EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61995CC0282

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Tesauro της 26ης Νοεμβρίου 1996.
Guérin automobiles κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Αίτηση αναιρέσεως - Ανταγωνισμός - Καταγγελία - Προσφυγή κατά παραλείψεως - Γνωστοποίηση δυνάμει του άρθρου 6 του κανονισμού 99/63/ΕΟΚ - Λήψη θέσεως τερματίζουσα την παράλειψη - Αίτηση ανταναιρέσεως περιοριζόμενη στα δικαστικά έξοδα.
Υπόθεση C-282/95 P.

Συλλογή της Νομολογίας 1997 I-01503

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1996:453

61995C0282

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Tesauro της 26ης Νοεμβρίου 1996. - Guérin automobiles κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. - Αίτηση αναιρέσεως - Ανταγωνισμός - Καταγγελία - Προσφυγή κατά παραλείψεως - Γνωστοποίηση δυνάμει του άρθρου 6 του κανονισμού 99/63/ΕΟΚ - Λήψη θέσεως τερματίζουσα την παράλειψη - Αίτηση ανταναιρέσεως περιοριζόμενη στα δικαστικά έξοδα. - Υπόθεση C-282/95 P.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1997 σελίδα I-01503


Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


1 Mε απόφαση της 27ης Ιουνίου 1995 στην υπόθεση T-186/94 (1) (στο εξής: απόφαση), το Πρωτοδικείο αποφάνθηκε επί προσφυγής που άσκησε η εταιρία γαλλικού δικαίου Guιrin automobiles (στο εξής: αναιρεσείουσα), αντικείμενο της οποίας ήταν να διαπιστωθεί η παράλειψη της Επιτροπής και, επικουρικώς, να ακυρωθούν δύο παλαιότερα έγγραφα της Επιτροπής που υπετίθετο ότι απηχούσαν απόφασή της να μη χωρήσει στην εξέταση της καταγγελίας. Με την απόφαση αυτή, το Πρωτοδικείο αναγνώρισε, αφενός, ότι δεν συνέτρεχε λόγος αποφάνσεως επί της προσφυγής κατά παραλείψεως στο μέτρο που η εν λόγω προσφυγή κατέστη εν τω μεταξύ άνευ αντικειμένου, αφετέρου, ότι η προσφυγή ακυρώσεως ήταν απαράδεκτη στο μέτρο που τα επίδικα έγγραφα δεν συνιστούσαν πράξεις δεκτικές προσφυγής δυνάμει του άρθρου 173 της Συνθήκης. Πάντως, λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές περιστάσεις της υποθέσεως, το Πρωτοδικείο καταδίκασε την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Με την παρούσα αίτηση αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο να ακυρώσει την απόφαση, εξαιρουμένου του τμήματος περί των δικαστικών εξόδων, και να κάνει δεκτό το πρωτόδικο αίτημα. Η ίδια απόφαση αποτελεί αντικείμενο και αιτήσεως ανταναιρέσεως εκ μέρους της Επιτροπής, η οποία ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως του Πρωτοδικείου λόγω του ότι καταδικάστηκε στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Τα πραγματικά περιστατικά και η διαδικασία

2 Με έγγραφο της 3ης Αυγούστου 1992, η αναιρεσείουσα υπέβαλε, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 του Συμβουλίου (2), στην Επιτροπή καταγγελία, ζητώντας να διαπιστωθεί παράβαση του άρθρου 85 της Συνθήκης εκ μέρους της εταιρίας Volvo France, η οποία, κατά την αναιρεσείουσα, κατήγγειλε καταχρηστικώς την αορίστου χρόνου σύμβαση αντιπροσωπείας που είχε συναφθεί μεταξύ των μερών στις 10 Σεπτεμβρίου 1987. Με το ίδιο έγγραφο, η αναιρεσείουσα υποστήριξε επίσης ότι ορισμένες ρήτρες των συμβάσεων αποκλειστικής και επιλεκτικής διανομής της Volvo France δεν ενέπιπταν στον κανονισμό (EOK) 123/85 της Επιτροπής, της 12ης Δεκεμβρίου 1984, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΟΚ σε ορισμένες κατηγορίες συμφωνιών διανομής και εξυπηρετήσεως των πελατών πριν και μετά την πώληση αυτοκινήτων οχημάτων (3) (στο εξής: κανονισμός παρεκκλίσεως). Με έγγραφο της 29ης Οκτωβρίου 1992, οι υπηρεσίες της Επιτροπής πληροφόρησαν την αναιρεσείουσα ότι, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι το Cour d'appel de Paris είχε επιληφθεί του ζητήματος της καταγγελίας της συμβάσεως, ήταν δυσχερές να συναχθεί ότι η υπόθεση παρουσίαζε επαρκές κοινοτικό ενδιαφέρον ώστε να δικαιολογήσει την εξέτασή της. Κατόπιν αυτού, τάχθηκε στην αναιρεσείουσα προθεσμία τεσσάρων εβδομάδων προκειμένου να υποβάλει νέα στοιχεία, ενώ σε διαφορετική περίπτωση ο φάκελος επρόκειτο να τεθεί στο αρχείο χωρίς να δοθεί συνέχεια.

Με έγγραφο της 11ης Δεκεμβρίου 1992, η αναιρεσείουσα παρατήρησε ότι το Cour d'appel de Paris είχε αποφανθεί αποκλειστικά επί του κύρους της καταγγελίας της συμβάσεως αντιπροσωπείας, ενώ η καταγγελία που είχε η ίδια υποβάλει στην Επιτροπή αφορούσε τον νόμιμο χαρακτήρα του συνόλου της συμβάσεως διανομής υπό το φως του κανονισμού παρεκκλίσεως. Κατόπιν των συγκεκριμένων διευκρινίσεων της αναιρεσείουσας, οι υπηρεσίες της Επιτροπής παρατήρησαν, με έγγραφο της 21ης Ιανουαρίου 1993, ότι «η καταγγελία δεν στηρίζεται στους όρους υπό τους οποίους έγινε στην πράξη η καταγγελία της εν λόγω συμβάσεως από τη Volvo France, αλλά εν τέλει στηρίζεται στην άρνηση πωλήσεων που αντιτάσσεται πλέον στην Guιrin automobiles, με μόνη αιτιολογία την ύπαρξη δέσμης συμβάσεων αποκλειστικής και επιλεκτικής διανομής, οι οποίες, κατά την Guιrin, είναι απολύτως άκυρες, διότι υπερβαίνουν κατά πολύ τις παρεκκλίσεις που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΟΚ) 123/85 και επιπλέον δεν υπάγονται σε ατομική εξαίρεση». Η Επιτροπή προσέθεσε και τα εξής: «Με την ευκαιρία αυτή, πρέπει να σας πληροφορήσω ότι το πρόβλημα που έχετε θέσει και το οποίο εξάλλου είναι αντικείμενο και άλλων καταγγελιών εξετάζεται ήδη από την Επιτροπή και ότι μετά την περάτωση της εξετάσεως αυτής θα σας ανακοινωθεί το αποτέλεσμα.»

3 Στις 6 Ιανουαρίου 1994, ήτοι μετά την παρέλευση έτους και πλέον, η αναιρεσείουσα κάλεσε την Επιτροπή να της γνωστοποιήσει το αποτέλεσμα της εξετάσεως του φακέλου στον οποίο αναφερόταν το έγγραφο της 21ης Ιανουαρίου 1993. Επειδή το έγγρφο αυτό έμεινε αναπάντητο, η αναιρεσείουσα απηύθυνε στις 24 Ιανουαρίου 1994 στην Επιτροπή έγγραφο οχλήσεως κατά το άρθρο 175 της Συνθήκης. Με έγγραφο της 4ης Φεβρουαρίου 1994, οι υπηρεσίες της Επιτροπής περιορίστηκαν να επαναβεβαιώσουν την αναιρεσείουσα ότι η εξέταση της άλλης περιπτώσεως εκκρεμούσε ακόμη και ότι «ενδεχομένως θα αποτελούσε "προηγούμενο" για ορισμένα προβλήματα, όπως αυτό που θέτετε. Σας βεβαιώνω και πάλι ότι θα σας ενημερώσουμε αμέσως μόλις ολοκληρωθεί μια σημαντική φάση της εν λόγω εξετάσεως».

Στις 5 Μαου 1994, η αναιρεσείουσα άσκησε ενώπιον του Πρωτοδικείου προσφυγή δυνάμει του άρθρου 175 της Συνθήκης, αιτούμενη, ως κύριο αίτημα, να διαπιστωθεί η παράλειψη της Επιτροπής και, επικουρικώς, να ακυρωθούν τα έγγραφα της 21ης Ιανουαρίου 1993 και 4ης Φεβρουαρίου 1994 που υπετίθετο ότι απηχούσαν απόφαση της Επιτροπής να απορρίψει την καταγγελία της.

4 Στις 13 Ιουνίου 1994, οι υπηρεσίες της Επιτροπής απέστειλαν στην αναιρεσείουσα γνωστοποίηση, ο τίτλος της οποίας αναφέρεται ρητώς στο άρθρο 6 του κανονισμού 99/63/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 25ης Ιουλίου 1963, περί των ακροάσεων που προβλέπονται στο άρθρο 19, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 17 του Συμβουλίου (4). Το έγγραφο αυτό είναι διατυπωμένο ως εξής:

«Κύριε,

Έλαβα την επιστολή σας, της 24ης Ιανουαρίου 1994, σχετικά με την κατάσταση της πελάτιδάς σας Guιrin automobiles μετά την καταγγελία που υπέβαλε στις 11 Δεκεμβρίου 1992 κατά της τυποποιημένης συμβάσεως διανομής της Volvo France, με την οποία υποστηρίζετε ότι έγιναν σημαντικές υπερβάσεις σε σχέση με τις παρεκκλίσεις που προβλέπονται στον κανονισμό, καθώς και την αίτησή σας δυνάμει του άρθρου 175 της Συνθήκης να λάβει θέση η Επιτροπή εντός δύο μηνών επί της υποθέσεως αυτής. Επί της επιστολής αυτής θα ήθελα να διατυπώσω τις ακόλουθες παρατηρήσεις.

Η καταγγελία σας θίγει, από απόψεως κανόνων του ανταγωνισμού, το ζήτημα του συμβατού με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 123/85 μιας συμβάσεως που αφορά την αποκλειστική και επιλεκτική διανομή αυτοκινήτων, όπως εφαρμόζεται από τη Volvo France. Επ' αυτού, υπενθυμίζοντάς σας εξάλλου το έγγραφό μου της 21ης Ιανουαρίου 1993, στο οποίο επίσης αναφέρεστε, σας βεβαιώνω ότι μια συγκεκριμένη περίπτωση εξετάζεται επί του παρόντος από τις υπηρεσίες της Επιτροπής, περίπτωση η οποία θέτει το ζήτημα του συμβατού με τον κανονισμό μιας τυποποιημένης συμβάσεως διανομής αυτοκινήτων άλλου κατασκευαστή.

Στην άλλη αυτή υπόθεση τίθεται υπό αμφισβήτηση το συμβατό πολλών από τις ρήτρες ή πρακτικές στις οποίες αναφέρεσθε με την καταγγελία σας. ςΟπως γνωρίζετε, η Επιτροπή υπόκειται σε ορισμένες δεσμεύσεις κατά την επιλογή των προτεραιοτήτων της, λόγω των περιορισμένων μέσων που διαθέτει. Επομένως, όταν της έχουν υποβληθεί πολλές παρόμοιες υποθέσεις, το συμφέρον της Κοινότητας υπαγορεύει την επιλογή των αντιπροσωπευτικότερων περιπτώσεων. Για τον λόγο αυτό, σας βεβαιώνω, αναφερόμενος στο άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΟΚ) 99/63, ότι υπό τις συνθήκες αυτές η καταγγελία σας δεν μπορεί να τύχει χωριστής εξετάσεως προς το παρόν.

Εξάλλου, ο κανονισμός 123/85 εφαρμόζεται απευθείας από τα εθνικά δικαστήρια· συνεπώς, η πελάτιδά σας μπορεί να υποβάλει τη διαφορά καθώς και το ερώτημα της δυνατότητας εφαρμογής του κανονισμού στην εν λόγω σύμβαση απευθείας ενώπιον των δικαστηρίων αυτών.

Έχετε κάθε δικαίωμα να διατυπώσετε παρατηρήσεις επί του παρόντος εγγράφου. Στην περίπτωση αυτή, οι παρατηρήσεις σας πρέπει να περιέλθουν στην υπηρεσία μας εντός δύο μηνών.»

Στις 20 Ιουνίου 1994, η αναιρεσείουσα υπέβαλε στην Επιτροπή παρατηρήσεις επί του εγγράφου της 13ης Ιουνίου 1994, με τις οποίες καλούσε την Επιτροπή να δώσει διευκρινίσεις επί της άλλης υποθέσεως, καθώς και επί του αν είχε την πρόθεση να εξετάσει από κοινού τους δύο φακέλους ενόψει της προστασίας των δικαιωμάτων άμυνας. Επειδή δεν έλαβε απάντηση στο έγγραφο αυτό, ούτε στα έγγραφα της 13ης και 24ης Ιουλίου, με τα οποία επαναλάμβανε τα αιτήματά της, η αναιρεσείουσα απέστειλε στις 11 Αυγούστου 1994 στην Επιτροπή νέο έγγαφο οχλήσεως κατά το άρθρο 175 της Συνθήκης.

5 Η αναιρεσείουσα ισχυρίστηκε ενώπιον του Πρωτοδικείου, πρώτον, με το υπόμνημα απαντήσεώς της, ότι το έγγραφο της Επιτροπής της 13ης Ιουνίου 1994 δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι έθετε τέρμα στην παράλειψη του θεσμικού αυτού οργάνου. Και τούτο για τους ακόλουθους λόγους: α) η δυνάμει του άρθρου 6 του κανονισμού 99/63 γνωστοποίηση δεν συνιστά λήψη θέσεως κατά το άρθρο 175, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, β) το περιεχόμενο του εγγράφου αποτελεί απόδειξη του ότι δεν επρόκειτο για απόρριψη της καταγγελίας, και γ) το έγγραφο ήταν ανεπαρκώς αιτιολογημένο.

Δεύτερον, η αναιρεσείουσα υποστήριξε ότι η αοριστία των απαντήσεων της Επιτροπής ενέπιπτε σε στρατηγική με σκοπό να στερήσει τον καταγγέλλοντα από δικαστική προστασία. Συγκεκριμένα, χαρακτηρίζοντας, αφενός, τα έγγραφα της 21ης Ιανουαρίου 1993 και 4ης Φεβρουαρίου 1994 ως απλές απαντήσεις εν αναμονή εξελίξεων, η Επιτροπή απέβλεπε στο να αποφύγει προσφυγή ακυρώσεως, ενώ, αφετέρου, βεβαιώνοντας ότι το έγγραφο της 13ης Ιουνίου 1994 αποτελούσε στην πραγματικότητα λήψη θέσεως, η Επιτροπή απέβλεπε στο να αποφύγει προσφυγή κατά παραλείψεως.

Η απόφαση του Πρωτοδικείου

6 Με την απόφασή του, το Πρωτοδικείο υπογράμμισε προκαταρκτικά ότι, «κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής, το αίτημα κατά παραλείψεως ήταν παραδεκτό» (σκέψη 22). Στη συνέχεια, υπενθύμισε «ότι μια πράξη που δεν μπορεί να προσβληθεί με προσφυγή ακυρώσεως μπορεί, παρ' όλ' αυτά, να αποτελεί λήψη θέσεως που τερματίζει την παράλειψη, αν συνιστά προπαρασκευαστική πράξη της διαδικασίας που θα καταλήξει σε νομική πράξη η οποία με τη σειρά της μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως» (σκέψη 25), και ότι αυτή ακριβώς ήταν η περίπτωση του αποσταλέντος από την Επιτροπή εγγράφου στον καταγγέλλοντα κατά την έννοια του άρθρου 6 του κανονισμού 99/63. Πράγματι, σύμφωνα με πάγια νομολογία, η δυνάμει του άρθρου 6 γνωστοποίηση «συνιστά λήψη θέσεως κατά την έννοια του άρθρου 175 της Συνθήκης, παρ' όλον ότι δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως» (σκέψη 26).

Προβαίνοντας στον νομικό χαρακτηρισμό του εγγράφου της 13ης Ιουνίου 1994, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι, μολονότι το εν λόγω έγγραφο δεν συνιστά ρητή απόρριψη της καταγγελίας, «προκύπτει σαφώς από τη διπλή αναφορά στο άρθρο 6 του κανονισμού 99/63, από την τήρηση των τυπικών προϋποθέσεων που προβλέπονται στη διάταξη αυτή, από το περιεχόμενο του εγγράφου, καθώς και από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το έγγραφο αυτό, ότι η Επιτροπή θεωρούσε ότι τα στοιχεία που είχε στη διάθεσή της, κατά την ημερομηνία κατά την οποία απηύθυνε στην προσφεύγουσα την εν λόγω γνωστοποίηση, δεν δικαιολογούσαν το να δοθεί ευνοϋκή συνέχεια στην καταγγελία που της είχε υποβάλει η προσφεύγουσα» (σκέψη 29). Το Πρωτοδικείο διευκρίνισε επίσης ότι, ακόμη και αν υπετίθετο ότι το επίδικο έγγραφο δεν ήταν επαρκώς αιτιολογημένο και ότι είχε συνταχθεί μετά από αντικανονική διαδικασία, οι αιτιάσεις αυτές, «έστω και αν ενδεχομένως ήσαν λυσιτελείς στο πλαίσιο προσφυγής δυνάμει του άρθρου 173 της Συνθήκης, είναι αλυσιτελείς σε σχέση με το ζήτημα αν έχει ληφθεί θέση εκ μέρους της Επιτροπής κατά την έννοια του άρθρου 175 της Συνθήκης» (σκέψη 33).

Το Πρωτοδικείο απέρριψε επίσης το επιχείρημα της αναιρεσείουσας ότι, αν γινόταν δεκτό ότι με το έγγραφο ετίθετο τέρμα στην παράλειψη, οι πράξεις της Επιτροπής θα εξέφευγαν κάθε δικαστικού ελέγχου. Συναφώς, το Πρωτοδικείο υπογράμμιζε ότι η αναιρεσείουσα, εν συνεχεία των παρατηρήσεων που υπέβαλε σε απάντηση της γνωστοποιήσεως που της είχε απευθυνθεί δυνάμει του άρθρου 6 του κανονισμού 99/63, «μπορεί πλέον να αξιώσει την έκδοση οριστικής αποφάσεως της Επιτροπής επί της καταγγελίας. Η απόφαση αυτή, όμως, μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως ενώπιον του Πρωτοδικείου, αν η προσφεύγουσα θεωρεί ότι έχει βάσιμους λόγους να ασκήσει τέτοια προσφυγή» (σκέψη 34).

7 Τα επικουρικά αιτήματα της αναιρεσείουσας περί ακυρώσεως των εγγράφων της 21ης Ιανουαρίου 1993 και 4ης Φεβρουαρίου 1994, απηχούντων τη βούληση να απορριφθεί η καταγγελία, κρίθηκαν απαράδεκτα. Πράγματι, το Πρωτοδικείο υπογράμμισε ότι πρόκειται για απλά έγγραφα εν αναμονή εξελίξεων, τα οποία, συνεπώς, δεν συνιστούν «πράξεις παράγουσες δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα, ικανά να επηρεάσουν τα συμφέροντα της προσφεύγουσας, αλλά προπαρασκευαστικές πράξεις, οι οποίες επομένως δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής» (σκέψη 40).

8 Επί των δικαστικών εξόδων, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε καταρχάς ότι η Επιτροπή δεν έδωσε συνέχεια, εντός της προβλεπομένης στο άρθρο 175 της Συνθήκης προθεσμίας, στο έγγραφο οχλήσεως που της είχε απευθύνει στις 24 Ιανουαρίου 1994 η αναιρεσείουσα, και τούτο μολονότι ήταν δεόντως ενήμερη της ουσίας της καταγγελίας από τον Δεκέμβριο του 1992. Στη συνέχεια, αφού υπογράμμισε ότι η Επιτροπή δεν είχε κοινοποιήσει στην αναιρεσείουσα λήψη θέσεως επί της καταγγελίας της παρά μόνον μετά την άσκηση της προσφυγής (σκέψη 45), το Πρωτοδικείο αποφάνθηκε ότι η Επιτροπή έπρεπε να φέρει τόσο τα δικά της όσο και τα δικαστικά έξοδα της αντιδίκου (σκέψη 46).

Η ασκηθείσα αίτηση αναιρέσεως

9 Η αναιρεσείουσα αμφισβητεί ενώπιον του Δικαστηρίου το βάσιμο της αποφάσεως, ισχυριζόμενη ότι η κρίση του Πρωτοδικείου ότι το έγγραφο της 13ης Ιουνίου 1994, μολονότι συνιστά λήψη θέσεως κατά το άρθρο 175 της Συνθήκης και είναι, συνακόλουθα, ικανό να θέσει τέρμα στην παράλειψη, δεν έχει τον χαρακτήρα πράξεως δεκτικής προσφυγής κατά την έννοια του άρθρου 173 της Συνθήκης πάσχει πλάνη περί το δίκαιο. Η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται προς στήριξη της θέσεώς της: α) ότι το Πρωτοδικείο δεν έλαβε υπόψη την αλληλογραφία που ακολούθησε το έγγραφο της 13ης Ιουνίου 1994 της Επιτροπής, πράγμα που θα είχε επιτρέψει τον ορθό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών και συνεπώς τη διαπίστωση ότι η παράλειψη εξακολουθούσε να υφίσταται, β) ότι χώρησε σε εσφαλμένη εκτίμηση της νομικής φύσεως του εγγράφου της 13ης Ιουνίου 1994, και μάλιστα από πολλές απόψεις, όπως περιγράφεται λεπτομερώς στη συνέχεια, η προβολή των οποίων απέβλεπε στο να καταδειχθεί ότι το εν λόγω έγγραφο δεν συνιστά απόφαση περί απορρίψεως και συνεπώς δεν τέθηκε τέρμα στην παράλειψη, γ) ότι υπάρχει αντίφαση μεταξύ της κρίσεως του Πρωτοδικείου ότι το εν λόγω έγγραφο στερείται εννόμων αποτελεσμάτων έναντι του αποδέκτη του και του ότι διαπιστώθηκε παράλληλα ότι η προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου, γεγονός που συνεπάγεται παραβίαση του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, οφειλόμενη ακριβώς στο γεγονός ότι ο ιδιώτης στερείται με τον τρόπο αυτό του δικαιώματος της ενδεδειγμένης ένδικης προστασίας.

Τελικά, η αναιρεσείουσα καταγγέλλει ότι δεν τέθηκε τέρμα στην παράλειψη (πρώτος και δεύτερος λόγος αναιρέσεως) και ότι εν πάση περιπτώσει το γεγονός ότι διαπιστώνεται ο τερματισμός της παραλείψεως εν απουσία πράξεως δεκτικής προσφυγής συνεπάγεται την παραβίαση του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (τρίτος λόγος αναιρέσεως). Επομένως, η εν λόγω αίτηση αναιρέσεως προσφέρει στο Δικαστήριο την ευκαιρία να εμβαθύνει και αποσαφηνίσει τη φύση των δικαιωμάτων που απολαύει ο καταγγέλλων στο πλαίσιο των διαδικασιών σε θέματα ανταγωνισμού κυρίως, ιδίως υπό το πρίσμα της ένδικης προστασίας (5). Eίναι, λοιπόν, σκόπιμο, προτού εξεταστούν οι διάφοροι λόγοι που προβλήθηκαν στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως, να υπομνησθεί, έστω και σχηματικά, το κανονιστικό και νομολογιακό πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται η παρούσα διαφορά.

Τα δικαιώματα του καταγγέλλοντος κατά τη νομολογία

10 Υπενθυμίζω καταρχάς ότι, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο ββ, του κανονισμού 17, τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που επικαλούνται έννομο συμφέρον νομιμοποιούνται να υποβάλλουν στην Επιτροπή αίτηση προκειμένου να διαπιστωθεί (φερόμενη) παράβαση των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης. Πάντως, η δυνατότητα αυτή δεν συνδυάζεται με ουσιαστικής φύσεως δικαιώματα. Πράγματι, η επί του θέματος νομολογία αποσαφήνισε ότι ο καταγγέλλων δεν έχει το δικαιώμα να απαιτεί από την Επιτροπή την έκδοση αποφάσεως ως προς το υποστατό ή όχι της επικαλουμένης παραβάσεως (6) και ότι η Επιτροπή δεν φέρει καν την υποχρέωση να διενεργήσει έρευνα, εφόσον η έρευνα αυτή «θα είχε ως μόνο αντικείμενο την αναζήτηση των αποδεικτικών στοιχείων ως προς το υποστατό ή όχι μιας παραβάσεως που δεν έχει την υποχρέωση να διαπιστώσει» (7).

Πάντως, τα ανωτέρω δεν σημαίνουν ότι ο καταγγέλλων στερείται κάθε προστασίας. Πράγματι, το άρθρο 6 του κανονισμού 99/63 του παρέχει δικονομικής φύσεως εγγυήσεις, προβλέποντας ότι, «ιΟταν η Επιτροπή, έχοντας λάβει αίτηση σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, κρίνει ότι τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή της δεν δικαιολογούν την αποδοχή της αιτήσεως, πληροφορεί σχετικά τους προσφεύγοντες [αιτούντες] και τους καθορίζει προθεσμία για να υποβάλουν γραπτώς τις ενδεχόμενες παρατηρήσεις τους». Επομένως, η Επιτροπή έχει την ευχέρεια να απορρίψει την αίτηση είτε μετά την εξέταση των νομικών και πραγματικών στοιχείων της υποθέσεως είτε μετά τη διενέργεια έρευνας ή μετά την κίνηση διαδικασίας παραβάσεως. Σε όλες τις υποθετικές αυτές περιπτώσεις, πάντως, οφείλει να ενημερώσει την προσφεύγουσα επί των λόγων που την ώθησαν να μην κάνει δεκτή την αίτηση και να της ορίσει προθεσμία για την ενδεχόμενη υποβολή γραπτών παρατηρήσεων (8). Αυτό ακριβώς είναι και το αντικείμενο της προβλεπομένης στο άρθρο 6 γνωστοποιήσεως.

11 Εξάλλου, το Δικαστήριο έκρινε στην απόφαση Gema κατά Επιτροπής ότι «η κατά το άρθρο 6 του κανονισμού 99/63 γνωστοποίηση, όπως προκύπτει από την έκφραση "πληροφορεί σχετικά τους προσφεύγοντες", έχει ως μοναδικό σκοπό το να εξασφαλιστεί ότι ο αιτών, υπό την έννοια του το άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο ββ, του κανονισμού 17, θα πληροφορηθεί τους λόγους που οδήγησαν την Επιτροπή να συμπεράνει ότι τα στοιχεία που συνέλεξε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας δεν δικαιολογούν την αποδοχή της αιτήσεως. Η γνωστοποίηση αυτή σημαίνει ότι η υπόθεση τίθεται στο αρχείο, χωρίς, εντούτοις, να εμποδίζεται η Επιτροπή να ασχοληθεί εκ νέου με τον φάκελο αν το κρίνει σκόπιμο, ιδίως στην περίπτωση κατά την οποία ο αιτών προσκομίσει, εντός της προθεσμίας που του ορίστηκε προς τον σκοπό αυτό, σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω άρθρου 6, νέα πραγματικά ή νομικά στοιχεία» (9).

Στην απόφαση εκείνη, το Δικαστήριο, αφού παρέθεσε τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα και τη δικαιολογητική βάση της κατά το άρθρο 6 του κανονισμού 99/63 γνωστοποιήσεως, υπογράμμισε ότι η γνωστοποίηση αυτή συνιστά λήψη θέσεως κατά την έννοια του άρθρου 175 της Συνθήκης και ότι, κατά συνέπεια, είναι ικανή να θέσει τέρμα στην παράλειψη (10). Στην ίδια απόφαση, πάντως, το Δικαστήριο δεν απάντησε στο ερώτημα που είχε αποτελέσει αντικείμενο ευρείας συζητήσεως κατά τη διάρκεια της δίκης ως προς τη δυνατότητα ασκήσεως, βάσει του άρθρου 173 της Συνθήκης, προσφυγής κατά μιας τέτοιας γνωστοποιήσεως (11), αλλ' ούτε στο γενικότερο ζήτημα της δυνατότητας που παρέχεται στον καταγγέλλοντα να προσβάλει το έγγραφο απορρίψεως της καταγγελίας του με προσφυγή ακυρώσεως.

12 Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο είχε ήδη κρίνει, με την απόφαση στην υπόθεση Metro κατά Επιτροπής, ότι η ενδεχόμενη απόφαση περί απορρίψεως της καταγγελίας πρέπει να μπορεί να αποτελεί αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως, υπογραμμίζοντας ιδίως ότι «είναι προς το συμφέρον τόσο της ορθής απονομής της δικαιοσύνης όσο και της ορθής εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που νομιμοποιούνται να υποβάλουν αίτηση προς την Επιτροπή κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο ββ, του κανονισμού 17, προκειμένου να διαπιστωθεί παράβαση των εν λόγω άρθρων 85 και 86, να έχουν τη δυνατότητα, σε περίπτωση ολικής ή μερικής απορρίψεως της αιτήσεώς τους, να ασκήσουν προσφυγή προς προστασία των εννόμων συμφερόντων τους» (12). Στην υπόθεση εκείνη, γεγονός είναι ότι η προσφυγή της Metro, υπό την ιδιότητά της ως καταγγέλλοντος, στρεφόταν κατά της αποφάσεως της Επιτροπής να επιτρέψει, κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης, την παρέκκλιση ενός συστήματος διανομής. Πάντως, οι γενικοί όροι υπό τους οποίους διατυπώθηκε το σχετικό χωρίο που μόλις υπενθύμισα έδωσαν λαβή να υποτεθεί ότι οι ίδιες σκέψεις δεν μπορούσαν να ισχύσουν και στην περίπτωση «οριστικής» αποφάσεως περί θέσεως της καταγγελίας στο αρχείο.

Η μεταγενέστερη επί του θέματος νομολογία επιβεβαιώνει την άποψη αυτή, εφόσον το Δικαστήριο έκανε όντως δεκτό - επανειλημμένως - ότι η οριστική θέση στο αρχείο μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής δυνάμει του άρθρου 173 της Συνθήκης (13). Πάντως, εξακολουθούν να μένουν αναπάντητα δύο ερωτήματα και συγκεκριμένα: α) αν η κατά το άρθρο 6 του κανονισμού 99/63 γνωστοποίηση μπορεί να αποτελέσει και αντικείμενο προσφυγής κατά το άρθρο 173 της Συνθήκης ή αν η δυνατότητα αυτή παρέχεται αποκλειστικά και μόνο σε περίπτωση που η απόφαση περί θέσεως στο αρχείο μεσολαβεί μετά την υποβολή εκ μέρους του καταγγέλλοντος των τυχόν παρατηρήσεών του κατ' εφαρμογήν του ιδίου άρθρου 6, β) αν η Επιτροπή οφείλει και όχι απλώς μπορεί να εκδώσει οριστική απόφαση περί θέσεως της καταγγελίας στο αρχείο (14).

13 Στα δύο αυτά ζητήματα έδωσε απάντηση η νομολογία του Πρωτοδικείου. Με την απόφαση Automec I (15), το Πρωτοδικείο προέβη, όντως, σε μια ορθολογική θεωρητική κατάταξη των πράξεων που μπορεί να εκδίδει η Επιτροπή στα πλαίσια της διαδικασίας δυνάμει του άρθρου 6 του κανονισμού 99/63, ορίζοντας τις τυπικές προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι εν λόγω πράξεις μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής. Συγκεκριμένα, το Πρωτοδικείο διέκρινε, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 6, τρεις διαδοχικές φάσεις: μία πρώτη φάση χαρακτηριζόμενη από την ανταλλαγή πληροφοριών και προκαταρκτικών παρατηρήσεων μεταξύ του καταγγέλλοντος και των υπηρεσιών της Επιτροπής, μία δεύτερη φάση, η οποία αφορά την προβλεπόμενη στο άρθρο 6 γνωστοποίηση, και μία τρίτη φάση, με την οποία η Επιτροπή λαμβάνει γνώση των παρατηρήσεων του καταγγέλλοντος και εκδίδει, ενδεχομένως, τελική απόφαση. Μόνον η τελευταία αυτή απόφαση, την οποία, πάντως, η Επιτροπή φαίνεται ότι δεν οφείλει να εκδώσει, μπορεί να αποτελέσει, κατά το Πρωτοδικείο, αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως.

Εκείνο που έχει σημασία να υπογραμμιστεί είναι ότι η εν λόγω απόφαση, με την οποία κρίθηκε ότι η κατά το άρθρο 6 γνωστοποίηση αποτελεί απλώς και μόνο προπαρασκευαστική πράξη, διέλυσε κάθε αμφιβολία ως προς τη δυνατότητα, καταρχήν, προσβολής της εν λόγω γνωστοποιήσεως δυνάμει του άρθρου 173 της Συνθήκης. Το Πρωτοδικείο αιτιολόγησε τη συλλογιστική του αυτή, βεβαιώνοντας ιδίως ότι «η προσφυγή ακυρώσεως μιας τέτοιας γνωστοποιήσεως θα ήταν δυνατόν να υποχρεώσει το Δικαστήριο και το Πρωτοδικείο, όπως ακριβώς συμβαίνει στην περίπτωση προσφυγής κατά της κοινοποιήσεως των αιτιάσεων, να αποφανθούν επί ζητημάτων για τα οποία η Επιτροπή δεν είχε ακόμα τη δυνατότητα να τοποθετηθεί», πράγμα το οποίο θα ήταν, μεταξύ άλλων, ασυμβίβαστο «προς τις απαιτήσεις περί ορθής απονομής της δικαιοσύνης και εύρυθμης διεξαγωγής της διοικητικής ενώπιον της Επιτροπής διαδικασίας» (16).

14 Σε συνέχεια της αποφάσεως Automec I, η Επιτροπή διατύπωσε την άποψη ότι: «τα έγγραφα κοινοποιήσεως προκαταρκτικών παρατηρήσεων συντάσσονται, επομένως, κατά τρόπον ώστε να μην μπορούν να θεωρηθούν εκ μέρους των αποδεκτών τους παρά ως μια πρώτη αντίδραση των υπηρεσιών της Επιτροπής με βάση τις πληροφορίες που διαθέτουν. Εν πάση περιπτώσει, οι αποδέκτες τους καλούνται πάντοτε να υποβάλουν τις συμπληρωματικές παρατηρήσεις τους στην Επιτροπή εντός εύλογης προθεσμίας, ρητώς τασσομένης με το έγγραφο, σε αντίθετη δε περίπτωση η καταγγελία θεωρείται ως τεθείσα στο αρχείο» (17).

Πάντως, η μεταγενέστερη πρακτική της Επιτροπής δεν είναι τέτοια, ώστε να μπορεί να υποτεθεί ότι τα ανωτέρω κριτήρια εφαρμόστηκαν αυστηρά· έτσι, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο οι σημαντικές επί του θέματος διαφορές, ιδίως όσον αφορά τον νομικό χαρακτηρισμό των πράξεων που εκδίδονται στο πλαίσιο της κατά το άρθρο 6 του κανονισμού 99/63 διαδικασίας, να οφείλονται εν μέρει ακριβώς στην αμφισημεία των απευθυνομένων από την Επιτροπή στους καταγγέλλοντες εγγράφων.

15 Οι διασαφηνίσεις του Δικαστήριου επ' ευκαιρία της αποφάσεως στην υπόθεση SFEI κ.λπ. κατά Επιτροπής (18), όσον αφορά συγκεκριμένα τον χαρακτηρισμό της αποφάσεως που θέτει τέρμα στη διαδικασία του άρθρου 6 του κανονισμού 99/63, αποδεικνύονται ιδιαίτερα χρήσιμες στην παρούσα συγκυρία. Αφού υπενθύμισε ότι «ένα θεσμικό όργανο, το οποίο έχει την εξουσία να διαπιστώνει παράβαση και να επιβάλλει συναφώς κυρώσεις και στο οποίο μπορούν να υποβάλλουν καταγγελίες οι ιδιώτες, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Επιτροπής στο πλαίσιο του δικαίου του ανταγωνισμού, εκδίδει κατ' ανάγκη πράξη παράγουσα έννομα αποτελέσματα, όταν τερματίζει έρευνα που έχει κινήσει κατόπιν καταγγελίας» (σκέψη 27), το Δικαστήριο έκρινε ότι «ένα έγγραφο περί θέσεως της καταγγελίας στο αρχείο μπορεί να θεωρηθεί ως προκαταρκτική ή προπαρασκευαστική λήψη θέσεως μόνον υπό την προϋπόθεση ότι η Επιτροπή έχει καταστήσει σαφές ότι το συμπέρασμά της δεν ισχύει παρά μόνον υπό την επιφύλαξη των συμπληρωματικών παρατηρήσεων των μερών, προϋπόθεση που δεν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση» (σκέψη 30).

Επομένως, κατά την άποψη του Δικαστηρίου, ένα έγγραφο το οποίο απηχεί και δικαιολογεί την πρόθεση της Επιτροπής να θέσει την αίτηση στο αρχείο συνιστά πάντοτε και εν πάση περιπτώσει απόφαση δυνάμενη να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής, εκτός αν παραπέμπει ρητώς σε μεταγενέστερες παρατηρήσεις του καταγγέλλοντος. Αυτό συμβαίνει εν προκειμένω, εφόσον, όπως διευκρίνισε το Δικαστήριο, «σε αντίθεση προς μια ανακοίνωση, η οποία προορίζεται να παράσχει στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις τη δυνατότητα να προβάλουν την άποψή τους αναφορικά με τις αιτιάσεις που διατυπώνει η Επιτροπή και η οποία δεν αποτυπώνει την οριστική θέση της Επιτροπής (...), η πράξη περί θέσεως μιας καταγγελίας στο αρχείο συνιστά το τελικό στάδιο της διαδικασίας: δεν θα επακολουθήσει καμιά άλλη πράξη δυνάμενη να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως» (σκέψη 28).

16 Τέλος, η επίδικη εν προκειμένω απόφαση εισήγαγε ένα νέο στοιχείο στη συναφή νομολογία, διατυπώνοντας ρητώς την άποψη ότι, μετά την υποβολή των κατά το άρθρο 6 του κανονισμού 99/63 παρατηρήσεων, ο καταγγέλλων έχει στην πραγματικότητα το δικαίωμα να αξιώσει την έκδοση οριστικής αποφάσεως δυναμένης να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής κατά το άρθρο 173 της Συνθήκης (σκέψη 34 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως). Το συμπέρασμα αυτό, το οποίο μπορούσε ήδη, πάντως, να συναχθεί από ορισμένα προγενέστερα νομολογιακά στοιχεία (19), επιβάλλεται εκ των πραγμάτων: αν η Επιτροπή δεν υπείχε την υποχρέωση να εκδώσει, τουλάχιστον, πέραν της κατά το άρθρο 6 του κανονισμού 99/63 γνωστοποιήσεως (θεωρουμένης ως πράξεως μη δυναμένης να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής), οριστική απόφαση περί απορρίψεως της καταγγελίας, ο καταγγέλλων θα στερούνταν κάθε δικαστικής προστασίας.

Εντέλει, η νομολογία που προανέφερα επιβεβαιώνει πανηγυρικά το δικαίωμα του καταγγέλλοντος να αξιώσει από την Επιτροπή, ενδεχομένως με την άσκηση προσφυγής κατά παραλείψεως, αφενός, γνωστοποίηση δυνάμει του άρθρου 6 του κανονισμού 99/63, ήτοι πράξη προπαρασκευαστική μη δυνάμενη να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής, η οποία, όμως, συνιστά στοιχείο αναγκαίο για τους σκοπούς της εκδόσεως της οριστικής πράξεως, αφετέρου, οριστική απόφαση απορρίψεως της καταγγελίας του, ήτοι απόφαση δυνάμενη να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως.

17 Η παρούσα υπόθεση είναι εύγλωττο παράδειγμα των προβλημάτων που αντιμετωπίζει ο καταγγέλλων σε περίπτωση κατά την οποία η δυνάμει του άρθρου 6 του κανονισμού 99/63 γνωστοποίηση έλαβε χώρα μετά την άσκηση προσφυγής κατά παραλείψεως και ενώ εξακολουθεί να εκκρεμεί η έκδοση οριστικής αποφάσεως, δυναμένης να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής.

Tούτου δοθέντος, προτίθεμαι να εξετάσω τους λόγους που προέβαλε η αναιρεσείουσα κατά της επίδικης αποφάσεως.

Επί της κατ' εξακολούθηση παραλείψεως (πρώτος και δεύτερος λόγος αναιρέσεως)

18 Υπενθυμίζω ότι με τους δύο πρώτους λόγους που επικαλείται η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι θεώρησε, κατά πεπλανημένη κρίση, ότι τέθηκε τέρμα στην παράλειψη της Επιτροπής. Συναφώς, υποστηρίζει, πρώτον, ότι το Πρωτοδικείο όφειλε να λάβει υπόψη την αλληλογραφία που αντηλλάγη μετά το προβλεπόμενο από το άρθρο 6 του κανονισμού 99/63 έγγραφο, στοιχείο το οποίο θα του είχε παράσχει τη δυνατότητα να χαρακτηρίσει ορθώς τα πραγματικά περιστατικά και να διαπιστώσει ότι η παράλειψη εξακολουθούσε να υφίσταται (πρώτος λόγος).

Η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται επίσης, όχι με απόλυτη σαφήνεια, ότι η εκ μέρους του Πρωτοδικείου εκτίμηση της νομικής φύσεως του εγγράφου της 13ης Ιουνίου 1994 πάσχει σφάλματα και παρατυπίες (δεύτερος λόγος). Υποστηρίζει ιδίως ότι: α) από το ίδιο το περιεχόμενο του εγγράφου εμφαίνεται ότι πρόκειται απλώς για μία απάντηση εν αναμονή εξελίξεων, β) για να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό, το Πρωτοδικείο δεν απαιτούνταν να στηριχθεί σε στοιχεία που η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι συνέλεξε και που είναι ικανά να δικαιολογήσουν την απόφασή της να μη δώσει συνέχεια στην καταγγελία, τη στιγμή κατά την οποία δεν υφίσταται ίχνος τέτοιων στοιχείων στον φάκελο, γ) τέλος, στη συγκεκριμένη αλληλουχία, το Πρωτοδικείο δεν μπορούσε να μην καταδικάσει την παραβίαση της αρχής της κατ' αντιπαράθεση διαδικασίας, δεδομένου ότι η (εικαζόμενη) απόρριψη θεμελιωνόταν σε άλλη καταγγελία σχετικά με την οποία η αναιρεσείουσα ουδέποτε μπόρεσε να λάβει πληροφορίες. Κατά την άποψη της αναιρεσείουσας, η εξέταση των αιτιάσεων αυτών επιβεβαιώνει ότι το επίδικο έγγραφο δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως απόφαση περί απορρίψεως, διαπίστωση η οποία με τη σειρά της επιβεβαιώνει το ότι εξακολουθεί να συντρέχει η παράλειψη.

19 Νομίζω ότι είναι σκόπιμο να αρχίσω με την εξέταση του λόγου αυτού, δεδομένου ότι ο έλεγχος του αν η εκ μέρους Πρωτοδικείου εκτίμηση, ως προς τη φύση του επιδίκου εγγράφου, ήταν ορθή δεν μπορεί παρά να προηγείται - κατά λογική ακολουθία - οποιουδήποτε άλλου ελέγχου. Συναφώς, είναι χρήσιμο να διευκρινιστεί ότι με τον λόγο αυτό η αναιρεσείουσα δεν αμφισβητεί τη συλλογιστική του Πρωτοδικείου ότι το επίδικο έγγραφο συνιστά «γνωστοποίηση δυνάμει το άρθρο 6 του κανονισμού 99/63» (σκέψη 30). Πράγματι, επί του σημείου αυτού η αναιρεσείουσα περιορίζεται στον ισχυρισμό ότι, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, το κατά άρθρο 6 έγγραφο δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ικανό να θέση τέρμα στην παράλειψη και ότι, αντίθετα, σημασία έχει να ελεγχθεί συγκεκριμένα το περιεχόμενό του, ώστε να προσδιοριστεί αν συνεπάγεται ή όχι θέση της καταγγελίας στο αρχείο.

Παρατηρώ συναφώς ότι, όπως προκύπτει από την προμνησθείσα απόφαση στην υπόθεση SFEI κ.λπ. κατά Επιτροπής (20), γεγονός είναι ότι η φύση του εγγράφου πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με το αντικείμενό του και όχι a priori με βάση τυπικά και μόνο κριτήρια. Πάντως, όπως προκύπτει σαφώς από την ίδια απόφαση, «ένα έγγραφο περί θέσεως της καταγγελίας στο αρχείο μπορεί να θεωρηθεί ως προκαταρκτική ή προπαρασκευαστική λήψη θέσεως» (21) μόνον εφόσον η Επιτροπή ανέφερε, αφενός, τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι δεν πρέπει να δοθεί συνέχεια στην καταγγελία και, αφετέρου, έταξε στους καταγγέλλοντες προθεσμία για την υποβολή συμπληρωματικών παρατηρήσεων.

20 Είναι προφανές ότι στην προκειμένη περίπτωση η Επιτροπή έταξε στην προσφεύγουσα δίμηνη προθεσμία για την υποβολή τυχόν συμπληρωματικών παρατηρήσεων. Είναι επίσης γνωστόν ότι η Επιτροπή ανέφερε τους λόγους επί των οποίων στηρίχθηκε για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η καταγγελία της αναιρεσείουσας δεν μπορούσε «να αποτελέσει αντικείμενο χωριστής εξετάσεως επί του παρόντος»: ήτοι την ύπαρξη άλλης καταγγελίας - αναφερομένης σε παρεμφερή πραγματικά περιστατικά - περισσότερο αντιπροσωπευτικής, καθώς και τη δυνατότητα προσφυγής απευθείας στα εθνικά δικαστήρια, λαμβανομένου υπόψη του τύπου παραβιάσεως που αποτελούσε αντικείμενο της καταγγελίας.

Επομένως, το κατά το άρθρο 6 του κανονισμού 99/63 έγγραφο, αντικείμενο της υπό κρίση διαφοράς, πρέπει να ερμηνευθεί σύμφωνα με τη φρασεολογία της αποφάσεως SFEI κ.λπ. κατά Επιτροπής, «ως προκαταρκτική ή προπαρασκευαστική λήψη θέσεως». Μετά από προσεκτικότερη εξέταση, το συμπέρασμα αυτό, το οποίο συμπίπτει τουλάχιστον εν μέρει με εκείνο που υποστήριξε η αναιρεσείουσα, δεν απορρίφθηκε από το Πρωτοδικείο, εφόσον το τελευταίο βεβαίωσε με την επίδικη απόφασή του ότι «το προβλεπόμενο στο άρθρο 6 έγγραφο δεν καθορίζει την οριστική θέση της Επιτροπής» (σκέψη 31 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

21 Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι επικρίσεις της αναιρεσείουσας ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, κατά την εκτίμηση της φύσεως του εγγράφου της 13ης Ιουνίου 1994, στερούνται βάσεως, τουλάχιστον κατά το μέτρο που αφορούν τον αμφισβητούμενο οριστικό χαρακτήρα της αποφάσεως περί απορρίψεως της καταγγελίας.

Στερείται ιδίως λυσιτελείας η άποψη της αναιρεσείουσας ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 29 της αποφάσεώς του, το Πρωτοδικείο έκρινε κατά τρόπο πεπλανημένο, προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το επίδικο έγγραφο εμπεριέχει απόφαση περί απορρίψεως, στηριζόμενο σε στοιχεία που συνέλεξε η Επιτροπή - των οποίων όμως δεν απαντά ίχνος στον φάκελο - και που, κατά την άποψη της Επιτροπής, δικαιολογούν την απόφασή της να μη δώσει συνέχεια στην καταγγελία. Στην πραγματικότητα, το Πρωτοδικείο, με τη σκέψη 29 της αποφάσεώς του, περιορίστηκε αποκλειστικά και μόνο στο να υπενθυμίσει την ύπαρξη των αναγκαίων προϋποθέσεων, ώστε το επίδικο έγγραφο να μπορέσει να θεωρηθεί ως γνωστοποίηση δυνάμει του άρθρου 6 του κανονισμού 99/63.

22 Η άποψη της αναιρεσείουσας ότι η Επιτροπή, στηρίζοντας την απόρριψή της στην ύπαρξη ανάλογης καταγγελίας περισσότερο αντιπροσωπευτικής, παραδεχόταν ότι δεν έλαβε κανένα μέτρο, ούτε είχε την πρόθεση να λάβει, γεγονός που καθιστά πέραν πάσης αμφιβολίας ότι εξακολουθεί να υφίσταται η παράλειψη, δεν μπορεί να γίνει περαιτέρω δεκτή. Πράγματι, δοθέντος ότι η Επιτροπή οφείλει να διενεργεί έρευνα επί καταγγελίας (22), είναι προφανές ότι η αναιρεσείουσα, προβάλλοντας το επιχείρημα αυτό, μακράν του να αμφισβητεί τη συλλογιστική του Πρωτοδικείου όσον αφορά την εκτίμηση της φύσεως του εγγράφου της 13ης Ιουνίου 1994, θέτει εν αμφιβόλω το βάσιμο των λόγων στους οποίους αναφέρθηκε η Επιτροπή για να δικαιολογήσει την πρόθεσή της να μην προβεί στη διενέργεια έρευνας επί της καταγγελίας. Συναφώς, αρκεί, πάντως, να υπογραμμιστεί ότι παρόμοια αιτίαση, η οποία δεν χωρεί αμφιβολία ότι είναι λυσιτελής στο πλαίσιο ενδεχόμενης προσφυγής ακυρώσεως, στερείται σημασίας για τους σκοπούς της διαπιστώσεως της παραλείψεως.

Το ίδιο συμπέρασμα επιβάλλεται και όσον αφορά την άποψη ότι το Πρωτοδικείο δεν καταδίκασε την εκ μέρους της Επιτροπής παραβίαση της αρχής της κατ' αντιπαράθεση διαδικασίας, τη στιγμή κατά την οποία η απόρριψη της καταγγελίας στηρίζεται στο γεγονός ότι σε παρεμφερή υπόθεση υπήρξε άλλη καταγγελία επί της οποίας η αναιρεσείουσα δεν ενημερώθηκε ούτε καν κατά τη διάρκεια της ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασίας. Στην πραγματικότητα, η τυχόν παραβίαση των δικαιωμάτων άμυνας που απορρέει από τη συμπεριφορά αυτή στερείται σημασίας για τους σκοπούς της αποδείξεως ότι εξακολουθεί να συντρέχει η παράλειψη.

23 Από τις προηγηθείσες παρατηρήσεις συνάγεται σαφώς ότι, επειδή το Πρωτοδικείο εξετίμησε ορθώς τη φύση του εγγράφου της 13ης Ιουνίου 1994, επιβάλλεται η απόρριψη του λόγου αυτού. Πάντως, επειδή η αιτίαση που μόλις εξέτασα απέβλεπε στο να αναγνωριστεί ότι το επίδικο έγγραφο δεν συνιστούσε απόφαση περί απορρίψεως και ότι, για τον λόγο αυτό συγκεκριμένα, δεν τέθηκε τέρμα στην παράλειψη, απομένει, κατ' εμέ, προς εξακρίβωση αν το εν λόγω έγγραφο, το οποίο ερμηνεύθηκε από το Πρωτοδικείο ως μη οριστική λήψη θέσεως, μπορεί να θεωρηθεί ως ικανό να στερήσει την προσφυγή κατά παραλείψεως του αρχικού αντικειμένου της.

Εν πάση περιπτώσει, ο έλεγχος αυτός είναι αν μη τι άλλο αναγκαίος προκειμένου να αποδειχθεί αν το Πρωτοδικείο κακώς παρέλειψε να λάβει υπόψη του την επακολουθήσασα του εγγράφου της 13ης Ιουνίου 1994 αλληλογραφία (πρώτος λόγος αναιρέσεως). Πράγματι, είναι αυτονόητο ότι τυχόν υποχρέωση του Πρωτοδικείου να ελέγξει την εν λόγω αλληλογραφία έχει νόημα μόνο στον βαθμό που διαπιστώθηκε εν τω μεταξύ ότι το επίδικο έγγραφο, γενικότερα δε γνωστοποίηση δυνάμει του άρθρου 6 του κανονισμού 99/63, δεν είναι αφεαυτού ικανό να θέσει τέρμα στην παράλειψη ή, εν πάση περιπτώσει, να στερήσει την προσφυγή κατά παραλείψεως του αρχικού αντικειμένου της.

24 Έτσι διατυπωμένο, το ερώτημα είναι να καθοριστεί αν το έγγραφο που, κατά το Πρωτοδικείο, συνιστά λήψη μη οριστικής θέσεως, μπορεί να θεωρηθεί ως ικανό να θέσει τέρμα στην παράλειψη και παράλληλα να στερήσει την προσφυγή του αντικειμένου της. Με άλλους λόγους, είναι ορθό να θεωρείται ότι η εν λόγω έλλειψη θέσεως - είτε προκαταρκτικής είτε προπαρασκευαστικής - είναι, αν μη τι άλλο, ικανή να θέσει τέρμα στην παράλειψη;

Κατά την αναιρεσείουσα, είναι αδιανόητη η καταφατική απάντηση στο ερώτημα αυτό και για τον πρόσθετο λόγο ότι, όταν αποφάνθηκε το Πρωτοδικείο, δεν είχε καν εκδοθεί - αλλ' ούτε εκδόθηκε μέχρι σήμερα - καμία οριστική απόφαση. Υπό το πρίσμα ακριβώς αυτό, η αναιρεσείουσα ισχυρίστηκε, όπως προανέφερα, ότι το Πρωτοδικείο όφειλε να εξετάσει την επακολουθήσασα του εγγράφου της 13ης Ιουνίου 1994 αλληλογραφία.

25 Εκκινώ υπενθυμίζοντας ότι στην επίδικη απόφαση, το Πρωτοδικείο, μολονότι δεν προέβη σε έλεγχο της επακολουθήσασας του εγγράφου της 13ης Ιουνίου 1994 αλληλογραφίας, διαπίστωσε ότι, «κατά τον χρόνο κατά τον οποίο εξετάζει την υπόθεση, από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή έχει λάβει απόφαση, κατά την έννοια του άρθρου 189 της Συνθήκης, σε απάντηση της καταγγελίας της προσφεύγουσας». Κατά το Πρωτοδικείο, «η διαπίστωση αυτή και μόνο δεν αρκεί για να συναχθεί παράλειψη του καθού οργάνου, ενώ, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, μια πράξη που δεν μπορεί να προσβληθεί με προσφυγή ακυρώσεως μπορεί, παρ' όλ' αυτά, να αποτελεί λήψη θέσεως τερματίζουσα την παράλειψη, αν συνιστά προπαρασκευαστική πράξη της διαδικασίας που θα καταλήξει σε νομική πράξη η οποία μπορεί να προσβληθεί, κατά την έννοια του άρθρου 173 της Συνθήκης» (σκέψη 25 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

Εκκινώντας, λοιπόν, από τη μείζονα αυτή πρόταση, το Πρωτοδικείο συμπέρανε ότι η κατά το άρθρο 6 του κανονισμού 99/63 γνωστοποίηση συνιστά λήψη θέσεως κατά την έννοια του άρθρου 175 της Συνθήκης - δυνάμενη, επομένως, να καταστήσει την προσφυγή κατά παραλείψεως άνευ αντικειμένου - ακόμη και όταν προκύπτει προδήλως ότι εξακολουθεί να υφίσταται η αδράνεια, και τούτο ακριβώς διότι πρόκειται για προπαρασκευαστική πράξη η οποία αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για τους σκοπούς της εκδόσεως της οριστικής αποφάσεως. Επομένως, πάντοτε κατά το Πρωτοδικείο, τα γεγονότα που ακολούθησαν την αποστολή του κατά το άρθρο 6 του κανονισμού 99/63 εγγράφου στερούνται λυσιτελείας για τους σκοπούς της διαπιστώσεως της παραλείψεως.

26 Προφανώς, η στάση αυτή προϋποθέτει, αφενός, ότι η δυνάμει του άρθρου 6 του κανονισμού 99/63 γνωστοποίηση έχει πάντοτε τον χαρακτήρα προπαρασκευαστικής πράξεως, αφετέρου, ότι μια προπαρασκευαστικής φύσεως πράξη είναι ικανή, μολονότι χαρακτηρίζεται από το γνώρισμα αυτό, να θέσει τέρμα στην παράλειψη. Τα δύο αυτά αξιώματα, τα οποία δεν αιτιολογήθηκαν με τον ενδεδειγμένο τρόπο, με εμβάζουν σε ορισμένες σκέψεις και αμφιβολίες.

Όσον αφορά την πρώτη από τις μνημονευθείσες πτυχές, υπενθυμίζω ότι, πράγματι, κατ' εμέ, η Επιτροπή οφείλει, κατά την έννοια του άρθρου 6 του κανονισμού 99/63, πέραν του να αναφέρει στους καταγγέλλοντες τους λόγους απορρίψεως της αιτήσεώς τους, να τους τάξει «προθεσμία για την υποβολή εγγράφως των ενδεχομένων παρατηρήσεών τους» (23). Επομένως, η διάταξη αυτή στοχεύει προφανώς στο να παράσχει την εγγύηση ότι ο καταγγέλλων διαθέτει την ευχέρεια να υποβάλει παρατηρήσεις επί των λόγων απορρίψεως της καταγγελίας του που του κοινοποίησε η Επιτροπή.

27 Με αυτό το δεδομένο, νομίζω ότι επιβάλλεται το ακόλουθο συμπέρασμα: οσάκις ο καταγγέλλων δεν κάνει χρήση της δυνατότητας που προανέφερα - είτε διότι θεωρεί ότι είναι περιττό, λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο της γνωστοποιήσεως, είτε διότι δεν διαθέτει νέα πραγματικά ή νομικά στοιχεία ικανά να ωθήσουν την Επιτροπή να αλλάξει γνώμη - η κατά το άρθρο 6 του κανονισμού 99/63 γνωστοποίηση, πόρρω απέχοντας του να μπορεί να χαρακτηριστεί ως προπαρασκευαστική πράξη, ενέχει, αντίθετα χαρακτήρα οριστικής πράξεως. Η απόφαση SFEI κ.λπ. κατά Επιτροπής, με την οποία το Δικαστήριο χαρακτήρισε την επίδικη γνωστοποίηση ως οριστική λήψη θέσεως (24), μολονότι ο καταγγέλλων δεν έκανε χρήση της προβλεπομένης στο άρθρο 6 του κανονισμού 99/63 δυνατότητας να υποβάλει τις παρατηρήσεις του επί των λόγων απορρίψεως της καταγγελίας του, βαίνει άλλωστε προς την ίδια κατεύθυνση. Τούτο σημαίνει, κατά την άποψή μου, ότι η μη υποβολή συμπληρωματικών παρατηρήσεων, είτε οφείλεται στην Επιτροπή είτε στη βούληση του καταγγέλλοντος, είναι εν πάση περιπτώσει ικανή να οδηγήσει στην οριστική θέση της καταγγελίας στο αρχείο, οπότε ο ενδιαφερόμενος μπορεί να προσβάλει την επίδικη πράξη.

Θα ήταν χρήσιμο να υπενθυμίσω συναφώς ότι ανάλογη κατ' ουσίαν στάση τήρησε η Επιτροπή στην υπόθεση Gema κατά Επιτροπής. Στην υπόθεση εκείνη, το καθού θεσμικό όργανο είχε παρατηρήσει τα ακόλουθα: «Η κατά το άρθρο 6 του κανονισμού 99/63 γνωστοποίηση μπορεί να θεωρηθεί ως απόφαση, επειδή παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι του αιτούντος. Οσάκις η Επιτροπή αναφέρει τους λόγους που δεν της επιτρέπουν να δώσει ευνοϋκή συνέχεια στην αίτηση, ευλόγως πρέπει να θεωρείται ότι αυτό συνιστά οριστική λήψη θέσεως. Το γεγονός ότι το άρθρο 6 του κανονισμού 99/63 προβλέπει ότι τάσσεται προθεσμία στον αιτούντα προκειμένου να υποβάλει εγγράφως τις ενδεχόμενες παρατηρήσεις του δεν αφαιρεί από τη γνωστοποίηση τον χαρακτήρα της ως αποφάσεως. Η επίδικη διάταξη δεν θίγει την προβλεπόμενη υπέρ του αιτούντος δυνατότητα να αποφασίσει αν εξακολουθεί να επιθυμεί να λάβει θέση επί της γνωστοποιήσεως. Αν δεν το πράξει, αναγνωρίζει τον οριστικό χαρακτήρα της γνωστοποιήσεως» (25).

28 Όπως ήδη κατέδειξα, η λύση ακριβώς αυτή, κατά την άποψή μου, αντιστοιχεί πληρέστερα στο γράμμα και στη ratio του άρθρου 6 του κανονισμού 99/63. Πράγματι, ο καταγγέλλων ο οποίος αποφασίζει να μη κάνει χρήση της δυνατότητας να υποβάλει περαιτέρω παρατηρήσεις στερείται πάντοτε και εν πάση περιπτώσει της δυνατότητας να υποβάλει στον έλεγχο του κοινοτικού δικαστή τους λόγους για τους οποίους τέθηκε χωρίς να δοθεί (οριστική) συνέχεια στο αρχείο η καταγγελία του, με συνέπεια η προβλεπόμενη στο άρθρο 6 του κανονισμού 99/63 ευχέρεια να μετατρέπεται σε υποχρέωση, τουλάχιστον για όσους προσβλέπουν στον δικαστικό έλεγχο.

Περαιτέρω, θεωρώ ότι η λύση αυτή δεν έρχεται σε αντίθεση προς την απόφαση Automec I (26), αλλά στην πραγματικότητα περιορίζεται στη διευκρίνιση ορισμένων σημείων. Πράγματι, ναι μεν με την απόφαση εκείνη η γνωστοποίηση βάσει του άρθρου 6 του κανονισμού 99/63 χαρακτηρίστηκε από το Πρωτοδικείο ως προπαρασκευαστική πράξη μη δεκτική προσφυγής και θεωρήθηκε ότι εμπίπτει στην αποκαλούμενη «δεύτερη φάση», αλλ' είναι επίσης αληθές ότι το Πρωτοδικείο δεν αντιμετώπισε καν το ενδεχόμενο η εν λόγω γνωστοποίηση να μπορεί να συνιστά την τελευταία πράξη της διαδικασίας. Εν πάση περιπτώσει, η απουσία της αποκαλούμενης «τρίτης φάσεως», όπως αναφέρεται στην απόφαση Automec I, δεν μπορεί να σημαίνει ότι η κατά το άρθρο 6 του κανονισμού 99/63 διαδικασία περατώνεται με προπαρασκευαστική πράξη ούτε ότι η επίδικη πράξη, μολονότι στερείται τον χαρακτήρα προπαρασκευαστικής πράξεως, δεν είναι δεκτική προσφυγής.

29 Από τα προηγηθέντα συνάγω ότι η φάση που ακολουθεί την αποστολή του κατά το άρθρο 6 του κανονισμού 99/63 εγγράφου μπορεί να είναι καθοριστική για τους σκοπούς του χαρακτηρισμού της επίδικης πράξεως, γεγονός που ασφαλώς έχει σημαντικές συνέπειες για τον καταγγέλλοντα, τουλάχιστον στο επίπεδο της δικαστικής προστασίας. Στη φάση αυτή της συλλογιστικής πρέπει να τεθεί το ερώτημα αν η κατά το άρθρο 6 του κανονισμού 99/63 συνέχιση της διαδικασίας πρέπει να ληφθεί υπόψη και ως ποιο βαθμό, οσάκις ο καταγγέλλων, όπως εν προκειμένω η αναιρεσείουσα, κάνει χρήση της δυνατότητας να υποβάλει συμπληρωματικές παρατηρήσεις. Η πλέον λογική απάντηση είναι ότι, σε παρόμοια περίπτωση, η κατά το άρθρο 6 του κανονισμού 99/63 γνωστοποίηση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως οριστική πράξη, αν μη τι άλλο λόγω της φύσεώς της, με συνέπεια να πρέπει επίσης να αποκλείεται ο χαρακτηρισμός της ως δυναμένης να προσβληθεί κατά την έννοια του άρθρου 173 της Συνθήκης πράξεως.

Υπό την έννοια αυτή, επιστρέφουμε στο σημείο εκκινήσεως, εφόσον πρέπει να προσδιοριστεί αν η γνωστοποίηση, ως προπαρασκευαστική πράξη, μπορεί παρ' όλ' αυτά να θεωρηθεί ως ικανή να θέσει τέρμα στην παράλειψη. Η απάντηση του Πρωτοδικείου στο ερώτημα αυτό, υπενθυμίζω, ήταν καταφατική επειδή ακριβώς η εν λόγω πράξη συνιστά την αναγκαία προϋπόθεση για την έκδοση της οριστικής πράξεως (27). Μπορεί, πάντως, σε περίπτωση κατά την οποία ο καταγγέλλων ζητεί όχι την έκδοση προπαρασκευαστικής πράξεως αλλά της αποφάσεως, να θεωρηθεί ότι η κατά το άρθρο 6 του κανονισμού 99/63 γνωστοποίηση συνιστά όντως έγκυρη, κατά την έννοια του άρθρου 175 της Συνθήκης, λήψη θέσεως και παράλληλα ικανή να καταστήσει την προσφυγή άνευ αντικειμένου;

30 Συναφώς, εκκινώ υπενθυμίζοντας ότι, όπως άλλωστε το Δικαστήριο υπογράμμισε στην επίδικη απόφαση, μια πρώτη απάντηση επί του ερωτήματος δόθηκε ήδη από το Δικαστήριο επ' ευκαιρία της αποφάσεως στην υπόθεση Gema κατά Επιτροπής. Με την απόφαση εκείνη, αφού έκρινε ότι το δυνάμει του άρθρου 6 του κανονισμού 99/63 έγγραφο «σημαίνει θέση της υποθέσεως στο αρχείο» (28), το Δικαστήριο αναγνώρισε όντως ρητά ότι πρόκειται για «πράξη που συνιστά λήψη θέσεως κατά την έννοια του άρθρου 175, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης» (29).

Πάντως, η κρίση αυτή πρέπει να ερμηνευθεί υπό το φως των ιδιομορφιών της επίδικης υποθέσεως: α) το δυνάμει του άρθρου 6 του κανονισμού 99/63 έγγραφο είχε αποσταλεί πριν από την άσκηση της προσφυγής, με συνέπεια την απόρριψή της ως απαράδεκτης, β) ο καταγγέλλων δεν είχε κάνει χρήση της δυνατότητας να υποβάλει περαιτέρω παρατηρήσεις, οπότε το πρόβλημα της ενδεχομένης κατ' εξακολούθηση παραλείψεως δεν ετίθετο καν, γ) εν πάση περιπτώσει, το γεγονός και μόνον ότι το επίδικο έγγραφο είχε χαρακτηριστεί με την προαναθερθείσα απόφαση ως πράξη συνεπαγομένη «τη θέση της υποθέσεως στο αρχείο» και στερουμένη «προσωρινού χαρακτήρα» μας υποχρεώνει να αποκλείσουμε, μολονότι το Δικαστήριο δεν εξέτασε το ερώτημα αν το έγγραφο μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως (30), ότι το εν λόγω έγγραφο έχει τον χαρακτήρα προπαρασκευαστικής πράξεως. Υπό τις περιστάσεις αυτές, είναι προφανές ότι η απόφαση στην υπόθεση Gema κατά Επιτροπής ουδόλως μπορεί να θεωρηθεί ως έχουσα αποφασιστική σημασία για τους σκοπούς της παρούσας υποθέσεως, το αντίθετο μάλιστα.

31 Πράγματι, το ερώτημα που καλούμαστε να επιλύσουμε - εκκινώντας από την άποψη ότι το δυνάμει του άρθρου 6 του κανονισμού 99/63 έγγραφο δεν έχει τον χαρακτήρα της οριστικής πράξεως όταν ο καταγγέλλων κάνει χρήση του δικαιώματός του να υποβάλει συμπληρωματικές παρατηρήσεις - έγκειται στο αν το αντικείμενο μιας προσφυγής κατά παραλείψεως παύει να υφίσταται αφ' ής στιγμής το θεσμικό όργανο λαμβάνει θέση, έστω και μέσω «προπαρασκευαστικής» πράξεως, ή όταν τίθεται απλώς και μόνον τέρμα στην παράλειψη με την έκδοση οριστικής πράξεως.

Το ερώτημα αυτό εξετάστηκε ρητώς με τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα επί των υποθέσεων Automec II και Asia Motor I (31) με τις οποίες ερμηνεύθηκαν τόσο το νομικό θεμέλιο όσο και οι συνέπειες των δύο εναλλακτικών λύσεων που προανέφερα.

32 Ειδικότερα, η άποψη ότι μια προπαρασκευαστική πράξη σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ικανή να θέσει τέρμα στην παράλειψη, συγκεκριμένα λόγω του χαρακτηρισμού αυτού, σημαίνει ότι, «εφόσον το Πρωτοδικείο έχει επιληφθεί προσφυγής βάσει του άρθρου 175 που είναι παραδεκτή, το αντικείμενό της δεν εξαντλείται παρά μόνον όταν το καθού όργανο εκδώσει τυπική "πράξη"» (32) με συνέπεια η προσφυγή να εξακολουθεί να έχει αντικείμενο μέχρις ότου η Επιτροπή λάβει οριστική απόφαση (33). Υπό την οπτική αυτή γωνία, το δυνάμει του άρθρου 6 του κανονισμού 99/63 έγγραφο προκαλεί αναστολή της παραλείψεως, χωρίς όμως να θέτει τέρμα σ' αυτή. Η λύση αυτή «θα συνεπαγόταν το πλεονέκτημα ότι η ύπαρξη εκκρεμούς πάντοτε προσφυγής που θα μπορούσε να ενεργοποιηθεί οποιαδήποτε στιγμή θα αποτελούσε παρότρυνση για την Επιτροπή να μην αδρανήσει. Το μειονέκτημα θα ήταν ότι μια προσφυγή πιθανόν μη αναγκαία θα παρέμενε εγγεγραμμένη στο πρωτόκολλο του Πρωτοδικείου, δεδομένου ότι η τύχη της εν λόγω προσφυγής θα εξηρτάτο από τους διαδίκους και όχι από το Πρωτοδικείο» (34).

Με τις ίδιες προτάσεις, η περίπτωση η προπαρασκευαστική πράξη να στερεί ήδη την προσφυγή κατά παραλείψεως του αντικειμένου της θεωρήθηκε, αντίθετα, ως «θεωρητικά λιγότερο ελκυστική, στο μέτρο που προϋποθέτει ότι μπορεί να τεθεί τέρμα σε μια παράλειψη λήψεως αποφάσεως κατά την έννοια της παραλείψεως θεσπίσεως πράξεως δεκτικής προσφυγής, μέσω μέτρου μη συνεπαγομένου πράξη δεκτική προσφυγής. Παρόλον ότι η άποψη αυτή έχει το πλεονέκτημα να ελαφρύνει ταχέως το πρωτόκολλο του Πρωτοδικείου, συνεπάγεται το αντίστοιχο μειονέκτημα να υποχρεώνει τον καταγγέλλοντα να ασκεί σειρά προσφυγών προκειμένου να επιτύχει αποτελέσματα στην περίπτωση που η Επιτροπή εξακολουθεί να επιδεικνύει απροθυμία να εξετάσει τον φάκελο» (35). Περιττεύει να υπογραμμίσω ότι το μειονέκτημα αυτό συνιστά την αιτία γενέσεως της διαφοράς που μας απασχολεί εν προκειμένω.

33 Εξάλλου, το Πρωτοδικείο ουδόλως φαινόταν να αποκλείει ότι η συνέχιση της κατά το άρθρο 6 του κανονισμού 99/63 διαδικασίας, όπως αυτή έλαβε χώρα μετά την αποστολή του δυνάμει του ιδίου άρθρου εγγράφου, ήταν λυσιτελής για τους σκοπούς της διαπιστώσεως της ενδεχομένης κατ' εξακολούθηση παραλείψεως. Πράγματι, στην υπόθεση Asia Motor I (36), επί του ισχυρισμού των προσφευγουσών, οι οποίες είχαν υποστηρίξει, μεταξύ άλλων, ότι το κατά το άρθρο 6 του κανονισμού 99/63 έγγραφο δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι καθιστούσε άνευ αντικειμένου την προσφυγή, το Πρωτοδικείο διευκρίνισε με έμφαση ότι στην προκειμένη περίπτωση η Επιτροπή όχι μόνο είχε εκπληρώσει τις διαδικαστικές υποχρεώσεις που της επέβαλε το άρθρο 6 του κανονισμού 99/63 (μολονότι το έπραξε μόνο μετά την άσκηση της προσφυγής), αλλά είχε εκδώσει στο μεσοδιάστημα, αν και με σημαντική καθυστέρηση, οριστική απόφαση περί απορρίψεως των καταγγελιών που της είχαν υποβάλει οι προσφεύγουσες. Το Πρωτοδικείο συνήγαγε από τα ανωτέρω ότι «η προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου, τουλάχιστον και εν πάση περιπτώσει κατόπιν της αποφάσεως της 5ης Δεκεμβρίου 1991, και ότι, επομένως, καταργείται η συναφής δίκη» (37). Η διαπίστωση που απαντά στην ίδια απόφαση, ήτοι ότι «η πράξη της οποίας η παράλειψη αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς θεσπίστηκε μετά την άσκηση της προσφυγής, πριν όμως από την έκδοση της αποφάσεως» ενέχει ιδιαίτερη σημασία, με συνέπεια ότι στην προκειμένη περίπτωση «η Επιτροπή, η οποία απέρριψε οριστικώς την καταγγελία των προσφευγουσών, μετά την αποστολή της προβλεπομένης στο άρθρο 6 του κανονισμού 99/63 γνωστοποιήσεως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αρνήθηκε να ενεργήσει» (38).

Η ανωτέρω συλλογιστική, η οποία, πάντως, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως σαφής και αναμφισβήτητη απάντηση σε σχέση με το τεθέν στην παρούσα υπόθεση πρόβλημα (39), επέτρεπε πάντως να συναχθεί ότι το Πρωτοδικείο είχε την πρόθεση να λάβει υπόψη, για τους σκοπούς της διαπιστώσεως της παραλείψεως, και τα γεγονότα που έλαβαν χώρα μετά την αποστολή του κατά το άρθρο 6 του κανονισμού 99/63 εγγράφου. Κληθέν, πάντως, να αποφανθεί ρητώς επί του σημείου αυτού, και συγκεκριμένα με την απόφαση που αποτελεί αντικείμενο της παρούσας αιτήσεως αναιρέσεως, το Πρωτοδικείο παρέσχε ρητή απάντηση υπό την αντίθετη έννοια.

Πάντως, η επιλεγείσα με τον τρόπο αυτό λύση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ικανοποιητική, τόσον διότι εξαρτά την παύση της παραλείψεως, και μαζί με αυτή του αντικειμένου της προσφυγής, από την έκδοση πράξεως η οποία είναι αποκλειστικά και μόνο προπαρασκευαστική, με σκοπό την έκδοση (οριστικής) πράξεως, που αξίωσε ο καταγγέλλων, όσον και διότι μπορεί να αποδειχθεί ικανή να εξαναγκάσει τον τελευταίο να επαναλάβει την προσφυγή κατά παραλείψεως προκειμένου να επιτύχει λυσιτελές αποτέλεσμα. Παραμένει, πάντως, το ερώτημα ποιοι μπορεί να είναι οι εφικτοί τρόποι θεραπείας στα πλαίσια της τηρήσεως του δικαίου και ειδικότερα της ratio του άρθρου 6, για την υπερπήδηση των προαναφερθεισών δυσχερειών.

34 Μια πρώτη εναλλακτική λύση έγκειται στο να μη καθίσταται, όπως προανέφερα, άνευ αντικειμένου η προσφυγή μέχρι την έκδοση οριστικής αποφάσεως. Πάντως, η λύση αυτή, μολονότι έχει το πλεονέκτημα να εξουδετερώνει τις δυσχέρειες που απορρέουν από το γεγονός ότι θεωρείται ότι τέθηκε τέρμα στην παράλειψη και συνεπώς η προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου, δεν απέφυγε τις επικρίσεις. Δεν είναι ιδίως ικανή να εμποδίσει τυχόν κατ' εξακολούθηση απραξία της Επιτροπής, ακόμη και για μακρές περιόδους, ενώ ο καταγγέλλων θα βρισκόταν σε αδυναμία, στην περίπτωση αυτή, να εξαναγκάσει την Επιτροπή να ενεργήσει.

Μια δεύτερη εναλλακτική λύση, αυτή που σας προτείνω, έγκειται, αντίθετα, στην υποχρέωση της Επιτροπής, η οποία ασφαλώς δεν μπορεί και δεν πρέπει να αναβάλλει sine die την έκδοση της οριστικής πράξεως, να απαντήσει στις υποβληθείσες από τον καταγγέλλοντα παρατηρήσεις εντός εύλογης προθεσμίας, η παρέλευση της οποίας, αν δεν μεσολαβήσει η έκδοση της αποφάσεως, πρέπει να θεωρηθεί ότι σημαίνει πλήρωση των προϋποθέσεων προκειμένου το Πρωτοδικείο να διαπιστώσει την παράλειψη. Ας μου επιτραπεί να προσθέσω ότι ο προσδιορισμός εύλογης προθεσμίας - κατά τη διάρκεια της οποίας η Επιτροπή οφείλει να επιβεβαιώσει όσα γνωστοποίησε ήδη με το κατά το άρθρο 6 του κανονισμού 99/63 έγγραφο ή να επανεξετάσει την υπόθεση εφόσον το κρίνει σκόπιμο μετά τις υποβληθείσες συμπληρωματικές παρατηρήσεις της αναιρεσείουσας - επιβάλλεται τόσο για λόγους ασφαλείας δικαίου όσο και για λόγους ενδεδειγμένης δικαστικής προστασίας. Η «εύλογη» προθεσμία, η οποία μπορεί να θεωρηθεί «ευλόγως» ως κυμαινόμενη μεταξύ τριών και έξι μηνών, ανταποκρίνεται άλλωστε στην επιτακτική ανάγκη να διασφαλιστεί η ορθή απονομή της δικαιοσύνης, η οποία είναι ακόμη επιτακτικότερη στους τομείς όπως αυτοί της υπό κρίση υποθέσεως, όπου μόνον η παρέμβαση εντός δεδομένης προθεσμίας μπορεί να καταστήσει εφικτή την επίτευξη του στόχου της υποβαλλομένης δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 καταγγελίας. Περιττεύει να προσθέσω, επίσης, ότι ο προσδιορισμός εύλογης προθεσμίας προς διασφάλιση των επιτακτικών αναγκών και αρχών που μόλις προανέφερα δεν συνιστά ασφαλώς νέα τομή στη νομολογία του Δικαστηρίου σας (40).

35 Εντέλει, ανακαιφαλαιώνοντας τα όσα ανέπτυξα μέχρις εδώ, η κατά το άρθρο 6 του κανονισμού 99/63 γνωστοποίηση εμπεριέχει αφ' εαυτής τη θέση της καταγγελίας στο αρχείο - και υπό την έννοια αυτή χαρακτηρίζεται ως οριστική πράξη - κάθε φορά που ο καταγγέλλων δεν κάνει χρήση της δυνατότητας να υποβάλει συμπληρωματικές παρατηρήσεις. Στην περίπτωση αυτή, επομένως, η γνωστοποίηση καθιστά στην πραγματικότητα την προσφυγή άνευ αντικειμένου και συνιστά παράλληλα πράξη δυνάμενη να προσβληθεί κατά το άρθρο 173 της Συνθήκης. Αντίθετα, οσάκις ο καταγγέλλων κάνε χρήση της δυνατότητας να υποβάλει παρατηρήσεις, η προσφυγή κατά παραλείψεως δεν στερείται του αντικειμένου της παρά μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η Επιτροπή εκδίδει, εντός της οριζομένης από το Δικαστήριο εύλογης προθεσμίας, την οριστική απόφαση περί απορρίψεως της καταγγελίας. Η μη έκδοση της εν λόγω αποφάσεως εμπροθέσμως συνεπάγεται αντίθετα - εξυπακούεται δε οσάκις συντρέχουν οι προς τούτο προϋποθέσεις - την εκ μέρους του δικαστή διαπίστωση της παραλείψεως.

Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, περιττεύει να υπενθυμίσω ότι η συμπεριφορά των ενδιαφερομένων μετά την έκδοση του κατά το άρθρο 6 του κανονισμού 99/63 εγγράφου καθίσταται αποφασιστικής σημασίας προκειμένου να διαπιστωθεί αν εξακολουθεί να συντρέχει η παράλειψη ή αν, αντίθετα, έπαυσε και αν η προσφυγή κατέστη ή όχι άνευ αντικειμένου.

36 Από τα ανωτέρω συνάγω ότι, όσον αφορά την υπό κρίση υπόθεση, εφόσον το Πρωτοδικείο έκρινε ότι στερείται παντελώς σημασίας, για τους σκοπούς της διαπιστώσεως της παραλείψεως, το γεγονός ότι, κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεώς του, δεν είχε εκδοθεί ακόμα η οριστική απόφαση περί απορρίψεως, ο πρώτος λόγος της αναιρεσείουσας πρέπει να γίνει δεκτός.

Επί των εννόμων συνεπειών του κατά το άρθρο 6 του κανονισμού 99/63 εγγράφου και της παραβιάσεως του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (τρίτος λόγος αναιρέσεως)

37 Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι η άποψη ότι το έγγραφο της 13ης Ιουνίου 1994 είναι ικανό να στερήσει την προσφυγή κατά παραλείψεως του αρχικού αντικειμένου της αλλ' ότι δεν συνιστά δυνάμενη να προσβληθεί πράξη παραβιάζει το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

Λαμβάνοντας υπόψη ότι το δικαίωμα αυτό καταλέγεται μεταξύ των γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου (41), η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο, εκτιμώντας ότι το επίδικο έγγραφο δεν παρήγαγε δεσμευτικά έννομα αποτέσματα έναντι αυτής, αλλ' ότι παράλληλα ήταν ικανό να εξουδετερώσει την παράλειψη, δημιούργησε μια γκρίζα ζώνη εντός της οποίας ο καταγγέλλων στερείται οποιασδήποτε δικαστικής προστασίας: στερείται στην πραγματικότητα της δυνατότητας, αφενός, να ζητήσει να αναγνωριστεί η παράνομη παράλειψη της εκδόσεως της αιτουμένης πράξεως, αφετέρου, να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως.

38 Πράγματι, πρέπει να αναγνωριστεί συναφώς ότι η λύση που επέλεξε το Πρωτοδικείο δεν είναι ικανή να στερήσει την αναιρεσείουσα οποιοασδήποτε προστασίας. Πλην όμως, υποχρεώνοντας τον καταγγέλλοντα, ενόψει της επίμονης απραξίας της Επιτροπής, να ασκήσει δεύτερη προσφυγή κατά παραλείψεως με αποκλειστικό σκοπό την έκδοση της (οριστικής) πράξεως (η λήψη της οποίας είχε ζητηθεί με την πρώτη προσφυγή κατά παραλείψεως) και να ζητήσει ενδεχομένως την ακύρωσή της με προσφυγή ασκούμενη δυνάμει του άρθρου 173 της Συνθήκης (42), η λύση αυτή καθιστά τουλάχιστον επαχθέστερη την πρόσβασή του στη δικαιοσύνη.

Υπό τις περιστάσεις αυτές, είναι εξαιρετικά δυσχερές να μη συμφωνήσω με την άποψη ότι «la duplication des recours transforme le contrτle juridictionnel communautaire en un vιritable parcours du combattant oω la persιvιrance et la rιsistance deviennent les vertus cardinales!» (43), γεγονός που δημιουργεί ερωτηματικά ως προς την πρόσφορη νομική προστασία που διασφαλίζεται στον καταγγέλλοντα.

Πάντως, εκτιμώ ότι, και ενόψει των συμπερασμάτων στα οποία κατέληξα επ' ευκαιρία του πρώτου λόγου αναιρέσεως, δεν είναι αναγκαίο να εμβαθύνω περισσότερο επί του λόγου αυτού.

39 Εξυπακούεται ότι διαφέρει η λύση σαφώς στην περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο αναγνωρίζει ότι οι επικληθέντες από την αναιρεσείουσα λόγοι προκειμένου να καταδείξει την κατ' εξακολούθηση παράλειψη είναι αβάσιμοι. Πράγματι, στην περίπτωση αυτή, είναι δυσχερές να αποδειχθεί ότι η άποψη της αναιρεσείουσας, σύμφωνα με την οποία το γεγονός και μόνον ότι η δυνάμει του άρθρου 6 του κανονισμού 99/63 γνωστοποίηση είναι αφ' εαυτής ικανή να στερήσει την προσφυγή κατά παραλείψεως του αρχικού αντικειμένου της σημαίνει κατ' ανάγκη ότι πρόκειται για πράξη που παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα έναντι του αποδέκτη της, και συνεπώς για δυνάμενη να προσβληθεί πράξη (44) είναι αβάσιμη. Έπεται ότι προφανώς, εκ του γεγονότος και μόνον ότι το Πρωτοδικείο έκρινε ως μη δυνάμενη να προσβληθεί την κατά το άρθρο 6 του κανονισμού 99/63 γνωστοποίηση, αγνόησε το δικαίωμα της αναιρεσείουσας για αποτελεσματική δικαστική προστασία.

Ας μου επιτραπεί να προσθέσω ότι θα ήταν προτιμότερο να αναγνωριστεί ότι το κατά το άρθρο 6 του κανονισμού 99/63 έγγραφο ενέχει πάντοτε και εν πάση περιπτώσει τον χαρακτήρα πράξεως δυναμένης να προσβληθεί (45) αντί να υποστηρίζεται μια κατάσταση όπου ο καταγγέλλων, προκειμένου να επιτύχει την έκδοση οριστικής αποφάσεως και να την υποβάλει, ενδεχομένως, στον έλεγχο του κοινοτικού δικαστή, υποχρεώνεται να ασκήσει δύο προσφυγές κατά παραλείψεως (46). Πράγματι, στην αντίθετη περίπτωση, δεν θα μπορούσε να διαπιστωθεί ο ασύμφορος, από απόψεως αποτελεσματικότητας και ταχύτητας, χαρακτήρας της δικαστικής προστασίας του ιδιώτη που υπέβαλε αίτηση σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο ββ, του κανονισμού 17, ασύμφορος χαρακτήρας, τον οποίο, κατά την άποψή μας, δεν θα μπορούσε να θεωρήσει το Δικαστήριο ότι συντρέχει.

40 Ενόψει των προηγηθεισών παρατηρήσεων, πρέπει να ακυρωθεί η απόφαση της 27ης Ιουνίου 1995 υπό την έννοια ότι με αυτή κρίθηκαν ως αβάσιμοι οι προεξετασθέντες λόγοι αναιρέσεως.

Η αίτηση ανταναιρέσεως της Επιτροπής

41 Η αίτηση ανταναιρέσεως αφορά το τμήμα εκείνο της αποφάσεως με την οποία το Πρωτοδικείο καταδίκασε την Επιτροπή, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών περιστάσεων της υποθέσεως, στα δικά της έξοδα, καθώς και σε εκείνα της αντιδίκου (σκέψεις 44 έως 46 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

Προς στήριξη της αιτήσεώς της ανταναιρέσεως, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το Πρωτοδικείο συγχέει το παραδεκτό της προσφυγής με την εξέταση της ουσίας της υποθέσεως. Κατά την άποψη της Επιτροπής, η καταδίκη στα δικαστικά έξοδα δικαιολογείται σε τελευταία ανάλυση μόνον αν το Πρωτοδικείο διαπίστωσε όντως την παράλειψη ή τουλάχιστον προέβη, έστω και prima facie, σε εξέταση της ουσίας, πράγμα, όμως, που δεν συνέβη εν προκειμένω.

42 Εξάλλου, η ίδια η Επιτροπή δεν αποκρύπτει ότι το άρθρο 51, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, δυνάμει του οποίου «δεν χωρεί αναίρεση αποκλειστικά για τον καταλογισμό ή το ύψος της δικαστικής δαπάνης», μπορεί να συνιστά εμπόδιο για το παραδεκτό της αιτήσεως που άσκησε. Πάντως, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι εν προκειμένω η διάταξη αυτή δεν τυγχάνει εφαρμογής, κυρίως λόγω του ότι, εφόσον με αυτήν επιδιώκεται να μην εξωθείται το Δικαστήριο - και για λόγους οικονομίας της δίκης - να εξετάζει μια υπόθεση με αποκλειστικό αντικείμενο την επιδίκαση των δικαστικών εξόδων, η διάταξη αυτή δεν έχει λόγο υπάρξεως σε περίπτωση αιτήσεως ανταναιρέσεως. Συγκεκριμένα, σε παρόμοια περίπτωση το Δικαστήριο πρέπει εν πάση περιπτώσει να εξετάσει, ενόψει των λόγων οι οποίοι προβλήθηκαν με την αίτηση αναιρέσεως, την υπόθεση περί της οποίας πρόκειται.

Εκκινώ, λοιπόν, υπενθυμίζοντας ότι το Δικαστήριο ερμήνευσε το άρθρο 51 υπό την έννοια ότι η διάταξη αυτή τυγχάνει εφαρμογής και οσάκις - μολονότι ο λόγος που αφορά τη δικαστική δαπάνη δεν είναι ο μόνος αναιρετικός λόγος - όλοι οι λοιποί λόγοι έχουν κηρυχθεί αβάσιμοι (47). Τούτο σημαίνει προφανώς ότι η ratio της διατάξεως αυτής, σε αντίθεση προς όσα υποστήριξε η Επιτροπή, δεν έγκειται στο να αποφεύγεται το Δικαστήριο να οφείλει να εξετάσει μια υπόθεση με αποκλειστικό σκοπό να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Όντως, πρέπει να αναγνωριστεί, ενόψει και της νομολογίας που προανέφερα, ότι η επίδικη διάταξη αποσκοπεί μάλλον στο να εμποδίσει την αμφισβήτηση μιας αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο αποκλειστικά και μόνο στο επίπεδο της δικαστικής δαπάνης, χωρίς να προσδίδεται κάποια σημασία προς τον σκοπό αυτό στο γεγονός και μόνον ότι η αμφισβήτηση αυτή χωρεί μέσω αιτήσεως αναιρέσεως ή ανταναιρέσεως. Εξάλλου, η γενική διατύπωση της εν λόγω διατάξεως δεν μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι τυγχάνει εφαρμογής και στις δύο αυτές υποθετικές περιπτώσεις.

43 Σε περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο θα κατέληγε σε διαφορετικό συμπέρασμα, ας μου επιτραπεί να παρατηρήσω κατ' αρχάς ότι το Πρωτοδικείο, αποφαινόμενο στη συγκεκριμένη περίπτωση κατά τρόπο που αμφισβητείται με την υπό κρίση αναίρεση, περιορίστηκε να εφαρμόσει πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία, ακόμη και αν η προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου επειδή το θεσμικό όργανο που κλήθηκε να ενεργήσει έλαβε θέση μόνο μετά την άσκηση της προσφυγής, τα δικαστικά έξοδα βαρύνουν το θεσμικό αυτό όργανο (48). Η ratio της νομολογίας αυτής είναι απόλυτα σαφής: πράγματι, θα ήταν τουλάχιστον άδικο να καταδικαστεί ο προσφεύγων στα δικαστικά έξοδα, τη στιγμή κατά την οποία η προσφυγή του ασκήθηκε ακριβώς λόγω της αδράνειας του θεσμικού οργάνου το οποίο είχε κληθεί να ενεργήσει.

Σε αντίθεση προς όσα υποστήριξε η Επιτροπή, τούτο δεν σημαίνει ότι συγχέεται το παραδεκτό με την ουσία της διαφοράς, αλλ' ότι λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι η προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου λόγω της συμπεριφοράς του θεσμικού οργάνου που κλήθηκε να ενεργήσει. Ας μου επιτραπεί να προσθέσω ότι το αβάσιμο της προσφυγής κατά παραλείψεως, μολονότι στερείται λυσιτελείας για τους σκοπούς του επιμερισμού των εξόδων, θα ήταν πολύ δυσχερές να γίνει δεκτό - και όχι απλώς prima facie - στα πλαίσια της παρούσας υποθέσεως. Συναφώς, πρέπει, όντως, να υπομνησθεί, αφενός, ότι το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι η Επιτροπή δεν έδωσε συνέχεια στο έγγραφο οχλήσεως που της είχε απευθύνει η αναιρεσείουσα στις 24 Ιανουαρίου 1994, «μολονότι είχε ενημερωθεί επί της ουσίας της καταγγελίας από τα τέλη Δεκεμβρίου 1992», αφετέρου, ότι δεν αμφισβητείται πλέον ότι ο υποβάλλων καταγγελία, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, μπορεί σε κάθε περίπτωση να αξιώσει την έκδοση αποφάσεως. Υπό τις περιστάσεις αυτές, θεωρώ ότι ο ισχυρισμός της Επιτροπής στερείται προφανώς ερείσματος, σε σημείο μάλιστα που να παρίσταται ως κακόβουλη.

Επί της ασκηθείσας ενώπιον του Πρωτοδικείου προσφυγής

44 Κατά την έννοια του άρθρου 54, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του, οσάκις το Δικαστήριο αναιρεί απόφαση του Πρωτοδικείου, μπορεί το ίδιο να αποφανθεί οριστικώς επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση. Επειδή η εξέταση της προσφυγής της αναιρεσείουσας δεν απαιτεί στην παρούσα φάση κανένα έλεγχο των πραγματικών περιστατικών, εκτιμώ ότι το Δικαστήριο μπορεί να αποφανθεί οριστικώς επί της παρούσας διαφοράς.

45 Με τον πρώτο λόγο της, η προσφεύγουσα-αναιρεσείουσα ισχυρίστηκε ενώπιον του Πρωτοδικείου ότι το έγγραφο της Επιτροπής της 13ης Ιουνίου 1994 δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως ικανό να θέσει τέρμα στην παράλειψη και ότι, ιδίως, τυχόν γνωστοποίηση δυνάμει του άρθρου 6 του κανονισμού 99/63 δεν συνιστούσε λήψη θέσεως, κατά την έννοια του άρθρου 175, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης.

Διευκρίνισα ήδη, μετά την εξέταση του πρώτου λόγου αναιρέσεως, ότι, σε περίπτωση κατά την οποία, όπως εν προκειμένω, ο καταγγέλλων έχει κάνει χρήση της δυνατότητας να υποβάλει συμπληρωματικές παρατηρήσεις, το έγγραφο αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ικανό να στερήσει την προσφυγή κατά παραλείψεως του αντικειμένου της, εκτός και αν η Επιτροπή δεν εκδώσει οριστική πράξη εντός εύλογης προθεσμίας. Εφόσον δεν αμφισβητείται ότι η εν λόγω απόφαση δεν είχε εκδοθεί κατά τον χρόνο αποφάνσεως του Πρωτοδικείου και η εύλογη προθεσμία, η οποία εν πάση περιπτώσει δεν έπρεπε να υπερβαίνει τους έξι μήνες, δεν τηρήθηκε, εκείνο που απομένει είναι να ελεγχθεί αν, παραλείποντας να αποφανθεί επί της αιτήσεως της προσφεύγουσας-αναιρεσείουσας, η Επιτροπή παρέβη όντως υποχρέωσή της να ενεργήσει.

46 Η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι καταφατική. Πράγματι, γεγονός μεν είναι ότι η Επιτροπή δεν οφείλει να εκδώσει απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού ούτε να διενεργήσει έρευνα επί καταγγελίας που υπεβλήθη δυνάμει του άρθρου 3 του κανονισμού 17, υπέχει, όμως, την υποχρέωση, σε περίπτωση θέσεως της καταγγελίας στο αρχείο «να αιτιολογήσει την απόφασή της προκειμένου να καταστεί δυνατόν στο Πρωτοδικείο να εξακριβώσει αν αυτή υπέπεσε σε πραγματικά ή νομικά σφάλματα ή αν ακόμη ενήργησε κατά κατάχρηση εξουσίας» (49).

Υπό τις περιστάσεις αυτές, το γεγονός ότι η Επιτροπή αναφέρθηκε σε χωρίο αποφάσεως του Πρωτοδικείου, σύμφωνα με το οποίο «το ότι η Επιτροπή καθόρισε διαφορετικούς βαθμούς προτεραιότητας για τους φακέλους των οποίων επιλαμβάνεται στον τομέα του ανταγωνισμού είναι σύμφωνο προς τις υποχρεώσεις που υπέχει από το κοινοτικό δίκαιο» (50), στερείται εντελώς σημασίας όσον αφορά την απόδειξη του αν παραβίασε υποχρέωσή της να ενεργήσει. Στην πραγματικότητα, το χωρίο αυτό σημαίνει ότι η Επιτροπή νομιμοποιείται απόλυτα να απορρίψει αίτηση σε συνάρτηση με τις προτεραιότητες που καθόρισε, αλλ' ότι δεν μπορεί ασφαλώς να το πράξει κατά τρόπο μη υποκείμενο σε δικαστικό έλεγχο.

47 Εν κατακλείδι, η εξουσία εκτιμήσεως την οποία διαθέτει η Επιτροπή, όσον αφορά τη συνέχεια που πρέπει να δοθεί σε καταγγελίες που της υποβάλλονται, ασφαλώς δεν είναι ικανή να θέσει εν αμφιβόλω το ήδη αναμφισβήτητο δικαίωμα αυτού που υποβάλλει, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, καταγγελία να αξιώσει την έκδοση αποφάσεως.

Τέλος, ας μου επιτραπεί να προσθέσω ότι στερείται βάσεως και η άποψη της Επιτροπής ότι δεν παρήλθε εύλογη προθεσμία μεταξύ του χρόνου υποβολής της καταγγελίας και του χρόνου λήψεως του εγγράφου οχλήσεως εκ μέρους της. Συναφώς, αρκεί να υπενθυμίσω ότι η Επιτροπή δεν έδωσε καμία συνέχεια στο έγγραφο οχλήσεως της προσφεύγουσας-αναιρεσείουσας της 24ης Ιανουαρίου 1994, μολονότι είχε ενημερωθεί επί της ουσίας της καταγγελίας ήδη από τον μήνα Δεκέμβριο 1992.

Πρόταση

48 Ενόψει των προηγηθεισών σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο:

- να αναιρέσει την απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Ιουνίου 1995 επί της υποθέσεως T-186/94, Guιrin automobiles κατά Επιτροπής,

- να κρίνει απαράδεκτη την αίτηση ανταναιρέσεως της Επιτροπής,

- να αναγνωρίσει ότι η Επιτροπή παρέλειψε, κατά παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 2, στοιχείο ββ, του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτου κανονισμού εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης, καθώς και του άρθρου 6 του κανονισμού 99/63/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 25ης Ιουλίου 1963, περί των ακροάσεων που προβλέπονται στο άρθρο 19, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, να εκδώσει οριστική απόφαση έναντι της καταγγέλλουσας,

- να καταδικάσει την Επιτροπή στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

(1) - Guιrin automobiles κατά Επιτροπής (Συλλογή 1995, σ. II-1753).

(2) - Κανονισμός της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτος κανονισμός εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης EOK (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25).

(3) - ΕΕ 1985, L 15, σ. 16.

(4) - ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 37.

(5) - Βλ., μεταξύ άλλων, Idot: «La situation des victimes de pratiques anticoncurrentielles aprθs les arrκts Asia Motor et Automec II», Europe, 1992, σ. 1 και επ.· Gilliams και Maselis: «Le statut du plaignant en droit communautaire», Journal des Tribunaux, 1996, σ. 25 και επ.· Amadeo: «La posizione del singolo controinteressato dinanzi alla Commissione nell'applicazione delle regole di concorrenza», Il Diritto dell'Unione Europea, 1996, σ. 405 και επ.

(6) - Aπόφαση της 18ης Οκτωβρίου 1979 στην υπόθεση 125/78, Gema κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1979/ΙΙ, σ. 537, σκέψεις 17 και 18), καθώς και, προσφάτως, απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 1996 στην υπόθεση T-387/94, Asia Motor France κ.λπ. κατά Επιτροπής (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 46, στο εξής: απόφαση Asia Motor III). Όπως διευκρίνισε το Πρωτοδικείο με την απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 1992 στην υπόθεση T-24/90, Automec κατά Επιτροπής (Συλλογή 1992, σ. II-2223, σκέψη 75, στο εξής: Automec II), επιβάλλεται διαφορετική λύση μόνον αν το αντικείμενο της καταγγελίας εμπίπτει στις αποκλειστικές αρμοδιότητες της Επιτροπής.

(7) - Προπαρατεθείσα στην προηγούμενη υποσημείωση απόφαση Automec II, σκέψη 76, και απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 1995 στην υπόθεση T-114/92, BEMIM κατά Επιτροπής (Συλλογή 1995, σ. II-147, σκέψη 81). Βλ., επίσης, απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 1995 στην υπόθεση T-5/93, Tremblay κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1995, σ. II-185, σκέψη 61), με την οποία το Πρωτοδικείο αναγνώρισε ρητώς ότι η προσφεύγουσα δεν μπορεί να αξιώνει από την Επιτροπή την έκδοση αποφάσεως επί της καταγγελλομένης παραβάσεως, έστω και σε περίπτωση κατά την οποία η Επιτροπή «θα ήταν πεπεισμένη ότι οι καταγγελλόμενες πρακτικές συνιστούσαν παράβαση του άρθρου 86 της Συνθήκης». Ο τελευταίος αυτός ισχυρισμός, ο οποίος στηρίχθηκε στην άποψη ότι η Επιτροπή υποχρεούται, «όταν διαπιστώσει παράβαση, να λάβει απόφαση υποχρεώνουσα τις οικείες επιχειρήσεις να θέσουν τέρμα σ' αυτήν είναι αντίθετη προς το γράμμα του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 17, κατά το οποίο η Επιτροπή μπορεί να λάβει τέτοια απόφαση» (απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 1992 στην υπόθεση T-16/91, Rendo κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II-2417, σκέψη 98), εγείρει στην πραγματικότητα ορισμένες αμφιβολίες.

(8) - Τούτο σημαίνει ότι η Επιτροπή, έστω και αν δεν οφείλει να εκδώσει απόφαση διαπιστώνουσα την ύπαρξη παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού ούτε να προβεί στη σχετική έρευνα της υποβληθείσας σύμφωνα με το άρθρο 3 του κανονισμού 17 καταγγελίας, υποχρεούται πάντως «να εξετάσει προσεκτικώς τους πραγματικούς και νομικούς λόγους που προβάλλει ο καταγγέλλων προκειμένου να εξακριβώσει την ύπαρξη συμπεριφοράς αντίθετης προς τον ανταγωνισμό. Επιπλέον, σε περίπτωση θέσεως της καταγγελίας στο αρχείο, η Επιτροπή υποχρεούται να αιτιολογήσει την απόφασή της προκειμένου να καταστεί δυνατό στο Πρωτοδικείο να εξακριβώσει αν αυτή υπέπεσε σε πραγματικά ή νομικά σφάλματα ή ακόμη αν ενήργησε κατά κατάχρηση εξουσίας» (απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 1995 στην υπόθεση C-19/93 P, Rendo κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. I-3319, σκέψη 27).

(9) - Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 6 απόφαση, σκέψη 17 (η υπογράμμιση δική μου).

(10) - Αυτόθι, σκέψεις 19 και 20 της αποφάσεως.

(11) - Βλ., πάντως, επί του θέματος αυτού, τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Capotorti επί της εν λόγω υποθέσεως. Αφού συμπέρανε ότι η μη αποστολή εγγράφου, δυνάμει του άρθρου 6 του κανονισμού 99/63, συνιστά παράνομη παράλειψη εκ μέρους της Επιτροπής δυνάμενη, συνεπώς, να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής κατά παραλείψεως, κατά την έννοια του άρθρου 175 της Συνθήκης, ο γενικός εισαγγελέας υπογράμμισε στη συνέχεια ότι η επίδικη πράξη, την οποία εξέδωσε η Επιτροπή μόνο μετά την άσκηση της προσφυγής κατά παραλείψεως, «μπορούσε να προσβληθεί εμπρόθεσμα με προσφυγή ακυρώσεως, δεδομένου ότι οι πράξεις που υπόκεινται στον έλεγχο νομιμότητας εκ μέρους του Δικαστηρίου αναφέρονται στο άρθρο 173, πρώτη παράγραφος, με φρασεολογία όμοια προς τη χρησιμοποιούμενη από το προαναφερθέν άρθρο 175, τελευταία παράγραφος» (Συλλογή τόμος 1979/ΙΙ, σ. 548, συγκεκριμένα σ. 555).

(12) - Aπόφαση της 25ης Οκτωβρίου 1977 στην υπόθεση 26/76, (Συλλογή τόμος 1977, σ. 567, σκέψη 13).

(13) - Βλ. απόφαση της 11ης Οκτωβρίου 1983 στην υπόθεση 210/81, Demo-Studio Schmidt κατά Επιτροπής (Συλλογή 1983, σ. 3045, σκέψη 14), όπου το δικαίωμα το καταγγέλλοντος να αμφισβητήσει την απόφαση περί θέσεως της καταγγελίας του στο αρχείο δικαιολογήθηκε από τον ίδιο λόγο (ο οποίος επαναλαμβάνεται αυτολεξεί) με εκείνο της αποφάσεως στην υπόθεση Metro κατά Επιτροπής. Βλ., επίσης, απόφαση της 28ης Μαρτίου 1985 στην υπόθεση 298/83, CICCE κατά Επιτροπής (Συλλογή 1985, σ. 1105, σκέψη 18), με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι, ενόψει των πραγματικών και νομικών στοιχείων που προσκόμισε η προσφεύγουσα, ήταν αρμόδιο να ελέγξει τη νομιμότητα της αποφάσεως που είχε λάβει η Επιτροπή περί θέσεως της καταγγελίας στο αρχείο, καθώς και την απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 1987 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις 142/84 και 156/84, BAT και Reynolds (Συλλογή 1987, σ. 4487, σκέψη 12), με την οποία το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι, για τους σκοπούς του παραδεκτού προσφυγής ακυρώσεως ενός εγγράφου περί απορρίψεως καταγγελίας, αρκεί ότι το έγγραφο «έχει το περιεχόμενο αποφάσεως και παράγει αποτελέσματα αποφάσεως, καθόσον θέτει τέρμα στην έρευνα που είχε κινηθεί, περιέχει κρίση επί των εν λόγω συμφωνιών και εμποδίζει τις προσφεύγουσες να ζητήσουν την επανέναρξη της έρευνας, εκτός αν προσκομίσουν νέα στοιχεία».

(14) - Επί μακρό διάστημα, η Επιτροπής υποστήριξε την άποψη ότι ουδόλως ήταν υποχρεωμένη να εκδώσει τυπική απόφαση περί απορρίψεως και ότι, αντίθετα, είχε τη δυνατότητα να επιλέξει τις περιπτώσεις επί των οποίων θα έκρινε η ίδια αν ήταν σκόπιμο να λάβει παρόμοια απόφαση. Βλ., ιδίως την ενδέκατη έκθεση επί της πολιτικής ανταγωνισμού, 1981, σημείο 118, καθώς και τη δέκατη πέμπτη έκθεση επί της πολιτικής ανταγωνισμού, 1985, σημείο 1, όπου βεβαιώνεται ότι η Επιτροπή εκδίδει οριστική απόφαση περί απορρίψεως, δυνάμενη να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου, μόνον «εφόσον τούτο απαιτείται».

(15) - Aπόφαση της 10ης Ιουλίου 1990 στην υπόθεση T-64/89, Automec κατά Επιτροπής (Συλλογή 1990, σ. II-367, σκέψεις 45 έως 47, στο εξής: απόφαση Αutomec I).

(16) - Αυτόθι, σκέψη 46.

(17) - Εικοστή έκθεση επί της πολιτικής ανταγωνισμού, 1990, σημείο 165, σ. 136.

(18) - Aπόφαση της 16ης Ιουνίου 1994 στην υπόθεση C-39/93 P (Συλλογή 1994, σ. I-2681).

(19) - Βλ., επί παραδείγματι, την απόφαση Automec II (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 6), σκέψη 85, καθώς και την απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 1995 στην υπόθεση T-74/92, Ladbroke κατά Επιτροπής (Συλλογή 1995, σ. II-115, σκέψη 60).

(20) - Aπόφαση προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 18, σκέψεις 28 έως 31.

(21) - Αυτόθι, σκέψη 30.

(22) - Βλ. ανωτέρω, σημείο 10.

(23) - Η υπογράμμιση δική μου.

(24) - Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 18 απόφαση.

(25) - Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 6 απόφαση, μέρος «πραγματικά περιστατικά», Raccolta 1979, σ. 3182 [το μέρος αυτό παραλείφθηκε από την απόδοση στην ελληνική γλώσσα].

(26) - Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 15 απόφαση.

(27) - Προς στήριξη της απόψεως αυτής, το Πρωτοδικείο αναφέρεται στις αποφάσεις της 12ης Ιουλίου 1988 στην υπόθεση 377/87, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1988, σ. 4017, σκέψεις 7 και 10), και της 27ης Σεπτεμβρίου 1988 στην υπόθεση 302/87, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1988, σ. 5615, σκέψη 16). Συναφώς, παρατηρώ, πάντως, ότι με την πρώτη απόφαση, το Δικαστήριο - μη αποφαινόμενο ρητώς επί της ενστάσεως απαραδέκτου της προσφυγής κατά παραλείψεως λόγω του ότι είχε ως αντικείμενο το σχέδιο του προϋπολογισμού και, συνακόλουθα, προπαρασκευαστική πράξη - περιορίστηκε να καταργήσει τη δίκη δεδομένου ότι στο μεσοδιάστημα εκδόθηκε η επίδικη πράξη. Όσον αφορά τη δεύτερη υπόθεση, αντικείμενο της οποίας ήταν η ενεργητική νομιμοποίηση του Κοινοβουλίου δυνάμει του άρθρου 173 της Συνθήκης, γεγονός είναι ότι το Δικαστήριο έκρινε ότι: «το Ευρωπαϋκό Κοινοβούλιο μπορεί να ζητήσει την έκδοση αποφάσεως διαπιστώνουσας την παράλειψη του Συμβουλίου, ενώ το σχέδιο που συνιστά προπαρασκευαστική πράξη δεν μπορεί να τύχει αμφισβητήσεως δυνάμει του άρθρου 173», η σχετική όμως διατύπωση είναι ελάχιστα σαφής και εν πάση περιπτώσει χωρίς αποφασιστική σημασία για την υπό εξέταση περίπτωση. Πράγματι, συμφωνώ επί του ότι σε ορισμένες περιπτώσεις οι πράξεις που έχουν αποκλειστικά προπαρασκευαστικό χαρακτήρα μπορούν να συνεπαχθούν οριστικές έννομες συνέπειες έναντι του αποδέκτη τους, ώστε η μη έκδοσή τους να μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής κατά παραλείψεως (όπως συμβαίνει στην περίπτωση κατά την οποία το Συμβούλιο δεν ενέκρινε το σχέδιο του προϋπολογισμού και πρόταση οδηγίας υποβληθείσας από την Επιτροπή· πράγματι στις περιπτώσεις αυτές, η μη έκδοση των πράξεων περί των οποίων πρόκειται μπορεί να εμποδίσει αντίστοιχα το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο να ασκήσουν τις αρμοδιότητές τους), πρέπει όμως να σημειωθεί συναφώς ότι η κατάσταση είναι όλως διάφορη, ή τουλάχιστον πρέπει να διαφέρει, όταν πρόκειται για πράξη όπως η γνωστοποίηση κατά το άρθρο 6 του κανονισμού 99/63. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση αυτή, η ενδεχόμενη έκδοση της επίδικης πράξεως, μη απαντώντας στο αίτημα του καταγγέλλοντος (εκτός αν πρόκειται για μη ευνοϋκή απάντηση) μπορεί κάλλιστα να συνιστά λήψη προπαρασκευαστικής θέσεως επιτρέπουσα την εξακολούθηση της παραλείψεως. Οι παρατηρήσεις που ακολουθούν επικεντρώνονται στην εν λόγω πτυχή.

(28) - Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 6 απόφαση, σκέψη 17.

(29) - Αυτόθι, σκέψη 21.

(30) - Υπενθυμίζω ότι με την απόφαση στην υπόθεση Gema κατά Επιτροπής, το Δικαστήριο είχε όντως την ευκαιρία να αποφανθεί επί του χαρακτήρα του δυνάμει του άρθρου 6 εγγράφου ως δυναμένης ή μη να προσβληθεί πράξεως, δεδομένου ότι τα αιτήματα με τα οποία επιδιωκόταν η ακύρωσή του ήταν προφανώς απαράδεκτα. Επί του ζητήματος αυτού, το οποίο είχε αποτελέσει αντικείμενο ευρείας συζητήσεως κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, ο γενικός εισαγγελέας Capotorti (βλ. ανωτέρω υποσημείωση 11) έλαβε, αντίθετα, θέση απαντώντας καταφατικά. Εξάλλου, με εκείνη την ευκαιρία, η Επιτροπή, εξετάζοντας συναφώς τρεις δυνατές εναλλακτικές λύσεις, δεν είχε αποκλείσει την περίπτωση η δυνάμει του άρθρου 6 γνωστοποίηση να είναι πάντοτε και εν πάση περιπτώσει πράξη δυνάμενη να προσβληθεί από τους ενδιαφερομένους, σύμφωνα με το άρθρο 173 της Συνθήκης.

(31) - Προτάσεις του εκτελούντος χρέη γενικού εισαγγελέα δικαστή Edward της 10ης Μαρτίου 1992 (Συλλογή 1992, σ. II-2226, σκέψεις 90 έως 97) στην προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 6 υπόθεση Automec II και στην υπόθεση Asia Motor France κ.λπ. κατά Επιτροπής (απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 1992, Τ-28/90, Συλλογή 1992, σ. ΙΙ-2285, στο εξής: απόφαση Asia Motor Ι).

(32) - Όπ.π., σημείο 94.

(33) - Συναφώς, οφείλω να υπενθυμίσω το χωρίο ότι «βάσει του άρθρου 175, κατά ρητής αρνήσεως προς ενέργεια, μπορεί να ασκηθεί προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου, εφόσον με την άρνηση αυτή δεν τίθεται τέρμα στην παράλειψη» (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 27 απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1988, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, σκέψη 17). Λαμβάνοντας υπόψη την ειδική αλληλουχία στα πλαίσια της οποίας διατυπώθηκε ο συλλογισμός αυτός, καθώς και τη μεταγενέστερη νομολογία, θεωρώ, πάντως, ότι είναι αλυσιτελής προς στήριξη της απόψεως που υποστηρίζεται εν προκειμένω.

(34) - Προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 31 προτάσεις της 10ης Μαρτίου 1992, σημείο 95.

(35) - Αυτόθι, σημείο 96, η υπογράμμιση δική μου.

(36) - Απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 1992 στην υπόθεση Τ-28/90, προαναφερθείσα στην υποσημείωση 31, σκέψεις 34 έως 37.

(37) - Αυτόθι, σκέψη 35.

(38) - Αυτόθι, σκέψη 37.

(39) - Έχει σημασία να παρατηρηθεί ότι, ακόμη και με τη μεταγενέστερη απόφαση στην υπόθεση Ladbroke κατά Επιτροπής, το Πρωτοδικείο δεν διέλυσε τις αμφιβολίες που εξακολουθούσαν να πλανώνται συναφώς. Πράγματι, αφού διαπίστωσε ότι μεταξύ του χρόνου υποβολής της καταγγελίας και της ημερομηνίας λήψεως του εγγράφου οχλήσεως προς την Επιτροπή μεσολάβησε ικανός χρόνος, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι «η προσφεύγουσα εδικαιούτο να ζητήσει από την Επιτροπή, τουλάχιστον, να της απευθύνει προσωρινή γνωστοποίηση δυνάμει του άρθρου 6 του κανονισμού 99/63 (...) ή μια τέτοια απόφαση», ήτοι την οριστική απόφαση (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 19 απόφαση, σκέψη 61, η υπογράμμιση δική μου).

(40) - Βλ. επί παραδείγματι απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 1973 στην υπόθεση 120/73, Lorenz (Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 815, σκέψη 4), με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι δύο μήνες συνιστούν εύλογη προθεσμία εντός της οποίας η Επιτροπή οφείλει να αποφανθεί επί του συμβιβαστού των σχεδιαζομένων και νομοτύπως κοινοποιηθέντων νέων μέτρων ενισχύσεως. Βλ., επίσης, επί του ζητήματος της προσφυγής κατά παραλείψεως, την απόφαση της 6ης Ιουλίου 1971 στην υπόθεση 59/70, Κάτω Ξώρες κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 883, σκέψεις 15, 16, 22 και 23), με την οποία το Δικαστήριο αναφέρθηκε στην ανάγκη εύλογης προθεσμίας σε συνάρτηση με τις «επιτακτικές ανάγκες της ασφαλείας δικαίου και της συνεχείας της κοινοτικής δράσεως». Καίτοι αληθεύει ότι τέτοιες επιτακτικές ανάγκες προβλήθηκαν για να υποστηριχθεί ότι «η άσκηση του δικαιώματος οχλήσεως έναντι της Επιτροπής δεν μπορεί να αναβάλλεται επ' αόριστον» προς το συμφέρον τους κοινοτικού οργάνου, είναι εξίσου αληθές ότι θα ήταν τουλάχιστον άδικο να θεωρηθεί ότι οι ίδιες επιτακτικές ανάγκες δεν ισχύουν στην αντίθετη περίπτωση, ήτοι όταν το θεσμικό όργανο είναι εκείνο που καθυστερεί επ' αόριστον την έκδοση της αιτουμένης πράξεως.

(41) - Βλ, μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 15ης Μαου 1986 στην υπόθεση 222/84, Johnston (Συλλογή 1986, σ. 1651, σκέψη 18), και της 19ης Μαρτίου 1991 στην υπόθεση C-249/88, Επιτροπή κατά Βελγίου (Συλλογή 1991, σ. I-1275, σκέψη 25).

(42) - Όπως προκύπτει από την ορθή ανάγνωση της σκέψεως 34 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

(43) - Bolze: «Note sur l'arrκt Guιrin», Revue trimestrielle de droit europιen, 1996, σ. 393.

(44) - Άλλωστε, το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνει η κρίση του Δικαστηρίου ότι «η έννοια των δυναμένων να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής πράξεων είναι ταυτόσημη για τα άρθρα 173 και 175, εφόσον αμφότερες οι διατάξεις αποτελούν την έκφραση ενός και του αυτού ενδίκου μέσου» (απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 1970 στην υπόθεση 15/70, Chevalley κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 527, σκέψη 6). Η συλλογιστική αυτή συνεπάγεται προφανώς ότι είναι αδύνατο να επιδιωχθεί, δυνάμει του άρθρου 175, η έκδοση πράξεως, η ακύρωση της οποίας δεν μπορεί να ζητηθεί κατά την έννοια του άρθρου 173.

(45) - Παρατηρώ συναφώς ότι δεν δύναμαι να ταχθώ με την άποψη που εξέφρασε το Πρωτοδικείο στην απόφαση Automec I, σύμφωνα με την οποία προσφυγή με την οποία ζητείται η ακύρωση γνωστοποιήσεως βάσει του άρθρου 6 «θα ήταν δυνατόν να υποχρεώσει το Δικαστήριο και το Πρωτοδικείο, όπως ακριβώς συμβαίνει στην περίπτωση προσφυγής κατά της κοινοποιήσεως των αιτιάσεων, να αποφανθούν επί ζητημάτων για τα οποία η Επιτροπή δεν είχε ακόμη τη δυνατότητα να αποφανθεί», γεγονός που δεν συμβιβάζεται, μεταξύ άλλων, «προς τις απαιτήσεις περί ορθής απονομής της δικαιοσύνης και εύρυθμης διεξαγωγής της διοικητικής διαδικασίας ενώπιον της Επιτροπής» (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 15 απόφαση, σκέψη 46). Αρκεί να διαπιστωθεί συναφώς, αφενός, ότι ο παραλληλισμός μεταξύ της κοινοποιήσεως των αιτιάσεων και της βάσει του άρθρου 6 γνωστοποιήσεως, ενόψει των σημαντικών διαφορών που χαρακτηρίζουν τις δύο αυτές πράξεις, είναι τουλάχιστον βεβιασμένος, αφετέρου, ότι η προταθείσα άποψη θα έπρεπε να ληφθεί σοβαρά υπόψη σε περίπτωση κατά την οποία συναγόταν το συμπέρασμα ότι το δυνάμει του άρθρου 6 έγγραφο καθιστά άνευ αντικειμένου την προσφυγή κατά παραλείψεως. Εξάλλου, νομίζω ότι η άποψη αυτή δεν εγείρει μείζονες επιφυλάξεις, δεδομένου ότι: α) η αιτιολόγηση της απορρίψεως της καταγγελίας εμπεριέχεται ακριβώς στο εν λόγω έγγραφο, β) η οριστική απόφαση που λαμβάνεται μεταγενέστερα δεν είναι, στις περισσότερες περιπτώσεις, τίποτα άλλο από απλή βεβαίωση του κατά το άρθρο 6 εγγράφου, γ) σε περίπτωση κατά την οποία, εν συνεχεία των μεταγενεστέρων παρατηρήσεων που της υποβάλλονται, η Επιτροπή αποφασίσει να διεξαγάγει έρευνα ή να χωρήσει στη διαδικασία παραβάσεως, αρκεί να θεωρηθεί ότι πρόκειται για νέα διαδικασία δυνάμει του άρθρου 6. Τέλος, ας μου επιτραπεί να προσθέσω ότι η λύση αυτή έχει το μοναδικό μειονέκτημα να υποχρεώνει ταυτόχρονα τον καταγγέλλοντα να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του επί του κατά το άρθρο 6 εγγράφου και να ασκήσει την προσφυγή ακυρώσεως.

(46) - Στο σημείο αυτό τίθεται αυθορμήτως ένα ερώτημα: Πόσες προσφυγές κατά παραλείψεως οφείλει να ασκήσει ο καταγγέλλων σε περίπτωση κατά την οποία η έκδοση της αιτουμένης αποφάσεως προϋποθέτει την έκδοση όχι μιας αλλά περισσοτέρων άλλων διαδικαστικών πράξεων;

(47) - Πράγματι, σε παρόμοιες περιπτώσεις το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι, «εφόσον όλοι οι άλλοι λόγοι και ισχυρισμοί του αναιρεσείοντος απορρίφθηκαν, το περί δικαστικής δαπάνης αίτημά του πρέπει, κατ' εφαρμογήν της διατάξεως αυτής [άρθρο 51], να απορριφθεί ως απαράδεκτο» (απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 1995 στην υπόθεση C-396/93 P, Henrichs κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. I-2611, σκέψη 66). Προς την αυτή κατεύθυνση, βλ. και τις διατάξεις της 13ης Ιανουαρίου 1995 στην υπόθεση C-253/94 P, Roujansky κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1995, σ. I-7, σκέψη 14), και C-264/94 P, Bonnamy κατά Συμβουλίου (αυτόθι, σ. I-15, σκέψη 14). Δεν απαιτείται καν να διευκρινιστεί ότι η λύση αυτή επιβάλλεται, όσον αφορά τον λόγο περί δικαστικής δαπάνης που προεβλήθη με αίτηση ανταναιρέσεως, και στην περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο απορρίπτει τους προβληθέντες με την αίτηση αναιρέσεως λόγους. Πράγματι, η κατάσταση αυτή είναι εντελώς παρεμφερής με εκείνη όπου, στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως, όλοι οι λοιποί λόγοι κηρύχθηκαν αβάσιμοι.

(48) - Βλ., επί παραδείγματι, την απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 1992 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-15/91 και C-108/91, Buckl κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1992, σ. I-6061, σκέψη 33).

(49) - Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 8 απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 1995 στην υπόθεση Rendo κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 27.

(50) - Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 6 απόφαση στην υπόθεση Automec II, σκέψη 77.

Top