EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61995CJ0104

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 12ης Δεκεμβρίου 1996.
Γεώργιος Κοντόγεωργας κατά Kάρτονπακ AE.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών - Ελλάς.
Προσέγγιση των νομοθεσιών - Εμπορικοί αντιπρόσωποι (ανεξάρτητοι επαγγελματίες) - Δικαίωμα προμήθειας - Εμπορικές πράξεις συναφθείσες κατά τη διάρκεια ισχύος της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας.
Υπόθεση C-104/95.

Συλλογή της Νομολογίας 1996 I-06643

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1996:492

61995J0104

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 12ης Δεκεμβρίου 1996. - Γεώργιος Κοντόγεωργας κατά Kάρτονπακ AE. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών - Ελλάς. - Προσέγγιση των νομοθεσιών - Εμπορικοί αντιπρόσωποι (ανεξάρτητοι επαγγελματίες) - Δικαίωμα προμήθειας - Εμπορικές πράξεις συναφθείσες κατά τη διάρκεια ισχύος της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας. - Υπόθεση C-104/95.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1996 σελίδα I-06643


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1. Προδικαστικά ερωτήματα * Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου * Όρια * Προδήλως αλυσιτελές ερώτημα

(Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 177)

2. Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων * Ελευθερία εγκαταστάσεως * Εμπορικοί αντιπρόσωποι (ανεξάρτητοι επαγγελματίες) * Οδηγία 86/653 * Αμοιβή * Δικαιοπραξίες συναπτόμενες με πελάτες που ανήκουν στον γεωγραφικό τομέα που έχει ανατεθεί στον αντιπρόσωπο * Δικαίωμα προμήθειας του αντιπροσώπου, ανεξαρτήτως της παρεμβάσεώς του στις εν λόγω δικαιοπραξίες

(Οδηγία 86/653 του Συμβουλίου, άρθρο 7 PAR 2)

3. Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων * Ελευθερία εγκαταστάσεως * Εμπορικοί αντιπρόσωποι (ανεξάρτητοι επαγγελματίες) * Οδηγία 86/653 * Αμοιβή * Πελάτης ανήκων στον γεωγραφικό τομέα που έχει ανατεθεί στον αντιπρόσωπο * Κριτήρια υπαγωγής των νομικών προσώπων σε έναν γεωγραφικό τομέα

(Οδηγία 86/653 του Συμβουλίου, άρθρο 7 PAR 2)

Περίληψη


1. Στο πλαίσιο της διαδικασίας εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως κατά το άρθρο 177 της Συνθήκης, μόνο στα εθνικά δικαστήρια, στην κρίση των οποίων υποβάλλεται η διαφορά και τα οποία πρέπει να αναλαμβάνουν την ευθύνη της εκδοθησομένης αποφάσεως, εναπόκειται να εκτιμούν, ενόψει των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών κάθε υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, προκειμένου να είναι σε θέση να αποφανθούν επί της υποθέσεως, όσο και τη λυσιτέλεια των υποβαλλομένων στο Δικαστήριο ερωτημάτων. Η απόρριψη αιτήσεως εθνικού δικαστηρίου είναι δυνατή μόνον όταν είναι πρόδηλο ότι η ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου που ζητεί το δικαστήριο αυτό ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή το αντικείμενο της κυρίας δίκης.

2. Το άρθρο 7, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 86/653, για τον συντονισμό των δικαίων των κρατών μελών όσον αφορά τους εμπορικούς αντιπροσώπους (ανεξάρτητους επαγγελματίες), έχει την έννοια ότι ο εμπορικός αντιπρόσωπος, όταν έχει αναλάβει έναν γεωγραφικό τομέα, έχει δικαίωμα προμηθείας για τις συναπτόμενες με τους πελάτες που ανήκουν στον τομέα αυτόν δικαιοπραξίες, ακόμη και αν καταρτίστηκαν χωρίς την παρέμβασή του.

Η ερμηνεία αυτή επιβάλλεται αφενός λόγω της διατυπώσεως της επιδίκου διατάξεως, η οποία, στην περίπτωση την οποία αφορά, δηλαδή στην περίπτωση εμπορικών πράξεων που συνάπτονται με πελάτες που ανήκουν σε έναν γεωγραφικό τομέα ή σε μια ομάδα προσώπων που έχει αναλάβει ο εμπορικός αντιπρόσωπος, δεν κάνει μνεία καμιάς δραστηριότητας του εμπορικού αντιπροσώπου ως προϋποθέσεως του δικαιώματος προμηθείας, και αφετέρου λόγω της δομής και της λογικής του άρθρου 7, το οποίο αναγνωρίζει δικαίωμα προμηθείας σε δύο διαφορετικές περιπτώσεις, οι οποίες προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 αντιστοίχως, και συγκεκριμένα στην περίπτωση κατά την οποία η εμπορική πράξη καταρτίστηκε χάρη στη δραστηριότητα του εμπορικού αντιπροσώπου και στην περίπτωση κατά την οποία η εμπορική πράξη καταρτίστηκε με πελάτη που ανήκει σε τομέα ή σε ομάδα που έχει αναλάβει ο εμπορικός αντιπρόσωπος.

3. Το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 86/653, για τον συντονισμό των δικαίων των κρατών μελών όσον αφορά τους εμπορικούς αντιπροσώπους (ανεξάρτητους επαγγελματίες), το οποίο προβλέπει ότι ο εμπορικός αντιπρόσωπος, όταν έχει αναλάβει ένα γεωγραφικό τομέα, έχει δικαίωμα προμηθείας για κάθε δικαιοπραξία συναπτόμενη με "πελάτη που ανήκει στον τομέα αυτόν", πρέπει, ενόψει του πλαισίου και του σκοπού της οδηγίας, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, όταν ο πελάτης είναι νομικό πρόσωπο, ο τόπος όπου το νομικό αυτό πρόσωπο ασκεί πράγματι τις επαγγελματικές του δραστηριότητες πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για να καθορίζεται εάν το νομικό αυτό πρόσωπο ανήκει ή όχι στον τομέα που έχει ανατεθεί στον αντιπρόσωπο. Όταν η επιχείρηση ασκεί την επαγγελματική της δραστηριότητα σε διαφόρους τόπους ή όταν ο αντιπρόσωπος ασκεί τη δραστηριότητά του σε πολλούς τόπους, για τον προσδιορισμό του κέντρου βάρους της οικείας δικαιοπραξίας μπορούν να λαμβάνονται υπόψη άλλα στοιχεία, ιδίως δε ο τόπος όπου έλαβαν ή έπρεπε υπό κανονικές συνθήκες να λάβουν χώρα οι διαπραγματεύσεις με τον αντιπρόσωπο, ο τόπος όπου παραδόθηκε το εμπόρευμα, καθώς και ο τόπος όπου βρίσκεται η επιχείρηση η οποία προέβη στην παραγγελία, εφόσον αυτό που έχει σημασία είναι να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να θεωρείται η ίδια συναλλαγή ως ανήκουσα στους γεωγραφικούς τομείς δύο ή περισσοτέρων αντιπροσώπων.

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-104/95,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Γεωργίου Κοντόγεωργα

και

Κάρτονπακ AE,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 86/653/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1986, για τον συντονισμό των δικαίων των κρατών μελών όσον αφορά τους εμπορικούς αντιπροσώπους (ανεξάρτητους επαγγελματίες) (ΕΕ L 382, σ. 17),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους D. A. O. Edward, προεδρεύοντα, C. Gulmann, J.-P. Puissochet, P. Jann (εισηγητή) και M. Wathelet, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Γ. Κοσμάς

γραμματέας: H. A. Ruehl, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

* η εταιρία Κάρτονπακ ΑΕ, εκπροσωπούμενη από τον Ιωάννη Δρυλλεράκη, δικηγόρο Αθηνών,

* η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Φωκίωνα Π. Γεωργακόπουλο, πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,

* η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους Alfred Dittrich, Regierungsdirektor στο Ομοσπονδιακό Υπουργείο Δικαιοσύνης, και Bernd Kloke, Oberregierungsrat στο Ομοσπονδιακό Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας,

* η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την Catherine de Salins, υποδιευθύντρια στη διεύθυνση νομικών υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών, και τον Philippe Martinet, γραμματέα εξωτερικών υποθέσεων στην ίδια διεύθυνση,

* η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Δημήτριο Γκουλούση, νομικό σύμβουλο,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της εταιρίας Κάρτονπακ ΑΕ, εκπροσωπούμενης από τον Ιωάννη Δρυλλεράκη, της Ελληνικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπούμενης από τον Φωκίωνα Π. Γεωργακόπουλο, και της Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον Δημήτριο Γκουλούση, κατά τη συνεδρίαση της 20ής Ιουνίου 1996,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 4ης Ιουλίου 1996,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 1994, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 31 Μαρτίου 1995, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, δύο προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία της οδηγίας 86/653/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1986, για τον συντονισμό των δικαίων των κρατών μελών όσον αφορά τους εμπορικούς αντιπροσώπους (ανεξάρτητους επαγγελματίες) (ΕΕ L 382, σ. 17, στο εξής: οδηγία), και ιδίως του άρθρου 7, παράγραφος 2.

2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Κοντόγεωργα, ανεξαρτήτου εμπορικού αντιπροσώπου, και της εταιρίας Κάρτονπακ ΑΕ (στο εξής: Κάρτονπακ).

3 Από τον φάκελο της υποθέσεως προκύπτει ότι, δυνάμει συμβάσεως η οποία συνήφθη στις 10 Φεβρουαρίου 1981 μεταξύ των δύο μερών, ο Κοντόγεωργας ανέλαβε από την 1η Ιανουαρίου 1981 τη διάθεση των προϊόντων της Κάρτονπακ στους νομούς Αχαΐας και Ηλείας. Σε αντάλλαγμα, είχε δικαίωμα προμηθείας 3 % επί των καθαρών πωλήσεων στους νομούς αυτούς, χωρίς το χαρτόσημο, τον ΦΠΑ και τα μεταφορικά.

4 Το 1985 η Κάρτονπακ συγχωνεύθηκε με την εταιρία Σαιντ Ρήτζις Ελλάς ΑΒΕΕ (στο εξής: Σαιντ Ρήτζις).

5 Από το 1988, η Κάρτονπακ διέθεσε, σύμφωνα με τον Κοντόγεωργα, η ίδια τα προϊόντα της σε επιχειρήσεις που εδρεύουν στους νομούς αυτούς, χωρίς να του καταβάλει τη σχετική με τις πράξεις αυτές προμήθεια. Η Κάρτονπακ υποστηρίζει ότι επρόκειτο για παλαιούς πελάτες της Σαιντ Ρήτζις, επομένως ο Κοντόγεωργας δεν είχε δικαίωμα προμηθείας.

6 Επειδή στη συνέχεια καταγγέλθηκε η σύμβαση, ο Κοντόγεωργας άσκησε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου αγωγή ζητώντας, μεταξύ άλλων, την καταβολή του ποσού των 2 286 770 δραχμών, που αντιπροσωπεύει το ύψος των προμηθειών σχετικά με τις πωλήσεις που πραγματοποιήθηκαν από το 1988 εντός του γεωγραφικού τομέα τον οποίο είχε αναλάβει. Η Κάρτονπακ αμφισβητεί την αξίωση αυτή για τον λόγον ότι οι πελάτιδες επιχειρήσεις δεν είχαν στον τομέα δραστηριότητας του Κοντόγεωργα την έδρα τους, αλλά μόνον ορισμένες βιομηχανικές εγκαταστάσεις.

7 Ο Κοντόγεωργας φρονεί ότι δικαιούται τις προμήθειες αυτές στηριζόμενος στο άρθρο 6, παράγραφος 1, του ελληνικού προεδρικού διατάγματος 219/91, σχετικά με τους εμπορικούς αντιπροσώπους (ανεξάρτητους επαγγελματίες), που θέτει σε εφαρμογή την οδηγία 86/653/ΕΟΚ του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας, Α 81 της 30ής Μαΐου 1991), το οποίο ορίζει:

"Για εμπορική πράξη που έχει συναφθεί κατά τη διάρκεια ισχύος της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας, ο εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούται προμήθεια εάν είναι αρμόδιος για ένα καθορισμένο γεωγραφικό τομέα και η πράξη έχει συναφθεί με πελάτη που ανήκει σε αυτόν τον τομέα."

8 Η διάταξη αυτή μετέφερε στο ελληνικό δίκαιο την παράγραφο 2 του άρθρου 7 της οδηγίας. Το άρθρο αυτό προβλέπει:

"1. Για εμπορική πράξη που έχει συναφθεί κατά τη διάρκεια ισχύος της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπίας, ο εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούται προμήθεια:

α) αν η πράξη έχει συναφθεί χάρη στην παρέμβασή του,

ή

β) αν η πράξη έχει συναφθεί με τρίτο με τον οποίο ο αντιπρόσωπος έχει συνάψει προηγουμένως πράξεις του ίδιου είδους ώστε να τον έχει καταστήσει πελάτη.

2. Για πράξη που έχει συναφθεί κατά τη διάρκεια ισχύος της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπίας, ο αντιπρόσωπος δικαιούται επίσης προμήθεια:

* είτε εάν είναι αρμόδιος για ένα καθορισμένο γεωγραφικό τομέα ή για μια καθορισμένη ομάδα προσώπων,

* είτε εάν έχει δικαίωμα αποκλειστικότητας για έναν καθορισμένο γεωγραφικό τομέα ή για μια καθορισμένη ομάδα προσώπων,

και η πράξη έχει συναφθεί με πελάτη που ανήκει σε αυτό τον τομέα ή σε αυτή την ομάδα.

Τα κράτη μέλη οφείλουν να ενσωματώσουν στο δίκαιό τους μία από τις εναλλακτικές λύσεις των δύο παραπάνω περιπτώσεων."

9 Μολονότι κρίνει βάσιμη την αγωγή του Κοντόγεωργα, το αιτούν δικαστήριο εκφράζει ωστόσο αμφιβολίες ως προς την ερμηνεία του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας, καθώς και του άρθρου 6, παράγραφος 1, του ελληνικού διατάγματος εφαρμογής, το οποίο επαναλαμβάνει τη διατύπωση της οδηγίας, επιλέγοντας την πρώτη εναλλακτική δυνατότητα του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας. Κατά συνέπεια, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

"1) Εάν στην περίπτωση που η αρμοδιότητα του εμπορικού αντιπροσώπου εκτείνεται σε καθορισμένο γεωγραφικό τομέα, το δικαίωμά του για προμήθεια αναφέρεται και σε δικαιοπραξίες που διενεργήθηκαν χωρίς την παρέμβασή του, σε οποιοδήποτε στάδιο, και ανεξάρτητα από το εάν είχε εξεύρει ο ίδιος τους σχετικούς πελάτες, ή μόνο σε δικαιοπραξίες που διενεργήθηκαν στον τομέα δράσεώς του, ύστερα από παρέμβασή του, και με πελάτες που ο ίδιος βρήκε;

2) Ποια έννοια έχει ο όρος 'πελάτης που ανήκει' σ' αυτό τον τομέα;

Ειδικότερα, εάν πελάτης είναι εταιρία της οποίας ο τόπος που βρίσκεται η έδρα της διαφέρει από τον τόπο όπου ασκείται η επιχειρηματική και εμπορική δραστηριότητά της, εάν η λέξη 'ανήκει' αναφέρεται στην έδρα αυτής ή στον τόπο όπου στην πραγματικότητα ασκείται η εμπορική της δραστηριότητα ή/και ενδεχομένως ευρίσκονται οι εργοστασιακές ή άλλες εγκαταστάσεις της, στην εξυπηρέτηση των οποίων απέβλεψε η δικαιοπραξία για την οποία η αιτούμενη προμήθεια, και σε αυτόν τον τόπο, που αποτελεί το γεωγραφικό τομέα δράσεως του αντιπροσώπου, καταρτίσθηκε η σχετική δικαιοπραξία επί της οποίας ο τελευταίος έχει δικαίωμα προμηθείας;"

Επί του παραδεκτού των προδικαστικών ερωτημάτων

10 Η Κάρτονπακ ισχυρίζεται κατά πρώτον ότι το προδικαστικό ερώτημα δεν έχει σχέση με την υπό εξέταση υπόθεση και τη νομική της θεμελίωση, επομένως είναι απαράδεκτο. Κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, η Κάρτονπακ διευκρίνισε ότι πρόκειται για υποθετικά ερωτήματα, καθόσον η αγωγή του Κοντόγεωργα είναι αβάσιμη, διότι οι πελάτες στους οποίους αναφέρεται ο Κοντόγεωργας είναι παλαιοί πελάτες της Σαιντ Ρήτζις με την οποία ο Κοντόγεωργας δεν έχει καμία συμβατική σχέση. Αν ωστόσο τα προδικαστικά ερωτήματα κριθούν παραδεκτά, πρέπει να αναδιατυπωθεί το πρώτο ερώτημα προκειμένου να διευκρινιστεί αν ο εμπορικός αντιπρόσωπος έχει επίσης δικαίωμα προμηθείας για τις εμπορικές πράξεις που συνάπτονται με πελάτες τρίτης εταιρίας που απορρόφησε την εταιρία με την οποία ο εμπορικός αντιπρόσωπος έχει συνάψει σύμβαση.

11 Επί του σημείου αυτού, αρκεί να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, μόνο στα εθνικά δικαστήρια, στην κρίση των οποίων υποβάλλεται η διαφορά και τα οποία πρέπει να αναλαμβάνουν την ευθύνη της εκδοθησομένης αποφάσεως, εναπόκειται να εκτιμούν, ενόψει των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών κάθε υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, προκειμένου να είναι σε θέση να αποφανθούν επί της υποθέσεως, όσο και τη λυσιτέλεια των υποβαλλομένων στο Δικαστήριο ερωτημάτων. Η απόρριψη αιτήσεως εθνικού δικαστηρίου είναι δυνατή μόνον όταν είναι πρόδηλο ότι η ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου που ζητεί το δικαστήριο αυτό ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή το αντικείμενο της κυρίας δίκης (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 28ης Μαρτίου 1996, C-129/94, Ruiz Bernaldez, Συλλογή 1996, σ. Ι-1829, σκέψη 7).

12 Αυτό όμως δεν συμβαίνει εν προκειμένω. Το αιτούν δικαστήριο επισήμανε σαφώς ότι η έκβαση της αγωγής του Κοντόγεωργα εξαρτάται από την ερμηνεία του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας, υπό τις συνθήκες που περιγράφονται στο πρώτο ερώτημα, ερμηνεία η οποία επιβάλλεται και για την εθνική διάταξη η οποία μετέφερε το άρθρο αυτό στο εσωτερικό δίκαιο.

13 Συνεπώς, πρέπει να εξετασθούν τα υποβληθέντα από το αιτούν δικαστήριο ερωτήματα χωρίς να διευρυνθεί το αντικείμενό τους.

Επί του πρώτου ερωτήματος

14 Με το ερώτημα αυτό, το εθνικό δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν αν το άρθρο 7, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας έχει την έννοια ότι ο εμπορικός αντιπρόσωπος, όταν έχει αναλάβει ένα γεωγραφικό τομέα, δικαιούται της προμηθείας για τις συναπτόμενες με τους πελάτες που ανήκουν στον τομέα αυτό δικαιοπραξίες, ακόμη και αν καταρτίστηκαν χωρίς την παρέμβασή του.

15 Η Επιτροπή καθώς και η Ελληνική, η Γερμανική και η Γαλλική Κυβέρνηση απαντούν καταφατικά στο ερώτημα αυτό, στηριζόμενες τόσο στη διατύπωση όσο και στη δομή του άρθρου 7 της οδηγίας. Θεωρούν ότι η διάταξη αυτή προβλέπει δύο εναλλακτικές δυνατότητες, κάθε μία από τις οποίες ανταποκρίνεται σε διαφορετικές συνθήκες, η δε δεύτερη * ακριβώς * δεν απαιτεί την προσωπική παρέμβαση του εμπορικού αντιπροσώπου. Εξάλλου, θεωρούν ότι η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται από το επίρρημα "επίσης", που υπάρχει στο άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας.

16 Η επιχειρηματολογία αυτή πρέπει να γίνει δεκτή. Πράγματι, από τη διατύπωση του άρθρου 7 της οδηγίας προκύπτει ότι προβλέπονται δύο εναλλακτικές δυνατότητες ως προς το δικαίωμα προμηθείας. Η παράγραφος 1 αφορά την περίπτωση δραστηριότητας του εμπορικού αντιπροσώπου, ενεστώσας ή προγενέστερης, ενώ η παράγραφος 2 ορίζει ότι ο εμπορικός αντιπρόσωπος πρέπει να αμείβεται για το σύνολο των εμπορικών πράξεων που συντελούνται εντός ορισμένου γεωγραφικού τομέα ή εντός μιας ορισμένης ομάδας προσώπων, χωρίς να γίνεται μνεία οποιασδήποτε δραστηριότητας του εμπορικού αντιπροσώπου. Η διάκριση μεταξύ των δύο αυτών καταστάσεων επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας χρησιμοποιεί τη λέξη "επίσης". Επομένως, η παράγραφος αυτή δεν μπορεί να έχει την έννοια ότι απαιτείται επίσης δραστηριότητα του εμπορικού αντιπροσώπου. Εξάλλου, μια τέτοια ερμηνεία θα είχε ως συνέπεια να μην έχει νόημα το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας, εφόσον, όταν ο εμπορικός αντιπρόσωπος έχει ανεύρει την εν λόγω πελατεία, εφαρμόζεται η παράγραφος 1 του άρθρου 7.

17 Η Κάρτονπακ θεωρεί εντούτοις ότι το άρθρο 7 της οδηγίας πρέπει να ληφθεί υπόψη σε συνδυασμό με το άρθρο 6, το οποίο αφήνει στα συμβαλλόμενα μέρη τη μέριμνα να καθορίσουν κατά συγκεκριμένο τρόπο την αμοιβή του εμπορικού αντιπροσώπου. Όταν η αποκλειστικότητα δεν είναι υποχρεωτική εκ του νόμου, δεν νοείται να έχει ο αντιπρόσωπος δικαίωμα προμηθείας για κάθε πώληση που πραγματοποιείται στον τομέα του.

18 Συναφώς, διευκρινίζεται ότι το άρθρο 6 της οδηγίας αφορά το ποσοστό της αμοιβής του αντιπροσώπου και όχι, αντιθέτως προς το άρθρο 7, τις πράξεις για τις οποίες οφείλεται προμήθεια. Τα αντίστοιχα πεδία εφαρμογής των δύο αυτών διατάξεων είναι κατά συνέπεια διαφορετικά.

19 Επομένως, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 7, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας έχει την έννοια ότι ο εμπορικός αντιπρόσωπος, όταν έχει αναλάβει ένα γεωγραφικό τομέα, έχει δικαίωμα προμηθείας για τις συναπτόμενες με τους πελάτες που ανήκουν στον τομέα αυτό δικαιοπραξίες, ακόμη και αν συνήφθησαν χωρίς την παρέμβασή του.

Επί του δευτέρου ερωτήματος

20 Με το ερώτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν αν η έννοια του "πελάτη που ανήκει σ' αυτόν τον τομέα" που περιλαμβάνεται στο άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας αφορά την περίπτωση όπου ο πελάτης είναι νομικό πρόσωπο η έδρα του οποίου δεν βρίσκεται στον τόπο εκμεταλλεύσεως και ασκήσεως της εμπορικής του δραστηριότητας.

21 Σύμφωνα με την Επιτροπή, αν τα μέρη δεν έχουν συμφωνήσει άλλως, ο τόπος όπου πράγματι ασκείται η εμπορική δραστηριότητα έχει αποφασιστική σημασία. Περαιτέρω, μπορεί να ληφθεί υπόψη ο τόπος όπου βρίσκονται οι εγκαταστάσεις της επιχειρήσεως προς την οποία απευθύνεται η πράξη.

22 Η Ελληνική Κυβέρνηση προτείνει έναν ορισμό κατά περίπτωση, ανάλογα με τις ιδιαίτερες περιστάσεις, αναφέροντας, ως κριτήρια εκτιμήσεως, τον τόπο ασκήσεως της επαγγελματικής δραστηριότητας, τον τόπο όπου βρίσκονται οι εγκαταστάσεις, τον τόπο καταρτίσεως της δικαιοπραξίας, καθώς και τα συναλλακτικά ήθη που διέπουν συνήθως τέτοιου είδους πράξεις.

23 Κατά τη Γερμανική Κυβέρνηση, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι πελάτες που έχουν την έδρα τους ή την εμπορική τους εγκατάσταση στον επίδικο τομέα. Όταν αυτοί βρίσκονται σε διαφορετικά μέρη, ο τόπος των εμπορικών δραστηριοτήτων έχει τότε αποφασιστική σημασία. Στην περίπτωση όπου μια πελάτιδα επιχείρηση έχει θυγατρικές εταιρίες ή αν ένας πελάτης διευθύνει πολλές επιχειρήσεις, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η θυγατρική ή η επιχείρηση η οποία προέβη στην παραγγελία και όχι αυτή στην οποία παραδόθηκαν τα εμπορεύματα ή προσφέρθηκαν οι υπηρεσίες.

24 Η Κάρτονπακ θεωρεί ότι πρέπει κυρίως να λαμβάνονται ως βάση τα μεταξύ των μερών συμβατικώς ορισθέντα. Εξάλλου, στον τομέα αυτό, καθοριστικό ρόλο διαδραματίζει ο τόπος όπου βρίσκεται το κέντρο λήψεως αποφάσεως και εκτελέσεως όλων των αναγκαίων για τη σύναψη της συμβάσεως πράξεων.

25 Συναφώς, πρέπει κατά πρώτον να παρατηρηθεί ότι το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας δεν αναφέρει τα κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όταν ο πελάτης είναι νομικό πρόσωπο η έδρα του οποίου δεν βρίσκεται στον τόπο εκμεταλλεύσεως και ασκήσεως της εμπορικής του δραστηριότητας. Επομένως, η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνευθεί σε σχέση με το σύνολο της οδηγίας και τον επιδιωκόμενο με αυτήν στόχο (βλ., υπό την έννοια αυτή, τις αποφάσεις της 18ης Ιανουαρίου 1984, 327/82, Ekro, Συλλογή 1984, σ. 107, σκέψη 11, και της 2ας Οκτωβρίου 1991, C-7/90, Vandevenne κ.λπ., Συλλογή 1991, σ. Ι-4371, σκέψη 6).

26 Ως προς αυτό, είναι δεδομένο ότι η οδηγία στηρίζεται στη σκέψη ότι ο αντιπρόσωπος έχει ως αποστολή να αναζητεί την πελατεία και να διαπραγματεύεται μαζί της και, αναλόγως της περιπτώσεως, να συνάπτει εμπορικές πράξεις (βλ. άρθρα 1, παράγραφος 2, και 3, παράγραφος 2, στοιχείο α', της οδηγίας). Επομένως, η οδηγία τονίζει τις συγκεκριμένες εμπορικές σχέσεις μεταξύ του αντιπροσώπου και της πελατείας, όπως παρουσιάζονται εντός του πραγματικού οικονομικού πλαισίου, και όχι υποθετικές περιπτώσεις.

27 Επομένως, η έννοια του "πελάτη που ανήκει στον τομέα αυτόν" του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας καθορίζεται, στην περίπτωση όπου ο πελάτης είναι νομικό πρόσωπο, από τον τόπο των πραγματικών εμπορικών δραστηριοτήτων του νομικού αυτού προσώπου.

28 Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι ο αντιπροσωπευόμενος μπορεί να έχει πολλούς αντιπροσώπους οι οποίοι δρουν στο έδαφος ενός μόνον κράτους μέλους, έχοντας ο καθένας τον δικό του γεωγραφικό τομέα. Επομένως, έχει σημασία να καθορίζεται ο τόπος των εμπορικών δραστηριοτήτων του πελάτη σύμφωνα με ένα κριτήριο που να αποκλείει να θεωρείται μία και μόνη συναλλαγή ως ανήκουσα στους γεωγραφικούς τομείς δύο ή περισσοτέρων αντιπροσώπων.

29 Όταν μια εταιρία ασκεί την εμπορική της δραστηριότητα σε διαφόρους τόπους ή όταν ο αντιπρόσωπος ασκεί τις δραστηριότητές του σε πολλούς τόπους, άλλα στοιχεία μπορούν να λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό του κέντρου βάρους της οικείας δικαιοπραξίας, ιδίως ο τόπος όπου έλαβαν ή έπρεπε κατά το σύνηθες να λάβουν χώρα οι διαπραγματεύσεις με τον αντιπρόσωπο, ο τόπος όπου παραδόθηκε το εμπόρευμα, καθώς και ο τόπος όπου βρίσκεται η επιχείρηση η οποία προέβη στην παραγγελία.

30 Επομένως, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας έχει την έννοια ότι η έννοια του "πελάτη που ανήκει στον τομέα αυτόν" καθορίζεται, στην περίπτωση όπου ο πελάτης είναι νομικό πρόσωπο, από τον τόπο όπου το νομικό αυτό πρόσωπο ασκεί πράγματι τις επαγγελματικές του δραστηριότητες. Όταν η επιχείρηση ασκεί την επαγγελματική της δραστηριότητα σε διαφόρους τόπους ή όταν ο αντιπρόσωπος ασκεί τη δραστηριότητά του σε πολλούς τόπους, άλλα στοιχεία μπορούν να λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό του κέντρου βάρους της οικείας δικαιοπραξίας, ιδίως ο τόπος όπου έλαβαν ή έπρεπε κατά το σύνηθες να λάβουν χώρα οι διαπραγματεύσεις με τον αντιπρόσωπο, ο τόπος όπου παραδόθηκε το εμπόρευμα, καθώς και ο τόπος όπου βρίσκεται η επιχείρηση η οποία προέβη στην παραγγελία.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

31 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Ελληνική, η Γερμανική και η Γαλλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 1994 το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, αποφαίνεται:

1) Το άρθρο 7, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 86/653/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1986, για τον συντονισμό των δικαίων των κρατών μελών όσον αφορά τους εμπορικούς αντιπροσώπους (ανεξάρτητους επαγγελματίες), έχει την έννοια ότι ο εμπορικός αντιπρόσωπος, όταν έχει αναλάβει ένα γεωγραφικό τομέα, έχει δικαίωμα προμηθείας για τις συναπτόμενες με τους πελάτες που ανήκουν στον τομέα αυτό δικαιοπραξίες, ακόμη και αν καταρτίστηκαν χωρίς την παρέμβασή του.

2) Το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 86/653 έχει την έννοια ότι η έννοια του "πελάτη που ανήκει στον τομέα αυτόν" καθορίζεται, στην περίπτωση όπου ο πελάτης είναι νομικό πρόσωπο, από τον τόπο όπου το νομικό αυτό πρόσωπο ασκεί πράγματι τις επαγγελματικές του δραστηριότητες. Όταν η επιχείρηση ασκεί την επαγγελματική της δραστηριότητα σε διαφόρους τόπους ή όταν ο αντιπρόσωπος ασκεί τη δραστηριότητά του σε πολλούς τόπους, άλλα στοιχεία μπορούν να λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό του κέντρου βάρους της οικείας δικαιοπραξίας, ιδίως ο τόπος όπου έλαβαν ή έπρεπε κατά το σύνηθες να λάβουν χώρα οι διαπραγματεύσεις με τον αντιπρόσωπο, ο τόπος όπου παραδόθηκε το εμπόρευμα, καθώς και ο τόπος όπου βρίσκεται η επιχείρηση η οποία προέβη στην παραγγελία.

Top