EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61995CC0300

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Tesauro της 23ης Ιανουαρίου 1997.
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας.
Παράβαση κράτους μέλους - Άρθρο 7, στοιχείο ε', της οδηγίας 85/374/ΕΟΚ - Μη ορθή μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο - Απαλλαγή από την ευθύνη για τα ελαττωματικά προϊόντα - Επίπεδο των επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων.
Υπόθεση C-300/95.

Συλλογή της Νομολογίας 1997 I-02649

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1997:35

61995C0300

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Tesauro της 23ης Ιανουαρίου 1997. - Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας. - Παράβαση κράτους μέλους - Άρθρο 7, στοιχείο ε', της οδηγίας 85/374/ΕΟΚ - Μη ορθή μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο - Απαλλαγή από την ευθύνη για τα ελαττωματικά προϊόντα - Επίπεδο των επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων. - Υπόθεση C-300/95.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1997 σελίδα I-02649


Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


1 Αντικείμενο των προτάσεών μου είναι η βάσει του άρθρου 169 της Συνθήκης προσφυγή που άσκησε η Επιτροπή κατά του Ηνωμένου Βασιλείου με αντικείμενο τη μη ορθή μεταφορά από τη χώρα αυτή του άρθρου 7, στοιχείο εε, της οδηγίας 85/374/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1985, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σε θέματα ευθύνης λόγω ελατωματικών προϋόντων (1) (στο εξής: οδηγία).

Το νομοθετικό πλαίσιο και η διαδικασία

2 Όπως διευκρινίζεται στην πρώτη αιτιολογική σκέψη της, η οδηγία αποσκοπεί στην κατάργηση των υφισταμένων διαφορών μεταξύ εθνικών νομοθεσιών σε θέματα ευθύνης του παραγωγού, διαφορών που είναι ικανές «να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό, να επηρεάσουν την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων εντός της κοινής αγοράς και να προκαλούν διαφορές στο επίπεδο προστασίας του καταναλωτή από τις βλάβες στην υγεία και περιουσία του λόγω ενός επαγγελματικού προϋόντος».

Κατά το άρθρο 1 της οδηγίας, «Ο παραγωγός ευθύνεται για κάθε ζημία που οφείλεται σε ελάττωμα του προϋόντος του». Στη συνέχεια, το άρθρο 4 ορίζει ότι «Ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία, το ελάττωμα καθώς και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ ελαττώματος και ζημίας», ενώ το άρθρο 6, παράγραφος 1, διευκρινίζει ότι «ένα προϋόν θεωρείται ελαττωματικό αν δεν παρέχει την ασφάλεια που δικαιούται κάποιος να αναμένει, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων, συμπεριλαμβανομένων: α) της εξωτερικής εμφανίσεως του προϋόντος, β) της ευλόγως αναμενομένης χρησιμοποιήσεως του προϋόντος και γ) του χρόνου κατά τον οποίο το προϋόν ετέθη σε κυκλοφορία». Στην ίδια διάταξη προστίθεται ότι «ένα προϋόν δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ελαττωματικό απλώς και μόνο επειδή, ακολούθως, τέθηκε σε κυκλοφορία ένα άλλο τελειότερο».

Οι λόγοι για τους οποίους ο παραγωγός απαλλάσσεται της ευθύνης του εξατομικεύονται στο άρθρο 7, σύμφωνα με το οποίο «Ο παραγωγός δεν ευθύνεται, σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, αν αποδείξει: α) ότι δεν έθεσε το προϋόν σε κυκλοφορία, β) ότι, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων, είναι πιθανόν το ελάττωμα που προκάλεσε τη ζημία να μην υπήρχε όταν ο παραγωγός έθεσε το προϋόν σε κυκλοφορία ή να εμφανίστηκε αργότερα, γ) ότι ούτε κατασκεύασε το προϋόν, αποβλέποντας στην πώληση ή σε οποιαδήποτε άλλη μορφή διανομής με οικονομικό σκοπό, ούτε το κατασκεύασε ή το διένειμε στα πλαίσια της επαγγελματικής του δραστηριότητας, δ) ότι το ελάττωμα οφείλεται στο ότι το προϋόν κατασκευάστηκε, σύμφωνα με αναγκαστικούς κανόνες δικαίου που θεσπίστηκαν από δημόσια αρχή, ε) ότι, όταν έθεσε το προϋόν σε κυκλοφορία, το επίπεδο των επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων δεν επέτρεπε να διαπιστωθεί η ύπαρξη του ελαττώματος και στ) αν πρόκειται για κατασκευαστή συστατικού, ότι το ελάττωμα μπορεί να αποδοθεί στη σχεδίαση του προϋόντος στο οποίο το συστατικό έχει ενσωματωθεί ή στις οδηγίες που παρέσχε ο κατασκευαστής του προϋόντος».

3 Κατά το άρθρο 19 αυτής, η οδηγία έπρεπε να μεταφερθεί στο εσωτερικό δίκαιο μέχρι τις 30 Ιουλίου 1988. Το Ηνωμένο Βασίλειο μερίμνησε σχετικά εκδίδοντας τον Consumer Protection Act (στο εξής: νόμος), σε ισχύ από 1ης Μαρτίου 1988, το πρώτο μέρος του οποίου, στο άρθρο 1, παράγραφος 1, αναφέρει κατά γράμμα ότι «το παρόν μέρος έχει ως αντικείμενο και ως αποτέλεσμα τη θέσπιση των διατάξεων που είναι αναγκαίες για τη συμμόρφωση προς την οδηγία σε θέματα ευθύνης του παραγωγού και ερμηνεύεται αναλόγως». Το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο e, διάταξη μεταφοράς στην εσωτερική έννομη τάξη του άρθρου 7, στοιχείο εε, της οδηγίας, απαλλάσσει τον παραγωγό από τυχόν ευθύνη εφόσον αποδεικνύει ότι «το επίπεδο των επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων κατά τον κρίσιμο χρόνο δεν επέτρεπε να προεξοφλείται ότι ο παραγωγός ομοειδών προς τα επίδικα προϋόντων ήταν σε θέση να ανακαλύψει το ελάττωμά τους ενόσω αυτά βρίσκονταν υπό τον έλεγχό του».

4 Εκτιμώντας ότι ο νόμος δεν είχε μεταφέρει στο εθνικό δίκαιο διάφορες πτυχές της οδηγίας, η Επιτροπή κίνησε, με έγγραφο οχλήσεως της 26ης Απριλίου 1989, την κατά το άρθρο 169 της Συνθήκης διαδικασία λόγω παραβάσεως κατά του Ηνωμένου Βασιλείου. Με έγγραφο της 19ης Ιουλίου 1989, το Ηνωμένο Βασίλειο απέρριψε τις αιτιάσεις της Επιτροπής, υποστηρίζοντας ότι, μολονότι χρησιμοποιείται διαφορετική γλωσσική διατύπωση, η επίδικη εθνική κανονιστική ρύθμιση συνιστά ορθή εφαρμογή της οδηγίας.

Στις 2 Ιουλίου 1990, η Επιτροπή διατύπωσε αιτιολογημένη γνώμη, εμμένοντας στις αρχικές αιτιάσεις της. Το Ηνωμένο Βασίλειο επανέλαβε τις δικές του αντιρρήσεις με έγγραφο απαντήσεως της 4ης Οκτωβρίου 1990 επί της αιτιολογημένης γνώμης.

5 Λαμβάνοντας υπόψη τα επιχειρήματα του Ηνωμένου Βασιλείου αλλά και υπό το φως του άρθρου 1, παράγραφος 1, του νόμου, που επιβάλλει την ερμηνεία των διατάξεών του κατά τρόπο σύμφωνο προς την οδηγία, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι όφειλε να παραιτηθεί των πέντε από τις έξι αιτιάσεις που είχε διατυπώσει κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία.

Αντίθετα, εκτιμώντας ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο e, του νόμου δεν μετέφερε ορθά την κανονιστική διάταξη του άρθρου 7, στοιχείο εε, της οδηγίας, η Επιτροπή άσκησε προσφυγή προς διαπίστωση της παραβάσεως.

Η ουσία

6 Κατά την Επιτροπή, από την ίδια τη διατύπωση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο e, του νόμου αποδεικνύεται το ασυμβίβαστό του προς το άρθρο 7, στοιχείο εε, της οδηγίας. Συγκεκριμένα, ενώ το θεσπιζόμενο με την οδηγία κριτήριο είναι αντικειμενικό, υπό την έννοια ότι στηρίζεται στο «επίπεδο των τεχνικών και επιστημονικών γνώσεων», χωρίς οποιαδήποτε αναφορά στην ικανότητα του παραγωγού ή του οποιουδήποτε άλλου παραγωγού ομοειδών προϋόντων να ανακαλύψει το ελάττωμα, η εθνική διάταξη, δίδοντας έμφαση στη συμπεριφορά ενός συνετού παραγωγού, εισάγει ένα αντικειμενικό στοιχείο εκτιμήσεως.

Με τον τρόπο αυτό, η ίδια διάταξη μετατρέπει εν κατακλείδι την αντικειμενική ή άνευ πταίσματος ευθύνη που θεσπίζει το άρθρο 1 της οδηγίας σε ευθύνη λόγω αμελείας του παραγωγού.

7 Η βασική συνέπεια της τροποποιήσεως του καθεστώτος, κατά την οδηγία, επέρχεται, κατά την άποψη της Επιτροπής, σε διαδικαστικό επίπεδο: προκειμένου να αποδείξει ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο ήταν αδύνατο τόσο για τον ίδιο όσο και για οποιονδήποτε άλλο παραγωγό ομοειδών προϋόντων να ανακαλύψει το ελάττωμα, ο παραγωγός ενός ελαττωματικού προϋόντος θα αρκούσε στην πραγματικότητα να αποδείξει ότι δεν επέδειξε καμία αμέλεια και ότι έλαβε όλες τις εν χρήσει προφυλάξεις στον συγκεκριμένο βιομηχανικό τομέα.

Κατά συνέπεια, το βάρος της αποδείξεως ότι δεν συντρέχει ευθύνη είναι περιορισμένο σε σχέση με το προβλεπόμενο από την οδηγία, με βάση την οποία η συμπεριφορά του παραγωγού στερείται σημασίας, ενώ ο ίδιος απαλλάσσεται της ευθύνης του μόνον εφόσον (αποδειχθεί ότι) το επίπεδο των τεχνικών και επιστημονικών γνώσεων κατά τον κρίσιμο χρόνο καθιστούσε ανέφικτη την ανακάλυψη του ελαττώματος.

8 Κατά την Επιτροπή, η προφανής και μη επιδεχόμενη θεραπεία αντίθεση της διατυπώσεως του νόμου προς το κείμενο της οδηγίας δεν μπορεί να υπερπηδηθεί ούτε με τη διάταξη του άρθρου 1, παράγραφος 1, του νόμου, μολονότι επιβάλλει τη σύμφωνη με την οδηγία ερμηνεία, πολύ δε περισσότερο στα πλαίσια των γενικών ερμηνευτικών κανόνων του άρθρου 2, παράγραφος 4, του European Communities Act του 1972 και της νομολογίας του House of Lords, κανόνων η προσφυγή στους οποίους είναι δυνατή μόνο για εκείνες τις διατάξεις η γραμματική διατύπωση των οποίων είναι αμφίσημη και επιδέχεται διαφορετικές ερμηνείες και όχι, συνακόλουθα, σε περιπτώσεις όπως η προκειμένη.

Προς στήριξη της προσφυγής της, η Επιτροπή διατυπώνει την άποψη ότι, όπως προκύπτει από την ενώπιον της Βουλής των Λόρδων συζήτηση, πολλές πλευρές διατύπωσαν αμφιβολίες σχετικά με το συμβιβαστό του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο e, του νόμου προς την οδηγία, ενώ τις ίδιες επιφυλάξεις εξέφρασαν και οι πλέον έγκυροι Βρετανοί θεωρητικοί.

9 Σε αντίθεση προς την Επιτροπή, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου εκτιμά ότι το θεσπισθέν με τον νόμο κριτήριο δεν διαφέρει κατ' ουσίαν από εκείνο της οδηγίας και αρνείται ότι πρόθεση του νομοθέτη ήταν η θέσπιση καθεστώτος ευθύνης εξ υπαιτιότητος του παραγωγού.

Κατά την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, η άποψη της Επιτροπής στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία των συναφών διατάξεων της οδηγίας και του νόμου.

10 Όσον αφορά την οδηγία, η καθής κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το γεγονός και μόνον ότι γίνεται δεκτό ότι η οδηγία δεν αναφέρεται στην ικανότητα του παραγωγού να ανακαλύψει το ελάττωμα συνεπάγεται προφανώς ότι η αντίστοιχη απαλλαγή από την ευθύνη δεν μπορεί να γίνει δεκτή παρά μόνον εφόσον ο παραγωγός αποδείξει ότι ουδείς στον κόσμο κατέχει τις αναγκαίες γνώσεις για τον εντοπισμό του ελαττώματος. Πλην όμως, ούτως ερμηνευόμενη, η διάταξη του άρθρου 7, στοιχείο εε, της οδηγία θα αποδεικνυόταν στην πράξη ανεφάρμοστη.

Αντίθετα, κατά την άποψη του Ηνωμένου Βασιλείου, η μοναδική λογική ερμηνεία της κοινοτικής διατάξεως είναι εκείνη του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο e, του νόμου: η ικανότητα του ενδιαφερομένου παραγωγού (ή των παραγωγών ομοειδών προϋόντων) συνιστά στην πραγματικότητα έννοια αντικειμενική και αφηρημένη, δίδοντας έμφαση προς τον σκοπό αυτό όχι στο αν ο παραγωγός γνώριζε ή όχι συγκεκριμένα αλλά τί μπορούσε και/ή όφειλε να γνωρίζει υπό το φως του συνόλου των διαθεσίμων κατά τον κρίσιμο χρόνο τεχνικοεπιστημονικών γνώσεων. Εξάλλου, κατά την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, οι προηγηθείσες σκέψεις επιβεβαιώνονται και με την έβδομη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, η οποία, κάνοντας λόγο για το ότι «η δίκαιη κατανομή των κινδύνων μεταξύ του ζημιωθέντος και του παραγωγού προϋποθέτει τη δυνατότητα του τελευταίου να απαλλαγεί από την ευθύνη, εφόσον αποδείξει την ύπαρξη ορισμένων απαλλακτικών στοιχείων», αποδεικνύει τη βούληση του κοινοτικού νομοθέτη να παράσχει στον παραγωγό πραγματικά και αποτελεσματικά μέσα άμυνας που θα ανατρέπονταν αν γινόταν δεκτή η προτεινόμενη από την Επιτροπή ερμηνεία.

11 Όσον αφορά το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο e, του νόμου, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου ισχυρίζεται κυρίως ότι η Επιτροπή δεν κατάφερε να αποδείξει, όπως όφειλε, ότι η αμφισβητούμενη διάταξη δεν μπορεί παρά να έχει μία και μόνο σημασία, απολύτως ασυμβίβαστη προς την οδηγία.

Στην πραγματικότητα, κατά την άποψη της Βρετανικής Κυβερνήσεως, η εν λόγω διάταξη, καθορίζοντας αντικειμενικό - ήτοι αντικειμενικώς ελέγξιμο - κριτήριο απαλλαγής του παραγωγού από την ευθύνη, διατυπώνεται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να καταλήγει να είναι απολύτως σύμφωνη προς την οδηγία, ενώ στερείται σημασίας η γλωσσικής φύσεως απόκλιση του κειμένου από τον κοινοτικό κανόνα. Ούτε θα μπορούσε να προβληθεί ο ισχυρισμός ότι ο νόμος εγκαθιδρύει, σε αντίθεση προς την οδηγία, καθεστώς ευθύνης εξ υπαιτιότητος: αν συνέβαινε αυτό, το βάρος αποδείξεως της αμελείας του παραγωγού θα έφερε ο ζημιωθείς, ενώ αντίθετα, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο e, εναπόκειται στον παραγωγό, ο οποίος εννοεί να απαλλαγεί της ευθύνης του, να αποδείξει ότι δεν ήταν σε θέση, υπό το φως των διαθεσίμων γνώσεων, να ανακαλύψει το ελάττωμα.

Τέλος, το Ηνωμένο Βασίλειο αμφισβητεί ότι από τη συζήτηση στη Βουλή των Λόρδων μπορούν να εξαχθούν στοιχεία χρήσιμα για την ερμηνεία του νόμου, ενώ διατυπώνει ανάλογη αιτίαση και σε σχέση με την αξιολόγηση των θεωρητικών απόψεων που ανέφερε η Επιτροπή, οι οποίες, επιπλέον, στην πραγματικότητα παραποιήθηκαν εν μέρει σε σχέση με τη σημασία που τους αποδίδεται στο δικόγραφο της προσφυγής.

12 Κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου επέμεινε επί της ανάγκης το Δικαστήριο να ερμηνεύσει το κοινοτικό δίκαιο στα πλαίσια των συγκεκριμένων περιστάσεων και σε σχέση με μία σαφώς καθορισμένη πραγματική αλληλουχία, πράγμα το οποίο δεν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση. Συγκεκριμένα, εφόσον λείπουν αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων επί της ερμηνείας του νόμου, το Δικαστήριο θα καλούνταν να αποφανθεί αφηρημένα και κατ' ουσίαν υποθετικά επί του ζητήματος αν ο νόμος συνάδει προς την οδηγία, με συνέπεια να είναι αδύνατη η λυσιτελής ερμηνεία της εν λόγω κοινοτικής κανονιστικής ρυθμίσεως.

Στην πραγματικότητα, οι παρατηρήσεις αυτές εξυπονοούν ότι η προσφυγή της Επιτροπής είναι απαράδεκτη λόγω ανυπαρξίας οποιασδήποτε εθνικής πρακτικής επί του επιδίκου σημείου.

13 Συναφώς, θεωρώ ότι οφείλω καταρχάς να καταστήσω απόλυτα σαφές ότι η άσκηση προσφυγής δυνάμει του άρθρου 169 ουδόλως εξαρτάται από την έλλειψη νομολογίας των εθνικών δικαστηρίων επί του επιδίκου ζητήματος.

Πράγματι, η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα να κινήσει, δυνάμει του άρθρου 169, έναντι κράτους μέλους τη σχετική διαδικασία στηριζόμενη απλώς και μόνο στη γραμματική διαφορά της εθνικής διατάξεως εφαρμογής έναντι της διατυπώσεως της προς μεταφορά κοινοτικής διατάξεως (2). Εξυπακούεται, φυσικά, ότι είναι ανεπαρκής η απλή συναγωγή του συμπεράσματος ότι συντρέχει παράβαση κράτους λόγω της γραμματικής διαφοράς μεταξύ των δύο διατάξεων, εφόσον είναι πασιφανές ότι η μεταφορά μιας οδηγίας δεν απαιτεί κατ' ανάγκη την κατά γράμμα αναπαραγωγή των διατάξεών της (3).

14 Εν πάση περιπτώσει, λαμβάνοντας υπόψη ότι κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία η Επιτροπή προσήψε στο Ηνωμένο Βασίλειο την απόλυτη και μη επιδεχόμενη θεραπεία ασυμβατότητα της επίμαχης εθνικής διατάξεως προς την αντίστοιχη διάταξη της οδηγίας, φτάνοντας μάλιστα μέχρι του σημείου να υποστηρίζει ότι τα βρετανικά δικαστήρια σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να την ερμηνεύσουν κατά τρόπο συνάδοντα προς την οδηγία, νομίζω ότι περιττεύει να επικαλεστώ, όπως έπραξε η Επιτροπή κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία, την πάγια νομολογία, σύμφωνα με την οποία μια αμφίσημη εθνική κανονιστική ρύθμιση δεν συνιστά ακριβή εκπλήρωση της υποχρεώσεως μεταφοράς μιας οδηγίας. Αντίθετα, στην προκειμένη περίπτωση η Επιτροπή καλείται να αποδείξει τη φερόμενη παράβαση όπως υποστήριξε κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής της φάση, να αποδείξει δηλαδή ότι η γραμματική διατύπωση της εθνικής διατάξεως συνεπάγεται μία και μόνο ερμηνεία, προφανώς και, θα έλεγα, αναποτρέπτως διαφορετική της κοινοτικής ρυθμίσεως, και κατά συνέπεια ασυμβίβαστη.

Εν τέλει, στην προκειμένη περίπτωση, το αντικείμενο της προσφυγής, όπως συγκεκριμενοποιήθηκε κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής φάση δεν αφορά την ενδεχόμενη ασάφεια της εθνικής διατάξεως περί μεταφοράς, αλλά τη μη επιδεχόμενη θεραπεία αντίθεσή της προς την κοινοτική διάταξη της οποίας συνιστά τη μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη. Επομένως, η προσφυγή της Επιτροπής πρέπει να εξεταστεί εντός των εν λόγω ορίων.

15 Τούτου δοθέντος, θεωρώ ότι, δεδομένου ότι η οδηγία τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου για πρώτη φορά, είναι σκόπιμο να αναφερθώ συνοπτικά στα κύρια χαρακτηριστικά της, προκειμένου να εξατομικεύσω την ακριβή ερμηνεία της υπό κρίση διατάξεως. Υπό το φως της ερμηνείας αυτής, θα καταστεί στη συνέχεια δυνατός ο έλεγχος αν η αμφισβητούμενη εθνική κανονιστική διάταξη δεν αποκκλίνει, κατ' ουσίαν, από την αντίστοιχη κοινοτική διάταξη ή αν, ήδη από τη γραμματική διατύπωσή της, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι έρχεται σε μη επιδεχόμενη θεραπεία αντίθεση προς την οδηγία.

16 Η ευθύνη του παραγωγού λόγω της εμπορίας ελαττωματικών προϋόντων αποτέλεσε ένα από τα θέματα στα οποία εστιάστηκε κατά κόρον, κυρίως τις τελευταίες δεκαετίες, η ασχολούμενη με την αστική ευθύνη θεωρία. Και τούτο, κατά κύριο λόγο, επειδή συνιστά το δοκιμαστικό πεδίο στο πλαίσιο της διελεύσεως από ένα σύστημα καταλογισμού της παρανομίας, βασιζόμενο αποκλειστικά στην υπαιτιότητα, σε ένα καθεστώς αντικειμενικής ευθύνης, περισσότερο προσαρμοσμένο προς τις επιταγές περί προστασίας του ζημιωθέντος, στο πλαίσιο μιας επανερμηνείας των κανόνων περί αστικής ευθύνης που παύουν πλέον να έχουν αποκλειστικώς τον χαρακτήρα της επιβολής κυρώσεων και αποκτούν, προεχόντος, τον χαρακτήρα της αποκαταστάσεως της ζημίας (4).

Η προπεριγραφείσα εξέλιξη επιταχύνθηκε, άλλωστε, από την ανάπτυξη των βιομηχανικών δραστηριοτήτων (5). Όσο αύξανε βαθμιαία η περιπλοκότητα των παραγωγικών διαδικασιών και η συνδεόμενη με τα ελαττωματικά προϋόντα κίνδυνοι καθίσταντο σχεδόν αναπότρεπτοι, ανέκυπτε όλο και σαφέστερα η αλυσιτέλεια του αναγομένου στην υπαιτιότητα του παραγωγού συστήματος ευθύνης για τη διασφάλιση της ενδεδειγμένης προστασίας των καταναλωτών. Οι τελευταίοι, μολονότι ζημιωμένοι από το ελαττωματικό προϋόν, στερούνταν στην πραγματικότητα - και υπερβολικά συχνά - αποτελεσματικής προστασίας, δεδομένου ότι καθίστατο αρκετά δυσχερής, δικονομικώς, η απόδειξη της αμελείας του παραγωγού, ήτοι η μη τήρηση εκ μέρους του όλων των ενδεικνυομένων προληπτικών μέτρων προς αποτροπή του ελαττώματος.

Υπό την προοπτική αυτή, γίνεται εύκολα αντιληπτό το γιατί στις Ηνωμένες Πολιτείες, λόγω των διαστάσεων που προσέλαβε εκεί η βιομηχανική ανάπτυξη, τέθηκαν για πρώτη φορά, ήδη από τη δεκαετία του '60, οι θεωρητικές βάσεις ενός συστήματος ευθύνης του παραγωγού απαγκιστρωμένης από το πταίσμα ως απαραίτητης προϋποθέσεως (6). Τα βασικά στοιχεία της θεωρίας αυτής μπορούν να συνοψισθούν ως εξής (7): α) η μεγαλύτερη συμβατική και οικονομική ισχύς του παραγωγού σε σχέση με τον καταναλωτή και η επιφέρουσα τομή και περισσότερο ανασχετική λειτουργία του συστήματος της αντικειμενικής ευθύνης έχει σχέση με την εξ υπαιτιότητος ευθύνη, β) η αρχή της κατανομής των κινδύνων εντός μιας δεδομένης κοινωνικής οργανώσεως, εφαρμοστέα μέσω της προσφυγής στον ασφαλιστικό μηχανισμό: με άλλους λόγους, η ενσωμάτωση του κόστους που απορρέει από ζημιογόνα γεγονότα εκ μέρους του παραγωγού, γ) η μείωση των αποκαλουμένων δευτερογενών και τριτογενών διοικητικών δαπανών και η επίτευξη σημαντικών κοινωνικών πλεονεκτημάτων λόγω της καθιερώσεως συστήματος αντικειμενικής ευθύνης του παραγωγού.

17 Από κοινοτικής απόψεως, ορισμένα σχέδια που υποβλήθηκαν περί τα τέλη της δεκαετίας του '70, ακολούθησε, συγκεκριμένα το 1985, η έκδοση της οδηγίας, η οριστική διατύπωση της οποίας διαφέρει σημαντικά από το αρχικά προταθέν κείμενο της Επιτροπής (8).

Πράγματι, η πρόταση οδηγίας, εμπνευσμένη από το βορειοαμερικανικό πρότυπο, προέβλεπε σύστημα αντικειμενικής ευθύνης του παραγωγού, η οποία θεωρήθηκε, αφενός, ως ο πλέον κατάλληλος μηχανισμός για τη διασφάλιση της ενδεδειγμένης προστασίας του καταναλωτή (τέταρτη αιτιολογική σκέψη), αφετέρου, ως απόρροια του γεγονότος ότι ο παραγωγός βρίσκεται θεωρητικώς στο επίκεντρο του καταλογισμού της ζημίας, δεδομένου ότι έχει τη δυνατότητα «να συμπεριλάβει τα απορρέοντα από την εν λόγω ευθύνη έξοδα στο κόστος κατασκευής, κατά τον υπολογισμό των τιμών, και να τα κατανείμει συνεπώς μεταξύ όλων των καταναλωτών που χρησιμοποιούν τον ίδιο τύπο προϋόντος αλλά χωρίς ελαττώματα» (πέμπτη αιτιολογική σκέψη).

18 Εξάλλου, η οριζόμενη στην πρόταση της Επιτροπής ευθύνη έβαινε πέραν του συστήματος της strict liability, όπως αυτή διευκρινίστηκε ανωτέρω, προσλαμβάνοντας απόλυτο χαρακτήρα, ήτοι χωρίς να δέχεται τα αποδεικτικά στοιχεία απαλλαγής του παραγωγού. Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 1 της προτάσεως, ο παραγωγός «ευθύνεται για τη ζημία που προκαλεί ελάττωμα πράγματος, ανεξάρτητα από το αν γνώριζε ή όχι ή ήταν σε θέση να γνωρίζει το ελάττωμα αυτό. Ο παραγωγός ευθύνεται επίσης, έστω και αν το πράγμα, με βάση το πλέον προηγμένο κατά τον χρόνο διαθέσεως αυτού στην κυκλοφορία επιστημονικό και τεχνικό επίπεδο δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως ελαττωματικό».

Επομένως, με τον τρόπο αυτό αποκλείστηκε το ενδεχόμενο ο παραγωγός να μπορεί να επικαλεστεί τη στηριζόμενη στο state of art εξαίρεση, δυνάμει της οποίας μπορεί να απαλλαγεί της ευθύνης του εφόσον αποδεικνύει ότι το κατά τον χρόνο διαθέσεως του προϋόντος στην κυκλοφορία επίπεδο των επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων δεν επέτρεπε τον χαρακτηρισμό του ως ελαττωματικού. Με άλλους λόγους, οι παραγωγοί επιβαρύνονταν και με τους αποκαλουμένους «κινδύνους της αναπτύξεως», ήτοι τους κινδύνους που υφίστανται στους παραγωγικούς τομείς όπου η πρόοδος των τεχνικών και επιστημονικών γνώσεων μπορεί να καταστήσει a posteriori ελαττωματικό ένα προϋόν το οποίο, κατά την κατασκευή του, δεν λογίζεται ως τέτοιο (9).

19 Αντίθετα, η εκδοθείσα από το Συμβούλιο οδηγία επέλεξε ένα καθεστώς αντικειμενικής ευθύνης, όχι απόλυτης αλλά περιορισμένης, σύμφωνα με την αρχή της δίκαιης κατανομής των κινδύνων μεταξύ του ζημιωθέντος και του παραγωγού, ο οποίος βαρύνεται μόνο με τους δυνάμενους να υπολογιστούν κινδύνους και όχι με τους κινδύνους της αναπτύξεως, οι οποίοι εκ φύσεως δεν μπορούν να αποτιμηθούν (10). Κατ' εφαρμογή της οδηγίας, λοιπόν, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί ευθύνη σε βάρος του παραγωγού λόγω των ελαττωμάτων του προϋόντος του, ο ζημιωθείς οφείλει ν' αποδείξει τη ζημία, την ύπαρξη του ελαττώματος του προϋόντος και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των δύο, όχι όμως την υπαιτιότητα του παραγωγού.

Πάντως, ο τελευταίος μπορεί να απαλλαγεί της ευθύνης του εφόσον αποδείξει ότι η state of art δεν επέτρεπε, κατά τη διάθεση του προϋόντος στην αγορά, να θεωρηθεί ως ελαττωματικό. Αυτό προβλέπεται στο άρθρο 7, στοιχείο εε, της οδηγίας (11).

20 Καταρχάς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, αναφερόμενη αποκλειστικά στις «επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις» κατά τον χρόνο θέσεως του προϋόντος σε κυκλοφορία, η διάταξη αυτή δεν αφορά την πρακτική και τις εν χρήσει προδιαγραφές ασφαλείας στον βιομηχανικό τομέα όπου δρα ο παραγωγός. Με άλλους λόγους, στερείται σημασίας, για τους σκοπούς της απαλλαγής του κατασκευαστή από την ευθύνη του, ότι σε συγκεκριμένο τομέα παραγωγής ουδείς λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα αποκλεισμού του ελαττώματος ή προλήψεως της επελεύσεώς του, εφόσον τούτο είναι εφικτό με βάση τις διαθέσιμες γνώσεις.

Επίσης, δεν εμπίπτουν στη σφαίρα εφαρμογής του άρθρου 7, στοιχείο εε, τα αφορώντα τις πρακτικές και οικονομικές πτυχές μέτρα αποκλεισμού του ελαττώματος του προϋόντος. Ούτε είναι δυνατόν, από της απόψεως αυτής, να αποδίδεται οποιαδήποτε σημασία, για τους σκοπούς της απαλλαγής του παραγωγού από την ευθύνη του, στο γεγονός ότι δεν ήταν ενήμερος του επιπέδου των επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων και δεν παρακολουθεί τις εξελίξεις τους που δημοσιεύονται σε ειδικευμένα έντυπα. Θεωρώ, λοιπόν, ότι η συμπεριφορά του παραγωγού πρέπει να εκτιμηθεί σε συνάρτηση με τις γνώσεις ενός ειδικού του συγκεκριμένου τομέα (12).

21 Αντίθετα, όσον αφορά την έκφραση «επίπεδο γνώσεων», απαιτούνται ορισμένες συμπληρωματικές παρατηρήσεις.

Η πρόοδος της επιστήμης δεν εξελίσσεται γραμμικώς, υπό την έννοια ότι οι νέες μελέτες και οι νέες ανακαλύψεις μπορούν αρχικά να προσκρούουν σε επικρίσεις και να θεωρούνται ως αναξιόπιστες από το μεγαλύτερο τμήμα της επιστημονικής κοινότητας, ενώ, αργότερα, να αποτελούν αντικείμενο αντίστροφης διαδικασίας «εξαγνισμού», καθιστώντας σχεδόν ομόφωνη την αποδοχή τους. Είναι, λοιπόν, πολύ πιθανόν, κατά τον χρόνο της εμπορίας ενός συγκεκριμένου προϋόντος, μεμονωμένες απόψεις να το θεωρούν ως ελαττωματικό, ενώ κατά κανόνα οι ειδικοί να μην το θεωρούν ως τέτοιο. Στο στάδιο αυτό, το πρόβλημα έγκειται στην απόδειξη αν, ενώπιον μιας τέτοιας καταστάσεως, ήτοι ενώπιον ενός κινδύνου ο οποίος δεν είναι βέβαιος και ο οποίος αναγνωρίζεται μόνο a posteriori από όλους, ο παραγωγός μπορεί εν πάση περιπτώσει να επικαλεστεί το προβλεπόμενο από το άρθρο 7, στοιχείο εε, της οδηγίας απαλλακτικό γεγονός.

Κατά την άποψή μου, η απάντηση πρέπει να ειναι αρνητική. Με άλλους λόγους, το επίπεδο των επιστημονικών γνώσεων δεν μπορεί να ταυτίζεται με τις απόψεις που εκφράζει η πλειονότητα των ειδικών, αλλ' αντιστοιχεί στο πλέον προηγμένο επίπεδο των ερευνών που έχουν πραγματοποιηθεί κατά τον συγκεκριμένο χρόνο.

22 Η ερμηνεία αυτή, η οποία συμπίπτει με την προταθείσα από την Επιτροπή κατά τη συζήτηση ακροατηρίου, μέσω διαφόρων αρκούντως πειστικών παραδειγμάτων, είναι εκείνη που συνάδει περισσότερο προς τη ratio της κοινοτικής κανονιστικής ρυθμίσεως: ο παραγωγός πρέπει να αναλαμβάνει τους προβλεπτούς κινδύνους, έναντι των οποίων έχει τη δυνατότητα να προστατευθεί, είτε προληπτικώς, επενδύοντας περισσότερο σε πειράματα και έρευνα, είτε μεταγενέστερα, συνάπτοντας σύμβαση ασφαλίσεως της αστικής ευθύνης, κατά τρόπον ώστε να καλύπτεται από τις ενδεχόμενες ζημίες που προκαλεί το ελαττωματικό προϋόν.

Τη στιγμή κατά την οποία, κατά τον κρίσιμο χρόνο και στο συγκεκριμένο επιστημονικό πεδίο, υψωνόταν έστω και μία φωνή (η οποία, όπως μας διδάσκει η ιστορία των επιστημών, μπορεί να μετατραπεί με την πάροδο του χρόνου σε opinio communis), η οποία επισημαίνει την εν δυνάμει ελαττωματικότητα και/ή επικινδυνότητα του προϋόντος, ο κατασκευαστής του δεν μπορεί πλέον να θεωρηθεί ότι βρίσκεται ενώπιον απροβλέπτου κινδύνου για να μην εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του επιβαλλομένου με την οδηγία καθεστώτος.

23 Η πτυχή στην οποία μόλις αναφέρθηκα συνδέεται στενά με το ζήτημα της διαθεσιμότητας των επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων, ήτοι της δυνατότητας των ενδιαφερομένων να έχουν κατά τον κρίσιμο χρόνο πρόσβαση στις πληροφορίες. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι η διάδοση των πληροφοριών εξαρτάται από αντικειμενικούς παράγοντες, όπως, επί παραδείγματι, ο τόπος προελεύσεως, η γλώσσα στην οποία διατίθενται και ο βαθμός διασποράς των επιθεωρήσεων στις οποίες δημοσιεύονται.

Για να είμαι σαφής, υφίστανται σημαντικές διαφορές, στο επίπεδο της ταχύτητας με την οποία κυκλοφορούν και του εύρους της διαδόσεώς τους, μεταξύ μιας μελέτης ενός ερευνητή αμερικανικού πανεπιστημίου που δημοσιεύθηκε σε αγγλόφωνη διεθνή επιθεώρηση και, για να χρησιμοποιήσω το παράδειγμα που ανέφερε η Επιτροπή, μιας ανάλογης έρευνας ενός ακαδημαϋκού της Μαντζουρίας που δημοσιεύθηκε στην κινεζική γλώσσα σε τοπική επιστημονική επιθεώρηση και που υπό την έννοια αυτή δεν εξέρχεται των ορίων της περιοχής.

24 Σε μία κατάσταση όπως η προπεριγραφείσα, θα ήταν εκτός πραγματικότητας και θα έλεγα παράλογο να θεωρηθεί ότι η μελέτη στην κινεζική γλώσσα έχει τις ίδιες πιθανότητες με την άλλη να είναι σε γνώση ενός κατασκευαστή ευρωπαϋκών προϋόντων. Πιστεύω, ότι σε παρόμοια περίπτωση, ο παραγωγός δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί υπεύθυνος επειδή, όταν έθεσε σε κυκλοφορία το προϋόν, ο λαμπρός ασιάτης ερευνητής είχε ανακαλύψει το ελάττωμα (13).

Το επίπεδο των «διαθεσίμων γνώσεων» πρέπει ευρύτερα να περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία που διαθέτει το πληροφοριακό δίκτυο της επιστημονικής κοινότητας στο σύνολό της, λαμβάνοντας, πάντως, υπόψη, με βάση τον κοινό νου, τις συγκεκριμένες δυνατότητες διαθέσεως των πληροφοριών.

25 Έχοντας με τον τρόπο αυτό εξατομικεύσει το περιεχόμενο της κοινοτικής διατάξεως, εκτιμώ ότι δεν είμαι σε θέση να ταχθώ με την άποψη της Επιτροπής ότι συντρέχει μη επιδεχόμενο θεραπεία ασυμβίβαστο μεταξύ της διατάξεως αυτής και της επίδικης εθνικής διατάξεως. Στην πραγματικότητα, δεν μπορεί να αγνοηθεί ότι η διατύπωση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο e, του νόμου εμπεριέχει ένα εν δυνάμει στοιχείο ασαφείας: στον βαθμό που αναφέρεται σε ό,τι θα μπορούσε να αναμένει κάποιος από τον παραγωγό, θα μπορούσε όντως να ερμηνευθεί ευρύτερα απ' ό,τι θα έπρεπε.

Εντούτοις, εκτιμώ ότι η αναφορά στην «ικανότητα του παραγωγού» να ανακαλύψει το ελάττωμα, όσο γενικόλογη και αν είναι, δεν μπορεί, ή έστω δεν πρέπει (κατ' ανάγκη), να καθιστά εφικτές αντίθετες προς τη ratio και τον σκοπό της οδηγίας ερμηνείες.

26 Πρώτον, ο παραγωγός είναι κεντρικό πρόσωπο όχι μόνο στο σύστημα της οδηγίας, σφαιρικώς, αλλά και στα πλαίσια της διατάξεως του άρθρου 7, στοιχείο εε, το οποίο, μολονότι δεν τον κατονομάζει, έχει ως αποδέκτη τον παραγωγό, ο οποίος οφείλει να προσκομίσει την απαιτούμενη απόδειξη προκειμένου να απαλλαγεί της ευθύνης του. Από την άποψη αυτή, η διάταξη του νόμου εκφράζει ευθαρσώς μία ιδέα που εξυπονοείται ότι εμπεριέχει ο κοινοτικός κανόνας.

Δεύτερον, η αναφορά που περιλαμβάνει ο νόμος στην ικανότητα του παραγωγού να ανακαλύψει το ελάττωμα δεν αρκεί να καταστήσει υποκειμενικό το προβλεπόμενο κριτήριο. Συγκεκριμένα, η αναφορά αυτή μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί, όπως υποστηρίζει το Ηνωμένο Βασίλειο, ως αντικειμενικά ελέγξιμη και αποτιμήσιμη παράμετρος, κατ' ουδένα τρόπο εξαρτώμενη από τον συνυπολογισμό των υποκειμενικώς διαθεσίμων γνώσεων, και συγκεκριμένα από τον παραγωγό, ούτε από τις οργανωτικές και οικονομικές απαιτήσεις του. Επομένως, το κριτήριο αυτό επιβάλλει, προκειμένου να αποκλειστεί η ευθύνη του κατασκευαστή, την απόδειξη της αδυναμίας γνώσεως του ελαττώματος του προϋόντος υπό το φως του πλέον προηγμένου επιπέδου των επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων, αντικειμενικώς και ευλόγως προσπελασίμων και διαθεσίμων.

27 Κατά συνέπεια, η ερμηνεία αυτή και η εφαρμογή της επίδικης διατάξεως του νόμου εκ μέρους του εθνικού δικαστή καθιστούν άνευ αντικειμένου τις ανησυχίες της Επιτροπής ως προς μία άνευ λόγου «υποκειμενικοποίηση» των προϋποθέσεων απαλλαγής, ικανή να οδηγήσει σε ουσιαστική μετατροπή του συστήματος ευθύνης της οδηγίας σε εξ υπαιτιότητας ευθύνη.

Άλλωστε, υπό το πρίσμα αυτό, πρέπει να γίνει δεκτό το επιχείρημα της Βρετανικής Κυβερνήσεως ότι ουδαμώς στον νόμο απαντά κάποιο ουσιώδες στοιχείο του συγκεκριμένου συστήματος ευθύνης, το οποίο, ως γνωστόν, συνεπάγεται την εκ μέρους του καταναλωτή απόδειξη της «υπαιτιότητας» του παραγωγού. Στην πραγματικότητα, το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο e, του νόμου προβλέπει ότι το βάρος της αποδείξεως φέρει ο κατασκευαστής ο οποίος επικαλείται την εξαίρεση της state of art.

28 Ας μου επιτραπεί να προσθέσω ότι, κατά την άποψή μου, δεν μπορεί να μην αποδίδεται, όπως ισχυρίζεται η Επιτροπή, καμία σημασία ούτε στον ερμηνευτικό κανόνα του άρθρου 1 του νόμου, ο οποίος υποχρεώνει τον εθνικό δικαστή να ερμηνεύει τις διατάξεις του νόμου σύμφωνα με την οδηγία, ούτε στις ερμηνευτικές αρχές που οφείλουν να εφαρμόζουν οι Βρετανοί δικαστές, δυνάμει του European Communities Act 1972, που έχουν το ίδιο περιεχόμενο και τυγχάνουν γενικής εφαρμογής, στις οποίες αναφέρεται παγίως η νομολογία του House of Lords (14).

Αντίθετα, είναι αδύνατον, προκειμένου να μην γίνει δεκτό το συμπέρασμα στο οποίο καταλήξαμε, να συναχθούν επαρκή στοιχεία από τις κοινοβουλευτικές συζητήσεις στις οποίες αναφέρθηκε η Επιτροπή και από τις οποίες προκύπτει το έντονο ενδιαφέρον να αποφευχθεί η υπερβολική διεύρυνση της σημασίας της εξαιρέσεως της state of art εν συνεχεία της προαναφερθείσας αναφοράς στην ικανότητα του παραγωγού να ανακαλύψει το ελάττωμα. Πάντως, η ύπαρξη ενός τέτοιου κινδύνου δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επαρκής απόδειξη προκειμένου να διαπιστωθεί η προβαλλόμενη από την Επιτροπή παράβαση.

29 Εξάλλου, το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνει η πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία η σημασία των νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών εθνικών διατάξεων πρέπει να εκτιμάται υπό το φως της ερμηνείας που δίδουν συναφώς οι εθνικοί δικαστές (15). Από τα προηγηθέντα συνάγω προφανώς ότι θα ήταν φρονιμότερο και σκοπιμότερο, προτού κινήσει τη διαδικασία κατά του Ηνωμένου Βασιλείου για μη ορθή μεταφορά της οδηγίας, η Επιτροπή να αναμείνει την εφαρμογή του νόμου από τα εθνικά δικαστήρια. Αντίθετα, ο τρόπος με τον οποίο κινήθηκε η εκ μέρους της Επιτροπής διαδικασία παραβάσεως την καθιστά τουλάχιστον πρόωρη.

Εν τέλει, θεωρώ ότι υποχρεούμαι να συμμεριστώ την άποψη του Ηνωμένου Βασιλείου και, συνακόλουθα, να συμπεράνω ότι ουδόλως η Επιτροπή κατέδειξε ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο e, του νόμου αποτελεί μη ορθή εφαρμογή του άρθρου 7, στοιχείο εε, της οδηγίας.

30 Η προτεινόμενη λύση συνεπάγεται ότι, ως ηττημένη, η Επιτροπή θα φέρει και τα δικαστικά έξοδα.

31 Εν όψει των προηγηθεισών σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο:

1) να απορρίψει την προσφυγή·

2) να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

(1) - ΕΕ 1985, L 210, σ. 29.

(2) - Η ίδια η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, σε απάντηση συγκεκριμένης ερωτήσεώς μου επί του θέματος, αναγνώρισε ρητώς ότι η έλλειψη εθνικής νομολογίας ως προς το ασυμβίβαστο με την οδηγία είναι αλυσιτελής ως προς το παραδεκτό της προσφυγής της Επιτροπής.

(3) - Βλ., επί παραδείγματι, απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 1993 στην υπόθεση C-71/92, Επιτροπή κατά Ισπανίας (Συλλογή 1993, σ. Ι-5923, σκέψη 23).

(4) - Βλ., προς την κατεύθυνση αυτή, τις συναφείς επισημάνσεις Ponzarelli: La responsabilitΰ civile. Profili di diritto comparato, Bologna, 1992, σ. 107.

(5) - Βλ. Priest: «La scoperta della responsabilitΰ d'impresa: una storia critica delle origini intellettuali del moderno sistema di responsabilitΰ civile», Resp. civ., 1985, σ. 275 επ.

(6) - Η θεωρία της αντικειμενικής ευθύνης ή, για να κάνω χρήση της αγγλικής εκφράσεως, της strict liability έχει ως σημείο αφετηρίας στις Ηνωμένες Πολιτείες μία concurring opinion του δικαστή Roger Traynor στην υπόθεση Escola κατά Coca Cola bottling Co., 24 Cal. 2 d 453, 461 P 2 d 436 (1944), θέση, σύμφωνα με την οποία ο παραγωγός ενεχόταν αν, κατά τη διάθεση προϋόντος του για πρώτη φορά στην αγορά, γνώριζε ότι επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί χωρίς προηγούμενη διενέργεια ελέγχου και αν προέκυπτε ότι ελάττωμα του προϋόντος προκάλεσε ζημία. Και τούτο επειδή ο παραγωγός, σε αντίθεση με το κοινό, μπορεί να προστατευθεί από την επέλευση των κινδύνων και είναι σε θέση να συνάψει ασφάλιση μετακυλίοντας το κόστος στους καταναλωτές. Το ανώτατο δικαστήριο της Καλιφόρνιας, καθορίζοντας τους κανόνες της αστικής ευθύνης, έκανε δεκτή, στα πλαίσια της δίκης Greenman κατά Yuba Power Products Inc. 59 Cal. 2 d 57, 377 P 2 d 897 (1963), τη θέση του δικαστή Traynor, εκτιμώντας ότι ο αντίδικος παραγωγός έφερε αντικειμενική ευθύνη για τις ζημίες που προκάλεσε το ελάττωμα του προϋόντος του. Η ανωτέρω αρχή επανελήφθη στη συνέχεια με το Restatement Second of Torts, τμήμα 402 Α, όπου προβλεπόταν η επιβολή κυρώσεων λόγω ευθύνης του πωλητή έναντι του καταναλωτή σε περίπτωση εμπορίας ελαττωματικών προϋόντων «ακρίτως επικινδύνων». Εξάλλου, η απαραίτητη προϋπόθεση της ακρισίας απερρίφθη από το ίδιο το ανώτατο δικαστήριο της Καλιφόρνιας στην υπόθεση Cronin κατά J. B. E. Olson Corp., 8 Cal. 3 d 121, 501, P 2 d 1153 (1972), επειδή θεωρήθηκε ότι «μύριζε» αμέλεια, ενώ, αντίθετα, αρκούσε, για να τύχει εφαρμογής η ευθύνη του κατασκευαστού, η απόδειξη του ότι το ελάττωμα προκαλεί τη ζημία. Σημειωτέον ότι, από τη δημοσίευση του τμήματος 402 Α, στο σύνολο σχεδόν των Ηνωμένων Πολιτειών υιοθετήθηκαν συστήματα αντικειμενικής ευθύνης. Για μια σύνοψη της ογκώδους βορειοαμερικανικής θεωρίας, βλ. Shapo, The law of products liability, Boston - New York, 1987.

(7) - Βλ. Ponzarelli (ανωτέρω υποσημείωση 4), σ. 115 και 116..

(8) - GU 1976, C 241, σ. 9.

(9) - Συναφώς, σκόπιμο είναι να υπομνηστεί ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες παρατηρήθηκε η νομολογιακή τάση υπέρ της απόλυτης ευθύνης του παραγωγού, κυρίως στον τομέα των φαρμακευτικών προϋόντων. Πάντως, η indiscriminate expansion of substantive tort liability, επακόλουθη της νομολογίας αυτής, σύμφωνα με την οποία στοιχειοθετούνταν ευθύνη σε όλες τις περιπτώσεις και ανεξάρτητα από το κόστος, χωρίς την αποδοχή της στηριζομένης στη state of art εξαίρεση, προκάλεσε τόσο βαθιά κρίση στην αγορά των ασφαλίσεων ώστε ορισμένες οικονομικές δραστηριότητες να μην μπορούν πλέον να επιτύχουν ασφαλιστική κάλυψη. Για τον λόγο αυτό, παρατηρήθηκε πρόσφατα, τόσο σε νομολογιακό όσο και σε κανονιστικό επίπεδο, αναστροφή της τάσεως και επιστροφή στους κανόνες της αντικειμενικής, αλλ' όχι πλέον απόλυτης ευθύνης: επί του σημείου αυτού, βλ. τις παρατηρήσεις του Priest: «The current insurance crisis and modern tort law», 96 Yale Law Journal 1589 (1987)· idem, «La controrivoluzione nel diritto della responsabilitΰ da prodotti negli Stati Uniti d'America», Foro italiano, 1989, IV, σ. 119 επ. Στο τελευταίο από τα ανωτέρω άρθρα, ο συγγραφέας προειδοποιεί τους ευρωπαϋκούς νομικούς κύκλους να έχουν κατά νου ότι: «το ανώτατο δικαστήριο της Καλιφόρνιας στην υπόθεση Brown και η νέα νομοθεσία της Νέας Υερσέης έθεσαν ήδη σε κίνηση τη διαδικασία επανεξετάσεως των προϋποθέσεων του κανόνα της strict liability που ισχύει στον τομέα της ευθύνης λόγω των προϋόντων. Θα έχει ενδιαφέρον να διερευνηθεί κατά πόσο τα ευρωπαϋκά κράτη, προβαίνοντας στη συγκεκριμένη εφαρμογή της κοινοτικής οδηγίας της 25ης Ιουλίου 1985 η οποία υιοθέτησε το κριτήριο της strict liability 25 έτη μετά τη θέσπισή του στις Ηνωμένες Πολιτείες, θα αφομοιώσουν τα αρχικά θεωρητικά στοιχεία του συστήματος που οδήγησαν τις Ηνωμένες Πολιτείες σε κατάσταση κρίσεως ή αν, αντίθετα, λάβουν υπόψη τους την αντεπανάσταση που μόλις άρχισε».

(10) - Τούτο επιβεβαιώνεται στο άρθρο 15, στοιχείο ββ, της οδηγίας, το οποίο παρέχει στα κράτη μέλη την ευχέρεια να παρεκκλίνουν από τις διατάξεις σχετικά με τους κινδύνους που ανάγονται στην εξέλιξη των γνώσεων, μέσω της θεσπίσεως αυστηροτέρων νομοθετικών διατάξεων.

(11) - Όσον αφορά τη δύσκολη προπαρασκευαστική φάση της διατάξεως αυτής, βλ. Ghestin: «La directive communautaire du 25 Juillet 1985 sur la responsabilitι du fait des produits dιfectueux», Dalloz, 1986, Chron., σ. 135 επ.

(12) - Αν, επί παραδείγματι, οι χημικοί ή οι φαρμακολόγοι πρέπει να είναι ενήμεροι των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων μιας συγκεκριμένης ουσίας, για τους σκοπούς που ενδιαφέρουν εν προκειμένω, ο βιομήχανος που παράγει φαρμακευτικά προϋόντα περιέχοντα την εν λόγω ουσία καλείται να έχει ανάλογες γνώσεις.

(13) - Αντίθετα προς όσα υποστήριξε η Επιτροπή κατά τη συζήτηση ακροατηρίου, τα οποία έρχονται σε σύγκρουση μάλιστα προς όσα η ίδια δήλωσε προηγουμένως, θεωρώ, επομένως, ότι δεν αρκεί, προκειμένου να μην τύχει εφαρμογής η προβλεπόμενη στο άρθρο 7, στοιχείο εε, της οδηγίας εξαίρεση, η απόδειξη ότι σε κάποια χώρα ή σε κάποια γλώσσα κάποιος είναι σε θέση να ανακαλύψει το ελάττωμα του προϋόντος.

(14) - Επιπλέον, στο σημείο αυτό είναι σκόπιμο να υπομνηστεί ότι οι εθνικοί δικαστές οφείλουν, εν πάση περιπτώσει, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, να ερμηνεύουν την εθνική νομοθεσία σύμφωνα προς την οδηγία· βλ. απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 1990 στην υπόθεση C-106/89, Marleasing (Συλλογή 1990, σ. Ι-4135, σκέψη 8).

(15) - Βλ. ειδικότερα αποφάσεις της 8ης Ιουνίου 1994 στην υπόθεση C-382/92, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου (Συλλογή 1994, σ. Ι-2435, σκέψη 36), και της 16ης Δεκεμβρίου 1992 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-132/91, C-138/91 και C-139/91, Κατσίκας κ.λπ. (Συλλογή 1992, σ. Ι-6577, σκέψη 39).

Top