Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61995CJ0220

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 27ης Φεβρουαρίου 1997.
    Antonius van den Boogaard κατά Paula Laumen.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Arrondissementsrechtbank Amsterdam - Κάτω Χώρες.
    Σύμβαση των Βρυξελλών - Ερμηνεία του άρθρου 1, δεύτερο εδάφιο - Έννοια των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων - Έννοια της υποχρεώσεως διατροφής.
    Υπόθεση C-220/95.

    Συλλογή της Νομολογίας 1997 I-01147

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1997:91

    61995J0220

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 27ης Φεβρουαρίου 1997. - Antonius van den Boogaard κατά Paula Laumen. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Arrondissementsrechtbank Amsterdam - Κάτω Χώρες. - Σύμβαση των Βρυξελλών - Ερμηνεία του άρθρου 1, δεύτερο εδάφιο - Έννοια των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων - Έννοια της υποχρεώσεως διατροφής. - Υπόθεση C-220/95.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1997 σελίδα I-01147


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Σκεπτικό της απόφασης
    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    Σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων - Πεδίο εφαρμογής - Αστικές και εμπορικές υποθέσεις - Υποχρεώσεις διατροφής - Αποφάσεις διατάσσουσες στο πλαίσιο δίκης διαζυγίου την εφ' άπαξ καταβολή ενός χρηματικού ποσού και τη μεταβίβαση της κυριότητας ορισμένων αγαθών - Υπαγωγή - Προϋποθέσεις

    (Σύμβαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, άρθρο 1, εδ. 1 και 2, σημ. 1, και άρθρο 42)

    Περίληψη


    Αν από το σκεπτικό αποφάσεως εκδοθείσας στο πλαίσιο δίκης διαζυγίου προκύπτει ότι η παροχή που η απόφαση αυτή διατάσσει προορίζεται να εξασφαλίσει τη συντήρηση του ευρισκομένου σε ανάγκη συζύγου ή αν οι ανάγκες και οι πόροι εκάστου των συζύγων λαμβάνονται υπόψη για να προσδιοριστεί το ύψος της παροχής, η απόφαση έχει σχέση με υποχρέωση διατροφής και συνεπώς εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, όπως τροποποιήθηκε από τη Σύμβαση της 9ης Οκτωβρίου 1978 σχετικά με την προσχώρηση του Βασιλείου της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας και από τη Σύμβαση της 25ης Οκτωβρίου 1982 σχετικά με την προσχώρηση της Ελληνικής Δημοκρατίας. Αντιθέτως, όταν η παροχή αφορά μόνον τη διανομή αγαθών μεταξύ των συζύγων, η απόφαση αφορά τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων και συνεπώς δεν μπορεί να εκτελεστεί κατ' εφαρμογήν της Συμβάσεως των Βρυξελλών. Απόφαση που συνδυάζει τις δύο λειτουργίες μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 42 της Συμβάσεως των Βρυξελλών, να εκτελεστεί εν μέρει, εφόσον από αυτήν προκύπτουν σαφώς οι σκοποί στους οποίους ανταποκρίνονται αντιστοίχως τα διάφορα μέρη της διαταχθείσας παροχής.

    Επομένως, απόφαση, εκδοθείσα στο πλαίσιο δίκης διαζυγίου και διατάσσουσα την εφ' άπαξ καταβολή ενός χρηματικού ποσού καθώς και τη μεταβίβαση της κυριότητας ορισμένων αγαθών του ενός συζύγου προς τον πρώην σύζυγό του, πρέπει να θεωρηθεί ως αφορώσα υποχρεώσεις διατροφής και συνεπώς ως εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως, εφόσον έχει ως αντικείμενο την εξασφάλιση της συντηρήσεως του ανωτέρω πρώην συζύγου. Το γεγονός ότι το δικαστήριο του κράτους προελεύσεως δεν δέχθηκε να εφαρμόσει στο πλαίσιο της αποφάσεώς του μια συμφωνία των συζύγων περί ρυθμίσεως των περιουσιακών τους σχέσεων είναι εν προκειμένω άνευ σημασίας.

    Διάδικοι


    Στην υπόθεση C-220/95,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Arrondissementsrechtbank te Amsterdam προς το Δικαστήριο, δυνάμει του Πρωτοκόλλου της 3ης Ιουνίου 1971 για την ερμηνεία από το Δικαστήριο των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

    Antonius van den Boogaard

    και

    Paula Laumen,

    η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 1, δεύτερο εδάφιο, της προαναφερθείσας Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 (JO 1972, L 299, σ. 32), όπως τροποποιήθηκε από τη Σύμβαση της 9ης Οκτωβρίου 1978 σχετικά με την προσχώρηση του Βασιλείου της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας (JO L 304, σ. 1, και - τροποποιημένο κείμενο - σ. 77) και από τη Σύμβαση της 25ης Οκτωβρίου 1982 σχετικά με την προσχώρηση της Ελληνικής Δημοκρατίας (ΕΕ L 388, σ. 1),

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

    (πέμπτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους J. C. Moitinho de Almeida, πρόεδρο τμήματος, C. Gulmann, D. A. O. Edward, J.-P. Puissochet και P. Jann (εισηγητή), δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: F. G. Jacobs

    γραμματέας: H. von Holstein, βοηθός γραμματέας,

    λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

    - η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον F. Cede, Botschafter στο Ομοσπονδιακό Υπουργείο Εξωτερικών,

    - η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον B. J. Drijber, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας,

    έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

    αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις του A. Van den Boogaard, εκπροσωπουμένου από τον M. Wigleven, δικηγόρο Amsterdam, της P. Laumen, εκπροσωπουμένης από τον R. Th. R. F. Carli, δικηγόρο Ξάγης, και της Επιτροπής, εκπροσωπουμένης από τον B. J. Drijber, κατά τη συνεδρίαση της 24ης Οκτωβρίου 1996,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 12ης Δεκεμβρίου 1996,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    Σκεπτικό της απόφασης


    1 Με απόφαση της 14ης Ιουνίου 1995, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 21 Ιουνίου 1995, το Arrondissementsrechtbank te Amsterdam υπέβαλε, δυνάμει του Πρωτοκόλλου της 3ης Ιουνίου 1971 για την ερμηνεία από το Δικαστήριο των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (JO 1972, L 299, σ. 32), όπως τροποποιήθηκε από τη Σύμβαση της 9ης Οκτωβρίου 1978 σχετικά με την προσχώρηση του Βασιλείου της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας (JO L 304, σ. 1, και - τροποποιημένο κείμενο - σ. 77) και από τη Σύμβαση της 25ης Οκτωβρίου 1982 σχετικά με την προσχώρηση της Ελληνικής Δημοκρατίας (ΕΕ L 388, σ. 1, στο εξής: Σύμβαση των Βρυξελλών), ένα προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 1, δεύτερο εδάφιο, της Συμβάσεως αυτής.

    2 Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του A. van den Boogaard και της P. Laumen, η οποία αφορά αίτηση να κηρυχθεί εκτελεστή στις Κάτω Ξώρες μια απόφαση που το High Court of Justice of England and Wales εξέδωσε στις 25 Ιουλίου 1990.

    3 Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι ο A. van den Boogaard και η P. Laumen ήλθαν σε κοινωνία γάμου στις Κάτω Ξώρες το 1957 υπό το σύστημα της κοινοκτημοσύνης. Το 1980, συνήψαν συμφωνία, πάντοτε στις Κάτω Ξώρες, με την οποία μετέβαλαν τις περιουσιακές τους σχέσεις επιλέγοντας το σύστημα της περιουσιακής αυτοτελείας. Το 1982, εγκαταστάθηκαν στο Λονδίνο. Με απόφαση της 25ης Ιουλίου 1990, το High Court έλυσε τον γάμο και αποφάνθηκε επίσης επί ενός παρεπομένου αιτήματος συνολικής ρυθμίσεως («full ancillary relief»), υποβληθέντος από την P. Laumen. Λαμβανομένου υπόψη ότι η P. Laumen επιθυμούσε την πλήρη διακοπή («clean break») των σχέσεών της με τον σύζυγό της, το αγγλικό δικαστήριο της χορήγησε ένα κεφάλαιο για να καταστεί περιττή η περιοδική καταβολή διατροφής. Επί πλέον, θεώρησε ότι η κατά το ολλανδικό δίκαιο συμφωνία για τη λύση της κοινοκτημοσύνης δεν ασκούσε καμία επιρροή επί της αποφάσεως που έπρεπε να εκδώσει.

    4 Στην απόφασή του, το High Court εκτίμησε σε 875 000 λίρες στερλίνες (UK£) το συνολικό ποσό που η P. Laumen έπρεπε να διαθέτει για να συντηρηθεί. Μέρος του ποσού αυτού, συγκεκριμένα 535 000 UK£, καλύφθηκε από δικά της κεφάλαια, από την πώληση κινητών, από τη μεταβίβαση ενός πίνακα ζωγραφικής προς αυτήν και, τέλος, από τη μεταβίβαση μιας οικίας επίσης προς αυτήν. Για το υπόλοιπο ποσό, το αγγλικό δικαστήριο διέταξε τον Α. van den Boogaard να καταβάλει στην P. Laumen εφ' άπαξ το ποσό των 340 000 UK£, στο οποίο προσέθεσε 15 000 UK£ για τα δικαστικά έξοδα παλαιότερης δίκης.

    5 Με αίτηση υποβληθείσα στις 14 Απριλίου 1992 προς τον πρόεδρο του Arrondissementsrechtbank te Amsterdam, η P. Laumen, βασιζόμενη στη Σύμβαση της Ξάγης της 2ας Οκτωβρίου 1973 για την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων διατροφής (στο εξής: Σύμβαση της Ξάγης), ζήτησε να κηρυχθεί εκτελεστή η απόφαση του αγγλικού δικαστηρίου.

    6 Στις 21 Μαου 1992, ο πρόεδρος του Arrondissementsrechtbank δέχθηκε την αίτηση αυτή.

    7 Στις 19 Ιουλίου 1993, ο A. van den Boogaard άσκησε ανακοπή κατά της αποφάσεως με την οποία κηρύχθηκε εκτελεστή η απόφαση του αγγλικού δικαστηρίου.

    8 Το Arrondissementsrechtbank te Amsterdam, αρμόδιο να αποφανθεί επί της ανακοπής αυτής, διερωτήθηκε αν η απόφαση του High Court της 25ης Ιουλίου 1990 έπρεπε να χαρακτηριστεί ως «απόφαση αφορώσα υποχρέωση διατροφής», οπότε ορθώς κηρύχθηκε εκτελεστή, ή έπρεπε να θεωρηθεί ως «απόφαση αφορώσα τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων», οπότε η Σύμβαση της Ξάγης δεν μπορούσε να χρησιμεύσει ως βάση της διαδικασίας κηρύξεως εκτελεστής της αποφάσεως του αγγλικού δικαστηρίου.

    9 Το αιτούν δικαστήριο θεώρησε ότι η ανωτέρω απόφαση είχε τέτοιες συνέπειες στις περιουσιακές σχέσεις των διαδίκων ώστε δεν ήταν δυνατόν να πρόκειται περί «αποφάσεως διατροφής» υπό την έννοια του άρθρου 1 της Συμβάσεως της Ξάγης. Συνεπώς, εκτίμησε ότι η απόφαση αυτή δεν έπρεπε να κηρυχθεί εκτελεστή βάσει της Συμβάσεως αυτής. Κατόπιν αυτού, το αιτούν δικαστήριο διερωτήθηκε αν η Σύμβαση των Βρυξελλών μπορούσε να χρησιμεύσει ως βάση της αποφάσεως περί κηρύξεως εκτελεστής της αποφάσεως του αγγλικού δικαστηρίου.

    10 Το άρθρο 1 της Συμβάσεως των Βρυξελλών ορίζει:

    «Η παρούσα σύμβαση εφαρμόζεται σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ανεξάρτητα από το είδος του δικαστηρίου. Δεν καλύπτει ιδίως φορολογικές, τελωνειακές ή διοικητικές υποθέσεις.

    Εξαιρούνται από την εφαρμογή της:

    1. η προσωπική κατάσταση και ικανότητα των φυσικών προσώπων, οι περιουσιακές σχέσεις των συζύγων, οι κληρονομικές σχέσεις,

    (...).»

    11 Το άρθρο 5 της Συμβάσεως αυτής προβλέπει:

    «Πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος συμβαλλόμενου κράτους μπορεί να εναχθεί σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος:

    1. (...)

    2. ως προς υποχρεώσεις διατροφής, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου ο δικαιούχος της διατροφής έχει την κατοικία ή συνήθη διαμονή του ή, εφόσον πρόκειται για αγωγή παρεπόμενη δίκης σχετικής με την προσωπική κατάσταση, ενώπιον του δικαστηρίου που κατά δίκαιο του δικάζοντος δικαστή έχει διεθνή δικαιοδοσία στην περίπτωση της δίκης αυτής, εκτός αν η διεθνής δικαιοδοσία θεμελιώνεται μόνο στην ιθαγένεια ενός των διαδίκων·

    (...).»

    12 Τέλος, το άρθρο 57, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών ορίζει:

    «Η παρούσα σύμβαση δεν θίγει τις συμβάσεις στις οποίες τα συμβαλλόμενα κράτη είναι ή θα γίνουν μέρη και οι οποίες, σε ειδικά θέματα, ρυθμίζουν τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση ή την εκτέλεση αποφάσεων.»

    13 Το άρθρο 23 της Συμβάσεως της Ξάγης έχει ως εξής:

    «Η Σύμβαση δεν εμποδίζει να γίνει επίκληση, για την αναγνώριση ή εκτέλεση αποφάσεως ή συμβιβασμού, άλλης διεθνούς συμβάσεως, δεσμεύουσας το κράτος προελεύσεως και το κράτος αναγνωρίσεως ή εκτελέσεως, ή του μη πηγάζοντος από διεθνείς συμβάσεις δικαίου του κράτους αναγνωρίσεως ή εκτελέσεως.»

    14 ςΕχοντας αμφιβολίες ως προς την ερμηνεία που πρέπει να δοθεί στη Σύμβαση των Βρυξελλών, το Arrondissementsrechtbank te Amsterdam υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο ερώτημα:

    «Πρέπει η απόφαση του υΑγγλου δικαστή, η οποία εν πάση περιπτώσει αφορά επίσης υποχρέωση διατροφής, να θεωρηθεί επίσης ως απόφαση η οποία αφορά (επίσης) τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων υπό την έννοια του άρθρου 1, δεύτερο εδάφιο, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, καίτοι ο οΑγγλος δικαστής:

    α) διέταξε τον σχηματισμό ενός κεφαλαίου για να εξασφαλίσει την παροχή της διατροφής·

    β) διέταξε τη μεταβίβαση προς τη σύζυγο της οικίας και του πίνακα De Heem που, κατά την απόφαση, ανήκουν στον σύζυγο·

    γ) εξέθεσε ρητώς στο σκεπτικό της αποφάσεώς του ότι δεν θεωρεί δεσμευτική τη συμφωνία των συζύγων για τη ρύθμιση των περιουσιακών τους σχέσεων·

    δ) δεν έδειξε μέχρι ποίου βαθμού οι σκέψεις που εκτίθενται στο σημείο γγ άσκησαν επιρροή στην απόφασή του;»

    15 Με το ερώτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο ερωτά στην ουσία αν μια απόφαση, εκδοθείσα στο πλαίσιο δίκης διαζυγίου και διατάσσουσα την εφ' άπαξ καταβολή ενός χρηματικού ποσού καθώς και τη μεταβίβαση της κυριότητας ορισμένων αγαθών του ενός συζύγου προς τον πρώην σύζυγό του, αποκλείεται του πεδίου εφαρμογής της Συμβάσεως των Βρυξελλών δυνάμει του άρθρου 1, δεύτερο εδάφιο, σημείο 1, της Συμβάσεως αυτής, ως αφορώσα τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων, ή καλύπτεται από την εν λόγω Σύμβαση ως αφορώσα υποχρεώσεις διατροφής. Το αιτούν δικαστήριο ερωτά επίσης το Δικαστήριο ως προς την επιρροή του γεγονότος ότι το δικαστήριο του κράτους προελεύσεως δεν δέχθηκε την εφαρμογή στο πλαίσιο της αποφάσεώς του μιας συμφωνίας των συζύγων περί ρυθμίσεως των περιουσιακών τους σχέσεων.

    16 Εκ προοιμίου, πρέπει να διευκρινιστεί ότι, κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, υποστηρίχτηκε ότι ο A. van den Boogaard άσκησε ανακοπή μετά την εκπνοή της δίμηνης προθεσμίας που τάσσει το άρθρο 36 της Συμβάσεως των Βρυξελλών για τις προσφυγές κατά των αποφάσεων με τις οποίες κηρύσσονται εκτελεστές αλλοδαπές αποφάσεις. Τούτο δεν επηρεάζει καθόλου την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να δώσει απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα, καθότι, κατά πάγια νομολογία, τα εθνικά δικαστήρια, τα οποία εκδικάζουν μια διαφορά και πρέπει να φέρουν την ευθύνη της αποφάσεως που θα εκδώσουν, είναι αποκλειστικώς αρμόδια να εκτιμούν, ενόψει των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών κάθε υποθέσεως, τόσο αν η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως είναι αναγκαία για να μπορέσουν να εκδώσουν τη δική τους απόφαση όσο και αν τα ερωτήματα που υποβάλλουν στο Δικαστήριο ασκούν επιρροή στην έκβαση της εκκρεμούς ενώπιόν τους δίκης (βλ. την απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Οκτωβρίου 1993, C-127/92, Enderby, Συλλογή 1993, σ. Ι-5535, σκέψη 10).

    17 Πρέπει επίσης να παρατηρηθεί ότι, για τους λόγους που εκθέτει ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 24 έως 29 των προτάσεών του, δυνάμει του άρθρου 23 της Συμβάσεως της Ξάγης η Σύμβαση αυτή δεν αντιτίθεται στην εφαρμογή της Συμβάσεως των Βρυξελλών, παρά το άρθρο 57 της δεύτερης Συμβάσεως.

    18 Δεν αμφισβητείται ότι ούτε η έννοια των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων ούτε η έννοια της υποχρεώσεως διατροφής ορίζονται στη Σύμβαση των Βρυξελλών. Ωστόσο, οι δύο αυτές έννοιες πρέπει να διακριθούν, καθόσον μόνον οι υποχρεώσεις διατροφής καλύπτονται από τη Σύμβαση των Βρυξελλών.

    19 Συναφώς, πρέπει να διευκρινιστεί ότι, όπως σημειώνεται στην έκθεση Schlosser, σε κανένα νομικό σύστημα κράτους μέλους «οι υποχρεώσεις διατροφής μεταξύ συζύγων δεν απορρέουν από ρυθμίσεις αποτελούσες μέρος των κανόνων που διέπουν τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων» (έκθεση για τη Σύμβαση σχετικά με την προσχώρηση του Βασιλείου της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας στη Σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, καθώς και στο πρωτόκολλο για την ερμηνεία της Συμβάσεως αυτής από το Δικαστήριο των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, JO 1979, C 59, σ. 71, σημείο 49).

    20 οΟπως τόνισε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 54 έως 62 των προτάσεών του, ο αρμόδιος επί διαζυγίου δικαστής στην Αγγλία και την Ουαλία διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως προκειμένου να λάβει οικονομικά μέτρα. Δύναται, μεταξύ άλλων, να διατάξει την περιοδική ή την εφ' άπαξ καταβολή ενός χρηματικού ποσού, καθώς και τη μεταβίβαση της κυριότητας αγαθών του ενός συζύγου προς τον πρώην σύζυγό του. Κατά συνέπεια, στον δικαστή απόκειται να ρυθμίσει με την ίδια απόφαση τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων και τις υποχρεώσεις διατροφής που απορρέουν από τη λύση του γάμου.

    21 Λόγω του ότι, στο πλαίσιο διαζυγίου, ο οΑγγλος δικαστής μπορεί ακριβώς με την ίδια απόφαση να ρυθμίσει τόσο τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων όσο και τις υποχρεώσεις διατροφής, το δικαστήριο του κράτους αναγνωρίσεως ή εκτελέσεως οφείλει να κάνει διάκριση μεταξύ των πτυχών της αποφάσεως που αφορούν τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων και αυτών που αφορούν τις υποχρεώσεις διατροφής, λαμβάνοντας υπόψη, σε κάθε μία περίπτωση, τον συγκεκριμένο σκοπό της εκδοθείσας αποφάσεως.

    22 Ο σκοπός αυτός θα πρέπει να μπορεί να συνάγεται από το σκεπτικό της υπό εξέταση αποφάσεως. Αν προκύπτει ότι μια παροχή προορίζεται να εξασφαλίσει τη συντήρηση του ευρισκομένου σε ανάγκη συζύγου ή αν οι ανάγκες και οι πόροι εκάστου των συζύγων λαμβάνονται υπόψη για να προσδιοριστεί το ύψος της παροχής, η απόφαση έχει σχέση με υποχρέωση διατροφής. Αντιθέτως, όταν η παροχή αφορά μόνον τη διανομή αγαθών μεταξύ των συζύγων, η απόφαση αφορά τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων και συνεπώς δεν μπορεί να εκτελεστεί κατ' εφαρμογήν της Συμβάσεως των Βρυξελλών. Απόφαση που συνδυάζει τις δύο λειτουργίες μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 42 της Συμβάσεως των Βρυξελλών, να εκτελεστεί εν μέρει, εφόσον από αυτήν προκύπτουν σαφώς οι σκοποί στους οποίους ανταποκρίνονται αντιστοίχως τα διάφορα μέρη της διαταχθείσας παροχής.

    23 Συναφώς, είναι άνευ σημασίας το ότι η εκτέλεση της υποχρεώσεως διατροφής προβλέπεται υπό τη μορφή της εφ' άπαξ καταβολής ενός χρηματικού ποσού. Και αυτός ο τρόπος καταβολής μπορεί κάλλιστα να έχει τον χαρακτήρα διατροφής, καθότι το ύψος του κεφαλαίου καθορίζεται κατά τέτοιον τρόπον ώστε να εξασφαλίζεται ένα προκαθορισμένο επίπεδο εισοδήματος.

    24 Εν προκειμένω, όπως υπογράμμισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 59 των προτάσεών του, το δικαστήριο του κράτους προελεύσεως όφειλε επί πλέον να εξετάσει αν συνέτρεχε λόγος να επιβάλει πλήρη διακοπή των σχέσεων των συζύγων και να διατάξει την εφ' άπαξ καταβολή ενός χρηματικού ποσού αντί περιοδικών καταβολών. Είναι φανερό ότι η γενομένη από το δικαστήριο του κράτους προελεύσεως επιλογή του τρόπου καταβολής δεν μπορεί να μεταβάλει τον σκοπό της αποφάσεως.

    25 Ομοίως, το γεγονός ότι η απόφαση που ζητήθηκε να κηρυχθεί εκτελεστή διατάσσει επίσης τη μεταβίβαση της κυριότητας ορισμένων αγαθών μεταξύ των πρώην συζύγων δεν μπορεί κατά μείζονα λόγο να θέσει υπό αμφισβήτηση τον χαρακτήρα της αποφάσεως αυτής ως διατροφής. Συγκεκριμένα, πρόκειται απλώς περί σχηματισμού ενός κεφαλαίου για να εξασφαλιστεί η συντήρηση του ενός από τους συζύγους.

    26 Τέλος, για τους λόγους που εκθέτει ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 69 έως 72 των προτάσεών του, το ότι ο οΑγγλος δικαστής είπε ότι δεν θεωρεί ότι τον δεσμεύει η συμφωνία λύσεως της κοινοκτημοσύνης πρέπει να εκτιμηθεί στο πλαίσιο εντός του οποίου το είπε, και, εν πάση περιπτώσει, δεν ασκεί επιρροή για τον χαρακτηρισμό της εν λόγω αποφάσεως.

    27 Κατά συνέπεια, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι απόφαση, εκδοθείσα στο πλαίσιο δίκης διαζυγίου και διατάσσουσα την εφ' άπαξ καταβολή ενός χρηματικού ποσού καθώς και τη μεταβίβαση της κυριότητας ορισμένων αγαθών του ενός συζύγου προς τον πρώην σύζυγό του, πρέπει να θεωρηθεί ως αφορώσα υποχρεώσεις διατροφής και συνεπώς ως εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως των Βρυξελλών, εφόσον έχει ως αντικείμενο την εξασφάλιση της συντηρήσεως του ανωτέρω πρώην συζύγου. Το γεγονός ότι το δικαστήριο του κράτους προελεύσεως δεν δέχθηκε να εφαρμόσει στο πλαίσιο της αποφάσεώς του μια συμφωνία των συζύγων περί ρυθμίσεως των περιουσιακών τους σχέσεων είναι εν προκειμένω άνευ σημασίας.

    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


    Επί των δικαστικών εξόδων

    28 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Αυστριακή Κυβέρνηση και η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, οι οποίες υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

    (πέμπτο τμήμα),

    κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε με απόφαση της 14ης Ιουνίου 1995 το Arrondissementsrechtbank te Amsterdam, αποφαίνεται:

    Απόφαση, εκδοθείσα στο πλαίσιο δίκης διαζυγίου και διατάσσουσα την εφ' άπαξ καταβολή ενός χρηματικού ποσού καθώς και τη μεταβίβαση της κυριότητας ορισμένων αγαθών του ενός συζύγου προς τον πρώην σύζυγό του, πρέπει να θεωρηθεί ως αφορώσα υποχρεώσεις διατροφής και συνεπώς ως εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, όπως τροποποιήθηκε από τη Σύμβαση της 9ης Οκτωβρίου 1978 σχετικά με την προσχώρηση του Βασιλείου της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας και από τη Σύμβαση της 25ης Οκτωβρίου 1982 σχετικά με την προσχώρηση της Ελληνικής Δημοκρατίας, εφόσον έχει ως αντικείμενο την εξασφάλιση της συντηρήσεως του ανωτέρω πρώην συζύγου. Το γεγονός ότι το δικαστήριο του κράτους προελεύσεως δεν δέχθηκε να εφαρμόσει στο πλαίσιο της αποφάσεώς του μια συμφωνία των συζύγων περί ρυθμίσεως των περιουσιακών τους σχέσεων είναι εν προκειμένω άνευ σημασίας.

    Top