EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61995CJ0015

Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 17ης Απριλίου 1997.
EARL de Kerlast κατά Union régionale de coopératives agricoles (Unicopa) και Coopérative du Trieux.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Tribunal de grande instance de Morlaix - Γαλλία.
Συμπληρωματική εισφορά επί του γάλακτος - Ποσότητα αναφοράς - Προϋποθέσεις μεταβιβάσεως - Προσωρινή εκχώρηση - Αφανής εταιρία μεταξύ παραγωγών.
Υπόθεση C-15/95.

Συλλογή της Νομολογίας 1997 I-01961

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1997:196

61995J0015

Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 17ης Απριλίου 1997. - EARL de Kerlast κατά Union régionale de coopératives agricoles (Unicopa) και Coopérative du Trieux. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Tribunal de grande instance de Morlaix - Γαλλία. - Συμπληρωματική εισφορά επί του γάλακτος - Ποσότητα αναφοράς - Προϋποθέσεις μεταβιβάσεως - Προσωρινή εκχώρηση - Αφανής εταιρία μεταξύ παραγωγών. - Υπόθεση C-15/95.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1997 σελίδα I-01961


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1 Γεωργία - Κοινή οργάνωση των αγορών - Γάλα και γαλακτοκομικά προϋόντα - Συμπληρωματική εισφορά επί του γάλακτος - Κανόνες περί μεταβιβάσεως ποσοτήτων αναφοράς λόγω μεταβιβάσεως εκμεταλλεύσεως - «Μίσθωση» - Έννοια - Σύσταση εταιρίας από παραγωγούς με σκοπό τη ρευστοποίηση της αγοραίας αξίας των ποσοτήτων αναφοράς που χορηγήθηκαν σ' έναν από τους εταίρους - Αποκλείεται - Προϋποθέσεις

(Κανονισμοί του Συμβουλίου 804/68, άρθρο 5γ, όπως έχει τροποποιηθεί με τον κανονισμό 856/84, και 857/84, άρθρο 7)

2 Γεωργία - Κοινή οργάνωση των αγορών - Γάλα και γαλακτοκομικά προϋόντα - Συμπληρωματική εισφορά επί του γάλακτος - Έννοια παραγωγού - Μισθωτής εκμεταλλεύσεως - Απαιτείται πραγματική προσωπική ανάληψη της παραγωγής

(Κανονισμός 857/84 του Συμβουλίου, άρθρο 12, στοιχ. γγ)

3 Γεωργία - Κοινή οργάνωση των αγορών - Δυσμενής διάκριση μεταξύ παραγωγών ή καταναλωτών - Συμπληρωματική εισφορά επί του γάλακτος - Άσκηση γαλακτοκομικής δραστηριότητας από οργανώσεις παραγωγών - Κράτος μέλος το οποίο επιτρέπει ορισμένες εταιρικές μορφές, αποκλείοντας άλλες που μπορεί να ευνοούν την άσκηση δραστηριότητας κατά τρόπο μη συνάδοντα προς την κοινοτική νομοθεσία - Δεν υπάρχει δυσμενής διάκριση

(Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 40 § 3)

Περίληψη


4 Στο πλαίσιο του καθεστώτος των ποσοτήτων αναφοράς που απαλλάσσονται της συμπληρωματικής εισφοράς επί του γάλακτος, μια ποσότητα αναφοράς μεταβιβάζεται καταρχήν μόνο με τη μεταβίβαση των γαιών της εκμεταλλεύσεως με τις οποίες συνδέεται, υπό τον όρο ότι η μεταβίβαση αυτή πληροί τις προβλεπόμενες στην κοινοτική νομοθεσία τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις. Συναφώς και προκειμένου ειδικότερα για μεταβίβαση με μίσθωση εκμεταλλεύσεως, το άρθρο 7 του κανονισμού 857/84 έχει την έννοια ότι δεν μπορεί να εξομοιώνεται με μίσθωση η σύσταση, από παραγωγούς, εταιρίας εθνικού δικαίου, εάν αυτή έχει ως σκοπό και ως αποτέλεσμα τη ρευστοποίηση της αγοραίας αξίας των ποσοτήτων αναφοράς ενός των εταίρων υπέρ ορισμένων εξ αυτών με τη μεταβίβαση μόνον των ποσοτήτων αναφοράς του εταίρου αυτού στους λοιπούς, χωρίς μεταβίβαση των γαιών της εκμεταλλεύσεως με τις οποίες συνδέονται και χωρίς οι εταίροι, υπό την ιδιότητά τους ως παραγωγών, να έχουν την πρόθεση να συνεχίσουν τη δραστηριότητα της εκμεταλλεύσεως. Το προαναφερθέν άρθρο δεν μπορεί επίσης να έχει εφαρμογή στη σύσταση τέτοιας εταιρικής μορφής, έστω και αν θεωρείται μέσο αναγκαίας διαρθρωτικής προσαρμογής της γαλακτοπαραγωγής κατά την έννοια του άρθρου 5γ του κανονισμού 804/68, όπως έχει τροποποιηθεί με τον κανονισμό 856/84.

5 Το άρθρο 12, στοιχείο γγ, του κανονισμού 857/84, το οποίο ορίζει την έννοια του παραγωγού για τους σκοπούς της εφαρμογής του καθεστώτος της εισφοράς επί του γάλακτος, έχει την έννοια ότι επιβάλλει κατ' αρχήν την πραγματική προσωπική ανάληψη της παραγωγής από τον μισθωτή εκμεταλλεύσεως, προκειμένου αυτός να μπορεί να θεωρείται παραγωγός κατά την έννοια της διατάξεως αυτής.

6 Το άρθρο 40, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης δεν απαγορεύει σε κράτος μέλος να επιτρέπει, για την άσκηση γαλακτοπαραγωγικής δραστηριότητας, την προσφυγή σε ορισμένες εταιρικές μορφές του εθνικού δικαίου, όπως το εν μέρει γαλακτοκομικό GAEC (groupement agricole d'exploitation en commun, γεωργικός όμιλος κοινής εκμεταλλεύσεως), ενώ απαγορεύει την προσφυγή σε άλλες εταιρικές μορφές, όπως η αφανής εταιρία, καθόσον υπάρχει κίνδυνος οι εταιρικές αυτές μορφές να ευνοούν τρόπους παραγωγής μη συνάδοντες προς την κοινοτική νομοθεσία περί συμπληρωματικής εισφοράς επί του γάλακτος.

Συγκεκριμένα, οι σχετικές με τις δύο εταιρικές μορφές καταστάσεις δεν είναι ανάλογες, καθόσον στο εν μέρει γαλακτοκομικό GAEC οι εταίροι συμμετέχουν προσωπικά και πραγματικά στις εργασίες της γαλακτοπαραγωγής, ενώ στην αφανή εταιρία η παραγωγική εργασία μπορεί να ανατίθεται σ' έναn μόνον εταίρο. Εξάλλου, για να καταστεί δυνατός ο αποτελεσματικός διοικητικός έλεγχος της εφαρμογής του καθεστώτος, ένα κράτος μέλος πρέπει να έχει τη δυνατότητα να αποκλείει ορισμένες εταιρικές μορφές οι οποίες διευκολύνουν τη μη συνάδουσα προς το κοινοτικό καθεστώς άσκηση δραστηριότητας, χωρίς να διατρέχει τον κίνδυνο παραβιάσεως της αρχής της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων.

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-15/95,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του tribunal de grande instance de Morlaix (Γαλλία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

EARL de Kerlast

και

Union rιgionale de coopιratives agricoles (Unicopa),

Coopιrative du Trieux,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 40, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΚ, του άρθρου 1 του κανονισμού (ΕΟΚ) 856/84 του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 804/68 περί κοινής οργανώσεως της αγοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϋόντων (ΕΕ L 90, σ. 10), και των άρθρων 3α, 7 και 12, στοιχείο γγ, του κανονισμού (ΕΟΚ) 857/84 του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984, περί γενικών κανόνων για την εφαρμογή της εισφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 5γ του κανονισμού (ΕΟΚ) 804/68 στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϋόντων (ΕΕ L 90, σ. 13),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. L. Murray, πρόεδρο του τετάρτου τμήματος, προεδρεύοντα του έκτου τμήματος, Κ. Ν. Κακούρη, P. J. G. Kapteyn, G. Hirsch (εισηγητή) και Η. Ragnemalm, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: D. Ruiz-Jarabo Colomer

γραμματέας: H. von Holstein, βοηθός γραμματέας,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

- η EARL de Kerlast, εκπροσωπουμένη από την Evelyne Brulι, δικηγόρο Morlaix,

- η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπουμένη από την Edwige Belliard, αναπληρωτή διευθύντρια στη διεύθυνση νομικών υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών, και τον Jean-Louis Falconi, γραμματέα εξωτερικών υποθέσεων της ιδίας διευθύνσεως,

- το Συμβούλιο της Ευρωπαϋκής Ενώσεως, εκπροσωπούμενο από τον Arthur Brautigam, νομικό σύμβουλο,

- η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένη από τον Gιrard Rozet, νομικό σύμβουλο,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της EARL de Kerlast, εκπροσωπουμένης από τον Jean-Noλl Moal, δικηγόρο Morlaix, της Γαλλικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπουμένης από τον Frιdιric Pascal, σύμβουλο της κεντρικής διοικήσεως στη διεύθυνση νομικών υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών, και της Επιτροπής, εκπροσωπουμένης από τον Gιrard Rozet, νομικό σύμβουλο, κατά τη συνεδρίαση της 20ής Ιουνίου 1996,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 11ης Ιουλίου 1996,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 1994, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 18 Ιανουαρίου 1995, το tribunal de grande instance de Morlaix υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, τρία ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 40, παράγραφος 3, της ιδίας Συνθήκης, του άρθρου 1 του κανονισμού (ΕΟΚ) 856/84 του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 804/68 περί κοινής οργανώσεως της αγοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϋόντων (ΕΕ L 90, σ. 10), και των άρθρων 3α, 7 και 12, στοιχείο γγ, του κανονισμού (ΕΟΚ) 857/84 του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984, περί γενικών κανόνων για την εφαρμογή της εισφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 5γ του κανονισμού (ΕΟΚ) 804/68 στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϋόντων (ΕΕ L 90, σ. 13).

2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της EARL de Kerlast, γεωργικής επιχειρήσεως περιορισμένης ευθύνης, κατά Coopιrative du Trieux, γαλακτοκομικής επιχειρήσεως, και Union rιgionale de coopιratives agricoles (στο εξής: Unicopa), μέλος της οποίας είναι η Coopιrative du Trieux, σχετικά με τον καταλογισμό στην ποσότητα αναφοράς της EARL de Kerlast των ποσοτήτων γάλακτος που η τελευταία παρήγαγε στο πλαίσιο αφανούς εταιρίας συσταθείσας με τον Kergus, άλλον παραγωγό που επίσης διέθετε ποσότητα αναφοράς.

3 Η EARL de Kerlast ασχολείται με την γαλακτοπαραγωγή και διαθέτει προς τούτο ατομική ποσότητα αναφοράς 365 045 λίτρων γάλακτος. Ο Kergus έχει τη διπλή ιδιότητα του γεωργού και του οδηγού. Ως γεωργός διέθετε ατομική ποσότητα αναφοράς 144 245 λίτρων.

4 Στις 11 Σεπτεμβρίου 1992, η EARL de Kerlast και ο Kergus συνέστησαν με ιδιωτικό έγγραφο αφανή εταιρία (στο εξής: ΑΦΕ) προκειμένου να «καταστεί δυνατή η εκμετάλλευση της ποσότητας αναφοράς του Kergus (...)». Από την απόφαση του αιτούντος δικαστηρίου προκύπτει ότι στο γαλλικό δίκαιο η εταιρική αυτή μορφή στερείται νομικής προσωπικότητας, δεν είναι αντιτάξιμη στους τρίτους και έχει αφανή χαρακτήρα. Κατόπιν, η ΑΦΕ άνοιξε τραπεζικό λογαριασμό τροφοδοτούμενο από το προϋόν των πωλήσεων γάλακτος προς την Coopιrative du Trieux κατά τη διάρκεια της περιόδου εμπορίας 1992/93. Το 20 % περίπου του πιστούμενου στον λογαριασμό αυτό ποσού καταβαλλόταν στον Kergus.

5 Τον Οκτώβριο του 1993, η Coopιrative du Trieux έθεσε τέρμα στη συμφωνία αυτή. Συγκεκριμένα, της επιβλήθηκε, υπό την ιδιότητά της ως αγοράστριας, συμπληρωματική εισφορά λόγω υπερβάσεως της ποσότητας αναφοράς της εξαιτίας, τουλάχιστον εν μέρει, της ποσότητας γάλακτος που αγόρασε από την ΑΦΕ. Κατόπιν τούτου, η Coopιrative du Trieux καταλόγισε το σύνολο της ποσότητας αυτής στον λογαριασμό της EARL de Kerlast και της χρέωσε τη συμπληρωματική εισφορά για τις παραδόσεις αυτές. Κατά συνέπεια, η EARL de Kerlast αναγκάστηκε να καταβάλει πρόστιμα λόγω υπερβάσεως της ατομικής της ποσότητας αναφοράς.

6 Την 1η Απριλίου 1994, η EARL de Kerlast προσέφυγε κατά της Coopιrative du Trieux και της Unicopa ενώπιον του tribunal de grande instance de Morlaix, προκειμένου να επιτύχει την αναδρομική ακύρωση του καταλογισμού, με χρέωση του λογαριασμού της, των ποσοτήτων γάλακτος που παρήγαγε η ΑΦΕ, την καταβολή στο ακέραιο της αξίας της γαλακτοπαραγωγής της και αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη.

7 Εκτιμώντας ότι για τη λύση της εκκρεμούς ενώπιόν του διαφοράς ήταν αναγκαία η ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, το tribunal de grande instance de Morlaix ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης, τα ακόλουθα τρία ερωτήματα:

«1) Μπορεί το άρθρο 7 του κοινοτικού κανονισμού 857/84 να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει την εκ μέρους των παραγωγών σύσταση αφανών εταιρειών (που στερούνται εξ ορισμού νομικής προσωπικότητας, δεν μπορούν να αντιταχθούν στους τρίτους και δεν είναι εμφανείς), καθόσον συνιστούν συγκεκαλυμμένες μισθώσεις ποσοστώσεων, ή υπό την έννοια ότι επιτρέπει τη σύσταση τέτοιων εταιριών καθόσον αποτελούν αναγκαίες διαρθρωτικές προσαρμογές κατά την έννοια του άρθρου 1 του κανονισμού 856/84;

2) Πρέπει το άρθρο 12, στοιχείο γγ, του κανονισμού 857/84 και το άρθρο 3α του κανονισμού 764/89 να ερμηνεύονται υπό την έννοια ότι επιβάλλουν πραγματική προσωπική εκμετάλλευση της παραγωγής;

3) Απαγορεύει το άρθρο 40, παράγραφος 3, της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϋκής Οικονομικής Κοινότητας σε κράτος μέλος να λαμβάνει κατ' εφαρμογήν του κανονισμού 857/84, της 31ης Μαρτίου 1984 (τροποποιηθέντος από τον κανονισμό 764/89 της 20ής Μαρτίου 1989), απόφαση απαγορεύουσα σύσταση αφανών εταιρειών και επιτρέπουσα τη σύσταση GAEC [groupements agricoles d'exploitation en commun, γεωργικών ομίλων κοινής εκμεταλλεύσεως] εν μέρει γαλακτοπαραγωγικού χαρακτήρα;

(Εγκύκλιος 4019, της 20ης Νοεμβρίου 1989, DPE/SPM/C89· και εγκύκλιος 7051, της 14ης Νοεμβρίου 1991, DEPSE/SDSA C91)»

Το νομοθετικό πλαίσιο

8 Δυνάμει του άρθρου 5γ, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, δεύτερη φράση, του κανονισμού (ΕΟΚ) 804/68 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1968 (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/003, σ. 82), όπως έχει τροποποιηθεί με τον κανονισμό 856/84, η θεσπισθείσα με τον δεύτερο κανονισμό συμπληρωματική εισφορά έχει «σαν στόχο τον έλεγχο της αύξησης της γαλακτοπαραγωγής, καθιστώντας συγχρόνως δυνατές τις αναγκαίες διαθρωτικές εξελίξεις και προσαρμογές».

9 Σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της ιδίας διατάξεως, το καθεστώς της εισφοράς τίθεται σε εφαρμογή σε κάθε περιοχή του εδάφους των κρατών μελών σύμφωνα με την εναλλακτική λύση Α (εναλλακτική λύση παραγωγών) ή την εναλλακτική λύση Β (εναλλακτική λύση αγοραστών). Σύμφωνα με τη δεύτερη εναλλακτική λύση, η εισφορά οφείλεται από κάθε αγοραστή γάλακτος ή άλλων γαλακτοκομικών προϋόντων επί των ποσοτήτων γάλακτος ή ισοδυνάμου γάλακτος οι οποίες του παραδίδονται από παραγωγούς και οι οποίες, κατά τη διάρκεια της σχετικής δωδεκάμηνης περιόδου, υπερβαίνουν μια ποσότητα αναφοράς που πρόκειται να καθοριστεί. Η Γαλλική Δημοκρατία προτίμησε τη δεύτερη αυτή εναλλακτική λύση και επέλεξε το έτος 1983 ως έτος αναφοράς.

10 Ως προς τη μεταβίβαση ποσότητας αναφοράς, το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 857/84, όπως έχει τροποποιηθεί με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 590/85 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 1985 (ΕΕ L 68, σ. 1), ορίζει ότι, «Σε περίπτωση πώλησης, εκμίσθωσης ή κληρονομικής μεταβίβασης μιας εκμετάλλευσης, η αντίστοιχη ποσότητα αναφοράς μεταβιβάζεται εν όλω ή εν μέρει στον αγοραστή, τον μισθωτή ή τον κληρονόμο, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες που θα καθοριστούν.»

11 Το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1546/88 της Επιτροπής, της 3ης Ιουνίου 1988, σχετικά με τον καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής της συμπληρωματικής εισφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 5γ του κανονισμού (ΕΟΚ) 804/68 (ΕΕ L 139, σ. 12), ορίζει συναφώς:

«Για την εφαρμογή του άρθρου 7 του κανονισμού (ΕΟΚ) 857/84 και με την επιφύλαξη της παραγράφου 3 του εν λόγω άρθρου, ποσότητες αναφοράς των παραγωγών και των αγοραστών, στο πλαίσιο των εναλλακτικών λύσεων Α και Β, και των παραγωγών που πωλούν απευθείας στην κατανάλωση μεταβιβάζονται υπό τους εξής όρους:

1) σε περίπτωση πώλησης, εκμίσθωσης ή κληρονομικής μεταβίβασης μιας εκμετάλλευσης, η αντίστοιχη ποσότητα αναφοράς μεταβιβάζεται στον παραγωγό που αναλαμβάνει την εκμετάλλευση·

2) (...)

3) οι διατάξεις των σημείων 1 και 2 (...) εφαρμόζονται, σύμφωνα με τις διάφορες εθνικές νομοθεσίες, κατ' αναλογία προς άλλες περιπτώσεις μεταβίβασης που περιλαμβάνουν συγκρίσιμα νομικά αποτελέσματα για τους παραγωγούς.»

12 Τέλος, ως προς την έννοια του παραγωγού, το άρθρο 12, στοιχείο γγ, του κανονισμού 857/84 περιέχει τον εξής ορισμό:

«γ) παραγωγός: ο κάτοχος γεωργικής εκμετάλλευσης, φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ομάδα φυσικών ή νομικών προσώπων, η εκμετάλλευση των οποίων βρίσκεται στο γεωγραφικό έδαφος της Κοινότητας:

- που πωλεί γάλα ή άλλα γαλακτοκομικά προϋόντα απευθείας στον καταναλωτή,

- ή/και που παραδίδει στον αγοραστή».

13 Στη Γαλλία, οι διατάξεις αυτές τέθηκαν σε εφαρμογή κυρίως με το διάταγμα 84-661 της 17ης Ιουλίου 1984 (JORF της 21ης Ιουλίου 1984, σ. 2373), το οποίο καταργήθηκε με το διάταγμα 91-157 της 11ης Φεβρουαρίου 1991 (JORF της 13ης Φεβρουαρίου 1991, σ. 2199), και το διάταγμα 87-608, της 31ης Ιουλίου 1987, περί των μεταβιβάσεων ποσοτήτων αναφοράς γάλακτος (JORF της 8ης Αυγούστου 1987, σ. 8727).

14 Η νομοθεσία αυτή απαιτεί για τη μεταβίβαση των ποσοστώσεων διοικητική άδεια και επιβάλλει την αφαίρεση ορισμένου ποσοστού υπέρ του εθνικού αποθέματος για ορισμένες κατηγορίες μεταβιβάσεων μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η επίμαχη μεταβίβαση της κύριας δίκης.

Επί του πρώτου ερωτήματος

15 Με το υποδιαιρούμενο σε δύο σκέλη πρώτο ερώτημα, το εθνικό δικαστήριο ζητεί κατ' ουσίαν να πληροφορηθεί αν το άρθρο 7 του κανονισμού 857/84 έχει την έννοια ότι η σύσταση αφανών εταιριών από τους παραγωγούς γάλακτος μπορεί να εξομοιώνεται με μίσθωση και, σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, αν η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή στη σύσταση τέτοιας εταιρικής μορφής, εφόσον αυτή θεωρηθεί μέσο αναγκαίας διαρθρωτικής προσαρμογής κατά την έννοια του άρθρου 5γ του κανονισμού 804/68, όπως έχει τροποποιηθεί με τον κανονισμό 856/84.

16 Καθόσον το ερώτημα απαιτεί την εξέταση του νομικού καθεστώτος της εν λόγω εταιρίας σε σχέση με το εθνικό δίκαιο, επιβάλλεται πρωτίστως να υπομνηστεί ότι, μολονότι το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο, κατά το άρθρο 177 της Συνθήκης, να εφαρμόσει κοινοτικό κανόνα σε συγκεκριμένη περίπτωση ούτε, επομένως, να προβεί σε χαρακτηρισμό μιας διατάξεως του εσωτερικού δικαίου σε σχέση με κοινοτικό κανόνα, μπορεί όμως, στο πλαίσιο της δικαστικής συνεργασίας που καθιερώνει το εν λόγω άρθρο και βάσει των στοιχείων της δικογραφίας, να παράσχει στο εθνικό δικαστήριο τα στοιχεία ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου που θα του ήταν χρήσιμα κατά την εκτίμηση των αποτελεσμάτων της εν λόγω διατάξεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Δεκεμβρίου 1987, 20/87, Gauchard, Συλλογή 1987, σ. 4879, σκέψη 5).

Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου ερωτήματος

17 Κατά πάγια νομολογία, το σύνολο του καθεστώτος των ποσοτήτων αναφοράς στηρίζεται στη γενική αρχή των άρθρων 7 των κανονισμών 857/84 και 1546/88, σύμφωνα με την οποία η ποσότητα αναφοράς χορηγείται σε σχέση με τις γαίες και, επομένως, πρέπει να μεταβιβάζεται με αυτές με βάση τις οποίες χορηγήθηκε (βλ., ομοίως, απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Ιανουαρίου 1997, C-463/93, St. Martinus Elten, η οποία δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 24, και αποφάσεις της 27ης Ιανουαρίου 1994, C-98/91, Herbrink, Συλλογή 1994, σ. Ι-223, σκέψη 13, και C-189/92, Le Nan, Συλλογή 1994, σ. Ι-261, σκέψη 12).

18 Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 3950/92 του Συμβουλίου, της 28ης Δεκεμβρίου 1992, για τη θέσπιση συμπληρωματικής εισφοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϋόντων (ΕΕ L 405, σ. 1), ο οποίος ισχύει από 1ης Απριλίου 1993, έθεσε σε εφαρμογή την αρχή αυτή κατά την ανανέωση του καθεστώτος των ποσοτήτων αναφοράς. Συγκεκριμένα, το άρθρο του 7, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, προβλέπει ότι «Η (...) ποσότητα αναφοράς μεταβιβάζεται μαζί με την εκμετάλλευση σε περίπτωση πωλήσεως, εκμισθώσεως ή κληρονομικής μεταβιβάσεως στους παραγωγούς στους οποίους περιέρχεται (...)».

19 Επομένως, κατ' αρχήν, η ποσότητα αναφοράς μεταβιβάζεται μόνο με τη μεταβίβαση των γαιών της εκμεταλλεύσεως με τις οποίες συνδέεται, υπό τον όρο ότι η μεταβίβαση αυτή πληροί τις σχετικώς προβλεπόμενες στα άρθρα 7 των κανονισμών 857/84 και 1546/88 τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις. Με άλλα λόγια, το καθεστώς των ποσοτήτων αναφοράς αποκλείει τη μεμονωμένη μεταβίβαση μόνον των ποσοτήτων αναφοράς, πλην των προβλεπομένων από το κοινοτικό δίκαιο περιπτώσεων παρεκκλίσεως.

20 Συγκεκριμένα, όπως διευκρίνισε η Επιτροπή, ο κοινοτικός νομοθέτης έχει παρεκκλίνει από την αρχή αυτή σε διάφορες περιπτώσεις. Εντούτοις, είναι βέβαιο ότι καμιά από τις παρεκκλίσεις αυτές δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω. Ειδικότερα, το καθεστώς της προσωρινής εκχωρήσεως των ποσοτήτων αναφοράς, το οποίο ο κανονισμός (ΕΟΚ) 2998/87 του Συμβουλίου, της 5ης Οκτωβρίου 1987, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 804/68 (ΕΕ L 285, σ. 1), επιτρέπει στα κράτη μέλη να θέσουν σε εφαρμογή, δεν μπορεί να έχει εφαρμογή στους Γάλλους παραγωγούς, διότι η Γαλλική Δημοκρατία δεν έκανε χρήση της δυνατότητας αυτής.

21 Ως προς τις τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις στις οποίες υπόκεινται οι μεταβιβάσεις των ποσοτήτων αναφοράς, επιβάλλεται να τονιστεί ότι τα άρθρα 7 των κανονισμών 857/84 και 1546/88 αναφέρουν μόνον την πώληση, την εκμίσθωση ή την κληρονομική διαδοχή της εκμεταλλεύσεως καθώς και τις πράξεις με ανάλογες έννομες συνέπειες. Στο εθνικό δικαστήριο απόκειται να κρίνει, με βάση τους κανόνες του εθνικού δικαίου, αν η πράξη που του υποβάλλεται προς κρίση μπορεί να χαρακτηριστεί πώληση, μίσθωση ή αν έχει ανάλογες συνέπειες κατά την έννοια της νομοθεσίας αυτής (βλ., ομοίως, προπαρατεθείσα απόφαση St. Martinus Elten, σκέψη 32).

22 Εντούτοις, το Δικαστήριο διευκρίνισε συναφώς ότι ο όρος «μίσθωση» ενέχει μεταβολή της κατοχής των οικείων παραγωγικών μονάδων στο πλαίσιο συμβατικών σχέσεων που δημιουργήθηκαν με την εν λόγω σύμβαση μισθώσεως και καλύπτει κάθε μεταβίβαση εξ επαχθούς αιτίας του δικαιώματος χρήσεως της εκμεταλλεύσεως, ανεξαρτήτως της νομικής μορφής της (βλ. αποφάσεις της 13ης Ιουλίου 1989, 5/88, Wachauf, Συλλογή 1989, σ. 2609, σκέψη 15, και της 22ας Οκτωβρίου 1991, C-44/89, Von Deetzen II, Συλλογή 1991, σ. Ι-5119, σκέψη 37).

23 Σύμφωνα με το άρθρο 7, πρώτο εδάφιο, σημείο 3, του κανονισμού 1546/88, μπορεί επίσης να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στην έννοια της μισθώσεως κάθε πράξη η οποία, ανεξαρτήτως της νομικής μορφής της, επάγεται συνέπειες ανάλογες προς εκείνες της μισθώσεως. Επομένως, η πράξη αυτή μπορεί, μεταξύ άλλων, να περιλαμβάνει τις συμφωνίες που συνάπτονται στο πλαίσιο της συστάσεως ενώσεως ή ομίλου προσώπων και αφορούν την οικεία εκμετάλλευση, εφόσον η εν λόγω συμφωνία διαρρυθμίζεται έτσι ώστε, σύμφωνα με τον σκοπό και το αντικείμενό της, να αποσκοπεί κατά κύριο λόγο στη συνέχιση της δραστηριότητας της εκμεταλλεύσεως από την ένωση ή τον όμιλο προσώπων και η ένωση ή ο όμιλος να μην έχει συσταθεί με μοναδικό σκοπό τη ρευστοποίηση της αγοραίας αξίας της εκμεταλλεύσεως αυτής (βλ., για τις ανάλογες προς την κληρονομική διαδοχή πράξεις, την προπαρατεθείσα απόφαση Von Deetzen II, σκέψη 38). Αυτός ο αποκλεισμός των συμφωνιών των οποίων ο σκοπός είναι απλώς η ρευστοποίηση της αγοραίας αξίας της εκμεταλλεύσεως, ο οποίος αφορούσε μέχρι σήμερα, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, μόνον τον μισθωτή, πρέπει επίσης να έχει εφαρμογή, για τους ίδιους λόγους και για τον ίδιο σκοπό, στον κύριο και εκμισθωτή.

24 Στην περίπτωση μισθώσεως κατά την έννοια των άρθρων 7 των κανονισμών 857/84 και 3950/92, ο μισθωτής μπορεί να λάβει τη συνδεομένη με τις ανήκουσες στην εκμετάλλευση γαίες ποσότητα αναφοράς μόνον εφόσον έχει, ως κάτοχος γεωργικής εκμεταλλεύσεως, την ιδιότητα του παραγωγού κατά την έννοια του άρθρου 12, στοιχείο γγ, του κανονισμού 857/84. Συγκεκριμένα, όσον αφορά τη χορήγηση ποσότητας αναφοράς, η απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 1991, C-341/89, Ballmann (Συλλογή 1991, σ. Ι-25), αναφέρει ότι από τη γενική οικονομία της νομοθεσίας περί συμπληρωματικής εισφοράς επί του γάλακτος συνάγεται ότι μπορεί να χορηγείται ποσότητα αναφοράς σε κάτοχο γεωργικής εκμεταλλεύσεως μόνον εφόσον αυτός έχει την ιδιότητα του παραγωγού. Επίσης, σε περίπτωση μεταβιβάσεως ήδη χορηγηθείσας ποσότητας αναφοράς, ο προς ον η μεταβίβαση ο οποίος αναλαμβάνει τις γαίες πρέπει να έχει την ιδιότητα του παραγωγού για να είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί η συνδεομένη με τις γαίες μεταβίβαση της ποσότητας αναφοράς. Επομένως, η μεταβίβαση, με μίσθωση, ποσότητας αναφοράς με τις γαίες με τις οποίες συνδέεται η ποσότητα αναφοράς μπορεί να πραγματοποιηθεί, σύμφωνα με το άρθρο 7, πρώτο εδάφιο, σημείο 1, του κανονισμού 1546/88 και το άρθρο 7, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 3950/92, μόνον εφόσον ο προς ον η μεταβίβαση έχει την ιδιότητα του παραγωγού.

25 Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, στην έννοια του παραγωγού, όπως αυτή προκύπτει από τον συνδυασμό των ορισμών του άρθρου 12, στοιχεία γγ και δδ, του κανονισμού 857/84, εμπίπτει ο κάτοχος γεωργικής εκμεταλλεύσεως ο οποίος, με σκοπό τη γαλακτοπαραγωγή, διαχειρίζεται υπ' ευθύνη του ένα σύνολο μονάδων παραγωγής (προπαρατεθείσα απόφαση Herbrink, σκέψη 20). Αν η μίσθωση πραγματοποιείται με τη σύσταση ενώσεως ή ομίλου φυσικών και νομικών προσώπων υπό τους προαναφερθέντες όρους, το σύνολο των αποτελούντων την ένωση ή τον όμιλο προσώπων πρέπει να πληροί τις αναγκαίες προϋποθέσεις που πρέπει να πληροί ένας παραγωγός (προπαρατεθείσα απόφαση Herbrink, σκέψη 21).

Επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου ερωτήματος

26 Μολονότι το άρθρο 5γ του κανονισμού 804/68, όπως έχει τροποποιηθεί με τον κανονισμό 856/84, αποσκοπεί στο να επιτρέψει τις αναγκαίες διαρθρωτικές προσαρμογές, ωστόσο ο σκοπός αυτός μπορεί να επιδιώκεται μόνο με τους συγκεκριμένους τρόπους και υπό τους όρους που προβλέπονται προς τούτο από το καθεστώς της εισφοράς επί του γάλακτος. Άλλως, η ομοιόμορφη εφαρμογή του θα ετίθετο πράγματι σε κίνδυνο από αποκλίνουσες εθνικές διατάξεις.

27 Όπως ο γενικός εισαγγελέας εκθέτει στα σημεία 32 επ. των προτάσεών του, καμιά διάταξη του καθεστώτος της εισφοράς δεν επιτρέπει σε παραγωγό που βρίσκεται στην ίδια κατάσταση με την προσφεύγουσα της κύριας δίκης να χρησιμοποιεί, με σκοπό την αναγκαία διαρθρωτική προσαρμογή, ποσότητα αναφοράς χορηγηθείσα σε άλλο παραγωγό με τρόπο διαφορετικό από εκείνους που προβλέπει το άρθρο 7 του κανονισμού 857/84.

28 Με βάση τις ανωτέρω σκέψεις, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 7 του κανονισμού 857/84 έχει την έννοια ότι δεν μπορεί να εξομοιώνεται με μίσθωση η σύσταση εταιρίας εθνικού δικαίου, εάν αυτή έχει ως σκοπό και ως αποτέλεσμα, με τη μεταβίβαση μόνον των ποσοτήτων αναφοράς ενός των εταίρων, χωρίς μεταβίβαση των γαιών της εκμεταλλεύσεως, με τις οποίες συνδέονται, τη ρευστοποίηση της αγοραίας αξίας των ποσοτήτων αυτών υπέρ ορισμένων εταίρων, χωρίς οι εταίροι, υπό την ιδιότητά τους ως παραγωγών, να έχουν την πρόθεση να συνεχίσουν τη δραστηριότητα της εκμεταλλεύσεως. Το άρθρο 7 του κανονισμού 857/84 δεν μπορεί επίσης να έχει εφαρμογή στη σύσταση τέτοιας εταιρικής μορφής έστω και αν θεωρείται μέσο αναγκαίας διαρθρωτικής προσαρμογής κατά την έννοια του άρθρου 5γ του κανονισμού 804/68, όπως έχει τροποποιηθεί με τον κανονισμό 856/84.

Επί του δευτέρου ερωτήματος

29 Το δεύτερο ερώτημα το οποίο αναφέρεται στην ερμηνεία του άρθρου 12, στοιχείο γγ, του κανονισμού 857/84 και του άρθρου 3α του κανονισμού αυτού, όπως έχει τροποποιηθεί με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 764/89 του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 1989 (ΕΕ L 84, σ. 2), υπό την έννοια ότι οι διατάξεις αυτές επιβάλλουν την πραγματική προσωπική ανάληψη της παραγωγής, είναι αλυσιτελές καθόσον αφορά το άρθρο 3α του κανονισμού 857/84, όπως έχει τροποποιηθεί.

30 Συγκεκριμένα, από την απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Μαρτίου 1991, C-314/89, Rauh (Συλλογή 1991, σ. Ι-1647, σκέψη 10), προκύπτει ότι η τελευταία αυτή διάταξη επιδιώκει κυρίως να εξασφαλίσει στους παραγωγούς, οι οποίοι, συμμορφούμενοι προς υποχρέωση που ανέλαβαν δυνάμει του κανονισμού (ΕΟΚ) 1078/77 του Συμβουλίου, της 17ης Μαου 1977, περί συστάσεως καθεστώτος πριμοδοτήσεων για τη μη διάθεση σε εμπορία του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϋόντων και την αναδιάρθρωση των αγελών βοοειδών γαλακτοπαραγωγής (JO L 131, σ. 1), παρέδωσαν γάλα κατά τη διάρκεια του έτους αναφοράς, ότι θα λάβουν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, ειδική ποσότητα αναφοράς.

31 Είναι όμως βέβαιο ότι ο Kergus δεν ανήκει σ' αυτή την κατηγορία παραγωγών.

32 Καθόσον το δεύτερο ερώτημα αφορά την υποχρέωση του μισθωτή να αναλάβει προσωπικά και πραγματικά την παραγωγή, αρκεί η παραπομπή στη σκέψη 25 της παρούσας αποφάσεως.

33 Επομένως, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 12, στοιχείο γγ, του κανονισμού 857/84 έχει την έννοια ότι επιβάλλει κατ' αρχήν την πραγματική προσωπική ανάληψη της παραγωγής.

Επί του τρίτου ερωτήματος

34 Με το τρίτο ερώτημα, το εθνικό δικαστήριο ζητεί κατ' ουσίαν να πληροφορηθεί αν η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, την οποία καθιερώνει το άρθρο 40, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, απαγορεύει σε κράτος μέλος να επιτρέπει, για την άσκηση γαλακτοπαραγωγικής δραστηριότητας, την προσφυγή σε ορισμένες εταιρικές μορφές του εθνικού δικαίου, όπως το εν μέρει γαλακτοκομικό groupement agricole d'exploitation en commun (στο εξής: GAEC), ενώ απαγορεύει την προσφυγή σε άλλες εταιρικές μορφές, όπως η αφανής εταιρία.

35 Κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 40, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, το οποίο καθιερώνει, στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής, την απαγόρευση των δυσμενών διακρίσεων, δεν αποτελεί παρά ειδική έκφραση της γενικής αρχής της ισότητας η οποία αποτελεί μία από τις θεμελιώδεις αρχές του κοινοτικού δικαίου και επιτάσσει να μην επιφυλάσσεται σε όμοιες καταστάσεις διαφορετική μεταχείριση ούτε σε διαφορετικές καταστάσεις όμοια μεταχείριση, εκτός αν η διαφοροποίηση δικαιολογείται αντικειμενικώς (απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 1988, 203/86, Ισπανία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1988, σ. 4563, σκέψη 25).

36 Κατά πάγια επίσης νομολογία, καθόσον οι θεμελιώδεις αρχές του κοινοτικού δικαίου δεσμεύουν τα κράτη μέλη όταν αυτά θέτουν σε εφαρμογή κοινοτικές ρυθμίσεις, ο κανόνας αυτός έχει εφαρμογή επί εθνικών διατάξεων οι οποίες, όπως αυτές της προκειμένης περιπτώσεως, καθορίζουν, κατ' εφαρμογήν της κοινοτικής νομοθεσίας περί του γάλακτος, τις μορφές από κοινού εκμεταλλεύσεως των ποσοτήτων γάλακτος (αποφάσεις της 14ης Ιουλίου 1994, C-351/92, Graff, Συλλογή 1994, σ. Ι-3361, σκέψη 17, και της 24ης Μαρτίου 1994, C-2/92, Bostock, Συλλογή 1994, σ. Ι-955, σκέψη 16).

37 Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η εγκύκλιος 7051 του Υπουργείου Γεωργίας, της 14ης Νοεμβρίου 1991, περί μεταβιβάσεως της ποσότητας γάλακτος, καθώς και η εγκύκλιος 7008, της 25ης Μαρτίου 1993, του ιδίου υπουργείου περί των εν μέρει γαλακτοκομικών GAEC, οι οποίες εκδόθηκαν στο πλαίσιο των παρατιθεμένων στη σκέψη 13 της παρούσας αποφάσεως διαταγμάτων, επιφυλάσσουν διαφορετική μεταχείριση στους παραγωγούς που συνενώνονται στο πλαίσιο αφανούς εταιρίας και στους παραγωγούς που συνενώνονται στο πλαίσιο εν μέρει γαλακτοκομικού GAEC, καθόσον μόνο στους πρώτους απαγορεύεται η άσκηση γαλακτοπαραγωγικής δραστηριότητας.

38 Αυτή η διαφορετική μεταχείριση δεν μπορεί να συνιστά παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων. Συγκεκριμένα, οι σχετικές με τις δύο εταιρικές μορφές καταστάσεις δεν είναι ανάλογες καθόσον, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 45 των προτάσεών του, στο εν μέρει γαλακτοκομικό GAEC οι εταίροι συμμετέχουν προσωπικά και πραγματικά στις εργασίες της γαλακτοπαραγωγής, ενώ στην αφανή εταιρία η παραγωγική εργασία μπορεί να ανατίθεται σ' έναν μόνον εταίρο. Επομένως, η αφανής εταιρία μπορεί, ως εκ της φύσεώς της, να ευνοεί τρόπους παραγωγής οι οποίοι δεν είναι σύμφωνοι με τον εν λόγω κοινοτικό κανονισμό.

39 Συναφώς, επιβάλλεται να διευκρινιστεί ότι, για να καταστεί δυνατός ο αποτελεσματικός διοικητικός έλεγχος της εφαρμογής του καθεστώτος, ένα κράτος μέλος πρέπει να έχει τη δυνατότητα να αποκλείει ορισμένες εταιρικές μορφές οι οποίες διευκολύνουν τη μη σύμφωνη με το κοινοτικό καθεστώς άσκηση δραστηριότητας, χωρίς να διατρέχει τον κίνδυνο παραβιάσεως της αρχής της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων.

40 Επομένως, στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 40, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης δεν απαγορεύει σε κράτος μέλος να επιτρέπει, για την άσκηση γαλακτοπαραγωγικής δραστηριότητας, την προσφυγή σε ορισμένες εταιρικές μορφές του εθνικού δικαίου, όπως το εν μέρει γαλακτοκομικό GAEC, ενώ απαγορεύει την προσφυγή σε άλλες εταιρικές μορφές, όπως η αφανής εταιρία, καθόσον υπάρχει κίνδυνος οι εταιρικές αυτές μορφές να ευνοούν τρόπους παραγωγής μη σύμφωνους με την κοινοτική νομοθεσία.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

41 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Γαλλική Κυβέρνηση, το Συμβούλιο της Ευρωπαϋκής Ενώσεως και η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(έκτο τμήμα),

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε, με απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 1994, το tribunal de grande instance de Morlaix, αποφαίνεται:

1) Το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΟΚ) 857/84 του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984, περί γενικών κανόνων για την εφαρμογή της εισφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 5γ του κανονισμού (ΕΟΚ) 804/68 στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϋόντων, έχει την έννοια ότι δεν μπορεί να εξομοιώνεται με μίσθωση η σύσταση εταιρίας εθνικού δικαίου, εάν αυτή έχει ως σκοπό και ως αποτέλεσμα, με τη μεταβίβαση μόνον των ποσοτήτων αναφοράς ενός των εταίρων, χωρίς μεταβίβαση των γαιών της εκμεταλλεύσεως με τις οποίες συνδέονται, τη ρευστοποίηση της αγοραίας αξίας των ποσοτήτων αυτών υπέρ ορισμένων εταίρων, χωρίς οι εταίροι, υπό την ιδιότητά τους ως παραγωγών, να έχουν την πρόθεση να συνεχίσουν τη δραστηριότητα της εκμεταλλεύσεως. Το άρθρο 7 του κανονισμού 857/84 δεν μπορεί επίσης να έχει εφαρμογή στη σύσταση τέτοιας εταιρικής μορφής έστω και αν θεωρείται μέσο αναγκαίας διαρθρωτικής προσαρμογής κατά την έννοια του άρθρου 5γ του κανονισμού (ΕΟΚ) 804/68 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1968, περί κοινής οργανώσεως της αγοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϋόντων, όπως έχει τροποποιηθεί με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 856/84 του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984.

2) Το άρθρο 12, στοιχείο γγ, του κανονισμού 857/84 έχει την έννοια ότι επιβάλλει κατ' αρχήν την πραγματική προσωπική ανάληψη της παραγωγής.

3) Το άρθρο 40, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης δεν απαγορεύει σε κράτος μέλος να επιτρέπει, για την άσκηση γαλακτοπαραγωγικής δραστηριότητας, την προσφυγή σε ορισμένες εταιρικές μορφές του εθνικού δικαίου, όπως το εν μέρει γαλακτοκομικό GAEC, ενώ απαγορεύει την προσφυγή σε άλλες εταιρικές μορφές, όπως η αφανής εταιρία, καθόσον υπάρχει κίνδυνος οι εταιρικές αυτές μορφές να ευνοούν τρόπους παραγωγής μη σύμφωνους με την κοινοτική νομοθεσία.

Top