EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61995CJ0094

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 10ης Ιουλίου 1997.
Danila Bonifaci κ.λπ. (C-94/95) και Wanda Berto κ.λπ. (C-95/95) κατά Istituto nazionale della previdenza sociale (INPS).
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Pretura circondariale di Bassano del Grappa - Ιταλία.
Κοινωνική πολιτική - Προστασία των εργαζομένων σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη - Οδηγία 80/987/ΕΟΚ - Περιορισμός της υποχρεώσεως των οργανισμών εγγυήσεως προς πληρωμή - Ευθύνη του κράτους μέλους λόγω εκπρόθεσμης μεταφοράς οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο - Προσήκουσα αποζημίωση.
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-94/95 και C-95/95.

Συλλογή της Νομολογίας 1997 I-03969

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1997:348

61995J0094

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 10ης Ιουλίου 1997. - Danila Bonifaci κ.λπ. (C-94/95) και Wanda Berto κ.λπ. (C-95/95) κατά Istituto nazionale della previdenza sociale (INPS). - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Pretura circondariale di Bassano del Grappa - Ιταλία. - Κοινωνική πολιτική - Προστασία των εργαζομένων σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη - Οδηγία 80/987/ΕΟΚ - Περιορισμός της υποχρεώσεως των οργανισμών εγγυήσεως προς πληρωμή - Ευθύνη του κράτους μέλους λόγω εκπρόθεσμης μεταφοράς οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο - Προσήκουσα αποζημίωση. - Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-94/95 και C-95/95.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1997 σελίδα I-03969


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1 Κοινωνική πολιτική - Προσέγγιση των νομοθεσιών - Προστασία των εργαζομένων σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη - Οδηγία 80/987 - Προσδιορισμός των ανεξόφλητων απαιτήσεων που καλύπτονται από την εγγύηση - Επέλευση της αφερεγγυότητας του εργοδότη - Έννοια

(Οδηγία 80/987 του Συμβουλίου, άρθρα 3 § 2 και 4 § 2)

2 Κοινοτικό δίκαιο - Δικαιώματα παρεχόμενα στους ιδιώτες - Παράβαση εκ μέρους κράτους μέλους της υποχρεώσεως μεταφοράς της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο - Υποχρέωση αποκαταστάσεως της ζημίας των ιδιωτών - Έκταση της αποζημιώσεως - Πλήρης και αναδρομική εφαρμογή των μέτρων εκτελέσεως της οδηγίας - Προσήκουσα αποκατάσταση - Προϋποθέσεις

(Οδηγία 80/987 του Συμβουλίου)

Περίληψη


3 Η έννοια «επέλευση της αφερεγγυότητας του εργοδότη», η οποία, κατά τα άρθρα 3, παράγραφος 2, και 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 80/987, προσδιορίζει τις ανεξόφλητες απαιτήσεις που, κατά την οδηγία, καλύπτονται από την εγγύηση, πρέπει να ερμηνευθεί ως αφορώσα την ημερομηνία της αιτήσεως κινήσεως της διαδικασίας συλλογικής ικανοποιήσεως, εξυπακουομένου ότι η εγγύηση δεν παρέχεται πριν από την έκδοση της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας αυτής ή τη διαπίστωση του οριστικού κλεισίματος της επιχειρήσεως, σε περίπτωση ανεπάρκειας του ενεργητικού. Με την ερμηνεία αυτή λαμβάνονται υπόψη αφενός ο κοινωνικός σκοπός της οδηγίας και αφετέρου η ανάγκη επακριβούς καθορισμού των περιόδων αναφοράς προς τις οποίες η οδηγία συναρτά έννομα αποτελέσματα.

Αν η επέλευση της αφερεγγυότητας του εργοδότη εξαρτιόταν από τη συνδρομή των προϋποθέσεων της «καταστάσεως αφερεγγυότητας» κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας, και μάλιστα από την απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας συλλογικής ικανοποιήσεως, η οποία ενδέχεται να εκδοθεί πολύ μετά την υποβολή της αιτήσεως περί κινήσεως της διαδικασίας, η καταβολή των ανεξόφλητων αμοιβών θα μπορούσε, ενόψει των κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, χρονικών περιορισμών, να μην καλύπτεται ποτέ από την εγγύηση που προβλέπει η οδηγία, και μάλιστα για λόγους που είναι ενδεχομένως ανεξάρτητοι από τη συμπεριφορά των εργαζομένων.

4 Η πλήρης και αναδρομική εφαρμογή των μέτρων εκτελέσεως της οδηγίας 80/987, περιλαμβανομένων των περιορισμών της υποχρεώσεως του οργανισμού εγγυήσεως προς πληρωμή, παρέχει τη δυνατότητα εξαλείψεως των επιζήμιων συνεπειών της εκπρόθεσμης μεταφοράς της, υπό τον όρον ότι η οδηγία έχει μεταφερθεί προσηκόντως στο εσωτερικό δίκαιο. Εντούτοις, στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να μεριμνά ώστε η αποκατάσταση της ζημίας να είναι η προσήκουσα. Η πλήρης, νομότυπη και αναδρομική εφαρμογή των μέτρων εκτελέσεως της οδηγίας αρκεί κατά κανόνα προς τούτο, εκτός αν οι ζημιωθέντες αποδείξουν ότι έχουν υποστεί επιπλέον ζημίες λόγω του ότι δεν τους δόθηκαν σε εύθετο χρόνο τα χρηματικά οφέλη που εγγυάται η οδηγία, ζημίες για τις οποίες πρέπει συνεπώς να καταβληθεί επίσης αποζημίωση.

Διάδικοι


Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-94/95 και C-95/95,

που έχουν ως αντικείμενο αιτήσεις της Pretura circondariale di Bassano del Grappa (Ιταλία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, με τις οποίες ζητείται, στο πλαίσιο των διαφορών που εκκρεμούν ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Danila Bonifaci κ.λπ. (C-94/95),

Wanda Berto κ.λπ. (C-95/95)

και

Istituto nazionale della previdenza sociale (INPS),

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία και το κύρος του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 80/987/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 1980, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητος του εργοδότη (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/004, σ. 35), καθώς και ως προς την ερμηνεία της αρχής περί ευθύνης του κράτους για τη ζημία που προκλήθηκε στους ιδιώτες από την εκ μέρους του υπαίτια παράβαση του κοινοτικού δικαίου,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. C. Moitinho de Almeida, πρόεδρο τμήματος, L. Sevσn, D. A. O. Edward, P. Jann και M. Wathelet (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Γ. Κοσμάς

γραμματέας: L. Hewlett, υπάλληλος διοικήσεως,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

- οι ενάγοντες της κύριας δίκης, εκπροσωπούμενοι από τους C. Mondin, A. Campesan και A. Dal Ferro, δικηγόρους Vicenza,

- το Istituto nazionalle della previdenza sociale (INPS), εκπροσωπούμενο από τους R. Sarto και L. Cantarini, δικηγόρους Ρώμης, και τον R. Di Iorio, δικηγόρο Vicenza,

- η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον καθηγητή U. Leanza, προϋστάμενο της υπηρεσίας διπλωματικών διαφορών του Υπουργείου Εξωτερικών, επικουρούμενο από τον D. Del Gaizo, avvocato dello Stato,

- η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από την L. Nicoll, του Treasury Solicitor's Department, επικουρούμενη από τον N. Green, barrister,

- το Συμβούλιο της Ευρωπαϋκής Ενώσεως, εκπροσωπούμενο από τον A. Sacchettini, διευθυντή της Νομικής Υπηρεσίας, και τον S. Marquardt, μέλος της ίδιας αυτής υπηρεσίας,

- η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον L. Gussetti, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, επικουρούμενο από τον H. Kreppel, δημόσιο υπάλληλο κράτους μέλους αποσπασμένο στην υπηρεσία αυτή,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις των εναγόντων της κύριας δίκης, που εκπροσωπήθηκαν από τους δικηγόρους A. Campesan και A. Dal Ferro, της Ιταλικής Κυβερνήσεως, που εκπροσωπήθηκε από τον D. Del Gaizo, της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου, που εκπροσωπήθηκε από την L. Nicoll, τον N. Green και τον S. Richards, barrister, του Συμβουλίου, που εκπροσωπήθηκε από τον A. Sacchettini, και της Επιτροπής, που εκπροσωπήθηκε από τον L. Gussetti, τη Μ. Πατακιά, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, και τον E. Altieri, δημόσιο υπάλληλο κράτους μέλους αποσπασμένο στην υπηρεσία αυτή, κατά τη συνεδρίαση της 3ης Οκτωβρίου 1996,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 23ης Ιανουαρίου 1997,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με διατάξεις της 21ης Μαρτίου 1995, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 24 Μαρτίου 1995, η Pretura circondariale di Bassano del Grappa υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, τρία προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία και το κύρος του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 80/987/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 1980, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητος του εργοδότη (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/004, σ. 35, στο εξής: οδηγία), καθώς και ως προς την ερμηνεία της αρχής περί ευθύνης του κράτους για τη ζημία που προκλήθηκε στους ιδιώτες από την εκ μέρους του υπαίτια παράβαση του κοινοτικού δικαίου.

2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν κατά την εκδίκαση δύο αγωγών με τις οποίες οι Danila Bonifaci κ.λπ. αφενός και οι Wanda Berto κ.λπ. αφετέρου ζητούν από το εναγόμενο, το Istituto nazionale della previdenza sociale (στο εξής: INPS), να τους αποζημιώσει για τη ζημία που υπέστησαν λόγω της εκπρόθεσμης μεταφοράς της οδηγίας στο ιταλικό δίκαιο.

3 Σκοπός της οδηγίας είναι να εξασφαλιστεί στους εργαζομένους μισθωτούς ένα κοινοτικό κατώτατο όριο προστασίας σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, χωρίς να θίγονται οι ευνοϋκότερες διατάξεις των νομοθεσιών των κρατών μελών. Προς τούτο η οδηγία προβλέπει, μεταξύ άλλων, ορισμένες ειδικές μορφές εγγυήσεως για την πληρωμή των μη καταβληθεισών αποδοχών τους.

4 Κατά το άρθρο 11, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, τα κράτη μέλη είχαν την υποχρέωση να θέσουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για τη συμμόρφωσή τους προς την οδηγία πριν από τις 23 Οκτωβρίου 1983.

5 Δεδομένου ότι η Ιταλική Δημοκρατία δεν είχε εκπληρώσει την υποχρέωσή της αυτή, το Δικαστήριο διαπίστωσε την παράβασή της με την απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 1989, 22/87, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 1989, σ. 143).

6 Η D. Bonifaci και 33 άλλοι μισθωτοί μιας επιχειρήσεως εγκατεστημένης στο Valdastico (Ιταλία) που κηρύχθηκε σε πτώχευση στις 5 Απριλίου 1985 και στο παθητικό της οποίας είχαν περιληφθεί οι απαιτήσεις των μισθωτών αυτών, οι οποίες υπερέβαιναν τα 253 εκατομμύρια ιταλικών λιρών (LIT), άσκησαν τον Απρίλιο 1989 ενώπιον της Pretura circondariale di Bassano del Grappa αγωγή κατά του Ιταλικού Δημοσίου, με την οποία ζήτησαν να υποχρεωθεί το Ιταλικό Δημόσιο, ενόψει της υποχρεώσεως της Ιταλικής Δημοκρατίας να εφαρμόζει την οδηγία από τις 23 Οκτωβρίου 1983, να εξοφλήσει τις απαιτήσεις τους από καθυστερούμενους μισθούς, τουλάχιστον για τους τρεις τελευταίους μήνες εργασίας, ή, επικουρικώς, να τους καταβάλει αποζημίωση.

7 Κατά την ίδια χρονική περίοδο ο Francovich, μισθωτός επιχειρήσεως η οποία του είχε καταβάλει σποραδικές μόνο προκαταβολές επί του μισθού του και του όφειλε ποσό 6 περίπου εκατ. LIT, επικαλέστηκε επίσης ενώπιον της Pretura circondariale di Vincenza το δικαίωμά του να τύχει εκ μέρους του ιταλικού κράτους των εγγυήσεων που προβλέπει η οδηγία ή, επικουρικώς, αποζημιώσεως.

8 Τα ανωτέρω δύο εθνικά δικαστήρια υπέβαλαν ταυτόσημα προδικαστικά ερωτήματα ως προς το άμεσο αποτέλεσμα των διατάξεων της οδηγίας και ως προς το δικαίωμα αποζημιώσεως για τις ζημίες που έχουν προξενηθεί σε σχέση με τις διατάξεις της οδηγίας που δεν έχουν άμεσο αποτέλεσμα. Απαντώντας στα ερωτήματα αυτά, το Δικαστήριο, με την απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 1991, C-6/90 και C-9/90, Francovich I (Συλλογή 1991, σ. Ι-5357), αποφάνθηκε ότι οι διατάξεις της οδηγίας που καθορίζουν τα δικαιώματα των εργαζομένων πρέπει να ερμηνεύονται υπό την έννοια, πρώτον, ότι οι ενδιαφερόμενοι δεν μπορούν να επικαλούνται έναντι του κράτους τα απορρέοντα από την οδηγία δικαιώματα ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, εφόσον δεν έχουν θεσπισθεί εμπροθέσμως μέτρα εφαρμογής, και, δεύτερον, ότι το κράτος μέλος υποχρεούται να αποκαθιστά τις ζημίες που έχουν προξενηθεί σε ιδιώτες λόγω της μη μεταφοράς της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο.

9 Στις 27 Ιανουαρίου 1992 η Ιταλική Κυβέρνηση εξέδωσε, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 48 του εξουσιοδοτικού νόμου 428 της 29ης Δεκεμβρίου 1990, το νομοθετικό διάταγμα 80, με το οποίο η οδηγία μεταφέρθηκε στο ιταλικό δίκαιο [GURI (Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της Ιταλικής Δημοκρατίας), αριθ. 36, της 13ης Φεβρουαρίου 1992, στο εξής: ιταλικό νομοθετικό διάταγμα).

10 Το άρθρο 2, παράγραφος 7, του ιταλικού νομοθετικού διατάγματος καθορίζει τις προϋποθέσεις καταβολής αποζημιώσεως για ζημίες που οφείλονται στην εκπρόθεσμη μεταφορά οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο παραπέμποντας στις προϋποθέσεις που έχουν καθοριστεί, κατ' εφαρμογήν της οδηγίας, σχετικά με την υλοποίηση της υποχρεώσεως των οργανισμών εγγυήσεως προς πληρωμή των εργαζομένων που πλήττονται από την αφερεγγυότητα του εργοδότη τους. Η εν λόγω διάταξη έχει ως εξής:

«Για τον προσδιορισμό της αποζημιώσεως που ενδεχομένως οφείλεται, σε σχέση με τις μνημονευόμενες στο άρθρο 1, παράγραφος 1, διαδικασίες (δηλαδή την πτώχευση, τον προληπτικό πτωχευτικό συμβιβασμό, την αναγκαστική διοικητική εκκαθάριση και την έκτακτη διαχείριση των μεγάλων προβληματικών επιχειρήσεων), για τη ζημία που έχει προκληθεί από την παράλειψη εφαρμογής της οδηγίας 80/987/ΕΟΚ, ισχύουν οι προθεσμίες, τα μέτρα και οι τρόποι καταβολής που προβλέπονται στις παραγράφους 1, 2 και 4. Η αγωγή αποζημιώσεως πρέπει να ασκηθεί εντός έτους από την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του παρόντος διατάγματος.»

11 Το άρθρο 2, παράγραφος 1, του ιταλικού νομοθετικού διατάγματος προβλέπει ότι η εγγύηση αφορά

«τις εκ της σχέσεως εργασίας απαιτήσεις, εκτός αυτών που γεννώνται λόγω λήξεως της σχέσεως εργασίας, οι οποίες αφορούν τους τρεις τελευταίους μήνες της σχέσεως εργασίας που περιλαμβάνονται εντός του δωδεκαμήνου που προηγείται:

a) της ημερομηνίας του μέτρου με το οποίο αποφασίζεται η έναρξη μιας από τις διαδικασίες που μνημονεύονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 1».

12 Από τις διατάξεις περί παραπομπής προκύπτει ότι το δωδεκάμηνο που αναφέρεται στην τελευταία αυτή διάταξη υπολογίζεται αναδρομικά από την ημερομηνία της αποφάσεως με την οποία η οικεία επιχείρηση κηρύχθηκε σε πτώχευση.

13 Εξάλλου, το άρθρο 2, παράγραφος 2, του ιταλικού νομοθετικού διατάγματος ορίζει τα εξής:

«Η πληρωμή που πραγματοποιείται κατά την παράγραφο 1 από το Fondo di garanzia δεν μπορεί να υπερβαίνει ποσό ίσο προς το τριπλάσιο του ανωτάτου μηνιαίου μισθού που χορηγείται ως έκτακτη παροχή από το Cassa integrazione, αφαιρουμένων των κρατήσεων κοινωνικής ασφαλίσεως και προνοίας.»

14 Το INPS έκρινε ότι κατά την ανωτέρω ρύθμιση οι αγωγές αποζημιώσεως που άσκησαν βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 7, του ιταλικού νομοθετικού διατάγματος οι Bonifaci κ.λπ., οι εργοδότες των οποίων είχαν κηρυχθεί σε πτώχευση μετά τις 23 Οκτωβρίου 1983 και πριν από την έναρξη της ισχύος του νομοθετικού αυτού διατάγματος, πρέπει να απορριφθούν, για τον λόγο ότι καμία περίοδος απασχολήσεως για την οποία οφείλονται οι αποδοχές δεν περιλαμβάνεται στην περίοδο αναφοράς των δώδεκα μηνών πριν από την κήρυξη της πτωχεύσεως στην οποία αναφέρεται το άρθρο 2, παράγραφος 1, του νομοθετικού αυτού διατάγματος, δηλαδή πριν από την 5η Απριλίου 1985.

15 Η Pretura circondariale di Bassano del Grappa, η οποία επελήφθη της διαφοράς, διαπιστώνει ότι ο Ιταλός νομοθέτης, μεταφέροντας την οδηγία στο ιταλικό δίκαιο, έκανε χρήση της ευχέρειας που του παρείχε το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας και περιόρισε την υποχρέωση προς πληρωμή που υπέχει ο οργανισμός εγγυήσεως και ότι ο λόγος για τον οποίο έκανε χρήση της ευχέρειας αυτής ήταν να υπολογιστούν οι αποζημιώσεις που θα μπορούσαν να απαιτήσουν από το Ιταλικό Δημόσιο λόγω της εκπρόθεσμης μεταφοράς της οδηγίας οι εργαζόμενοι που μπορούσαν να προβάλουν απαιτήσεις κατά εργοδοτών που πτώχευσαν πριν από την έναρξη ισχύος των εθνικών μέτρων εκτελέσεως της οδηγίας.

16 Συναφώς πρέπει να υπομνησθούν οι κρίσιμες διατάξεις της οδηγίας.

17 Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας, ο εργοδότης θεωρείται ότι βρίσκεται σε κατάσταση αφερεγγυότητας:

α) αν έχει ζητηθεί η έναρξη διαδικασίας συλλογικής ικανοποιήσεως των πιστωτών του εργοδότη, η οποία επιτρέπει να ληφθούν υπόψη οι απαιτήσεις που έχουν οι μισθωτοί έναντι του εργοδότη αυτού, και

β) αν η αρμόδια αρχή είτε αποφάσισε την έναρξη της διαδικασίας είτε διαπίστωσε ότι η επιχείρηση του εργοδότη έκλεισε οριστικά και ότι η ανεπάρκεια των διαθέσιμων στοιχείων του ενεργητικού δεν δικαιολογεί την έναρξη της διαδικασίας.

18 Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας προβλέπει την υποχρέωση των κρατών μελών να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε οι οργανισμοί εγγυήσεως να διασφαλίζουν την εξόφληση των απαιτήσεων των μισθωτών που απορρέουν από συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας και αφορούν την αμοιβή για χρόνο που προηγείται ορισμένης ημερομηνίας· κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, η ημερομηνία αυτή είναι, κατ' επιλογή των κρατών μελών, είτε η ημερομηνία επελεύσεως της αφερεγγυότητας του εργοδότη είτε η ημερομηνία γνωστοποιήσεως της απολύσεως του μισθωτού λόγω της αφερεγγυότητας αυτής είτε η ημερομηνία επελεύσεως της αφερεγγυότητας ή της λύσεως της συμβάσεως ή σχέσεως εργασίας που επέρχεται λόγω της αφερεγγυότητας.

19 Εντούτοις, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας, η πληρωμή μπορεί να περιορίζεται μόνο στις ανεξόφλητες απαιτήσεις για αμοιβές ορισμένων περιόδων, οι οποίες προσδιορίζονται ανάλογα με την επιλογή στην οποία έχουν προβεί τα κράτη μέλη κατ' εφαρμογήν του άρθρου 3, παράγραφος 2, και συγκεκριμένα ως εξής:

- οι τρεις τελευταίοι μήνες της συμβάσεως ή σχέσεως εργασίας εντός του εξαμήνου που προηγείται της ημερομηνίας επελεύσεως της αφερεγγυότητας του εργοδότη,

- οι τρεις τελευταίοι μήνες της συμβάσεως ή σχέσεως εργασίας που προηγούνται της ημερομηνίας γνωστοποιήσεως της οφειλόμενης στην αφερεγγυότητα του εργοδότη απολύσεως του μισθωτού,

- οι δεκαοκτώ τελευταίοι μήνες της συμβάσεως ή σχέσεως εργασίας που προηγούνται της ημερομηνίας επελεύσεως της αφερεγγυότητας ή της ημερομηνίας λύσεως της συμβάσεως ή σχέσεως εργασίας που οφείλεται στην αφερεγγυότητα, οπότε τα κράτη μέλη μπορούν να ορίσουν ότι η υποχρέωση πληρωμής καλύπτει μόνο τις αμοιβές μιας περιόδου οκτώ εβδομάδων ή περισσότερων επί μέρους περιόδων που έχουν συνολικά την ίδια διάρκεια.

20 Το άρθρο 4, παράγραφος 3, της οδηγίας επιτρέπει επίσης στα κράτη μέλη να καθορίζουν ένα ανώτατο όριο για τις πληρωμές, προς αποφυγή της καταβολής ποσών πέραν του κοινωνικού σκοπού της οδηγίας.

21 Κατά το άρθρο 9 της οδηγίας, τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν ή να θεσπίζουν ευνοϋκότερες διατάξεις για τους μισθωτούς.

22 Το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι ο κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, του ιταλικού νομοθετικού διατάγματος περιορισμός της υποχρεώσεως των οργανισμών εγγυήσεως προς πληρωμή, ο οποίος επιβλήθηκε κατ' εφαρμογήν του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας και στον οποίο αναφέρεται επίσης το άρθρο 2, παράγραφος 7, του νομοθετικού διατάγματος σχετικά με τον προσδιορισμό της αποζημιώσεως που οφείλεται λόγω της εκπρόθεσμης μεταφοράς της οδηγίας, μπορεί να έχει ως συνέπεια, αν ληφθεί υπόψη η διάρκεια των διαδικασιών συλλογικής ικανοποιήσεως στην Ιταλία, να μη διασφαλίζεται ούτε η εξόφληση των εγγυημένων απαιτήσεων ούτε η καταβολή των αποζημιώσεων, παρόλον ότι δεν συντρέχει πταίσμα του ενδιαφερόμενου μισθωτού.

23 Η Pretura circondariale di Bassano del Grappa, λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, εξέφρασε αμφιβολίες ως προς την ερμηνεία που πρέπει να δοθεί στο άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας και ως προς το κύρος του, καθώς και ως προς το ζήτημα αν οι προϋποθέσεις καταβολής αποζημιώσεως τις οποίες προβλέπει το νομοθετικό διάταγμα συμβιβάζονται με τη σκέψη 43 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Francovich I, κατά την οποία οι ουσιαστικές και τυπικές προϋποθέσεις που ορίζουν οι διάφορες εθνικές νομοθεσίες περί αποκαταστάσεως των ζημιών που οφείλονται στην εκ μέρους κράτους μέλους παράβαση του κοινοτικού δικαίου δεν επιτρέπεται να είναι λιγότερο ευνοϋκές από εκείνες που αφορούν παρόμοιες απαιτήσεις στηριζόμενες στο εσωτερικό δίκαιο ούτε επιτρέπεται να διαμορφώνονται κατά τρόπο ώστε να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή εξαιρετικά δυσχερή την επίτευξη αποζημιώσεως.

24 Κατόπιν αυτών, το εθνικό δικαστήριο υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1) Έχει το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 80/987/ΕΟΚ του Συμβουλίου την έννοια ότι τα κράτη μέλη μπορούν να κάνουν χρήση της δυνατότητας να περιορίζουν την προς πληρωμή υποχρέωση των οργανισμών εγγυήσεως μόνο στις αμοιβές που αφορούν ένα ορισμένο χρονικό διάστημα - στην υπό κρίση περίπτωση, δώδεκα μήνες - ακόμα και στις περιπτώσεις που η υπέρβαση αυτού του χρονικού διαστήματος δεν οφείλεται σε υπαίτια αδράνεια του ενδιαφερομένου εργαζομένου, και, ειδικότερα, στις περιπτώσεις που ο εν λόγω εργαζόμενος προβάλλει απαίτηση αποκαταστάσεως της ζημίας που προκλήθηκε από την παράλειψη μεταφοράς ή την καθυστερημένη μεταφορά της εν λόγω οδηγίας;

2) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ερώτημα 1, είναι έγκυρο το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας από απόψεως των αρχών της ισότητας και της απαγορεύσεως των διακρίσεων;

3) Έχει η σκέψη 43 της αποφάσεως του Δικαστηρίου ΕΟΚ της 19ης Νοεμβρίου 1991 την έννοια ότι οι τυπικές ή ουσιαστικές προϋποθέσεις που προβλέπονται από το εσωτερικό δίκαιο κάθε κράτους μέλους για την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από την παράλειψη της μεταφοράς κοινοτικής οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη πρέπει να είναι οι ίδιες με - ή τουλάχιστον όχι λιγότερο ευνοϋκές από - εκείνες που θέσπισε ο εθνικός νομοθέτης με την καθυστερημένη μεταφορά της οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη;»

Επί του παραδεκτού των προδικαστικών ερωτημάτων

25 Το INPS φρονεί ότι τα δύο πρώτα ερωτήματα, τα οποία αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας, είναι απαράδεκτα, επειδή η ζητούμενη ερμηνεία δεν είναι «αντικειμενικά αναγκαία» για την επίλυση της διαφοράς από το εθνικό δικαστήριο. Κατά το INPS, το άρθρο αυτό, ανεξάρτητα από την ερμηνεία του, δεν έχει καμία χρησιμότητα για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης, αφού αφορά αποκλειστικά και μόνο το καθεστώς προστασίας των μισθωτών που έχουν πληγεί από την αφερεγγυότητα του εργοδότη τους μετά την έναρξη ισχύος της πράξεως μεταφοράς της οδηγίας στην εθνική νομοθεσία. Όσον αφορά το τρίτο ερώτημα, δηλαδή το ζήτημα κατά πόσον το σύστημα αποζημιώσεως που προβλέπει το νομοθετικό διάταγμα συμβιβάζεται με την απόφαση Francovich I, το INPS φρονεί ότι εμπίπτει αποκλειστικά στην αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων.

26 Κατά πάγια νομολογία, εναπόκειται αποκλειστικά στα εθνικά δικαστήρια, τα οποία επιλαμβάνονται διαφοράς και πρέπει να αναλαμβάνουν την ευθύνη της εκδοθησομένης δικαστικής αποφάσεως, να εκτιμούν, ενόψει των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών κάθε υποθέσεως, τόσο αν είναι αναγκαία η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως προκειμένου να είναι σε θέση να αποφανθούν τα ίδια, όσο και αν τα ερωτήματα που υποβάλλουν στο Δικαστήριο ασκούν επιρροή επί της διαφοράς της κύριας δίκης (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 21ης Μαρτίου 1996, C-297/94, Bruyθre κ.λπ., Συλλογή 1996, σ. Ι-1551, σκέψη 19). Μόνον εφόσον προκύπτει προδήλως ότι η ερμηνεία ή η εκτίμηση του κύρους ενός κοινοτικού κανόνα την οποία ζητεί το εθνικό δικαστήριο δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως μπορεί να απορριφθεί ως απαράδεκτη (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1995, C-415/93, Bosman, Συλλογή 1995, σ. Ι-4921, σκέψη 61).

27 Εν προκειμένω αρκεί η διαπίστωση ότι το σύστημα που προέβλεψε το ιταλικό νομοθετικό διάταγμα για την αποζημίωση των εργαζομένων λόγω εκπρόθεσμης μεταφοράς της οδηγίας στην ιταλική έννομη τάξη παραπέμπει ρητά στις διατάξεις του διατάγματος αυτού με τις οποίες πραγματοποιήθηκε η εν λόγω μεταφορά και ότι το αιτούν δικαστήριο έκρινε αναγκαίο να ζητήσει από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας, με σκοπό να εξακριβωθεί κυρίως αν ο εθνικός νομοθέτης έκανε ορθή χρήση της ευχέρειας που του παρέχει το εν λόγω άρθρο.

28 Εξάλλου, αντίθετα απ' ό,τι υποστηρίζει το INPS, με το τρίτο ερώτημα δεν ζητείται από το Δικαστήριο να αποφανθεί κατά πόσον το νομοθετικό διάταγμα συμβιβάζεται με το κοινοτικό δίκαιο, αλλά του ζητείται κατ' ουσίαν να παράσχει στο εθνικό δικαστήριο τα στοιχεία ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου που του είναι αναγκαία για να προβεί στην εξέταση αυτή.

29 Κατά συνέπεια, οι αντιρρήσεις που προέβαλε το INPS ως προς το παραδεκτό των προδικαστικών ερωτημάτων δεν μπορούν να γίνουν δεκτές. Συνεπώς, πρέπει να δοθεί απάντηση στα ερωτήματα του εθνικού δικαστηρίου.

Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου ερωτήματος και επί του δεύτερου ερωτήματος

30 Με το πρώτο σκέλος του πρώτου ερωτήματος το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν αν το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας έχει την έννοια ότι τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να περιορίζουν την προς πληρωμή υποχρέωση του οργανισμού εγγυήσεως ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία ο περιορισμός αυτός θα στερούσε από τους ενδιαφερόμενους εργαζομένους κάθε εγγύηση, διότι καμία περίοδος εργασίας δεν θα περιλαμβανόταν στην περίοδο αναφοράς την οποία προβλέπει η εν λόγω διάταξη, μολονότι το γεγονός αυτό δεν θα οφειλόταν σε υπαιτιότητα των εργαζομένων. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, το Δικαστήριο καλείται, με το δεύτερο ερώτημα, να εξετάσει το κύρος του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας από την άποψη της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

31 Από τις διατάξεις περί παραπομπής και τις παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο προκύπτει ότι τα ερωτήματα αυτά υποβλήθηκαν λόγω του ότι στο άρθρο 2, παράγραφος 1, του ιταλικού νομοθετικού διατάγματος, με το οποίο μεταφέρθηκαν στο ιταλικό δίκαιο τα άρθρα 3 και 4, παράγραφος 2, της οδηγίας, ως ημερομηνία ενάρξεως της περιόδου αναφοράς για την παροχή της εγγυήσεως θεωρείται η ημερομηνία της αποφάσεως κινήσεως της διαδικασίας συλλογικής ικανοποιήσεως.

32 Συνέπεια τούτου είναι ότι κατά το ιταλικό δίκαιο, για να μπορούν οι εργαζόμενοι να τύχουν της εγγυήσεως την οποία προβλέπει η οδηγία, όπως έχει μεταφερθεί στην ιταλική έννομη τάξη, οι περίοδοι απασχολήσεως τις οποίες αφορούν οι μη καταβληθείσες αμοιβές πρέπει οπωσδήποτε να περιλαμβάνονται στο δωδεκάμηνο που προηγείται της ημερομηνίας κινήσεως της διαδικασίας συλλογικής ικανοποιήσεως.

33 Για να δοθεί χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο, πρέπει κατ' αρχάς να εξακριβωθεί αν η επέλευση της αφερεγγυότητας του εργοδότη κατά τα άρθρα 3, παράγραφος 2, και 4, παράγραφος 2, της οδηγίας συμπίπτει πράγματι με την ημερομηνία κινήσεως της διαδικασίας συλλογικής ικανοποιήσεως, στην οποία αναφέρεται το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας. Πράγματι, ο λόγος για τον οποίο το αιτούν δικαστήριο υπέβαλε το πρώτο ερώτημα είναι ότι η σύμπτωση αυτή θα είχε αρνητικές συνέπειες για τους εργαζομένους, λόγω του χρόνου που ενδέχεται να παρέλθει μεταξύ της αιτήσεως κινήσεως της διαδικασίας συλλογικής ικανοποιήσεως και της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας αυτής.

34 Με την απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 1995, C-479/93, Francovich II (Συλλογή 1995, σ. Ι-3843, σκέψη 18), το Δικαστήριο δέχθηκε ότι από τη διατύπωση του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας προκύπτει ότι, για να θεωρηθεί ότι ένας εργοδότης τελεί σε κατάσταση αφερεγγυότητας, είναι αναγκαίο, πρώτον, οι νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις του οικείου κράτους μέλους να προβλέπουν διαδικασία στρεφόμενη κατά της περιουσίας του εργοδότη και αποβλέπουσα στη συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών του, δεύτερον, να επιτρέπεται, στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, να λαμβάνονται υπόψη οι απαιτήσεις των μισθωτών που απορρέουν από συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας, τρίτον, να έχει ζητηθεί η κίνηση της διαδικασίας και, τέταρτον, η αρμόδια αρχή, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες εθνικές διατάξεις, να έχει αποφασίσει την κίνηση της διαδικασίας ή να έχει διαπιστώσει ότι η επιχείρηση ή η εγκατάσταση του εργοδότη έκλεισε οριστικά και ότι η ανεπάρκεια των διαθέσιμων στοιχείων του ενεργητικού δεν δικαιολογεί την κίνηση της διαδικασίας.

35 Συνάγεται συνεπώς ότι, για να έχει εφαρμογή η οδηγία, πρέπει να έχουν επέλθει δύο γεγονότα: πρώτον, να έχει υποβληθεί στην αρμόδια εθνική αρχή αίτηση κινήσεως διαδικασίας συλλογικής ικανοποιήσεως και, δεύτερον, είτε να έχει ληφθεί απόφαση περί κινήσεως τέτοιας διαδικασίας είτε να έχει διαπιστωθεί το κλείσιμο της επιχειρήσεως, σε περίπτωση ανεπάρκειας του ενεργητικού.

36 Μολονότι η επέλευση αυτών των δύο γεγονότων, στα οποία αναφέρεται το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας, αποτελεί προϋπόθεση για να ισχύσει η προβλεπόμενη από την οδηγία εγγύηση, εντούτοις δεν μπορεί να χρησιμεύει ως βάση προσδιορισμού των ανεξόφλητων απαιτήσεων για τις οποίες ισχύει η εν λόγω εγγύηση. Το ζήτημα αυτό διέπεται από τα άρθρα 3 και 4 της οδηγίας, τα οποία κάνουν λόγο για ορισμένη ημερομηνία, η οποία πρέπει κατ' ανάγκη να είναι η ίδια και πριν από την οποία πρέπει να έχουν συμπληρωθεί οι κατά την έννοια των άρθρων αυτών περίοδοι αναφοράς.

37 Το άρθρο 3 της οδηγίας παρέχει συνεπώς στα κράτη μέλη την ευχέρεια να επιλέξουν, μεταξύ διαφόρων δυνατοτήτων, την ημερομηνία μέχρι την οποία ισχύει η εγγύηση για τις μη καταβληθείσες αμοιβές. Βάσει ακριβώς της επιλογής αυτής των κρατών μελών, το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας προσδιορίζει τις ανεξόφλητες απαιτήσεις που θα πρέπει οπωσδήποτε να καλύπτονται από την υποχρέωση εγγυήσεως σε περίπτωση που, όπως εν προκειμένω, ένα κράτος μέλος αποφασίσει να περιορίσει χρονικά την εγγύηση αυτή κατ' εφαρμογήν του άρθρου 4, παράγραφος 1.

38 Εν προκειμένω η Ιταλική Δημοκρατία επέλεξε την ημερομηνία επελεύσεως της αφερεγγυότητας του εργοδότη, η οποία προβλέπεται στα άρθρα 3, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, και 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, ενώ επεξέτεινε την περίοδο αναφοράς από έξι σε δώδεκα μήνες.

39 Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι, μολονότι η εφαρμογή του συστήματος προστασίας των εργαζομένων, το οποίο καθιερώνει η οδηγία, απαιτεί τόσο την υποβολή αιτήσεως κινήσεως διαδικασίας συλλογικής ικανοποιήσεως, η οποία διεξάγεται σύμφωνα με τη νομοθεσία του οικείου κράτους μέλους, όσο και την έκδοση ρητής αποφάσεως περί κινήσεως τέτοιας διαδικασίας, ο προσδιορισμός των ανεξόφλητων απαιτήσεων τις οποίες καλύπτει η προβλεπόμενη από την οδηγία εγγύηση πραγματοποιείται, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, και το άρθρο 4, παράγραφος 2, σε σχέση προς την επέλευση της αφερεγγυότητας του εργοδότη, η οποία δεν συμπίπτει κατ' ανάγκη με την ημερομηνία εκδόσεως της εν λόγω αποφάσεως.

40 Πράγματι, όπως εξάλλου συνάγεται από τα περιστατικά της προκειμένης υποθέσεως, η απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας συλλογικής ικανοποιήσεως ή, πιο συγκεκριμένα, η δικαστική απόφαση κηρύξεως του εργοδότη σε πτώχευση στη συγκεκριμένη υπόθεση ενδέχεται να εκδοθεί πολύ μετά την υποβολή της αιτήσεως περί κινήσεως της διαδικασίας ή μάλιστα μετά τη λήξη των περιόδων απασχολήσεως τις οποίες αφορούν οι μη καταβληθείσες αμοιβές, πράγμα που σημαίνει ότι, αν η επέλευση της αφερεγγυότητας του εργοδότη εξαρτιόταν από τη συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας, η καταβολή των αμοιβών αυτών θα μπορούσε, ενόψει των κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, χρονικών περιορισμών, να μην καλύπτεται ποτέ από την εγγύηση που προβλέπει η οδηγία, και μάλιστα για λόγους που είναι ενδεχομένως ανεξάρτητοι από τη συμπεριφορά των εργαζομένων. Η τελευταία αυτή συνέπεια θα αντέβαινε προς τον σκοπό της οδηγίας, ο οποίος, όπως προκύπτει από την πρώτη αιτιολογική σκέψη της, συνίσταται στη διασφάλιση ενός κοινοτικού κατώτατου ορίου προστασίας των μισθωτών εργαζομένων σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη.

41 Η έννοια της επελεύσεως της αφερεγγυότητας του εργοδότη δεν μπορεί εντούτοις να εξομοιώνεται άνευ ετέρου, όπως υποστηρίζουν οι ενάγοντες, προς την έναρξη της περιόδου παύσεως της πληρωμής των αμοιβών. Συγκεκριμένα, τα άρθρα 3 και 4, παράγραφος 2, αναφέρονται, προκειμένου να προσδιορίσουν τις ανεξόφλητες απαιτήσεις που, κατά την οδηγία, καλύπτονται από την εγγύηση, σε χρονικά διαστήματα που προηγούνται της ημερομηνίας επελεύσεως της αφερεγγυότητας. Αν όμως γινόταν δεκτή η άποψη των εναγόντων, θα έπρεπε να γίνει δεκτό ότι πριν από την ημερομηνία αυτή ο εργοδότης δεν έχει, εξ ορισμού, παύσει την πληρωμή των αμοιβών, πράγμα που θα είχε ως συνέπεια να μην έχουν πλέον κανένα ουσιαστικό περιεχόμενο τα άρθρα 3 και 4, παράγραφος 2.

42 Αν ληφθούν υπόψη αφενός ο κοινωνικός σκοπός της οδηγίας και αφετέρου η ανάγκη επακριβούς καθορισμού των περιόδων αναφοράς προς τις οποίες η οδηγία συναρτά έννομα αποτελέσματα, η έννοια «ημερομηνία επελεύσεως της αφερεγγυότητας του εργοδότη», η οποία χρησιμοποιείται στα άρθρα 3, παράγραφος 2, και 4, παράγραφος 2, της οδηγίας, πρέπει να ερμηνευθεί ως σημαίνουσα την ημερομηνία της αιτήσεως κινήσεως της διαδικασίας συλλογικής ικανοποιήσεως, εξυπακουομένου ότι η εγγύηση δεν παρέχεται πριν από την έκδοση της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας αυτής ή τη διαπίστωση του οριστικού κλεισίματος της επιχειρήσεως, σε περίπτωση ανεπάρκειας του ενεργητικού.

43 Ο ορισμός αυτός όμως της έννοιας της επελεύσεως της αφερεγγυότητας του εργοδότη δεν μπορεί να αποτελέσει εμπόδιο στην εκ μέρους των κρατών μελών άσκηση της ευχέρειας που τους παρέχει το άρθρο 9 της οδηγίας να εφαρμόζουν ή να θεσπίζουν ευνοϋκότερες διατάξεις για τους εργαζομένους, ιδιαίτερα για την κάλυψη των μη καταβληθεισών αμοιβών σχετικά με περιόδους μεταγενέστερες της υποβολής της αιτήσεως κινήσεως της διαδικασίας συλλογικής ικανοποιήσεως (βλ. επίσης τη σημερινή απόφαση C-373/95, Maso κ.λπ., σκέψεις 46 έως 52).

44 Δεδομένου ότι η επέλευση της αφερεγγυότητας κατά την έννοια των άρθρων 3, παράγραφος 2, και 4, παράγραφος 2, της οδηγίας συμπίπτει με την ημερομηνία της αιτήσεως κινήσεως της διαδικασίας συλλογικής ικανοποιήσεως και όχι με την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας, δηλαδή εν προκειμένω την ημερομηνία της δικαστικής αποφάσεως περί κηρύξεως της πτωχεύσεως, όπως δέχεται το αιτούν δικαστήριο, το πρώτο σκέλος του πρώτου ερωτήματος και το δεύτερο ερώτημα είναι άνευ αντικειμένου.

Επί του δεύτερου σκέλους του πρώτου ερωτήματος και επί του τρίτου ερωτήματος

45 Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου ερωτήματος το εθνικό δικαστήριο ερωτά το Δικαστήριο αν ένα κράτος μέλος μπορεί, στο πλαίσιο αποκαταστάσεως της ζημίας που έχουν υποστεί οι εργαζόμενοι λόγω της εκπρόθεσμης μεταφοράς της οδηγίας, να εφαρμόσει αναδρομικά στην περίπτωσή τους τα εκτελεστικά μέτρα που θέσπισε εκπρόθεσμα, συμπεριλαμβανομένων των περιορισμών που προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας. Με το τρίτο ερώτημα, το οποίο πρέπει να συνεξετασθεί με το δεύτερο σκέλος του πρώτου ερωτήματος, το εθνικό δικαστήριο θέτει το γενικότερο ζήτημα της εκτάσεως της υποχρεώσεως του κράτους μέλους προς καταβολή αποζημιώσεως σε περίπτωση εκπρόθεσμης μεταφοράς οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο.

46 Συναφώς πρέπει να υπενθυμιστεί ότι, όπως επανειλημμένα έχει δεχθεί το Δικαστήριο, η αρχή της ευθύνης του κράτους για τις ζημίες που προκαλούνται στους ιδιώτες από παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου για τις οποίες είναι το ίδιο υπαίτιο είναι σύμφυτη προς το σύστημα της Συνθήκης (προπαρατεθείσα απόφαση Francovich I, σκέψη 35, αποφάσεις της 5ης Μαρτίου 1996, C-46/93 και C-48/93, Brasserie du pκcheur και Factortame, Συλλογή 1996, σ. Ι-1029, σκέψη 31, της 26ης Μαρτίου 1996, C-392/93, British Telecommunications, Συλλογή 1996, σ. Ι-1631, σκέψη 38, της 23ης Μαου 1996, C-5/94, Hedley Lomas, Συλλογή 1996, σ. Ι-2553, σκέψη 24, και της 8ης Οκτωβρίου 1996, C-178/94, C-179/94, C-188/94, C-189/94 και C-190/94, Dillenkofer κ.λπ., Συλλογή 1996, σ. Ι-4845, σκέψη 20).

47 Όσον αφορά τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ένα κράτος μέλος έχει την υποχρέωση αποκαταστάσεως των εν λόγω ζημιών, από την ανωτέρω παρατεθείσα νομολογία προκύπτει ότι είναι τρεις: ο παραβιαζόμενος κανόνας δικαίου πρέπει να αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες, η παράβαση να είναι κατάφωρη και να υφίσταται άμεση αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παραβάσεως της υποχρεώσεως του κράτους και της βλάβης που υπέστησαν οι ζημιωθέντες (προπαρατεθείσες αποφάσεις Brasserie du pκcheur και Factortame, σκέψη 51, British Telecommunications, σκέψη 39, Hedley Lomas, σκέψη 25, και Dillenkofer κ.λπ., σκέψη 21). Η εκτίμηση των προϋποθέσεων αυτών εξαρτάται από το είδος κάθε περιπτώσεως (απόφαση Dillenkofer κ.λπ., σκέψη 24).

48 Όσον αφορά την έκταση της υποχρεώσεως αποζημιώσεως που βαρύνει το κράτος μέλος στο οποίο καταλογίζεται η παράβαση, από τη σκέψη 82 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Brasserie du pκcheur και Factortame προκύπτει ότι η αποζημίωση πρέπει να είναι ανάλογη προς την προξενηθείσα ζημία, ώστε να εξασφαλίζεται αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων των ζημιωθέντων ιδιωτών.

49 Τέλος, από πάγια νομολογία που έχει διαμορφωθεί μετά την έκδοση της προπαρατεθείσας αποφάσεως Francovich I (σκέψεις 41 έως 43) προκύπτει ότι, υπό την επιφύλαξη των ανωτέρω, το κράτος υποχρεούται να αποκαθιστά τις συνέπειες της προκληθείσας ζημίας στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου περί ευθύνης, οι προϋποθέσεις όμως που ορίζουν οι εθνικές νομοθεσίες σχετικά με την αποκατάσταση των ζημιών δεν επιτρέπεται να είναι λιγότερο ευνοϋκές από εκείνες που αφορούν παρόμοιες απαιτήσεις στηριζόμενες στο εσωτερικό δίκαιο ούτε να έχουν διαμορφωθεί κατά τρόπο ώστε να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή εξαιρετικά δυσχερή την επίτευξη αποζημιώσεως.

50 Συναφώς το Δικαστήριο έχει ήδη δεχθεί, με την προπαρατεθείσα απόφαση Francovich I, σκέψη 46, ότι το κράτος μέλος υποχρεούται να αποκαθιστά τις ζημίες που προκαλούνται στους ιδιώτες λόγω της μη εμπρόθεσμης μεταφοράς της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο.

51 Όσον αφορά την έκταση της υποχρεώσεως αποκαταστάσεως της ζημίας που έχει προκληθεί από την εν λόγω παράβαση, επισημαίνεται ότι η πλήρης και αναδρομική εφαρμογή των μέτρων εκτελέσεως της οδηγίας στους εργαζομένους που έχουν θιγεί από την εκπρόθεσμη μεταφορά της παρέχει κατ' αρχήν τη δυνατότητα εξαλείψεως των επιζήμιων συνεπειών της παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου, υπό τον όρον ότι η οδηγία έχει μεταφερθεί προσηκόντως στο εσωτερικό δίκαιο. Η εφαρμογή αυτή θα πρέπει δηλαδή να έχει ως αποτέλεσμα να διασφαλίζει τα δικαιώματα που θα είχαν οι εργαζόμενοι αυτοί σε περίπτωση εμπρόθεσμης μεταφοράς της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο (βλ. επίσης τη σημερινή απόφαση Maso κ.λπ., όπ.π., σκέψεις 39 έως 42).

52 Η αναδρομική εφαρμογή των μέτρων εκτελέσεως της οδηγίας συνεπάγεται κατ' ανάγκη ότι μπορεί επίσης να εφαρμόζεται ο περιορισμός της υποχρεώσεως του οργανισμού εγγυήσεως προς πληρωμή, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας, εφόσον το κράτος μέλος έχει πράγματι ασκήσει την ευχέρεια αυτή κατά τη μεταφορά της οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη.

53 Εντούτοις, στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται, κατά την εκδίκαση της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί, να μεριμνήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις αρχές που συνάγονται από τη νομολογία του Δικαστηρίου και παρατίθενται ανωτέρω στις σκέψεις 46 έως 49 της παρούσας αποφάσεως, ώστε η αποκατάσταση της ζημίας να είναι η προσήκουσα. Η πλήρης, νομότυπη και αναδρομική εφαρμογή των μέτρων εκτελέσεως της οδηγίας αρκεί κατά κανόνα προς τούτο, εκτός αν οι ζημιωθέντες αποδείξουν ότι έχουν υποστεί επιπλέον ζημίες λόγω του ότι δεν τους δόθηκαν σε εύθετο χρόνο τα χρηματικά οφέλη που εγγυάται η οδηγία, ζημίες για τις οποίες πρέπει συνεπώς να καταβληθεί επίσης αποζημίωση.

54 Συνεπώς, στο δεύτερο σκέλος του πρώτου ερωτήματος και στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η πλήρης και αναδρομική εφαρμογή των μέτρων εκτελέσεως της οδηγίας παρέχει τη δυνατότητα εξαλείψεως των επιζήμιων συνεπειών της εκπρόθεσμης μεταφοράς της, υπό τον όρον ότι η οδηγία έχει μεταφερθεί προσηκόντως στο εσωτερικό δίκαιο. Εντούτοις, στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να μεριμνά ώστε η αποκατάσταση της ζημίας να είναι η προσήκουσα. Η πλήρης, νομότυπη και αναδρομική εφαρμογή των μέτρων εκτελέσεως της οδηγίας αρκεί κατά κανόνα προς τούτο, εκτός αν οι ζημιωθέντες αποδείξουν ότι έχουν υποστεί επιπλέον ζημίες λόγω του ότι δεν τους δόθηκαν σε εύθετο χρόνο τα χρηματικά οφέλη που εγγυάται η οδηγία, ζημίες για τις οποίες πρέπει συνεπώς να καταβληθεί επίσης αποζημίωση.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

55 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Ιταλική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, το Συμβούλιο της Ευρωπαϋκής Ενώσεως και η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(πέμπτο τμήμα),

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με διατάξεις της 21ης Μαρτίου 1995 η Pretura circondariale di Bassano del Grappa, αποφαίνεται:

Η πλήρης και αναδρομική εφαρμογή των μέτρων εκτελέσεως της οδηγίας 80/987/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 1980, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητος του εργοδότη, παρέχει τη δυνατότητα εξαλείψεως των επιζήμιων συνεπειών της εκπρόθεσμης μεταφοράς της, υπό τον όρον ότι η οδηγία έχει μεταφερθεί προσηκόντως στο εσωτερικό δίκαιο. Εντούτοις, στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να μεριμνά ώστε η αποκατάσταση της ζημίας να είναι η προσήκουσα. Η πλήρης, νομότυπη και αναδρομική εφαρμογή των μέτρων εκτελέσεως της οδηγίας αρκεί κατά κανόνα προς τούτο, εκτός αν οι ζημιωθέντες αποδείξουν ότι έχουν υποστεί επιπλέον ζημίες λόγω του ότι δεν τους δόθηκαν σε εύθετο χρόνο τα χρηματικά οφέλη που εγγυάται η οδηγία, ζημίες για τις οποίες πρέπει συνεπώς να καταβληθεί επίσης αποζημίωση.

Top