αποχώρησε από την εταιρία αυτή τον Μάρτιο του 1993 και ανακάλυψε ότι, αντίθετα προς τους ισχυρισμούς του εργοδότη της, είχε εισπράξει, έως τον Απρίλιο του 1992, μισθό κατώτερο από εκείνον του άνδρα προκατόχου της για την ίδια θέση, η B. S. Levez άσκησε, στις 17 Σεπτεμβρίου 1993, αγωγή ενώπιον του Industrial Tribunal και ζήτησε την εφαρμογή της αρχής της ισότητας των αμοιβών.

    10 Στο εθνικό δίκαιο, η αρχή αυτή προστατεύεται από τον Equal Pay Act του 1970 (νόμο περί ισότητας των αμοιβών), ο οποίος θεσπίζει, υπέρ των μισθωτών, νόμιμο δικαίωμα σε όρους απασχολήσεως (συμπεριλαμβανομένης και της αμοιβής) εξίσου ευνοϋκούς με εκείνους που ισχύουν για τους μισθωτούς του αντιθέτου φύλου που εκτελούν όμοια εργασία ή εργασία ρητώς αναγνωρισθείσα ως ισοδύναμη ή εργασία ίσης αξίας. Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του Equal Pay Act προβλέπει ότι οι συμβάσεις δυνάμει των οποίων οι γυναίκες εργάζονται σε ιδιωτικούς φορείς στη Μεγάλη Βρετανία λογίζονται ως περιέχουσες «ρήτρα ισότητας» (3).

    11 Δεδομένου ότι η εργασία που εκτελούσε η εφεσείουσα της κύριας δίκης ήταν όμοια με εκείνη του προκατόχου της, το Industrial Tribunal δικαίωσε την B. S. Levez και, κατά συνέπεια, αναγνώρισε ότι εδικαιούτο να απαιτήσει μισθό 11 400 UK£ από την ημερομηνία κατά την οποία είχε αναλάβει καθήκοντα ως προϋσταμένη γραφείου, ήτοι από τον Φεβρουάριο του 1991.

    12 Η απόφαση αυτή διορθώθηκε ωστόσο, καθόσον ο εργοδότης επικαλέστηκε την προθεσμία παραγραφής που προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφος 5, του Equal Pay Act, σύμφωνα με το οποίο:

    «Οι γυναίκες δεν δικαιούνται, στο πλαίσιο αγωγής σχετικής με τη μη τήρηση διατάξεως περί ισότητας (συμπεριλαμβανομένων των αγωγών που ασκούνται ενώπιον industrial tribunal) να απαιτήσουν την αναδρομική καταβολή αμοιβής ή την καταβολή αποζημιώσεως για χρόνο προγενέστερο των δύο ετών από την ημερομηνία ασκήσεως της αγωγής.»

    13 Βάσει της διατάξεως αυτής, το Industrial Tribunal μείωσε το ποσό των επιδικασθεισών αναδρομικών αμοιβών ώστε να μην υπερβαίνουν τα δύο έτη από την ημερομηνία ασκήσεως της αγωγής της B. S. Levez. Στην τελευταία αναγνωρίστηκε τελικά δικαίωμα αναδρομικής εισπράξεως αμοιβών μόνο από τις 17 Σεπτεμβρίου 1991 και όχι από τον Φεβρουάριο του 1991.

    14 Η B. S. Levez προσέφυγε τότε ενώπιον του Employment Appeal Tribunal, υποστηρίζοντας ότι το άρθρο 2, παράγραφος 5, του Equal Pay Act αντέβαινε διττώς στο άρθρο 119 της Συνθήκης, σε συνδυασμό με τα άρθρα 2 και 6 της οδηγίας 75/117.

    15 Αφενός, η εθνική αυτή διάταξη, η οποία δεν παρέχει στον δικαστή καμία εξουσία να επιμηκύνει την περίοδο αυτή, είτε για λόγους επιείκειας ενόψει των συγκεκριμένων περιστάσεων κάθε περιπτώσεως, είτε λαμβάνοντας υπόψη την παραπλανητική συμπεριφορά του εργοδότη, δεν εξασφαλίζει πλήρη και αποτελεσματική προστασία σε όσους επικαλούνται την αρχή της ισότητας των αμοιβών μεταξύ των δύο φύλων.

    16 Αφετέρου, ο περιορισμός των δύο ετών είναι λιγότερο ευνοϋκός από τους δικονομικούς κανόνες που ισχύουν για τις παρόμοιες ένδικες προσφυγές του εσωτερικού δικαίου. Έτσι, με την κοινή αγωγή λόγω μη εκτελέσεως των συμβατικών υποχρεώσεων μπορεί να επιτευχθεί η αναδρομική καταβολή αμοιβών για περίοδο έως και έξι ετών προ της κινήσεως της διαδικασίας. Στο πλαίσιο της εν λόγω αγωγής του κοινού δικαίου, ο δικαστής διαθέτει ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως, προκειμένου να μπορεί να λάβει υπόψη, εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση, τη δόλια συμπεριφορά του εργοδότη. Ομοίως, ο Race Relations Act (νόμος περί των σχέσεων μεταξύ φυλών) του 1976 επιτρέπει την άσκηση αγωγής για την αναδρομική καταβολή αμοιβών που οφείλονται εξ αιτίας φυλετικής διακρίσεως υπό ευνοϋκούς δικονομικούς όρους: κανένας περιορισμός όσον αφορά τον χρόνο για τον οποίο μπορεί να ζητηθεί η αναδρομική καταβολή, υπό την προϋπόθεση ότι η αγωγή θα ασκηθεί εντός τριών μηνών από τη λήξη της συμβάσεως.

    17 Ο amicus curiae που ορίστηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων υποστήριξε, αντιθέτως, ότι η επίδικη διάταξη, η οποία εφαρμόζεται ελλείψει σχετικής κοινοτικής ρυθμίσεως, τηρεί την επιταγή σύμφωνα με την οποία οι ένδικες προσφυγές που ασκούνται βάσει του κοινοτικού δικαίου δεν πρέπει να υπόκεινται σε δικονομικούς κανόνες λιγότερο ευνοϋκούς από αυτούς που ισχύουν για παρόμοιες ένδικες προσφυγές του εσωτερικού δικαίου. Συναφώς, υποστήριξε ότι το άρθρο 2, παράγραφος 5, του Equal Pay Act αποτελεί κανόνα γενικής ισχύος, ο οποίος εφαρμόζεται σε όλες τις αγωγές που στηρίζονται στην ισότητα των αμοιβών μεταξύ ανδρών και γυναικών, είτε οι αγωγές αυτές ασκούνται αποκλειστικά βάσει του Equal Pay Act είτε ασκούνται βάσει του άρθρου 119.

    18 Το αιτούν δικαστήριο, καίτοι αναγνωρίζει ότι «αντικείμενο της διαφοράς είναι ένα μικρό σχετικά ποσό, το οποίο ζητεί η Levez για το χρονικό διάστημα από τις 18 Φεβρουαρίου 1991 έως τις 17 Σεπτεμβρίου 1991», θεωρεί ότι, «ωστόσο, το ζήτημα αρχής που τίθεται είναι σημαντικό. Μια ευνοϋκή για τη Levez απόφαση θα είχε εκτεταμένες συνέπειες σε πολλές άλλες υποθέσεις» (4). Κατά συνέπεια, υποβάλλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα ερωτήματα:

    «1) Συμβιβάζεται με το κοινοτικό δίκαιο η εφαρμογή, στο πλαίσιο αγωγής διώκουσας την ίση αμοιβή για όμοια εργασία χωρίς διάκριση λόγω φύλου, κανόνα του εθνικού δικαίου ο οποίος επιτρέπει στην ενάγουσα που ζητεί αναδρομική καταβολή αμοιβής ή αποζημίωση λόγω παραβιάσεως της αρχής της ισότητας των αμοιβών να προβάλει απαίτηση μόνον για το χρονικό διάστημα των δύο ετών πριν από την ημερομηνία ενάρξεως της δίκης, ενόψει του ότι:

    α) αυτός ο κανόνας του εθνικού δικαίου εφαρμόζεται επί όλων των απαιτήσεων για ίση αμοιβή χωρίς διάκριση λόγω φύλου, αλλά δεν ισχύει για κανένα άλλο είδος απαιτήσεων·

    β) κανόνες ευνοϋκότεροι για τους ενάγοντες από την άποψη αυτή εφαρμόζονται στις άλλες απαιτήσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του εργατικού δικαίου, περιλαμβανομένων και των απαιτήσεων που έχουν σχέση με μη τήρηση της συμβάσεως εργασίας, φυλετικές διακρίσεις όσον αφορά την αμοιβή, παράνομη παρακράτηση αποδοχών, καθώς και με διακρίσεις λόγω φύλου όσον αφορά άλλα θέματα άσχετα προς την αμοιβή·

    γ) τα εθνικά δικαστήρια δεν έχουν την ευχέρεια να επιμηκύνουν το χρονικό διάστημα των δύο ετών σε καμία περίπτωση, έστω και αν η ενάγουσα καθυστέρησε να ασκήσει την αγωγή της λόγω του ότι ο εργοδότης της εσκεμμένως της απέκρυψε το ύψος της αμοιβής που καταβάλλεται στους άνδρες εργαζομένους που παρέχουν όμοια εργασία με τη δική της;

    2) Ειδικότερα, ενόψει της πάγιας νομολογίας του Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία τα δικαιώματα που αντλούνται από την άμεση εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου πρέπει να διασφαλίζονται με ένδικες προσφυγές υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται από το εθνικό δίκαιο, υπό τον όρο, μεταξύ άλλων, ότι οι προϋποθέσεις αυτές δεν είναι λιγότερο ευνοϋκές από αυτές που αφορούν παρόμοιες προσφυγές του εσωτερικού δικαίου, πώς πρέπει να ερμηνεύεται η έκφραση "παρόμοιες προσφυγές του εσωτερικού δικαίου" στην περίπτωση αγωγής διώκουσας ίση αμοιβή, όταν οι προϋποθέσεις που καθορίζει η εθνική νομοθεσία περί εφαρμογής της αρχής της ισότητας των αμοιβών διαφέρουν από τις προϋποθέσεις που καθορίζονται από άλλες εθνικές διατάξεις στον τομέα του εργατικού δικαίου, περιλαμβανομένων και των διατάξεων που αναφέρονται στη μη τήρηση της συμβάσεως εργασίας, στις φυλετικές διακρίσεις, στην παράνομη παρακράτηση αποδοχών, καθώς και στις διακρίσεις λόγω φύλου όσον αφορά άλλα θέματα άσχετα προς την αμοιβή;»

    Επί των απαντήσεων στα ερωτήματα

    Εισαγωγή

    19 Όπως αναφέρει το Employment Appeal Tribunal με το δεύτερο ερώτημά του, το Δικαστήριο παγίως αποφαίνεται ότι, ελλείψει συναφούς κοινοτικής ρυθμίσεως, στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους εναπόκειται να ορίσει τα αρμόδια δικαστήρια και να θεσπίσει τους δικονομικούς κανόνες ασκήσεως των ενδίκων προσφυγών που αποσκοπούν στην κατοχύρωση της προστασίας των δικαιωμάτων τα οποία οι ιδιώτες αντλούν από το κοινοτικό δίκαιο.

    20 Η αναγνώριση, ωστόσο, αυτής της δικονομικής αυτονομίας υπόκειται σε δύο περιορισμούς.

    21 Αφενός, οι κανόνες ασκήσεως των ενδίκων προσφυγών, τους οποίους θεσπίζει το εσωτερικό δίκαιο για την άσκηση των δικαιωμάτων που απορρέουν από την κοινοτική έννομη τάξη, δεν μπορούν να είναι λιγότερο ευνοϋκοί από εκείνους που αφορούν παρόμοιες προσφυγές της εσωτερικής έννομης τάξεως.

    22 Αφετέρου, οι εθνικοί αυτοί κανόνες ασκήσεως των ενδίκων προσφυγών δεν πρέπει να καθιστούν αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που χορηγεί η κοινοτική έννομη τάξη (5).

    23 Ο πρώτος περιορισμός μπορεί να χαρακτηριστεί ως «αρχή της ισοδυναμίας» ή «αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων», ενώ ο δεύτερος ως «αρχή της αποτελεσματικότητας» (6).

    24 Στην υπό κρίση υπόθεση, το Δικαστήριο καλείται να διευκρινίσει το περίγραμμα καθενός από τους δύο αυτούς περιορισμούς: ο προβληματισμός που διατυπώνει το αιτούν δικαστήριο με το πρώτο ερώτημά του, ιδίως υπό το στοιχείο γγ, ενέχει σιωπηρή αναφορά στην αρχή της αποτελεσματικότητας, ενώ η αρχή της ισοδυναμίας αποτελεί σαφώς το αντικείμενο του δευτέρου ερωτήματος, ενώ σ' αυτήν αναφέρεται ευρέως και το πρώτο ερώτημα.

    25 Λόγω της σημασίας που της αποδίδει το αιτούν δικαστήριο, και για τις ανάγκες της αναλύσεως και της συλλογιστικής που προτείνω να ακολουθήσει το Δικαστήριο, θα εξετάσω καταρχάς το ζήτημα του κριτηρίου συγκρίσεως των ενδίκων προσφυγών από πλευράς της εκτιμήσεως του κατά πόσον τηρείται η αρχή της ισοδυναμίας, προτού προχωρήσω στην εξέταση του ζητήματος που αποτελεί ειδικά το αντικείμενο του πρώτου ερωτήματος.

    Επί της αρχής της ισοδυναμίας

    26 Η αρχή αυτή υπαγορεύει να τίθενται τα μέσα ένδικης προστασίας του εσωτερικού δικαίου «χωρίς διάκριση» στη διάθεση του κοινοτικού δικαίου· δηλαδή η άσκηση, στο πλαίσιο του εθνικού δικαιοδοτικού συστήματος, δικαιώματος απορρέοντος από το κοινοτικό δίκαιο δεν πρέπει να υπόκειται σε προϋποθέσεις αυστηρότερες (από πλευράς π.χ. παραγραφής, προϋποθέσεων αναζητήσεως του αχρεωστήτως καταβληθέντος, μέσων αποδείξεως) από εκείνες που ισχύουν για την άσκηση του αντιστοίχου καθαρώς εσωτερικής φύσεως δικαιώματος.

    27 Το ουσιώδες ζήτημα που τίθεται στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως είναι μήπως οι εθνικοί δικονομικοί κανόνες που προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφος 5, του Equal Pay Act και οι οποίοι ισχύουν για τις αγωγές που στηρίζονται στο - απορρέον από το κοινοτικό δίκαιο - δικαίωμα στην ισότητα των αμοιβών μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων για όμοια εργασία, το οποίο καθιερώνεται από το άρθρο 119 της Συνθήκης και την οδηγία 75/117, είναι λιγότερο ευνοϋκοί από άλλους δικονομικούς κανόνες που ισχύους για ανάλογα δικαιώματα του εθνικού δικαίου.

    28 Πρέπει, εξάλλου, να προσδιοριστούν αυτά τα αντίστοιχα καθαρώς εσωτερικής φύσεως δικαιώματα.

    29 Γι' αυτό ακριβώς, το Δικαστήριο καλείται ειδικότερα να διευκρινίσει, για τους σκοπούς της εφαρμογής της αρχής της ισοδυναμίας, την έννοια της «παρόμοιας προσφυγής του εσωτερικού δικαίου» ενόψει αγωγής με την οποία επιδιώκεται, όπως στην υπό κρίση περίπτωση, η αναδρομική είσπραξη αμοιβής και η οποία στηρίζεται στην αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, όπως αυτή προβλέπεται και προστατεύεται από το άρθρο 119 της Συνθήκης και την οδηγία 75/117.

    30 Αν υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες ο προσδιορισμός της «παρόμοιας» εσωτερικής φύσεως ένδικης προσφυγής δεν δημιουργεί καμία δυσκολία, σε άλλες περιπτώσεις ο καθορισμός του κριτηρίου συγκρίσεως είναι προφανώς ουσιώδους σημασίας και ενέχει, ουσιαστικά, λήψη θέσεως πολιτικής φύσεως.

    31 Όσο περισσότερο ευρύ είναι το είδος της εσωτερικής φύσεως ένδικης προσφυγής σε σχέση προς το οποίο θα πρέπει να συγκριθεί η προσφυγή που σκοπεί στην άσκηση κοινοτικού δικαιώματος τόσο περισσότερο θα ευνοείται η άσκηση του δικαιώματος αυτού.

    32 Αντιμετωπίζοντας το ίδιο πρόβλημα, ο γενικός εισαγγελέας Mancini, στις προτάσεις του στην προμνησθείσα υπόθεση San Giorgio (7), έθεσε το ακόλουθο ερώτημα: «Ποια στοιχεία πρέπει να υπάρχουν ώστε να είναι δυνατόν να λεχθεί ότι υπάρχει αναλογία και συνεπώς απαγορεύεται η διαφορά μεταχειρίσεως;» Υπό τις περιστάσεις της υποθέσεως εκείνης, επέλεξε μια ευρεία διατύπωση της αρχής της ισοδυναμίας ή της απαγορεύσεως των διακρίσεων: «Παρατηρώ καταρχάς ότι η απαγόρευση των διακρίσεων αποτελεί γενική αρχή της κοινοτικής έννομης τάξης και συνεπώς η εξασθένισή της με τον καθορισμό ορίων πρέπει να γίνεται με μεγάλη προσοχή».

    33 Πιο πρόσφατα, ο γενικός εισαγγελέας Jacobs, με τις προτάσεις του στην προμνησθείσα υπόθεση BP Σουπεργκάζ, επεσήμανε τη δυσκολία αυτού του εγχειρήματος (8): «Δεν είναι, κατά την άποψή μου, αναγκαίο να αναζητείται παρόμοια αξίωση στηριζόμενη στο εθνικό δίκαιο, πράγμα που θα αποτελούσε μια δύσκολη και μάλλον τεχνητή μέθοδο.»

    34 Το Δικαστήριο δεν υιοθέτησε άποψη διαφορετική από εκείνη των γενικών εισαγγελέων του, δεδομένου ότι, όταν αντιμετωπίζει τέτοιο ζήτημα, το παραπέμπει στην κρίση του εθνικού δικαστηρίου. Πράγματι, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί γενικώς ότι «(...) στα εθνικά δικαστήρια εναπόκειται κατ' αρχήν να εξακριβώνουν κατά πόσον οι διαδικαστικές προϋποθέσεις που τίθενται κατά το εσωτερικό δίκαιο για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων που παρέχει στους πολίτες το κοινοτικό δίκαιο (...) είναι σύμφωνες προς την αρχή της ισοδυναμίας (...)» (9).

    35 Ωστόσο, το Δικαστήριο, καίτοι αναγνωρίζει αυτήν την αρμοδιότητα του αιτούντος δικαστηρίου, μεριμνά ώστε να του παράσχει ορισμένα στοιχεία.

    36 Η προμνησθείσα απόφαση Palmisani αφορούσε κανόνα εσωτερικού δικαίου ο οποίος προέβλεπε, για την άσκηση αγωγής προς αποκατάσταση ζημίας οφειλομένης σε καθυστερημένη μεταφορά οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη, αποκλειστική προθεσμία ενός έτους από της μεταφοράς της οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη. Προκειμένου να καθορίσει κατά πόσον η προθεσμία αυτή ήταν σύμφωνη προς την αρχή της ισοδυναμίας σε σχέση προς τις προϋποθέσεις που ίσχυαν για την προβολή αντιστοίχων αξιώσεων βασιζομένων στο εσωτερικό δίκαιο, το εθνικό δικαστήριο αναφερόταν σε τρία είδη διαδικαστικών προϋποθέσεων που θα μπορούσαν να θεωρηθούν «παρόμοιες» (10).

    Το Δικαστήριο έκρινε ότι έπρεπε να θεωρηθούν παρόμοιες οι εσωτερικής φύσεως ένδικες προσφυγές που επεδίωκαν τον ίδιο «σκοπό» (11), ή «σκοπό ανάλογο» με εκείνον της στηριζομένης στο κοινοτικό δίκαιο ένδικης προσφυγής.

    Βάσει των ανωτέρω, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι «(...) το σύστημα περί εξωσυμβατικής ευθύνης που προβλέπει το κοινό δίκαιο (...) επιδιώκει συνολικά ανάλογους σκοπούς προς το σύστημα που καθιερώνεται με [την επίδικη διάταξη]» (12). Το Δικαστήριο προσέθεσε πάντως ότι, «Εντούτοις, προκειμένου να εξακριβωθεί κατά πόσον τα εν λόγω δύο συστήματα είναι συγκρίσιμα, επιβάλλεται ακόμα να εξεταστούν τα ουσιώδη χαρακτηριστικά στοιχεία του εθνικού συστήματος αναφοράς (...)» και παρέπεμψε την εξέταση του ζητήματος αυτού στο εθνικό δικαστήριο.

    37 Προτείνω στο Δικαστήριο να ακολουθήσει την ίδια συλλογιστική και στην υπό κρίση υπόθεση.

    38 Έτσι, πρέπει προπαντός να τονιστεί ότι εναπόκειται καταρχήν στο εθνικό δικαστήριο να εξασφαλίσει την τήρηση της αρχής της ισοδυναμίας. Αυτό πρέπει να καθορίσει ποιες είναι οι «παρόμοιες ένδικες προσφυγές του εσωτερικού δικαίου» σε σχέση προς την αγωγή που ασκεί γυναίκα εργαζόμενη με αίτημα την αναδρομική καταβολή μισθών λόγω παραβιάσεως ρήτρας ισότητας.

    39 Είναι, ωστόσο, δυνατόν να συναχθούν ορισμένα κριτήρια ικανά να καθοδηγήσουν το αιτούν δικαστήριο κατά την αναζήτηση των εθνικών εκείνων δικονομικών κανόνων που είναι συγκρίσιμοι με τους κανόνες που προβλέπει ο Equal Pay Act.

    Επί της εννοίας της «παρόμοιας ένδικης προσφυγής του εσωτερικού δικαίου»

    40 Διάφορα στοιχεία συγκρίσεως προτάθηκαν στο πλαίσιο της δίκης ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και επανελήφθησαν ενώπιον του Δικαστηρίου (13).

    41 Έτσι, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, όπως και ο amicus curiae ενώπιον του Employment Appeal Tribunal, υποστηρίζει ότι, «προς τον σκοπό της τηρήσεως της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων, μια αγωγή ασκούμενη δυνάμει του Equal Pay Act αποτελεί μορφή ένδικη προσφυγής του εσωτερικού δικαίου παρόμοια με ένδικη προσφυγή στηριζόμενη στο άρθρο 119» (14).

    42 Στην πραγματικότητα, υποστηρίζοντας αυτό, η εν λόγω κυβέρνηση διατείνεται ότι θα πρέπει να γίνει σύγκριση μεταξύ, αφενός, των δικονομικών κανόνων που ισχύουν για τις αγωγές που ασκούνται βάσει της αρχής της ισότητας των αμοιβών χωρίς διάκριση λόγω φύλου, όπως αυτή προβλέπεται και προστατεύεται σε κοινοτικό επίπεδο, και, αφετέρου, των δικονομικών κανόνων που ισχύουν για τις αγωγές που ασκούνται βάσει της ιδίας αρχής, όπως αυτή προβλέπεται και προστατεύεται σε εθνικό επίπεδο.

    43 Όσο απλή και αν φαίνεται, η συλλογιστική αυτή προϋποθέτει ότι δεχόμαστε ότι μπορούν να συνυπάρχουν, σε δύο διαφορετικά επίπεδα, το ένα εθνικό και το άλλο κοινοτικό, δύο αρχές της ισότητας των αμοιβών χωρίς διάκριση λόγω φύλου. Όμως αυτό, φυσικά, δεν ισχύει. Η προστασία που προβλέπει ο Equal Pay Act και εκείνη που μπορούν να απαιτήσουν οι εργαζόμενοι βάσει του άρθρου 119 της Συνθήκης και, επικουρικώς, βάσει της οδηγίας 75/117, αποτελούν την έκφραση μιας και μοναδικής αρχής.

    44 Απόδειξη αυτού είναι, εξάλλου, το γεγονός ότι, όπως αναγνωρίζει η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου (15), ο Equal Pay Act αποτελεί, στην πραγματικότητα, τη δεσμευτική εθνική νομοθεσία με την οποία μεταφέρθηκε στο εσωτερικό δίκαιο η οδηγία 75/117, η οποία συνιστά εφαρμογή της αρχής που προβλέπει το άρθρο 119 της Συνθήκης.

    45 Η διαπίστωση αυτή δεν αναιρείται από το γεγονός ότι ο Equal Pay Act θεσπίστηκε το 1970, ήτοι πριν από την προσχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου στην Κοινότητα και την έκδοση της οδηγίας. Ο Equal Pay Act αποτέλεσε, για το Ηνωμένο Βασίλειο, όταν εκδόθηκε η οδηγία 75/117, τη νομοθεσία η οποία του επέτρεψε να συμμορφωθεί προς τις εκ της οδηγίας υποχρεώσεις του, χωρίς να χρειαστεί να θεσπίσει νέο δεσμευτικό νομοθέτημα για τη μεταφορά της οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη. Το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί, εξάλλου, ότι, μεταγενεστέρως, το κείμενο αυτό «τροποποιήθηκε το 1983, προκειμένου να καταστεί σύμφωνο προς το άρθρο 119 της Συνθήκης, ειδικότερα όσον αφορά τις αγωγές που στηρίζονται σε εργασία ίσης αξίας» (16). Έτσι, ο Equal Pay Act αποτελεί σαφώς την εθνική διάταξη εφαρμογής της - κοινοτικής προελεύσεως - αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω φύλου όσον αφορά τις αμοιβές.

    46 Οι αγωγές που ασκούνται δυνάμει του Equal Pay Act ασκούνται, συνεπώς, δυνάμει διατάξεως με την οποία μεταφέρθηκε στο εσωτερικό δίκαιο η οδηγία 75/117, η οποία εφαρμόζει την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων που θεσπίζει το άρθρο 119 της Συνθήκης.

    47 Συνεπώς, οι αγωγές που ασκούνται δυνάμει του Equal Pay Act και του άρθρου 119 της Συνθήκης δεν είναι μόνον παρόμοιες, όπως ισχυρίζεται η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου· ταυτίζονται μεταξύ τους, δηλαδή αποτελούν μία και μόνη αγωγή.

    48 Κατά συνέπεια, δεν μπορεί βασίμως να υποστηριχθεί ότι η αρχή της ισοδυναμίας τηρείται εφόσον οι ίδιοι δικονομικοί κανόνες - εν προκειμένω το αναδρομικό όριο που προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφος 5, του Equal Pay Act - ισχύουν σε δύο συγκρίσιμα είδη αγωγών, του μεν στηριζομένου σε δικαίωμα κοινοτικής προελεύσεως, του άλλου στηριζομένου σε δικαίωμα αντλούμενο από του εσωτερικό δίκαιο, δεδομένου ότι δεν μπορούν να διακριθούν αυτά τα δύο είδη αγωγών. Συνιστά φυσικό επακόλουθο το ότι, όπως παρατηρεί το αιτούν δικαστήριο με το στοιχείο αα του πρώτου ερωτήματός του, «αυτός ο κανόνας του εθνικού δικαίου εφαρμόζεται επί όλων των απαιτήσεων για ίση αμοιβή χωρίς διάκριση λόγω φύλου».

    49 Συνεπώς, αυτό το κριτήριο συγκρίσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

    50 Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου πρότεινε επίσης μιαν άλλη προσέγγιση από αυτή που μόλις απέρριψα, η οποία θα μπορούσε χαρακτηριστεί ως «οριζόντια», υπό την έννοια ότι η προσέγγιση αυτή συνίσταται στη σύγκριση των δικονομικών κανόνων που ισχύουν εν προκειμένω με εκείνους που εφαρμόζονται στις άλλες ένδικες προσφυγές που σκοπούν, γενικώς, στην τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών, σε άλλους τομείς του δικαίου, όπως το δίκαιο των κοινωνικών ασφαλίσεων. Η διατύπωση των ερωτημάτων του Employment Appeal Tribunal αναφέρει επίσης, συναφώς, την προστασία που παρέχεται από τον Sex Discrimination Act (νόμο περί διακρίσεων λόγω φύλου) του 1975, ο οποίος αποτελεί το νομοθέτημα με το οποίο μεταφέρθηκε στο εσωτερικό δίκαιο η οδηγία 76/207/ΕΟΚ, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας (17).

    51 Ωστόσο, ούτε αυτή η σύγκριση μου φαίνεται ενδεδειγμένη εν προκειμένω. Για άλλη μία φορά, ούτε οι άλλοι δικονομικοί κανόνες που ισχύουν για τις ένδικες προσφυγές που ασκούνται βάσει της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε τομείς μη αφορώντες τις αμοιβές διακρίνουν ουσιαστικά μεταξύ των ενδίκων προσφυγών που στηρίζονται σε δικαίωμα αντλούμενο από το εθνικό δίκαιο και σε εκείνες που στηρίζονται σε δικαίωμα κοινοτικής προελεύσεως. Πρόκειται πάντοτε για το ίδιο, κοινοτικής προελεύσεως, δικαίωμα, το οποίο έχει μεταφερθεί στην εσωτερική έννομη τάξη.

    52 Η Γαλλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, όπως και η εφεσείουσα της κύριας δίκης, υποστηρίζουν ότι, για τους σκοπούς της συγκρίσεως, ο τομέας του εθνικού δικαίου που πλησιάζει περισσότερο στην προστασία που παρέχεται δυνάμει του Equal Pay Act είναι ο τομέας που καλύπτει ο Race Relations Act του 1976 (18).

    53 Η - επίσης «οριζόντια» - αυτή προσέγγιση, υπό την έννοια ότι δεν άπτεται ειδικά ενός κλάδου του δικαίου, αλλά λαμβάνει υπόψη μια αρχή, υπό ευρύτατη έννοια - τη γενική αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων -, η οποία μπορεί να ισχύει σε όλους τους κλάδους του δικαίου, καίτοι δεν είναι τελείως αστήρικτη, δεν νομίζω ότι πρέπει να ακολουθηθεί εν προκειμένω.

    54 Ασφαλώς, μπορεί να θεωρηθεί, σύμφωνα με τα κριτήρια που υιοθέτησε το Δικαστήριο με την προμνησθείσα απόφαση Palmisani, ότι οι ένδικες προσφυγές που ασκούνται βάσει του Equal Pay Act και εκείνες που ασκούνται βάσει του Race Relations Act έχουν συναφές αντικείμενο: πρόκειται σε αμφότερες τις περιπτώσεις για την επίκληση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων, είτε των διακρίσεων λόγω φύλου είτε των φυλετικών διακρίσεων.

    55 Ωστόσο, αν, αφενός, θεωρηθεί ότι το κατάλληλο κριτήριο είναι η γενική αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, δεν αντιλαμβάνομαι γιατί πρέπει να περιοριστεί η σύγκριση στην εφαρμογή της αρχής αυτής στις φυλετικές διακρίσεις. Η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων επιδέχεται πολλαπλές εφαρμογές, οι οποίες εξίσου προστατεύονται και λαμβάνονται υπόψη γενικώς στην εσωτερική έννομη τάξη: αυτό ισχύει, για να αναφέρω μόνο μερικά παραδείγματα, για τις διακρίσεις λόγω ιθαγένειας, λόγω σεξουαλικών προτιμήσεων, λόγω θρησκείας, λόγω σωματικής αναπηρίας, λόγω ηλικίας κ.λπ. Γιατί, συνεπώς, να αναφερθούμε εν προκειμένω μόνο σε μία από τις εφαρμογές της γενικής αυτής αρχής για να επιχειρήσουμε τη σύγκριση;

    56 Αφετέρου - και κυρίως - φοβούμαι ότι η προσέγγιση αυτή στηρίζεται σε εσφαλμένη βάση. Πράγματι, αν δεχθούμε την «οριζόντια» προσέγγιση, όπως αυτή που προτείνουν η Γαλλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή και, σε έναν ορισμένο βαθμό, προσέγγιση του είδους αυτής που προτείνει η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, την οποία εξέθεσα ανωτέρω, νομίζω ότι μετατοπίζεται το κέντρο βάρους του ζητήματος.

    57 Ενώπιον του Employment Appeal Tribunal δεν εξετάζεται πλέον, σ' αυτό το στάδιο της δίκης ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, κατά πόσον η B. S. Levez υπέστη δυσμενή μεταχείριση. Το στοιχείο αυτό είναι ήδη δεδομένο, καθόσον το εθνικό δικαστήριο έχει ήδη κρίνει επί του ζητήματος αυτού. Απομένει μόνο να εξεταστεί αν οι εθνικοί δικονομικοί κανόνες που ισχύουν εν προκειμένω επιτρέπουν τη θεραπεία της ενέχουσας δυσμενή διάκριση καταστάσεως από πλευράς κοινοτικού δικαίου κατά τον ίδιο τρόπο που επιτρέπουν τη θεραπεία συγκρίσιμης καταστάσεως απορρέουσας από το εσωτερικό δίκαιο. Όμως, αν συγκρίναμε την «τύχη» που επιφυλάσσεται στις διακρίσεις λόγω φύλου με εκείνη που επιφυλάσσεται στις φυλετικές διακρίσεις, θα εξακολουθούσαμε να επιχειρηματολογούμε ως εάν το ζήτημα της διακρίσεως αποτελούσε το επίκεντρο της αγωγής της B. S. Levez.

    58 Ωστόσο, αυτό δεν συμβαίνει πλέον εν προκειμένω.

    59 Η διαδικασία που έχει κινήσει στην υπό κρίση περίπτωση η B. S. Levez αφορά μια συγκεκριμένη απαίτηση και δεν αποβλέπει στην απλή διαπίστωση μιας δυσμενούς διακρίσεως την οποία επιθυμεί να καταγγείλει γενικώς. Η προηγούμενη διαπίστωση της δυσμενούς διακρίσεως την οποία υπέστη αποτελούσε απλώς μέσο προς στήριξη της προβολής αυτής της αξιώσεως.

    60 Πράγματι, η αγωγή που άσκησε η B. S. Levez αποβλέπει στην αναδρομική καταβολή αμοιβών. Οι αναδρομικές αυτές αμοιβές θεωρήθηκαν, από το επιληφθέν δικαστήριο, ως οφειλόμενες λόγω του ότι δεν τηρήθηκε η ρήτρα ισότητας, η οποία περιεχόταν στη σύμβαση εργασίας, δυνάμει του Equal Pay Act. Θα μπορούσαμε, ωστόσο, να φανταστούμε πολλές άλλες αιτίες για τις οποίες θα μπορούσαν να οφείλονται αναδρομικώς αμοιβές σε έναν εργαζόμενο.

    61 Νομίζω ότι ακριβώς οι άλλες αυτές περιπτώσεις αγωγής προς αναδρομική είσπραξη αμοιβών είναι οι πλέον κατάλληλες να αποτελέσουν στοιχείο συγκρίσεως.

    62 Θα επρόκειτο, έτσι, για σύγκριση της αγωγής που ασκείται, όπως εν προκειμένω, με αίτημα την αναδρομική καταβολή αμοιβών βάσει της κοινοτικής προελεύσεως αρχής της ισότητας των αμοιβών μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων με τις άλλες αγωγές που έχουν ως αίτημα την αναδρομική καταβολή αμοιβών και οι οποίες στηρίζονται σε δικαίωμα ξένο προς την κοινοτική έννομη τάξη, προβλεπόμενο και προστατευόμενο από την εσωτερική έννομη τάξη και, ιδίως, από το εργατικό δίκαιο.

    63 Ας φανταστούμε, παραδείγματος χάριν, την κατάσταση ενός άνδρα του οποίου η σύμβαση εργασίας προβλέπει ότι η αμοιβή του υπολογίζεται βάσει της αρχής του κινήτρου και συνίσταται σε έναν σταθερό μισθό προσαυξανόμενο κάθε μήνα κατά ένα μεταβλητό πριμ (έκτακτη αμοιβή), αναλόγως της επιδόσεώς του. Αν ο εργοδότης του δεν του καταβάλει το ποσό αυτού του πριμ, το οποίο αποτελεί μέρος της αμοιβής του, ο εν λόγω εργαζόμενος θα μπορούσε να ασκήσει αγωγή για την αναδρομική καταβολή αμοιβών οφειλομένων όχι λόγω παραβιάσεως της αρχής της ισότητας των αμοιβών, αλλά λόγω μη τηρήσεως, εκ μέρους του εργοδότη του, των εκ της συμβάσεως εργασίας υποχρεώσεών του.

    64 Στο στάδιο αυτό, χρήσιμη θα ήταν και η αναφορά στον Race Relations Act, όπως προτείνουν η Επιτροπή και η Γαλλική Κυβέρνηση. Ένας άνδρας ο οποίος ασκεί αγωγή με αίτημα την αναδρομική καταβολή μισθών οφειλομένων λόγω φυλετικής διακρίσεως βρίσκεται και αυτός σε κατάσταση συγκρίσιμη με αυτή που μόλις περιέγραψα.

    65 Θεωρώ, λοιπόν, ότι, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, η πλέον συγγενής κατάσταση με αυτή της B. S. Levez είναι η κατάσταση ενός εργαζομένου ο οποίος ασκεί αγωγή με αίτημα την αναδρομική καταβολή μισθών. Αντί της «οριζόντιας» συγκρίσεως, μια «κάθετη» σύγκριση, δηλαδή στον τομέα του εργατικού δικαίου, με άλλες αγωγές οι οποίες αποσκοπούν, ομοίως, στην αναδρομική καταβολή αμοιβών μου φαίνεται η πλέον ενδεδειγμένη.

    66 Η νομολογία του Δικαστηρίου ενισχύει, εξάλλου, την ανάλυσή μου.

    67 Έτσι, στην απόφαση Gillespie κ.λπ. (19), το Δικαστήριο αναφέρθηκε στο γεγονός ότι οι γυναίκες εργαζόμενες εξακολουθούσαν στην περίπτωση εκείνη, «όπως κάθε άλλος εργαζόμενος», να συνδέονται με τον εργοδότη τους, κατά τη διάρκεια της αδείας μητρότητας, με σύμβαση ή σχέση εργασίας για να κρίνει ότι οι εν λόγω εργαζόμενες δικαιούνταν τις αυξήσεις μισθού που είχαν επέλθει πριν ή κατά τη διάρεια της περιόδου αυτής. Πράττοντας αυτό, το Δικαστήριο υιοθέτησε «κάθετη» προσέγγιση, με αναφορά στο εργατικό δίκαιο και, ειδικότερα, στη σύμβαση εργασίας, και όχι «οριζόντια» προσέγγιση, με αναφορά στην ενέχουσα δυσμενή διάκριση λόγω φύλου κατάσταση. Πράγματι, το Δικαστήριο θεώρησε ότι στις εφεσείουσες της κύριας δίκης έπρεπε να δοθούν, όπως και στους συναδέλφους τους, οι επίδικες αυξήσεις μισθού όχι διότι οι εφεσείουσες ήταν γυναίκες θύματα δυσμενούς διακρίσεως, αλλά διότι ήταν εργαζόμενα άτομα των οποίων είχαν προσβληθεί τα δικαιώματα.

    68 Ομοίως, με την απόφαση Draehmpaehl (20), το Δικαστήριο έκρινε ότι, υπό τις περιστάσεις της υποθέσεως εκείνης, δεν είχε τηρηθεί η αρχή της ισότητας συγκρίνοντας τις επίδικες εθνικές διατάξεις, οι οποίες καθόριζαν εκ των προτέρων ένα ανώτατο όριο αποζημιώσεως σε περιπτώσεις διακρίσεως λόγω φύλου κατά την πρόσληψη, με τις «άλλες εθνικές διατάξεις του αστικού και του εργατικού δικαίου», οι οποίες δεν προέβλεπαν τέτοιο ανώτατο όριο.

    69 Θεωρώ, κατά συνέπεια, ότι ως «ένδικη προσφυγή του εσωτερικού δικαίου παρόμοια» με αγωγή έχουσα ως αίτημα την αναδρομική καταβολή αμοιβών και στηριζόμενη στην κοινοτικής προελεύσεως αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω φύλου για ίδια εργασία πρέπει να θεωρείται μια αγωγή έχουσα ως αίτημα την αναδρομική καταβολή αμοιβών και στηριζόμενη σε διατάξεις του εσωτερικού δικαίου, ιδίως του εργατικού δικαίου.

    70 Σε σύγκριση προς την ούτως νοουμένη παρόμοια ένδικη προσφυγή του εσωτερικού δικαίου θα πρέπει, στη συνέχεια, να εκτιμηθεί μήπως οι δικονομικοί κανόνες που επιτρέπουν την άσκησή της είναι περισσότερο ευνοϋκοί από εκείνους που έχουν θεσπιστεί στο εσωτερικό δίκαιο, με το άρθρο 2, παράγραφος 5, του Equal Pay Act, για την άσκηση των δικαιωμάτων που απορρέουν από την κοινοτική έννομη τάξη.

    Επί του «πλέον ευνοϋκού» χαρακτήρα της παρόμοιας ένδικης προσφυγής του εσωτερικού δικαίου

    71 Από τη διάταξη περί παραπομπής και από την ίδια τη διατύπωση των ερωτημάτων που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο προκύπτει ότι ο περιορισμός που προβλέπει ο Equal Pay Act δεν εφαρμόζεται σε καμία άλλη απαίτηση. Έτσι, το στοιχείο αα του πρώτου ερωτήματος αναφέρει ότι «αυτός ο κανόνας εθνικού δικαίου εφαρμόζεται επί όλων των απαιτήσεων για ίση αμοιβή χωρίς διάκριση λόγω φύλου, αλλά δεν ισχύει για κανένα άλλο είδος απαιτήσεων».

    72 Δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο, σ' αυτό το στάδιο της διαδικασίας, να προβεί στη σύγκριση των διαφόρων δικονομικών κανόνων που ισχύουν για τις αγωγές με τις οποίες επιδιώκεται η αναδρομική είσπραξη αμοιβών προκειμένου να εξακριβωθεί αν ευσταθούν τα ανωτέρω. Συναφώς, στο αιτούν δικαστήριο, το οποίο γνωρίζει τους μηχανισμούς προσφυγής του εσωτερικού δικαίου, εναπόκειται να εξετάσει μήπως παρόμοιες ένδικες προσφυγές αντιμετωπίζονται διαφορετικά, αναλόγως του αν στηρίζονται σε δυσμενή διάκριση λόγω φύλου, η απαγόρευση της οποίας προστατεύεται σε κοινοτικό επίπεδο, ή σε αιτία μη απτόμενη του άρθρου 119 της Συνθήκης.

    73 Θα παρατηρήσω απλώς ότι, καίτοι είναι αληθές ότι μια δικονομική διάταξη όπως η επίδικη μπορεί πράγματι να εμφανίζεται a priori λιγότερο ευνοϋκή από μια δικονομική διάταξη που προβλέπει τη δυνατότητα αναδρομικής αναζητήσεως αποδοχών ανατρέχουσα έως και σε έξι έτη πριν από την ημερομηνία ασκήσεως της ένδικης προσφυγής (21), ή κατά μείζονα λόγο από άλλη δικονομική διάταξη που δεν προβλέπει κανέναν περιορισμό του είδους αυτού (22), οι οποίες εφαρμόζονται σε παρόμοιες ένδικες προσφυγές του εσωτερικού δικαίου, νομίζω ότι αυτό δεν είναι το μοναδικό στοιχείο που πρέπει να ληφθεί υπόψη.

    74 Πράγματι, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι οι αγωγές που ασκούνται δυνάμει του Equal Pay Act μπορούν, από άλλες πλευρές, να θεωρηθούν ως υποκείμενες σε ευνοϋκότερες προθεσμίες από εκείνες που ισχύουν για παρόμοιες ένδικες προσφυγές του εσωτερικού δικαίου.

    75 Έτσι, η άσκηση αγωγής όπως αυτή που άσκησε η εφεσείουσα της κύριας δίκης δεν υπόκειται σε καμία αποκλειστική προθεσμία, ενώ, γενικώς, οι λοιπές παρόμοιες ένδικες προσφυγές του εσωτερικού δικαίου πρέπει, για να κριθούν παραδεκτές, να ασκηθούν εντός τριών μηνών είτε από της λήξεως της εργασιακής σχέσεως (23) είτε από της ενέχουσας φυλετική διάκριση πράξεως (24).

    76 Πρέπει επίσης να έχουμε κατά νου ότι, μολονότι οι άλλες αυτές αγωγές φαίνεται να υπάγονται σε βραχύτερες προθεσμίες απ' ό,τι η επίδικη, φαίνεται ότι το δικαστήριο που καλείται να τις εφαρμόσει διαθέτει την εξουσία να τις παρατείνει, εξουσία η οποία δεν φαίνεται να του αναγνωρίζεται στο πλαίσιο του Equal Pay Act.

    77 Επαναλαμβάνω ότι το Δικαστήριο δεν κρίνει εδώ το αν οι παρόμοιες ένδικες προσφυγές του εσωτερικού δικαίου τυγχάνουν ευνοϋκότερης μεταχειρίσεως, καθόσον η κρίση επί του ζητήματος αυτού προϋποθέτει βαθιά γνώση των εθνικών δικονομικών κανόνων και του τρόπου με τον οποίο οι κανόνες αυτοί εφαρμόζονται στην πράξη από τα δικαστήρια. Το Δικαστήριο θα περιοριστεί να επισημάνει στο αιτούν δικαστήριο ότι, αν εξακριβωθεί ότι οι αγωγές που ασκούνται δυνάμει του Equal Pay Act όχι μόνον δεν μπορούν να οδηγήσουν στην αναδρομική καταβολή μισθών για χρόνο προγενέστερο των δύο ετών από της ημερομηνίας ασκήσεως της αγωγής, αντίθετα προς τις λοιπές παρόμοιες αγωγές του εσωτερικού δικαίου, αλλά ακόμα και ότι η προθεσμία ασκήσεως της αγωγής δεν είναι παρά μόνο φαινομενικά ευνοϋκότερη από τις άλλες, δεδομένου ότι το δικαστήριο διαθετει εξουσία παρατάσεως των άλλων προθεσμιών, πρέπει να συναγάγει το συμπέρασμα ότι δεν τηρείται η αρχή της ισοδυναμίας μεταξύ των ενδίκων προσφυγών που στηρίζονται σε δικαίωμα κοινοτικής προελεύσεως και εκείνων που στηρίζονται σε δικαίωμα απορρέον από το εσωτερικό δίκαιο.

    78 Απαντώντας, συνεπώς, στο δεύτερο ερώτημα, καταλήγω ότι το κοινοτικό δίκαιο και, ειδικότερα, το άρθρο 119 της Συνθήκης δεν επιτρέπουν την εφαρμογή εθνικού δικονομικού κανόνα μόνο στις ένδικες προσφυγές με τις οποίες ζητείται η αναδρομική καταβολή αμοιβών και οι οποίες στηρίζονται στην αρχή της ισότητας των αμοιβών μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων για όμοια εργασία, αν ο κανόνας αυτός είναι λιγότερο ευνοϋκός από εκείνους που ισχύουν για παρόμοιες ένδικες προσφυγές του εσωτερικού δικαίου έχουσες ως αίτημα την αναδρομική καταβολή αμοιβών και οι οποίες στηρίζονται, ιδίως, στις εθνικές διατάξεις εργατικού δικαίου.

    Επί της αρχής της αποτελεσματικότητας και επί των εξουσιών του δικαστηρίου

    79 Σημειώνω, προκαταρκτικώς, ότι το αιτούν δικαστήριο δεν δικαιολογείται να προβεί στην εξέταση της άλλης πτυχής της υποθέσεως, η οποία αποτελεί κυρίως το αντικείμενο του πρώτου ερωτήματος, παρά μόνον αν αυτό κρίνει, βάσει των ανωτέρω εκτεθέντων κριτηρίων, ότι μπορεί να εφαρμόσει την επίδικη εθνική διάταξη χωρίς να παραβιαστεί η αρχή της ισοδυναμίας. Πράγματι, στην περίπτωση αυτή το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να βεβαιωθεί ακόμα ότι τηρείται και το δεύτερο όριο που έχει καθορίσει η νομολογία του Δικαστηρίου όσον αφορά την αυτονομία των κρατών μελών προς θέσπιση δικονομικών κανόνων.

    Στην αντίθετη περίπτωση, δηλαδή στην περίπτωση που, βάσει των ανωτέρω διατυπωθέντων κριτηρίων, το Employment Appeal Tribunal κρίνει, κατ' εφαρμογήν της νομολογίας του Δικαστηρίου (25), ότι οφείλει να μην εφαρμόσει την επίδικη διάταξη που αντιβαίνει στο κοινοτικό δίκαιο, η εξέταση του ζητήματος της τηρήσεως της αρχής της αποτελεσματικότητας καθίσταται άνευ αντικειμένου.

    80 Αφήνω στο εθνικό δικαστήριο τη μέριμνα για την εφαρμογή της αρχής της ισοδυναμίας και προχωρώ στη συλλογιστική μου όσον αφορά το άλλο διατυπωθέν ερώτημα.

    81 Το πρώτο υποβληθέν ερώτημα (26) περιλαμβάνει στην πραγματικότητα δύο ερωτήματα. Ζητείται, κατ' ουσίαν, από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί του αν πρέπει να θεωρηθεί ότι ο καθορισμός προθεσμίας όπως αυτή που προβλέπεται από το άρθρο 2, παράγραφος 5, του Equal Pay Act καθιστά αδύνατη την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει η κοινοτική έννομη τάξη - πρόκειται δηλαδή για το αν αυτός ο κανόνας τηρεί την αρχή της αποτελεσματικότητας -, ειδικότερα όταν η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί από το δικαστήριο που καλείται να την εφαρμόσει, ιδίως σε περίπτωση δόλιας συμπεριφοράς του εργοδότη - τίθεται δηλαδή το ζήτημα των διακριτικών εξουσιών του εθνικού δικαστηρίου.

    82 Όσον αφορά την αρχή της αποτελεσματικότητας, υπενθυμίζω ότι η αρχή αυτή περιορίζει την έκταση εφαρμογής της αρχής της αυτονομίας των κρατών μελών προς θέσπιση δικονομικών κανόνων, υπό την έννοια ότι επιβάλλει να μην καθιστούν οι εσωτερικοί κανόνες ασκήσεως των προσφυγών πρακτικώς αδύνατη ή εξαιρετικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει η κοινοτική έννομη τάξη.

    83 Συναφώς, το Δικαστήριο αποφαίνεται, κατά πάγια νομολογία, ότι «Όσον αφορά το ζήτημα κατά πόσον ορισμένη [αποκλειστική] προθεσμία (...) [για την άσκηση της ένδικης προσφυγής] συμβιβάζεται με την αρχή της αποτελεσματικότητας του κοινοτικού δικαίου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο καθορισμός εύλογων ανατρεπτικών προθεσμιών για την άσκηση ενδίκων μέσων ή βοηθημάτων πληροί κατ' αρχήν την προϋπόθεση αυτή, καθόσον συνιστά εφαρμογή της θεμελιώδους αρχής της ασφάλειας δικαίου (...)» (27). Το Δικαστήριο, προς δικαιολόγηση ενός τέτοιου κανόνα, αναφέρεται «(...) στην ανάγκη να αποφεύγεται η επ' αόριστον αμφισβήτηση της νομιμότητας των διοικητικών αποφάσεων (...)» (28).

    84 Με την προμνησθείσα απόφαση Steenhorst-Neerings, το Δικαστήριο εφάρμοσε τη νομολογία αυτή, η οποία είχε διαμορφωθεί σχετικά με τις προβλεπόμενες από το εθνικό δίκαιο προθεσμίες ασκήσεως ένδικης προσφυγής, στις περιπτώσεις - όπως η υπό κρίση - που αφορούν τον καθορισμό, σε εθνικό επίπεδο, ενός περιορισμού της περιόδου για την οποία μπορεί να ζητηθεί η αναδρομική καταβολή οφειλομένων αμοιβών, παρατηρώντας ότι ένας τέτοιος κανόνας «δεν θίγει το ίδιο το δικαίωμα των πολιτών να επικαλούνται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων [το κοινοτικό δίκαιο] (...). Ο εν λόγω κανόνας απλώς και μόνον περιορίζει το αναδρομικό αποτέλεσμα των αιτήσεων που υποβάλλονται για τη χορήγηση [της επίμαχης παροχής]» (29).

    85 Το Δικαστήριο επιβεβαίωσε την ανάλυση αυτή με την απόφαση Johnson (30), κρίνοντας ότι «(...) [μια διάταξη] με την οποία περιορίζεται η περίοδος που προηγείται της υποβολής της αιτήσεως, για την οποία μπορούν να ληφθούν καθυστερούμενες παροχές, δεν καθιστά πρακτικώς αδύνατη την αίτηση παροχής έννομης προστασίας του πολίτη ο οποίος επικαλείται το κοινοτικό δίκαιο».

    86 Όμως, όπως και στις προμνησθείσες υποθέσεις, βρισκόμαστε στην υπό κρίση υπόθεση ενώπιον «[εθνικού] κανόνα ο οποίος δεν αποκλείει το μέσο παροχής ένδικης προστασίας, αλλά απλώς περιορίζει την περίοδο, που προηγείται της υποβολής της αιτήσεως, για την οποία μπορούν να ληφθούν καθυστερούμενες παροχές» (31).

    87 Πράγματι, το άρθρο 2, παράγραφος 5, του Equal Pay Act δεν εμπόδιζε την B. S. Levez να επικαλεστεί το κοινοτικό δίκαιο, αλλά είχε ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της περιόδου για την οποία μπόρεσαν να της χορηγηθούν αναδρομικώς αποδοχές που θεωρήθηκαν ότι της οφείλονταν.

    88 Κατά συνέπεια, κατ' εφαρμογήν της νομολογίας του Δικαστηρίου, ο επίδικος εθνικός κανόνας πρέπει να θεωρηθεί ότι δεν έχει ως αποτέλεσμα να καθιστά πρακτικώς αδύνατη ή εξαιρετικά δυσχερή την άσκηση δικαιωμάτων αντλουμένων από την κοινοτική έννομη τάξη.

    89 Ένα τέτοιο συμπέρασμα δημιουργεί, ωστόσο, ερωτηματικά υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως.

    90 Δεν μπορεί να μη παρατηρηθεί ότι οι προμνησθείσες αποφάσεις Steenhorst-Neerings, Johnson και Alonso-Pιrez αφορούσαν την αναδρομική καταβολή κοινωνικών παροχών (32). Πιο συγκεκριμένα, κάθε μία από τις υποθέσεις αυτές αφορούσε «(...) εθνικό κανόνα που περιορίζει το αναδρομικό αποτέλεσμα μιας αιτήσεως που έχει υποβληθεί για τη χορήγηση [κοινωνικής παροχής] (...)» (33).

    91 Κατά συνέπεια, η λύση που προέκρινε το Δικαστήριο λαμβάνει αναπόφευκτα υπόψη της τον σκοπό που επιδιώκεται, σε εθνικό επίπεδο, με τη θέσπιση ενός τέτοιου κανόνα στο πλαίσιο της κοινωνικής πολιτικής. Το Δικαστήριο ανέφερε, εξάλλου, ότι ένας τέτοιος διαδικαστικός κανόνας «(...) ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της χρηστής διοικήσεως, δεδομένου ότι σκοπεί στην παροχή της δυνατότητας, μεταξύ άλλων, να ελέγχεται εάν ο ενδιαφερόμενος πληρούσε τις νομικές προϋποθέσεις για τη λήψη [της παροχής] (...). Ο εν λόγω κανόνας ανταποκρίνεται επίσης στην ανάγκη διαφυλάξεως της οικονομικής ισορροπίας ενός συστήματος, στο πλαίσιο του οποίου οι αιτήσεις που υποβάλλονται από τους ασφαλισμένους κατά τη διάρκεια του έτους πρέπει καταρχήν να καλύπτονται από τις εισφορές που έχουν εισπραχθεί κατά τη διάρκεια του έτους αυτού» (34).

    92 Όμως, η επίδικη διάταξη του Equal Pay Act δεν επιδιώκει προφανώς τους ίδιους σκοπούς. Σκοπός της είναι μάλλον, όπως αναγνωρίζει η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, «να αποφεύγεται να καλούνται να δικαστήρια να αποφαίνονται επί παλαιών απαιτήσεων» (35). Η ύπαρξη της επίδικης προθεσμίας αποβλέπει, συνεπώς, σε εθνικό επίπεδο, στο να παρακινήσει τους ενδιαφερόμενους να επιδεικνύουν την απαραίτητη επιμέλεια ώστε να επικαλούνται όσο τον δυνατόν νωρίτερα τα δικαιώματά τους.

    93 Συνεπώς, στην ιδιαίτερη περίπτωση όπου υπάρχει δόλια συμπεριφορά, όπως εν προκειμένω, ο σκοπός που επιδιώκεται με τη θέσπιση του επιδίκου περιορισμού δεν έχει πλέον κανένα λόγο υπάρξεως.

    94 Πράγματι, δεν μπορεί να αντιταχθεί στην B. S. Levez ότι σ' αυτήν εναπέκειτο να ασκήσει, ταχύτερα απ' όσο το έπραξε, την αγωγή για την προστασία των δικαιωμάτων της, ούτως ώστε να μπορέσει στη συνέχεια να εισπράξει αναδρομικώς το σύνολο των αμοιβών που δικαιούνταν, εφόσον ο λόγος της καθυστερημένης ασκήσεως της αγωγής της συνίσταται στην άγνοια στην οποία κράτησε ο εργοδότης της όσον αφορά τη δυσμενή διάκριση την οποία υφίστατο (36).

    95 Στην περίπτωση της B. S. Levez, η αυστηρή εφαρμογή του περιορισμού που προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφος 5, του Equal Pay Act δεν συνεπάγεται πολύ σοβαρές οικονομικές συνέπειες, καθόσον, εν προκειμένω, ο B. S. Levez στερείται «μόνο» τις μη καταβληθείσες αμοιβές που της οφείλονται για την περίοδο από τον Φεβρουάριο του 1991 έως τον Σεπτέμβριο του 1991. Υπάρχουν, ωστόσο, καταστάσεις στις οποίες οι οικονομικές συνέπειες της εφαρμογής ενός τέτοιου κανόνα θα μπορούσαν να είναι αισθητά σοβαρότερες (37). Υπάρχουν επίσης περιπτώσεις στις οποίες η αυστηρή εφαρμογή του κανόνα αυτού εμποδίζει ορισμένους εργαζομένους που εξαπατήθηκαν από τον εργοδότη τους να αξιώσουν την παραμικρή αναδρομική καταβολή αμοιβών (38).

    96 Οι σκέψεις αυτές με οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ένας κανόνας όπως ο επίδικος, καίτοι δεν καθιστά, αφεαυτού, πρακτικώς αδύνατη ή εξαιρετικά δυσχερή την άσκηση δικαιώματος αντλουμένου από την κοινοτική έννομη τάξη, αν δεν εφαρμοστεί ελαστικά, ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες περιστάσεις όπως η περίπτωση δόλιας συμπεριφοράς του εργοδότη, μπορεί να έχει ως συνέπεια την παραβίαση της αρχής της αποτελεσματικότητας.

    97 Θεωρώ, συνεπώς, ότι, καίτοι ο καθορισμός ενός ορίου ανατρέχοντος στο παρελθόν όπως αυτό που προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφος 5, του Equal Pay Act δεν είναι αυτός καθεαυτόν κατακριτέος, το γεγονός ότι το εθνικό δικαστήριο δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί σε ελαστικότερη εφαρμογή του κανόνα αυτού προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι ιδιαίτερες περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, παρατείνοντας την καθορισθείσα προθεσμία, μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να καθιστά στην πράξη αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου.

    98 Σημειώνω, εξάλλου, ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία που περιέχονται στη διάταξη περί παραπομπής, το Employment Appeal Tribunal θεωρεί ότι, αντιθέτως, διαθέτει εξουσία παρατάσεως της σχετικής προθεσμίας όσον αφορά την εφαρμογή των δικονομικών κανόνων που ισχύουν για παρόμοιες ένδικες προσφυγές του εσωτερικού δικαίου. Όμως, αν αποδειχθεί ότι όντως ο δικαστής έχει τη δυνατότητα, στο πλαίσιο αγωγής με αίτημα την αναδρομική καταβολή αμοιβών στηριζόμενο σε διατάξεις του εσωτερικού δικαίου, ιδίως του εργατικού δικαίου, να λάβει υπόψη του περιστάσεις όπως η δόλια συμπεριφορά του εργοδότη προκειμένου να μεταβάλει την εκ του νόμου προβλεπόμενη προθεσμία, η ίδια δυνατότητα θα έπρεπε να υπάρχει και στην υπό κρίση περίπτωση, άλλως, επαναλαμβάνω, παραβιάζεται η αρχή της ισοδυναμίας των ενδίκων προσφυγών.

    99 Καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η αδυναμία του εθνικού δικαστηρίου να λάβει υπόψη τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, οι οποίες δικαιολογούν την εκ μέρους της ενάγουσας καθυστερημένη άσκηση της αγωγής, προκειμένου να μεταθέσει το χρονικό όριο που προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφος 5, του Equal Pay Act, είναι δυνατόν να αντιβαίνει στην αρχή της αποτελεσματικότητας του κοινοτικού δικαίου και, επιπλέον, στην αρχή της ισοδυναμίας.

    Πρόταση

    100 Ενόψει των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει ως εξής στο Employment Appeal Tribunal:

    «1) Το κοινοτικό δίκαιο και, ειδικότερα, το άρθρο 119 της Συνθήκης ΕΚ δεν επιτρέπουν την εφαρμογή, σε αγωγή με αίτημα την αναδρομική καταβολή αμοιβών στηριζόμενο στην αρχή της ισότητας των αμοιβών μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων για όμοια εργασία, εθνικού δικονομικού κανόνα ο οποίος περιορίζει τον προ της ασκήσεως της αγωγής χρόνο για τον οποίο μπορεί να ζητηθεί η αναδρομική καταβολή αμοιβών, εφόσον ο κανόνας αυτός είναι λιγότερο ευνοϋκός από εκείνους που ισχύουν για παρόμοιες ένδικες προσφυγές του εσωτερικού δικαίου έχουσες ως αίτημα την αναδρομική καταβολή αμοιβών στηριζόμενο σε διατάξεις του εθνικού δικαίου και, ιδίως, του εργατικού δικαίου.

    2) Το κοινοτικό δίκαιο και, ειδικότερα, το άρθρο 119 της Συνθήκης δεν επιτρέπουν επίσης την εφαρμογή ενός τέτοιου εθνικού δικονομικού κανόνα, όταν το εθνικό δικαστήριο, εφαρμόζοντας τον κανόνα αυτόν, δεν μπορεί να λάβει υπόψη του τις ιδιαίτερες περιστάσεις που δικαιολογούν την καθυστερημένη άσκηση της ένδικης προσφυγής, ώστε να παρατείνει την προβλεπόμενη προθεσμία.»

    (1) - Οδηγία του Συμβουλίου, της 10ης Φεβρουαρίου 1975, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν την εφαρμογή της αρχής της ισότητας των αμοιβών μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 42).

    (2) - Απόφαση της 8ης Απριλίου 1976, 43/75, Defrenne (Συλλογή τόμος 1976, σ. 175, σκέψεις 12 και 24).

    (3) - Η εφεσείουσα της κύριας δίκης υπογραμμίζει στις γραπτές παρατηρήσεις της (βλ. υποσημείωση 4) ότι όλες οι διατάξεις του Equal Pay Act που αναφέρονται στις γυναίκες ισχύουν και για τους άνδρες.

    (4) - Βλ. σ. 5 της [ελληνικής] μεταφράσεως της διατάξεως περί παραπομπής.

    (5) - Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 1976, 33/76, Rewe (Συλλογή τόμος 1976, σ. 747, σκέψη 5), και 45/76, Comet (Συλλογή τόμος 1976, σ. 765, σκέψη 13)· της 27ης Φεβρουαρίου 1980, 68/79, Just (Συλλογή τόμος 1980/Ι, σ. 253, σκέψη 25)· της 9ης Νοεμβρίου 1983, 199/82, San Giorgio (Συλλογή 1983, σ. 3595, σκέψη 12)· της 25ης Ιουλίου 1991, C-208/90, Emmott (Συλλογή 1991, σ. Ι-4269, σκέψη 16)· της 6ης Ιουλίου 1995, C-62/93, BP Σουπεργκάζ (Συλλογή 1995, σ. Ι-1883)· της 2ας Δεκεμβρίου 1997, C-188/95, Fantask κ.λπ. (Συλλογή 1997, σ. 6783, σκέψη 47, και της 11ης Δεκεμβρίου 1997, C-246/96, Magorrian και Cunningham (Συλλογή 1997, σ. Ι-7153, σκέψη 37).

    (6) - Βλ., υπό το πνεύμα αυτό, τηρουμένων των αναλογιών, τον χαρακτηρισμό των δύο περιορισμών της παραπομπής στο περί ευθύνης εθνικό δίκαιο, όσον αφορά την ευθύνη των κρατών μελών, την απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Ιουλίου 1997, C-261/95, Palmisani (Συλλογή 1997, σ. Ι-4025, σκέψη 27).

    (7) - Σημείο 11, σ. 3633, 3634.

    (8) - Σημείο 58.

    (9) - Προμνησθείσα απόφαση Palmisani, σκέψη 33.

    (10) - Όπ.π., σκέψη 32.

    (11) - Όπ.π., σκέψη 34.

    (12) - Όπ.π., σκέψη 38.

    (13) - Τα διάφορα αυτά κριτήρια μνημονεύονται, εξάλλου, στο στοιχείο ββ του πρώτου ερωτήματος και στο τέλος του δευτέρου ερωτήματος του αιτούντος δικαστηρίου.

    (14) - Σημείο 3.3 των παρατηρήσεών της.

    (15) - Στο σημείο 3.6 των παρατηρήσεών της, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου αναφέρει ότι «(...) όταν το Ηνωμένο Βασίλειο προσχώρησε στην Κοινότητα το 1973, υπήρχε ήδη νομοθεσία που επρόκειτο να τεθεί σε ισχύ (...) και η οποία θεσμοθετούσε το δικαίωμα σε ίση αμοιβή χωρίς διάκριση λόγω φύλου». Στο σημείο 3.32 των παρατηρήσεών της, αναφέρει επίσης ότι, «στον τομέα της απασχολήσεως, (...) οι διατάξεις του Equal Pay Act (...) αντιστοιχούν στα κοινοτικής προελεύσεως δικαιώματα που προβλέπονται είτε στο αρθρο 119 είτε στην οδηγία περί ισότητας των αμοιβών.»

    (16) - Σελίδα 13 της [ελληνικής] μεταφράσεως της διατάξεως περί παραπομπής.

    (17) - Οδηγία του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976 (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 70).

    (18) - Η νομοθεσία αυτή παρέχει, εντός του Ηνωμένου Βασιλείου, προστασία κατά των φυλετικών διακρίσεων στον τομέα της απασχολήσεως. Καλύπτει τις διακρίσεις λόγω χρώματος, φυλής, ιθαγένειας και εθνικής καταγωγής (σημείο 3.29 των παρατηρήσεων της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου).

    (19) - Απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 1996 (C-342/93, Συλλογή 1996, σ. Ι-475, σκέψεις 21 και 22).

    (20) - Απόφαση της 22ας Απριλίου 1997 (C-180/95, Συλλογή 1997, σ. Ι-2195, σκέψεις 28 και 41).

    (21) - Αυτή η εξαετής προθεσμία αποτελεί το ισχύον στο εθνικό δίκαιο χρονικό όριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 5 του Limitation Act (νόμου περί παραγραφής) του 1980, για τις απαιτήσεις λόγω μη εκπληρώσεως των εκ της συμβάσεως εργασίας υποχρεώσεων (σ. 11, 17 της [ελληνικής] μεταφράσεως της διατάξεως περί παραπομπής). Η προθεσμία ασκήσεως μιας αγωγής αρχίζει να τρέχει από την ημερομηνία κατά την οποία έλαβε χώρα το γεγονός που αποτελεί την αιτία της ασκήσεώς της (σ. 11 της [ελληνικής] μεταφράσεως της διατάξεως περί παραπομπής).

    (22) - Οι αγωγές που ασκούνται βάσει του Race Relations Act του 1976 δεν φαίνεται να υπάγονται σε κανέναν χρονικό περιορισμό ως προς την αναδρομική καταβολή, υπό την προϋπόθεση ότι η αγωγή έχει ασκηθεί εντός τριών μηνών από της λήξεως της συμβάσεως (σ. 17 της [ελληνικής] μεταφράσεως της διατάξεως περί παραπομπής).

    (23) - Στο σημείο 3.34 των παρατηρήσεών της, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου παρέχει τα ακόλουθα στοιχεία. Για τις απαιτήσεις που συνδέονται με τη μη εκτέλεση των εκ της συμβάσεως εργασίας υποχρεώσεων και οι οποίες υπάγονται στην αρμοδιότητα του Industrial Tribunal, η προθεσμία αυτή προβλέπεται από το άρθρο 7 του Industrial Tribunal Extension of Jurisdiction (England and Wales) Order του 1994 και από το άρθρο 7 του Industrial Tribunal Extension of Jurisdiction (Scotland) Order του 1994.

    (24) - Άρθρο 68, παράγραφοι 1 και 7, του Race Relations Act του 1976.

    (25) - Ιδίως, της αποφάσεως της 9ης Μαρτίου 1978, 106/77, Simmenthal (Συλλογή τόμος 1978, σ. 239).

    (26) - Πρόκειται στην πραγματικότητα για το στοιχείο γγτου πρώτου ερωτήματος, δεδομένου ότι τα στοιχεία αα και ββ εξετάστηκαν στο πλαίσιο του δευτέρου ερωτήματος.

    (27) - Προμνησθείσα απόφαση Palmisani (σκέψη 28). Βλ. επίσης τις προμνησθείσες αποφάσεις Rewe (σκέψη 5), Comet (σκέψη 17) και San Giorgio (σκέψη 12).

    (28) - Απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 1993, C-338/91, Steenhorst-Neerings (Συλλογή 1993, σ. Ι-5475, σκέψη 22).

    (29) - Όπ.π., σκέψη 21.

    (30) - Απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 1994, C-410/92 (Συλλογή 1994, σ. Ι-5483, σκέψη 23). Βλ. επίσης την απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 1995, C-394/93, Alonso-Pιrez (Συλλογή 1995, σ. Ι-4101, σκέψη 30).

    (31) - Προμνησθείσα απόφαση Johnson, σκέψη 30.

    (32) - Οι δύο πρώτες αποφάσεις αφορούσαν, ειδικότερα, την εφαρμογή της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/003, σ. 160). Η απόφαση Alonso-Pιrez αφορούσε τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς και τις οικογένειές τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 73).

    (33) - Προμνησθείσα απόφαση Steenhorst-Neerings, σκέψη 16.

    (34) - Όπ.π., σκέψη 23.

    (35) - Σημείο 1.3 των παρατηρήσεών της.

    (36) - Έτσι, αν, αντί να ασκήσει την αγωγή της τον Σεπτέμβριο του 1993, το είχε πράξει τον Φεβρουάριο του 1993, θα μπορούσε να εισπράξει αναδρομικώς το σύνολο των αμοιβών που της οφείλονταν. Δεν μπόρεσε, ωστόσο, να το πράξει διότι εξακολουθούσε να αγνοεί ότι ήταν θύμα δυσμενούς διακρίσεως.

    (37) - Αυτό θα συνέβαινε στην περίπτωση γυναίκας η οποία, όπως η B. S. Levez, υφίσταται διάκριση ως προς τις αποδοχές, που της αποκρύπτει ο εργοδότης της, όχι μόνο λίγο περισσότερο από δύο έτη, αλλά επί δεκαπέντε έτη. Μια αυστηρή εφαρμογή της επίδικης διατάξεως θα οδηγούσε στην αναδρομική χορήγηση των οφειλομένων αμοιβών, στην καλύτερη περίπτωση, μόνο για τα δύο τελευταία έτη προ της ανακαλύψεως της δυσμενούς διακρίσεως, χωρίς να μπορούν να αναζητηθούν οι οφειλόμενες αμοιβές για τα προηγούμενα δεκατρία έτη.

    (38) - Αυτό θα συνέβαινε στην περίπτωση γυναίκας που υπέστη δυσμενή διάκριση επί πολλά έτη, η οποία, στη διάρκεια των δύο τελευταίων ετών προ της ασκήσεως της αγωγής της, εισέπραττε επιτέλους την κανονική αμοιβή της. Αν λάβει γνώση της διακρίσεως, την οποία είχε υποστεί, μόλις κατά το πέρας της διετίας αυτής και ακόμα και αν ασκήσει αμέσως την αγωγή της, η αυστηρή εφαρμογή του επίδικου κανόνα θα έχει ως αποτέλεσμα να μην της καταβληθεί αναδρομικώς καμία αμοιβή, έστω και αν διαπιστωθεί η δυσμενής διάκριση.

    Top