This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 61995CJ0362
Judgment of the Court (First Chamber) of 16 September 1997. # Blackspur DIY Ltd, Steven Kellar, J.M.A. Glancy and Ronald Cohen v Council of the European Union and Commission of the European Communities. # Appeal - Non-contractual liability of the Community - Causal link - Anti-dumping duties - Commission Regulation No 3052/88 and Council Regulation No 725/89. # Case C-362/95 P.
Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 16ης Σεπτεμβρίου 1997.
Blackspur DIY Ltd, Steven Kellar, J.M.A. Glancy και Ronald Cohen κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Αίτηση αναιρέσεως - Εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας - Αιτιώδης σύνδεσμος - Δασμοί αντιντάμπινγκ - Κανονισμοί 3052/88 της Επιτροπής και 725/89 του Συμβουλίου.
Υπόθεση C-362/95 P.
Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 16ης Σεπτεμβρίου 1997.
Blackspur DIY Ltd, Steven Kellar, J.M.A. Glancy και Ronald Cohen κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Αίτηση αναιρέσεως - Εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας - Αιτιώδης σύνδεσμος - Δασμοί αντιντάμπινγκ - Κανονισμοί 3052/88 της Επιτροπής και 725/89 του Συμβουλίου.
Υπόθεση C-362/95 P.
Συλλογή της Νομολογίας 1997 I-04775
ECLI identifier: ECLI:EU:C:1997:401
Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 16ης Σεπτεμβρίου 1997. - Blackspur DIY Ltd, Steven Kellar, J.M.A. Glancy και Ronald Cohen κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. - Αίτηση αναιρέσεως - Εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας - Αιτιώδης σύνδεσμος - Δασμοί αντιντάμπινγκ - Κανονισμοί 3052/88 της Επιτροπής και 725/89 του Συμβουλίου. - Υπόθεση C-362/95 P.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1997 σελίδα I-04775
Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό
1 Αναίρεση - Λόγοι - Εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών - Απαράδεκτο
(Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 168 Α· Οργανισμός του Δικαστηρίου ΕΚ, άρθρο 51, εδ. 1)
2 Αναίρεση - Λόγοι - Λόγος προβαλλόμενος κατά αιτιολογίας της αποφάσεως μη απαραίτητης προς θεμελίωση του διατακτικού - Αλυσιτελής λόγος
(Οργανισμός του Δικαστηρίου ΕΚ, άρθρο 51, εδ. 1)
3 Αναίρεση - Λόγοι - Εσφαλμένη εκτίμηση των νομοτύπως προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων - Απαράδεκτο - Απόρριψη
(Οργανισμός του Δικαστηρίου ΕΚ, άρθρο 51, εδ. 1)
4 Εξωσυμβατική ευθύνη - Προϋποθέσεις - Ζημία - Αιτιώδης σύνδεσμος - Βάρος της αποδείξεως
(Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 178 και 215)
5 Σύμφωνα με τα άρθρα 168 Α της Συνθήκης και 51 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, η αίτηση αναιρέσεως δεν μπορεί να στηρίζεται παρά μόνον σε λόγους που αφορούν την παράβαση νομικών κανόνων, αποκλειομένης οποιασδήποτε εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών.
6 Στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως, λόγος αναιρέσεως ο οποίος βάλλει κατά αιτιολογίας που παρατίθεται ως εκ περισσού στην απόφαση του Πρωτοδικείου, το διατακτικό της οποίας στηρίζεται επαρκώς κατά νόμον σε άλλη αιτιολογία, είναι απορριπτέος.
7 Στο Πρωτοδικείο και μόνον εναπόκειται να εκτιμήσει την αξία που πρέπει να προσδοθεί στα στοιχεία που του έχουν υποβληθεί. Η εκτίμηση αυτή δεν αποτελεί, με την επιφύλαξη της περιπτώσεως αλλοιώσεως των στοιχείων αυτών, νομικό ζήτημα υποκείμενο, ως τοιούτο, στον έλεγχο του Δικαστηρίου.
8 Προς θεμελίωση της ευθύνης της Κοινότητας, εναπόκειται κατά κύριο λόγο στον διάδικο που την επικαλείται να προσκομίσει πειστικά αποδεικτικά στοιχεία ως προς την ύπαρξη ή την έκταση της ζημίας που προβάλλει και να αποδείξει τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της ζημίας αυτής και της συμπεριφοράς την οποία προσάπτει στα κοινοτικά όργανα.
Στην υπόθεση C-362/95 P,
Blackspur DIY Ltd, εταιρία αγγλικού δικαίου, με έδρα το Unsworth, Bury (Ηνωμένο Βασίλειο),
Steven Kellar, J. M. A. Glancy και Ronald Cohen, κάτοικοι Μάντσεστερ (Ηνωμένο Βασίλειο),
εκπροσωπούμενοι από τον K. P. E. Lasok, QC, κατ' εντολήν του C. Khan, solicitor, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο M. Dennewald, 12, avenue de la Porte-Neuve,
αναιρεσείοντες,
που έχει ως αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως που ασκήθηκε κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων (πρώτο πενταμελές τμήμα) της 18ης Σεπτεμβρίου 1995, υπόθεση T-168/94, Blackspur κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (Συλλογή 1995, σ. ΙΙ-2627), και με την οποία ζητείται η αναίρεση της αποφάσεως αυτής καθώς και η αναπομπή της υποθέσεως ενώπιον του Πρωτοδικείου, όπου οι έτεροι διάδικοι είναι το Συμβούλιο της Ευρωπαϋκής Ενώσεως, εκπροσωπούμενο από τον Y. Crιtien, νομικό σύμβουλο, επικουρούμενο από τους H.-J. Rabe και G. M. Berrisch, δικηγόρους Αμβούργου, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον B. Eynard, διευθυντή της Διευθύνσεως Νομικών Υποθέσεων της Ευρωπαϋκής Τράπεζας Επενδύσεων, 100, boulevard Konrad Adenauer, και η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον N. Khan, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, επικουρούμενο από τους H.-J. Rabe και G. M. Berrisch, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον C. Gσmez de la Cruz, μέλος της ιδίας υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(πρώτο τμήμα),
συγκείμενο από τους L. Sevσn, πρόεδρο τμήματος, D. A. O. Edward και M. Wathelet (εισηγητή), δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: G. Tesauro
γραμματέας: L. Hewlett, υπάλληλος διοικήσεως,
έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,
αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις των αναιρεσειόντων, εκπροσωπηθέντων από τον K. P. E. Lasok, του Συμβουλίου, εκπροσωπηθέντος από τον A. Tanca, νομικό σύμβουλο, επικουρούμενο από τον G. M. Berrisch, και της Επιτροπής, εκπροσωπηθείσας από τον N. Khan, επικουρούμενο από τον G. M. Berrisch, κατά τη συνεδρίαση της 24ης Απριλίου 1997,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 5ης Ιουνίου 1997,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 27 Νοεμβρίου 1995, η εταιρία Blackspur DIY Ltd (στο εξής: Blackspur) καθώς και οι Steven Kellar, J. M. A. Glancy και Ronald Cohen άσκησαν, δυνάμει του άρθρου 49 του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου, αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου της 18ης Σεπτεμβρίου 1995, υπόθεση Τ-168/94, Blackspur κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (Συλλογή 1995, σ. ΙΙ-2627, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το Πρωτοδικείο απέρριψε την αγωγή με την οποία οι ανωτέρω είχαν ζητήσει να υποχρεωθούν το Συμβούλιο και η Επιτροπή, κατ' εφαρμογήν των άρθρων 178 και 215, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ, να αποκαταστήσουν τη ζημία που οι ενάγοντες ισχυρίζονταν ότι υπέστησαν εξαιτίας πράξεων και παραλείψεων των οργάνων αυτών στο πλαίσιο της επιβολής δασμού αντιντάμπινγκ επί των εισαγωγών ορισμένων ψηκτρών και πινέλων για ζωγραφική καταγωγής Λαϋκής Δημοκρατίας της Κίνας.
2 Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι, τον Ιούλιο του 1988, η Blackspur, νεοσυσταθείσα τότε εταιρία αγγλικού δικαίου με κεφάλαιο περίπου 750 000 λιρών στερλινών (UK£) και με σκοπό την πώληση και διάθεση στο εμπόριο εργαλείων προοριζομένων για τους ασχολουμένους ερασιτεχνικά με τα μαστορέματα (do-it-yourself), προέβη σε μια πρώτη παραγγελία εισαγωγής ψηκτρών προελεύσεως Κίνας. Ο εκτελωνισμός του φορτίου αυτού πραγματοποιήθηκε στις 5 Οκτωβρίου 1988 (σκέψη 4).
3 Στις 5 Μαρτίου 1990, οι τελωνειακές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου αξίωσαν από την Blackspur να καταβάλει προσωρινό δασμό αντιντάμπινγκ, με συντελεστή 69 % επί της καθαρής τιμής ανά τεμάχιο, δυνάμει του κανονισμού (ΕΟΚ) 3052/88 της Επιτροπής, της 29ης Σεπτεμβρίου 1988, για τη θέσπιση προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων ψηκτρών για ζωγραφική, επίχριση και βερνίκωμα και παρόμοιων ψηκτρών και πινέλων καταγωγής Λαϋκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ L 272, σ. 16) (σκέψεις 2 και 4).
4 Στις 20 Μαρτίου 1989, το Συμβούλιο, με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 725/89, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων ψηκτρών και πινέλων για ζωγραφική, επίχριση και βερνίκωμα και παρόμοιων ψηκτρών και πινέλων καταγωγής Λαϋκής Δημοκρατίας της Κίνας, και για την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ που επιβάλλεται στις εισαγωγές αυτές (ΕΕ L 79, σ. 24), επέβαλε οριστικό δασμό με συντελεστή ίδιο με τον συντελεστή του προσωρινού δασμού.
5 Τον Αύγουστο του 1990, η Blackspur τέθηκε υπό αναγκαστική διαχείριση (receivership) και, στη συνέχεια, υπό εκκαθάριση (σκέψη 4).
6 Στις 22 Οκτωβρίου 1991, το Δικαστήριο, επιληφθέν προδικαστικού ερωτήματος που του υπέβαλε, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, το Finanzgericht Bremen, κήρυξε, με την απόφαση επί της υποθέσεως C-16/90, Nφlle (Συλλογή 1991, σ. Ι-5163), ανίσχυρο τον κανονισμό 725/89, με το σκεπτικό ότι η κανονική αξία των επίμαχων προϋόντων δεν καθορίστηκε με τρόπο κατάλληλο και μη στερούμενο λογικής, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 5, στοιχείο αα, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2423/88 του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 1988, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ ή επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϋκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΕ L 209, σ. 1). Με την απόφαση εκείνη, το Δικαστήριο έκρινε ότι η γερμανική επιχείρηση Nφlle, ανεξάρτητος εισαγωγέας ψηκτρών και πινέλων, είχε προσκομίσει, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αντιντάμπινγκ, στοιχεία ικανά να δημιουργήσουν αμφιβολίες ως προς την καταλληλότητα και το εύλογο της επιλογής της Σρι Λάνκα ως χώρας αναφοράς για τον καθορισμό της κανονικής αξίας και ότι η Επιτροπή και το Συμβούλιο δεν είχαν καταβάλει σοβαρή και επαρκή προσπάθεια για να εξετάσουν αν η Ταϋβάν μπορούσε να θεωρηθεί ως κατάλληλη χώρα αναφοράς, όπως είχε προτείνει η Nφlle. Κατόπιν της αποφάσεως αυτής, η Επιτροπή επανέλαβε την έρευνα και, με την απόφαση 93/325/ΕΟΚ της 18ης Μαου 1993, για την περάτωση της διαδικασίας αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές ψηκτρών και πινέλων για ζωγραφική, επίχριση και βερνίκωμα και παρόμοιων ψηκτρών και πινέλων καταγωγής Λαϋκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ L 127, σ. 15), περάτωσε τελικώς τη διαδικασία χωρίς να επιβάλει δασμό αντιντάμπινγκ (σκέψη 3).
7 Υπ' αυτές ακριβώς τις συνθήκες, η Blackspur και οι διαχειριστές, μέτοχοι και εγγυητές των Kellar, Glancy και Cohen άσκησαν, με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 10 Αυγούστου 1993, αγωγή δυνάμει του άρθρου 215, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, ζητώντας αποκατάσταση της αποθετικής και θετικής ζημίας που ισχυρίζονταν ότι υπέστησαν λόγω της παράνομης συμπεριφοράς της Κοινότητας με την επιβολή του εν λόγω δασμού αντιντάμπινγκ (σκέψη 5).
8 Κατ' εφαρμογήν του άρθρου 4 της αποφάσεως 93/350/Ευρατόμ, ΕΚΑΞ, ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 1993, περί τροποποιήσεως της αποφάσεως 88/591/ΕΚΑΞ, ΕΟΚ, Ευρατόμ περί ιδρύσεως Πρωτοδικείου των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 144, σ. 21), η υπόθεση παραπέμφθηκε, με διάταξη του Δικαστηρίου της 18ης Απριλίου 1994, ενώπιον του Πρωτοδικείου.
Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση
9 Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Πρωτοδικείο απέρριψε την αγωγή.
10 Καταρχάς, το Πρωτοδικείο υπενθύμισε ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η θεμελίωση εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας βάσει του άρθρου 215, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης εξαρτάται από τη συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων που αναφέρονται στον παράνομο χαρακτήρα της συμπεριφοράς που προσάπτεται στα κοινοτικά όργανα, στο υποστατό της ζημίας, καθώς και στην ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς και της προβαλλομένης ζημίας (σκέψη 38).
11 Το Πρωτοδικείο, αφού υπογράμμισε ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, αιτιώδης σύνδεσμος κατά την έννοια του άρθρου 215, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης γίνεται δεκτός εφόσον υφίσταται άμεσος σύνδεσμος μεταξύ του πταίσματος του εμπλεκομένου οργάνου και της προβαλλομένης ζημίας, σύνδεσμος του οποίου η απόδειξη βαρύνει τους ενάγοντες (σκέψη 40), στη συνέχεια έκρινε ότι οι ενάγοντες δεν απέδειξαν εν προκειμένω την ύπαρξη τέτοιου συνδέσμου (σκέψη 53).
12 Συναφώς, όσον αφορά τη ζημία της Blackspur, το Πρωτοδικείο έκρινε ως εξής:
«41 Εν προκειμένω, οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι η ζημία που υπέστη η ενάγουσα Blackspur, και την οποία υπολογίζουν σε 586 000 UK£, συνίσταται στην απώλεια των κερδών που θα είχαν αποκομίσει από τις πωλήσεις ψηκτρών προελεύσεως Κίνας, οι οποίες αντιπροσώπευαν το ήμισυ του κύκλου εργασιών της, εάν δεν είχε τεθεί υπό εκκαθάριση λόγω της προβαλλόμενης παράνομης συμπεριφοράς των κοινοτικών οργάνων και, ειδικότερα, λόγω της επιβολής δασμού αντιντάμπινγκ με συντελεστή υψηλότερο του συντελεστή του περιθωρίου κέρδους που είχε εκ των πωλήσεων αυτών (...).
42 Το Πρωτοδικείο κρίνει ότι οι ισχυρισμοί των εναγόντων ότι οι πωλήσεις ψηκτρών χαμηλής τιμής προελεύσεως Κίνας αντιπροσώπευαν το ήμισυ του κύκλου εργασιών της Blackspur και ότι η απώλεια της εμπορικής αυτής διεξόδου ήταν η κύρια αιτία των κακών οικονομικών αποτελεσμάτων της που είχαν ως συνέπεια να τεθεί υπό εκκαθάριση δεν μπορούν να γίνουν δεκτοί.
43 Το Πρωτοδικείο υπογραμμίζει, κατ' αρχάς, ότι, σε απάντηση της αιτήσεώς του να κατατεθούν οι ισολογισμοί της Blackspur για τα έτη 1988-89 και 1989-90 προκειμένου να αποδειχθεί το βάσιμο των ισχυρισμών αυτών, οι ενάγοντες απάντησαν ότι "δεν κατείχαν πλέον τα έγγραφα τα σχετικά με τον κύκλο εργασιών της Blackspur". Το Πρωτοδικείο κρίνει ότι, ενώ οι διαχειριστές και εταίροι της Blackspur μπορούν ενδεχομένως να ισχυρισθούν ότι δεν κατέχουν πλέον τα κρίσιμα έγγραφα τα σχετικά με τον κύκλο εργασιών της Blackspur για τα επίμαχα έτη, λαμβανομένου υπόψη του διορισμού συνδίκων και της προωθήσεως της διαδικασίας εκκαθαρίσεως, δεν ισχύει το ίδιο για την ενάγουσα Blackspur. Πράγματι, το Πρωτοδικείο τονίζει ότι, με έγγραφο της 25ης Μαρτίου 1993, το γραφείο που ανέλαβε την εκκαθάριση της Blackspur συναίνεσε στο να ασκήσουν οι δικηγόροι της Blackspur, εξ ονόματός του, ως εκκαθαριστού της Blackspur, την υπό κρίση αγωγή. Στην περίπτωση αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι ο εκκαθαριστής της ενάγουσας Blackspur αδυνατεί να προσκομίσει τα έγγραφα τα σχετικά με την οικονομική κατάσταση της ενάγουσας, δεν εναπόκειται δε στο Πρωτοδικείο να υποκαταστήσει την ενάγουσα διατάσσοντας την προσκόμιση των αποδεικτικών αυτών στοιχείων.
44 Το Πρωτοδικείο πάντως διαπιστώνει ότι, αντιθέτως, οι ενάγοντες προσκόμισαν έγγραφο σχετικό με τα οικονομικά αποτελέσματα της Blackspur για τις περιόδους 1988-89 και 1989-90, συντεταγμένο από γραφείο ορκωτών λογιστών και απευθυνόμενο στον δεύτερο ενάγοντα, τον Kellar, διαχειριστή της Blackspur. Αν θεωρηθεί ότι το έγγρραφο αυτό αντικατοπτρίζει πιστά την οικονομική κατάσταση της Blackspur για τις οικείες περιόδους, όπως αυτή θα προέκυπτε από δεόντως καταρτισθέντα ισολογισμό, επιβάλλεται να εξετασθεί αν οι ισχυρισμοί των εναγόντων περί της αιτίας της ζημίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη η Blackspur βρίσκουν επαρκή ερείσματα στο περιεχόμενο του εγγράφου αυτού.
45 Όσον αφορά, πρώτον, τον ισχυρισμό ότι οι πωλήσεις ψηκτρών που εισήχθησαν από την Κίνα αντιπροσώπευαν το ήμισυ του κύκλου εργασιών της Blackspur, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι από το παράρτημα 22 του υπομνήματος απαντήσεως, το οποίο αποτελεί σύνοψη των θέσεων της Blackspur περί των εισαγωγών προελεύσεως Κίνας, προκύπτει ότι, αφενός, μεταξύ της ημερομηνίας της συστάσεώς της, τον Ιούλιο του 1988, και του Αυγούστου 1990, ημερομηνίας ενάρξεως της διαδικασίας που κατέληξε στην εκκαθάρισή της, η Blackspur εισήγαγε μία μόνο παρτίδα ψηκτρών προελεύσεως Κίνας, τον μήνα Ιούλιο 1988, συνολικής αξίας 40 948,38 UK£, για την οποία ο προσωρινός δασμός αντιντάμπινγκ που έπρεπε να καταβληθεί ήταν της τάξεως των 18 116,83 UK£. Αφετέρου, όπως προκύπτει από το προμνημονευθέν έγγραφο του γραφείου ορκωτών λογιστών, κατά την περίοδο από 1ης Ιουλίου 1988 μέχρι 31ης Αυγούστου 1989, η Blackspur πραγματοποίησε κύκλο εργασιών της τάξεως των 1 435 384 UK£.
46 Από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι η Blackspur δεν πραγματοποίησε εισαγωγές ψηκτρών προελεύσεως Κίνας προ της επιβολής του επίδικου δασμού αντιντάμπινγκ και ότι ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι οι εισαγωγές ψηκτρών προελεύσεως Κίνας συνιστούσαν, κατά την προηγηθείσα της επιβολής του δασμού αντιντάμπινγκ περίοδο, το ήμισυ του κύκλου εργασιών της δεν επιβεβαιώνεται από κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι κύρια αιτία των κακών οικονομικών αποτελεσμάτων που οδήγησαν στην εκκαθάριση της Blackspur ήταν η προβαλλόμενη απώλεια της εμπορικής διεξόδου που αντιπροσωπεύουν οι πωλήσεις ψηκτρών καταγωγής Κίνας.
47 Εντούτοις, ακόμη και αν υποτεθεί ότι ο εν λόγω ισχυρισμός της ενάγουσας μπορεί να γίνει δεκτός για τη συλλογιστική του Πρωτοδικείου, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι, όπως προκύπτει από το προμνημονευθέν έγγραφο του γραφείου ορκωτών λογιστών, το 40,44 % του κύκλου εργασιών που πραγματοποίησε η Blackspur κατά την περίοδο από 1ης Ιουλίου 1988 έως 31ης Αυγούστου 1989 (1 435 384 UK£) προερχόταν από πωλήσεις ψηκτρών συνολικής αξίας 580 503 UK£. Το Πρωτοδικείο επισημαίνει ότι η διαπίστωση αυτή αντιφάσκει προς τον ισχυρισμό των εναγόντων ότι η Blackspur δεν μπόρεσε να βρει άλλες εναλλακτικές πηγές εφοδιασμού και υποχρεώθηκε, κατά συνέπεια, να αποσυρθεί από την αγορά των πωλήσεων ψηκτρών σε χαμηλή τιμή λόγω της επιβολής του δασμού αντιντάμπινγκ. Από το προμνημονευθέν έγγραφο προκύπτει επίσης ότι, καίτοι κατά την ακόλουθη περίοδο (από 1ης Σεπτεμβρίου 1989 έως 31ης Ιουλίου 1990) το ποσοστό των πωλήσεων ψηκτρών κατήλθε από 40,44 σε 3,01 %, ο κύκλος εργασιών της Blackspur παρουσίασε, αντιθέτως, σημαντική αύξηση, της τάξεως του 30 %, ανερχόμενος σε 1 864 016 UK£.
48 Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι η προβαλλόμενη απώλεια της εμπορικής διεξόδου που αντιπροσωπεύει η πώληση ψηκτρών καταγωγής Κίνας, έστω και αν είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του κύκλου εργασιών που πραγματοποιήθηκε ως προς το προϋόν αυτό κατά το οικονομικό έτος 1989-90. ουδόλως εμπόδισε στην πραγματικότητα τη Blackspur να συνεχίσει τις εμπορικές της δραστηριότητες και μάλιστα να αυξήσει σημαντικά τον κύκλο εργασιών της κατά το οικονομικό έτος 1989-90, δηλαδή κατά την αμέσως προηγούμενη περίοδο της κινήσεως της διαδικασίας που κατέληξε στη θέση της υπό εκκαθάριση. Το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι το προμνημονευθέν έγγραφο του γραφείου ορκωτών λογιστών δεν περιλαμβάνει καμία παραπομπή, ένδειξη ή διευκρίνιση βάσει της οποίας θα μπορούσε να καθορίσει κατά πόσον τα οικονομικά αποτελέσματα της Blackspur κατά την περίοδο 1988-89 επηρεάστηκαν, όπως ισχυρίζεται, από την απώλεια της αγοράς των ψηκτρών χαμηλής τιμής, ούτε τους λόγους για τους οποίους ο κύκλος εργασιών που πραγματοποίησε η Blackspur κατά τα έτη 1988-89 και 1989-90 αρκούσε για να της παράσχει τη δυνατότητα να εκτελέσει το εμπορικό πρόγραμμα που ενέκρινε ο τραπεζίτης της και να τον αποτρέψει από του να ζητήσει τον διορισμό συνδίκων. Επομένως, και ελλείψει οποιουδήποτε άλλου αποδεικτικού στοιχείου προσκομισθέντος από τους ενάγοντες από το οποίο να προκύπτουν οι αιτίες των κακών οικονομικών αποτελεσμάτων που ισχυρίζεται ότι κατέγραψε η Blackspur καθώς και οι ακριβείς λόγοι της ενάρξεως τον Αύγουστο 1990, κατόπιν αιτήσεως του τραπεζίτη της, της διαδικασίας που κατέληξε στη θέση της Blackspur υπό εκκαθάριση, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η υπαγωγή της Blackspur υπό εκκαθάριση οφείλεται στα κακά οικονομικά αποτελέσματα που προκάλεσε η παύση των πωλήσεων ψηκτρών καταγωγής Κίνας η οποία τη στέρησε κερδών υπολογιζομένων από τους ενάγοντες σε 586 000 UK£, κατόπιν της επιβολής δασμού αντιντάμπινγκ επί των ψηκτρών αυτών και, ακόμη λιγότερο, στην προβαλλόμενη παράνομη συμπεριφορά των εναγομένων οργάνων κατά τη διαδικασία επιβολής του δασμού αυτού.
49 Τέλος, δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να υποστηριχθεί σοβαρά ότι μπορεί να υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του ποσού των 18 116,83 UK£ που οφείλεται βάσει της τελωνειακής νομοθεσίας να καταβληθεί ως δασμός αντιντάμπινγκ για το φορτίο ψηκτρών που εισήγαγε η Blackspur τον Ιούλιο του 1988 από την Κίνα και της υπαγωγής της Blackspur υπό εκκαθάριση, καθόσον οι ενάγοντες δεν προσκόμισαν κατά τη διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου καμία εύλογη εξήγηση για το πώς αυτή η μικρού ύψους οφειλή οδήγησε στη δικαστική εκκαθάριση εταιρίας συσταθείσας από εισφορές κεφαλαίου ύψους 750 000 UK£ περίπου (...).
13 Όσον αφορά τη ζημία που ισχυρίζονται ότι υπέστησαν οι λοιποί ενάγοντες, ως διαχειριστές της Blackspur, λόγω της απώλειας της εισφοράς τους σε κεφάλαιο στην εταιρία αυτή, ως εγγυητές της, λόγω του ότι κλήθηκαν να καταβάλουν τις προσωπικές ασφάλειες που είχαν συνομολογήσει υπέρ της εταιρίας τους, καθώς και ως εταίροι της Blackspur, λόγω της απώλειας της αξίας του μεριδίου τους στο κεφάλαιο της εταιρίας, το Πρωτοδικείο, με τη σκέψη 52 της προσβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε τα εξής:
«(...) καθόσον, όπως διαπιστώθηκε, δεν αποδείχθηκε ότι η υπαγωγή της Blackspur υπό εκκαθάριση παρουσιάζει άμεσο αιτιώδη σύνδεσμο με την προβαλλόμενη παράνομη συμπεριφορά των εναγομένων οργάνων, δεν μπορεί επίσης να υφίσταται άμεσος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ των ζημιών που οι προμνημονευθέντες ενάγοντες ισχυρίζονται ότι υπέστησαν και της παράνομης συμπεριφοράς που προσάπτεται στα κοινοτικά όργανα. Πρέπει να προστεθεί ότι, όπως άλλωστε προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, οι απώλειες που προκαλεί η κατάθεση ισολογισμού συνιστούν έμμεση και απομακρυσμένη ζημία, οπότε δεν μπορεί να υποχρεωθεί η Κοινότητα να αποκαταστήσει οποιαδήποτε συνέπεια απορρέπει από αυτήν (απόφαση [της 4ης Οκτωβρίου 1979, 64/76 και 113/76, 167/78 και 239/78, 27/79, 28/79 και 45/79] Dumortier frθres κ.λπ. κατά Συμβουλίου [Συλλογή τόμος 1979/ΙΙ, σ. 515] σκέψη 21)».
Η αίτηση αναιρέσεως
14 Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες προβάλλουν, κατ' ουσίαν, διαφόρους λόγους αναιρέσεως οι οποίοι αφορούν, πρώτον, τη φύση της ζημίας που ελήφθη υπόψη κατά την εκτίμηση του αιτιώδους συνδέσμου, δεύτερον, την εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων όσον αφορά την ύπαρξη του αιτιώδους συνδέσμου και, τρίτον, την απόρριψη των αιτημάτων αποζημιώσεως των διαχειριστών.
15 Το Συμβούλιο και η Επιτροπή ζητούν από το Δικαστήριο να κρίνει απαράδεκτη την αίτηση αναιρέσεως ή, επικουρικώς, να την απορρίψει ως αβάσιμη. Ωστόσο, στην περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει βάσιμη την αίτηση αναιρέσεως, θεωρούν ότι παρέλκει η αναπομπή της υποθέσεως ενώπιον του Πρωτοδικείου, δεδομένου ότι τα πραγματικά περιστατικά θα είναι επαρκώς αποδεδειγμένα ώστε να μπορέσει το Δικαστήριο να αποφανθεί επί της ουσίας.
Εκτίμηση του Δικαστηρίου
16 Προτού εξεταστούν οι λόγοι αναιρέσεως που προβάλλουν οι αναιρεσείοντες, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η αίτηση αναιρέσεως δεν μπορεί να στηρίζεται, σύμφωνα με το άρθρο 168 Α της Συνθήκης ΕΚ και το άρθρο 51, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου, παρά μόνον σε λόγους που αφορούν την παράβαση νομικών κανόνων, αποκλειομένης οποιασδήποτε εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 1991, C-283/90 P, Vidrαnyi κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. Ι-4339, σκέψη 12, και διάταξη της 17ης Σεπτεμβρίου 1996, C-19/95 P, San Marco κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. Ι-4435, σκέψεις 39 και 40).
Ως προς τη φύση της ζημίας που ελήφθη υπόψη κατά την εκτίμηση του αιτιώδους συνδέσμου
17 Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι το Πρωτοδικείο δεν αντελήφθη το ακριβές μέγεθος της ζημίας που υπέστησαν η Blackspur και οι λοιποί αναιρεσείοντες και, επομένως, δεν προέβη σε ορθή, από νομικής απόψεως, εξέταση του ζητήματος του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της εν λόγω ζημίας και της συμπεριφοράς που προσάπτεται στα αναιρεσίβλητα κοινοτικά όργανα.
18 Ειδικότερα, οι αναιρεσείοντες θεωρούν ότι η σκέψη 41 της προσβαλλομένης αποφάσεως πάσχει νομική πλάνη, καθόσον το Πρωτοδικείο απέδωσε στους ενάγοντες τον ισχυρισμό ότι οι πωλήσεις ψηκτρών καταγωγής Κίνας αντιπροσώπευαν το ήμισυ του κύκλου εργασιών της Blackspur, ενώ, στην πραγματικότητα, οι ενάγοντες ισχυρίστηκαν απλώς ότι οι οι πωλήσεις αυτές θα έπρεπε να αντιπροσωπεύουν περίπου το ήμισυ του κύκλου εργασιών που είχε προβλέψει η Blackspur. Εξάλλου, στην ίδια σκέψη, το Πρωτοδικείο απέδωσε στους ενάγοντες τον ισχυρισμό ότι η αποθετική ζημία ύψους 586 000 UK£ οφειλόταν στο γεγονός ότι η Blackspur είχε τεθεί υπό εκκαθάριση, ενώ, στην πραγματικότητα, σύμφωνα με την επιχειρηματολογία των εναγόντων, αυτή η αποθετική ζημία προήλθε από το ότι η εν λόγω εταιρία στερήθηκε, λόγω της θεσπίσεως του επιδίκου δασμού αντιντάμπινγκ, ενός σημαντικού μέρους των δραστηριοτήτων της κατά το χρονικό διάστημα από τον Νοέμβριο του 1989 έως τον Ιούλιο του 1990, δηλαδή προτού η Blackspur τεθεί υπό εκκαθάριση.
19 Παρατηρείται, εκ προοιμίου, ότι το Πρωτοδικείο απέρριψε το αίτημα αποζημιώσεως των εναγόντων με την αιτιολογία ότι δεν αποδείχθηκε αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της φερομένης ως παράνομης συμπεριφοράς των κοινοτικών οργάνων και της προβαλλομένης ζημίας.
20 Συναφώς, το Πρωτοδικείο, στη σκέψη 26 της προσβαλλομένης αποφάσεως, επανέλαβε ορθώς την εκ μέρους των εναγόντων περιγραφή της προβαλλομένης ζημίας, καθόσον διαπίστωσε ότι η ζημία αυτή αντιστοιχούσε «στα κέρδη που θα μπορούσε [η Blackspur] να αποκομίσει από την πώληση ψηκτρών καταγωγής Κίνας, ήτοι 586 000 UK£, εάν τα κοινοτικά όργανα δεν είχαν επιδείξει τη συμπεριφορά που τους προσάπτεται».
21 Εξάλλου, στη σκέψη 48 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι οι ενάγοντες δεν είχαν προσκομίσει κανένα στοιχείο βάσει του οποίου να μπορεί να εξηγηθεί το προβαλλόμενο από τους ίδιους γεγονός ότι τα ως άνω κακά οικονομικά αποτελέσματα οφείλονταν στην παύση των πωλήσεων ψηκτρών καταγωγής Κίνας. Αντιθέτως, στην ίδια σκέψη, το Πρωτοδικείο παρατήρησε ότι η απώλεια της εμπορικής διεξόδου που αντιπροσώπευε η πώληση ψηκτρών καταγωγής Κίνας δεν είχε εμποδίσει τη Blackspur να συνεχίσει τις εμπορικές της δραστηριότητες έως τον Αύγουστο του 1990, εποχή κατά την οποία κινήθηκε η διαδικασία θέσεώς της υπό αναγκαστική διαχείριση. Πράγματι, από την ανάγνωση των εγγράφων που προσκόμισαν οι ενάγοντες, το Πρωτοδικείο συνήγαγε, στη σκέψη 47, ότι ο κύκλος εργασιών, μόνον κατά την περίοδο από τον Ιούλιο του 1988 έως τον Αύγουστο του 1989, ανήλθε σε 1 435 384 UK£, το 40,44 % του οποίου προερχόταν από τις πωλήσεις ψηκτρών, και ότι, κατά την επόμενη περίοδο (από τον Σεπτέμβριο του 1989 έως τον Ιούλιο του 1990), ο κύκλος εργασιών αυξήθηκε κατά 30 % περίπου, τούτο δε παρά τη σημαντική μείωση του ποσοστού των πωλήσεων ψηκτρών, το οποίο από 40,44 % μειώθηκε στο 3,01 %.
22 Ελλείψει άλλων αποδεικτικών στοιχείων, δικαιολογημένως το Πρωτοδικείο, με τη σκέψη 48 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατέληξε στο ότι οι ενάγοντες δεν απέδειξαν την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ, αφενός, της παύσεως των πωλήσεων ψηκτρών καταγωγής Κίνας, κατόπιν της θεσπίσεως δασμού αντιντάμπινγκ επί των εν λόγω ψηκτρών, και, αφετέρου, της προβαλλομένης απώλειας των κερδών η οποία, κατά τους ενάγοντες, οδήγησε στη θέση της εταιρίας υπό εκκαθάριση.
23 Υπό τις συνθήκες αυτές, ο λόγος αναιρέσεως που αντλείται από το ότι εσφαλμένως αποδόθηκε στους ενάγοντες, στη σκέψη 41 της αποφάσεως, ο ισχυρισμός ότι οι πωλήσεις κινεζικών ψηκτρών αποτελούσαν το ήμισυ του όγκου του κύκλου εργασιών της Blackspur είναι αλυσιτελής. Πράγματι, ακόμα και αν θεωρηθεί αποδεδειγμένος, αυτός ο λόγος αναιρέσεως αφορά αιτιολογίες παρατιθέμενες ως εκ περισσού στην προσβαλλόμενη απόφαση και δεν είναι ικανός να θέση υπό αμφισβήτηση τη διαπίστωση του Πρωτοδικείου ότι οι ενάγοντες δεν προσκόμισαν κανένα αποδεικτικό στοιχείο από το οποίο να προκύπτει η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ των κακών οικονομικών αποτελεσμάτων, που υπολογίστηκαν από τους ενάγοντες σε 586 000 UK£, και της παύσεως των πωλήσεων ψηκτρών καταγωγής Κίνας, διαπίστωση επί της οποίας στηρίζεται η απόρριψη του αιτήματος αποζημιώσεως (βλ., μεταξύ άλλων, διάταξη του Δικαστηρίου της 25ης Μαρτίου 1996, C-137/95 P, SPO κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. Ι-1611, σκέψη 47).
24 Όσον αφορά τον δεύτερο ισχυρισμό που φέρεται ότι εσφαλμένως αποδόθηκε στους ενάγοντες και σύμφωνα με τον οποίο η ζημία ύψους 586 000 UK£ έπρεπε να αποδοθεί στο ότι η Blackspur τέθηκε υπό εκκαθάριση, αρκεί η διαπίστωση ότι, στο τέλος της σκέψεως 48 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει, προς απόρριψη του ισχυρισμού, τη θέση των εναγόντων όπως αυτή εκτέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, ήτοι ότι η οικονομική ζημία υπήρξε μία από τις αιτίες της θέσεως της εταιρίας υπό εκκαθάριση και όχι συνέπειά της.
25 Συνεπώς, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Ως προς την εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων όσον αφορά την ύπαρξη του αιτιώδους συνδέσμου
26 Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι, κατά την εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων όσον αφορά την ύπαρξη του αιτιώδους συνδέσμου, το Πρωτοδικείο δεν σεβάστηκε το δικαίωμα των εναγόντων για ευθυδικία ούτε τα δικαιώματα άμυνας. Επαναλαμβάνουν ότι το Πρωτοδικείο δεν προέβη στην προσήκουσα εξέταση του ζητήματος της υπάρξεως αιτιώδους συνδέσμου, καθόσον αντελήφθη εσφαλμένως το αίτημα αποζημιώσεως.
27 Με το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι το Πρωτοδικείο απέρριψε αναιτιολογήτως ορισμένα κρίσιμα αποδεικτικά στοιχεία, και συγκεκριμένα τις πληροφορίες που περιέχονταν στο παράρτημα 1 του δικογράφου της αγωγής και στο παράρτημα 26 του υπομνήματος απαντήσεως και στηρίχθηκε σε ένα και μοναδικό στοιχείο, ήτοι στο έγγραφο του γραφείου ορκωτών λογιστών που αφορούσε τα οικονομικά αποτελέσματα της Blackspur κατά τα οικονομικά έτη 1988-1989 και 1989-1990 και το οποίο μνημονεύεται στη σκέψη 44 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Κατά τους αναιρεσείοντες, το έγγραφο αυτό συντάχθηκε ειδικώς κατόπιν αιτήσεως του Πρωτοδικείου για παροχή πληροφοριών όσον αφορά τον κύκλο εργασιών της Blackspur και όχι προκειμένου να εξεταστεί το ζήτημα του αιτιώδους συνδέσμου. Οι αναιρεσείοντες προσθέτουν ότι το Πρωτοδικείο όφειλε να διατάξει τη διεξαγωγή αποδείξεων.
28 Συναφώς, αρκεί η παρατήρηση ότι η σκέψη 27 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως αναφέρεται στην έκθεση που περιέχεται στο παράρτημα 1 του δικογράφου της αγωγής και η οποία προσκομίστηκε από τους ενάγοντες προς στήριξη του υπολογισμού της προβαλλομένης ζημίας, όπως αυτή ελήφθη υπόψη κατά την εκτίμηση του αιτιώδους συνδέσμου. Εξάλλου, η σκέψη 45 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως παραπέμπει στο παράρτημα 22 του υπομνήματος απαντήσεως, η δε σκέψη 46 στα «έγγραφα της δικογραφίας». Υπό τις συνθήκες αυτές, οι αναιρεσείοντες δεν μπορούν βασίμως να ισχυρισθούν ότι, κατά την ανάλυση του αιτιώδους συνδέσμου, το Πρωτοδικείο έλαβε υπόψη του μόνον ένα αποδεικτικό στοιχείο, δηλαδή το έγγραφο του γραφείου ορκωτών λογιστών που μνημονεύεται στη σκέψη 44.
29 Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, όπως επανειλημμένως έχει κρίνει το Δικαστήριο, το Πρωτοδικείο και μόνον είναι αρμόδιο να εκτιμήσει την αξία που πρέπει να προσδοθεί στα στοιχεία που του έχουν υποβληθεί (απόφαση της 1ης Ιουνίου 1994, C-136/92 P, Επιτροπή κατά Brazelli Lualdi κ.λπ., Συλλογή 1994, σ. Ι-1981, σκέψη 66, και προμνησθείσα διάταξη San Marco κατά Επιτροπής, σκέψη 40). Συνεπώς, η εκτίμηση αυτή δεν αποτελεί, με την επιφύλαξη της περιπτώσεως αλλοιώσεως των στοιχείων αυτών, νομικό ζήτημα υποκείμενο, ως τοιούτο, στον έλεγχο του Δικαστηρίου (απόφαση της 2ας Μαρτίου 1994, C-53/92 P, Hilti κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. Ι-667, σκέψη 42).
30 Στην υπό κρίση περίπτωση, δεν αποδείχθηκε ότι το Πρωτοδικείο αλλοίωσε αποδεικτικά στοιχεία αντλώντας από το έγγραφο του γραφείου ορκωτών λογιστών, το οποίο μνημονεύεται στη σκέψη 44 της προσβαλλομένης αποφάσεως, πληροφορίες μη περιεχόμενες στο έγγραφο αυτό. Το έγγραφο αυτό, το οποίο καταρτίστηκε από τους ίδιους τους αναιρεσείοντες, περιλαμβάνει πράγματι αριθμητικά στοιχεία σχετικά με την οικονομική κατάσταση της Blackspur και ειδικότερα σχετικά με τον όγκο του κύκλου εργασιών της και το ποσοστό που αντιπροσώπευαν οι πωλήσεις ψηκτρών. Το γεγονός ότι προσκομίστηκε προς απάντηση στην ερώτηση του Πρωτοδικείου σχετικά τον κύκλο εργασιών της Blackspur δεν εμπόδιζε το Πρωτοδικείο να χρησιμοποιήσει το αντικειμενικό περιεχόμενό του προκειμένου να εκτιμήσει κατά πόσον υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος ούτε να διαπιστώσει ότι το έγγραφο αυτό δεν περιείχε συναφώς κανένα κρίσιμο στοιχείο.
31 Εξάλλου, προς θεμελίωση της ευθύνης της Κοινότητας, εναπόκειται κατά κύριο λόγο στον διάδικο που την επικαλείται να προσκομίσει πειστικά αποδεικτικά στοιχεία ως προς την ύπαρξη ή την έκταση της ζημίας που προβάλλει και να αποδείξει τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της ζημίας αυτής και της συμπεριφοράς την οποία προσάπτει στα κοινοτικά όργανα (βλ., μεταξύ άλλων, την απόφαση της 21ης Μαου 1976, 26/74, Roquette frθres κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1976, σ. 273, σκέψεις 22 και 23).
32 Στην υπό κρίση περίπτωση, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ακριβώς, στη σκέψη 48 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι ενάγοντες δεν προσκόμισαν αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτουν οι αιτίες των κακών οικονομικών αποτελεσμάτων τα οποία ισχυρίζεται ότι είχε η Blackspur καθώς και οι ακριβείς λόγοι της κινήσεως, τον Αύγουστο του 1990, κατόπιν αιτήσεως του τραπεζίτη της, της διαδικασίας που οδήγησε στη θέση της Blackspur υπό εκκαθάριση. Εν πάση περιπτώσει, όπως παρατηρεί ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 26 των προτάσεών του, από τη δικογραφία δεν προκύπτει ότι οι ενάγοντες διατύπωσαν επαρκώς σαφή και συγκεκριμένα αιτήματα για τη διεξαγωγή αποδείξεων.
33 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι τα επιχειρήματα με τα οποία οι αναιρεσείοντες αμφισβητούν την εκ μέρους του Πρωτοδικείου εκτίμηση ορισμένων αποδεικτικών στοιχείων που του είχαν υποβληθεί είναι απαράδεκτα και, ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθούν, καθόσον οι αναιρεσείοντες όχι μόνον δεν απέδειξαν, αλλ' ούτε καν υποστήριξαν ότι το Πρωτοδικείο αλλοίωσε τα στοιχεία αυτά.
34 Συνεπώς, το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως είναι απορριπτέο.
35 Με το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στο Πρωτοδικείο ότι αντελήφθη εσφαλμένως το αίτημα αποζημιώσεως. Κατ' αυτούς, αφενός, το Πρωτοδικείο επανέλαβε, στη σκέψη 46 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τον υποτιθέμενο ισχυρισμό της Blackspur ότι οι εισαγωγές ψηκτρών από την Κίνα αντιπροσώπευαν, κατά τον προ της επιβολής του δασμού αντιντάμπινγκ χρόνο, το ήμισυ του κύκλου εργασιών της και, στη συνέχεια, διαπίστωσε ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν επιβεβαιωνόταν από κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Αφετέρου, στη σκέψη 47, το Πρωτοδικείο επίσης εσφαλμένως απέδωσε στους ενάγοντες τον ισχυρισμό ότι αυτή καθαυτήν η θέσπιση του δασμού αντιντάμπινγκ εμπόδισε τη Blackspur να βρει εναλλακτικές πηγές εφοδιασμού και, κατά συνέπεια, την ανάγκασε να αποσυρθεί από την αγορά των πωλήσεων ψηκτρών σε χαμηλές τιμές, στη συνέχεια δε διαπίστωσε, ενόψει των πραγματικών αριθμητικών στοιχείων όσον αφορά τις πωλήσεις ψηκτρών που πραγματοποιήθηκαν κατά την περίοδο από 1ης Ιουλίου 1988 έως τις 31 Αυγούστου 1989, ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν ευσταθούσε.
36 Οι αναιρεσείοντες προσθέτουν ότι το πραγματικό περιεχόμενο του επιχειρήματός τους ενώπιον του Πρωτοδικείου ήταν ότι η Blackspur, εταιρία συσταθείσα το 1988 της οποίας τα πρώτα οικονομικά αποτελέσματα δεν ήσαν καλά, μπορούσε να επηρεαστεί ιδιαίτερα από τη διακοπή των συναλλαγών που ήταν ενδεχόμενο να προκύψει από τη θέσπιση δασμού αντιντάμπινγκ επί μιας σειράς προϋόντων τα οποία, σύμφωνα με το εμπορικό της πρόγραμμα, θα έπρεπε να αντιπροσωπεύουν περίπου το ήμισυ του κύκλου εργασιών της. Η συνέχιση των δραστηριοτήτων της και, ως εκ τούτου, η αύξηση του κύκλου εργασιών της μετά τη θέσπιση του δασμού αντιντάμπινγκ, κυρίως κατόπιν της αναζητήσεως εναλλακτικών - δηλαδή μη κινεζικών - πηγών εφοδιασμού, ή λόγω την πωλήσεως ορισμένων αποθεμάτων πινέλων για ζωγραφική, αντικατοπτρίζουν τις προσπάθειες που κατέβαλε η εταιρία αυτή για να επιβιώσει παρά τις συνέπειες της θεσπίσεως του δασμού αντιντάμπινγκ, ουδόλως όμως επιτρέπουν να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι αναιρεσείοντες δεν υπέστησαν ζημία από την απώλεια της αγοράς εξ αιτίας της θεσπίσεως του δασμού αντιντάμπινγκ. Επιπλέον, κατά τους αναιρεσείοντες, εναπόκειται στο Συμβούλιο και την Επιτροπή να αποδείξουν, αφενός, ότι οι συνθήκες ήσαν τέτοιες ώστε οι αναιρεσείοντες μπορούσαν ή όφειλαν να λάβουν ιδιαίτερα μέτρα ώστε να αποφύγουν την προβαλλόμενη ζημία και, αφετέρου, ότι τα μέτρα τα οποία πράγματι έλαβαν οι αναιρεσείοντες είτε επιδείνωσαν την κατάσταση είτε ήσαν απρόσφορα, οπότε οι αναιρεσείοντες οφείλουν να αναλάβουν ένα μέρος τουλάχιστον της ευθύνης για τη ζημία την οποία υπέστησαν.
37 Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, στη σκέψη 26 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι, κατά τους ενάγοντες, «η ζημία που υπέστη η Blackspur αντιστοχεί στα κέρδη που θα μπορούσε να αποκομίσει από την πώληση ψηκτρών καταγωγής Κίνας, ήτοι 586 000 UK£, εάν τα κοινοτικά όργανα δεν είχαν επιδείξει τη συμπεριφορά που τους προσάπτεται». Εξάλλου, στις σκέψεις 34 και 35 της προσβαλλομένης αποφάσεως, περιέχεται η ακόλουθη διευκρίνιση:
«34 Οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι, λόγω της επιβολής του προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ υπό τις συθήκες που περιγράφηκαν ανωτέρω (...), η Blackspur εκτοπίστηκε τελικά από την αγορά, δεδομένου ότι η ανάπτυξη των πωλήσεων των άλλων κατηγοριών προϋόντων της δεν αρκούσε προς αντιστάθμιση των ζημιών που υπέστη στον τομέα των ψηκτρών ζωραφικής καταγωγής Κίνας και προς αποτροπή του τραπεζίτη της να ζητήσει, λόγω των κακών αποτελεσμάτων της, τον διορισμό συνδίκων τον Αύγουστο του 1990 για να προβούν στην εκκαθάρισή της.
35 Ειδικότερα, οι ενάγοντες θεωρούν ότι, καθόσον το εμπορικό πρόγραμμα της Blackspur προέβλεπε περιθώριο ακαθάριστου κέρδους της τάξεως του 40 % επί των πωλήσεων των ψηκτρών καταγωγής Κίνας, η επιβολή δασμού αντιντάμπινγκ με συντελεστή 69 % δεν μπορούσε παρά να καταστήσει ελλειμματικές τις πωλήσεις αυτές. Επομένως, στα εναγόμενα όργανα εναπόκειται, κατά τους ενάγοντες, να αποδείξουν την ύπαρξη άλλου τυχόν λόγου που προκάλεσε τις ζημίες της Blackspur.»
38 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο ορθώς αντελήφθη τη θέση των εναγόντων κατά τα εκτιθέμενα στη σκέψη 36 της παρούσας αποφάσεως.
39 Επιπλέον, όπως προκύπτει ήδη από την ανωτέρω σκέψη 23, η περιγραφή της επιχειρηματολογίας των εναγόντων στις σκέψεις 41 και 46 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ακόμα και αν είναι πράγματι εσφαλμένη και δεν μπορεί να αποκατασταθεί με την ανάγνωση της σκέψεως 35 της ιδίας αποφάσεως στην οποία παραπέμπει η σκέψη 41, δεν ασκεί επιρροή στην αιτιολογία η οποία περιέχεται στις σκέψεις 47 και 48 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και επί της οποίας στηρίζεται η απόφαση του Πρωτοδικείου.
40 Κατά συνέπεια, το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.
Ως προς την απόρριψη των αιτημάτων αποζημιώσεως των διαχειριστών
41 Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι η σκέψη 52 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως πάσχει νομική πλάνη, καθόσον το Πρωτοδικείο δεν αιτιολόγησε το συμπέρασμά του σύμφωνα με το οποίο το αίτημα αποζημιώσεως των διαχειριστών είναι απορριπτέο στο σύνολό του. Οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στο Πρωτοδικείο ότι δεν έλαβε υπόψη του τα στοιχεία τα οποία οι ίδιοι προσκόμισαν συναφώς κατά τη διάρκεια της δίκης, ότι αντέστρεψε το βάρος της αποδείξεως και ότι αλλοίωσε το περιεχόμενο της σκέψεως 21 της προμνησθείσας αποφάσεως Dumortier frθres κ.λπ. κατά Συμβουλίου, στην οποία παραπέμπει το Πρωτοδικείο.
42 Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, όπως ήδη αναφέρθηκε ανωτέρω, το Πρωτοδικείο, για να καταλήξει ότι δεν αποδείχθηκε ότι η θέση της Blackspur υπό εκκαθάριση παρουσίαζε άμεσο αιτιώδη σύνδεσμο με τη συμπεριφορά που προσάπτεται στα κοινοτικά όργανα, προέβη σε εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών η οποία εκφεύγει του ελέγχου του Δικαστηρίου. Ελλείψει δεόντως αποδεδειγμένου αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ, αφενός, της προβαλλομένης απώλειας κερδών και της θέσεως της Blackspur υπό εκκαθάριση και, αφετέρου, της συμπεριφοράς που προσάπτεται στα κοινοτικά όργανα, το Πρωτοδικείο ορθώς έκρινε ότι δεν υπήρχε τέτοιος σύνδεσμος ούτε μεταξύ των ζημιών που υπέστησαν οι διαχειριστές, εγγυητές ή εταίροι και της εν λόγω συμπεριφοράς.
43 Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν ασκεί επιρροή το ότι το Πρωτοδικείο έκρινε επιπροσθέτως, παραπέμποντας στη σκέψη 21 της προμνησθείσας αποφάσεως Dumartier frθres κ.λπ. κατά Συμβουλίου, ότι οι απώλειες που προκαλεί η κατάθεση ισολογισμού συνιστούν έμμεση και απομακρυσμένη ζημία. Δεδομένου ότι η αιτιολογία αυτή παρατίθεται ως εκ περισσού, οι αιτιάσεις που την αφορούν δεν μπορούν να οδηγήσουν στην αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και, ως εκ τούτου, είναι αλυσιτελείς (προμνησθείσα διάταξη SPO κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 47).
44 Συνεπώς, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.
45 Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι οι λόγοι που προέβαλαν οι αναιρεσείοντες προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως είναι είτε απαράδεκτοι είτε αβάσιμοι. Επομένως, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.
Επί των δικαστικών εξόδων
46 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο έχει εφαρμογή στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 118, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Επειδή οι αναιρεσείοντες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα.
Για τους λόγους αυτούς,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(πρώτο τμήμα)
αποφασίζει:
1) Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.
2) Η Blackspur DIY Ltd καθώς και οι Steven Kellar, J. M. A. Glancy και Ronald Cohen θα φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους καθώς και τα δικαστικά έξοδα του Συμβουλίου και της Επιτροπής.