Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61995CC0395

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Tesauro της 30ής Ιανουαρίου 1997.
    Geotronics SA κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
    Πρόγραμμα PHARE - Περιορισμένη πρόσκληση για την υποβολή προσφορών - Προσφυγή ακυρώσεως - Συμφωνία ΕΟΧ - Δυσμενής διάκριση - Αγωγή αποζημιώσεως.
    Υπόθεση C-395/95 P.

    Συλλογή της Νομολογίας 1997 I-02271

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1997:48

    61995C0395

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Tesauro της 30ης Ιανουαρίου 1997. - Geotronics SA κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. - Πρόγραμμα PHARE - Περιορισμένη πρόσκληση για την υποβολή προσφορών - Προσφυγή ακυρώσεως - Συμφωνία ΕΟΧ - Δυσμενής διάκριση - Αγωγή αποζημιώσεως. - Υπόθεση C-395/95 P.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1997 σελίδα I-02271


    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


    1 Με την παρούσα αίτηση αναιρέσεως, η Geotronics SA (στο εξής: Geotronics ή αναιρεσείουσα) ζητεί από το Δικαστήριο την αναίρεση της αποφάσεως του Πρωτοδικείου της 26ης Οκτωβρίου 1995 (1). Με την εν λόγω απόφαση, το Πρωτοδικείο απέρριψε προσφυγή-αγωγή της Geotronics, αντικείμενο της οποίας ήταν, αφενός, η ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής, της 10ης Μαρτίου 1994, περί απορρίψεως της προσφοράς που είχε υποβάλει η αναιρεσείουσα στα πλαίσια του χρηματοδοτουμένου από το πρόγραμμα PHARE διαγωνισμού, αφετέρου, η αποκατάσταση της ζημίας που διατείνεται ότι υπέστη η αναιρεσείουσα συνεπεία της επίδικης αποφάσεως.

    Συγκεκριμένα, το Πρωτοδικείο απέρριψε ως απαράδεκτα τα αιτήματα της Geotronics για την ακύρωση της επίδικης πράξεως και ως αβάσιμο το αίτημά της για αποκατάσταση της ζημίας. Με την αίτηση αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα βάλλει κατά του απαραδέκτου της προσφυγής της ακυρώσεως και, επικουρικώς, επαναλαμβάνει τις αξιώσεις της περί αποκαταστάσεως των ζημιών που της προξένησε η Επιτροπή.

    Τα πραγματικά περιστατικά

    2 Στις 9 Ιουλίου 1993, η Επιτροπή, «επ' ονόματι της Ρουμανικής Κυβερνήσεως», και το ρουμανικό Υπουργείο Γεωργίας και Βιομηχανίας Τροφίμων κίνησαν από κοινού, στο πλαίσιο του προγράμματος PHARE (2), τη διαδικασία της περιορισμένης προσκλήσεως προς υποβολή προσφορών με αντικείμενο τον εξοπλισμό του εν λόγω υπουργείου με ηλεκτρονικά ταχύμετρα στο πλαίσιο του προγράμματος μεταρρυθμίσεως του κτηματολογίου στη Ρουμανία. Σε εθνικό επίπεδο, η διαχείριση του διαγωνισμού ανατέθηκε στην «EC/PHARE Programme Management Unit Bucharest» (στο εξής: μονάδα Βουκουρεστίου).

    Σύμφωνα με την πρόσκληση προς υποβολή προσφορών, ο προς προμήθεια εξοπλισμός έπρεπε να είναι καταγωγής των κρατών μελών της Ευρωπαϋκής Κοινότητας ή άλλων κρατών, δικαιούχων του προγράμματος PHARE (3).

    3 Στις 16 Ιουλίου 1993, η αναιρεσείουσα, γαλλική εταιρία τελούσα υπό τον πλήρη έλεγχο της σουηδικής εταιρίας Geotronics AB, υπέβαλε προσφορά για την προμήθεια συσκευών του προαναφερθέντος τύπου. Στις 18 Οκτωβρίου 1993, η μονάδα Βουκουρεστίου ανακοίνωσε στην αναιρεσείουσα ότι η προσφορά της είχε εγκριθεί και ότι η σύμβαση προμηθείας επρόκειτο να υποβληθεί προς έγκριση στην αρμόδια αρχή.

    Στις 19 Νοεμβρίου 1993, η Επιτροπή πληροφόρησε την αναιρεσείουσα ότι διατηρούσε αμφιβολίες ως προς την καταγωγή των προτεινομένων συσκευών και ζήτησε συναφώς συμπληρωματικές πληροφορίες. Με έγγραφο της 14ης Δεκεμβρίου 1993, η Geotronics απάντησε διευκρινίζοντας ότι τα επίδικα ταχύμετρα κατασκευάζονταν στο Ηνωμένο Βασίλειο.

    4 Στις 2 Μαρτίου 1994, η αναιρεσείουσα ειδοποίησε την Επιτροπή ότι κατά τις πληροφορίες της η προσφορά της θα απερρίπτετο λόγω του ότι είχε αποδειχθεί ότι ο προταθείς εξοπλισμός ήταν σουηδικής καταγωγής. Πάντως, πρότεινε στην Επιτροπή να κινήσει εκ νέου τη διαδικασία της περιορισμένης προσκλήσεως προς υποβολή προσφορών: συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη Geotronics, η από 1ης Ιανουαρίου 1994 έναρξη ισχύος της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϋκό Οικονομικό Ξώρο (4) (στο εξής: Συμφωνία ΕΟΞ), μετέβαλε τα κριτήρια της διαδικασίας, όσον αφορά την καταγωγή των προϋόντων, εξομοιώνοντας κατ' ουσίαν, για τους σκοπούς του διαγωνισμού, τα προερχόμενα από τα κράτη μέλη της Συμφωνίας ΕΟΞ με τα καταγόμενα από τα κράτη μέλη της Κοινότητας.

    Με έγγραφο της 10ης Μαρτίου 1994, το οποίο διαβιβάστηκε με τηλεομοιοτυπία, η Επιτροπή πληροφόρησε την αναιρεσείουσα ότι απέρριψε την προσφορά της λόγω της καταγωγής των προτεινομένων προϋόντων, τα οποία αποδείχθηκαν ότι προήρχοντο από τη Σουηδία. Την επαύριο, η Επιτροπή πληροφόρησε τη μονάδα Βουκουρεστίου ότι, από τις υποβληθείσες προσφορές, μόνον η προσφορά μιας γερμανικής επιχειρήσεως (ανταγωνιστικής της Geotronics) πληρούσε τις απαιτούμενες στα πλαίσια της περιορισμένης προσκλήσεως προς υποβολή προσφορών προϋποθέσεις και ζήτησε από τη ρουμανική αρμόδια αρχή να έλθει σε επαφή με την εν λόγω επιχείρηση προκειμένου να οριστικοποιηθεί η σύμβαση προμηθείας.

    5 Η μονάδα Βουκουρεστίου συνήψε τη σύμβαση με την εν λόγω εταιρία και στις 17 Μαου 1994 ενημέρωσε σχετικώς την Επιτροπή και τη Geotronics. Στη δεύτερη μάλιστα διευκρίνισε ότι αδυνατούσε να κατακυρώσει υπέρ αυτής τον διαγωνισμό, υπό την έννοια ότι η προσφορά της δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις που προέβλεπε η προκήρυξη του διαγωνισμού.

    Στο μεσοδιάστημα, και συγκεκριμένα στις 29 Απριλίου 1994, η Geotronics άσκησε ενώπιον του Πρωτοδικείου προσφυγή-αγωγή για την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής της 10ης Μαρτίου 1994 και την επιδίκαση αποζημιώσεως για τη ζημία που της προκάλεσε η συμπεριφορά της Επιτροπής.

    Η απόφαση του Πρωτοδικείου

    6 Με την απόφασή του που αποτελεί αντικείμενο της παρούσας αιτήσεως αναιρέσεως, το Πρωτοδικείο απέρριψε, όπως προανέφερα, την προσφυγή-αγωγή της Geotronics στο σύνολό της, αναγνωρίζοντάς την εν μέρει απαράδεκτη και εν μέρει αβάσιμη.

    Πρώτον, εκτιμώντας ότι το έγγραφο της Επιτροπής της 10ης Μαρτίου 1994 δεν συνιστά πράξη παράγουσα δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να επηρεάσουν την έννομη κατάσταση της αναιρεσείουσας, το Πρωτοδικείο κήρυξε ως απαράδεκτο το αίτημα περί ακυρώσεως.

    7 Για να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό, το Πρωτοδικείο υπενθύμισε καταρχάς ότι το πρόγραμμα PHARE χρηματοδοτείται από τον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϋκής Ενώσεως και οι συναφείς συμβάσεις συνάπτονται σύμφωνα με τον δημοσιονομικό κανονισμό της 21ης Δεκεμβρίου 1977 (5). Στη συνέχεια, το Πρωτοδικείο αναφέρθηκε στις αρμοδιότητες που ανατέθηκαν αντίστοιχα στην Επιτροπή και στα δικαιούχα των ενισχύσεων κράτη, όπως προβλέπουν οι συναφείς διατάξεις του εν λόγω κανονισμού που τροποποιήθηκαν με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 610/90 (6): σύμφωνα με τις εν λόγω διατάξεις, ενώ η Επιτροπή, επιφορτισμένη με τη διαχείριση της ενισχύσεως, χορηγεί τα κονδύλια και διασφαλίζει την ισότητα των όρων συμμετοχής στην υποβολή προσφορών και την επιλογή της οικονομικά συμφερότερης προσφοράς, αντίθετα, η εξουσία κατακυρώσεως του διαγωνισμού εμπίπτει στην αρμοδιότητα του κράτους που είναι δικαιούχο του προγράμματος PHARE. Πράγματι, το δικαιούχο κράτος κινεί τη διαδικασία, λαμβάνει τις προσφορές, προεδρεύει στη διαδικασία αναλύσεώς τους, εγκρίνει τα αποτελέσματα της όλης διαδικασίας και, κυρίως, υπογράφει τις συμβάσεις, καθώς και τις τροποποιήσεις και τους προϋπολογισμούς δαπανών. Συναφώς, το Πρωτοδικείο υπογραμμίζει ότι, όπως δέχθηκε κατά τη δημόσια συνεδρίαση και η υπεράσπιση της αναιρεσείουσας, η Ρουμανική Κυβέρνηση ήταν ελεύθερη, παρ' όλη την άρνηση της Επιτροπής να χορηγήσει στην προσφορά της Geotronics το πλεονέκτημα της κοινοτικής ενισχύσεως, να της αναθέσει την επίδικη προμήθεια (7).

    Ενόψει των στοιχείων αυτών, κατά την κρίση του Πρωτοδικείου, οι χρηματοδοτούμενες από το πρόγραμμα PHARE συμβάσεις λογίζονται ως εθνικές συμβάσεις που δεσμεύουν αποκλειστικά το δικαιούχο κράτος και τον επιχειρηματία, ενώ καμία έννομη σχέση δεν δημιουργείται μεταξύ των υποβαλλόντων τις προσφορές και της Επιτροπής, η οποία περιορίζεται στην έκδοση, εξ ονόματος της Κοινότητας, των αποφάσεων περί χρηματοδοτήσεως οι οποίες, καταρχήν, δεν μπορούν να ασκούν επιρροή για την επιλογή του υπέρ ου η κατακύρωση (8). Προς στήριξη της συλλογιστικής του αυτής, το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει, κατ' αναλογία, τη νομολογία του Δικαστηρίου σε θέματα δημοσίων συμβάσεων που χρηματοδοτεί το Ευρωπαϋκό Ταμείο Αναπτύξεως (στο εξής: ΕΤΑ) (9).

    8 Στη συνέχεια, κρίνοντας το αίτημα περί επιδικάσεως αποζημιώσεως στην αναιρεσείουσα λόγω της ζημίας που είχε υποστεί από τη μη εφαρμογή εν προκειμένω της Συμφωνίας ΕΟΞ, το Πρωτοδικείο αποφάνθηκε ότι το αίτημα αυτό ήταν αβάσιμο καθόσον δεν συνέτρεχε οποιαδήποτε παράνομη συμπεριφορά εκ μέρους της Επιτροπής στα πλαίσια της κινηθείσας διαδικασίας.

    Το Πρωτοδικείο υπενθύμισε συναφώς ότι η Συμφωνία ΕΟΞ παράγει αποτελέσματα μόνο από την έναρξη ισχύος της, ήτοι από 1ης Ιανουαρίου 1994, ενώ το νομικό πλαίσιο της διαδικασίας συνάψεως της εν λόγω συμβάσεως, ιδιαίτερα όσον αφορά την προϋπόθεση σχετικά με την καταγωγή των επιδίκων προϋόντων, είχε ήδη καθοριστεί με την περιορισμένη πρόσκληση προς υποβολή προσφορών που είχε δημοσιευθεί από την Επιτροπή, εξ ονόματος της Ρουμανικής Κυβερνήσεως, στις 9 Ιουλίου 1993 (10). Ορθώς, λοιπόν, η Επιτροπή στηρίχθηκε, προκειμένου να εκδώσει την επίδικη απόφασή της, στους γενικούς όρους που είχε καθορίσει η ίδια με την περιορισμένη πρόσκληση προς υποβολή προσφορών της 9ης Ιουλίου 1993. Σε τελευταία ανάλυση, η έναρξη ισχύος της Συμφωνίας ΕΟΞ δεν μπορούσε να συνεπάγεται τη χορήγηση στην αναιρεσείουσα δικαιωμάτων τα οποία η ίδια δεν νομιμοποιούνταν να επικαλεστεί κατά τον χρόνο δημοσιεύσεως των γενικών όρων της προσκλήσεως προς υποβολή προσφορών (11).

    9 Τελικά, κατά το Πρωτοδικείο, η Συμφωνία ΕΟΞ δεν μπορούσε να τύχει εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση: πράγματι, η σύμβαση που συνήφθη στα πλαίσια της προσκλήσεως προς υποβολή προσφορών δέσμευε, όπως προαναφέρθηκε, μόνο τον επιχειρηματία και το ρουμανικό Δημόσιο, το οποίο δεν υπέγραψε τη Συμφωνία ΕΟΞ (12).

    Η αίτηση αναιρέσεως

    10 Όπως προανέφερα, στα πλαίσια της παρούσας δίκης η Geotronics βάλλει κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου, καλώντας το Δικαστήριο να την αναιρέσει, αναιρώντας παράλληλα και την απόφαση που εμπεριέχει το έγγραφο της 10ης Μαρτίου 1994.

    Η αίτηση αναιρέσεως στηρίζεται στην πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο, εκτιμώντας ότι τα αιτήματα περί ακυρώσεως του εγγράφου της 10ης Μαρτίου 1994 ήσαν απαράδεκτα. Η αναιρεσείουσα συνάγει ειδικότερα ότι το εν λόγω έγγραφο συνιστά καθ' όλα απόφαση κατά την έννοια του άρθρου 173 της Συνθήκης, ήτοι πράξη παράγουσα δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα για τον αποδέκτη της και, συνακόλουθα, δυνάμενη να αποτελέσει αντικείμενο ένδικης προσφυγής. Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή διαδραματίζει εν προκειμένω αποφασιστικής σημασίας και καθοριστικό ρόλο για την εξέλιξη και ολοκλήρωση της διαδικασίας προσκλήσεως προς υποβολή προσφορών, στα πλαίσια του προγράμματος PHARE, και τούτο ανεξάρτητα από το γεγονός ότι οι συμβάσεις υπογράφονται στη συνέχεια τυπικά από τον εκπρόσωπο του δικαιούχου της ενισχύσεως κράτους. Η αναιρεσείουσα υπογραμμίζει ότι η δυνατότητα στην οποία αναφέρθηκε το Πρωτοδικείο, και συγκεκριμένα ότι το δικαιούχο κράτος μπορεί να συνάψει σύμβαση προμηθείας με υποβαλόντα προσφορά που αποκλείστηκε από το πλεονέκτημα της κοινοτικής χρηματοδοτήσεως ενέχει αμιγώς θεωρητικό χαρακτήρα.

    11 Επί της ουσίας, η αναιρεσείουσα επαναλαμβάνει κατά βάση τα επιχειρήματα που είχε αναπτύξει ενώπιον του Πρωτοδικείου. Κυρίως, προβάλλει ότι η Συμφωνία ΕΟΞ τυγχάνει εφαρμογής από 1ης Ιανουαρίου 1994, άνευ εξαιρέσεων, και επομένως, και προ του εγγράφου της 10ης Μαρτίου 1994. Κατά την αναιρεσείουσα, η δημοσιευθείσα στις 9 Ιουλίου 1993 πρόσκληση προς υποβολή προσφορών περιείχε, από 1ης Ιανουαρίου 1994, δυσμενή διάκριση μη επιτρεπόμενη του λοιπού, εις βάρος των κρατών που υπέγραψαν τη Συμφωνία ΕΟΞ και, συνακόλουθα, καταργητέα δυνάμει του άρθρου 4 της ιδίας συμφωνίας.

    Εν πάση περιπτώσει, κατά την άποψη της Geotronics, η Συμφωνία ΕΟΞ έπρεπε να τυγχάνει εφαρμογής αναδρομικώς στην προκειμένη περίπτωση, εφόσον το νομικό πλαίσιο της προσκλήσεως προς υποβολή προσφορών, μολονότι προσδιορίστηκε πριν από την έναρξη ισχύος της συμφωνίας, είχε ως προορισμό να παράγει αποτελέσματα σε χρόνο μεταγενέστερο της 1ης Ιανουαρίου 1994.

    12 Επικουρικώς, σε περίπτωση απαραδέκτου της προσφυγής ακυρώσεως, η αναιρεσείουσα επαναλαμβάνει τις αξιώσεις της για την επιδίκαση αποζημιώσεως, επικαλούμενη, κατά την έννοια του άρθρου 215, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, την εξωσυμβατική ευθύνη της Επιτροπής, η οποία ευθύνεται για τη μη εφαρμογή της Συμφωνίας ΕΟΞ στα πλαίσια της συναφούς διαδικασίας. Υπό την έννοια αυτή, η αναιρεσείουσα ζητεί να της επιδικαστεί ποσό ύψους 500 400 ECU (προσαυξημένο με τους νόμιμους τόκους), ως αποζημίωση για την προξενηθείσα ζημία.

    Επί του παραδεκτού

    13 Όπως ήδη υπογράμμισα, το Πρωτοδικείο στήριξε τη συλλογιστική του να απορρίψει ως απαράδεκτη την προσφυγή περί ακυρώσεως στο ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν υφίστατο πράξη της Επιτροπής παράγουσα δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα έναντι της αναιρεσείουσας. Πράγματι, κατά το Πρωτοδικείο, «[...] οι συμβάσεις που χρηματοδοτούνται από το πρόγραμμα PHARE πρέπει να θεωρούνται ως εθνικές συμβάσεις που συνδέουν μόνον το δικαιούχο κράτος και τον επιχειρηματία» και «η προετοιμασία, η διαπραγμάτευση και η σύναψη των συμβάσεων διενεργούνται μόνο μεταξύ των δύο αυτών εταίρων» και ότι συνεπώς «καμία έννομη σχέση δεν δημιουργείται μεταξύ των υποβαλλόντων προσφορές και της Επιτροπής, εφόσον η Επιτροπή περιορίζεται να λαμβάνει, επ' ονόματι της Κοινότητας, τις αποφάσεις χρηματοδοτήσεως και οι πράξεις της δεν μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα την υποκατάσταση, μέσω κοινοτικής αποφάσεως, της αποφάσεως του δικαιούχου του προγράμματος PHARE κράτους». Επομένως, «δεν υφίσταται [...] εν προκειμένω, ως προς τους προσφέροντες, πράξη της Επιτροπής δυνάμενη να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής δυνάμει του άρθρου 173, τέταρτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ» (13).

    Τελικώς, το Πρωτοδικείο, στηριζόμενο στην κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ Επιτροπής και δικαιούχων του προγράμματος PHARE κρατών, όπως η κατανομή αυτή προκύπτει από τις εφαρμοστέες διατάξεις, και παραλληλίζοντάς τες με τη διαδικασία της αναθέσεως των χρηματοδοτουμένων από το ΕΤΑ συμβάσεων, εφήρμοσε στην προκειμένη περίπτωση (προσδιορίζοντας στο σημείο αυτό ότι το πράττει «κατ' αναλογία») την επί του θέματος νομολογία του Δικαστηρίου. Όπως προανέφερα, η νομολογία αυτή επιβεβαιώνει, σχεδόν αυτομάτως, το απαράδεκτον των προσφυγών ακυρώσεως που ασκούν όσοι από τους υποβαλόντες προσφορές αποκλείστηκαν κατά των πράξεων που εξέδωσε η Επιτροπή στα πλαίσια της διαδικασίας των διαγωνισμών για την υποβολή προσφορών κατ' εφαρμογή της συμβάσεως Λομέ (14).

    14 Ας μου επιτραπεί να διευκρινίσω ευθύς εξαρχής ότι δεν συμφωνώ με τη συλλογιστική του Πρωτοδικείου επί του σημείου αυτού. Πράγματι, θεωρώ ότι οι ιδιομορφίες της προκειμένης περιπτώσεως παρέχουν τη δυνατότητα να μη ληφθεί υπόψη η νομολογία του Δικαστηρίου σε θέματα διαγωνισμών χρηματοδοτουμένων από το ΕΤΑ, και τούτο ανεξάρτητα από οποιαδήποτε αξιολογική κρίση επ' αυτής.

    Εγκύπτοντας επί του θέματος με μεγαλύτερη προσοχή, δεν νομίζω ότι υπάρχουν λόγοι ικανοί να δικαιολογήσουν τη μη υπαγωγή της προσβαλλομένης εν προκειμένω πράξεως από τον έλεγχο νομιμότητας που προβλέπει η Συνθήκη, λαμβάνοντας υπόψη τη διατύπωση, το περιεχόμενο, τα έννομα αποτελέσματα που παρήγαγε έναντι της αναιρεσείουσας, καθώς και το νομικό και πραγματικό πλαίσιο που ίσχυε όταν αυτή εκδόθηκε. Πράγματι, όπως πρόκειται να εξετάσω ευθύς αμέσως, αναλύοντάς την, η εν λόγω πράξη πληροί όλες τις προαπαιτούμενες βάσει του άρθρου 173 προϋποθέσεις, ώστε να συνιστά πράξη δυνάμενη να προσβληθεί κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου.

    15 Ας μου επιτραπεί να υπενθυμίσω, υπενθυμίζοντας και σε μένα τον ίδιο, ότι το άρθρο 173, τέταρτο εδάφιο, της Συνθήκης απονέμει σε κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το δικαίωμα να ασκήσει ένδικη προσφυγή κατά των αποφάσεων που εκδίδουν τα κοινοτικά όργανα και απευθύνονται σ' αυτό.

    Όσον αφορά την ειδική πτυχή της φύσεως της δυναμένης να προσβληθεί πράξεως, το Δικαστήριο διευκρίνισε επανειλημμένα ότι εκείνο που έχει σημασία για τους σκοπούς του παραδεκτού του δικαστικού ελέγχου δεν έγκειται στον τύπο που περιβάλλεται η πράξη, αλλά στην ουσία της. Συγκεκριμένα, δύνανται να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως, κατά την έννοια του άρθρου 173 της Συνθήκης, όλα τα μέτρα που παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να θίξουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας σε σημαντικό βαθμό την έννομη κατάστασή του (15).

    16 Όπως προκύπτει σαφώς από τον φάκελο της υποθέσεως, η πράξη, την ακύρωση της οποίας ζήτησε από το Πρωτοδικείο η Geotronics, είναι το έγγραφο με το οποίο η Επιτροπή την πληροφόρησε ότι απορριπτόταν η προσφορά της λόγω του ότι οι προταθείσες συσκευές, σουηδικής καταγωγής, δεν ανταποκρίνονταν στις απαιτούμενες στα πλαίσια της προσκλήσεως προς υποβολή προσφορών προϋποθέσεις. Η προσφυγή είχε ως νομικό έρεισμα το γεγονός ότι, κατά την άποψη της αναιρεσείουσας, η Επιτροπή αποφάσισε τον αποκλεισμό της κατά παράβαση του κοινοτικού δικαίου, και συγκεκριμένα κατά παράβαση της αρχής περί ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ προϋόντων προελεύσεως των χωρών ΕΟΚ και των χωρών ΕΖΕΣ, όπως αυτή ίσχυε από την έναρξη ισχύος της Συμφωνίας ΕΟΞ.

    17 Το επίδικο έγγραφο έκανε λόγο για τις επαφές μεταξύ της Επιτροπής και της Geotronics με αντικείμενο το συγκεκριμένο ζήτημα της καταγωγής των προταθέντων προϋόντων και διευκρίνιζε ότι, από την εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε η αναιρεσείουσα, καθώς και από στοιχεία που συνελέγησαν κατά τη σύσκεψη που έλαβε χώρα στις Βρυξέλλες μεταξύ των εκπροσώπων των δύο μερών, προέκυψε ότι τα προταθέντα από την Geotronics προϋόντα είχαν στην πραγματικότητα σουηδική προέλευση. Κατόπιν αυτού, η Επιτροπή δήλωσε ότι ήταν υποχρεωμένη να απορρίψει την προσφορά της αναιρεσείουσας και ότι βρισκόταν σε αδυναμία να εγκρίνει την ανάθεση της συμβάσεως (όπως είχε προτείνει προηγουμένως η μονάδα Βουκουρεστίου) στη Geotronics.

    Εξάλλου, με το ίδιο έγγραφο, η Επιτροπή γνωστοποίησε ότι δεν είχε την πρόθεση να κινήσει εκ νέου διαδικασία προσκλήσεως προς υποβολή προσφορών, δεδομένου ότι μια άλλη επιχείρηση είχε υποβάλει προσφορά την οποία η Επιτροπή έκρινε ικανοποιητική τόσο από τεχνικής όσο και από οικονομικής απόψεως και η οποία πληρούσε παράλληλα τις προβλεπόμενες συναφώς προϋποθέσεις.

    18 Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν αντιλαμβάνομαι πώς είναι δυνατόν το επίδικο έγγραφο να μη συνιστά πράξη δυνάμενη να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής. Το μέτρο αυτό, που εκδόθηκε ρητώς αποκλειστικά και μόνον έναντι της αναιρεσείουσας, συνεπήχθη ασφαλώς αφεαυτού δεσμευτικά και οριστικά για την αναιρεσείουσα έννομα αποτελέσματα, ήτοι τον αποκλεισμό της από τη συμμετοχή στο διαγωνισμό ή ακριβέστερα, στην προκειμένη περίπτωση (ήτοι ενώπιον δύο μόνο προσφορών), την αυτόματη ανάθεση της συμβάσεως σε άλλη ανταγωνιστική επιχείρηση. Η έννομη κατάσταση της αναιρεσείουσας μετεβλήθη επομένως, όπως είναι προφανές, σε «σημαντικό βαθμό», όπως απαιτεί η πάγια νομολογία του Δικαστηρίου.

    Συναφώς, δεν μπορεί να υποστηρίζεται ότι η εθνική αρχή νομιμοποιείται, σε παρόμοια περίπτωση, να συνάψει τη σύμβαση με τον υποβαλόντα προσφορά, έστω και αν ο τελευταίος απεκλείσθη από το πλεονέκτημα της κοινοτικής χρηματοδοτήσεως· πράγματι, η υπόθεση αυτή είναι τόσο θεωρητική ώστε να καθιστά περιττά οποιαδήποτε περαιτέρω σχόλια.

    19 Αντίθετα, εκείνο που θα μπορούσε να αντιταχθεί (και το σημείο αυτό φαίνεται να συνιστά το πλέον σημαντικό στοιχείο της συλλογιστικής της προσβαλλομένης αποφάσεως) είναι ότι η Επιτροπή, ως μη εμπλεκόμενο μέρος, δεν φέρει καμία ευθύνη για την ανάθεση της συμβάσεως από το δικαιούχο κράτος στον επιλεγέντα ανάδοχο, ενώ η αυτοτελής εξουσία της προς λήψη αποφάσεων περιορίζεται στα πλαίσια του επιτρεπτού της κοινοτικής χρηματοδοτήσεως.

    Η συλλογιστική, πάντως, αυτή, η οποία πρωτοεμφανίστηκε στην απόφαση του Δικαστηρίου STS κατά Επιτροπής (16), δεν μπορεί να ισχύσει sic et simpliciter στην υπό κρίση περίπτωση. Συγκεκριμένα, στην υπόθεση εκείνη η προσβληθείσα από την STS (επιχείρηση που είχε συμμετάσχει ανεπιτυχώς σε διαδικασία προσκλήσεως προς υποβολή προσφορών χρηματοδοτηθείσα από το ΕΤΑ) πράξη, στα πλαίσια της προσφυγής της, την οποία το Δικαστήριο αναγνώρισε ως απαράδεκτη, συνιστούσε απλώς «θεώρηση» με την οποία ο τοπικός εκπρόσωπος της Επιτροπής ενέκρινε τις ήδη κατακυρωθείσες, έχουσες αποτελέσει αντικείμενο διαπραγματεύσεων και υπογεγραμμένες συμβάσεις μεταξύ της αρμόδιας εθνικής αρχής και μιας επιχειρήσεως που δεν ταυτιζόταν με την αναιρεσείουσα. Δεν μπορεί να διαλάθει της προσοχής μας το γεγονός ότι η υπό κρίση περίπτωση διαφέρει ουσιωδώς της υποθέσεως STS κατά Επιτροπής.

    20 Προτείνοντας στο Δικαστήριο να αναγνωρίσει την προσφυγή της STS ως απαράδεκτη, ο ίδιος ο γενικός εισαγγελέας VerLoren van Themaat διευκρίνισε ότι η ανωτέρω λύση επιβαλλόταν στην προκειμένη περίπτωση όχι επειδή η προσβληθείσα πράξη δεν παρήγαγε έννομες συνέπειες για την προσφεύγουσα, αλλ' επειδή, απευθυνόμενη στην κατακυρώνουσα εθνική αρχή, δεν αφορούσε την προσφεύγουσα άμεσα και ατομικά (17). Πάντως, δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο άλλες λύσεις να παρίστανται προσφορότερες υπό άλλες συνθήκες, υπογραμμίζοντας την ανάγκη κάθε περίπτωση να εκτιμάται εν όψει των ιδιομορφιών της (18).

    Το γεγονός ότι το Δικαστήριο, με τη συλλογιστική του στην προαναφερθείσα απόφαση, δεν έκρινε αναγκαίο να επαναλάβει τη διάκριση αυτή, ενώ στη συνέχεια έκρινε ότι όλες οι ασκούμενες από τους αποκλεισθέντες εκ των υποβαλόντων προσφορές προσφυγές ακυρώσεως κηρύσσονται απαράδεκτες, ακόμα και υπό άλλες πραγματικές συνθήκες, δεν αλλοιώνει, κατά την άποψή μου, το πρόβλημα. Και τούτο, επαναλαμβάνω, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε σημασία της νομολογίας που διαμορφώθηκε επί του θέματος (19).

    21 Στην περίπτωση που ενδιαφέρει εν προκειμένω, η αναιρεσείουσα προσέβαλε απόφαση που απηύθυνε σ' αυτήν η Επιτροπή κατά την άσκηση των συγκεκριμένων αρμοδιοτήτων της: με άλλους λόγους, απόφαση με την οποία η Επιτροπή πληροφόρησε την αναιρεσείουσα ότι αποφάσισε (αυτοτελώς, και με βάση ελέγχους και αξιολογήσεις που πραγματοποίησε με δική της πρωτοβουλία) ότι η προσφορά της δεν ανταποκρινόταν στις ορισθείσες με την πρόσκληση απαιτούμενες προϋποθέσεις για την κοινοτική χρηματοδότησή της (και με όσες συνέπειες απέρρεαν από αυτό) και την προσέβαλε, όπως προανέφερα, ισχυριζόμενη ότι ελήφθη κατά παράβαση της αρχής περί ίσης μεταχειρίσεως, όπως προβλέπει η Συμφωνία ΕΟΞ.

    Ενόψει των στοιχείων αυτών, δεν μπορώ να αντιληφθώ ενώπιον ποίου άλλου δικαστηρίου, πλην του κοινοτικού δικαστή (20), θα μπορούσε να προσφύγει ο ενδιαφερόμενος προκειμένου να ελεγχθεί η νομιμότητα του μέτρου.

    22 Συναφώς, η Επιτροπή, κατά την προφορική διαδικασία, υποστήριξε ότι στην προκειμένη περίπτωση μοναδικό μέσο θεραπείας που διαθέτει ο υποβαλών προσφορά έγκειται στο να διεκδικήσει τα δικαιώματά του ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων του δικαιούχου κράτους.

    Πάντως, είναι προφανές ότι το μέσον αυτό θεραπείας όχι μόνον αποκλείεται, καταρχήν, αλλ' επιπλέον δεν θα μπορούσε να παραγάγει οποιοδήποτε πρακτικό αποτέλεσμα, εφόσον πρόκειται για τον έλεγχο νομιμότητας μιας πράξεως, η οποία συνιστά από κάθε άποψη κοινοτική πράξη. Πράγματι, το εθνικό μέσον θεραπείας θα μπορούσε, ενδεχομένως, να αφορά μόνο τις πράξεις που άπτονται της αρμοδιότητας των εθνικών αρχών, όπως η οριστική κατακύρωση του έργου σε άλλη επιχείρηση ή η σχετική σύμβαση.

    23 Η απόφαση με την οποία η Επιτροπή αποφαίνεται ότι ο υποβαλών προσφορά δεν έχει δικαίωμα να λάβει την κοινοτική χρηματοδότηση, απόφαση η οποία λαμβάνει χώρα (όπως και πράγματι έλαβε χώρα στην προκειμένη περίπτωση) πριν από την κατακύρωση του έργου συνιστά, αντίθετα, αυτοτελή απόφαση της Επιτροπής, εντασσόμενη στο πλαίσιο των ειδικών αρμοδιοτήτων της, στην έκδοση της οποίας δεν συμμετέχουν οι εθνικές αρχές του δικαιούχου κράτους.

    Κατά της αποφάσεως αυτής, η οποία παράγει, όπως προανέφερα, δεσμευτικά και οριστικά έννομα αποτελέσματα έναντι του αποδέκτη της, πρέπει να μπορεί να προβλέπεται η δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως λόγω παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου. Το να υποστηρίζεται το αντίθετο σημαίνει, κατά την άποψή μου, ότι, με πρόσχημα την εξαιρετικά χαλαρή κάλυψη των εθνικών αρχών και δικαστηρίων, ο προσφεύγων στερείται του δικαιώματός του περί δικαστικής προστασίας. Αυτό ισοδυναμεί προφανώς με απαράδεκτη παραβίαση των στοιχειωδεστέρων κανόνων επί των οποίων εδράζεται η «Κοινότητα δικαίου» που οι Συνθήκες αποσκοπούσαν να εγκαθιδρύσουν και από τις αξίες των οποίων εμπνέεται πάντοτε το Δικαστήριό σας (21).

    24 Ανακεφαλαιώνοντας, θεωρώ ότι, στο πλαίσιο διαγωνισμού που χρηματοδοτείται από το πρόγραμμα PHARE, ο υποβαλών προσφορά που αποκλείστηκε από το πλεονέκτημα της κοινοτικής χρηματοδοτήσεως πρέπει σε κάθε περίπτωση να μπορεί να προσφύγει ενώπιον του Δικαστηρίου, εφόσον συντρέχουν οι λοιπές απαιτούμενες κατά το άρθρο 173 της Συνθήκης προϋποθέσεις, προκειμένου να αμφισβητήσει το βάσιμο της αποφάσεως που εξέδωσε συναφώς η Επιτροπή, ενεργούσα κατά την άσκηση της γενικής αρμοδιότητάς της, ενώ παραμένει ανοικτό το ζήτημα της προσβολής της κατακυρώσεως της συμβάσεως (ή οποιασδήποτε άλλης πράξεως προερχομένης από την εθνική αρχή) ενώπιον του αρμοδίου δικαστή του δικαιούχου του προγράμματος PHARE κράτους.

    Εν τέλει, θεωρώ ότι στην προκειμένη περίπτωση η απόφαση του Πρωτοδικείου πρέπει να ακυρωθεί κατά το μέρος που κρίθηκαν ως απαράδεκτα τα αιτήματα της Geotronics περί ακυρώσεως του εγγράφου της Επιτροπής, της 10ης Μαρτίου 1994, και ότι το Δικαστήριο θα έπρεπε να είναι σε θέση να αποφανθεί επί της ουσίας των αιτημάτων της Geotronics, εφόσον αποκλείεται οποιαδήποτε περαιτέρω διεξαγωγή αποδείξεων επί των πραγματικών περιστατικών.

    Επί της ουσίας

    25 Αν και παραδεκτή, η προσφυγή ακυρώσεως που άσκησε η Geotronics είναι ασφαλώς αβάσιμη επί της ουσίας. Πράγματι, η Συμφωνία ΕΟΞ δεν ετύγχανε εφαρμογής εν προκειμένω ratione temporis, ratione personae και ratione materiae.

    Οι προϋποθέσεις διεξαγωγής του εν λόγω διαγωνισμού είχαν οριστεί με την προκήρυξη της 9ης Ιουλίου 1993 και δεν συντρέχει λόγος να υποστηριχτεί η άποψη ότι οι προϋποθέσεις αυτές τροποποιήθηκαν σιωπηρώς με την έναρξη ισχύος της Συμφωνίας ΕΟΞ. Τυχόν αναδρομική εφαρμογή της εν λόγω συμφωνίας σε σχέση με την υπό κρίση υπόθεση, πέραν του ότι είναι νομικώς αβάσιμη, θα ερχόταν προφανώς σε αντίθεση με τις επιταγές περί ασφαλείας δικαίου.

    Δεύτερον, όπως ορθώς έκρινε το Πρωτοδικείο, η Συμφωνία ΕΟΞ τυγχάνει εφαρμογής μόνον έναντι των κρατών που είναι συμβαλλόμενα μέρη της, και επομένως όχι έναντι της Ρουμανίας.

    Τέλος, η Συμφωνία ΕΟΞ, όπως ισχύει σήμερα, δεν περιλαμβάνει την εξωτερική βοήθεια στην οποία εμπίπτουν οι προορισμένες για την υλοποίηση του προγράμματος PHARE χρηματοδοτήσεις. Εξάλλου, είναι προφανές ότι οι συναφείς ενισχύσεις χρηματοδοτούνται από τον γενικό προϋπολογισμό της Κοινότητας στον οποίο συμμετέχουν αποκλειστικώς τα κράτη μέλη της Ενώσεως.

    Επί του αιτήματος περί επιδικάσεως αποζημιώσεως

    26 Με δεδομένο ότι η Συμφωνία ΕΟΞ δεν τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω, δεν τίθεται ούτε ζήτημα ενδεχομένης ευθύνης της Επιτροπής, κατά την έννοια του άρθρου 215, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, ενώ επιβεβαιώνεται το αβάσιμο των αξιώσεων περί αποζημιώσεως που προέβαλε η αναιρεσείουσα και απέρριψε ήδη το Πρωτοδικείο.

    27 Ενόψει των προηγηθεισών παρατηρήσεων, προτείνω, λοιπόν, στο Δικαστήριο:

    «- να ακυρώσει την απόφαση του Πρωτοδικείου της 26ης Οκτωβρίου 1995 στην υπόθεση Τ-185/94, στον βαθμό που κρίθηκε ως απαράδεκτη η προσφυγή της Geotronics με αντικείμενο την ακύρωση του εγγράφου της Επιτροπής της 10ης Μαρτίου 1994 και να κηρύξει την εν λόγω προσφυγή παραδεκτή·

    - να απορρίψει ως αβάσιμη την προσφυγή·

    - να απορρίψει ως αβάσιμο το αίτημα περί αποζημιώσεως λόγω της ζημίας που υποστηρίζει ότι υπέστη η αναιρεσείουσα συνεπεία της προσβαλλομένης αποφάσεως.»

    (1) - Υπόθεση Τ-185/94, Geotronics κατά Επιτροπής (Συλλογή 1995, σ. ΙΙ-2795).

    (2) - Το πρόγραμμα PHARE, το οποίο βασίζεται στον κανονισμό (ΕΟΚ) 3906/89 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1989 (ΕΕ L 375, σ. 11, στο εξής: βασικός κανονισμός), αφορά τη διοχέτευση της οικονομικής ενισχύσεως που χορηγεί η Ευρωπαϋκή Κοινότητα στις χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης για τη χρηματοδότηση της διαδικασίας της οικονομικής και κοινωνικής μεταρρυθμίσεως. Ενώ αρχικά το πρόγραμμα περιοριζόταν στη Δημοκρατία της Ουγγαρίας και τη Λαϋκή Δημοκρατία της Πολωνίας, στη συνέχεια επεκτάθηκε και σε άλλες χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης με τους κανονισμούς (ΕΟΚ) 2698/90 του Συμβουλίου, της 17ης Σεπτεμβρίου 1990 (ΕΕ L 257, σ. 1), 3800/91, της 23ης Δεκεμβρίου 1991 (ΕΕ L 357, σ. 10), και 2334/92, της 7ης Αυγούστου 1992 (ΕΕ L 227, σ. 1).

    (3) - Βλ. σημείο 1 της προσκλήσεως προς υποβολή προσφορών («Γενικοί όροι συμμετοχής», υπό A).

    (4) - ΕΕ 1994, L 1, σ. 3.

    (5) - Δημοσιονομικός κανονισμός που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό (ΕΕ ειδ. έκδ. 01/002, σ. 77).

    (6) - Ειδικότερα με τις διατάξεις του τίτλου IX, σχετικά με τις εξωτερικές ενισχύσεις, του κανονισμού (ΕΟΚ) 610/90 (ΕΕ L 70, σ. 1) και με τα άρθρα 107, 108, παράγραφος 2, και 109, παράγραφος 2, αυτού.

    (7) - Απόφαση Geotronics, σκέψεις 27 έως 30.

    (8) - Απόφαση Geotronics, σκέψεις 31 και 32.

    (9) - Απόφαση της 10ης Ιουλίου 1984 στην υπόθεση 126/83, STS κατά Επιτροπής (Συλλογή 1984, σ. 2769, σκέψεις 18 και 19), απόφαση της 10ης Ιουλίου 1985 στην υπόθεση 118/83, CMC κατά Επιτροπής (Συλλογή 1985, σ. 2325, σκέψεις 28 και 29), απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 1993 στην υπόθεση C-257/90, Italsolar κατά Επιτροπής (Συλλογή 1993, σ. I-9, σκέψεις 22 και 26), και απόφαση της 29ης Απριλίου 1993 στην υπόθεση C-182/91, Forafrique Burkinabe κατά Επιτροπής (Συλλογή 1993, σ. I-2161, σκέψεις 23 και 24). Με τις ανωτέρω αποφάσεις, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι οι συμβάσεις δημοσίων έργων που χρηματοδοτεί το ΕΤΑ σύμφωνα με τη σύμβαση μεταξύ των κρατών της Αφρικής, της Καραϋβικής και του Ειρηνικού, αφενός, και των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων (ΑΚΕ, ΕΟΚ), αφετέρου, όπως αυτές ίσχυσαν αντίστοιχα (δεύτερη, τρίτη και πρώτη) είναι εθνικές συμβάσεις, για τη σύναψη των οποίων μόνοι αρμόδιοι είναι οι εκπρόσωποι των δικαιούχων κρατών, ενώ οι παρεμβάσεις της Επιτροπής εξυπακούεται ότι αποσκοπούν αποκλειστικά στο να διαπιστώνεται κατά πόσον συντρέχουν ή όχι οι προϋποθέσεις για την κοινοτική χρηματοδότηση. Κατόπιν αυτού, το Δικαστήριο αποφάνθηκε υπέρ του απαραδέκτου των προσφυγών ακυρώσεως κατά των πράξεων που εξέδωσε η Επιτροπή στα πλαίσια της διαδικασίας των εν λόγω διαγωνισμών.

    (10) - Απόφαση Geotronics, σκέψεις 48 και 49.

    (11) - Αυτόθι, σκέψεις 53 και 54.

    (12) - Αυτόθι, σκέψη 55.

    (13) - Απόφαση Geotronics, σκέψεις 31 και 32.

    (14) - Για τη νομολογία στην οποία παραπέμπει το Πρωτοδικείο, βλ. ανωτέρω, σημείο 7 των προτάσεών μου και υποσημείωση 9.

    (15) - Απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 1981 στην υπόθεση 60/81, IBM κατά Επιτροπής (Συλλογή 1981, σ. 2639, σκέψεις 8 και 9). Βλ., επίσης, μία από τις πλέον πρόσφατες αποφάσεις, συγκεκριμένα την απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 1995 στην υπόθεση C-476/93 P, Nutral κατά Επιτροπής (Συλλογή 1995, σ. I-4125, σκέψη 28).

    (16) - Προαναφερθείσα στην υποσημείωση 9.

    (17) - Προτάσεις της 22ας Μαου 1984 (Συλλογή 1984, σ. 2785, σημείο 4.2), σύμφωνα με τις οποίες η προσφυγή κατά της πράξεως που συνεπάγεται τον αποκλεισμό της επιχειρήσεως από την κοινοτική χρηματοδότηση «θα μπορούσε, παραδείγματος χάρη, να ασκηθεί από οποιοδήποτε κράτος μέλος».

    (18) - Ο γενικός εισαγγελέας παρατήρησε συναφώς ότι, σε σχέση με ενδεχόμενες πράξεις της Επιτροπής περί εγκρίσεως των προτάσεων για ανάθεση συμβάσεων (δηλαδή πράξεις που μεσολαβούν πριν από την οριστική επιλογή), «θα μπορούσε επίσης να αναρωτηθεί κανείς μήπως δεν είναι επιθυμητό το δικαίωμα για άσκηση προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου» (προαναφερθείσες προτάσεις, σημείο 4.2). Υπενθυμίζω ότι την εποχή εκείνη εκκρεμούσε η υπόθεση CMC κατά Επιτροπής (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 9), επί της οποίας ο γενικός εισαγγελέας θεώρησε ότι δεν έπρεπε να λάβει θέση ακριβώς λόγω της διαφοράς των πραγματικών περιστατικών.

    (19) - Ως γνωστόν, η νομολογία του Δικαστηρίου σε θέματα συμβάσεων χρηματοδοτουμένων από το ΕΤΑ αποτέλεσε αντικείμενο επικρίσεων. Σύμφωνα με την κρατούσα θεωρία, η συναφής νομολογία εμφανίζει πελώρια κενά όσον αφορά τη δικαστική προστασία που παρέχεται συγκεκριμένα στους ενδιαφερομένους. Βλ., συναφώς, μεταξύ άλλων: Brown, «Remedies of unsuccessful tenderers for E.D.F.-financed contracts», European Law Review, 1985, σ. 421 επ.· Bertolini, «Osservazioni a Corte di giustizia, sentenza 10 luglio 1984, in causa 126/83», Foro Italiano, 1988, στήλη 266 επ., και Kalugina, «Les voies de recours des entrepreneurs dans les marchιs publics financιs par le F.E.D.», Droit et pratique du commerce international, 1988, σ. 511 επ.

    (20) - Πράγματι, στα πλαίσια των χρηματοδοτουμένων από το πρόγραμμα PHARE συμβάσεων, ο αποκλεισθείς υποβαλών προσφορά δεν έχει καν το δικαίωμα να προσφύγει σε διαιτητική διαδικασία, όπως προβλέπει, αντίθετα, η σύμβαση Λομέ και όπως επανειλημμένα ανέφερε η Επιτροπή ως μέσο θεραπείας στο οποίο θα μπορούσαν να προσφύγουν όσοι συμμετέσχον στους χρηματοδοτουμένους από το ΕΤΑ διαγωνισμούς που αποκλείστηκαν. Σημειωτέον ότι, εφόσον η διαιτητική διαδικασία περιορίζεται ρητώς στη ρύθμιση των σχέσεων μεταξύ του δικαιούχου κράτους και της αναδόχου εταιρίας, η εφαρμογή της στα πλαίσια της κατακυρώσεως της συμβάσεως δεν είναι αυτονόητη.

    (21) - Από μια προσεκτική ανάλυση προκύπτει ότι η ίδια λογική διαπνέει τη διάταξη του Δικαστηρίου της 5ης Αυγούστου 1983 στην υπόθεση 118/83 R, CMC (Συλλογή 1983, σ. 2583), στο πλαίσιο αιτήσεως περί λήψεως ασφαλιστικών μέτρων που υπέβαλε η προσφεύγουσα (CMC), με αντικείμενο την αναστολή εκτελέσεως, μέχρις εκδόσεως της οριστικής αποφάσεως του Δικαστηρίου επί της κυρίας προσφυγής, των αποφάσεων της Επιτροπής που είχαν ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό της προσφεύγουσας από διαγωνισμό για την κατασκευή έργου στην Αιθιοπία. Με την εν λόγω διάταξη, ο (εκτελών χρέη) πρόεδρος Pescatore, αποφαινόμενος για πρώτη φορά επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου να επιληφθεί παρόμοιας διαφοράς (αρμοδιότητας που αμφισβήτησε η Επιτροπή), έκρινε ότι: «Δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι, από το γεγονός της συμμετοχής σε διαγωνισμό που διοργανώνεται δυνάμει της συμβάσεως από κράτος ΑΚΕ, με τη στενή συνεργασία των οργάνων της Κοινότητας (...), μια επιχείρηση της Κοινότητας πρέπει να τεθεί, a priori, εκτός της δικαστικής προστασίας που της εξασφαλίζουν οι διατάξεις της Συνθήκης ΕΟΚ» και ότι: «(...) μολονότι φαίνεται βέβαιο ότι η σύμβαση που συνήφθη μεταξύ των αρχών του κράτους ΑΚΕ και του τελευταίου μειοδότη εκφεύγει της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, δεν μπορεί πάντως να αποκλειστεί η δυνατότητα δικαστικού ελέγχου, ασκουμένου δυνάμει της Συνθήκης ΕΟΚ, σχετικά με πράξεις της Επιτροπής που έχουν τελειωθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας κατακυρώσεως διαγωνισμών που προβλέπεται από τη σύμβαση», για να καταλήξει, σε σχέση με το παραδεκτό της προσφυγής: «(...) δεν αποκλείεται από μια εμπεριστατωμένη ανάλυση να μπορέσει να αναφανεί κάποια πράξη της Επιτροπής, δυνάμενη να αποσπαστεί από το πλαίσιό της, η οποία θα μπορούσε ενδεχομένως να αποτελέσει αντικείμενο αιτήσεως ακυρώσεως» (σκέψεις 41, 44 και 47).

    Top