Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61995CO0019

    Διάταξη του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 17ης Σεπτεμβρίου 1996.
    San Marco Impex Italiana Srl κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
    Αίτηση αναιρέσεως - Σύμβαση δημοσίων έργων - Άρθρα 178 και 215, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ.
    Υπόθεση C-19/95 P.

    Συλλογή της Νομολογίας 1996 I-04435

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1996:331

    61995O0019

    Διάταξη του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 17ης Σεπτεμβρίου 1996. - San Marco Impex Italiana Srl κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. - Αίτηση αναιρέσεως - Σύμβαση δημοσίων έργων - Άρθρα 178 και 215, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ. - Υπόθεση C-19/95 P.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1996 σελίδα I-04435


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Σκεπτικό της απόφασης
    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    ++++

    1. Αναίρεση * Λόγοι αναιρέσεως * Απλή επανάληψη των λόγων και επιχειρημάτων που προβλήθηκαν ενώπιον του Πρωτοδικείου * Εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών * Απαράδεκτο * Απόρριψη

    (Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 168 Α Οργανισμός του Δικαστηρίου ΕΚ, άρθρο 51 Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρο 112 PAR 1, στοιχ. γ')

    2. Αναίρεση * Λόγοι αναιρέσεως * Εσφαλμένη εκτίμηση των νομοτύπως προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων * Απαράδεκτο * Απόρριψη

    (Οργανισμός του Δικαστηρίου ΕΚ, άρθρο 51)

    3. Αναίρεση * Λόγοι αναιρέσεως * Ισχυρισμός προβαλλόμενος για πρώτη φορά στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως * Απαράδεκτο

    (Οργανισμός του Δικαστηρίου ΕΚ, άρθρο 51)

    Περίληψη


    1. Από το άρθρο 168 Α της Συνθήκης, το άρθρο 51 του Οργανισμού του Δικαστηρίου και το άρθρο 112, παράγραφος 1, στοιχείο γ', του Κανονισμού Διαδικασίας προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να παραθέτει επακριβώς τα επικρινόμενα σημεία της αποφάσεως της οποίας ζητείται η αναίρεση καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν κατά τρόπο συγκεκριμένο το αίτημα αυτό.

    Δεν πληροί την επιταγή αυτή η αίτηση αναιρέσεως η οποία περιορίζεται στην επανάληψη ή στην κατά γράμμα παράθεση των λόγων και επιχειρημάτων που έχουν ήδη προβληθεί ενώπιον του Πρωτοδικείου, περιλαμβανομένων και εκείνων που στηρίζονται σε πραγματικούς ισχυρισμούς που έχουν ρητώς απορριφθεί από αυτό. Πράγματι, μια τέτοια αίτηση αναιρέσεως αποτελεί στην πραγματικότητα αίτηση για απλή επανεξέταση της ασκηθείσας ενώπιον του Πρωτοδικείου προσφυγής, πράγμα που δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου.

    Η αίτηση αναιρέσεως δεν μπορεί να στηρίζεται παρά μόνο σε λόγους που αφορούν την παράβαση νομικών κανόνων, αποκλειομένης οποιασδήποτε εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών. Το Πρωτοδικείο είναι το μόνο αρμόδιο, αφενός, για την εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών, εκτός αν η ανακρίβεια του περιεχομένου των διαπιστώσεών του προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας που του υποβλήθηκαν, και, αφετέρου, για την εκτίμηση αυτών των πραγματικών περιστατικών. Το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ασκεί, δυνάμει του άρθρου 168 Α της Συνθήκης, έλεγχο όσον αφορά τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών αυτών περιστατικών και τις έννομες συνέπειες που συνήγαγε το Πρωτοδικείο.

    2. Από το άρθρο 113, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου και το άρθρο 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου προκύπτει ότι, στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να εξακριβώνει τα πραγματικά περιστατικά ούτε, καταρχήν, να εξετάζει τα αποδεικτικά στοιχεία που δέχθηκε το Πρωτοδικείο σε σχέση με τα περιστατικά αυτά. Εφόσον η προσκόμιση των αποδεικτικών αυτών στοιχείων ήταν νομότυπη και τηρήθηκαν οι γενικές αρχές του δικαίου και οι διαδικαστικοί κανόνες που διέπουν τη διεξαγωγή των αποδείξεων, το Πρωτοδικείο είναι το μόνο αρμόδιο να εκτιμήσει την αξία που πρέπει να προσδοθεί στα στοιχεία που του έχουν υποβληθεί.

    3. Ισχυρισμοί προβαλλόμενοι για πρώτη φορά στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου απορρίπτονται ως απαράδεκτοι. Πράγματι, αν επιτρεπόταν σε διάδικο να προβάλει για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου ισχυρισμό τον οποίο δεν είχε προβάλει ενώπιον του Πρωτοδικείου, τούτο θα σήμαινε ότι ο διάδικος αυτός θα είχε τη δυνατότητα να υποβάλει στην κρίση του Δικαστηρίου, του οποίου η αρμοδιότητα επί των αιτήσεων αναιρέσεως είναι περιορισμένη, διαφορά με περιεχόμενο ευρύτερο απ' ό,τι είχε η διαφορά που εκδίκασε το Πρωτοδικείο. Στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως, η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου περιορίζεται, συνεπώς, στον έλεγχο της εκ μέρους του Πρωτοδικείου εκτιμήσεως των ισχυρισμών που προβλήθηκαν και εξετάστηκαν ενώπιόν του.

    Διάδικοι


    Στην υπόθεση C-19/95 P,

    San Marco Impex Italiana Srl, εταιρία ιταλικού δικαίου, με έδρα τη Μοντένα (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τη Lucette Defalque, δικηγόρο Βρυξελλών, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο Alex Schmitt, 62, avenue Guillaume,

    αναιρεσείουσα,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως που ασκήθηκε κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (πέμπτο τμήμα) της 16ης Νοεμβρίου 1994 στην υπόθεση T-451/93, San Marco κατά Επιτροπής (Συλλογή 1994, σ. ΙΙ-1061), και με την οποία ζητείται η αναίρεση της αποφάσεως αυτής καθώς και η αποκατάσταση της ζημίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη η αναιρεσείουσα στο πλαίσιο της συμβάσεως δημοσίων έργων την οποία συνήψε με την Κυβέρνηση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Σομαλίας,

    όπου ο έτερος διάδικος είναι η

    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους Hans Peter Hartvig, νομικό σύμβουλο, και Claire Bury, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Carlos Gomez de la Cruz, μέλος της ιδίας υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους D. A. O. Edward (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, P. Jann και L. Sevon, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: N. Fennelly

    γραμματέας: R. Grass

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Διάταξη

    Σκεπτικό της απόφασης


    1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 26 Ιανουαρίου 1995, η εταιρία San Marco Impex Italiana (στο εξής: San Marco) άσκησε, δυνάμει του άρθρου 49 του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου, αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου της 16ης Νοεμβρίου 1994, Τ-451/93, San Marco κατά Επιτροπής (Συλλογή 1994, σ. ΙΙ-1061), με την οποία απορρίφθηκε αγωγή με αίτημα την αποκατάσταση, δυνάμει των άρθρων 178 και 215, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ, της ζημίας την οποία η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι υπέστη στο πλαίσιο της συμβάσεως δημοσίων έργων την οποία συνήψε με την Κυβέρνηση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Σομαλίας.

    2 Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται συνοπτικώς το ιστορικό της διαφοράς, όπως αυτό προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση.

    3 Στις 3 Μαρτίου 1987, η Επιτροπή, ενεργούσα για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, συνήψε με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Σομαλίας σύμβαση, με την οποία δέχθηκε να χρηματοδοτήσει ένα σχέδιο προταθέν από την Κυβέρνηση της Σομαλίας για τη σχεδίαση και την κατασκευή πέντε γεφυρών στον ποταμό Shebelli και μιας γέφυρας στον ποταμό Juba, καθώς και την κατασκευή οδών προσπελάσεως. Η συμφωνία αυτή συνήφθη κατ' εφαρμογήν της Δεύτερης Συμβάσεως ΑΚΕ-ΕΟΚ, η οποία υπογράφηκε στη Λομέ στις 31 Οκτωβρίου 1979 (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/022, σ. 104, στο εξής: Δεύτερη Σύμβαση της Λομέ), οι δε συναφείς πιστώσεις προβλέφθηκαν στο πέμπτο Ευρωπαϊκό Ταμείο Αναπτύξεως (στο εξής: ΕΤΑ) (σκέψη 1).

    4 Κατόπιν της προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών, συνήφθη, στις 22 Φεβρουαρίου 1988, σύμβαση μεταξύ της San Marco και του Υπουργού Εξωτερικών της Σομαλίας, ενεργούντος υπό την ιδιότητα της εθνικού διατάκτη, για λογαριασμό του Υπουργείου Δημοσίων Έργων και Στεγάσεως της Σομαλίας. Η σύμβαση αυτή θεωρήθηκε από τον εκπρόσωπο της Επιτροπής στη Σομαλία (στο εξής: εκπρόσωπος) και από την Consulint International (στο εξής: Consulint), γραφείο συμβούλων μηχανικών στο οποίο η Κυβέρνηση της Σομαλίας ανέθεσε την επίβλεψη της εκτελέσεως των εργασιών (σκέψη 2).

    5 Τα έργα άρχισαν τον Μάιο του 1988 (σκέψη 5).

    6 Ανέκυψαν τότε δύο προβλήματα. Το πρώτο αφορούσε την προταθείσα από την Consulint αλλαγή ενός από τα συστατικά των υλικών που χρησιμοποιήθηκαν στις εργασίες της κατασκευής του υποστρώματος των οδών προσπελάσεως, λόγω του ότι το υλικό αυτό δεν μπορούσε να ευρεθεί σε αρκετά κοντινή απόσταση από τον τόπο των εργοταξίων. Η αλλαγή αυτή συνεπαγόταν αύξηση της τιμής μονάδας των υλικών. Το δεύτερο πρόβλημα συνίστατο στο ότι ο εκπρόσωπος αρνείτο να θεωρήσει δύο τιμολόγια τα οποία περιείχαν αύξηση των τιμών για ορισμένα υλικά (τσιμέντο, χάλυβα, άσφαλτο και καύσιμα), με την αιτιολογία ότι οι αναθεωρήσεις αυτές βασίζονταν απλώς σε τιμολόγια και δεν αποτελούσαν απόδειξη ότι είχε σημειωθεί * όσον αφορά τα συγκεκριμένα υλικά * αύξηση των τιμών που ίσχυαν στην αγορά (σκέψεις 6 έως 8).

    7 Στις 23 Αυγούστου 1989, υποβλήθηκε στην Επιτροπή, από τον εθνικό διατάκτη μέσω του εκπροσώπου, αίτηση πρόσθετης χρηματοδοτήσεως ύψους 750 000 ECU προκειμένου ιδίως να αντιμετωπιστούν τα δύο αυτά προβλήματα. Στις 28 Αυγούστου 1989, ενόψει της χορηγήσεως αυτής της χρηματοδοτήσεως, μια Προσθήκη αριθ. 1 στη σύμβαση, την οποία είχε συντάξει η Consulint και υπογραφόταν από την αναιρεσείουσα, τον εθνικό διατάκτη και το Υπουργείο Δημοσίων Έργων, απεστάλη στον εκπρόσωπο προς θεώρηση (σκέψεις 13 και 14).

    8 Στις 21 Δεκεμβρίου 1989, η Επιτροπή, διά του εκπροσώπου της, πληροφόρησε τον εθνικό διατάκτη ότι είχε αποφασίσει να χορηγήσει πρόσθετες πιστώσεις ύψους 750 000 ECU. Με έγγραφο της 25ης Δεκεμβρίου 1989, η υπηρεσία αυτοκινητοδρόμων της Σομαλίας πληροφόρησε την Consulint ότι "η Προσθήκη αριθ. 1 (πρόσθετη χρηματοδότηση) εγκρίθηκε". Η Consulint έστειλε, στις 27 Δεκεμβρίου 1989, αντίγραφο του εγγράφου αυτού στην αναιρεσείουσα, αναφέροντας ότι η πρόθετη χρηματοδότηση ύψους 750 000 ECU είχε εγκριθεί "σύμφωνα με τους όρους της Προσθήκης αριθ. 1" (σκέψεις 15 και 16).

    9 Με έγγραφο της 6ης Φεβρουαρίου 1990, ο εκπρόσωπος γνωστοποίησε στην υπηρεσία αυτοκινητοδρόμων ότι δεν μπορούσε να θεωρήσει την προσθήκη που του είχε υποβληθεί. Της πρότεινε, ως εκ τούτου, την 1η Μαρτίου 1990, ένα τροποποιημένο κείμενο της προσθήκης, το οποίο υπέβαλε προς υπογραφή. Το νέο κείμενο της προσθήκης υπογράφηκε από την αναιρεσείουσα, το Υπουργείο Δημοσίων Έργων και Στεγάσεως της Σομαλίας, καθώς και από τον εθνικό διατάκτη, οπότε ο εκπρόσωπος, την 1η Μαρτίου 1990, απευθύνθηκε εγγράφως στο Υπουργείο Δημοσίων Έργων και Στεγάσεως της Σομαλίας πληροφορώντας το ότι αρνείτο να θεωρήσει την προσθήκη, διότι, κατά τη γνώμη του, η αναιρεσείουσα δεν εδικαιούτο αναθεωρήσεως της τιμής μονάδας για τα υλικά του υποστρώματος και δεν είχε αιτιολογήσει, όπως της ζητήθηκε, την αναθεώρηση των τιμών για το τσιμέντο και τον χάλυβα. Το περιεχόμενο του εγγράφου αυτού επικυρώθηκε και με έγγραφο της 6ης Ιουνίου 1990 (σκέψεις 17 έως 20).

    10 Τον Δεκέμβριο του 1990, εξερράγη στη Σομαλία εμφύλιος πόλεμος. Με έγγραφο της 1ης Μαρτίου 1991, ο γενικός διευθυντής της Γενικής Διευθύνσεως Αναπτύξεως της Επιτροπής απευθύνθηκε εγγράφως στην αναιρεσείουσα υπό την ιδιότητά του ως κύριου διατάκτη * της τελικώς υπεύθυνης αρχής, κατά το άρθρο 121, παράγραφος 1, της Δεύτερης Συμβάσεως της Λομέ, για τη διαχείριση των πόρων του ΕΤΑ * και την πληροφόρησε ότι είχε αναλάβει προσωρινώς τα καθήκοντα του εθνικού διατάκτη, βάσει του άρθρου 60 του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο πέμπτο ΕΤΑ, δεδομένου ότι θεωρούσε ότι ο εθνικός διατάκτης δεν ήταν πλέον σε θέση να ασκήσει τα καθήκοντά του. Υπό την ιδιότητά του αυτή, ο κύριος διατάκτης πληροφόρησε την αναιρεσείουσα ότι, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 93, παράγραφος 1, της γενικής συγγραφής υποχρεώσεων, καταγγέλλει τη σύμβαση από 1ης Μαρτίου 1991 (σκέψεις 22 και 23).

    11 Με έγγραφο της 7ης Φεβρουαρίου 1992, οι δικηγόροι της αναιρεσείουσας διαβίβασαν στην Επιτροπή πλήρη πίνακα των ζητουμένων ποσών, τα οποία ανέρχονταν συνολικά σε 4 389 498,40 ECU, στα οποία περιλαμβάνονταν, μεταξύ άλλων, τα μη εξοφληθέντα τιμολόγια και τα ποσά που απαιτούσε η αναιρεσείουσα δυνάμει του εγγράφου της Επιτροπής της 1ης Μαρτίου 1991. Με έγγραφο της 15ης Απριλίου 1992, το περιεχόμενο του οποίου επικυρώθηκε με έγγραφο της 11ης Μαΐου 1992, η Επιτροπή απέρριψε το αίτημα των δικηγόρων της αναιρεσείουσας (σκέψεις 28 και 29).

    12 Αναλυτικότερη έκθεση των πραγματικών περιστατικών περιλαμβάνεται στις σκέψεις 1 έως 29 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

    13 Στις 7 Ιουλίου 1992, η San Marco άσκησε ενώπιον του Πρωτοδικείου αγωγή με αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας την οποία ισχυριζόταν ότι υπέστη στο πλαίσιο της εν λόγω συμβάσεως δημοσίων έργων.

    14 Με απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 1994, το Πρωτοδικείο απέρριψε την αγωγή.

    15 Κατ' ουσίαν, το Πρωτοδικείο έκρινε, πρώτον, ότι δεν ήταν αρμόδιο να αποφανθεί επί των τυχόν συμβατικών αξιώσεων της San Marco προς πληρωμή των τιμολογίων. Κατά το Πρωτοδικείο, το ζήτημα αυτό έπρεπε να κριθεί με διαιτησία, σύμφωνα με το άρθρο 132 και το Παράρτημα ΧΙΙΙ της Δεύτερης Συμβάσεως της Λομέ (σκέψη 42).

    16 Δεύτερον, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι ο εκπρόσωπος της Επιτροπής δικαιούται, και μάλιστα υποχρεούται, να αρνείται τη θεώρηση των τιμολογίων που του υποβάλλουν οι εργολήπτες οσάκις έχει βάσιμους λόγους να πιστεύει ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της κοινοτικής χρηματοδοτήσεως (σκέψη 50).

    17 Τρίτον, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι η San Marco δεν είχε προσκομίσει κανένα αποδεικτικό στοιχείο το οποίο να επιτρέπει τη συναγωγή του συμπεράσματος ότι η άρνηση του εκπροσώπου να θεωρήσει τα τιμολόγια δεν ήταν δικαιολογημένη, ούτε εξάλλου απέδειξε ότι, λαμβανομένης υπόψη της συμπεριφοράς της Επιτροπής, είχε δικαιολογημένη προσδοκία ότι ο εκπρόσωπος θα θεωρούσε τα επίδικα τιμολόγια (σκέψεις 56, 73 και 74).

    18 Τέταρτον, όσον αφορά το ζήτημα της αυξήσεως της τιμής μονάδας των υλικών που χρησιμοποιήθηκαν στις εργασίες κατασκευής του υποστρώματος των οδών προσπελάσεως, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι ο εκπρόσωπος είχε δικαίωμα να αρνηθεί τη θεώρηση των επιδίκων τιμολογίων. Συγκεκριμένα, έκρινε ότι η San Marco είχε προσφέρει σταθερή τιμή χωρίς να διεξαγάγει επισταμένη έρευνα προτού υποβάλει την προσφορά της. Συνέπεια αυτού υπήρξε να υποτιμήσει σοβαρά τη δυνατότητα εξευρέσεως, κοντά στα εργοτάξια, ενός από τα απαιτούμενα συστατικά υλικά (σκέψεις 57 έως 62).

    19 Πέμπτον, το Πρωτοδικείο παρατήρησε ότι η San Marco δεν είχε αποδείξει, ενώπιον αρμοδίου δικαστηρίου, ότι η Κυβέρνηση της Σομαλίας της όφειλε πράγματι ορισμένα ποσά (σκέψη 67).

    20 Έκτον, κατά το Πρωτοδικείο, η Επιτροπή δεν είχε υποχρέωση να ικανοποιήσει αξίωση που αφορούσε δαπάνες που προξενήθηκαν πριν από την καταγγελία της συμβάσεως (σκέψη 93).

    21 Έβδομον, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι δεν υφίστατο παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της αρχής της ασφάλειας δικαίου. Συγκεκριμένα, η San Marco δεν μπορούσε να στηρίξει την αξίωσή της στον ισχυρισμό ότι, σε έγγραφο το οποίο απεστάλη μετά την πραγματοποίηση των δαπανών, περιεχόταν υπόσχεση πληρωμής (σκέψεις 95 έως 98).

    22 Όγδοον, το Πρωτοδικείο θεώρησε ότι η San Marco δεν απέδειξε ότι οι ζημίες τις οποίες ισχυριζόταν ότι υπέστη οφείλονταν στην εκ μέρους του κύριου διατάκτη καταγγελία της συμβάσεως (σκέψη 107).

    23 Τέλος, κατά το Πρωτοδικείο, το κείμενο του εγγράφου της 1ης Μαρτίου 1991 δεν μπορούσε να δημιουργήσει στη San Marco δικαιολογημένη προσδοκία ότι η Επιτροπή θα την αποζημίωνε για τις ζημίες που θα προκαλούνταν ενδεχομένως από την καταγγελία της συμβάσεως (σκέψη 112).

    24 Στις 20 Ιανουαρίου 1995, η San Marco άσκησε την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως κατά της ως άνω αποφάσεως.

    Οι λόγοι αναιρέσεως

    25 Με την αίτηση αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο να αναιρέσει την απόφαση του Πρωτοδικείου, να αποφανθεί εκ νέου επί του αιτήματός της και να υποχρεώσει την Επιτροπή να της καταβάλει ποσό συνολικού ύψους 4 389 498,40 ECU ή, επικουρικώς, ποσό συνολικού ύψους 2 504 280,07 ECU, το οποίο αντιπροσωπεύει ποσό 148 192,09 ECU για μη προσήκουσα εξόφληση τιμολογίων, το μη αμφισβητούμενο ποσό των 483 830,65 ECU για τα μη εξοφληθέντα τιμολόγια, καθώς και αποζημίωση ύψους 1 922 258 ECU λόγω καταγγελίας της συμβάσεως.

    26 Οι λόγοι αναιρέσεως που προβάλλει η αναιρεσείουσα αφορούν, αφενός, τη μη εξόφληση ορισμένων τιμολογίων και, αφετέρου, τη μη καταβολή αποζημιώσεως εκ μέρους της Επιτροπής κατόπιν της καταγγελίας της συμβάσεως.

    27 Όσον αφορά τη μη εξόφληση ορισμένων τιμολογίων, η αναιρεσείουσα επικαλείται οκτώ λόγους αναιρέσεως, αντλούμενους αντιστοίχως από:

    * εσφαλμένη εκτίμηση, εκ μέρους του Πρωτοδικείου, των πραγματικών περιστατικών, η οποία οδήγησε σε μη ορθή εφαρμογή του δικαίου

    * το γεγονός ότι η αναιρεσείουσα είχε την υποχρέωση να εκτελεί κατά γράμμα τις οδηγίες που της έδινε η Consulint

    * εσφαλμένη εφαρμογή, εκ μέρους της Επιτροπής, των συμβατικών ρητρών στο πλαίσιο της εξετάσεως των τιμολογίων

    * προσβολή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης της αναιρεσείουσας στο μέτρο που η Επιτροπή και ο εκπρόσωπός της αρνήθηκαν να θεωρήσουν τα αμφισβητούμενα τιμολόγια

    * προσβολή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης της αναιρεσείουσας στο μέτρο που η Επιτροπή αρνήθηκε να υπογράψει την Προσθήκη αριθ. 1

    * προσβολή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης της αναιρεσείουσας στο μέτρο που ο εκπρόσωπος αρνήθηκε να εξοφλήσει το μέρος των τιμολογίων που έπρεπε να εξοφληθεί εντός της Σομαλίας

    * εσφαλμένη εκτίμηση, εκ μέρους του Πρωτοδικείου, της αξιώσεως της αναιρεσείουσας και μη δικαιολογημένη απόρριψη της αξιώσεως σχετικά με τα ποσά για τα οποία είχαν εκδοθεί νομότυπα τιμολόγια και

    * πλημμελή οργάνωση των υπηρεσιών της Επιτροπής.

    28 Όσον αφορά τη μη καταβολή, εκ μέρους της Επιτροπής, αποζημιώσεως κατόπιν της καταγγελίας της συμβάσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει τέσσερις λόγους αναιρέσεως, αντλούμενους αντιστοίχως από:

    * την υποχρέωση της Επιτροπής προς αιτιολόγηση των αποφάσεών της,

    * την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 60 του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο πέμπτο ΕΤΑ και του άρθρου 93, παράγραφος 1, των Γενικών Όρων της συμβάσεως,

    * την παράβαση, εκ μέρους της Επιτροπής, του καθήκοντος αρωγής το οποίο υπέχει έναντι των κοινοτικών επιχειρήσεων που δρουν στο πλαίσιο συμβάσεων ΕΤΑ και

    * την εσφαλμένη εκτίμηση, εκ μέρους του Πρωτοδικείου, του πταίσματος της Επιτροπής.

    29 Με το υπόμνημα αντικρούσεως, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να κρίνει την αίτηση αναιρέσεως απαράδεκτη κατ' εφαρμογήν του άρθρου 119 του Κανονισμού Διαδικασίας ή, επικουρικώς, να την απορρίψει ως αβάσιμη.

    30 Κατά την Επιτροπή, όλοι οι λόγοι που προβάλλει η αναιρεσείουσα είναι απαράδεκτοι για τρεις λόγους.

    31 Πρώτον, από το άρθρο 168 Α της Συνθήκης ΕΚ και το άρθρο 51 του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου προκύπτει ότι αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου χωρεί μόνο για νομικά ζητήματα. Δεύτερον, σύμφωνα με το άρθρο 112, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, η αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου πρέπει να περιέχει τους προβαλλόμενους νομικούς λόγους και επιχειρήματα. Τρίτον, κατά το άρθρο 113, παράγραφος 2, του ιδίου Κανονισμού Διαδικασίας, η αίτηση αναιρέσεως δεν μπορεί να μεταβάλει το αντικείμενο της ενώπιον του Πρωτοδικείου δίκης. Όμως, κατά την Επιτροπή, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως δεν πληροί καμία από τις τρεις αυτές προϋποθέσεις.

    32 Επί της ουσίας, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι περί των πραγματικών και νομικών περιστατικών διαπιστώσεις του Πρωτοδικείου είναι απολύτως ορθές και ότι, ως εκ τούτου, όλοι οι λόγοι αναιρέσεως που προβάλλει η αναιρεσείουσα, και αν ακόμα κριθούν παραδεκτοί, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

    33 Δυνάμει του άρθρου 119 του Κανονισμού Διαδικασίας του, το Δικαστήριο, όταν μια αίτηση αναιρέσεως είναι προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη, μπορεί να την απορρίψει κατά πάσα στάση της δίκης με αιτιολογημένη διάταξη.

    Όσον αφορά τη μη εξόφληση ορισμένων τιμολογίων

    Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

    34 Η αναιρεσείουσα θεωρεί ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, η οποία το οδήγησε σε εσφαλμένη εφαρμογή του δικαίου. Αυτός ο λόγος αναιρέσεως περιλαμβάνει τρία σκέλη.

    35 Καταρχάς, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι κακώς το Πρωτοδικείο θεώρησε ότι αυτή δεν παρέσχε πληροφορίες σχετικά με τα τιμολόγια που απέρριψε ο εκπρόσωπος και τα οποία περιελάμβαναν τις αυξήσεις της τιμής του τσιμέντου, του χάλυβα και της ασφάλτου. Στη συνέχεια, η αναιρεσείουσα, αναφερόμενη στο έγγραφο της Consulint της 13ης Ιουνίου 1990, το οποίο διευκρίνιζε ότι η "τιμή μονάδας των υλικών υποστρώματος δεν είχε αυξηθεί", υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο προέβη σε εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών αποφαινόμενο ότι η San Marco υποτίμησε τη δυνατότητα εξευρέσεως, κοντά στα εργοτάξια, ενός από τα απαιτούμενα συστατικά υλικά. Τέλος, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο προέβη σε εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών θεωρώντας ότι τα τρία τιμολόγια που εξέδωσε η San Marco μετά την απόφαση της Επιτροπής να χορηγήσει πρόσθετη χρηματοδότηση (η οποία κοινοποιήθηκε στην αναιρεσείουσα στις 27 Δεκεμβρίου 1989) αφορούσαν δαπάνες οι οποίες είχαν πραγματοποιηθεί προτού αυτή λάβει γνώση της εν λόγω αποφάσεως.

    36 Υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 49, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να βάλλει κατά αποφάσεως του Πρωτοδικείου. Σύμφωνα με το άρθρο 168 Α της Συνθήκης και το άρθρο 51 του ιδίου Οργανισμού, η αίτηση αναιρέσεως περιορίζεται σε νομικά ζητήματα και πρέπει να στηρίζεται σε λόγους συνιστάμενους στην αναρμοδιότητα του Πρωτοδικείου, σε πλημμέλειες κατά την ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία που θίγουν τα συμφέροντα του αναιρεσείοντος ή σε παράβαση του κοινοτικού δικαίου από το Πρωτοδικείο. Εξάλλου, το άρθρο 112, παράγραφος 1, στοιχείο γ', του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου ορίζει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να περιέχει τους προβαλλόμενους νομικούς λόγους και επιχειρήματα.

    37 Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να παραθέτει επακριβώς τα επικρινόμενα σημεία της αποφάσεως της οποίας ζητείται η αναίρεση καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν κατά τρόπο συγκεκριμένο το αίτημα αυτό (βλ., συναφώς, τη διάταξη της 14ης Δεκεμβρίου 1995, C-173/95 P, Hogan κατά Δικαστηρίου, Συλλογή 1995, σ. Ι-4905, σκέψη 20).

    38 Κατά πάγια νομολογία, δεν πληροί την επιταγή αυτή η αίτηση αναιρέσεως η οποία περιορίζεται στην επανάληψη ή στην κατά γράμμα παράθεση των λόγων και επιχειρημάτων που έχουν ήδη προβληθεί ενώπιον του Πρωτοδικείου, περιλαμβανομένων και εκείνων που στηρίζονται σε πραγματικούς ισχυρισμούς που έχουν ρητώς απορριφθεί από αυτό. Πράγματι, μια τέτοια αίτηση αναιρέσεως αποτελεί στην πραγματικότητα αίτηση για απλή επανεξέταση της ασκηθείσας ενώπιον του Πρωτοδικείου προσφυγής, πράγμα που, σύμφωνα με το άρθρο 49 του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου, δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του τελευταίου (βλ., μεταξύ άλλων, τη διάταξη της 24ης Απριλίου 1996, C-87/95 P, CNPAAP κατά Συμβουλίου, η οποία δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 30).

    39 Από τις προμνησθείσες διατάξεις προκύπτει επίσης ότι η αίτηση αναιρέσεως δεν μπορεί να στηρίζεται παρά μόνο σε λόγους που αφορούν την παράβαση νομικών κανόνων, αποκλειομένης οποιασδήποτε εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών. Το Πρωτοδικείο είναι το μόνο αρμόδιο, αφενός, για την εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών, εκτός αν η ανακρίβεια του περιεχομένου των διαπιστώσεών του προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας που του υποβλήθηκαν, και, αφετέρου, για την εκτίμηση αυτών των πραγματικών περιστατικών. Όταν το Πρωτοδικείο έχει εξακριβώσει ή εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ασκήσει, δυνάμει του άρθρου 168 Α της Συνθήκης, έλεγχο όσον αφορά τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών αυτών περιστατικών και τις έννομες συνέπειες που συνήγαγε το Πρωτοδικείο (βλ., συναφώς, την απόφαση της 1ης Ιουνίου 1994, C-136/92 P, Επιτροπή κατά Brazzelli Lualdi κ.λπ., Συλλογή 1994, σ. Ι-1981, σκέψεις 48 και 49).

    40 Συνεπώς, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να εξακριβώνει τα πραγματικά περιστατικά ούτε, καταρχήν, να εξετάζει τα αποδεικτικά στοιχεία που δέχθηκε το Πρωτοδικείο σε σχέση με τα περιστατικά αυτά. Εφόσον, δηλαδή, η προσκόμιση των αποδεικτικών αυτών στοιχείων ήταν νομότυπη και τηρήθηκαν οι γενικές αρχές του δικαίου και οι διαδικαστικοί κανόνες που διέπουν τη διεξαγωγή των αποδείξεων, το Πρωτοδικείο είναι το μόνο αρμόδιο να εκτιμήσει την αξία που πρέπει να προσδοθεί στα στοιχεία που του έχουν υποβληθεί (βλ., συναφώς, την προμνησθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Brazzelli Lualdi κ.λπ., σκέψη 66).

    41 Όσον αφορά τα τρία σκέλη του πρώτου λόγου αναιρέσεως, αρκεί η διαπίστωση ότι η αναιρεσείουσα παρέλειψε, αφενός, να εκθέσει τα επιχειρήματα προς απόδειξη του ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομική πλάνη κατά την εκτίμησή του και, αφετέρου, να παραθέσει επακριβώς τα επικρινόμενα στοιχεία της αποφάσεως της οποίας ζητεί την αναίρεση. Η αναιρεσείουσα δεν επικαλείται παράβαση ορισμένου κανόνα δικαίου, αλλά περιορίζεται να αμφισβητήσει την εκ μέρους του Πρωτοδικείου εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών.

    42 Επομένως, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτος.

    Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

    43 Στηριζόμενη στο άρθρο 56 των Ειδικών Όρων της συμβάσεως, το οποίο αφορά τη σχέση μεταξύ του μηχανικού και του εργολήπτη, η αναιρεσείουσα θεωρεί ότι όφειλε να εκτελεί κατά γράμμα τις οδηγίες που ελάμβανε από την Consulint, περιλαμβανομένης και της αποφάσεώς της όσον αφορά την τροποποίηση της συνθέσεως του υποστρώματος για τεχνικούς λόγους. Συνεπώς, ορθώς υποστήριξε ενώπιον του Πρωτοδικείου ότι ο εκπρόσωπος ενήργησε καθ' υπέρβαση των εξουσιών του αρνούμενος να θεωρήσει τα τιμολόγια που αφορούσαν τις οδούς προσπελάσεως στις γέφυρες των ποταμών Juba και Shebelli για λόγους συνδεόμενους με την τροποποίηση του υποστρώματος.

    44 Ως προς αυτόν τον λόγο αναιρέσεως, αρκεί η διαπίστωση ότι η αναιρεσείουσα επαναλαμβάνει τα επιχειρήματα τα οποία έχει ήδη εκθέσει ενώπιον του Πρωτοδικείου και δεν προβάλλει κανένα επιχείρημα προκειμένου να αποδείξει ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομική πλάνη κατά την εκτίμησή του. Πράγματι, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε, στη σκέψη 63 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Consulint "δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι (...) ενήργησε ως εκπρόσωπος της Επιτροπής" και, στη σκέψη 62, ότι "ο εκπρόσωπος είχε το δικαίωμα να αρνηθεί τη θεώρηση των σχετικών τιμολογίων". Όμως, η αναιρεσείουσα δεν αμφισβητεί αυτή τη νομική διαπίστωση.

    45 Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτος.

    Επί του τρίτου και του έκτου λόγου αναιρέσεως

    46 Η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή δεν πραγματοποίησε τις πληρωμές εντός των προθεσμιών που προβλέπει η σύμβαση και ότι, συνεπώς, της οφείλονται συμβατικοί τόκοι. Κατά την αναιρεσείουσα, η Επιτροπή δεν τήρησε επίσης το άρθρο 33 των Ειδικών Όρων, σύμφωνα με το οποίο οι πληρωμές που πραγματοποιούνται στη Σομαλία γίνονται σε ECU, ούτε πλήρωσε, εντός της Σομαλίας, το 12 % ορισμένων τιμολογίων των οποίων το 88 % είχε ήδη εξοφληθεί εντός της Ιταλίας. Ομοίως, κατά την αναιρεσείουσα, εφόσον τα τιμολόγια της 7ης Φεβρουαρίου 1989, της 5ης Μαρτίου 1989, της 5ης Απριλίου 1989, της 8ης Μαΐου 1989 και της 31ης Αυγούστου 1989 είχαν εγκριθεί, μπορούσε ευλόγως να αναμένει ότι τα τιμολόγια αυτά θα εξοφλούνταν τόσο κατά το μέρος που έπρεπε να πληρωθεί εντός της Σομαλίας όσο και κατά το μέρος που έπρεπε να πληρωθεί εντός της Ιταλίας. Δεδομένου ότι το ποσό των τιμολογίων που έπρεπε να πληρωθεί εντός της Ιταλίας καταβλήθηκε εμπροθέσμως, ο εκπρόσωπος προσέβαλε τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της αναιρεσείουσας μη καταβάλλοντας το ποσό που έπρεπε να πληρωθεί εντός της Σομαλίας.

    47 Υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 113, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, η αίτηση αναιρέσεως δεν μπορεί να μεταβάλει το αντικείμενο της ενώπιον του Πρωτοδικείου δίκης.

    48 Εξάλλου, δυνάμει του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, κατά τη διάρκεια της δίκης απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών, εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία.

    49 Αν επιτρεπόταν σε διάδικο να προβάλει για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου ισχυρισμό τον οποίο δεν είχε προβάλει ενώπιον του Πρωτοδικείου, τούτο θα σήμαινε ότι ο διάδικος αυτός θα είχε τη δυνατότητα να υποβάλει στην κρίση του Δικαστηρίου, του οποίου η αρμοδιότητα επί των αιτήσεων αναιρέσεως είναι περιορισμένη, διαφορά με περιεχόμενο ευρύτερο απ' ό,τι είχε η διαφορά που εκδίκασε το Πρωτοδικείο. Στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως, η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου περιορίζεται, συνεπώς, στον έλεγχο της εκ μέρους του Πρωτοδικείου εκτιμήσεως των ισχυρισμών που προβλήθηκαν και εξετάστηκαν ενώπιόν του (βλ., συναφώς, την απόφαση Επιτροπή κατά Brazzelli Lualdi κ.λπ., σκέψη 59).

    50 Στην υπό κρίση υπόθεση, αρκεί η παρατήρηση ότι τα επιχειρήματα που αναπτύσσονται στο πλαίσιο του τρίτου και του έκτου λόγου αναιρέσεως δεν προβλήθηκαν από την αναιρεσείουσα ενώπιον του Πρωτοδικείου.

    51 Επιπλέον, η αναιρεσείουσα παρέλειψε να εκθέσει τα επιχειρήματα προς απόδειξη του ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομική πλάνη κατά την εκτίμησή του και να παραθέσει επακριβώς τα επικρινόμενα στοιχεία της αποφάσεως της οποίας ζητεί την αναίρεση.

    52 Υπό τις συνθήκες αυτές, ο τρίτος και ο έκτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως προδήλως απαράδεκτοι.

    Επί του τετάρτου λόγου αναιρέσεως

    53 Στηριζόμενη και πάλι στο άρθρο 56 των Ειδικών Όρων της συμβάσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι, εφόσον η Επιτροπή είχε εξοφλήσει χωρίς να διατυπώσει επιφυλάξεις τα τιμολόγια που αφορούσαν τις τέσσερις πρώτες γέφυρες για τις οποίες είχε χρησιμοποιηθεί το ίδιο τροποποιημένο υπόστρωμα, αφενός, ο εκπρόσωπος δεν μπορούσε να αρνηθεί τη θεώρηση των τιμολογίων που αφορούσαν τις δύο τελευταίες γέφυρες και, αφετέρου, η Επιτροπή και ο εκπρόσωπός της δεν μπορούσαν να αρνηθούν την εξόφληση των εν λόγω τιμολογίων προβάλλοντας ως αιτιολογία το σχετικό με το υπόστρωμα πρόβλημα. Μη ενεργώντας κατά τον τρόπο αυτόν, η αναιρεσίβλητη προσέβαλε τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της αναιρεσείουσας.

    54 Η αιτίαση αυτή δεν προβλήθηκε από την αναιρεσείουσα ενώπιον του Πρωτοδικείου.

    55 Είναι αληθές ότι, με την πρώτη αιτίαση (στο μέτρο που αφορούσε ειδικότερα το τρίτο εξωσυμβατικό πταίσμα της Επιτροπής) που προβλήθηκε ενώπιον του Πρωτοδικείου, η αναιρεσείουσα ισχυρίστηκε ότι η Επιτροπή ενήργησε κατά παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Ωστόσο, υποστήριξε ότι οι πράξεις ή παραλείψεις οι οποίες δημιούργησαν την εν λόγω εμπιστοσύνη συνίσταντο αποκλειστικά στον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή είχε χορηγήσει πρόσθετη χρηματοδότηση για την αντιμετώπιση των αλλαγών που είχε ζητήσει ο εθνικός διατάκτης, καθώς και στον τρόπο με τον οποίο είχε τροποποιήσει και είχε αποστείλει προς υπογραφή την Προσθήκη αριθ. 1.

    56 Επιπλέον, η αναιρεσείουσα παρέλειψε να εκθέσει τα επιχειρήματα προς απόδειξη του ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομική πλάνη κατά την εκτίμησή του και να παραθέσει επακριβώς τα επικρινόμενα στοιχεία της προσβαλλομένης αποφάσεως.

    57 Συνεπώς, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτος.

    Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως

    58 Η αναιρεσείουσα θεωρεί ότι η Επιτροπή ενήργησε κατά παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης αρνούμενη να υπογράψει την Προσθήκη αριθ. 1 την οποία είχε καταρτίσει αφού είχε αναγγείλει τη χορήγηση των συναφών χρηματικών πόρων. Υποστηρίζει ότι ο εκπρόσωπος, με τη στάση του και, ειδικότερα, με το να εγκρίνει την τροποποίηση του υποστρώματος για τις τέσσερις πρώτες γέφυρες και την αίτηση χορηγήσεως πρόσθετης χρηματοδοτήσεως καθώς και συντάσσοντας την προσθήκη της συμβάσεως χωρίς καμία αναφορά στο πρόβλημα του υποστρώματος, άφησε την αναιρεσείουσα να εννοήσει ότι η Προσθήκη αριθ. 1 θα υπογραφόταν και ότι θα καταβαλλόταν η πρόσθετη χρηματοδότηση.

    59 Συναφώς, αρκεί να παρατηρηθεί ότι η αναιρεσείουσα, αφενός, περιορίζεται στην επανάληψη των επιχειρημάτων που προέβαλε ενώπιον του Πρωτοδικείου και, αφετέρου, δεν προβάλλει κανένα επιχείρημα υποστηρίζοντας ότι το δικαιοδοτικό αυτό όργανο υπέπεσε σε νομική πλάνη κατά την εκτίμησή του.

    60 Πράγματι, αυτός ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως περιορίζεται στην επανάληψη ενός σκέλους της πρώτης αιτιάσεως την οποία η αναιρεσείουσα είχε προβάλει ενώπιον του Πρωτοδικείου. Όπως προκύπτει από τη σκέψη 36 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η αναιρεσείουσα υποστήριξε ενώπιον του Πρωτοδικείου ότι "με τον τρόπο που η Επιτροπή, αφενός, χορήγησε πρόσθετους πόρους για τη χρηματοδότηση των αλλαγών που είχε ζητήσει ο εθνικός διατάκτης και, αφετέρου, τροποποίησε την Προσθήκη αριθ. 1 και την υπέβαλε προς υπογραφή, η ενάγουσα μπορούσε ευλόγως να προσδοκά ότι η Επιτροπή θα υπέγραφε την προσθήκη της συμβάσεως και θα πλήρωνε τα σχετικά τιμολόγια". Με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως ζητείται, στην πραγματικότητα, η επανεξέταση αυτού του σκέλους της πρώτης αιτιάσεως που προβλήθηκε ενώπιον του Πρωτοδικείου και η οποία απορρίφθηκε από το Πρωτοδικείο με τις σκέψεις 70 έως 75 της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και η επανεξέταση πραγματικών περιστατικών τα οποία, κατά την αναιρεσείουσα, της δημιούργησαν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη.

    61 Συνεπώς, αυτός ο λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτος.

    Επί του εβδόμου λόγου αναιρέσεως

    62 Καίτοι το Πρωτοδικείο έκρινε δικαιολογημένη την άρνηση του εκπροσώπου να θεωρήσει τα τιμολόγια λόγω της αυξήσεως της τιμής του τσιμέντου, του χάλυβα και της ασφάλτου και της αυξήσεως της τιμής μονάδας των υλικών του υποστρώματος, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι εδικαιούτο να αξιώσει την εξόφληση του μέρους των τιμολογίων το οποίο δεν αφορούσε τα δύο αυτά στοιχεία. Συναφώς, η αναιρεσείουσα θεωρεί ότι στα έγγραφα που προσκομίστηκαν στο Πρωτοδικείο περιέχονταν όλες οι απαραίτητες πληροφορίες.

    63 Η αιτίαση αυτή δεν προβλήθηκε ενώπιον του Πρωτοδικείου, καθόσον η αναιρεσείουσα περιορίστηκε τότε να υποστηρίξει ότι ο εκπρόσωπος δεν είχε το δικαίωμα να αρνηθεί τη θεώρηση των επιδίκων τιμολογίων και ότι, εν πάση περιπτώσει, οι συγκεκριμένες περιπτώσεις αρνήσεως θεωρήσεως δεν ήταν δικαιολογημένες (σκέψεις 33 έως 37 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

    64 Πρέπει, εξάλλου, να παρατηρηθεί ότι, με τη σκέψη 51 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο αναφέρθηκε σε ερώτηση που είχε θέσει στη San Marco προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσον η αγωγή της αφορούσε μόνον την αύξηση της τιμής του τσιμέντου, του χάλυβα και της ασφάλτου, αφενός, και την αύξηση της τιμής μονάδας των υλικών του υποστρώματος αφετέρου, και, σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, να της επιτρέψει να προσκομίσει τα κατάλληλα αποδεικτικά στοιχεία. Κατόπιν της απαντήσεως της San Marco, το Πρωτοδικείο έκρινε, με τη σκέψη 52, ότι δεν μπορούσε να εκτιμήσει το βάσιμο του αιτήματος της ενάγουσας παρά μόνο στο μέτρο που αυτό στηριζόταν στη φερόμενη ως παράνομη άρνηση του εκπροσώπου να θεωρήσει τα τιμολόγια που αφορούσαν τα δύο αυτά στοιχεία.

    65 Υπό τις συνθήκες αυτές, ο έβδομος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτος.

    Επί του ογδόου λόγου αναιρέσεως

    66 Με τη σκέψη 101 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η San Marco δεν είχε προβάλει κανένα επιχείρημα ούτε είχε προσκομίσει κανένα αποδεικτικό στοιχείο που να του επιτρέπει να θεωρήσει ότι είχαν σημειωθεί δυσλειτουργίες στις υπηρεσίες της Επιτροπής.

    67 H αναιρεσείουσα αμφισβητεί αυτή την επιχειρηματολογία και υπογραμμίζει ότι, με την αγωγή της, είχε αναφερθεί στην κακή αντιμετώπιση των τιμολογίων, του υποστρώματος και της Προσθήκης αριθ. 1. Ομοίως, κατά την αναιρεσείουσα, το ιδιόχειρο σημείωμα που απέστειλε, στις 30 Ιουνίου 1990, ο εκπρόσωπος στον ιεραρχικώς ανώτερό του στις Βρυξέλλες μαρτυρεί τη δυσλειτουργία των υπηρεσιών της Επιτροπής.

    68 Συναφώς, παρατηρείται ότι η αναιρεσείουσα περιορίζεται να αμφισβητήσει την εκ μέρους του Πρωτοδικείου εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών.

    69 Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να παρατηρηθεί ότι το Πρωτοδικείο, με τη σκέψη 100 της προσβαλλομένης αποφάσεως, διαπίστωσε ότι, εφόσον η Επιτροπή δεν είχε υποχρέωση να ικανοποιήσει την αξίωση της ενάγουσας προς πληρωμή των τιμολογίων, το επιχείρημα αυτό έπρεπε να απορριφθεί ως αβάσιμο. Όμως, η αναιρεσείουσα δεν προέβαλε κανένα επιχείρημα για να αποδείξει ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομική πλάνη κατά την εκτίμησή του.

    70 Υπό τις συνθήκες αυτές, ο όγδοος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτος.

    Όσον αφορά τη μη καταβολή αποζημιώσεως εκ μέρους της Επιτροπής κατόπιν της καταγγελίας της συμβάσεως

    Επί του πρώτου και του τρίτου λόγου αναιρέσεως

    71 Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι η απόφαση της Επιτροπής η οποία περιέχεται στα έγγραφα της 15ης Απριλίου και της 11ης Μαΐου 1992 δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη, όπως απαιτεί το άρθρο 190 της Συνθήκης ΕΚ. Εξάλλου, στηριζόμενη στο άρθρο 60 του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο πέμπτο ΕΤΑ, το οποίο αφορά τις καθυστερήσεις στην εξέλιξη των διαδικασιών ως προς τα σχέδια που χρηματοδοτούνται από το ΕΤΑ, η αναιρεσείουσα θεωρεί ότι η Επιτροπή αμέλησε το γενικό καθήκον της όσον αφορά την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των κοινοτικών επιχειρήσεων που δρουν στο πλαίσιο συμβάσεων ΕΤΑ.

    72 Οι λόγοι αυτοί δεν προβλήθηκαν από την αναιρεσείουσα ενώπιον του Πρωτοδικείου και, επομένως, είναι προδήλως απαράδεκτοι.

    Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

    73 Η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι ερμήνευσε και εφάρμοσε κατά τρόπο εσφαλμένο το άρθρο 60 του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο πέμπτο ΕΤΑ και το άρθρο 93, παράγραφος 1, των Γενικών Όρων της συμβάσεως, καθώς και ότι προέβη σε εσφαλμένη εκτίμηση του καθήκοντος που υπέχει η Επιτροπή προς ικανοποίηση του αιτήματος της αναιρεσείουσας.

    74 Το άρθρο 93, παράγραφος 1, των Γενικών Όρων ορίζει ότι, όταν η διοίκηση διατάσσει μονομερώς την οριστική παύση της εκτελέσεως της συμβάσεως, η σύμβαση αυτή λύεται αυτομάτως, ο δε εργολήπτης δικαιούται αποζημιώσεως για την τυχόν ζημία την οποία του προξένησε η μη οφειλόμενη σε υπαιτιότητά του λύση της συμβάσεως.

    75 Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως περιλαμβάνει σε δύο σκέλη.

    Επί του πρώτου σκέλους του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

    76 Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, ενεργώντας υπό την ιδιότητα του κύριου διατάκτη και του εθνικού διατάκτη στο πλαίσιο του άρθρου 60 του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο πέμπτο ΕΤΑ καθώς και υπό την ιδιότητα της διοικήσεως στο πλαίσιο του άρθρου 93, παράγραφος 1, των Γενικών Όρων της συμβάσεως, δεσμεύθηκε, με το έγγραφο της 1ης Μαρτίου 1991, να καταβάλει στην αναιρεσείουσα, για τις ήδη εκτελεσθείσες εργασίες, τα δεόντως δικαιολογηθέντα ποσά. Το σύνολο των ποσών αυτών ανερχόταν σε 582 022,74 ECU.

    77 Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι τα επιχειρήματα αυτά πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτα. Κατά την Επιτροπή, η αναιρεσείουσα περιορίζεται, κατ' ουσίαν, στην επανάληψη των επιχειρημάτων που προέβαλε ενώπιον του Πρωτοδικείου.

    78 Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως πρέπει να κριθεί παραδεκτό. Πράγματι, η αναιρεσείουσα, με το σκέλος αυτό του λόγου αναιρέσεως επικρίνει στην πραγματικότητα, εμμέσως πλην σαφώς, τη διαπίστωση στην οποία προέβη το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 93 της προσβαλλομένης αποφάσεως και σύμφωνα με την οποία το άρθρο 60 του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο πέμπτο ΕΤΑ παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα, χωρίς όμως να την υποχρεώνει, να προβαίνει σε πληρωμές προς τους εργολήπτες όταν έχουν σημειωθεί, σε εθνικό επίπεδο, καθυστερήσεις στην εκκαθάριση ή την έκδοση της εντολής πληρωμής. Επιπλέον, η αναιρεσείουσα θεωρεί ότι από το γράμμα του εν λόγω άρθρου 60, σε συνδυασμό με το άρθρο 93, παράγραφος 1, των Γενικών Όρων της συμβάσεως, προκύπτει ότι η Επιτροπή υποχρεούται να καταβάλει τα ποσά που οφείλονται εκ του νόμου ή εκ της συμβάσεως στην αναιρεσείουσα, καθόσον ενήργησε υπό την ιδιότητα τόσο του κύριου διατάκτη όσο και του εθνικού διατάκτη.

    79 Ωστόσο, αυτό το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως είναι προδήλως αβάσιμο. Πράγματι, από τους σαφείς και ακριβείς όρους του άρθρου 60 του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο πέμπτο ΕΤΑ προκύπτει ότι ο κύριος διατάκτης μπορεί να λάβει όλα τα πρόσφορα μέτρα ώστε να μη παραταθεί η καθυστέρηση στην εκκαθάριση, στην έκδοση της εντολής πληρωμής ή στην πληρωμή, καθυστέρηση η οποία μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την πλήρη εκτέλεση μιας συμβάσεως δημοσίων έργων. Όμως, από το γεγονός ότι η Επιτροπή αποφάσισε να καταγγείλει την επίδικη σύμβαση, σύμφωνα με το άρθρο 93, παράγραφος 1, των Γενικών Όρων της συμβάσεως, δεν προκύπτει ότι η εξουσία αυτή κατέστη υποχρέωση βαρύνουσα την Επιτροπή. Όπως ορθώς έκρινε το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 91 της προσβαλλομένης αποφάσεως, αν η αναιρεσείουσα θεωρεί ότι δικαιούται εκ της συμβάσεως να απαιτήσει την καταβολή ορισμένων ποσών, αυτό αποτελεί ζήτημα το οποίο πρέπει να λυθεί με διαιτησία, σύμφωνα με το άρθρο 132 και το παράρτημα XIII της Δεύτερης Συμβάσεως της Λομέ.

    Επί του δευτέρου σκέλους του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

    80 Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 93, παράγραφος 1, των Γενικών Όρων και κατόπιν του εγγράφου της 1ης Μαρτίου 1991, η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να αποζημιώσει την αναιρεσείουσα για τη ζημία εκ της καταγγελίας της συμβάσεως.

    81 Χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστεί αυτή η επιχειρηματολογία, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η αναιρεσείουσα αρκείται στην αμφισβήτηση της εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών στην οποία προέβη το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 107 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Πράγματι, με τη σκέψη αυτή, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι η San Marco δεν απέδειξε ότι η ζημία την οποία ισχυριζόταν ότι υπέστη οφειλόταν στην εκ μέρους του κύριου διατάκτη καταγγελία της συμβάσεως. Συνεπώς, το δεύτερο αυτό σκέλος του λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτο.

    Επί του τετάρτου λόγου αναιρέσεως

    82 Η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι υπέπεσε σε πλάνη μη αναγνωρίζοντας το πταίσμα της Επιτροπής το οποίο προξένησε τη ζημία που υφίστατο κατά τον χρόνο της καταγγελίας της συμβάσεως και διαπιστώνοντας ότι το υποστατό αυτής της ζημίας δεν είχε αποδειχθεί. Συναφώς, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι ακριβώς κατόπιν των οδηγιών της Consulint εγκατέλειψε υλικά στον τόπο των δύο τελευταίων γεφυρών.

    83 Επί του σημείου αυτού, αρκεί να παρατηρηθεί ότι η αναιρεσείουσα παρέλειψε, αφενός, να προβάλει επιχειρήματα προς απόδειξη του ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομική πλάνη κατά την εκτίμησή του και, αφετέρου, να παραθέσει επακριβώς τα επικρινόμενα στοιχεία της αποφάσεως της οποίας ζητεί την αναίρεση. Επιπλέον, η αναιρεσείουσα δεν επικαλείται την παράβαση κάποιου κανόνα δικαίου, αλλά περιορίζεται να αμφισβητήσει την εκ μέρους του Πρωτοδικείου εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών.

    84 Εν πάση περιπτώσει, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε, με τη σκέψη 108 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η San Marco δεν απέδειξε ότι εξακολουθούσε να βρίσκεται στον τόπο του έργου κατά την ημερομηνία λύσεως της συμβάσεως και, με τη σκέψη 118, ότι η San Marco δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό στοιχείο το οποίο να επιτρέπει, είτε διά της επιχειρηματολογίας είτε βάσει των προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων, να αποδειχθεί όχι μόνον ότι η Επιτροπή είχε υποπέσει σε σφάλμα, αλλά και ότι η προβαλλόμενη ζημία οφειλόταν στο σφάλμα αυτό και όχι στον εμφύλιο πόλεμο, σε κλοπή ή σε άλλη άσχετη αιτία. Η αναιρεσείουσα αμφισβητεί απλώς αυτή την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών. Εξάλλου, δεν προέβαλε επιχειρήματα προς απόδειξη του ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομική πλάνη κατά την εκτίμησή του αυτή.

    85 Υπό τις συνθήκες αυτές, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτος.

    86 Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι οι λόγοι αναιρέσεως που επικαλέστηκε η αναιρεσείουσα προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως είναι είτε προδήλως απαράδεκτοι είτε προδήλως αβάσιμοι. Συνεπώς, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί κατ' εφαρμογήν του άρθρου 119 του Κανονισμού Διαδικασίας.

    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


    Επί των δικαστικών εξόδων

    87 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Επειδή η αναιρεσείουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

    διατάσσει:

    1) Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

    2) Η San Marco Impex Italiana Srl θα φέρει τα δικαστικά της έξοδα καθώς και τα δικαστικά έξοδα της Επιτροπής.

    Λουξεμβούργο, 17 Σεπτεμβρίου 1996.

    Top