EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61995CJ0300

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 29ης Μαΐου 1997.
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας.
Παράβαση κράτους μέλους - Άρθρο 7, στοιχείο ε', της οδηγίας 85/374/ΕΟΚ - Μη ορθή μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο - Απαλλαγή από την ευθύνη για τα ελαττωματικά προϊόντα - Επίπεδο των επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων.
Υπόθεση C-300/95.

Συλλογή της Νομολογίας 1997 I-02649

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1997:255

61995J0300

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 29ης Μαΐου 1997. - Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας. - Παράβαση κράτους μέλους - Άρθρο 7, στοιχείο ε', της οδηγίας 85/374/ΕΟΚ - Μη ορθή μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο - Απαλλαγή από την ευθύνη για τα ελαττωματικά προϊόντα - Επίπεδο των επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων. - Υπόθεση C-300/95.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1997 σελίδα I-02649


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


Προσέγγιση των νομοθεσιών - Ευθύνη λόγω ελαττωματικών προϋόντων - Οδηγία 85/374 - Απαλλαγή από την ευθύνη - Προϋπόθεση - Κατάσταση των επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων μη επιτρέπουσα την ανακάλυψη του ελαττώματος - Έννοια - Εθνική διάταξη μεταφοράς - Μη αποδειχθείσα παράβαση

(Οδηγία 85/374 του Συμβουλίου, άρθρο 7, στοιχ. εε)

Περίληψη


Για να στοιχειοθετηθεί, δυνάμει της οδηγίας 85/374, η ευθύνη ενός παραγωγού λόγω των ελαττωματικών προϋόντων του, ο ζημιωθείς δεν οφείλει να αποδείξει την υπαιτιότητα του παραγωγού, ο οποίος πρέπει να απαλλάσσεται της ευθύνης, σύμφωνα με την αρχή της δίκαιης κατανομής των κινδύνων μεταξύ του ζημιωθέντος και του παραγωγού, όπως αυτή εξαγγέλλεται στο άρθρο 7 της οδηγίας, οσάκις αποδεικνύει την ύπαρξη ορισμένων ελαφρυντικών πραγματικών στοιχείων, ιδίως δε το ότι «το επίπεδο των επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων, όταν έθεσε το προϋόν σε κυκλοφορία, δεν επέτρεπε τη διαπίστωση της υπάρξεως του ελαττώματος». Αν ο παραγωγός οφείλει να αποδείξει συναφώς ότι το αντικειμενικό επίπεδο των τεχνικών και επιστημονικών γνώσεων - εξυπακούεται δε και το πλέον υψηλό -, απεριορίστως στον επίδικο βιομηχανικό τομέα, δεν επέτρεπε την ανακάλυψη του ελαττώματος, για να είναι έγκυρη η επίκλησή τους κατά του παραγωγού, απαιτείται οι συναφείς επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις να ήσαν διαθέσιμες κατά τον χρόνο θέσεως σε κυκλοφορία του προϋόντος.

Δεν αντίκειται προδήλως στον εν λόγω κοινοτικό κανόνα εθνική διάταξη περί μεταφοράς προβλέπουσα ότι ο παραγωγός απαλλάσσεται εφόσον αποδεικνύει ότι το επίπεδο των γνώσεων «δεν επέτρεπε να προεξοφλείται ότι ο παραγωγός ομοειδών προς τα επίδικα προϋόντων ήταν σε θέση να ανακαλύψει το ελάττωμά τους ενόσω βρίσκονταν υπό τον έλεγχο του». Πράγματι, η επιχειρηματολογία σύμφωνα με την οποία η εν λόγω διάταξη επιτρέπει να λαμβάνονται υπόψη γνώσεις που κατέχει υποκειμενικώς ένας συνήθως επιμελής παραγωγός εν όψει των εν χρήσει προφυλάξεων στον οικείο βιομηχανικό τομέα δίδει έμφαση επιλεκτικώς σε ορισμένους όρους της διατάξεως, χωρίς να αποδεικνύει ότι το ευρύτερο νομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται δεν επιτρέπει την πραγματική διασφάλιση της πλήρους εφαρμογής της οδηγίας.

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-300/95,

Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένη από τον Peter Oliver, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, επικουρούμενο από τον Mark Mildred, solicitor, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Carlos Gσmez de la Cruz, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

προσφεύγουσα,

κατά

Ηνωμένου Βασιλείου Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας, εκπροσωπουμένου από τον John E. Collins, του Treasury Solicitor's Department, επικουρούμενο από τον Κ. Paul E. Lasok, QC, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την Πρεσβεία του Ηνωμένου Βασιλείου, 14, boulevard Roosevelt,

καθού,

που έχει ως αντικείμενο να αναγνωριστεί ότι το Ηνωμένο Βασίλειο, μη λαμβάνοντας όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εφαρμόσει την οδηγία 85/374/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1985, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σε θέματα ευθύνης λόγω ελαττωματικών προϋόντων (ΕΕ L 210, σ. 29), ειδικότερα δε του άρθρου 7, στοιχείο εε, αυτής, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την εν λόγω οδηγία και τη Συνθήκη ΕΚ,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. C. Moitinho de Almeida, πρόεδρο τμήματος, C. Gulmann, D. A. O. Edward, J.-P. Puissochet και Μ. Wathelet (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: G. Tesauro

γραμματέας: H. A. Rόhl, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις αγορεύσεις των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 7ης Νοεμβρίου 1996,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 23ης Ιανουαρίου 1997,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 20 Σεπτεμβρίου 1995, η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων άσκησε, δυνάμει του άρθρου 169 της Συνθήκης ΕΚ, προσφυγή με αίτημα να αναγνωριστεί ότι το Ηνωμένο Βασίλειο, μη λαμβάνοντας όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εφαρμόσει την οδηγία 85/374/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1985, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σε θέματα ευθύνης λόγω ελαττωματικών προϋόντων (ΕΕ L 210, σ. 29, στο εξής: οδηγία), ειδικότερα δε του άρθρου 7, στοιχείο εε, αυτής, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την εν λόγω οδηγία και τη Συνθήκη ΕΚ.

2 Αντικείμενο της οδηγίας είναι η διασφάλιση της προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σε θέματα ευθύνης λόγω των ελαττωματικών προϋόντων, δεδομένου ότι οι διαφορές μεταξύ των νομοθεσιών αυτών είναι ικανές «να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό, να επηρεάσουν την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων εντός της κοινής αγοράς και να προκαλέσουν διαφορές στο επίπεδο προστασίας του καταναλωτή από τις βλάβες στην υγεία και περιουσία του λόγω ενός ελαττωματικού προϋόντος» (πρώτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας).

3 Κατά το άρθρο 1 της οδηγίας, ο παραγωγός ευθύνεται για τη ζημία που οφείλεται σε ελάττωμα του προϋόντος του.

4 Το άρθρο 4 διευκρινίζει ότι ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία, το ελάττωμα και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ ελαττώματος και ζημίας.

5 Πάντως, το άρθρο 7 απαριθμεί σειρά μέσων άμυνας που καθιστούν δυνατή την απαλλαγή του παραγωγού από την ευθύνη του. Συναφώς, όπως προκύπτει από την έβδομη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, «η δίκαιη κατανομή των κινδύνων μεταξύ του ζημιωθέντος και του παραγωγού προϋποθέτει τη δυνατότητα του τελευταίου να απαλλαγεί από την ευθύνη, εφόσον αποδείξει την ύπαρξη ορισμένων απαλλακτικών στοιχείων».

6 νΕτσι,

«Ο παραγωγός δεν ευθύνεται, σύμφωνα με την (...) οδηγία, αν αποδείξει:

(...)

ε) ότι, όταν έθεσε το προϋόν σε κυκλοφορία, το επίπεδο των επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων δεν επέτρεπε να διαπιστωθεί η ύπαρξη του ελαττώματος·

(...)»

7 Δυνάμει του άρθρου 19 της οδηγίας, τα κράτη μέλη όφειλαν να λάβουν τα αναγκαία μέτρα συμμορφώσεως προς την οδηγία αυτή το αργότερο μέχρι τις 30 Ιουλίου 1988. Το Ηνωμένο Βασίλειο μετέφερε στο εσωτερικό του δίκαιο την οδηγία μέσω του πρώτου μέρους του Consumer Protection Act του 1987 (στο εξής: νόμος), ο οποίος άρχισε να ισχύει την 1η Μαρτίου 1988.

8 Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του νόμου έχει ως εξής:

«Το παρόν μέρος έχει ως αντικείμενο και ως αποτέλεσμα τη θέσπιση των διατάξεων που είναι αναγκαίες για τη συμμόρφωση προς την οδηγία σε θέματα ευθύνης του παραγωγού και ερμηνεύεται αναλόγως.»

9 Το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο e, με το οποίο επιδιώκεται η μεταφορά του άρθρου 7, στοιχείο εε, της οδηγίας, ορίζει:

«Στα πλαίσια αγωγών ασκουμένων δυνάμει του παρόντος μέρους λόγω ελαττωματικού προϋόντος, ο εναγόμενος απαλλάσσεται εφόσον αποδείξει

(...)

(e) ότι το επίπεδο των επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων κατά τον κρίσιμο χρόνο δεν επέτρεπε να προεξοφλείται ότι ο παραγωγός ομοειδών προς τα επίδικα προϋόντων ήταν σε θέση να ανακαλύψει το ελάττωμά τους ενόσω βρίσκονταν υπό τον έλεγχό του»

10 Εκτιμώντας ότι ο νόμος δεν είχε μεταφέρει ορθά την οδηγία, η Επιτροπή απέστειλε, σύμφωνα με την προβλεπόμενη στο άρθρο 169 της Συνθήκης διαδικασία, το από 26 Απριλίου 1989 έγγραφο οχλήσεως προς την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, καλώντας την να υποβάλει εντός προθεσμίας δύο μηνών τις παρατηρήσεις της επί των απαριθμουμένων αιτιάσεων.

11 Με έγγραφο της 19ης Ιουλίου 1989, το Ηνωμένο Βασίλειο απέρριψε τους ισχυρισμούς της Επιτροπής. Μολονότι δέχθηκε ότι ο νόμος διατυπώνεται κατά τρόπον διαφορετικό απ' ό,τι η οδηγία, το Ηνωμένο Βασίλειο ισχυρίστηκε ότι, δυνάμει του άρθρου 189 της Συνθήκης ΕΟΚ, τα κράτη μέλη ήσαν ελεύθερα να επιλέξουν την κατάλληλη διατύπωση προς μεταφορά μιας οδηγίας υπό τον όρο της επιτεύξεως του επιδιωκομένου αποτελέσματος.

12 Στις 2 Ιουλίου 1990, η Επιτροπή απηύθυνε στο Ηνωμένο Βασίλειο αιτιολογημένη γνώμη, σύμφωνα με το άρθρο 169 της Συνθήκης. Αναγνωρίζει το δικαίωμα των κρατών μελών να επιλέγουν τα ίδια τη διατύπωση της προς μεταφοράν οδηγίας υπό τον όρον ότι οι εθνικές διατάξεις επιτυγχάνουν το επιδιωκόμενο από την οδηγία αποτέλεσμα. Πάντως, η Επιτροπή ενέμεινε στην άποψή της αναφορικά με τις έξι αιτιάσεις που είχε επικαλεστεί στο έγγραφο οχλήσεώς της, πλην μιας.

13 Με έγγραφο της 4ης Οκτωβρίου 1990, το Ηνωμένο Βασίλειο ενέμεινε στην άποψή του περί ορθής μεταφοράς της οδηγίας διά της νομοθετικής οδού.

14 Με βάση την επιχειρηματολογία του Ηνωμένου Βασιλείου, η Επιτροπή επείσθη ότι έπρεπε να παραιτηθεί από τέσσερις ακόμη αιτιάσεις της, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη το άρθρο 1, παράγραφος 1, του νόμου, ότι οι συναφείς διατάξεις πρέπει να ερμηνεύονται σύμφωνα με την οδηγία.

15 Πάντως, εκτιμώντας ότι η διατύπωση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο e, δεν ήταν διφορούμενη και απαιτούσε contra legem ερμηνεία εκ μέρους των εθνικών δικαστηρίων για να συμφωνεί προς την οδηγία, η Επιτροπή αποφάσισε να προσφύγει στο Δικαστήριο σχετικά με το κατά πόσον συμβιβάζεται το άρθρο αυτό προς το άρθρο 7, στοιχείο εε, της οδηγίας.

16 Στο δικόγραφο της προσφυγής της, η Επιτροπή εκτιμά κατ' ουσίαν ότι ο βρετανός νομοθέτης διηύρυνε σημαντικά το μέσον άμυνας του άρθρου 7, στοιχείο εε, της οδηγίας και μετέτρεψε την επιβαλλόμενη από το άρθρο 1 της οδηγίας άνευ υπαιτιότητος ευθύνη σε απλή εξ αμελείας ευθύνη.

17 Συγκεκριμένα, κατά την Επιτροπή, το κριτήριο του άρθρου 7, στοιχείο εε, της οδηγίας είναι αντικειμενικό υπό την έννοια ότι δίδεται έμφαση στο επίπεδο γνώσεων, χωρίς καμία αναγωγή στην ικανότητα του παραγωγού του επίδικου προϋόντος ή οποιουδήποτε άλλου παραγωγού ομοειδούς προϋόντος να ανακαλύψει το ελάττωμα. Αντίθετα, το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο e, του νόμου, χρησιμοποιώντας τη διατύπωση «να προεξοφλείται ότι ο παραγωγός ομοειδών προς τα επίδικα προϋόντων ήταν σε θέση να ανακαλύψει το ελάττωμα», προϋποθέτει υποκειμενική εκτίμηση, εδραζόμενη στη συμπεριφορά ενός συνετού παραγωγού. ύΕτσι, υπό το κράτος του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο e, καθίσταται ευχερέστερη η απόδειξη εκ μέρους του παραγωγού ενός ελαττωματικού προϋόντος ότι ούτε ο ίδιος ούτε ο παραγωγός ομοειδών προϋόντων ήσαν σε θέση, κατά τον κρίσιμο χρόνο, να ανακαλύψουν το ελάττωμα, εφόσον ελήφθησαν όλες οι συνήθεις στον εν λόγω βιομηχανικό τομέα προφυλάξεις και δεν παρατηρήθηκε οποιαδήποτε αμέλεια, αντί της αποδείξεως, σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 7, στοιχείο εε, ότι ήταν αδύνατη η ανακάλυψη του ελαττώματος, λαμβάνοντας υπόψη το επίπεδο των επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων.

18 Η Επιτροπή προσθέτει ότι η διάταξη του άρθρου 1, παράγραφος 1, του νόμου, μολονότι αποτελεί εξαιρετικά πολύτιμο δείκτη για τα εθνικά δικαστήρια, σε καμία περίπτωση δεν αρκεί εφ' εαυτής να καταστήσει νόμιμη μία διατύπωση η οποία, εκ πρώτης όψεως, αντίκειται προδήλως προς το κείμενο της οδηγίας και η οποία δεν μπορεί να τύχει ερμηνείας σύμφωνης προς αυτήν παρά μόνον contra legem.

19 Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου δεν αμφισβητεί την ερμηνεία του άρθρου 7, στοιχείο εε, της οδηγίας, εκ μέρους της Επιτροπής, ότι δηλαδή η διάταξη αυτή εισάγει «αντικειμενικό» και όχι «υποκειμενικό» κριτήριο. Αντίθετα, θεωρεί ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο e, του νόμου λαμβάνει υπόψη το ίδιο κριτήριο με εκείνο του άρθρου 7, στοιχείο εε, της οδηγίας και δεν προβλέπει εξ αμελείας ευθύνη.

20 Κατά τη Βρετανική Κυβέρνηση, στον βαθμό που είναι δυνατή η αφηρημένη ερμηνεία του άρθρου 7, στοιχείο εε, πέραν οποιασδήποτε πραγματικής καταστάσεως, η εν λόγω διάταξη προβλέπει ένα «αντικειμενικό» κριτήριο υπό την έννοια ότι «το επίπεδο των επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων», στο οποίο αναφέρεται, δεν ανάγεται σε ό,τι πράγματι γνωρίζει ή δεν γνωρίζει ο παραγωγός, αλλά στο επίπεδο των γνώσεων που θα μπορούσε να θεωρηθεί αντικειμενικά ως δεδομένο για την κατηγορία των παραγωγών στην οποία ανήκει υπό ευρεία έννοια ο περί ου ο λόγος παραγωγός. Αυτή είναι συγκεκριμένα η έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο e, του νόμου.

21 Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου υπενθυμίζει ότι σε κάθε περίπτωση εναπόκειται στα δικαστήρια του Ηνωμένου Βασιλείου να ερμηνεύουν το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο e, κατά τρόπον συνάδοντα προς το άρθρο 7, στοιχείο εε, δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 1, του νόμου ή της γενικής αρχής ότι η νομοθεσία περί μεταφοράς του κοινοτικού δικαίου πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα με το τελευταίο.

22 Η Βρετανική Κυβέρνηση εκτιμά ότι, ενόψει του άρθρου 1, παράγραφος 1, του νόμου και ελλείψει οποιασδήποτε δικαστικής αποφάσεως σχετικά με τη σημασία του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο e, η Επιτροπή δεν μπορεί να αποδείξει ότι ο νόμος είναι ασυμβίβαστος προς το άρθρο 7, στοιχείο εε. Η άποψή της δεν μπορεί να κατισχύσει εν προκειμένω παρά μόνο σε περίπτωση που η ίδια αποδείκνυε με πειστικό τρόπο ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο e, ουδέποτε μπορεί να έχει την ίδια νομική σημασία με το άρθρο 7, στοιχείο εε.

23 Προκειμένου να διαπιστωθεί αν η επίδικη εθνική διάταξη μεταφοράς αντίκειται προδήλως, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, προς το άρθρο 7, στοιχείο εε, της οδηγίας, πρέπει κατ' αρχάς να εξεταστεί η σημασία της κοινοτικής διατάξεως που αυτή μεταφέρει.

24 Πρέπει να υπομνηστεί ευθύς εξ αρχής ότι, για να στοιχειοθετηθεί η ευθύνη ενός παραγωγού λόγω των ελαττωματικών προϋόντων του, ο ζημιωθείς οφείλει, δυνάμει του άρθρου 4 της οδηγίας, να αποδείξει μεν τη ζημία, το ελάττωμα του προϋόντος και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ του ελαττώματος και της ζημίας, όχι όμως και την υπαιτιότητα του παραγωγού. Πάντως, σύμφωνα με την αρχή της δίκαιης κατανομής των κινδύνων μεταξύ του ζημιωθέντος και του παραγωγού, όπως αυτή εξαγγέλλεται με την έβδομη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, κατά το άρθρο 7, ο παραγωγός πρέπει να απαλλάσσεται της ευθύνης του οσάκις αποδείκνυει την ύπαρξη ορισμένων ελαφρυντικών πραγματικών στοιχείων, ιδίως δε το ότι «το επίπεδο των επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων, όταν έθεσε το προϋόν σε κυκλοφορία, δεν επέτρεπε να διαπιστωθεί η ύπαρξη του ελαττώματος» (στοιχείο εε).

25 Το άρθρο 7, στοιχείο εε, της οδηγίας, επιδέχεται πολλαπλές ερμηνείες.

26 Κατ' αρχάς, όπως επισημαίνει ορθώς στο σημείο 20 των προτάσεών του ο γενικός εισαγγελέας, η ανωτέρω διάταξη, αναφερόμενη στις «επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις κατά τον χρόνο θέσεως του προϋόντος σε κυκλοφορία», δεν στοχεύει συγκεκριμένα την πρακτική και τις εν χρήσει προδιαγραφές ασφαλείας στον βιομηχανικό τομέα που εμπίπτει στη σφαίρα δραστηριότητας του παραγωγού, αλλ' απεριορίστως το επίπεδο των επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων - εξυπακούεται δε και του πλέον υψηλού - κατά τον χρόνο θέσεως σε κυκλοφορία του επιδίκου προϋόντος.

27 Ακολούθως, η επίμαχη απαλλακτική ρήτρα δεν λαμβάνει υπόψη το επίπεδο των γνώσεων που διέθετε ή ήταν σε θέση, συγκεκριμένα ή υποκειμενικά, να διαθέτει ο εν λόγω παραγωγός, αλλά το αντικειμενικό επίπεδο των επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων, των οποίων τεκμαίρεται ότι είναι ενήμερος ο παραγωγός.

28 Πάντως, η διατύπωση του άρθρου 7, στοιχείο εε, σημαίνει κατ' ανάγκην ότι οι συναφείς επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις ήσαν διαθέσιμες κατά τον χρόνο θέσεως σε κυκλοφορία του επίδικου προϋόντος.

29 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, για να μπορέσει να απαλλαγεί της ευθύνης του, δυνάμει του άρθρου 7, στοιχείο εε, της οδηγίας, ο παραγωγός ελαττωματικού προϋόντος πρέπει να αποδείξει ότι το αντικειμενικό επίπεδο των τεχνικών και επιστημονικών γνώσεων - εξυπακούεται δε και το πλέον υψηλό - κατά τον χρόνο θέσεως σε κυκλοφορία του επιδίκου προϋόντος δεν επέτρεπε την ανακάλυψη του ελαττώματος. Απαιτείται επιπλέον, για να είναι έγκυρη η επίκλησή τους κατά του παραγωγού, οι συναφείς επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις να ήσαν διαθέσιμες κατά τον χρόνο θέσεως σε κυκλοφορία του επιδίκου προϋόντος. Επί του τελευταίου αυτού σημείου, αντίθετα προς όσα φαίνεται να υποστηρίζει η Επιτροπή, το άρθρο 7, στοιχείο εε, της οδηγίας αφήνει να πλανώνται ερμηνευτικές δυσχέρειες επί των οποίων, σε περίπτωση διαφοράς, καλείται να αποφανθεί ο εθνικός δικαστής, ποιούμενος, κατά περίπτωση, χρήση του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ.

30 Στο σημείο αυτό απαιτείται η εξέταση των αιτιάσεων που προβάλλει η Επιτροπή προς στήριξη της προσφυγής της.

31 Πρέπει να υπομνηστεί συναφώς ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας λόγω παραβάσεως που κινείται δυνάμει του άρθρου 169 της Συνθήκης, εναπόκειται στην Επιτροπή να αποδείξει την ύπαρξη της φερομένης παραβάσεως. Η Επιτροπή οφείλει να προσκομίσει στο Δικαστήριο τα αναγκαία στοιχεία προκειμένου αυτό να ελέγξει αν συντρέχει η παράβαση, χωρίς να έχει τη δυνατότητα να προεξοφλεί οτιδήποτε (βλ., ιδίως, απόφαση της 20ής Μαρτίου 1990 στην υπόθεση C-62/89, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 1990, σ. Ι-925, σκέψη 37).

32 Η Επιτροπή εκτιμά ότι η διατύπωση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο e, του νόμου αντίκειται προδήλως προς το άρθρο 7, στοιχείο εε, της οδηγίας, επειδή, αναφερόμενη σε ό,τι προεξοφλείται ως δεδομένο για έναν παραγωγό προϋόντων αναλόγων προς το επίδικο, επιτρέπει να λαμβάνονται υπόψη γνώσεις που κατέχει υποκειμενικώς ένας συνήθως επιμελής παραγωγός ενόψει των εν χρήσει προφυλάξεων στον οικείο βιομηχανικό τομέα.

33 Η επιχειρηματολογία αυτή είναι απορριπτέα στον βαθμό που δίδει έμφαση επιλεκτικώς σε ορισμένους όρους του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο e, χωρίς να αποδεικνύει ότι το ευρύτερο νομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η επίδικη διάταξη δεν επιτρέπει την πραγματική διασφάλιση της πλήρους εφαρμογής της οδηγίας. Λαμβάνοντας, λοιπόν, υπόψη το πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή δεν απέδειξε, όπως ισχυρίζεται, ότι το επιδιωκόμενο με το άρθρο 7, στοιχείο εε, της οδηγίας αποτέλεσμα δεν επετεύχθη προφανώς στην εσωτερική έννομη τάξη.

34 Πράγματι, πρέπει, κατ' αρχάς, να διαπιστωθεί ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο e, του νόμου προβλέπει, σύμφωνα προς το άρθρο 7 της οδηγίας, ότι το βάρος αποδείξεως φέρει ο κατασκευαστής ο οποίος επικαλείται την απαλλακτική ρήτρα.

35 Δεύτερον, το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο e, δεν επιβάλλει κανένα περιορισμό όσον αφορά το επίπεδο και τον βαθμό των ληπτέων υπόψη κατά τον κρίσιμο χρόνο επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων.

36 Τρίτον, η διατύπωσή του, αφ' εαυτής, δεν επιτρέπει να υποτεθεί, όπως ισχυρίζεται η Επιτροπή, ότι η χρήση της απαλλακτικής ρήτρας εξαρτάται από τις γνώσεις που κατέχει υποκειμενικώς ένας, συνήθως επιμελής, παραγωγός, λαμβάνοντας υπόψη τις εν χρήσει προφυλάξεις στον οικείο βιομηχανικό τομέα.

37 Τέταρτον, πρέπει να υπομνηστεί ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το περιεχόμενο των νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων πρέπει να εκτιμάται λαμβανομένης υπόψης της ερμηνείας τους από τα εθνικά δικαστήρια (βλ., ιδίως, απόφαση της 8ης Ιουνίου 1994 στην υπόθεση C-382/92, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Συλλογή 1994, σ. Ι-2435, σκέψη 36). Εν προκειμένω, λοιπόν, η Επιτροπή δεν επικαλέστηκε, προς στήριξη της προσφυγής της, καμία απόφαση εθνικού δικαστηρίου ερμηνεύουσα την επίδικη εθνική διάταξη κατά τρόπο μη συνάδοντα προς την οδηγία.

38 Τέλος, κανένα στοιχείο δεν επιτρέπει να θεωρηθεί, υπό το φως των στοιχείων της δικογραφίας, ότι οι δικαστικές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου, όταν κληθούν να ερμηνεύσουν το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο e, δεν θα το πράξουν υπό το φως του κειμένου και του σκοπού της οδηγίας, ώστε, με την επίτευξη του επιδιωκομένου από αυτήν αποτελέσματος, να συμμορφωθούν προς το άρθρο 189, τρίτο εδάφιο, της Συνθήκης (βλ., ιδίως, απόφαση της 14ης Ιουλίου 1994 στην υπόθεση C-91/92, Faccini Dori, Συλλογή 1994, σ. Ι-3325, σκέψη 26). ηΑλλωστε, το άρθρο 1, παράγραφος 1, του νόμου επιβάλλει ρητώς την υποχρέωση αυτή στον εθνικό δικαστή.

39 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, λαμβάνοντας υπόψη το ευρύτερο νομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο e, η Επιτροπή δεν απέδειξε τον ισχυρισμό της ότι αυτό αντίκειται προδήλως στο άρθρο 7, στοιχείο εε, της οδηγίας. Κατόπιν αυτού, η προσφυγή είναι απορριπτέα.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

40 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Επειδή η Επιτροπή ηττήθη σε σχέση με την προσφυγή που άσκησε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(πέμπτο τμήμα),

αποφασίζει:

1) Απορρίπτει την προσφυγή.

2) Καταδικάζει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Top