Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61996CC0203

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Jacobs της 23ης Οκτωβρίου 1997.
    Chemische Afvalstoffen Dusseldorp BV κ.λπ. κατά Minister van Volkshuisvesting, Ruimtelijke Ordening en Milieubeheer.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Raad van State - Κάτω Χώρες.
    Μεταφορά αποβλήτων προοριζομένων για αξιοποίηση - Αρχές της αυτάρκειας και της εγγύτητας.
    Υπόθεση C-203/96.

    Συλλογή της Νομολογίας 1998 I-04075

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1997:508

    61996C0203

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Jacobs της 23ης Οκτωβρίου 1997. - Chemische Afvalstoffen Dusseldorp BV κ.λπ. κατά Minister van Volkshuisvesting, Ruimtelijke Ordening en Milieubeheer. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Raad van State - Κάτω Χώρες. - Μεταφορά αποβλήτων προοριζομένων για αξιοποίηση - Αρχές της αυτάρκειας και της εγγύτητας. - Υπόθεση C-203/96.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1998 σελίδα I-04075


    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


    1 Η παρούσα υπόθεση αφορά την ακολουθούμενη στις Κάτω Ξώρες πολιτική απαγορεύσεως της εξαγωγής ορισμένων αποβλήτων προς αξιοποίηση, εκτός αν η επεξεργασία αυτών των αποβλήτων στο εξωτερικό είναι περισσότερο αποτελεσματική απ' ό,τι στις Κάτω Ξώρες. Το Nederlandse Raad van State (Συμβούλιο Επικρατείας της Ολλανδίας) ζητεί να διευκρινιστεί αν η πολιτική αυτή αντιβαίνει προς το άρθρο 34 της Συνθήκης EK, λαμβανομένων υπόψη των αρχών της «αυτάρκειας» και της «εγγύτητας». Οι αρχές αυτές απορρέουν από τον κανονισμό (ΕΟΚ) 259/93 του Συμβουλίου, της 1ης Φεβρουαρίου 1993, σχετικά με την παρακολούθηση και τον έλεγχο των μεταφορών αποβλήτων στο εσωτερικό της Κοινότητας καθώς και κατά την είσοδο και έξοδό τους (1) (στο εξής: κανονισμός περί αποβλήτων ή, απλώς, κανονισμός), και από την οδηγία 75/442/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1975, περί διαθέσεως των στερεών αποβλήτων (2).

    2 Το Raad van State επιθυμεί ειδικότερα να διευκρινιστεί αν η νομοθεσία αυτή αποβλέπει στην εφαρμογή των αρχών της αυτάρκειας και της εγγύτητας μόνον όσον αφορά τα απόβλητα που προορίζονται για διάθεση ή αν επιτρέπει επίσης την εφαρμογή τους όσον αφορά τα απόβλητα που προορίζονται για αξιοποίηση. Επίσης, ερωτά αν η ακολουθούμενη στις Κάτω Ξώρες πολιτική αποτελεί ορθή εφαρμογή αυτών των αρχών. Σε περίπτωση που η κοινοτική νομοθεσία δεν εφαρμόζει τις αρχές της αυτάρκειας και της εγγύτητας όσον αφορά τα απόβλητα που προορίζονται για αξιοποίηση, το Raad van State επιθυμεί να διευκρινισθεί αν αυτή η πολιτική των Κάτω Ξωρών μπορεί, παρά ταύτα, να δικαιολογηθεί βάσει του άρθρου 130 Τ της Συνθήκης. Ερωτά, επίσης, αν το αποκλειστικό δικαίωμα που έχει χορηγηθεί στην εθνική επιχείρηση η οποία έχει αναλάβει τη διαχείριση των αποβλήτων συμβιβάζεται με το άρθρο 90, παράγραφοι 1 και 2, της Συνθήκης, σε συνδυασμό με το άρθρο 86 της Συνθήκης.

    Η κοινοτική νομοθεσία περί αποβλήτων

    Η οδηγία περί αποβλήτων

    3 Η οδηγία 75/442 θεσπίστηκε στις 15 Ιουλίου 1975 βάσει των άρθρων 100 και 235 της Συνθήκης. Όλες οι ουσιαστικές διατάξεις της οδηγίας αυτής αντικαταστάθηκαν με την οδηγία 91/156/EOK του Συμβουλίου (3). Η οδηγία αυτή θεσπίστηκε στις 18 Μαρτίου 1991 βάσει του άρθρου 130 Σ της Συνθήκης. Θα αναφέρομαι κατωτέρω στην οδηγία 75/442, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την οδηγία 91/156, με την έκφραση «η οδηγία περί των στερεών αποβλήτων» ή, απλώς, «η οδηγία» (4).

    4 Η οδηγία προβλέπει ορισμένες γενικές διατάξεις και θέτει ορισμένες γενικές αρχές ως προς τη διάθεση και την αξιοποίηση των στερεών αποβλήτων. Κρίσιμα για την παρούσα υπόθεση είναι τα άρθρα 3, 4, 5 και 7. Τα άρθρα αυτά προβλέπουν τα ακόλουθα:

    5 Το άρθρο 3 επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να λάβουν τα ενδεδειγμένα μέτρα για να προωθήσουν: πρώτον, «την πρόληψη ή τη μείωση της παραγωγής και της βλαπτικότητας των αποβλήτων» (5) και, δεύτερον, «την αξιοποίηση των αποβλήτων με ανακύκλωση, επαναχρησιμοποίηση ή ανάκτηση ή οποιαδήποτε άλλη ενέργεια που έχει στόχο την παραγωγή δευτερογενών πρώτων υλών» ή «τη χρησιμοποίηση των αποβλήτων ως πηγή ενέργειας». Τα μέτρα αυτά πρέπει να κοινοποιούνται στην Επιτροπή (6). Το άρθρο 4 επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να λάβουν «τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι η διάθεση ή αξιοποίηση των αποβλήτων θα πραγματοποιείται χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η υγεία του ανθρώπου και χωρίς να χρησιμοποιούνται διαδικασίες ή μέθοδοι που ενδέχεται να βλάψουν το περιβάλλον». Προβλέπει, επίσης, ότι τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα «για την απαγόρευση της εγκατάλειψης, της απόρριψης και της ανεξέλεγκτης διάθεσης των αποβλήτων».

    6 Το άρθρο 5 θέτει τις αρχές της αυτάρκειας και της εγγύτητας, οι οποίες αφορούν την παρούσα υπόθεση. Προβλέπει τα ακόλουθα:

    «1. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα, σε συνεργασία με άλλα κράτη μέλη εφόσον αυτό παρίσταται αναγκαίο ή σκόπιμο, ώστε να δημιουργηθεί ολοκληρωμένο και κατάλληλο δίκτυο εγκαταστάσεων διάθεσης των αποβλήτων, που θα λαμβάνει υπόψη τις καλύτερες διαθέσιμες τεχνολογίες που δεν συνεπάγονται υπερβολικό κόστος. Το δίκτυο αυτό πρέπει να επιτρέπει στην Κοινότητα ως σύνολο να καταστεί αυτάρκης στον τομέα της διάθεσης των αποβλήτων και στα κράτη μέλη να τείνουν χωριστά προς τον στόχο αυτό, λαμβανομένων υπόψη των γεωγραφικών συνθηκών ή της ανάγκης ειδικών εγκαταστάσεων για ορισμένες κατηγορίες αποβλήτων.

    2. Το δίκτυο αυτό πρέπει να επιτρέπει ακόμη τη διάθεση των αποβλήτων σε μία από τις πλησιέστερες κατάλληλες εγκαταστάσεις, με χρησιμοποίηση των καταλληλότερων μεθόδων και τεχνολογιών για την εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας του περιβάλλοντος και της δημόσιας υγείας.»

    7 Κατά το άρθρο 7 οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών υποχρεούνται να συντάξουν «σχέδια διαχείρισης των αποβλήτων» προς επίτευξη των στόχων των άρθρων 3, 4 και 5. Τα σχέδια αυτά πρέπει να γνωστοποιούνται στην Επιτροπή, τα δε κράτη μέλη «μπορούν να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για να εμποδίσουν μεταφορές αποβλήτων οι οποίες αντιβαίνουν προς τα σχέδια διαχείρισης». Τα κράτη μέλη οφείλουν να ενημερώνουν σχετικά με τα μέτρα αυτά την Επιτροπή και τα υπόλοιπα κράτη μέλη.

    8 Το άρθρο 7 προβλέπει, επίσης, ότι τα σχέδια διαχείρισης των αποβλήτων «αφορούν ιδίως τον τύπο, την ποσότητα και την προέλευση των αποβλήτων που θα πρέπει να αξιοποιηθούν ή να διατεθούν, τις γενικές τεχνικές προδιαγραφές, όλες τις ειδικές διατάξεις που αφορούν συγκεκριμένους τύπους αποβλήτων, [και] τις κατάλληλες τοποθεσίες ή εγκαταστάσεις διάθεσης των αποβλήτων». Ορίζει ότι τα σχέδια αυτά πρέπει «να περιλαμβάνουν π.χ. τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που είναι εξουσιοδοτημένα για τη διαχείριση των αποβλήτων, την εκτίμηση του κόστους των εργασιών αξιοποίησης και διάθεσης, [και] τα κατάλληλα μέτρα για την ενθάρρυνση της ορθολογικής οργάνωσης της συλλογής, της διαλογής και της επεξεργασίας των αποβλήτων».

    9 Τέλος, σχετικά με την οδηγία αυτή, αξίζει να σημειωθεί ειδικότερα η ένατη αιτιολογική σκέψη, στην οποία αναφέρεται ότι «(...) είναι σκόπιμο να μειωθούν οι μετακινήσεις αποβλήτων και προς τούτο τα κράτη μέλη μπορούν να λάβουν τα αναγκαία μέτρα, στα πλαίσια των σχεδίων διαχείρισης τα οποία έχουν».

    Ο κανονισμός περί αποβλήτων

    10 Ο κανονισμός περί αποβλήτων θεσπίστηκε την 1η Φεβρουαρίου 1993, η δε εφαρμογή του άρχισε από τις 6 Μαου 1994 (7). Όπως και η οδηγία (στην τροποποιημένη μορφή της), θεσπίστηκε βάσει του άρθρου 130 Σ. Ο κανονισμός προβλέπει μεταξύ άλλων, σύστημα προηγούμενης κοινοποιήσεως μεταξύ των κρατών μελών των μεταφορών αποβλήτων. Αντικαθιστά και καταργεί την οδηγία 84/631/ΕΟΚ περί επικινδύνων αποβλήτων, προβλέπει όμως την κοινοποίηση των διασυνοριακών μεταφορών επικινδύνων και μη αποβλήτων και θέτει σε ισχύ εντός της Κοινότητας τη Σύμβαση της Βασιλείας (η οποία επικυρώθηκε εκ μέρους της Κοινότητας με την απόφαση 93/98/ΕΟΚ του Συμβουλίου (8), η οποία εκδόθηκε την ίδια ημέρα με τον κανονισμό).

    11 Ο κανονισμός προβλέπει διαφορετικούς κανόνες για τη μεταφορά αποβλήτων προς διάθεση και για τη μεταφορά αποβλήτων προς αξιοποίηση. Πάντως, και για τους δύο τύπους μεταφοράς απαιτείται προηγούμενη κοινοποίηση. Οι διατάξεις περί αποβλήτων προς διάθεση περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο Α του τίτλου ΙΙ του κανονισμού, οι δε διατάξεις περί αποβλήτων προς αξιοποίηση στο κεφάλαιο Β. Το κεφάλαιο Α περιλαμβάνει τα άρθρα 3 έως 5. Το κεφάλαιο Β περιλαμβάνει τα άρθρα 6 έως 11.

    12 Στην περίπτωση των αποβλήτων προς διάθεση, το κράτος μέλος προορισμού έχει την ευθύνη χορηγήσεως αδείας μεταφοράς, ενώ τα κράτη μέλη αποστολής και διαμετακόμισης ειδοποιούνται επίσης για τη μεταφορά. Δικαιούνται να προβάλουν αντιρρήσεις, ενώ το κράτος μέλος προορισμού μπορεί να χορηγήσει την άδεια μόνον εφόσον δεν έχουν προβληθεί τέτοιες αντιρρήσεις. Στην περίπτωση αποβλήτων για αξιοποίηση, τα κράτη μέλη αποστολής, προορισμού και διαμετακόμισης έχουν το δικαίωμα να προβάλουν αντιρρήσεις για τη μεταφορά, αλλά, κατά κανόνα, δεν απαιτείται ρητή άδεια.

    13 Οι λόγοι για τους οποίους μπορεί να προβληθεί αντίρρηση στη μεταφορά αποβλήτων προς διάθεση παρατίθενται στο άρθρο 4, παράγραφος 3. Στο άρθρο 4, παράγραφος 3, στοιχείο αα, σημείο i, ορίζεται ότι:

    «Προκειμένου να τεθούν σε εφαρμογή οι αρχές της εγγύτητας, της προτεραιότητας αξιοποίησης και της αυτάρκειας σε κοινοτικό και εθνικό επίπεδο, σύμφωνα με την οδηγία 75/442/ΕΟΚ, τα κράτη μέλη μπορούν να λαμβάνουν μέτρα, σύμφωνα με τη Συνθήκη για τη γενική ή μερική απαγόρευση των μεταφορών αποβλήτων ή να προβάλλουν συστηματικά αντιρρήσεις για τις εν λόγω μεταφορές. Τα μέτρα αυτά κοινοποιούνται αμέσως στην Επιτροπή που ενημερώνει τα άλλα κράτη μέλη.»

    14 Στη συνέχεια, το άρθρο 4, παράγραφος 3, στοιχείο ββ, προβλέπει ότι:

    «Οι αρμόδιες αρχές αποστολής και προορισμού, λαμβάνοντας υπόψη τις γεωγραφικές συνθήκες ή την ανάγκη ειδικευμένων εγκαταστάσεων για ορισμένα είδη αποβλήτων, δύνανται να προβάλουν αιτιολογημένες αντιρρήσεις για τη σχεδιαζόμενη μεταφορά αν δεν είναι σύμφωνη με την οδηγία 75/442/ΕΟΚ, και ιδίως με τα άρθρα 5 και 7:

    i) προκειμένου να εφαρμόσουν την αρχή της αυτάρκειας σε κοινοτικό και εθνικό επίπεδο·

    ii) σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η εγκατάσταση πρέπει να διαθέσει απόβλητα από πλησιέστερη πηγή και η αρμόδια αρχή έχει δώσει προτεραιότητα στα απόβλητα αυτά·

    iii) προκειμένου να διασφαλίσουν ότι οι μεταφορές συμφωνούν με τα σχέδια διαχείρισης αποβλήτων.»

    15 Τέλος, στο άρθρο 4, παράγραφος 3, στοιχείο γγ, αναφέρονται τρεις ακόμη λόγοι προβολής αντιρρήσεων. Μπορούν να προβληθούν αντιρρήσεις για τη σχεδιαζόμενη μεταφορά:

    «- εάν δεν είναι σύμφωνη με τις εθνικές, νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος, τη δημόσια τάξη, τη δημόσια ασφάλεια ή την προστασία της υγείας, [ή]

    - εάν ο κοινοποιών ή ο παραλήπτης έχει καταδικαστεί στο παρελθόν για παράνομη διακίνηση (...), [ή]

    - εάν η μεταφορά αντίκειται προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από διεθνείς συμβάσεις οι οποίες έχουν συναφθεί από το ενδιαφερόμενο ή τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη.»

    16 Οι λόγοι για τους οποίους μπορεί να προβληθεί αντίρρηση για τη μεταφορά αποβλήτων προς αξιοποίηση παρατίθενται στο άρθρο 7, παράγραφος 4, στοιχείο αα, του κανονισμού. Στην πρώτη περίπτωση του άρθρου 7, παράγραφος 4, στοιχείο αα, προβλέπεται ότι μπορούν να προβληθούν αντιρρήσεις σύμφωνα με την οδηγία περί αποβλήτων και, ειδικότερα, το άρθρο 7 αυτής. Όπως εξήγησα ανωτέρω, το άρθρο 7 της οδηγίας επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να καταρτίσουν σχέδια διαχειρίσεως των αποβλήτων ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι των άρθρων 3, 4 και 5 της οδηγίας, επιτρέπει δε στα κράτη μέλη «να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για να εμποδίσουν μεταφορές αποβλήτων οι οποίες αντιβαίνουν προς τα σχέδια διαχείρισης».

    17 Οι υπόλοιποι από τους λόγους για τους οποίους μπορεί να προβληθεί αντίρρηση για τη μεταφορά αποβλήτων προς αξιοποίηση, εξ όσων αναφέρει το άρθρο 7, παράγραφος 4, στοιχείο αα, του κανονισμού, είναι όμοιοι με εκείνους που αναφέρονται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, στοιχείο γγ, αναφορικά με τα απόβλητα προς διάθεση (μνημονεύθηκαν ανωτέρω στην παράγραφο 15). Υπάρχει όμως και ένας πρόσθετος λόγος: πράγματι, «εάν ο λόγος αξιοποιήσιμων προς μη αξιοποιήσιμα απόβλητα, η εκτιμώμενη αξία των υλικών που θα αξιοποιηθούν εν τέλει ή το κόστος της αξιοποίησης και το κόστος της διάθεσης του μη αξιοποιηθέντος μέρους δεν δικαιολογούν την αξιοποίηση από οικονομική και περιβαλλοντική άποψη» (άρθρο 7, παράγραφος 4, στοιχείο αα, πέμπτη περίπτωση). Είναι αξιοσημείωτο ότι οι αρχές της αυτάρκειας και της εγγύτητας δεν περιλαμβάνονται μεταξύ των λόγων για τους οποίους μπορεί να προβληθεί αντίρρηση για τη μεταφορά αποβλήτων προς αξιοποίηση.

    Τα πραγματικά περιστατικά

    18 Η Chemische Afvalstoffen Dusseldorp BV (στο εξής: Dusseldorp) θέλησε να εξαγάγει ορισμένα απόβλητα προς επεξεργασία τους στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας από την Factron Technik GmbH (στο εξής: Factron). Τα απόβλητα αυτά ήταν φίλτρα λαδιού, φίλτρα αέρος, πλαστικά και μεταλλικά δοχεία με υπολείμματα λαδιού, στουπιά, γάντια, άμμος απορρόφησης λαδιών και θήκες λιπαντικής ουσίας (γράσου). Για λόγους διευκόλυνσης τα απόβλητα αυτά αναφέρονται γενικώς στη διάταξη παραπομπής ως φίλτρα λαδιού, όρο που θα χρησιμοποιήσω και εγώ στην ανάπτυξή μου. Μετά από ορισμένες διαφορετικές απόψεις που διατυπώθηκαν αρχικώς το Υπουργείο δέχθηκε ότι σκοπός της μεταφοράς ήταν μάλλον η αξιοποίηση των φίλτρων παρά η διάθεσή τους.

    19 Οι σχεδιαζόμενες μεταφορές κοινοποιήθηκαν στο Ολλανδικό Υπουργείο Κατοικίας, Ξωροταξίας και Περιβάλλοντος (στο εξής: Υπουργείο), σύμφωνα με τις απαιτήσεις του κανονισμού περί αποβλήτων. Κοινοποιήσεις έγιναν και για τις δύο χωριστές παρτίδες αποβλήτων: η μια αφορούσε 2 000 000 kg και η άλλη 60 000 kg. Σύμφωνα με τις παρατηρήσεις της Ολλανδικής Κυβερνήσεως, οι μεταφορές πραγματοποιήθηκαν κατά την περίοδο από 27 Μαου 1994 έως 26 Μαου 1995, καθώς και κατά την περίοδο από 16 Μαου 1994 έως 15 Μαου 1995, αντιστοίχως. Το Υπουργείο προέβαλε αντιρρήσεις για την εξαγωγή επικαλούμενο ως λόγο ότι η επεξεργασία των φίλτρων λαδιού από την Factron στη Γερμανία δεν ήταν ανώτερης ποιότητας από την επεξεργασία στις Κάτω Ξώρες. Η απόφαση αυτή ελήφθη βάσει του πολυετούς ολλανδικού σχεδίου για τη διάθεση επικινδύνων αποβλήτων (στο εξής: σχέδιο). Το σχέδιο περιέχει κανόνα απαγορεύοντα την εξαγωγή φίλτρων λαδιού στην περίπτωση που η σχεδιαζόμενη επεξεργασία τους στο εξωτερικό δεν είναι ποιότητας ανώτερης από την επεξεργασία που μπορεί να γίνει στις Κάτω Ξώρες (στο εξής: επίμαχη διάταξη). Θα προβώ στην εκτενέστερη παρουσίαση αυτού του σχεδίου κατωτέρω (9).

    20 Οι αντιρρήσεις του Υπουργείου για τις μεταφορές των αποβλήτων κοινοποιήθηκαν με δύο αποφάσεις της 22ας Αυγούστου 1994. Η Dusseldorp, η Factron και η Dusseldorp Lichtenvoorde BV (στο εξής: προσφεύγουσες) απέστειλαν επιστολές στο Υπουργείο διατυπώνοντας τις ενστάσεις τους για τις αποφάσεις αυτές. Με απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 1994, το Υπουργείο έκρινε τις ενστάσεις των προσφευγουσών ως αβάσιμες. Πάντως, τροποποίησε τη βάση των προηγουμένων αποφάσεων, κάνοντας πλέον αναφορά στο άρθρο του κανονισμού περί αντιρρήσεων προβαλλομένων για μεταφορές αποβλήτων προοριζομένων για αξιοποίηση (άρθρο 7), αντί για την αναφορά στο άρθρο περί αντιρρήσεων κατά μεταφορών αποβλήτων προοριζομένων για διάθεση (άρθρο 4). Οι προσφεύγουσες άσκησαν κατά της αποφάσεως αυτής προσφυγή στις 8 Δεκεμβρίου 1994, στο πλαίσιο δε αυτής της προσφυγής υποβλήθηκε η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.

    21 Οι προσφεύγουσες στήριξαν την κατά της αποφάσεως της 8ης Δεκεμβρίου προσφυγή τους σε πραγματικούς και νομικούς λόγους. Όσον αφορά τους πραγματικούς λόγους, αμφισβητούν το συμπέρασμα του Υπουργείου ότι η ποιότητα επεξεργασίας των αποβλήτων από τη Factron στη Γερμανία δεν είναι ανώτερης ποιότητας από την επεξεργασία στις Κάτω Ξώρες. Πάντως, η αμφισβήτηση αυτού του πραγματικού στοιχείου δεν ενδιαφέρει το Δικαστήριο. Αρκεί να αναφερθεί ότι τα ερωτήματα του εθνικού δικαστηρίου προϋποθέτουν ότι η επεξεργασία στο εξωτερικό δεν είναι ποιότητας ανώτερης από την επεξεργασία εντός των Κάτω Ξωρών, ώστε να έχει εφαρμογή η επίμαχη διάταξη.

    22 Τα νομικά ζητήματα που προέβαλαν οι προσφεύγουσες αφορούν τη νομιμότητα της αντιρρήσεως που προέβαλε το Υπουργείο κατά της μεταφοράς αποβλήτων σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϋκής Ενώσεως. Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η επίμαχη διάταξη συνιστά αδικαιολόγητο περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας εμπορευμάτων, ιδίως διότι οι αρχές της αυτάρκειας και της εγγύτητας κατά τη διαχείριση αποβλήτων μπορούν, βάσει του κανονισμού, να προβληθούν μόνον προς στήριξη αντιρρήσεων για τη μεταφορά αποβλήτων προς διάθεση, όχι όμως και για τη μεταφορά αποβλήτων προς αξιοποίηση.

    Το σχέδιο

    23 Έρχομαι τώρα στη λεπτομερέστερη εξέταση της φύσεως του σχεδίου επί του οποίου στηρίζονται οι επίμαχες αποφάσεις. Το Raad van State περιγράφει το σχέδιο ως ακολούθως: κατά την παράγραφο 3.1 του μέρους Ι του πολυετούς σχεδίου οι μνημονευόμενες στον κανονισμό και την οδηγία αρχές της αυτάρκειας και της εγγύτητας αποτελούν τις ουσιώδεις βάσεις για την πολιτική του Υπουργείου στους τομείς της εισαγωγής, εξαγωγής και διαμετακόμισης αποβλήτων. Οι αρχές αυτές εκφράζονται στην πράγραφο 6.5 του μέρους Ι του σχεδίου το οποίο αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, να επιτύχει την καλύτερη δυνατή διάθεση των αποβλήτων και την «χωρίς διακοπές διάθεση» (καίτοι κατά το Raad van State δεν υφίσταται άμεση σχέση μεταξύ αυτών των αρχών και του πρώτου εκ των ανωτέρω σκοπών). Ειδικότερα, καθ' όσον αφορά την παρούσα υπόθεση, άδεια εξαγωγής αποβλήτων χορηγείται μόνον όταν η διάθεση στο εξωτερικό είναι ανώτερης ποιότητας από την επεξεργασία που μπορεί να γίνει στις Κάτω Ξώρες. Το επί μέρους σχέδιο 10 του τμήματος ΙΙ του σχεδίου, που αφορά τα προοριζόμενα για αποτέφρωση απόβλητα, προβλέπει ότι βάσει της αρχής της αυτάρκειας, η εξαγωγή επικινδύνων αποβλήτων προοριζομένων για αποτέφρωση πρέπει κατά το δυνατόν να περιορίζεται, για τον πρόσθετο λόγο ότι στις άλλες χώρες ισχύουν λιγότερο αυστηρές διατάξεις ως προς τις εκπομπές των αερίων της αποτρέφρωσης απ' ό,τι στις Κάτω Ξώρες.

    24 Η επίμαχη διάταξη (δηλαδή η απαγόρευση εξαγωγής φίλτρων λαδιού όταν η επεξεργασία των φίλτρων αυτών εκτός Κάτω Ξωρών δεν είναι ποιότητας ανώτερης από την επεξεργασία που μπορεί να γίνει εντός των Κάτω Ξωρών) περιλαμβάνεται στο επί μέρους σχέδιο 19, που αφορά τα φίλτρα λαδιού (μέρος ΙΙ του σχεδίου). Οι προσφεύγουσες θεωρούν ότι η διάταξη αυτή ισοδυναμεί με γενική απαγόρευση των εξαγωγών φίλτρων λαδιού. Πάντως, το Raad van State δεν συμφωνεί, διότι, κατά την άποψή του, αν προκύπτει ότι η διαθέσιμη στο εξωτερικό μέθοδος επεξεργασίας είναι ανώτερης ποιότητας, δεν μπορεί να προβληθεί κανένας λόγος στηριζόμενος στο επί μέρους σχέδιο για τη διατύπωση αντιρρήσεων ως προς την εξαγωγή των φίλτρων λαδιού.

    25 Για την επίτευξη της καλύτερης δυνατής μεθόδου διαθέσεως, το επί μέρους σχέδιο 10 προέβλεπε την ανάθεση σε μία μόνον επιχείρηση, την AVR Chemie CV (στο εξής: AVR), «της αποστολής να διαχειρίζεται τα απόβλητα». Σύμφωνα με το επί μέρους σχέδιο, τα επικίνδυνα απόβλητα πρέπει να αποτεφρώνονται σε ένα μόνο εργοστάσιο, η δε AVR ορίστηκε ως η μοναδική επιχείρηση για την τελική επεξεργασία των επικινδύνων αποβλήτων που προορίζονται για αποτέφρωση σε περιστρεφόμενες καμίνους. Όσα απόβλητα δεν επρόκειτο να αποτεφρωθούν σε τέτοια κάμινο μπορούσαν να εξαχθούν μόνο από την AVR. Για να αποφευχθεί ανεπιθύμητη αύξηση τιμών, η χορήγηση της εγκρίσεως για την AVR εξαρτήθηκε από αυστηρές προϋποθέσεις.

    26 Οι προσφεύγουσες εμμένουν ότι η επεξεργασία των φίλτρων λαδιού από την AVR συνιστά μάλλον διάθεση παρά αξιοποίηση, διότι τα φίλτρα αυτά αποτεφρώνονται. Κατά τις προσφεύγουσες, καίτοι η AVR χρησιμοποιεί μέρος της παραγομένης θερμότητας προς παραγωγή ηλεκτρισμού και ανακτά ορισμένα από τα κατάλοιπα, η ενέργεια αυτή έχει επικουρικό χαρακτήρα. Οι προσφεύγουσες εμμένουν ότι, αντιθέτως, η επεξεργασία που προτείνει η Factron καθιστά δυνατή την ανακύκλωση όλων των φίλτρων λαδιού.

    27 Κατά τις προσφεύγουσες, η AVR είναι εταιρία περιορισμένης ευθύνης, τo 55 % των μετόχων της οποίας κατέχουν το Ολλανδικό Δημόσιο και ο Δήμος του Ρότερνταμ (το υπόλοιπο ποσοστό ανήκει σε ιδιωτικές επιχειρήσεις). Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, επίσης, ότι ένα από τα μέλη του συμβουλίου εποπτείας της AVR είναι ο διευθυντής του τμήματος διαχειρίσεως αποβλήτων του Ολλανδικού Υπουργείου. Υποστηρίζουν ότι το Υπουργείο αυτό καθορίζει την ολλανδική πολιτική στον τομέα των αποβλήτων και, κατά συνέπεια, αποφασίζει αν πρέπει να χορηγηθεί άδεια για κάποια συγκεκριμένη εξαγωγή.

    28 Το Raad van State καταλήγει στα ακόλουθα συμπεράσματα σχετικά με το σχέδιο. Πρώτον, δεδομένου ότι το σχέδιο αναφέρεται σε «διάθεση (περιλαμβάνουσα την αξιοποίηση)», η πολιτική που χαράσσεται με το σχέδιο αυτό εφαρμόζεται επί παντός είδους εξαγωγή αποβλήτων, ανεξαρτήτως για το αν πρόκειται για διάθεση ή αξιοποίηση. Δεύτερον, η εκφραζόμενη με το σχέδιο πολιτική ισοδυναμεί με απαγόρευση των εξαγωγών στην περίπτωση που η σχεδιαζόμενη επεξεργασία στο εξωτερικό είναι της αυτής ή χαμηλότερης ποιότητας από την επεξεργασία που μπορεί να γίνει στις Κάτω Ξώρες.

    29 Τρίτον, το σχέδιο μπορεί να θεωρηθεί ως «σχέδιο διαχειρίσεως αποβλήτων», κατά την έννοια της οδηγίας. Όπως ανέφερα ανωτέρω (10), η οδηγία περί αποβλήτων επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να καταρτίσουν «σχέδια διαχειρίσεως αποβλήτων», ο δε κανονισμός αναφέρεται στην εφαρμογή αυτών των σχεδίων. Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το σχέδιο για το οποίο πρόκειται στην παρούσα υπόθεση δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως σχέδιο διαχειρίσεως αποβλήτων, κατά την έννοια της κοινοτικής νομοθεσίας. Το Raad van State, όμως, δεν συμμερίζεται την άποψη αυτή των προσφευγουσών. Σύμφωνα με τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν η Επιτροπή και η Ολλανδική Κυβέρνηση, το σχέδιο κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή ως «σχέδιο διαχειρίσεως αποβλήτων», στις 13 Σεπτεμβρίου 1993.

    30 Τέταρτον, το Raad van State κρίνει ότι η AVR πρέπει να εκληφθεί ως δημόσια επιχείρηση ή ως επιχείρηση στην οποία έχει παραχωρηθεί ειδικό ή αποκλειστικό δικαίωμα κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 1, της Συνθήκης. Διευκρινίζει, επίσης, ότι η AVR κατέχει δεσπόζουσα θέση σε ουσιώδες τμήμα της κοινής αγοράς, δεδομένου ότι η επιχείρηση αυτή είναι η μόνη που έχει άδεια αποτεφρώσεως επικινδύνων αποβλήτων στις Κάτω Ξώρες.

    31 Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι κατά την Ολλανδική Κυβέρνηση το Υπουργείο πρόκειται να μεταβάλει την πολιτική του αναφορικά με τις εξαγωγές αποβλήτων προς αξιοποίηση. Οι εξαγωγές αυτές θα επιτρέπονται εκτός αν η ποσότητα αποβλήτων που αξιοποιείται στην αλλοδαπή είναι σημαντικά μικρότερη από εκείνη που αξιοποιείται στις Κάτω Ξώρες. Η Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η πολιτική αυτή είναι σύμφωνη με το άρθρο 7, παράγραφος 4, στοιχείο αα, πέμπτη περίπτωση, του κανονισμού (11). Κατά το μέτρο που αφορά την παρούσα υπόθεση, η διάταξη αυτή ορίζει ότι μπορούν να προβληθούν αντιρρήσεις για τη μεταφορά αποβλήτων προς αξιοποίηση «εάν ο λόγος αξιοποιήσιμων προς μη αξιοποιήσιμα απόβλητα (...) δεν δικαιολογεί την αξιοποίηση από οικονομική και περιβαλλοντική άποψη». Η Επιτροπή καλεί το Δικαστήριο να αποφανθεί επί του συμβιβαστού της νέας αυτής πολιτικής με το κοινοτικό δίκαιο, υπό μορφή ενός obiter dictum. Αντιθέτως, κατά τη γνώμη μου κάτι τέτοιο δεν θα ήταν ενδεδειγμένο, δεδομένου ότι κανένα σχετικό ερώτημα δεν υποβλήθηκε, ούτε, κατά συνέπεια, κατατέθηκαν σχετικώς παρατηρήσεις. Το γεγονός ότι η χαραχθείσα με το σχέδιο πολιτική πρόκειται να μεταβληθεί δεν σημαίνει ότι παρέλκει η απάντηση στα υποβληθέντα ερωτήματα. Όπως παρατηρεί η Επιτροπή υπάρχει πάντοτε ο κίνδυνος διαιωνίσεως της παρούσας πρακτικής και παραμένει πάντοτε χρήσιμο να διευκρινισθεί αν η ακολουθούμενη προηγουμένως πολιτική ήταν νόμιμη, ώστε να καθοριστεί αν το Υπουργείο ευθύνεται ενδεχομένως για προκληθείσες ζημίες.

    Τα υποβληθέντα ερωτήματα

    32 Τα ερωτήματα που υπέβαλε το Nederlandse Raad van State είναι τα ακόλουθα:

    «1) α) Οι αρχές της αυτάρκειας και της εγγύτητας, λαμβανομένης υπόψη της οικονομίας του κανονισμού (EΟΚ) 259/93 του Συμβουλίου, της 1ης Φεβρουαρίου 1993, σχετικά με την παρακολούθηση και τον έλεγχο των μεταφορών αποβλήτων στο εσωτερικό της Κοινότητας καθώς και κατά την είσοδο και έξοδό τους, σε συνδυασμό με την οδηγία 75/442/EΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1975, περί στερεών αποβλήτων (όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 91/156/EΟΚ), ισχύουν μόνο για τη μεταξύ κρατών μελών μεταφορά αποβλήτων προοριζομένων για διάθεση ή και για τη μεταξύ των κρατών μελών μεταφορά αποβλήτων προοριζομένων για αξιοποίηση;

    β) Σε περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι οι αρχές της αυτάρκειας και της εγγύτητας δεν έχουν εφαρμογή, βάσει του κανονισμού (EΟΚ) 259/93 και της οδηγίας 75/442/EΟΚ, επί της μεταφοράς μεταξύ κρατών μελών αποβλήτων προοριζομένων για αξιοποίηση, μπορεί το άρθρο 130 Τ της Συνθήκης ΕΚ να αποτελέσει έρεισμα για τη θέσπιση ρυθμίσεως όπως αυτή που περιέχεται στο καταρτισθέν από την Ολλανδική Κυβέρνηση πολυετές σχέδιο για τη διάθεση επικινδύνων αποβλήτων, του Ιουνίου 1993;

    2) Στο ανωτέρω πολυετές σχέδιο οι αρχές της αυτάρκειας και της εγγύτητας συγκεκριμενοποιούνται στην επιδίωξη της αποτελεσματικότερης δυνατής διαθέσεως (περιλαμβανομένης της αξιοποιήσεως) και της συνέχειας όσον αφορά τη διάθεση των αποβλήτων. Συνιστούν οι επιδιώξεις αυτές ορθή εφαρμογή των εν λόγω αρχών;

    3) α) Αν υποτεθεί ότι αυτά καθεαυτά τα προβλεπόμενα από το πολυετές σχέδιο κριτήρια για την προβολή αντιρρήσεων κατά της εξαγωγής αποβλήτων προοριζομένων για αξιοποίηση είναι θεμιτά, συνιστούν μήπως μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος κατά την έννοια του άρθρου 34 της Συνθήκης ΕΚ, και αν ναι, μήπως μπορεί να δικαιολογηθεί;

    β) Έχει σχετικώς σημασία αν οι αρχές της αυτάρκειας και της εγγύτητας, εφόσον αυτές μπορούν να εφαρμοστούν στην περίπτωση αποβλήτων προοριζομένων για αξιοποίηση, εφαρμόζονται κυρίως σε επίπεδο Κοινότητας ως συνόλου ή αποκλειστικώς σε εθνικό επίπεδο;

    4) Συμβιβάζονται με το άρθρο 90, παράγραφοι 1 και 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 86 της Συνθήκης ΕΚ τα αποκλειστικά δικαιώματα που έχει χορηγήσει το ολλανδικό κράτος με το επιμέρους σχέδιο υπ' αριθ. 10 του τμήματος ΙΙ του πολυετούς σχεδίου στην AVR Chemie CV όσον αφορά την αποτέφρωση επικινδύνων αποβλήτων, λαμβανομένης υπόψη της αιτιολογίας που δίδεται σχετικώς στο πολυετές σχέδιο;»

    33 Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης, η Ολλανδική και η Γαλλική Κυβέρνηση, καθώς η Επιτροπή. Κατά την προφορική διαδικασία παρατηρήσεις διατύπωσαν οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης, η Ολλανδική και η Δανική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή.

    Ερώτημα 1.α

    34 Το Raad van State ερωτά, πρώτον, αν, λαμβανομένης υπόψη της οικονομίας του κανονισμού και της οδηγίας, οι αρχές της αυτάρκειας και της εγγύτητας ισχύουν και για την αξιοποίηση αποβλήτων, όπως και για τη διάθεση αποβλήτων.

    Οι αρχές της αυτάρκειας και της εγγύτητας

    35 Στο πλαίσιο εξετάσεως αυτού του ερωτήματος, είναι χρήσιμο να προσδιοριστεί το περιεχόμενο και το ιστορικό των αρχών της αυτάρκειας και της εγγύτητας και η εκ μέρους του Δικαστηρίου εφαρμογή τους.

    36 Την αρχή της αυτάρκειας εκφράζει η επιταγή του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας, κατά την οποία ένα ολοκληρωμένο και κατάλληλο δίκτυο εγκαταστάσεων διάθεσης των αποβλήτων θα δώσει τη δυνατότητα «στην Κοινότητα ως σύνολο να καταστεί αυτάρκης στον τομέα της διάθεσης των αποβλήτων και στα κράτη μέλη να τείνουν χωριστά προς τον στόχο αυτό, λαμβανομένων υπόψη των γεωγραφικών συνθηκών ή της ανάγκης ειδικών εγκαταστάσεων για ορισμένες κατηγορίες αποβλήτων». Όπως προανέφερα (12), ρητή αναφορά στις εν λόγω αρχές γίνεται επίσης στα άρθρα 4, παράγραφος 3, στοιχείο αα, σημείο i, και (μόνον για την αρχή της αυτάρκειας) 4, παράγραφος 3, στοιχείο ββ, του κανονισμού περί αποβλήτων.

    37 Η πολιτική για το περιβάλλον διαθέτει πλέον ρητή νομική βάση στο κοινοτικό δίκαιο μετά τη θέση σε ισχύ της Ενιαίας Ευρωπαϋκής Πράξεως, την 1η Ιουλίου 1987, με την οποία προστέθηκε στη Συνθήκη ειδικός τίτλος περί περιβάλλοντος. Ο τίτλος αυτός (13) περιλαμβάνει τα άρθρα 130 Ρ, 130 Σ και 130 Τ, υπέστη δε τροποποιήσεις με τη Συνθήκη για την Ευρωπαϋκή Ένωση. Το άρθρο 130 Ρ, παράγραφος 2, προβλέπει ότι η πολιτική της Κοινότητας στον τομέα του περιβάλλοντος στηρίζεται, μεταξύ άλλων, στην αρχή «της επανόρθωσης των καταστροφών του περιβάλλοντος κατά προτεραιότητα στην πηγή» (στο εξής: αρχή της επανόρθωσης στην πηγή). Την αρχή αυτή ερμήνευσε το Δικαστήριο στην υπόθεση Επιτροπή κατά Βελγίου (14) (στο εξής: υπόθεση απόβλητα της Βαλονίας), ως συνεπαγόμενη «ότι εναπόκειται σε κάθε περιφέρεια, κοινότητα ή άλλη τοπική οντότητα να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για την αποδοχή, την επεξεργασία και τη διάθεση των δικών τους αποβλήτων. Επομένως, τα απόβλητα αυτά πρέπει να διατίθενται σε τόπο όσο το δυνατό πλησιέστερο προς τον τόπο της παραγωγής τους, ώστε να περιορίζεται κατά το δυνατό η μεταφορά τους» (15). Το Δικαστήριο έκρινε, επίσης, ότι η αρχή της επανόρθωσης στην πηγή «στοιχεί προς τις αρχές της αυτάρκειας και της γειτνιάσεως, που θεσπίζονται με τη Σύμβαση της Βασιλείας» (16).

    38 Η πρώτη μάλλον μνεία των αρχών της αυτάρκειας και της εγγύτητας σε κοινοτικό κείμενο έγινε σε ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την κοινοτική στρατηγική για τη διαχείριση των αποβλήτων, της 18ης Σεπτεμβρίου 1989 (17), ακολούθως δε σε ψήφισμα του Συμβουλίου της 7ης Μαου 1990 (18). Στην ανακοίνωση της Επιτροπής δε γινόταν ρητώς λόγος για τις εν λόγω αρχές, υπογραμμιζόταν όμως η ανάγκη αναπτύξεως ενός δικτύου για την οριστική διάθεση των αποβλήτων, ώστε ορισμένες περιοχές της Κοινότητας να μην υστερούν σε υποδομή και να μπορούν να διαθέτουν τα απόβλητα σε κατά το δυνατόν πλησιέστερα κέντρα (με εξαιρέσεις για τα ανακυκλώσιμα απόβλητα (19)). Το ψήφισμα του Συμβουλίου αναφερόταν έμμεσα στην αρχή της εγγύτητας (έβδομη αιτιολογική σκέψη του προοιμίου του ψηφίσματος και σημεία 7 και 11 των ουσιαστικών διατάξεών του), αναφερόταν όμως ρητώς στην αρχή της αυτάρκειας στην πέμπτη αιτιολογική σκέψη του προοιμίου (βλέπε, επίσης, σημείο 7 των ουσιαστικών διατάξεων).

    39 Στην υπόθεση των αποβλήτων της Βαλονίας το Δικαστήριο αναφέρεται στην εμφάνιση των αρχών της αυτάρκειας και της εγγύτητας στη Σύμβαση της Βασιλείας, για τον έλεγχο της διασυνοριακής διακίνησης επικινδύνων αποβλήτων και της διάθεσής τους (20). Η Σύμβαση υπογράφηκε στις 22 Μαρτίου 1989 και συνήφθη εξ ονόματος της Κοινότητας την 1η Φεβρουαρίου 1993, μετά την έκδοση της αποφάσεως επί της υποθέσεως των αποβλήτων της Βαλονίας, με την απόφαση 93/98 του Συμβουλίου (21). Σκοπός του κανονισμού περί αποβλήτων ήταν, μεταξύ άλλων, η προσαρμογή του κοινοτικού συστήματος επιτηρήσεως και ελέγχου των μεταφορών αποβλήτων προς τις επιταγές της συμβάσεως, όπως προκύπτει από την τέταρτη αιτιολογική σκέψη του προοιμίου της αποφάσεως 93/98 και την πρώτη αιτιολογική σκέψη του προοιμίου του κανονισμού. Καίτοι ο τίτλος της συμβάσεως αναφέρεται στον έλεγχο της διασυνοριακής διακίνησης επικινδύνων αποβλήτων και στη «διάθεσή» τους, εφαρμόζεται τόσο ως προς τα απόβλητα που προορίζονται για διάθεση όσο και ως προς τα απόβλητα που προορίζονται για αξιοποίηση, δεδομένου ότι ο όρος «διάθεση» ορίζεται υπό την έννοια ότι περιλαμβάνει και τις πράξεις αξιοποίησης (22). Εξάλλου, εφαρμόζεται και επί ορισμένων μη επικινδύνων αποβλήτων (23).

    40 Οι σημερινοί όροι «αυτάρκεια» και «εγγύτητα» δεν απαντώνται στη Σύμβαση. Πάντως, μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι ιδέες επί των οποίων στηρίζονται οι αρχές αυτές διαπνέουν τη Σύμβαση, όπως προκύπτει από τις ακόλουθες διατάξεις.

    41 Η Σύμβαση επιβάλλει στα μέρη την υποχρέωση «να διασφαλίζουν ότι η διασυνοριακή διακίνηση επικινδύνων αποβλήτων και άλλων αποβλήτων θα περιοριστεί στο ελάχιστο που μπορεί να θεωρηθεί ότι συμβιβάζεται με μια αποτελεσματική και οικολογικά ορθολογική διαχείριση αυτών των αποβλήτων» (24), καθώς και να διασφαλίσουν «ότι η διασυνοριακή διακίνηση επικινδύνων αποβλήτων και άλλων αποβλήτων θα επιτρέπεται μόνον:

    α) αν το κράτος εξαγωγής δεν διαθέτει τα τεχνικά μέσα και τις αναγκαίες εγκαταστάσεις ή τους χώρους διαθέσεως, ώστε να προβαίνει στη διάθεση των εν λόγω αποβλήτων σύμφωνα με οικολογικά ορθολογικές και αποτελεσματικές μεθόδους· ή

    β) αν τα εν λόγω απόβλητα συνιστούν πρώτη ύλη αναγκαία για τις βιομηχανίες ανακυκλώσεως ή επανακτήσεως του κράτους εισαγωγής· ή

    γ) αν η διασυνοριακή διακίνηση ανταποκρίνεται σε άλλα κριτήρια που καθορίζονται από τα μέρη, εφόσον αυτά δεν αντιφάσκουν προς τους σκοπούς της παρούσας σύμβασης» (25).

    42 Εξάλλου, για να είναι αποδεκτή κατά τη σύμβαση η εξαγωγή, πρέπει η νομοθεσία του κράτους εισαγωγής να μην προβλέπει απαγόρευση εισαγωγών, το δε κράτος να μην έχει λόγους να πιστεύει ότι τα εν λόγω απόβλητα δεν θα αντιμετωπισθούν με μεθόδους οικολογικά ορθολογικές (26).

    43 Επιπροσθέτως, το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο ββ, της Συμβάσεως επιβάλλει στα μέρη την υποχρέωση «να διασφαλίζουν τη δημιουργία καταλλήλων εγκαταστάσεων διαθέσεως αποβλήτων, οι οποίες κατά το δυνατόν πρέπει να βρίσκονται εντός της χώρας, με σκοπό την οικολογικά ορθολογική διαχείριση των επικινδύνων αποβλήτων ή άλλων αποβλήτων, οπουδήποτε και αν αυτά διατίθενται» (27). Ο κανόνας αυτός προσομοιάζει προς την αρχή της αυτάρκειας, όπως αυτή εκτέθηκε ανωτέρω στην παράγραφο 36.

    44 Πάντως, κρίθηκε ότι η αρχή της εγγύτητας δεν ανευρίσκει έρεισμα στη Σύμβαση, διότι, μολονότι η Σύμβαση επιβάλλει την υποχρέωση μιας οικολογικά ορθολογικής διάθεσης, δεν ορίζει ότι τα απόβλητα πρέπει να διατίθενται στις κατά το δυνατόν πλησιέστερες εγκαταστάσεις (28). Σκοπός της είναι μόνον ο περιορισμός της διασυνοριακής διακίνησης αποβλήτων. Πάντως, ο σκοπός αυτός δεν απέχει πολύ από την αρχή της εγγύτητας, καίτοι η εφαρμογή του σε ορισμένες περιπτώσεις αντιβαίνει προς την εν λόγω αρχή (όταν η εγκατάσταση διάθεσης στην αλλοδαπή συμβαίνει, στην πράξη, να είναι πλησιέστερη από την εγγύτερη εγχώρια εγκατάσταση).

    Η νομολογία

    45 Η εφαρμογή των αρχών της αυτάρκειας και της εγγύτητας επί της ελεύθερης κυκλοφορίας των αποβλήτων εξετάστηκε ήδη, κατά κάποιο βαθμό, από το Δικαστήριο στην υπόθεση των αποβλήτων της Βαλονίας (29). Η απόφαση αυτή αφορούσε την εκ μέρους της Βαλονίας απαγόρευση της εναποθηκεύσεως, αποθέσεως ή απορρίψεως αποβλήτων προερχομένων από άλλο κράτος μέλος ή από άλλη βελγική περιφέρεια. Υποστηρίχθηκε ότι το μέτρο αυτό αντιβαίνει προς το άρθρο 30 της Συνθήκης. Το Δικαστήριο δέχθηκε ότι μπορεί να συνεχισθεί η εφαρμογή του μέτρου, καθόσον αφορούσε απόβλητα μη εμπίπτοντα στην οδηγία 84/631/ΕΟΚ (30), με το σκεπτικό ότι το δικαιολογούν «επιτακτικές ανάγκες, συνδεόμενες με την προστασία του περιβάλλοντος». Η συλλογιστική του Δικαστηρίου ήταν η ακόλουθη:

    «Η ύπαρξη επιτακτικών αναγκών δεν μπορεί να λαμβάνεται υπόψη παρά μόνον όταν πρόκειται για μέτρα επιβαλλόμενα χωρίς διακρίσεις στα εγχώρια και τα εισαγόμενα προϋόντα (...) εντούτοις προς εκτίμηση του αν τα προκείμενα εμπόδια εισάγουν ή όχι δυσμενείς διακρίσεις, πρέπει να ληφθεί υπόψη η ιδιαίτερη φύση των αποβλήτων. Πράγματι, η αρχή της αποφυγής βλαβών σε βάρος του περιβάλλοντος, με ενέργειες με τις οποίες επιδιώκεται κατά προτεραιότητα η αντιμετώπιση του σχετικού προβλήματος στη βάση του, αρχή η οποία θεσπίζεται όσον αφορά τη δράση της Κοινότητας στον τομέα του περιβάλλοντος με το άρθρο 130 Ρ, παράγραφος 2, της Συνθήκης, συνεπάγεται ότι εναπόκειται σε κάθε Περιφέρεια, Κοινότητα ή άλλη τοπική οντότητα να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για την αποδοχή, την επεξεργασία και τη διάθεση των δικών της αποβλήτων. Επομένως, τα απόβλητα αυτά πρέπει να διατίθενται σε τόπο όσο το δυνατό πλησιέστερο προς τον τόπο της παραγωγής τους, ώστε να περιορίζεται κατά το δυνατό η μεταφορά τους.

    Εξάλλου, η αρχή αυτή στοιχεί προς τις αρχές της αυτάρκειας και της γειτνιάσεως, που θεσπίζονται με τη Σύμβαση της Βασιλείας της 22ας Μαρτίου 1989, περί του ελέγχου των διασυνοριακών μεταφορών επικινδύνων αποβλήτων και της διαθέσεώς τους, σύμβαση την οποία έχει υπογράψει η Κοινότητα (...).

    Κατόπιν των ανωτέρω και λαμβανομένων υπόψη των διαφορών μεταξύ των παραγομένων σε κάθε τόπο αποβλήτων και της σχέσεως που έχουν προς τον τόπο παραγωγής τους, τα βαλλόμενα μέτρα δεν πρέπει να θεωρηθούν ότι εισάγουν δυσμενείς διακρίσεις» (31).

    46 Διάφορες πτυχές αυτής της αποφάσεως επικρίθηκαν, ιδίως ο τρόπος με τον οποίο το Δικαστήριο εφάρμοσε τις αρχές της αυτάρκειας και της εγγύτητας προκειμένου να συναγάγει το αποτέλεσμα ότι η απαγόρευση της εισαγωγής δεν προκαλούσε δυσμενείς διακρίσεις (32). Πρέπει, πάντως, να σημειωθεί ότι δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι το Δικαστήριο δικαιολόγησε την απαγόρευση βάσει των αρχών της αυτάρκειας και της εγγύτητας. Καίτοι χρησιμοποίησε τις εν λόγω αρχές για να συναγάγει το συμπέρασμα ότι το επίμαχο μέτρο δεν προκαλούσε δυσμενείς διακρίσεις, η από πλευράς περιβάλλοντος δικαιολογία που υπογράμμισε ήταν οι περιορισμένες δυνατότητες της Βαλονίας να υποδεχθεί απόβλητα προς απόθεσή τους και ο πραγματικός για το περιβάλλον κίνδυνος που αποτελούσαν οι εισαγωγές αποβλήτων προοριζομένων για απόθεση (33). Το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι:

    «Όσον αφορά το περιβάλλον, πρέπει να σημειωθεί ότι τα απόβλητα αποτελούν αντικείμενα ειδικού χαρακτήρα. Η συσσώρευσή τους, πριν ακόμα καταστούν επικίνδυνα για την υγεία, αποτελεί κίνδυνο για το περιβάλλον, λαμβανομένης υπόψη ιδίως της περιορισμένης δυνατότητας κάθε περιφέρειας να τα δέχεται.

    Εν προκειμένω, η Βελγική Κυβέρνηση ισχυρίζεται, χωρίς να αντικρούεται από την Επιτροπή, ότι έχει παρατηρηθεί μια μαζική και αφύσικα αυξημένη συρροή αποβλήτων από άλλες περιοχές με σκοπό την απόθεσή τους τη Βαλονία, πράγμα το οποίο αποτελεί υπαρκτό κίνδυνο για το περιβάλλον, λαμβανομένων υπόψη των περιορισμένων δυνατοτήτων της περιφέρειας αυτής.

    Επομένως, το επιχείρημα ότι επιτακτικές ανάγκες, συνδεόμενες με την προστασία του περιβάλλοντος, δικαιολογούν τα βαλλόμενα μέτρα πρέπει να θεωρηθεί βάσιμο» (34).

    47 Θεωρώ λοιπόν ότι δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι το Δικαστήριο καθιέρωσε τη γενική εφαρμογή των αρχών της αυτάρκειας και της εγγύτητας ως λόγους δικαιολογήσεως οποιουδήποτε μέτρου αντίθετου στα άρθρα 30 ή 34: πιστεύω ότι οποιοδήποτε μέτρο που λαμβάνεται κατ' εφαρμογή αυτών των αρχών πρέπει να δικαιολογείται χωριστά. Το στοιχείο αυτό έχει μεγάλη σημασία για την παρούσα υπόθεση, διότι το Raad van State ρητώς δηλώνει ότι αν το Δικαστήριο κρίνει ότι οι αρχές της αυτάρκειας και της εγγύτητας μπορούν να προβληθούν προκειμένου να στηρίξουν αντιρρήσεις κατά της σχεδιαζόμενης εξαγωγής αποβλήτων προς αξιοποίηση, ανακύπτει το ερώτημα αν το άρθρο 34 περιορίζει τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να εφαρμόζονται αυτές οι αρχές.

    48 Η άποψη κατά την οποία η εφαρμογή των αρχών της αυτάρκειας και της εγγύτητας προϋποθέτουν συμμόρφωση προς τα άρθρα 30 και 34 επιβεβαιώνεται, επίσης, από το γεγονός ότι η κοινοτική νομοθεσία που έθεσε αυτές τις αρχές δεν αποτελείται από δεσμευτικούς κανόνες. Το άρθρο 5 της οδηγίας κάνει απλώς λόγο για τη δυνατότητα που πρέπει να δοθεί «στην Κοινότητα ως σύνολο να καταστεί αυτάρκης στον τομέα της διάθεσης των αποβλήτων και στα κράτη μέλη να τείνουν χωριστά προς τον στόχο αυτό, λαμβανομένων υπόψη των γεωγραφικών συνθηκών ή της ανάγκης ειδικών εγκαταστάσεων για ορισμένες κατηγορίες αποβλήτων». Μολονότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα, «ώστε να δημιουργηθεί ολοκληρωμένο και κατάλληλο δίκτυο εγκαταστάσεων διάθεσης των αποβλήτων», καλούνται να το πράξουν «σε συνεργασία με άλλα κράτη μέλη εφόσον αυτό παρίσταται αναγκαίο ή σκόπιμο». Το άρθρο 4, παράγραφος 3, στοιχείο αα, σημείο i, του κανονισμού αναφέρεται στην εφαρμογή των αρχών «σύμφωνα με τη Συνθήκη» (35). Συνεπώς, δεν υπάρχει κανένα στοιχείο της νομοθεσίας από το οποίο να προκύπτει ότι κατά την πρόθεση του νομοθέτη η εφαρμογή των αρχών της αυτάρκειας και της εγγύτητας δεν υπόκειται σε έλεγχο δυνάμει της Συνθήκης.

    49 Όπως υπογράμμισα στις δεύτερες προτάσεις μου στην υπόθεση των αποβλήτων της Βαλονίας (36), ο στόχος της αυτάρκειας δεν μπορεί να επιτευχθεί κατά τρόπο ασυμβίβαστο προς τα άρθρα 30 έως 36 της Συνθήκης. Το ίδιο ισχύει και για την αρχή της εγγύτητας. Επομένως, μολονότι οι αρχές της αυτάρκειας και της εγγύτητας μπορούν να αποτελέσουν παραδεκτά επιχειρήματα σε σχέση με τα απόβλητα προς διάθεση, δεν μπορούν οπωσδήποτε να προβάλλονται σε κάθε περίπτωση προκειμένου να δικαιολογήσουν αντιρρήσεις για μια συγκεκριμένα μεταφορά αποβλήτων. Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο πρώτο ερώτημα, θα εξετάσω, κατά συνέπεια, απλώς αν κατά τον κανονισμό και την οδηγία οι αρχές της αυτάρκειας και της εγγύτητας μπορούν να προβάλλονται ως γενικής φύσεως επιχειρήματα προκειμένου περί μεταφοράς αποβλήτων προς αξιοποίηση, πέραν της μεταφοράς αποβλήτων προς διάθεση.

    50 Η υπόθεση των αποβλήτων της Βαλονίας δεν επιτρέπει, εν πάση περιπτώσει, τη συναγωγή του συμπεράσματος ότι οι αρχές της αυτάρκειας και της εγγύτητας εφαρμόζονται στην περίπτωση αποβλήτων προς αξιοποίηση, διότι η υπόθεση αυτή αφορούσε απόβλητα προς διάθεση. Μολονότι η χρήση του όρου «επεξεργασία» στη σκέψη 34 της αποφάσεως είναι διφορούμενη, το μέτρο που αποτελούσε αντικείμενο εκείνης της υποθέσεως ήταν η αποθήκευση, απόθεση ή απόρριψη αποβλήτων, δραστηριότητες οι οποίες, με ενδεχόμενη εξαίρεση της αποθήκευσης, συνιστούν πράξεις διαθέσεως αποβλήτων (37).

    51 Το Raad van State αναφέρεται σε δύο ακόμα υποθέσεις: Επιτροπή κατά Γερμανίας (38) και Επιτροπή κατά Συμβουλίου (39). Πάντως και οι δύο αυτές υποθέσεις διακρίνονται από την παρούσα. Στην υπόθεση Επιτροπή κατά Γερμανίας, το Δικαστήριο, αναφερόμενο στην αρχή της επανόρθωσης στην πηγή, που θέτει το άρθρο 130 Ρ, παράγραφος 2, έκρινε ότι ορισμένοι περιορισμοί των εξαγωγών που επέβαλε η Γερμανία, στις διασυνοριακές μεταφορές αποβλήτων, δεν αντέβαιναν στις οδηγίες 84/631 (40) και 86/279/ΕΟΚ (41). Πάντως, η απόφαση αναφέρεται σε απόβλητα προς διάθεση και, έστω και αν θεωρηθεί ότι ο όρος «διάθεση» χρησιμοποιήθηκε υπό ευρεία έννοια, τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως ανάγονταν σε περίοδο προγενέστερη του κανονισμού. Εξάλλου, οι γερμανικοί περιορισμοί όχι μόνον δεν συνιστούσαν κατηγορηματική απαγόρευση των εξαγωγών, αλλά ρητώς περιορίζονταν σε μια σειρά περιπτώσεων που θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν από πλευράς περιβαλλοντικής.

    52 Στη δεύτερη από τις αναφερόμενες υποθέσεις, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 7 της οδηγίας επιτρέπει στα κράτη μέλη να εμποδίζουν μεταφορές αποβλήτων, τα οποία προορίζονται προς αξιοποίηση ή προς διάθεση, όταν αυτές δεν είναι σύμφωνες προς τα σχέδια διαχειρίσεως αποβλήτων που έχουν καταρτίσει (42). Πάντως, δεν συνάγεται αναγκαστικώς το συμπέρασμα ότι τα σχέδια διαχειρίσεως αποβλήτων μπορούν νομίμως να περιλαμβάνουν περιορισμούς στη διακίνηση αποβλήτων προς αξιοποίηση στηριζόμενους στην εφαρμογή των αρχών της αυτάρκειας και της εγγύτητας. Εξάλλου, όπως παρατηρεί το Raad van State, η απόφαση στην υπόθεση αυτή εκδόθηκε πριν από την ημερομηνία ενάρξεως της εφαρμογής του κανονισμού (43).

    Η γνώμη μου επί της υποθέσεως

    53 Στην παρούσα υπόθεση, οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης, η Επιτροπή και η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζουν ότι η κοινοτική νομοθεσία δεν εφαρμόζει τις αρχές της αυτάρκειας και της εγγύτητας στα απόβλητα που προορίζονται για αξιοποίηση. Το Βασίλειο των Κάτω Ξωρών και το Βασίλειο της Δανίας, ωστόσο, διατυπώνουν αντίθετη άποψη.

    54 Είναι κατά τη γνώμη μου σαφές ότι η οδηγία και ο κανονισμός δεν στοχεύουν στην εφαρμογή των αρχών της αυτάρκειας και της εγγύτητας στα απόβλητα που προορίζονται για αξιοποίηση. Καταλήγω στο συμπέρασμα αυτό λαμβάνοντας υπόψη το γράμμα και την οικονομία της οδηγίας και του κανονισμού, ερμηνευομένων υπό το πρίσμα του ψηφίσματος του Συμβουλίου, της 7ης Μαου 1990, δυνάμει του οποίου το Συμβούλιο αποφάσισε να τροποποιήσει το αρχικό περιεχόμενο της οδηγίας.

    55 Οι αρχές της αυτάρκειας και της εγγύτητας αναφέρονται στην οδηγία αποκλειστικώς σε σχέση με τα προς διάθεση απόβλητα (βλ. άρθρο 5 και την έβδομη αιτιολογική σκέψη). Εξάλλου, στον κανονισμό οι αρχές αυτές περιέχονται μόνον στον πίνακα των λόγων για τους οποίους μπορούν να προβληθούν αντιρρήσεις για τη μεταφορά αποβλήτων προοριζομένων για διάθεση και όχι στον πίνακα των λόγων που αφορούν τα απόβλητα που προορίζονται για αξιοποίηση (44). Επίσης, η δέκατη αιτιολογική σκέψη του προοιμίου του κανονισμού αναφέρεται στις αρχές της εγγύτητας, της προτεραιότητας της αξιοποίησης και της αυτάρκειας (με διατύπωση ανάλογη αυτής που χρησιμοποιείται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, στοιχείο αα, σημείο i, του κανονισμού), προκειμένου περί «αποβλήτων προς διάθεση»: «(...) τα κράτη μέλη πρέπει να είναι σε θέση να εφαρμόζουν τις αρχές της εγγύτητας, της προτεραιότητας αξιοποίησης και της αυτάρκειας σε κοινοτικό και εθνικό επίπεδο, σύμφωνα με την οδηγία 75/442/ΕΟΚ, λαμβάνοντας μέτρα, σύμφωνα με τη Συνθήκη, για τη γενική ή μερική απαγόρευση ή προβάλλοντας συστηματικά αντιρρήσεις για τις μεταφορές αποβλήτων για διάθεση (...)».

    56 Είναι ακριβές, όπως παρατηρεί και το Raad van State, ότι ένας από τους λόγους προβολής αντιρρήσεων για τη μεταφορά αποβλήτων προς αξιοποίηση είναι ότι η μεταφορά δεν είναι σύμφωνη με την οδηγία και, ειδικότερα με το άρθρο 7 αυτής, και ότι το άρθρο 7 αναφέρεται στην εφαρμογή σχεδίων διαχειρίσεως αποβλήτων, χωρίς να αποκλείει ρητώς τη δυνατότητα τα σχέδια αυτά να εφαρμόζουν τις αρχές της αυτάρκειας και της εγγύτητας επί αποβλήτων προς αξιοποίηση. Πάντως, όπως υπογραμμίζουν οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης, σκοπός των σχεδίων διαχειρίσεως αποβλήτων είναι, σύμφωνα με το άρθρο 7, η επίτευξη των σκοπών που θέτουν τα άρθρα 3, 4 και 5, οι δε αρχές της αυτάρκειας και της εγγύτητας αναφέρονται στα εν λόγω άρθρα μόνον σχετικά με τα απόβλητα προς διάθεση (άρθρο 5).

    57 Εξάλλου, στην αιτιολογική έκθεση που συνόδευε την αρχική πρόταση κανονισμού τονίζεται ότι «στο πλαίσιο αυτής της στρατηγικής προτείνεται η απόσταση, καθώς και η οικολογική και ορθολογική διαχείριση, να αποτελέσουν τα κριτήρια που θα μπορούν να δικαιολογούν παρέμβαση των αρμοδίων αρχών, προκειμένου περί διαθέσεως αποβλήτων· η ορθολογικώς οικολογική διαχείριση (...) θα αποτελεί το μοναδικό κριτήριο [για την παρέμβαση των αρμοδίων αρχών], προκειμένου περί αξιοποιήσεως» (45). Τόνιζε, επίσης, ότι «το σύστημα που προβλέπει η πρόταση κανονισμού στηρίζεται στην αρχή ότι οποιαδήποτε μεταφορά που υπερβαίνει τις αρμοδιότητες μιας αρχής υπέρ μιας άλλης αρχής εντός της Κοινότητας θα κρίνεται βάσει των ιδίων κριτηρίων (την οικολογικώς ορθολογική διαχείριση και, στην περίπτωση διαθέσεως, την εγγύτητα). Εξάλλου, το σύστημα αυτό μπορεί να διασφαλίσει τον εφοδιασμό νέων εγκαταστάσεων διαθέσεως υψηλού βαθμού προστασίας» (46). Καίτοι το κείμενο που τελικώς ψηφίστηκε διαφέρει από την αρχική πρόταση της Επιτροπής (στο οποίο βεβαίως αναφερόταν η αιτιολογική έκθεση), η διατύπωση και στα δύο κείμενα είναι παρόμοια, καθότι αφορά την παρούσα υπόθεση, διότι και στα δύο κείμενα η αρχή της εγγύτητας μνημονεύεται ως λόγος που θα μπορούσε να στηρίξει την προβολή αντιρρήσεων προκειμένου περί αποβλήτων προς διάθεση, χωρίς όμως να μνημονεύεται προκειμένου περί αποβλήτων προς αξιοποίηση (47).

    58 Εξάλλου, η δεύτερη αιτιολογική σκέψη του προοιμίου της οδηγίας περί αποβλήτων αναφέρεται στο ψήφισμα του Συμβουλίου, της 7ης Μαου 1990, περί πολιτικής στον τομέα των αποβλήτων, με την οποία το Συμβούλιο ανέλαβε την υποχρέωση να επιταχύνει την τροποποίηση της οδηγίας (48). Το ψήφισμα αυτό ρητώς υπογραμμίζει, καίτοι σε υποσημείωση, ότι «πρέπει να σημειωθεί ότι ο σκοπός της αυτάρκειας στον τομέα της διάθεσης των αποβλήτων δεν αφορά την ανακύκλωση» (49). Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η απουσία ανάλογης υποσημειώσεως σχετικά με αυτό που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως αναφορά στην αρχή της εγγύτητας (50) υποδηλώνει ότι η αρχή της εγγύτητας εφαρμόζεται στα προς αξιοποίηση απόβλητα. Δεν συμμερίζομαι, όμως, την άποψη αυτή. Μπορεί να συντρέχουν, όπως αφήνω να υπονοηθεί, βάσιμοι οικονομικοί και περιβαλλοντικοί λόγοι για τη μεταφορά των αποβλήτων προς αξιοποίηση, οι οποίοι δεν συντρέχουν στην περίπτωση των αποβλήτων προς διάθεση.

    59 Υποστηρίχθηκε ότι η εφαρμογή των αρχών της αυτάρκειας και της εγγύτητας σχετικά με τα απόβλητα προς αξιοποίηση θα λειτουργούσε αποτρεπτικά για την αξιοποίηση των αποβλήτων, αντιθέτως προς τη διάθεσή τους, και ότι αυτό αντιβαίνει προς τον ρητώς εκφρασθέντα στο άρθρο 3 της οδηγίας σκοπό της προωθήσεως της αξιοποιήσεως (51). Οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης υποστηρίζουν ότι η διασυνοριακή μεταφορά αποβλήτων προς αξιοποίηση είναι αναγκαία για τη διασφάλιση της οικονομικώς βιώσιμης λειτουργίας των βιομηχανιών αξιοποίησης και τον μεταξύ επιχειρήσεων ανταγωνισμό, ο οποίος θα μπορούσε να οδηγήσει στην ανάπτυξη νέων τεχνολογιών. Πάντως, πρέπει να σημειωθεί ότι κατά την Ολλανδική Κυβέρνηση, επιβάλλεται, για παρόμοιους λόγους, να περιοριστούν οι εξαγωγές από τις Κάτω Ξώρες αποβλήτων προς αξιοποίηση, ώστε να διασφαλιστεί ότι η AVR θα έχει αρκετές παραγγελίες και πρώτες ύλες ώστε να λειτουργήσει κατά τρόπο οικονομικώς βιώσιμο. Ομοίως, μπορεί να υποστηριχθεί ότι η έλλειψη διακρατικού ανταγωνισμού μπορεί να περιορίσει την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών, τόσο στον τομέα της διαθέσεως όσο και στον τομέα της αξιοποιήσεως των αποβλήτων.

    60 Πάντως, εκείνο που είναι σαφές είναι ότι τα οικονομικής και περιβαλλοντικής φύσεως επιχειρήματα για την προώθηση του διασυνοριακού εμπορίου είναι ισχυρότερα όταν πρόκειται για απόβλητα προς αξιοποίηση παρά όταν πρόκειται για απόβλητα προς διάθεση. Όταν πρόκειται απλώς για διάθεση αποβλήτων, εύκολα διακρίνεται ότι το οικονομικό όφελος που παρέχεται στις επιχειρήσεις διαθέσεως αποβλήτων μέσω της ενιαίας αγοράς έρχεται σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με το συμφέρον προστασίας του περιβάλλοντος, διά της απαγορεύσεως των μη αναγκαίων μεταφορών αποβλήτων και διά της διασφαλίσεως ότι τα κράτη μέλη θα λάβουν τα κατάλληλα μέτρα για τη διάθεση των αποβλήτων τους κατά τρόπο οικολογικώς ορθολογικό. Εξάλλου, οποιαδήποτε ανάπτυξη των τεχνολογιών προκύπτουσα από την ελεύθερη κυκλοφορία των αποβλήτων θα αφορά, ειδικώς, τη διάθεση των αποβλήτων.

    61 Αντιθέτως, τα προς αξιοποίηση απόβλητα συνιστούν πρώτες ύλες για πολλές κοινοτικές βιομηχανίες. Συνεπώς το προκύπτον από την ενιαία αγορά οικονομικό όφελος είναι στην περίπτωση αυτή μεγαλύτερο. Επιπλέον, τα σχετικά με το περιβάλλον επιχειρήματα είναι πολύ περισσότερο δύσκολο να αξιολογηθούν. Ενώ η μεταφορά αποβλήτων σε μακρυνές αποστάσεις μπορεί, αναλόγως του είδους των αποβλήτων, να συνεπάγεται ορισμένους κινδύνους για το περιβάλλον, μια ενιαία αγορά των προς αξιοποίηση αποβλήτων μπορεί να αποτελέσει κίνητρο για την ανακύκλωση, μειώνοντας τον όγκο των αποβλήτων προς διάθεση και εξοικονομώντας πρώτες ύλες. Τέτοιου είδους σκέψεις δικαιολογούν ασφαλώς τη διάκριση στην οποία προέβη η κοινοτική νομοθεσία.

    62 Ο κανονισμός ρητώς προβλέπει διαφορετικούς κανόνες για την περίπτωση των αποβλήτων προς αξιοποίηση και για την περίπτωση των αποβλήτων προς διάθεση: σαφώς αυτό συνάγεται από την όγδοη αιτιολογική σκέψη του προοιμίου του κανονισμού όπου τονίζεται ότι «(...) είναι αναγκαίο να εφαρμοστούν διαφορετικές διαδικασίες ανάλογα με το είδος των αποβλήτων και τον προορισμό τους, και ιδίως αν προορίζονται για διάθεση ή αξιοποίηση», καθώς και από τη διάρθρωση του κανονισμού. Το κεφάλαιο Α του τίτλου ΙΙ αφορά τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται στην περίπτωση των αποβλήτων προς διάθεση, ενώ το κεφάλαιο Β του ιδίου τίτλου αφορά τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται στην περίπτωση των αποβλήτων προς αξιοποίηση. Η διαδικασία που εφαρμόζεται στην περίπτωση μεταφοράς αποβλήτων προς αξιοποίηση είναι λιγότερο περιοριστική καθόσον η έγκριση των αρμοδίων αρχών μπορεί να είναι σιωπηρή και δεν μπορεί να επιβληθεί καμία γενική απαγόρευση (52). Αν, πάντως, η αυτάρκεια και η εγγύτητα αποτελούσαν γενικούς λόγους προβολής αντιρρήσεων για τη μεταφορά αποβλήτων προς αξιοποίηση, όπως και για τη μεταφορά αποβλήτων προς διάθεση, η διαφορά μεταξύ των δύο συστημάτων θα περιοριζόταν σημαντικά, δεδομένου ότι εκτός από ένα λόγο που αφορά ειδικώς την αξιοποίηση, οι άλλοι λόγοι προβολής αντιρρήσεων είναι σχεδόν όμοιοι και στις δύο διαδικασίες.

    63 Οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης υποστηρίζουν ότι ο κανονισμός πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα της Συμβάσεως της Βασιλείας και ότι με τη Σύμβαση διευκρινίζεται ότι οι αρχές της αυτάρκειας και της εγγύτητας δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση αποβλήτων προς αξιοποίηση. Συμφωνώ ότι, εφόσον ο κανονισμός αποσκοπούσε στην εφαρμογή της εν λόγω συμβάσεως (53), θα μπορούσε, αν δεν αντίκειται προς τη Συνθήκη, να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα της Συμβάσεως. Δεν δέχομαι, όμως, ότι η Σύμβαση επιλύει το ζήτημα.

    64 Όπως προανέφερα, το άρθρο 4, παράγραφος 2, της Συμβάσεως επιβάλλει στα μέρη την υποχρέωση να διασφαλίσουν τη δημιουργία καταλλήλων εγκαταστάσεων για τη διάθεση των αποβλήτων (54) και ότι ο όρος «διάθεση» ορίζεται στη Σύμβαση ως περιλαμβάνων και την αξιοποίηση (55). Πάντως, μολονότι τα μέρη καλούνται γενικώς να απαγορεύσουν τη διασυνοριακή διακίνηση αποβλήτων, προβλέπονται ορισμένες εξαιρέσεις, στις οποίες περιλαμβάνεται και η περίπτωση κατά την οποία τα απόβλητα «συνιστούν πρώτη ύλη αναγκαία για τις βιομηχανίες ανακυκλώσεως ή ανακτήσεως του κράτους εισαγωγής» (άρθρο 4, παράγραφος 9) (56).

    65 Οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι η εξαίρεση αυτή σημαίνει ότι η Σύμβαση τάσσεται υπέρ της ελεύθερης κυκλοφορίας αποβλήτων προς αξιοποίηση και δεν τάσσεται υπέρ της εφαρμογής των αρχών της αυτάρκειας και της εγγγύτητας επί των αποβλήτων προς αξιοποίηση. Από την άλλη πλευρά, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η αναφορά σε απόβλητα που συνιστούν «αναγκαία πρώτη ύλη» σημαίνει ότι η εξαγωγή επιτρέπεται μόνον όταν υπάρχει έλλειψη αποβλήτων στην αλλοδαπή. Πάντως, υπάρχει και η μάλλον αόριστη εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 9, σημείο γγ, της Συμβάσεως, που επιτρέπει τη διασυνοριακή διακίνηση που ανταποκρίνεται σε «άλλα κριτήρια». Εξάλλου, το άρθρο 11 της Συμβάσεως θα μπορούσε επίσης να είναι κρίσιμο για την παρούσα υπόθεση. Το άρθρο αυτό επιτρέπει στα μέρη να συνάπτουν διμερείς, πολυμερείς ή περιφερειακές συμφωνίες ή διευθετήσεις αναφορικά με τη διασυνοριακή διακίνηση επικινδύνων αποβλήτων ή άλλων αποβλήτων με χώρες μέλη ή μη μέλη της Συμβάσεως, υπό τον όρο ότι αυτές οι συμφωνίες ή διευθετήσεις δεν θα παρεκκλίνουν από την οικολογικώς ορθολογική διαχείριση των επικινδύνων αποβλήτων ή άλλων αποβλήτων, την οποία επιβάλλει η Σύμβαση (57). Κάθε τέτοια συμφωνία ή διευθέτηση πρέπει να κοινοποιείται στη γραμματεία.

    66 Μπορεί να υποστηριχθεί ότι, εν πάση περιπτώσει, οι αρχές της αυτάρκειας και της εγγύτητας εφαρμόζονται μόνο σε κοινοτικό επίπεδο και ότι η Σύμβαση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επιβάλλουσα στην Κοινότητα την υποχρέωση λήψεως μέτρων ασυμβίβαστων με τις διατάξεις της Συνθήκης περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων.

    67 Κατά συνέπεια, θεωρώ ότι η Σύμβαση δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη της Κοινότητας καμία σαφή υποχρέωση εφαρμογής των αρχών της αυτάρκειας και της εγγύτητας, υπό την έννοια της απαγορεύσεως των μεταφορών αποβλήτων προς αξιοποίηση στο πλαίσιο του ενδοκοινοτικού εμπορίου, αλλά και ότι η Σύμβαση δεν αποσαφηνίζει, επίσης, αν οι αρχές αυτές δεν εφαρμόζονται όσον αφορά τα προς αξιοποίηση απόβλητα (58). Το συμπέρασμα που συνάγω είναι ότι η Σύμβαση μικρή μόνο βοήθεια προσφέρει για την ερμηνεία του κανονισμού.

    68 Θεωρώ, πάντως, ότι για τους λόγους που ανέφερα στις παραγράφους 54 έως 62 των προτάσεών μου, οι αρχές της αυτάρκειας και της εγγύτητας δεν έχουν εφαρμογή, κατά τον κανονισμό και την οδηγία, όσον αφορά απόβλητα προς αξιοποίηση.

    69 Το συμπέρασμα αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί η προβολή αντιρρήσεων για τη μεταφορά αποβλήτων προς αξιοποίηση, βάσει του κοινοτικού δικαίου περί προστασίας του περιβάλλοντος ή για λόγους δημόσιας υγείας, όταν, για παράδειγμα, ιδιαιτέρως επικίνδυνα απόβλητα μεταφέρονται σε μεγάλη απόσταση, χωρίς να υπάρχει ανάγκη, προκαλώντας απαράδεκτο κίνδυνο για τη δημόσια υγεία και το περιβάλλον. Είναι αυτονόητο ότι οι κίνδυνοι αυτοί αυξάνουν κατά τρόπο ευθέως ανάλογο με την απόσταση μεταφοράς τέτοιων αποβλήτων (59).

    Ερώτημα 1.β

    70 Με το επόμενο ερώτημα ζητείται να διευκρινιστεί αν, στην περίπτωση όπου οι αρχές της αυτάρκειας και της εγγύτητας δεν έχουν εφαρμογή βάσει του κανονισμού και της οδηγίας, η επίμαχη διάταξη μπορεί, παρά ταύτα, να δικαιολογηθεί βάσει του άρθρου 130 Τ της Συνθήκης.

    71 Το άρθρο αυτό προβλέπει ότι «τα μέτρα προστασίας που θεσπίζονται δυνάμει του άρθρου 130 Σ δεν εμποδίζουν τα κράτη μέλη να διατηρούν και να θεσπίζουν μέτρα ενισχυμένης προστασίας. Τα μέτρα αυτά πρέπει να συμβιβάζονται με την παρούσα συνθήκη, και να κοινοποιούνται στην Επιτροπή».

    72 Οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης υποστηρίζουν, μεταξύ άλλων, ότι το άρθρο 130 Τ δεν μπορεί να εφαρμοστεί, διότι, κατά την άποψή τους, η κοινοτική νομοθεσία έχει πλήρως εναρμονίσει τον τομέα αυτόν, το δε άρθρο 130 Τ δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε περίπτωση πλήρους εναρμόνισης. Ακόμα, διότι αντί να ακολουθεί την κατεύθυνση της κοινοτικής νομοθεσίας, η επίμαχη διάταξη ακολουθεί την αντίθετη κατεύθυνση.

    73 Πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι η επίμαχη διάταξη δεν κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή κατά το άρθρο 130 Τ, όπως επιβάλλει η τελευταία πρόταση του άρθρου αυτού. Η Ολλανδική Κυβέρνηση δεν αμφισβητεί τον ισχυρισμό της Επιτροπής ότι η διάταξη αυτή δεν κοινοποιήθηκε σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο. Εξηγεί ότι δεν κοινοποίησε το μέτρο αυτό διότι πίστευε ότι είναι σύμφωνο με τις διατάξεις του κανονισμού και της οδηγίας.

    74 Κατά τη γνώμη μου, όμως, στην παρούσα υπόθεση δεν χρειάζεται η επίλυση κανενός από τα ζητήματα που θα μπορούσαν να προκύψουν βάσει του άρθρου 130 Τ. Το άρθρο 130 Τ προβλέπει ότι τα μέτρα που επιτρέπονται δυνάμει του εν λόγω άρθρου πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να συμβιβάζονται με τις διατάξεις της Συνθήκης. Για τους προαναφερθέντες λόγους, πιστεύω ότι η επίμαχη διάταξη αντιβαίνει στο άρθρο 34 της Συνθήκης.

    Ερώτημα 2

    75 Το δεύτερο ερώτημα αφορά προφανώς το αν η επίμαχη διάταξη συνιστά ορθή εφαρμογή των αρχών της αυτάρκειας και της εγγύτητας. Δεδομένου ότι, όπως εξέθεσα, οι αρχές αυτές δεν μπορούν να εφαρμοστούν σχετικά με τα απόβλητα προς αξιοποίηση, παρέλκει η απάντηση στο ερώτημα αυτό. Θα ήθελα, πάντως, να διατυπώσω τις ακόλουθες παρατηρήσεις.

    76 Το Raad van State φρονεί, προφανώς, ότι, έστω και αν οι αρχές αυτές εφαρμόζονται, η επίμαχη διάταξη δεν είναι αναγκαία για τη διασφάλιση της εφαρμογής τους. Η Επιτροπή προφανώς συμφωνεί με την άποψη αυτή.

    77 Μπορεί να υποστηριχθεί, εντούτοις, ότι η επίμαχη διάταξη μπορεί να θεωρηθεί ως συμβάλλουσα κατά κάποιο τρόπο στην επίτευξη των σκοπών της αυτάρκειας και της εγγύτητας. Πρώτον, περιορίζει αναγκαστικώς τον αριθμό των διασυνοριακών μετακινήσεων αποβλήτων, η οποία σε πολλές περιπτώσεις, αν όχι σε όλες, σημαίνει ότι τα απόβλητα διατίθενται πολύ εγγύτερα στην πηγή τους απ' ό,τι σε διαφορετική περίπτωση. Δεύτερον, μπορεί να υποστηριχθεί ότι προωθεί την αρχή της αυτάρκειας αν, όπως υποστηρίζει η Ολλανδική Κυβέρνηση, μια περιορισμένη απαγόρευση των εξαγωγών είναι αναγκαία προκειμένου να διασφαλιστούν αρκετές παραγγελίες και πρώτες ύλες για την AVR, ώστε να καταστεί οικονομικώς βιώσιμη.

    78 Πάντως, προκειμένου περί της αρχής της εγγύτητας, ορισμένες εγκαταστάσεις αξιοποίησης στην αλλοδαπή μπορεί να βρίσκονται εγγύτερα στην πηγή των αποβλήτων απ' ό,τι η AVR. Συνεπώς, σε ορισμένες περιπτώσεις η επίμαχη διάταξη μπορεί πράγματι να αντιβαίνει στην αρχή της εγγύτητας. Όσον αφορά την αρχή της αυτάρκειας, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, τα κράτη μέλη δεν υπέχουν οπωσδήποτε την υποχρέωση να καταστούν αυτάρκη.

    79 Εξάλλου, όπως προανέφερα (60) και όπως θα προκύψει από την ανάλυση του ερωτήματος 3.α, η εφαρμογή των αρχών της αυτάρκειας και της εγγύτητας προϋποθέτει την τήρηση του κοινοτικού δικαίου, περιλαμβανομένης της αρχής της αναλογικότητας.

    Ερώτημα 3.α

    80 Με το πρώτο σκέλος του τρίτου ερωτήματος ζητείται να διευκρινιστεί αν η επίμαχη διάταξη συνιστά μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό των εξαγωγών, κατά την έννοια του άρθρου 34 της Συνθήκης, και αν, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, μπορεί, παρά ταύτα, να δικαιολογηθεί.

    81 Επιβάλλεται, κατ' αρχάς, να διευκρινιστεί η φύση της επίμαχης διάταξης. Όπως προανέφερα (61), οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης υποστηρίζουν ότι επιβλήθηκε απόλυτη απαγόρευση εξαγωγής φίλτρων λαδιού, προφανώς διότι πιστεύουν ότι είχε κριθεί ότι η ποιότητα επεξεργασίας των φίλτρων αυτών στην αλλοδαπή δεν ήταν ανώτερη από την επεξεργασία που θα μπορούσε να γίνει στις Κάτω Ξώρες, και ότι, για τον λόγο αυτό, επιβλήθηκε γενική απαγόρευση. Πάντως, το Raad van State κρίνει ότι δεν υπήρχε γενική απαγόρευση εξαγωγής φίλτρων λαδιού, διότι, κατά την άποψή του, δεν συνέτρεχαν λόγοι απορρέοντες από το σχέδιο για την προβολή αντιρρήσεων για την εξαγωγή, εφόσον μπορούσε να αποδειχθεί ότι στην αλλοδαπή η μέθοδος επεξεργασίας ήταν καλύτερης ποιότητας. Δεδομένου ότι η αξιολόγηση της φύσεως του σχεδίου αποτελεί πραγματικό ζήτημα, ή ζήτημα αναγόμενο στο εθνικό δίκαιο, πρέπει να ληφθεί ως βάση η εκτίμηση του Raad van State.

    82 Κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 34 δεν αφορά μέτρα που εφαρμόζονται χωρίς διάκριση στο εσωτερικό εμπόριο και στις εξαγωγές: τα κριτήρια, που έκτοτε επαναλήφθηκαν σε πολλές υποθέσεις, είναι αυτά που καθορίστηκαν στην απόφαση Oebel (62), ότι δηλαδή το άρθρο 34 αφορά εκείνα μόνον τα εθνικά μέτρα τα οποία πληρούν δύο προϋποθέσεις: πρώτον, έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα να κωλύουν ειδικώς τη ροή των εξαγωγών· και, δεύτερον, εισάγουν διαφορά μεταχειρίσεως μεταξύ του εσωτερικού εμπορίου κράτους μέλους και του εξαγωγικού του εμπορίου, ώστε να προσπορίζουν ειδικό πλεονέκτημα στην εθνική παραγωγή ή στην εσωτερική αγορά του οικείου κράτους.

    83 Στην παρούσα υπόθεση οι προϋποθέσεις αυτές προφανώς πληρούνται. Η επίμαχη διάταξη έχει ως ειδικό αντικείμενο ή αποτέλεσμα να περιορίζει τη ροή των εξαγωγών. Εξάλλου, δημιουργεί δυσμενείς διακρίσεις διότι ευνοεί μια εθνική επιχείρηση επεξεργασίας των αποβλήτων έναντι άλλων επιχειρήσεων σε άλλα κράτη μέλη. Συνεπώς, η επίμαχη διάταξη συνιστά μέτρο ισοδύναμο προς ποσοτικό περιορισμό των εξαγωγών κατά την έννοια του άρθρου 34.

    84 Έρχομαι τώρα στο ζήτημα της δικαιολογήσεως. Η Ολλανδική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι οι αντιρρήσεις της για τις εξαγωγές αποβλήτων προς αξιοποίηση αποσκοπούν στην προώθηση της κατά το δυνατόν αποτελεσματικότερης μεθόδου αξιοποιήσεως και τη διασφάλιση της συνεχούς διαθέσεως, αυτή δε η μέριμνά της στοχεύει στην προστασία της υγείας και της ανθρώπινης ζωής. Επικαλείται σχετικώς την πέμπτη αιτιολογική σκέψη του προοιμίου του κανονισμού, όπου τονίζεται ότι πρέπει να εξασφαλιστεί «υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος και της ανθρώπινης υγείας».

    85 Πάντως, στις παρατηρήσεις της η Ολλανδική Κυβέρνηση αναφέρεται προφανώς στην εξαγωγή αποβλήτων προς αξιοποίηση γενικώς. Δεν απέδειξε ότι η μεταφορά των επίμαχων φίλτρων λαδιού σε απόσταση μεγαλύτερη από την αναγκαία δημιουργεί κίνδυνο για την υγεία ή την ανθρώπινη ζωή. Δεν απέδειξε, επίσης, ότι η φύση της επεξεργασίας αξιοποιήσεως στην αλλοδαπή συνεπάγεται ένα τέτοιο κίνδυνο - αν βέβαια υποτεθεί ότι μπορούσε να στηριχθεί σε τέτοια επιχειρήματα. Δεν ισχυρίστηκε ότι οι εγκαταστάσεις αξιοποιήσεως αποβλήτων της Factron δεν ανταποκρίνονται στα απαιτούμενα πρότυπα. Πράγματι, η Ολλανδική Κυβέρνηση είχε παραδεχθεί, κατά τον κρίσιμο για τα πραγματικά περιστατικά χρόνο, ότι η μέθοδος αξιοποιήσεως της Factron είναι ισοδύναμη, αν όχι ανώτερη από αυτήν της AVR. Όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή, στις αποφάσεις με τις οποίες προβλήθηκαν αντιρρήσεις για τις μεταφορές των αποβλήτων δεν γίνεται προφανώς λόγος για δημόσια υγεία, ενώ το άρθρο 7, παράγραφος 4, στοιχείο αα, δεύτερη περίπτωση, επιτρέπει την προβολή αντιρρήσεων στην περίπτωση όπου μια μεταφορά δεν ανταποκρίνεται στις εθνικές νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις περί προστασίας του περιβάλλοντος, της δημοσίας τάξεως, της δημόσιας ασφάλειας και της προστασίας της υγείας.

    86 Προς στήριξη της απόψεώς τους ότι η επίμαχη διάταξη δεν δικαιολογείται, οι προσφεύγουσες επικαλούνται απόφαση του Ολλανδού Υπουργού, της 24ης Σεπτεμβρίου 1996, σχετική με μεταγενέστερη αίτηση της Dusseldorp για χορήγηση αδείας εξαγωγής αποβλήτων. Κατά τις προσφεύγουσες, ο Υπουργός τόνισε στην απόφαση αυτή ότι, μολονότι δεν έχει απορρέοντες από το σχέδιο λόγους να επιτρέψει την εξαγωγή των φίλτρων λαδιού στο Βέλγιο, δεδομένου ότι η επεξεργασία στο Βέλγιο δεν είναι καλύτερης ποιότητας από την επεξεργασία της AVR, έκρινε ότι το σχέδιο δεν αποτελούσε επαρκή βάση για την προβολή αντιρρήσεων για την εξαγωγή φίλτρων λαδιού που προορίζονται για αξιοποίηση (με επίκληση του άρθρου 7, παράγραφος 4, του κανονισμού, πρώτη περίπτωση), λαμβανομένης υπόψη της αποφάσεως του Raad van State με την οποία υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο τα εξεταζόμενα ερωτήματα.

    87 Εξάλλου, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Ολλανδική Κυβέρνηση επιτρέπει τώρα παρόμοιες μεταφορές. Η Κυβέρνηση δέχεται ότι η πολιτική της θα μεταβληθεί, υπό την έννοια ότι οι αντιρρήσεις για την εξαγωγή αποβλήτων προς αξιοποίηση θα στηρίζονται στο ποσοστό αξιοποιήσεως που επιτυγχάνεται στην αλλοδαπή, σε σχέση με το αντίστοιχο ποσοστό στις Κάτω Ξώρες (63). Υποστηρίζει, κατά τρόπο αρκετά αινιγματικό και καθόλου πειστικό, ότι αυτή η πολιτική πηγάζει απλώς από το γεγονός ότι, αναφορικά με τα προς αξιοποίηση απόβλητα, η σημασία της αυτάρκειας για την υγιεινή και το περιβάλλον έχει περιοριστεί. Καμία άλλη εξήγηση δεν παρασχέθηκε.

    88 Το συμπέρασμα προφανώς είναι ότι η σχεδιαζόμενη μεταφορά αποβλήτων δεν συνιστούσε κίνδυνο για την υγεία των ανθρώπων, των ζώων ή των φυτών και ότι, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να προβληθεί το άρθρο 36 σε σχέση με την εφαρμογή της επίμαχης διάταξης στην προκειμένη περίπτωση.

    89 Επιχειρήματα που αφορούν το περιβάλλον και βαίνουν πέραν των περιπτώσεων στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 36 μπορούν να θεωρηθούν ως επιτακτικές απαιτήσεις κατά την έννοια της αποφάσεως Cassis de Dijon (64). Πάντως, δεν μπορούν να δικαιολογήσουν μέτρα εμπίπτοντα στο άρθρο 34, εκτός αν αυτά εφαρμόζονται χωρίς διακρίσεις. Επομένως, οι επιτακτικές απαιτήσεις ουδέποτε μπορούν να δικαιολογήσουν μέτρα εμπίπτοντα στο άρθρο 34, δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά εμπίπτουν στο εν λόγω άρθρο μόνον εφόσον εισάγουν δυσμενείς διακρίσεις (65).

    90 Στην υπόθεση των αποβλήτων της Βαλονίας είχα καταλήξει στο συμπέρασμα η απαγόρευση εισαγωγής που είχε επιβάλει η Βαλονία δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί με την επίκληση λόγων αναγομένων στο περιβάλλον, διότι συνιστούσε δυσμενή διάκριση έναντι των εισαγωγών. Πάντως, το Δικαστήριο κατέληξε στην εφαρμογή αυτού του δικαιολογητικού λόγου κρίνοντας ότι το μέτρο δεν εισάγει δυσμενείς διακρίσεις. Για να δεχθεί την άποψη αυτή στηρίχθηκε σε επιχειρήματα αναγόμενα στο περιβάλλον, δεδομένου ότι έλαβε υπόψη τις αρχές της αυτάρκειας και της εγγύτητας. Δεν είναι η πρώτη φορά που το Δικαστήριο αναγκάστηκε να ακολουθήσει περίπλοκους συλλογισμούς προκειμένου να δικαιολογήσει τη λήψη μέτρων βάσει μιας επιτακτικής απαιτήσεως (66). Πρόκειται, πάντως, για το «εντυπωσιακότερο παράδειγμα» (67).

    91 Εντούτοις, ακόμα και αν θεωρηθεί ότι η επίμαχη διάταξη μπορεί να δικαιολογηθεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, με την επίκληση της επιτακτικής ανάγκης προστασίας του περιβάλλοντος, δεν νομίζω ότι μπορεί να δικαιολογηθεί βάσει των περιστατικών της προκειμένης υποθέσεως, διότι δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη απειλής για το περιβάλλον. Δεν αποδείχθηκε ότι η συγκεκριμένη μεταφορά αποβλήτων συνιστά, καθεαυτή, απειλή για το περιβάλλον. Δεν υποστηρίχθηκε, επίσης, όπως προανέφερα, ότι η επεξεργασία στην αλλοδαπή δεν ανταποκρινόταν στα απαιτούμενα πρότυπα. Όπως αποφάνθηκε το Δικαστήριο στην απόφαση Inter-Huiles κ.λπ. (68), σε τέτοιες περιπτώσεις «η προστασία του περιβάλλοντος διασφαλίζεται αναμφισβήτητα με την ίδια αυστηρότητα όταν [τα προϋόντα] πωλούνται σε κάτοχο άδειας διαθέσεως ή αναγεννήσεως άλλου κράτους μέλους, όπως και όταν η διάθεσή τους πραγματοποιείται στο κράτος μέλος καταγωγής». Πρέπει, επίσης, να αναφερθεί η απόφαση Nertsvoederfabriek Nederland (69), στην οποία το Δικαστήριο τόνισε ότι δεν είναι προφανώς αναγκαία η απαγόρευση εξαγωγής των παραπροϋόντων σφαγίων πουλερικών, εφόσον συντρέχουν οι υγειονομικές προϋποθέσεις που προβλέπονται από την κανονιστική ρύθμιση όσον αφορά την αποκομιδή και τη μεταφορά επί του εθνικού εδάφους.

    92 Η Ολλανδική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η διάταξη είναι αναγκαία για τη διασφάλιση του επαρκούς εφοδιασμού με φίλτρα λαδιού της AVR προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως καύσιμα. Κατά την Ολλανδική Κυβέρνηση, αν δεν εφοδιαζόταν επαρκώς με φίλτρα λαδιού, η AVR θα ήταν υποχρεωμένη να χρησιμοποιεί καύσιμα λιγότερο φιλικά για το περιβάλλον. Εντούτοις, έστω και αν η αποφυγή χρησιμοποιήσεως καυσίμου λιγότερο φιλικού για το περιβάλλον θα μπορούσε, κατ' αρχήν, να θεωρηθεί ως σκοπός δικαιολογημένος από πλευράς προστασίας του περιβάλλοντος, θα έπρεπε να αποδειχθεί ότι η επίμαχη διάταξη είναι ανάλογη προς τον σκοπό αυτό. Δεν αποδείχθηκε όμως ότι δεν μπορούσε να βρεθεί επαρκής πηγή εφοδιασμού με φιλικό για το περιβάλλον καύσιμο με μέτρα λιγότερο περιοριστικά του ενδοκοινοτικού εμπορίου (70).

    93 Τέλος, η Ολλανδική Κυβέρνηση φρονεί ότι η απαγόρευση εξαγωγής είναι αναγκαία για την εξασφάλιση επαρκούς πρώτης ύλης και παραγγελιών στην AVR, ώστε να παραμείνει οικονομικώς βιώσιμη. Προς απάντηση στο επιχείρημα αυτό, πρέπει να υπομνηστεί ότι παγίως γίνεται δεκτό ότι καθαρώς οικονομικοί λόγοι δεν μπορούν να δικαιολογήσουν μέτρο το οποίο prima facie παραβιάζει τις διατάξεις της Συνθήκης περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων (71). Τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά αν υπήρχε αφορώσα το περιβάλλον δικαιολογία, σε σχέση με την οποία τα οικονομικά επιχειρήματα θα είχαν εντελώς δευτερεύοντα χαρακτήρα (72). Στην προκειμένη όμως υπόθεση, όπως υπογράμμισα, δεν προβλήθηκε καμία αφορώσα το περιβάλλον δικαιολογία προς διασφάλιση των λειτουργιών της AVR που αφορούν την παρούσα υπόθεση.

    94 Κατά συνέπεια, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η απάντηση στο ερώτημα 3.α, πρέπει να είναι ότι η επίμαχη διάταξη συνιστά ποσοτικό περιορισμό των εξαγωγών κατά την έννοια του άρθρου 34 της Συνθήκης και ότι δεν δικαιολογείται βάσει του άρθρου 36 ή με την επίκληση επιτακτικών αναγκών.

    Ερώτημα 3.β

    95 Το ερώτημα 3.β, υποβλήθηκε μόνο για την περίπτωση όπου οι αρχές της αυτάρκειας και της εγγύτητας θα μπορούσαν να εφαρμοστούν επί των αποβλήτων που προορίζονται για αξιοποίηση. Δεδομένου ότι το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξα είναι ότι οι αρχές αυτές δεν εφαρμόζονται στην παρούσα υπόθεση, παρέλκει η απάντηση στο ερώτημα 3.β.

    Ερώτημα 4

    96 Με το τέταρτο ερώτημα ζητείται να διευκρινιστεί αν τα αποκλειστικά δικαιώματα που έχουν παραχωρηθεί στην AVR, δυνάμει του επί μέρους σχεδίου 10 του μέρους ΙΙ του σχεδίου (73) συμβιβάζονται με τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 90, σε συνδυασμό με το άρθρο 86 της Συνθήκης. Το άρθρο 90, παράγραφος 1, ορίζει ότι, σε σχέση με τις δημόσιες επιχειρήσεις και τις επιχειρήσεις στις οποίες έχουν παραχωρηθεί ειδικά ή αποκλειστικά δικαιώματα, τα κράτη μέλη δεν θεσπίζουν ούτε διατηρούν μέτρα αντίθετα προς τους κανόνες της Συνθήκης, ιδίως προς εκείνους των άρθρων 6 και 85 έως 94. Το άρθρο 90, παράγραφος 2, ορίζει ότι οι επιχειρήσεις που είναι επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος ή που έχουν χαρακτήρα δημοσιονομικού μονοπωλίου υπόκεινται στους κανόνες της παρούσας συνθήκης, ιδίως τους κανόνες του ανταγωνισμού, κατά το μέτρο που η εφαρμογή των κανόνων αυτών δεν εμποδίζει νομικά ή πραγματικά την εκπλήρωση της ιδιαίτερης αποστολής που τους έχει ανατεθεί. Η ανάπτυξη των συναλλαγών δεν πρέπει να επηρεάζεται σε βαθμό ο οποίος θα αντέκειτο προς το συμφέρον της Κοινότητας.

    97 Το Raad van State θεωρεί, όπως προκύπτει από το επί μέρους σχέδιο 10 του τμήματος ΙΙ του σχεδίου, ότι η AVR αποτελεί δημόσια επιχείρηση ή επιχείρηση στην οποία έχουν παραχωρηθεί ειδικά ή αποκλειστικά δικαιώματα κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 1, της Συνθήκης. Το Raad van State φρονεί, επίσης, ότι, ως μοναδική κάτοχος αδείας αποτεφρώσεως επικινδύνων αποβλήτων στις Κάτω Ξώρες, η AVR κατέχει δεσπόζουσα θέση σε ουσιώδες τμήμα της κοινής αγοράς. Κατά συνέπεια, κρίνει αναγκαίο να εξεταστεί αν η AVR καταχράστηκε τη δεσπόζουσα αυτή θέση, κατά παράβαση του άρθρου 86 της Συνθήκης, καθώς και το αν μπορεί να υπάρξει δικαιολόγηση βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 2, της Συνθήκης. Η Ολλανδική Κυβέρνηση, από την άλλη πλευρά, υποστηρίζει ότι το σχέδιο δεν παρέχει στην AVR αποκλειστικά δικαιώματα για την αποτέφρωση των φίλτρων λαδιού. Διευκρινίζει ότι προέβη σε σύγκριση μεταξύ της διαδικασίας αξιοποιήσεως των χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων εκ μέρους της Factron στην αλλοδαπή και της διαδικασίας αξιοποίησης εκ μέρους της AVR, απλώς διότι κατά τον κρίσιμο για τα πραγματικά περιστατικά χρόνο δεν υπήρχε στις Κάτω Ξώρες άλλη επιχείρηση ικανή να επεξεργάζεται χρησιμοποιημένα ορυκτέλαια, όχι πάντως βάσει υψηλών προδιαγραφών. Η Ολλανδική Κυβέρνηση υποστηρίζει, κατά συνέπεια, ότι η AVR δεν διαθέτει αποκλειστικά δικαιώματα αναφορικά με τα προς αξιοποίηση απόβλητα. Πάντως, το ζήτημα αν η AVR διέθετε αποκλειστικά δικαιώματα όσον αφορά την αποτέφρωση φίλτρων λαδιού αποτελεί πραγματικό ζήτημα που εναπόκειται στην κρίση του εθνικού δικαστηρίου. Επειδή το τέταρτο ερώτημα τέθηκε λαμβανομένου υπόψη ότι είχαν παραχωρηθεί αποκλειστικά δικαιώματα για την αποτέφρωση των αποβλήτων και ότι είχε τονιστεί ότι η αξιοποίηση των φίλτρων λαδιού εκ μέρους της AVR προϋποθέτει την αποτέφρωση, το Δικαστήριο οφείλει να εξετάσει αν πράγματι παραχωρήθηκαν αποκλειστικά δικαιώματα. Τα αποκλειστικά δικαιώματα στα οποία αναφέρεται το τέταρτο ερώτημα πρέπει να θεωρηθούν ως περιλαμβάνοντα τόσο την γενική αποκλειστικότητα αποτέφρωσης, όσο και οποιοδήποτε άλλο αποκλειστικό δικαίωμα που προκύπτει από την επίμαχη διάταξη.

    98 Το Raad van State θέτει ρητώς το ερώτημα το σχετικό με την εφαρμογή του άρθρου 90 μόνο σε σχέση με ενδεχόμενη κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως εκ μέρους της AVR, κατά παράβαση του άρθρου 86. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, κατά συνέπεια, δεν απαιτείται να δοθεί απάντηση στο τέταρτο ερώτημα αν, όπως πρότεινα, η επίμαχη διάταξη κριθεί ότι παραβιάζει το άρθρο 34 και δεν μπορεί να δικαιολογηθεί με βάση το άρθρο 36 ή μια επιτακτική ανάγκη, επειδή η επίμαχη διάταξη είναι εν πάση περιπτώσει παράνομη. Εντούτοις, το τέταρτο ερώτημα αφορά απλώς τους περιορισμούς των εξαγωγών, τους οποίους ανέλυσα υπό το πρίσμα του άρθρου 34, αλλά επίσης και τα αποκλειστικά δικαιώματα τα παραχωρηθέντα στην AVR σχετικά με την αποτέφρωση των αποβλήτων. Εν πάση περιπτώσει, το ζήτημα της παραβάσεως του άρθρου 90, σε συνδυασμό με το άρθρο 86, δεν στερείται σημασίας απλώς και μόνο επειδή αποδείχθηκε παράβαση του άρθρου 34, εναπόκειται δε κυρίως στο εθνικό δικαστήριο να εκτιμήσει τη χρησιμότητα αυτών των ερωτημάτων. Μπορεί ακόμα να προβληθεί το ερώτημα αν το άρθρο 90, παράγραφος 2, μπορεί να εφαρμοστεί σε μια περίπτωση, η οποία, άλλως, θα αποτελούσε παράβαση του άρθρου 34 (74). Δεν είναι βέβαιο ότι το άρθρο 90, παράγραφος 2, μπορεί να τύχει μιας τέτοιας εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση. Άλλο είναι η παραχώρηση σε μια επιχείρηση αποκλειστικών δικαιωμάτων εντός ενός κράτους, με σκοπό τη διαχείριση οικονομικών υπηρεσιών γενικού συμφέροντος, άλλο δε, εντελώς διαφορετικό είναι η ενίσχυση αυτών των αποκλειστικών δικαιωμάτων διά της απαγορεύσεως των εμπορικών σχέσεων μεταξύ κρατών μελών. Πάντως, το ερώτημα αυτό δεν έχει υποβληθεί στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης. Περιορίζομαι, επομένως, σε ορισμένες παρατηρήσεις γενικής φύσεως σχετικά με την κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως κατά παράβαση του άρθρου 86 και την ενδεχόμενη εφαρμογή του άρθρου 90, παράγραφοι 1 και 2, σε συνδυασμό με το εν λόγω άρθρο.

    99 Το Raad van State παρατηρεί ότι η AVR εφαρμόζει γενικώς υψηλότερες τιμές για την επεξεργασία αποβλήτων (περιλαμβανομένης της αξιοποίησής τους) απ' ό,τι οι αλλοδαπές επιχειρήσεις και ότι η πολιτική που εκφράζει το σχέδιο συνεπάγεται περιορισμό των δυνατοτήτων διαθέσεως στην αγορά. Δεν μπορεί λοιπόν να αποκλεισθεί ενδεχόμενο καταχρήσεως κατά την έννοια των σημείων αα και ββ του άρθρου 86. Στα σημεία αυτά ορίζεται, αντιστοίχως, ότι μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως, μεταξύ άλλων, «η άμεση ή έμμεση επιβολή μη δικαίων τιμών αγοράς ή πωλήσεως ή άλλων όρων συναλλαγής» ή «ο περιορισμός της παραγωγής, της διαθέσεως ή της τεχνολογικής αναπτύξεως επί ζημία των καταναλωτών».

    100 Το εθνικό δικαστήριο δεν υποβάλλει ειδικό ερώτημα αναφορικά με το άρθρο 86 και, κατά συνέπεια, αρκούν σχετικώς τρεις παρατηρήσεις. Πρώτον, όταν κράτος μέλος παραχωρεί μονοπώλιο προβλεπόμενο εκ του νόμου σε μια επιχείρηση για ουσιώδες τμήμα της κοινής αγοράς, θεωρείται ότι η επιχείρηση αυτή κατέχει δεσπόζουσα θέση κατά την έννοια του άρθρου 86 της Συνθήκης (75), η επικράτεια δε ενός κράτους μέλους, επί της οποίας εκτείνεται το μονοπώλιο αυτό, μπορεί να αποτελέσει σημαντικό τμήμα της κοινής αγοράς (76). Δεύτερον, γίνεται παγίως δεκτό ότι η απλή παραχώρηση αποκλειστικών δικαιωμάτων δεν συνεπάγεται αναγκαστικώς κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως (77). Τρίτον, το γεγονός και μόνον ότι οι τιμές μιας επιχειρήσεως στην οποία έχουν παραχωρηθεί ειδικά ή αποκλειστικά δικαιώματα είναι υψηλότερες από τις τιμές άλλων επιχειρήσεων του ιδίου κλάδου δραστηριότητας δεν ισοδυναμεί με απόδειξη καταχρήσεως δεσπόζουσας θέσεως, καίτοι συνιστά κρίσιμο στοιχείο λαμβανόμενο υπόψη. Το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι συντρέχει περίπτωση καταχρήσεως όταν οι τιμές είναι υπερβολικές επειδή δεν έχουν καμία λογική σχέση με την οικονομική αξία του προσφερομένου προϋόντος· τα ζητήματα που πρέπει να διευκρινιστούν είναι αν η διαφορά μεταξύ του πραγματικού κόστους και των πραγματικών τιμών είναι υπερβολική, και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, αν εφαρμόστηκαν τιμές οι οποίες είναι αδικαιολόγητες, τόσο αυτές καθεαυτές όσο και σε σύγκριση με άλλα ανταγωνιστικά προϋόντα (78).

    101 Αν το εθνικό δικαστήριο κρίνει ότι η AVR καταχράστηκε τη δεσπόζουσα θέση της κατά παράβαση του άρθρου 86, θα απαιτηθεί ίσως να εξεταστεί αν οι Κάτω Ξώρες παρέβησαν το άρθρο 90, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 86. Η Ολλανδική Κυβέρνηση θα μπορούσε να έχει παραβεί το άρθρο 90, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 86, μόνον αν τα παραχωρηθέντα στην AVR αποκλειστικά δικαιώματα συνεπάγονται παράβαση του άρθρου 86. Καίτοι μια τέτοια κατάχρηση μπορεί να αποτελεί συνέπεια της δεσπόζουσας θέσεως της AVR, το γεγονός και μόνον ότι οι Κάτω Ξώρες παραχώρησαν αποκλειστικά δικαιώματα στην AVR δεν αρκεί προφανώς, αυτό καθεαυτό, να αποδείξει ότι συντρέχει παράβαση του άρθρου 90, παράγραφος 1. Θα έπρεπε να αποδειχθεί ότι η AVR καταχράστηκε τη δεσπόζουσα θέση της αποκλειστικώς επειδή άσκησε τα αποκλειστικά της δικαιώματα ή ότι τα παραχωρηθέντα στην AVR δικαιώματα την έφεραν σε κατάσταση που την οδήγησε να διαπράξει αυτήν την κατάχρηση (79). Πάντως, όσον αφορά τις προβαλλόμενες ως αδικαιολόγητες τιμές, δεν προβλήθηκε προφανώς ο ισχυρισμός ότι το ολλανδικό κράτος είναι υπεύθυνο για την πολιτική τιμών της AVR: το πολύ να διευκόλυνε την εφαρμογή αδικαιολόγητων τιμών διά της παραχωρήσεως αποκλειστικών δικαιωμάτων στην AVR, δεν υπάρχει δε καμία ένδειξη ότι η πολιτική τιμών της AVR συνιστά αναγκαστική συνέπεια των αποκλειστικών δικαιωμάτων που παραχωρήθηκαν στην εν λόγω επιχείρηση.

    102 Έρχομαι τώρα στο ζήτημα αν το άρθρο 90, παράγραφος 2, παρέχει στην AVR δυνατότητα αμύνης της έναντι της κατηγορίας παραβάσεως του άρθρου 86. Απαιτείται κατ' αρχάς να εξεταστεί αν η AVR μπορεί να θεωρηθεί ως επιχείρηση επιφορτισμένη «με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος». Το ζήτημα αν οι συγκεκριμένες υπηρεσίες μπορούν να χαρακτηρισθούν ως υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος πρέπει να επιλυθεί από το εθνικό δικαστήριο, δεδομένου ότι πρόκειται για πραγματικό ζήτημα ή πάντως ζήτημα που προϋποθέτει ερμηνεία της εφαρμοστέας εθνικής νομοθεσίας (80). Πάντως, μπορούν να διατυπωθούν οι ακόλουθες παρατηρήσεις ως προς τη γενική έννοια του όρου επιχείρηση επιφορτισμένη «με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος».

    103 Φρονώ ότι η διαχείριση αποβλήτων θα μπορούσε να θεωρηθεί ως υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2 (81). Πρέπει, πάντως, να αποδειχθεί όχι μόνον ότι η AVR παρέχει υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος όσον αφορά τη διαχείριση των αποβλήτων, αλλά ότι επίσης είναι «επιφορτισμένη» με την εκτέλεση αυτής της υπηρεσίας, υπό την έννοια ότι ορισμένες υποχρεώσεις της επιβλήθηκαν εκ μέρους του κράτους προς εξυπηρέτηση του γενικού οικονομικού συμφέροντος. Πράγματι, το άρθρο 90, παράγραφος 2, κάνει λόγο για «ιδιαίτερη αποστολή» που έχει ανατεθεί στις εν λόγω επιχειρήσεις.

    104 Πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι, δεδομένου ότι το άρθρο 90, παράγραφος 2, προβλέπει παρέκκλιση από τις διατάξεις της Συνθήκης, η παρέκκλιση αυτή πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς (82).

    105 Ο λόγος αναθέσεως ιδιαίτερης αποστολής στις επιχειρήσεις είναι ότι συχνά η αποστολή αυτή οφείλει να εκπληρωθεί προς το γενικό συμφέρον και ότι ίσως δεν θα εκπληρωνόταν, κατά κανόνα για οικονομικούς λόγους, αν η εκπλήρωση αυτής της αποστολής είχε αφεθεί στον ιδιωτικό τομέα. Θα μπορούσαν να παρουσιαστούν κενά στην εκπλήρωση της συγκεκριμένης αποστολής, διότι η εκπλήρωσή της, όπως π.χ. η παροχή συγκεκριμένων υπηρεσιών σε απομονωμένες περιοχές, δεν είναι οικονομικώς συμφέρουσα (υπηρεσίες αεροπορικής συγκοινωνίας (83), ταχυδρομικών υπηρεσιών (84), δικτύου τηλεπικοινωνιών (85) και παροχής ηλεκτρικής ενέργειας (86)).

    106 Αν το Raad van State κρίνει ότι η AVR είχε επιφορτισθεί με την εκτέλεση υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος και ότι παρέβη το άρθρο 86, θα χρειαστεί να αποδειχθεί ότι η επιβαλλόμενη στην AVR υποχρέωση συμμορφώσεως προς τους κανόνες ανταγωνισμού της Συνθήκης παρακωλύει την εκτέλεση της ιδιαίτερης αποστολής που της έχει ανατεθεί. Και στην περίπτωση αυτή εναπόκειται, τελικώς, στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει αν μια συμπεριφορά αντιβαίνουσα προς τους κανόνες του ανταγωνισμού είναι αναγκαία για την εκπλήρωση της αποστολής της (87). Θα μπορούσαν πάντως, να διατυπωθούν οι ακόλουθες παρατηρήσεις.

    107 Το κριτήριο βάσει του οποίου μπορεί να καθοριστεί αν η εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού «παρακωλύει» την εκπλήρωση της συγκεκριμένης αποστολής προσδιορίστηκε με διαφόρους τρόπους. Στην απόφαση Almelo κ.λπ. (88), το Δικαστήριο έκρινε ότι «περιορισμοί του ανταγωνισμού εκ μέρους άλλων επιχειρηματιών πρέπει να γίνονται δεκτοί, στο μέτρο που αποδεικνύονται απαραίτητοι προκειμένου να επιτρέπουν στην επιφορτισμένη με μια τέτοια αποστολή γενικότερου συμφέροντος επιχείρηση να εκπληρώνει την αποστολή αυτή». Στις αποφάσεις Sacchi (89) και CBEM (90), έκρινε ότι οι διατάξεις της Συνθήκης εφαρμόζονται, εκτός από την περίπτωση που η εφαρμογή τους είναι «ασυμβίβαστη» με την εκπλήρωση της ανατεθείσας αποστολής. Πάντως, στην πλέον πρόσφατη απόφαση Corbeau (91), το Δικαστήριο έκρινε ότι πρέπει να εξετάζεται κατά πόσον περιορισμός του ανταγωνισμού, ή εξαίρεση από τους κανόνες του ανταγωνισμού, εκ μέρους άλλων επιχειρηματιών είναι αναγκαίος «προκειμένου να καταστεί δυνατόν για τον φορέα του αποκλειστικού δικαιώματος να εκπληρώσει την αποστολή γενικού συμφέροντος που του έχει ανατεθεί και ειδικότερα να επιτύχει οικονομικώς αποδεκτές συνθήκες» (92). Κατά το Δικαστήριο, για τον έλεγχο αυτό, «πρέπει να ληφθεί ως βάση το ότι η υποχρέωση, του προσώπου στο οποίο έχει ανατεθεί η αποστολή αυτή, να εξασφαλίζει την παροχή των υπηρεσιών του σε συνθήκες οικονομικής ισορροπίας προϋποθέτει τη δυνατότητα συμψηφισμού των αποτελεσμάτων των κερδοφόρων τομέων δραστηριοτήτων και των λιγότερο κερδοφόρων τομέων δραστηριοτήτων και δικαιολογεί επομένως κάποιον περιορισμό του ανταγωνισμού εκ μέρους ιδιωτών επιχειρηματιών στο επίπεδο των οικονομικώς αποδοτικών τομέων» (93). Το Δικαστήριο πρόσθεσε ότι ο αποκλεισμός του ανταγωνισμού δεν δικαιολογείται, πάντως, αν το άνοιγμα στον ανταγωνισμό ορισμένων επιχειρήσεων «δεν ανατρέπει την οικονομική ισορροπία της υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος την οποία παρέχει ο φορέας του αποκλειστικού δικαιώματος» (94).

    108 Το άρθρο 90, παράγραφος 2, ρητώς προβλέπει ορισμένες παρεκκλίσεις από τις διατάξεις της Συνθήκης για τις επιχειρήσεις μάλλον παρά για τα κράτη μέλη. Καθόσον το άρθρο 90, παράγραφος 2, μπορεί, πάντως, να προβληθεί ως προβλέπον παρεκκλίσεις από τις διατάξεις της Συνθήκης στην περίπτωση που τα κράτη μέλη παρέχουν ειδικά δικαιώματα σε επιχειρήσεις, εφόσον τα μέτρα αυτά καθαυτά οδηγούν την επιχείρηση σε παράβαση του άρθρου 86 και, κατά συνέπεια, συνεπάγονται παράβαση του άρθρου 90, παράγραφος 1, τα αποκλειστικά δικαιώματα πρέπει να εξετάζονται βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 2. Η Ολλανδική Κυβέρνηση υποστηρίζει σχετικώς ότι τα αποκλειστικά δικαιώματα είναι αναγκαία για να καταστήσουν την AVR οικονομικώς βιώσιμη. Εντούτοις, όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή, πρέπει να αποδειχθεί, κατά τρόπο που να ικανοποιεί το εθνικό δικαστήριο, ότι ο στόχος αυτός δεν μπορεί να επιτευχθεί με άλλα μέσα.

    Πρόταση

    109 Προτείνω, κατά συνέπεια, στο ερωτήματα που υπέβαλε το Raad van State να δοθούν οι ακόλουθες απαντήσεις:

    «1) Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 259/93 του Συμβουλίου, της 1ης Φεβρουαρίου 1993, σχετικά με την παρακολούθηση και τον έλεγχο των μεταφορών αποβλήτων στο εσωτερικό της Κοινότητας καθώς και κατά την είσοδο και έξοδό τους, και η οδηγία 75/442/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1975, περί στερεών αποβλήτων (όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 91/156/ΕΟΚ), έχουν την έννοια ότι οι αρχές της αυτάρκειας και της εγγύτητας δεν εφαρμόζονται, δυνάμει του κανονισμού και της οδηγίας, επί αποβλήτων προοριζομένων για αξιοποίηση.

    2) Μέτρο κράτους μέλους, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη διάταξη, που απαγορεύει την εξαγωγή φίλτρων λαδιού όταν η επεξεργασία στην αλλοδαπή δεν είναι καλύτερης ποιότητας από την επεξεργασία εντός του εν λόγω κράτους μέλους, συνιστά μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό των εξαγωγών κατά την έννοια του άρθρου 34 της Συνθήκης ΕΚ, καθόσον απαγορεύει την εξαγωγή φίλτρων λαδιού προς άλλο κράτος μέλος. Ένα τέτοιο μέτρο δεν μπορεί να δικαιολογηθεί στην παρούσα υπόθεση βάσει του άρθρου 36 της Συνθήκης ή με την επίκληση επιτακτικής ανάγκης, ώστε να καταστεί δυνατή η εξαίρεση του μέτρου αυτού από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 34.

    3) Όταν διαπιστώνεται ότι μια επιχείρηση παρέβη το άρθρο 86 της Συνθήκης καταχρώμενη τη δεσπόζουσα θέση της στην κοινή αγορά ή σε ουσιώδες τμήμα αυτής, το κράτος μέλος το οποίο παραχώρησε ειδικά ή αποκλειστικά δικαιώματα στην εν λόγω επιχείρηση παραβαίνει το άρθρο 90, παράγραφος 1, της Συνθήκης, μόνον εφόσον η παραχώρηση των ειδικών ή αποκλειστικών δικαιωμάτων προκάλεσε την παράβαση του άρθρου 86.

    4) Όταν, ανεξαρτήτως του άρθρου 90, παράγραφος 2, η συμπεριφορά μιας επιχειρήσεως θεωρείται ως αντικείμενη στο άρθρο 86 της Συνθήκης, η επιχείρηση αυτή μπορεί να επικαλείται το άρθρο 90, παράγραφος 2, της Συνθήκης, μόνον εφόσον μπορεί να αποδειχθεί ότι έχει ειδικώς επιφορτισθεί με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος και μόνον όταν η εφαρμογή του άρθρου 86 καθιστά αδύνατη την εκπλήρωση της ιδιαίτερης αποστολής που της έχει ανατεθεί.»

    (1) - ΕΕ 1993, L 30, σ. 1.

    (2) - ΕΕ ειδ. έκδ. 15/001, σ. 86.

    (3) - Οδηγία 91/156/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Μαρτίου 1991, για την τροποποίηση της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ περί των στερεών αποβλήτων (ΕΕ 1991, L 78, σ. 32).

    (4) - Τα παραρτήματα ΙΙ Α και ΙΙ Β της οδηγίας τροποποιήθηκαν με την απόφαση 96/350/ΕΚ της Επιτροπής, της 24ης Μαου 1996 (ΕΕ 1996, L 135, σ. 32).

    (5) - Παρατίθενται ορισμένα παραδείγματα των σχεδιαζομένων δράσεων.

    (6) - Άρθρο 3, παράγραφος 2.

    (7) - Άρθρο 44.

    (8) - Απόφαση 93/98/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 1ης Φεβρουαρίου 1993, για τη σύναψη, εξ ονόματος της Κοινότητας, της σύμβασης για τον έλεγχο της διασυνοριακής διακίνησης επικινδύνων αποβλήτων και της διάθεσής τους (Σύμβαση της Βασιλείας) (ΕΕ 1993, L 39, σ. 1). Το κείμενο της Συμβάσεως επισυνάπτεται στην απόφαση του Συμβουλίου.

    (9) - Βλ. παραγράφους 23 έως 31.

    (10) - Βλ. παραγράφους 7, 8, 14 και 16.

    (11) - Βλ., ανωτέρω, παράγραφο 17.

    (12) - Βλ. παραγράφους 13 και 14, αντιστοίχως.

    (13) - Αρχικός τίτλος VII, σήμερα δε τίτλος XVI, μετά την τροποποίηση από τη Συνθήκη για την Ευρωπαϋκή Ένωση.

    (14) - Απόφαση της 9ης Ιουλίου 1992, υπόθεση C-2/90 (Συλλογή 1992, σ. Ι-4431), βλ. κατωτέρω παραγράφους 45 έως 50.

    (15) - Σκέψη 34 της αποφάσεως.

    (16) - Σκέψη 35 της αποφάσεως.

    (17) - SEC (89) 934 τελικό· βλέπε Damian Chalmers, «Community Policy on Waste Management - Managing Environmental Decline Gently», Yearbook of European Law, 1994, σ. 280.

    (18) - ΕΕ 1990, C 122, σ. 2.

    (19) - Σελίδες 23 έως 25.

    (20) - Σκέψη 35 της αποφάσεως, παρατεθείσα στην παράγραφο 45 των προτάσεών μου.

    (21) - Παρατεθείσα στην υποσημείωση 8.

    (22) - Το άρθρο 2, παράγραφος 4, προβλέπει ότι με τον όρο «διάθεση» «νοείται κάθε πράξη προβλεπόμενη στο παράρτημα IV». Το παράρτημα IV περιλαμβάνει πίνακα των «πράξεων που καταλήγουν στη δυνατότητα ανακτήσεως, ανακυκλώσεως, επαναχρησιμοποιήσεως, απ' ευθείας επαναχρησιμοποιήσεως, ή πάσης άλλης χρησιμοποιήσεως των αποβλήτων».

    (23) - Βλέπε άρθρο 2, παράγραφος 3, το οποίο αναφέρεται στη διασυνοριακή διακίνηση επικινδύνων αποβλήτων «ή άλλων αποβλήτων»· κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, τα «άλλα απόβλητα» είναι αυτά που αναφέρονται στον πίνακα του παραρτήματος ΙΙ: τα μόνα απόβλητα που αναφέρονται στο παράρτημα αυτό είναι τα «συλλεγόμενα οικιακά απόβλητα» και τα «κατάλοιπα της αποτεφρώσεως οικιακών αποβλήτων».

    (24) - Άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο δδ. Βλέπε επίσης τη δέκατη όγδοη αιτιολογική σκέψη του προοιμίου, όπου τονίζεται ότι η διασυνοριακή διακίνηση επικινδύνων αποβλήτων και άλλων αποβλήτων πρέπει να περιοριστεί στο ελάχιστο δυνατόν.

    (25) - Άρθρο 4, παράγραφος 9.

    (26) - Άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο εε.

    (27) - Βλέπε, επίσης, την όγδοη αιτιολογική σκέψη του προοιμίου, όπου τονίζεται ότι τα επικίνδυνα απόβλητα και τα άλλα απόβλητα πρέπει, στο μέτρο που αυτό συμβιβάζεται με μια οικολογικά ορθολογική και αποτελεσματική διαχείριση, να διατίθενται στο κράτος στο οποίο έχουν παραχθεί.

    (28) - Peter Von Wilmowsky, «Waste disposal in the internal market: the state of play after the ECJ's ruling on the Walloon Import Ban», Common Market Law Review, 1993, σ. 541, ειδικότερα σ. 560, υποσημείωση 37.

    (29) - Παρατεθείσα στην υποσημείωση 14.

    (30) - Οδηγία του Συμβουλίου, της 6ης Δεκεμβρίου 1984, για την επιτήρηση και τον έλεγχο εντός της Ευρωπαϋκής Κοινότητας των διασυνοριακών μεταφορών επικίνδυνων αποβλήτων (ΕΕ L 326, σ. 31).

    (31) - Σκέψεις 34 έως 36 της αποφάσεως.

    (32) - Βλέπε π.χ. Hancher and Sevenster, «Case comment on Case C-2/90 Commission v Belgium», Common Market Law Review, 1993, σ. 351 έως 367· H. V. Stuyck, «Le traitement des dιchets dans la (non-)rιalisation du marchι intιrieur», Journal des tribunaux de droit europιen, 1994, αριθ. 5, σ. 10 έως 12· Von Wilmowsky, βλ. υποσημείωση 28· Damian Chalmers, βλ. υποσημείωση 17· Damien Geradin «The Belgian Waste Case», European Law Review 1993, σ. 144, και David Demiray, «The Movement of Goods in a Green Market», Legal Issues of European Integration, 1994, αριθ. 1, σ. 73 έως 110.

    (33) - Βλέπε σχετικώς καθηγητή J. H. Jans, «Self-sufficiency in European Waste Law?», First Nordic Conference on EU Environmental Law, 1994, σ. 71 έως 78.

    (34) - Σκέψεις 30 έως 32 της αποφάσεως.

    (35) - Όσον αφορά τις διατάξεις του κανονισμού και της οδηγίας, είναι σαφές ότι δεν επιτρέπουν στα κράτη μέλη παραβίαση της Συνθήκης: βλέπε π.χ. τις αποφάσεις της 20ής Απριλίου 1978, συνεκδικασθείσες υποθέσεις 80/77 και 81/77, Les Commissionnaires rιunis, Συλλογή τόμος 1978, σ. 315· και της 9ης Αυγούστου 1994, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-363/93 και C-407/93 έως C-411/93, Lancry κ.λπ., Συλλογή 1994, σ. Ι-3957.

    (36) - Βλ. παράγραφο 27.

    (37) - Επίσης, δεδομένου ότι το Δικαστήριο αναφέρθηκε στη σκέψη αυτή στην επεξεργασία «και» τη διάθεση, ενώ σε άλλο σημείο αναφέρθηκε μόνον στη διάθεση, πιθανόν με τη χρησιμοποίηση του όρου «επεξεργασία» να υπονοούσε την επεξεργασία πριν από τη διάθεση, ενδεχομένως προς απάλειψη των κινδύνων πριν ή κατά τη διάθεση.

    (38) - Απόφαση της 10ης Μαου 1995, C-422/92 (Συλλογή 1995, σ. Ι-1097).

    (39) - Απόφαση της 17ης Μαρτίου 1993, C-155/91 (Συλλογή 1993, σ. Ι-939).

    (40) - Παρατεθείσα στην υποσημείωση 30.

    (41) - Οδηγία 86/279/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Ιουνίου 1986, για την τροποποίηση της οδηγίας 84/631, για την επιτήρηση και τον έλεγχο εντός της Ευρωπαϋκής Κοινότητας των διασυνοριακών μεταφορών επικίνδυνων αποβλήτων (ΕΕ 1986, L 181, σ. 13).

    (42) - Σκέψη 14 της αποφάσεως.

    (43) - Ο κανονισμός άρχισε να ισχύει την τρίτη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, στις 6 Φεβρουαρίου 1993, αλλά άρχισε να εφαρμόζεται δεκαπέντε μήνες μετά τη δημοσίευσή του (άρθρο 44).

    (44) - Η έβδομη αιτιολογική σκέψη του προοιμίου του κανονισμού αναφέρεται στις αρχές της εγγύτητας και της αυτάρκειας σε σχέση με τις διατάξεις της οδηγίας στις οποίες γίνεται λόγος για τις αρχές αυτές. Συνεπώς, αναφέρεται στις αρχές αυτές μόνο στο πλαίσιο των αποβλήτων που προορίζονται για διάθεση.

    (45) - COM(90) 415 τελικό - SYN 305, 26 Οκτωβρίου 1990, σ. 4.

    (46) - Σελίδα 5.

    (47) - Στην αρχική πρόταση, υπό τον όρο συνδρομής ορισμένων προϋποθέσεων, προβλεπόταν διαφορετικό σύστημα για τα απόβλητα προς αξιοποίηση. Οι λόγοι για τους οποίους θα μπορούσαν να προβληθούν αντιρρήσεις για τη μεταφορά αποβλήτων προς αξιοποίηση δεν αναφέρονταν, μόνο δε η αρμόδια αρχή προορισμού μπορούσε, στην πράξη, να προβάλει αντιρρήσεις. Εξάλλου, προκειμένου περί αποβλήτων προς διάθεση, το άρθρο 4, παράγραφος 3, όριζε ότι η αρμόδια αρχή αποστολής μπορούσε να προβάλει αντιρρήσεις για τη σχεδιαζόμενη μεταφορά εφόσον υπήρχε «εγκεκριμένο κέντρο ευρισκόμενο πολύ ευρύτερα από το κέντρο που επελέγη από τον προβαίνοντα στην κοινοποίηση που να διαθέτει την κατάλληλη τεχνολογική υποδομή, η οποία θα μπορούσε να διασφαλίσει υψηλό βαθμό προστασίας του περιβάλλοντος και της ανθρώπινης υγείας».

    (48) - Άρθρο 15 του ψηφίσματος.

    (49) - Η δήλωση αυτή περιέχεται σε υποσημείωση σχετική με την πέμπτη αιτιολογική σκέψη του ψηφίσματος στην οποία τονίζεται ότι «πρέπει η Κοινότητα στο σύνολό της να καταστεί ικανή να διασφαλίζει η ίδια τη διάθεση των αποβλήτων της, είναι δε επιθυμητό το κάθε κράτος μέλος χωριστά να τείνει προς μια τέτοια αυτάρκεια».

    (50) - Δηλαδή την αναφορά, στα σημεία 7 και 11, στη διευκόλυνση που συνιστά «η διάθεση των αποβλήτων σε μια από τις εγγύτερες κατάλληλες εγκαταστάσεις» και η ελαχιστοποίηση της διακινήσεως αποβλήτων.

    (51) - Βλ. παράγραφο 5. Η «προτεραιότητα της αξιοποιήσεως» μνημονεύεται, επίσης, στο άρθρο 4, παράγραφος 3, στοιχείο αα, σημείο i, του κανονισμού (βλ. ανωτέρω παράγραφο 13).

    (52) - Βλέπε συγκριτικώς άρθρο 4, παράγραφος 3, στοιχείο αα, σημείο i, περί αποβλήτων προς διάθεση.

    (53) - Βλ. ανωτέρω παράγραφο 39.

    (54) - Βλ. ανωτέρω παράγραφο 41.

    (55) - Βλ. ανωτέρω παράγραφο 39.

    (56) - Παρατέθηκε στο σύνολό του ανωτέρω, παράγραφος 41.

    (57) - Βλέπε ανάλυση του άρθρου 11 στο Katharina Kummer, «International Management of Hazardous Wasters», Οξφόρδη 1995, σ. 88 έως 99.

    (58) - Μπορεί κατά τη Σύμβαση να επιτρέπεται στα μέλη να απαγορεύουν τις εξαγωγές αποβλήτων προς αξιοποίηση, βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 4, της Συμβάσεως, το οποίο προβλέπει ότι η Σύμβαση δεν απαγορεύει στα μέρη να επιβάλλουν πρόσθετους όρους συμβατούς προς τις διατάξεις της Συμβάσεως και σύμφωνους με τους κανόνες του διεθνούς δικαίου, για την διασφάλιση της αποτελεσματικότερης προστασίας της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος.

    (59) - Όπως υπογράμμισε η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή στο σημείο 3.2.2. της γνώμης που διατύπωσε σχετικά με την ανακοίνωση της Επιτροπής που αφορούσε την επανεξέταση της κοινοτικής στρατηγικής στον τομέα της διαχειρίσεως αποβλήτων, «ο κίνδυνος που συνεπάγονται οι τοξικές ουσίες αυξάνει αναλόγως της αποστάσεως μεταφοράς και αναλόγως της διευρύνσεως της ζώνης και των προσώπων που εκτίθενται στη μόλυνση» (ΕΕ 1997, C 89, σ. 2).

    (60) - Παράγραφοι 46 έως 49.

    (61) - Παράγραφος 24.

    (62) - Απόφαση της 14ης Ιουλίου 1981, 155/80 (Συλλογή 1981, σ. 1993). Βλέπε επίσης αποφάσεις της 1ης Απριλίου 1982, 141/81, 142/81 και 143/81, Holdijk κ.λπ. (Συλλογή 1982, σ. 1299, σκέψη 11)· της 10ης Μαρτίου 1983, 172/82, Inter-Huiles κ.λπ. (Συλλογή 1983, σ. 555, σκέψη 12)· της 7ης Φεβρουαρίου 1984, 237/82, Jongeneel Kaas κ.λπ. (Συλλογή 1984, σ. 483, σκέψη 22), και της 9ης Ιουνίου 1992, C-47/90, Delhaize και Le Lion (Συλλογή 1992, σ. I-3669, σκέψη 12).

    (63) - Βλ. ανωτέρω παράγραφο 31 όπου εκτίθεται η νέα αυτή πολιτική.

    (64) - Απόφαση της 20ής Φεβρουαρίου 1979, 120/78, Rewe-Zentral (Συλλογή 1979, σ. 649)· όσον αφορά τα σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος επιχειρήματα, βλ. π.χ. την απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 1988, 302/86, Επιτροπή κατά Δανίας (Συλλογή 1988, σ. 4607, σκέψη 8).

    (65) - Βλ., υπό την αυτή έννοια, Peter Oliver, «Free Movement of Goods in the European Community», 3η έκδοση, 1996, Sweet & Maxwell, σ. 122.

    (66) - Βλέπε π.χ. τις παρατιθέμενες από τον Peter Oliver αποφάσεις στις σελίδες 112 και 113: αποφάσεις της 17ης Ιουνίου 1981, 113/80, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (Συλλογή 1981, σ. 1625)· της 13ης Μαρτίου 1984, 16/83, Prantl (Συλλογή 1984, σ. 1299)· της 2ας Φεβρουαρίου 1989, 247/87, Επιτροπή κατά Γερμανίας (Συλλογή 1989, σ. 229), και της 13ης Δεκεμβρίου 1990, C-238/89, Pall (Συλλογή 1990, σ. Ι-4827).

    (67) - Peter Oliver, σ. 113.

    (68) - Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 62, σκέψη 14 της αποφάσεως.

    (69) - Απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 1987, 118/86 (Συλλογή 1987, σ. 3883, σκέψη 16).

    (70) - Βλ. π.χ. την απόφαση Nertsvoederfabriek Nederland, προαναφερθείσα στην υποσημείωση 69, στην οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι ο σιωπηρός περιορισμός των εξαγωγών υποπροϋόντων σφαγίων πουλερικών δεν ήταν αναγκαίος για την προστασία της υγείας.

    (71) - Βλ. π.χ. τις αποφάσεις της 19ης Δεκεμβρίου 1961, 7/61, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 635), και της 28ης Μαρτίου 1995, C-324/93, Evans Medical και Macfarlan Smith (Συλλογή 1995, σ. Ι-563).

    (72) - Απόφαση της 10ης Ιουλίου 1984, 72/83, Campus Oil κ.λπ. (Συλλογή 1983, σ. 2727, σκέψη 35)· Nertsvoederfabriek Nederland, προαναφερθείσα στην υποσημείωση 69, σκέψη 15, στην οποία, αναφερόμενο στην απόφαση Campus Oil κ.λπ., το Δικαστήριο έκρινε ότι «η εφαρμογή του άρθρου 36 δεν αποκλείεται από το γεγονός και μόνον ότι εθνική κανονιστική ρύθμιση που δικαιολογείται από αντικειμενικές περιστάσεις που ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των συμφερόντων που αφορά αυτή η διάταξη επιτρέπει την επίτευξη και άλλων στόχων οικονομικής φύσεως. Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο όταν ο στόχος οικονομικής φύσεως διευκολύνει την επίτευξη του υγειονομικού σκοπού».

    (73) - Κατά την Ολλανδική Κυβέρνηση, το μέρος αυτό του σχεδίου δεν έχει σημασία διότι αφορά μόνο τα άφλεκτα συσκευασμένα απόβλητα που δεν έχουν καμία σχέση με την παρούσα διαφορά· στα φίλτρα λαδιού αναφέρεται το επί μέρους σχέδιο 19. Η φύση του σχεδίου αναφέρθηκε ανωτέρω στις παραγράφους 23 έως 31.

    (74) - Η σχετική νομολογία έχει εξεταστεί στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Κοσμά της 26ης Νοεμβρίου 1996 στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-157/94, C-158/94, C-159/94 και C-160/94, Επιτροπή κατά Κάτω Ξωρών, Ιταλίας, Γαλλίας και Ισπανίας (παράγραφοι 86 έως 90).

    (75) - Βλ. π.χ. τις αποφάσεις της 13ης Νοεμβρίου 1975, 26/75, General Motors κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1975, σ. 425), και της 19ης Μαου 1993, C-320/91, Corbeau (Συλλογή 1993, σ. Ι-2533, σκέψη 9).

    (76) - Βλ. π.χ. τις αποφάσεις της 9ης Νοεμβρίου 1983, 322/81, Michelin κατά Επιτροπής (Συλλογή 1983, σ. 3461, σκέψη 28), και της 18ης Ιουνίου 1991, C-260/89, ΕΡΤ (Συλλογή 1991, σ. Ι-2925, σκέψη 31).

    (77) - Απόφαση της 23ης Απριλίου 1991, C-41/90, Hφfner και Elser (Συλλογή 1991, σ. Ι-1979, σκέψη 29).

    (78) - Αποφάσεις της 14ης Φεβρουαρίου 1978, 27/76, United Brands κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1978, σ. 75, σκέψεις 250 έως 254), και της 4ης Μαου 1988, 30/87, Bodson (Συλλογή 1988, σ. 2479, σκέψη 31).

    (79) - Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Fennelly της 9ης Οκτωβρίου 1997, στην υπόθεση C-163/96, Raso κ.λπ. (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή), παράγραφοι 57 έως 66.

    (80) - Βλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 1974, 127/73, BRT (Συλλογή τόμος 1974, σ. 35), καθώς και τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Cruz Vilaηa στην απόφαση Bodson, προαναφερθείσα στην υποσημείωση 78, παράγραφος 81.

    (81) - Βλ. τις προτάσεις της γενικής εισαγγελέα Rozθs στην απόφαση Inter-Huiles κ.λπ., προαναφερθείσα στην υποσημείωση 62, Συλλογή 1983, σ. 581, η οποία κατέληξε επίσης στο συμπέρασμα ότι οι γαλλικές επιχειρήσεις που έχουν άδεια συλλογής και διαθέσεως χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων μπορούν να θεωρηθούν ως επιχειρήσεις επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2.

    (82) - Απόφαση BRT, προαναφερθείσα στην υποσημείωση 80, και απόφαση της 17ης Ιουλίου 1997, C-242/95, GT-Link (Συλλογή 1997, σ. Ι-4449, σκέψη 50).

    (83) - Απόφαση της 11ης Απριλίου 1989, 66/86, Ahmed Saced Flugreisen και Silver Line Reisebόro (Συλλογή 1989, σ. 803, σκέψη 55).

    (84) - Απόφαση Corbeau, προαναφερθείσα στην υποσημείωση 75, βλ. ειδικότερα τη σκέψη 15.

    (85) - Απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 1991, C-18/88, GB-Inno-BM (Συλλογή 1991, σ. Ι-5941, σκέψη 16).

    (86) - Απόφαση της 27ης Απριλίου 1994, C-393/92, Almelo κ.λπ. (Συλλογή 1994, σ. Ι-1477, σκέψη 48).

    (87) - Αποφάσεις Corbeau, προαναφερεθείσα στην υποσημείωση 75, σκέψη 20· Almelo κ.λπ., προαναφερθείσα στην υποσημείωση 86, σκέψη 50. Κατά τις αποφάσεις αυτές το εθνικό δικαστήριο μπορεί όχι μόνον να κρίνει ότι το άρθρο 90, παράγραφος 2, είναι ανεφάρμοστο, αλλά και ότι έχει εφαρμογή, έτσι ώστε μια ορισμένη πρακτική να εξαιρείται από τον τομέα εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού της Συνθήκης.

    (88) - Προαναφερθείσα στην υποσημείωση 86, σκέψη 49 της αποφάσεως.

    (89) - Απόφαση της 30ής Απριλίου 1974, 155/73 (Συλλογή τόμος 1974, σ. 217).

    (90) - Απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 1985, 311/84 (Συλλογή 1985, σ. 3261).

    (91) - Προαναφερθείσα στην υποσημείωση 75.

    (92) - Σκέψη 16 της αποφάσεως.

    (93) - Σκέψη 17 της αποφάσεως.

    (94) - Σκέψη 19 της αποφάσεως.

    Top