Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61995CC0220

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Jacobs της 12ης Δεκεμβρίου 1996.
    Antonius van den Boogaard κατά Paula Laumen.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Arrondissementsrechtbank Amsterdam - Κάτω Χώρες.
    Σύμβαση των Βρυξελλών - Ερμηνεία του άρθρου 1, δεύτερο εδάφιο - Έννοια των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων - Έννοια της υποχρεώσεως διατροφής.
    Υπόθεση C-220/95.

    Συλλογή της Νομολογίας 1997 I-01147

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1996:495

    61995C0220

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Jacobs της 12ης Δεκεμβρίου 1996. - Antonius van den Boogaard κατά Paula Laumen. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Arrondissementsrechtbank Amsterdam - Κάτω Χώρες. - Σύμβαση των Βρυξελλών - Ερμηνεία του άρθρου 1, δεύτερο εδάφιο - Έννοια των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων - Έννοια της υποχρεώσεως διατροφής. - Υπόθεση C-220/95.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1997 σελίδα I-01147


    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


    1 Το ουσιαστικό ζήτημα που έχει τεθεί υπό την κρίση του Δικαστηρίου στην παρούσα υπόθεση, η οποία ήχθη ενώπιόν του κατόπιν αιτήσεως του Arrondissementsrechtbank te Amsterdam για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, είναι το πώς πρέπει να χαρακτηριστεί για τον σκοπό εφαρμογής της Συμβάσεως των Βρυξελλών για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (1) η διατάσσουσα την εφ' άπαξ καταβολή ενός χρηματικού ποσού διάταξη μιας αποφάσεως που εκδόθηκε από το High Court of Justice of England and Wales στο πλαίσιο δίκης διαζυγίου. Αφορά, ειδικότερα, η διάταξη αυτή τις «περιουσιακές σχέσεις των συζύγων», υπό την έννοια του άρθρου 1 της Συμβάσεως, οπότε δεν μπορεί να κηρυχθεί εκτελεστή σύμφωνα με τη Σύμβαση, ή αφορά υποχρεώσεις διατροφής, οπότε μπορεί να κηρυχθεί εκτελεστή βάσει της Συμβάσεως;

    Οι σχετικές διατάξεις της Συμβάσεως των Βρυξελλών

    2 Το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 1 της Συμβάσεως των Βρυξελλών ορίζει ότι εξαιρούνται από την εφαρμογή της Συμβάσεως αυτής «1. η προσωπική κατάσταση και ικανότητα των φυσικών προσώπων, οι περιουσιακές σχέσεις των συζύγων (...)».

    3 Το άρθρο 5 της Συμβάσεως των Βρυξελλών ορίζει:

    «Πρόσωπο που έχει την κατοικία στο έδαφος συμβαλλόμενου κράτους μπορεί να εναχθεί σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος:

    1) (...)

    2) ως προς υποχρεώσεις διατροφής, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου ο δικαιούχος της διατροφής έχει την κατοικία ή συνήθη διαμονή του ή, εφόσον πρόκειται για αγωγή παρεπόμενη δίκης σχετικής με την προσωπική κατάσταση, ενώπιον του δικαστηρίου που κατά δίκαιο του δικάζοντος δικαστή έχει διεθνή δικαιοδοσία στην περίπτωση της δίκης αυτής, εκτός αν η διεθνής αυτή δικαιοδοσία θεμελιώνεται μόνο στην ιθαγένεια ενός των διαδίκων (...).»

    4 Συνεπώς, είναι σαφές ότι η Σύμβαση των Βρυξελλών έχει εφαρμογή επί των υποχρεώσεων διατροφής, περιλαμβανομένων αυτών που γεννώνται στο πλαίσιο της λύσεως ενός γάμου. Πράγματι, ο λόγος για τον οποίο περιελήφθηκαν οι υποχρεώσεις αυτές μεταξύ των απαριθμουμένων στο άρθρο 5 εξαιρέσεων από τον γενικό κανόνα, κατά τον οποίο η αγωγή πρέπει να ασκείται εντός του κράτους κατοικίας του εναγομένου, ήταν ακριβώς να παρασχεθεί στην έγγαμη αλλά εν διαστάσει ευρισκομένη γυναίκα η δυνατότητα να εναγάγει για την καταβολή διατροφής τον σύζυγό της ενώπιον του τοπικού εν σχέσει προς αυτήν δικαστηρίου (2). Για να καταστεί αυτό δυνατό, ήταν αναγκαία μια περαιτέρω εξαίρεση από το γενικό σύστημα της Συμβάσεως: το άρθρο 5, σημείο 2, είναι η μόνη διάταξη στη Σύμβαση που καθιερώνει τη συνήθη διαμονή ως διαζευκτικό κριτήριο, σε σχέση με την κατοικία, για τον καθορισμό της διεθνούς δικαιοδοσίας. Εφόσον σε πλείστα νομικά συστήματα οι δύο έννοιες επικαλύπτονται σε μεγάλο βαθμό, μπορεί να διερωτηθεί κανείς γιατί το άρθρο 5, σημείο 2, παρεκκλίνει κατ' αυτόν τον τρόπο από τον γενικό κανόνα. Ο λόγος είναι ότι σε μερικά συμβαλλόμενα κράτη η γυναίκα αποκτά κατά τον γάμο την κατοικία του συζύγου της· επομένως, με το να απονεμηθεί διεθνής δικαιοδοσία μόνο στα δικαστήρια του τόπου κατοικίας της έγγαμης αλλά ευρισκόμενης σε διάσταση γυναίκας, δεν θα επιτυγχάνονταν πάντοτε ο σκοπός της Συμβάσεως αυτής, ο οποίος συνίσταται στο να παρασχεθεί στη γυναίκα η δυνατότητα να προσφεύγει ενώπιον του τοπικού εν σχέσει προς αυτήν και όχι προς τον εν διαστάσει σύζυγό της δικαστηρίου.

    Το πλαίσιο της αποφάσεως που ζητήθηκε να κηρυχθεί εκτελεστή

    5 Ο Α. van den Boogaard και η P. Laumen, οι οποίοι αμφότεροι έχουν την ολλανδική ιθαγένεια, ήλθαν το 1957 στις Κάτω Ξώρες σε κοινωνία γάμου υπό το σύστημα της συζυγικής κοινοκτημοσύνης. Το 1980, όπως επιτρεπόταν από το ολλανδικό δίκαιο, συμφώνησαν τη λύση της κοινοκτημοσύνης μοιράζοντας τα περιουσιακά τους στοιχεία σε ίσες κατά προσέγγιση μερίδες.

    6 Στις αρχές του 1982, οι διάδικοι εγκαταστάθηκαν στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ο γάμος λύθηκε από το High Court of Justice του Λονδίνου το 1988· υποθέτω ότι το αγγλικό δικαστήριο εκτίμησε ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία βάσει του ότι ο ένας ή και οι δύο διάδικοι είχαν τη συνήθη διαμονή τους στην Αγγλία επί ένα έτος πριν κινηθεί η διαδικασία διαζυγίου (3). Στη συνέχεια, η πρώην σύζυγος υπέβαλε στο High Court παρεπόμενο αίτημα συνολικής ρυθμίσεως (full ancillary relief), δηλαδή ζήτησε την έκδοση αποφάσεως για την επιδίκαση χρηματικών απαιτήσεων και τη μεταβίβαση προς αυτήν περιουσιακών στοιχείων του συζύγου της σύμφωνα με τα άρθρα 23 και 24 του νόμου Matrimonial Causes Act του 1973 (4). Στις 25 Ιουλίου 1990, ο δικαστής Cazalet εξέδωσε απόφαση της οποίας τα ουσιώδη στοιχεία είναι ότι ο σύζυγος πρέπει i) να μεταβιβάσει στη σύζυγο τη συζυγική στέγη και έναν πίνακα του De Heem, ii) να καταβάλει εφ' άπαξ στη σύζυγο το ποσό των 355 000 λιρών στερλινών (UK£) και iii) να προβεί σε περιοδικές καταβολές (αρχικώς 35 000 UK£ τον χρόνο, σύμφωνα με παλαιότερη απόφαση εκδοθείσα στο πλαίσιο της αυτής διαδικασίας, και στη συνέχεια 30 000 UK£ τον χρόνο) προς τη σύζυγο χωρίς διακοπή μέχρι την καταβολή του εφ' άπαξ ποσού και τη μεταβίβαση της οικίας και του πίνακα.

    7 Στην απόφαση περί παραπομπής παρατίθενται πολλά αποσπάσματα της αποφάσεως του δικαστή Cazalet, περιλαμβανομένων των εξής:

    «Η αίτηση που υποβλήθηκε παραδεκτώς ενώπιόν μου είναι παρεπόμενη αίτηση μιας συνολικής ρυθμίσεως συζύγου κατά του συζύγου της (full ancillary relief), περιλαμβανομένων περιοδικών καταβολών γι' αυτήν και τα δύο νεότερα τέκνα της οικογενείας. Μου ελέχθη ότι η σύζυγος δεν επιθυμεί στο στάδιο αυτό να συνεχίσει τη δικαστική επιδίωξη της απαιτήσεώς της για περιοδικές καταβολές όσον αφορά τα δύο τέκνα· επιφυλάσσεται του δικαιώματός της να επανέλθει και να συνεχίσει τη δικαστική επιδίωξη της απαιτήσεως αυτής σε μεταγενέστερο στάδιο.

    Μου είπε περαιτέρω, μέσω του δικηγόρου της, ότι θα επιθυμούσε, αν ήταν δυνατόν να επιτευχθεί, να υπάρξει πλήρης διακοπή των σχέσεών της με τον πρώην σύζυγό της. Επομένως, εάν και εφόσον της καταβληθούν τα κατάλληλα κεφάλαια, θα μπορούσε να απορριφθεί το αίτημά της περί των περιοδικών καταβολών. Τούτο θα εξασφάλιζε ότι δεν θα εξαρτάται πλέον για τη συντήρησή της από τον σύζυγό της.

    (...)

    ςΕτσι, για τους επιτακτικούς λόγους που εξέθεσα [(5)], δεν θεωρώ ότι η συναφθείσα το 1980 κατά το ολλανδικό δίκαιο συμφωνία για τη λύση της κοινοκτημοσύνης ασκεί οποιαδήποτε επιρροή ή έχει οποιαδήποτε σημασία για την απόφαση που πρόκειται να εκδώσω στη διαδικασία αυτή.

    (...)

    Μετά, αν κάποιος λάβει υπόψη το άθροισμα των ποσών αυτών, δηλαδή των 10 000 UK£ που έχει η σύζυγος και των 35 000 UK£ που είναι δυνατόν να αποκομίσει από την πώληση της κινητής περιουσίας της, των 430 000 UK£ από την οικία στην Connaught Square 39 και των 60 000 UK£ για τον πίνακα του De Heem, περιουσιακά στοιχεία που διατάσσω να μεταβιβαστούν σε αυτήν ώστε να μπορέσει να τα πωλήσει αντί αυτού του καθαρού ποσού, η σύζυγος θα μπορέσει να συγκεντρώσει ή να έχει στη διάθεσή της 535 000 UK£ έναντι του συνολικού ποσού των 875 000 UK£ σε μετρητά που εκτιμώ ότι χρειάζεται για τη συντήρησή της. Η αφαίρεση 535 000 UK£ από 875 000 UK£ αφήνει υπόλοιπο 340 000 UK£. Από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν ενώπιόν μου, είμαι πεπεισμένος ότι ο σύζυγος έχει τη δυνατότητα να εκτελέσει την απόφαση αυτή. Επί πλέον, είμαι πεπεισμένος ότι και μετά την εκτέλεση της αποφάσεως θα διαθέτει ικανούς πόρους για να συντηρήσει τον εαυτόν του και τα δύο νεότερα τέκνα. Εκτιμώ επίσης ότι η παρούσα υπόθεση είναι κατ' εξοχήν υπόθεση όπου ενδείκνυται να υπάρξει πλήρης διακοπή των σχέσεων των συζύγων με το να παύσουν οι μεταξύ τους οικονομικές υποχρεώσεις.

    Το οριστικό κείμενο της αποφάσεως θα εξαρτηθεί από τα περαιτέρω επιχειρήματα που θα προβληθούν ενώπιόν μου, πλην όμως κρίνω ότι επιβάλλεται να έχει η σύζυγος ολόκληρο το κεφάλαιό της εντός τριών μηνών, πάλι υπό την επιφύλαξη των επιχειρημάτων που θα προβληθούν ενώπιόν μου, ενώ θα συνεχίζονται εν τω μεταξύ οι ενδιάμεσες καταβολές. Επίσης, στο ποσό που θα καταβληθεί εφ' άπαξ στη σύζυγο πρέπει να προστεθεί ένα περαιτέρω ποσό 15 000 UK£ για να καλυφθούν τα έξοδα των δικαστικών ενεργειών στην Ελβετία (6). όΕτσι, το ποσό των 340 000 UK£ θα ανέλθει σε 355 000 UK£.

    Αυτή είναι η περί εφ' άπαξ καταβολής χρηματικού ποσού διάταξη της αποφάσεως που προτίθεμαι να εκδώσω.»

    8 Οι αναφερθέντες από τον δικαστή Cazelet «επιτακτικοί λόγοι» να μην ληφθεί υπόψη η κατά το ολλανδικό δίκαιο συμφωνία για τη λύση της κοινοκτημοσύνης ήταν κυρίως το ότι η μεν σύζυγος συνήψε τη συμφωνία αυτή φοβούμενη ότι ο σύζυγός της βρισκόταν στα πρόθυρα της πτωχεύσεως, ο δε σύζυγος συνήψε τη συμφωνία αυτή έχοντας αποκρύψει την επικείμενη είσπραξη ενός μεγάλου χρηματικού ποσού ως προμήθειας. ςΟπως θα εξηγήσω διεξοδικότερα στη συνέχεια των προτάσεών μου (7), κατά το αγγλικό δίκαιο η συμφωνία μεταξύ συζύγων ως προς την κυριότητα των περιουσιακών τους στοιχείων δεν δεσμεύει το δικαστήριο που είναι αρμόδιο, κατά το διαζύγιο, να επιδικάσει χρηματικές απαιτήσεις και να διατάξει τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων του ενός συζύγου προς τον άλλο.

    9 Στην απόφαση υφίστανται επί πλέον δύο περαιτέρω θέματα τα οποία μπορούν να έχουν επιρροή στο ζήτημα που εγέρθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου και τα οποία δεν θίχτηκαν από το αιτούν δικαστήριο.

    10 Πρώτον, από την απόφαση προκύπτει σαφώς ότι το ποσό των 875 000 UK£ που εξέλαβε ως βάση για τους υπολογισμούς του ο δικαστής Cazalet και το οποίο είναι το συνολικό ποσό που αυτός έκρινε ότι η πρώην σύζυγος χρειάζεται για τη συντήρησή της, αντιπροσωπεύει το άθροισμα (i) του ποσού των 375 000 UK£ που η πρώην σύζυγος πρέπει να αποκτήσει για να μετακομίσει σε κατάλληλη οικία και (ii) του ποσού των 500 000 UK£ που είναι το υπολογισμένο σύμφωνα με την αγγλική νομολογία κεφάλαιο που απαιτείται για να αποφέρει ετήσιο εισόδημα 30 000 UK£, ποσό που ο δικαστής Cazalet έκρινε ότι πρέπει να διαθέτει η σύζυγος.

    11 Δεύτερον, ο δικαστής Cazalet παρατήρησε ότι η πρώην σύζυγος δεν μπορούσε να ασκήσει οποιαδήποτε βιοποριστική δραστηριότητα, καθότι ήταν 55 ετών και εξακολουθούσε να έχει τη μέριμνα των τριών νεοτέρων από τα έξι τέκνα που απέκτησε από τον γάμο.

    Η διαδικασία κηρύξεως εκτελεστής της αποφάσεως

    12 Στις 21 Μαου 1992, κατόπιν αιτήσεως της P. Laumen, της πρώην συζύγου, ο πρόεδρος του Arrondissementsrechtbank te Amsterdam κήρυξε εκτελεστές την παλαιότερη και την τελική απόφαση, σύμφωνα με την εξεταζομένη διεξοδικότερα κατωτέρω Σύμβαση της Ξάγης της 2ας Οκτωβρίου 1973 για την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων διατροφής. Υφίσταται κάποια σύγχυση στην ορολογία που χρησιμοποίησαν και οι δύο διάδικοι: από τη δικογραφία που διαβίβασε το εθνικό δικαστήριο προκύπτει ότι στην ουσία αυτό το οποίο ζητήθηκε να εκτελεστεί δεν ήταν η παλαιότερη απόφαση περί περιοδικών καταβολών - της οποίας η ισχύς είχε παύσει τον Ιούλιο του 1991 - αλλά το σχετικό με τις περιοδικές καταβολές κεφάλαιο της τελικής αποφάσεως, η οποία αντικατέστησε την παλαιότερη απόφαση, και ότι όπου αναφέρεται η τελική απόφαση νοείται το κεφάλαιο της αποφάσεως αυτής που είναι σχετικό με το εφ' άπαξ ποσό.

    13 Στις 19 Ιουλίου 1993, ο Α. van den Boogaard, ο πρώην σύζυγος, άσκησε ενώπιον του Arrondissementsrechtbank te Amsterdam ανακοπή κατά της αποφάσεως του προέδρου του Arrondissementsrechtbank κατά το κεφάλαιο που κήρυξε εκτελεστή την τελική απόφαση, επικαλούμενος προφανώς ότι η τελική απόφαση δεν αποτελεί απόφαση διατροφής και συνεπώς δεν μπορεί να κηρυχθεί εκτελεστή σύμφωνα με τη Σύμβαση της Ξάγης. Ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου δέχθηκε προφανώς ότι η παλαιότερη ετήσια καταβολή των 35 000 UK£ αποτελεί διατροφή και δήλωσε ότι είναι διατεθειμένος να εκπληρώσει την υποχρέωση αυτή. Ωστόσο, ισχυρίστηκε ότι η τελική απόφαση (εκτός προφανώς από τις περιοδικές καταβολές), κατά μεν το κεφάλαιο περί διαζυγίου, αφορά την προσωπική κατάσταση φυσικών προσώπων, κατά δε το κεφάλαιο περί διανομής περιουσιακών στοιχείων, αφορά τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων. Συνεπώς, δεν μπορεί να κηρυχθεί εκτελεστή ούτε βάσει της Συμβάσεως της Ξάγης ούτε βάσει της Συμβάσεως των Βρυξελλών.

    14 Πρέπει να παρατηρηθεί ότι η ανακοπή του A. van den Boogaard ασκήθηκε εκτός της τασσομένης από το άρθρο 36 της Συμβάσεως των Βρυξελλών δίμηνης προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατά των αποφάσεων με τις οποίες κηρύσσονται εκτελεστές αλλοδαπές αποφάσεις. Φυσικά, μόνο στο εθνικό δικαστήριο απόκειται να εκτιμήσει, ενόψει των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών της υποθέσεως, αν η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως είναι αναγκαία για να μπορέσει να εκδώσει τη δική του απόφαση (8)· ωστόσο, μπορεί να σημειωθεί ότι, αν το εθνικό δικαστήριο είχε θεωρήσει ότι η Σύμβαση των Βρυξελλών έχει εφαρμογή, θα μπορούσε (και ακόμη μπορεί) να εφαρμόσει αυτεπαγγέλτως το άρθρο 36 (9).

    15 Το Arrondissementsrechtbank κλίνει προς την άποψη ότι η τελική απόφαση «αφορά [επίσης] τις "περιουσιακές σχέσεις των συζύγων" υπό την έννοια του άρθρου 1 (...) της Συμβάσεως των Βρυξελλών», οπότε η απόφαση να κηρυχθεί εκτελεστή η τελική απόφαση δεν μπορούσε να εκδοθεί ούτε βάσει της Συμβάσεως των Βρυξελλών ούτε βάσει της Συμβάσεως της Ξάγης. Η συλλογιστική που το οδήγησε στο συμπέρασμα αυτό είναι η εξής:

    «ενόψει των υποχρεώσεων που επιβλήθηκαν στον A. van den Boogaard, οι οποίες καταλήγουν στη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων - ειδικότερα δε στη μεταβίβαση της ανήκουσας στον A. van den Boogaard οικίας και του πίνακά του - καθώς και ενόψει του σκεπτικού του υΑγγλου δικαστή - ο οποίος είπε ρητώς ότι δεν θεωρεί δεσμευτική τη συμφωνία των συζύγων για τη ρύθμιση των περιουσιακών τους σχέσεων -, η απόφαση έχει τέτοιες συνέπειες στις περιουσιακές σχέσεις των διαδίκων ώστε δεν μπορεί να θεωρηθεί ως "απόφαση διατροφής"».

    16 Ωστόσο, τόσο για τον λόγο ότι το αγγλικό νομικό σύστημα διαφέρει των νομικών συστημάτων της ηπειρωτικής Ευρώπης όσο και για τον λόγο ότι ο όρος «περιουσιακές σχέσεις των συζύγων» («huwelijksgoederenrecht») είναι άγνωστος στο αγγλοσαξωνικό δίκαιο, το δικαστήριο υπέβαλε τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «Πρέπει η απόφαση του υΑγγλου δικαστή, η οποία εν πάση περιπτώσει αφορά επίσης υποχρέωση διατροφής, να θεωρηθεί επίσης ως απόφαση η οποία αφορά (επίσης) τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων υπό την έννοια του άρθρου 1, δεύτερο εδάφιο, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, καίτοι ο οΑγγλος δικαστής:

    α) διέταξε τον σχηματισμό ενός κεφαλαίου για να εξασφαλίσει την παροχή της διατροφής·

    β) διέταξε τη μεταβίβαση προς τη σύζυγο της οικίας και του πίνακα De Heem που, κατά την απόφαση, ανήκουν στον σύζυγο·

    γ) εξέθεσε ρητώς στο σκεπτικό της αποφάσεώς του ότι δεν θεωρεί δεσμευτική τη συμφωνία των συζύγων για τη ρύθμιση των περιουσιακών τους σχέσεων·

    δ) δεν έδειξε μέχρι ποίου βαθμού οι σκέψεις που εκτίθενται στο σημείο γγ άσκησαν επιρροή στην απόφασή του;»

    17 Από την απόφαση περί παραπομπής δεν είναι σαφές τι ακριβώς νοείται με την έκφραση «απόφαση του υΑγγλου δικαστή», η οποία περιλαμβάνει τις διατάξεις περί μεταβιβάσεως της οικίας και του πίνακα, τη διάταξη περί εφ' άπαξ καταβολής ενός χρηματικού ποσού και τη διάταξη περί περιοδικών καταβολών. νΟπως προελέχθη, από τη δικογραφία που διαβίβασε το εθνικό δικαστήριο προκύπτει ότι το ζήτημα που τέθηκε ενώπιόν του είναι η δυνατότητα να κηρυχθεί εκτελεστή η διατάσσουσα την εφ' άπαξ καταβολή ενός χρηματικού ποσού διάταξη της αποφάσεως του δικαστή Cazalet, oπότε συνάγω ότι το εθνικό δικαστήριο ασχολείται με αυτό το σημείο της εν λόγω αποφάσεως. Ωστόσο, ζητεί επίσης να πληροφορηθεί ποια επιρροή έχουν για τη δυνατότητα να κηρυχθεί εκτελεστή η ανωτέρω διάταξη τα περιστατικά που εκτίθενται στα σημεία αακαι δδ του ερωτήματος, περιλαμβανομένων των παραλλήλων διατάξεων της αποφάσεως που διατάσσουν τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων.

    18 Γραπτές παρατηρήσεις υποβλήθηκαν μόνον από την Αυστριακή Κυβέρνηση και την Επιτροπή· οι διάδικοι και η Επιτροπή εκπροσωπήθηκαν κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση.

    19 Το ερώτημα του εθνικού δικαστηρίου είναι άκρως ειδικό, καθόσον αναφέρεται στην εκτέλεση της τελικής αποφάσεως του δικαστή Cazalet. Ωστόσο, όπως θα εξηγήσω, κατά την άποψή μου είναι ορθότερο να χαράξει το Δικαστήριο μερικές γενικές κατευθυντήριες γραμμές που θα μπορέσουν να χρησιμοποιηθούν τόσο από το αιτούν δικαστήριο στην παρούσα υπόθεση όσο και από άλλα δικαστήρια που θα αντιμετωπίσουν στο μέλλον παρόμοιο πρόβλημα. Πριν επιχειρήσω να προτείνω μερικές κατευθυντήριες γραμμές, σκοπεύω να προβώ σε λεπτομερέστερη επισκόπηση τόσο του ιστορικού θεσπίσεως των σχετικών διατάξεων της Συμβάσεως όσο και του πεδίου εφαρμογής τους: ελπίζω ότι αυτό, αφενός, θα καταστήσει εναργείς τις διαφορές μεταξύ της προσεγγίσεως υπό το πρίσμα του ηπειρωτικού αστικού δικαίου και υπό το πρίσμα του αγγλοσαξωνικού δικαίου των ζητημάτων που έχουν ανακύψει στην παρούσα υπόθεση και, αφετέρου, θα βοηθήσει στον συμβιβασμό των διαφορών αυτών. Ωστόσο, θα εξετάσω πρώτα ένα άλλο ζήτημα που έχει ανακύψει, δηλαδή τη σχέση μεταξύ των δύο Συμβάσεων που επικαλέστηκαν οι διάδικοι στην κύρια δίκη.

    Η σχέση μεταξύ της Συμβάσεως των Βρυξελλών και της Συμβάσεως της Ξάγης

    20 Παρ' όλον ότι η P. Laumen στην αίτησή της να κηρυχθεί εκτελεστή η περί της εφ' άπαξ καταβολής ενός χρηματικού ποσού διάταξη της αποφάσεως του δικαστή Cazalet επικαλέστηκε τη Σύμβαση της Ξάγης, το αιτούν δικαστήριο έκρινε ότι η αίτηση «συνεπάγεται ότι η P. Laumen θέλησε επίσης να επικαλεστεί επικουρικώς τη Σύμβαση των Βρυξελλών, εφόσον η Σύμβαση αυτή θα είχε ευνοϋκότερο αποτέλεσμα γι' αυτήν από την επίκληση της Συμβάσεως (...) της Ξάγης».

    21 Η Σύμβαση της Ξάγης, η οποία ισχύει μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και των Κάτω Ξωρών από το 1981, εγκαθιδρύει ένα σύστημα αμοιβαίας αναγνωρίσεως και εκτελέσεως των αποφάσεων διατροφής ενηλίκων. Το άρθρο 1 ορίζει ότι η Σύμβαση:

    «έχει εφαρμογή επί των αποφάσεων δικαστικής ή διοικητικής αρχής εντός συμβαλλομένου κράτους οι οποίες αφορούν υποχρεώσεις διατροφής πηγάζουσες από οικογενειακή σχέση, συγγένεια κατ' ευθεία γραμμή, γάμο (...) μεταξύ:

    1. δικαιούχου διατροφής και υποχρέου διατροφής (...).»

    22 Οι σχετικές διατάξεις των άρθρων 1 και 5, σημείο 2, της Συμβάσεως των Βρυξελλών παρατέθηκαν ανωτέρω (σημεία 2 και 3 των προτάσεών μου).

    23 Επομένως, υφίσταται επικάλυψη μεταξύ της Συμβάσεως της Ξάγης και της Συμβάσεως των Βρυξελλών όσον αφορά την εκτέλεση των αποφάσεων που αφορούν υποχρεώσεις διατροφής, ενώ οι αποφάσεις που αφορούν τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων δεν μπορούν να κηρυχθούν εκτελεστές ούτε βάσει της μιας ούτε βάσει της άλλης Συμβάσεως.

    24 Το άρθρο 57, παράγραφος 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, όπως έχει μετά την τελευταία τροποποίησή της (10), ορίζει ότι η Σύμβαση των Βρυξελλών δεν θίγει τις συμβάσεις στις οποίες τα συμβαλλόμενα κράτη είναι ή θα γίνουν μέρη και οι οποίες, σε ειδικά θέματα, ρυθμίζουν τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση ή την εκτέλεση αποφάσεων. νΕτσι, η εφαρμογή της Συμβάσεως της Ξάγης παραμένει άθικτη, παρά το ότι οι υποχρεώσεις διατροφής εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως των Βρυξελλών.

    25 Το άρθρο 25, παράγραφος 2, της Συμβάσεως Προσχωρήσεως του 1978 (11) ορίζει τα εξής:

    «Προς εξασφάλιση της ομοιόμορφης ερμηνείας της, η παράγραφος 1 εφαρμόζεται με τον ακόλουθο τρόπο: (...)

    β) (...) Αν το κράτος προελεύσεως και το κράτος αναγνωρίσεως ή εκτελέσεως είναι συμβαλλόμενα μέρη συμβάσεως σχετικής με ειδικό θέμα που ρυθμίζει τις προϋποθέσεις αναγνωρίσεως ή εκτελέσεως αποφάσεων, εφαρμόζονται οι προϋποθέσεις αυτές. Είναι πάντως δυνατή η εφαρμογή των διατάξεων της Συμβάσεως του 1968, όπως έχει τροποποιηθεί, των σχετικών με τη διαδικασία αναγνωρίσεως και εκτελέσεως των αποφάσεων.» (12)

    26 Ωστόσο, το άρθρο 23 της Συμβάσεως της Ξάγης ορίζει:

    «Η παρούσα Σύμβαση δεν εμποδίζει να γίνει επίκληση, για την αναγνώριση ή εκτέλεση αποφάσεως ή συμβιβασμού, άλλης διεθνούς συμβάσεως, δεσμεύουσας το κράτος προελεύσεως και το κράτος αναγνωρίσεως ή εκτελέσεως (...).»

    27 Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι, όταν η Σύμβαση των Βρυξελλών καλύπτει το ίδιο πεδίο με μια συγκεκριμένη σύμβαση, οποιαδήποτε από τις δύο συμβάσεις μπορεί να τύχει επικλήσεως για την αναγνώριση και εκτέλεση, αλλά το διαδικαστικό πλαίσιο που συνέστησε η Σύμβαση των Βρυξελλών - το οποίο είναι απλούστερο και ταχύτερο - μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάθε περίπτωση (13).

    28 Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται από τις προπαρασκευαστικές εργασίες για τη Σύμβαση της Ξάγης. Από την έκθεση (14) της ειδικής επιτροπής, στην οποία η Συνδιάσκεψη της Ξάγης για το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο είχε αναθέσει να προετοιμάσει τις εργασίες της δωδεκάτης συνόδου περί των υποχρεώσεων διατροφής, από την οποία προήλθε η Σύμβαση της Ξάγης του 1973, προκύπτει ότι με το άρθρο 23 επιδιώκεται να παρασχεθεί στον δικαιούχο διατροφής η δυνατότητα να επικαλείται τις ευνοϋκότερες γι' αυτόν διατάξεις που διέπουν την αναγνώριση και την εκτέλεση. Η έκθεση αναφέρει ότι, ως αποτέλεσμα ειδικά «της επικειμένης (15) θέσεως σε ισχύ της [Συμβάσεως των Βρυξελλών], ο κανόνας αυτός είναι κεφαλαιώδους σημασίας (...). Μπορεί να θεωρηθεί ότι το άρθρο [23] θα τυγχάνει συχνά επικλήσεως, ειδικά στις έννομες σχέσεις ιδιωτικού δικαίου μεταξύ υπηκόων των χωρών της Κοινής Αγοράς» (16).

    29 Στη συνέχεια, η έκθεση παραθέτει την άποψη της ειδικής επιτροπής ότι κάθε δικαιούχος διατροφής διατηρεί το δικαίωμα, παρά το άρθρο 57 της Συμβάσεως των Βρυξελλών, να επιλέξει, βάσει του άρθρου 23 της Συμβάσεως της Ξάγης, την εφαρμογή της Συμβάσεως των Βρυξελλών αντί της Συμβάσεως της Ξάγης (17).

    Το πλαίσιο του άρθρου 1 - «περιουσιακές σχέσεις των συζύγων»

    30 Κάθε ένα από τα έξι αρχικά συμβαλλόμενα κράτη μέρη της Συμβάσεως των Βρυξελλών είχε (και έχει) χωριστό νομοθετικό πλαίσιο που διέπει την κυριότητα των περιουσιακών στοιχείων (υπό την ευρύτατη έννοια, περιλαμβανομένων των κινητών πραγμάτων) των συζύγων (18). Οι σύζυγοι μπορούν να επιλέξουν κατά τον γάμο ένα συγκεκριμένο σύστημα κυριότητας, από τη συγκυριότητα όλων των περιουσιακών στοιχείων μέχρι την πλήρη περιουσιακή αυτοτέλεια με διάφορες ενδιάμεσες παραλλαγές. Αν δεν γίνει ρητή επιλογή, επιβάλλεται από τον νόμο ένα σύστημα· επί πλέον, σε μερικά κράτη υφίστανται γραπτοί κανόνες αναγκαστικού δικαίου έχοντες εφαρμογή παρά τη συγκεκριμένη επιλογή συστήματος από τους συζύγους. Σε μερικά κράτη, το αρχικό σύστημα δύναται αργότερα να μεταβληθεί: έτσι, παραδείγματος χάριν, οι πρώην σύζυγοι στην παρούσα υπόθεση, οι οποίοι ήλθαν σε κοινωνία γάμου υπό το ολλανδικό σύστημα της κοινοκτημοσύνης, αργότερα μετέβαλαν το σύστημα αυτό επιλέγοντας το σύστημα της πλήρους περιουσιακής αυτοτελείας.

    31 Από την έκθεση Jenard (19) προκύπτει ότι το άρθρο 1 της Συμβάσεως σκοπό είχε να αποκλείσει από τη Σύμβαση το μωσαϋκό αυτό των εθνικών κανόνων που διέπουν τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων (20). Υφίσταντο δύο χωριστοί, αλλά εν μέρει επικαλυπτόμενοι, λόγοι να αποκλειστούν τα συστήματα αυτά από τη Σύμβαση των Βρυξελλών.

    32 Πρώτον, τόσο το ουσιαστικό δίκαιο, περιλαμβανομένων των κανόνων αναγκαστικού δικαίου, των κανόνων ενδοτικού δικαίου και των ειδικών συστημάτων, όσο και το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, το οποίο, στην περίπτωση γάμου με στοιχείο αλλοδαπότητας, καθορίζει ποίου κράτους το σύστημα περιουσιακών σχέσεων των συζύγων έχει εφαρμογή, διέφεραν σημαντικά μεταξύ των αρχικών συμβαλλομένων κρατών. Φαίνεται ότι θεωρήθηκε «πολιτικώς αδύνατον» και «ουτοπικό» να επιδιωχθεί η εξασφάλιση οιονεί αυτόματης αμοιβαίας εκτελέσεως των αποφάσεων στις υποθέσεις αυτές χωρίς προηγούμενη εναρμόνιση ειδικά των κανόνων συγκρούσεως (21). Κατά την έκθεση Jenard, οι μεγάλες διαφορές των διαφόρων νομικών συστημάτων, ειδικά όσον αφορά τους κανόνες συγκρούσεως, σήμαιναν ότι «θα ήταν δύσκολο να μην επανεξετάζονται στο στάδιο της εκτελέσεως οι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας, [πράγμα που] θα είχε ως αποτέλεσμα να μεταβληθεί η φύση της Συμβάσεως και να καταστεί η Σύμβαση πολύ λιγότερο αποτελεσματική» (22).

    33 Δεύτερον, ελήφθη υπόψη η ύπαρξη λόγων δημοσίας τάξεως. Φυσικά, οι λόγοι αυτοί έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα στο συχνά συναφές πλαίσιο του διαζυγίου, όπου «οι νόμοι είναι ριζωμένοι σε διαφορετικές ηθικές και θρησκευτικές αντιλήψεις που δυσκολεύουν μια χώρα να δεχθεί τις αποφάσεις μιας άλλης χώρας στα ζητήματα αυτά» (23)· αυτό ίσχυε ακόμη περισσότερο όταν συνετάγη η Σύμβαση πριν από 30 χρόνια. Το να περιληφθούν τέτοια ευαίσθητα ζητήματα στο πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως σίγουρα θα ενθάρρυνε τα εθνικά δικαστήρια να προβαίνουν σε κατάχρηση της εννοίας «λόγοι δημοσίας τάξεως» με το να αρνούνται την αναγνώριση αποφάσεων με βάση τη σχετική εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 27, παράγραφος 1, η οποία σκοπό έχει «να λειτουργεί μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις» (24). Θα υπονομευόταν φανερά ο περί αυτόματης αναγνωρίσεως και εκτελέσεως σκοπός της Συμβάσεως, αν, για να δανειστώ ξανά τις λέξεις του Droz, «les situations, jugιes choquantes aux yeux du juge requis, [avaient ιtι] purement et simplement ιliminιes par le moyen de l'ordre public» (25). Για να δείξει πώς μπορεί αυτό να ανακύψει στο πλαίσιο των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων, ο Droz αναφέρει το παράδειγμα αποφάσεως ολλανδικού δικαστηρίου βασιζομένης στην κατά το ολλανδικό δίκαιο κοινοκτημοσύνη και αφορώσας ολλανδοϋταλικό ζεύγος που ήλθε σε κοινωνία γάμου μετά από διαζύγιο θεωρούμενο στην Ιταλία ανυπόστατο.

    34 Η επιτροπή εμπειρογνωμόνων που συνέταξε τη Σύμβαση των Βρυξελλών ήταν της γνώμης ότι, μετά τη θέση της Συμβάσεως σε ισχύ, θα υφίστανται ενδεχομένως λόγοι να επαναληφθεί η συζήτηση των προβλημάτων που οδήγησαν στις εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 1, δεύτερο εδάφιο, σημείο 1 (26). Το 1994, το Συμβούλιο συνέστησε μια ομάδα εργασίας για την επέκταση της Συμβάσεως των Βρυξελλών. Η ομάδα αυτή διαπραγματεύεται τώρα τους όρους μιας νέας συμβάσεως, γνωστής κοινώς ως «Βρυξέλλες ΙΙ». Ωστόσο, φαίνεται ότι η νέα σύμβαση θα περιορίζεται στη διεθνή δικαιοδοσία σε θέματα διαζυγίου, χωρισμού των συζύγων από τραπέζης και κοίτης, κύρους του γάμου και, ενδεχομένως, επιμελείας των τέκνων και δεν θα επιχειρεί να ρυθμίσει ζητήματα περιουσιακών σχέσεων των συζύγων (27).

    35 Η ορολογία που χρησιμοποιείται στο άρθρο 1 της Συμβάσεως των Βρυξελλών έθεσε ένα ιδιαίτερο πρόβλημα κατά την προσχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας. Στα νομικά συστήματα των κρατών αυτών, δεν υφίσταται τίποτε αντίστοιχο ούτε της εννοίας γραπτών κανόνων αναγκαστικού ή ενδοτικού δικαίου διεπόντων τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων κατά τη διάρκεια του γάμου ή της εννοίας ενός ειδικού συστήματος περιουσιακών σχέσεων των συζύγων δυναμένου να επιλεγεί από αυτούς. Παρ' όλον ότι συνάπτονται τόσο προγαμιαίες όσο και μετά τον γάμο συμφωνίες, οι συμφωνίες μεταξύ συζύγων για τη ρύθμιση των περιουσιακών τους σχέσεων διέπονται από το γενικό δίκαιο, μη τυγχάνουσες διαφορετικής μεταχειρίσεως από τις συμφωνίες με τρίτους.

    36 Λόγω των διαφορών μεταξύ της προσεγγίσεως των προσχωρησάντων κρατών του αγγλοσαξωνικού δικαίου και της προσεγγίσεως των έξι αρχικών κρατών όπου ισχύουν νομικά συστήματα της ηπειρωτικής Ευρώπης, η έννοια των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων εξετάζεται λεπτομερέστερα στην έκθεση Schlosser (28). Ο Schlosser αναλύει βαθύτερα από τον Jenard την κατάσταση στα έξι αρχικά συμβαλλόμενα κράτη, παρατηρώντας ότι η έννοια αυτή δεν καλύπτει τις ίδιες έννομες σχέσεις σε όλα τα περί ων πρόκειται νομικά συστήματα. Η έκθεση αναφέρει:

    «Για να ρυθμίσουν με σύνεση τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων, τα νομικά αυτά συστήματα δεν καταφεύγουν, ή δεν καταφεύγουν πάντοτε, στις κλασικές έννοιες και στους κλασικούς νομικούς θεσμούς του αστικού δικαίου στα περιουσιακά ζητήματα. Αντιθέτως, έχουν δημιουργήσει ειδικούς νομικούς θεσμούς για τις σχέσεις των συζύγων, θεσμούς των οποίων η κύρια ιδιαιτερότητα έγκειται στο ότι συνιστούν ένα γενικό, αλλά όχι μοναδικό, σύστημα περιουσιακών σχέσεων στο πλαίσιο κάθε έννομης τάξεως. Συνεπώς, οι σύζυγοι έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν μεταξύ διαφόρων συστημάτων, από την "πλήρη κοινοκτημοσύνη" μέχρι την αυστηρή "περιουσιακή αυτοτέλεια". αΟμως, ακόμη και η δεύτερη, όταν επιλέγεται από τους συζύγους, αποτελεί ιδιαίτερο «σύστημα περιουσιακών σχέσεων των συζύγων», παρ' όλον ότι στην ουσία δεν έχει πλέον τις περιουσιακές ιδιαιτερότητες που οφείλονται στον γάμο (...). Αν οι σύζυγοι δεν επιλέξουν οι ίδιοι, ισχύει γι' αυτούς βάσει του νόμου ένα από τα γενικά συστήματα (οπότε γίνεται λόγος για "εκ του νόμου σύστημα").

    (...)

    Ορισμένες ρυθμίσεις ισχύουν για όλους τους γάμους ανεξαρτήτως του συγκεκριμένου συστήματος περιουσιακών σχέσεων των συζύγων που έχει επιλεγεί (...). Το πνεύμα του άρθρου 1, δεύτερο εδάφιο, σημείο 1, απαιτεί να εξαιρεθούν του πεδίου εφαρμογής της Συμβάσεως και οι ειδικές σχέσεις περιουσιακού δικαίου μεταξύ των συζύγων, εκτός αν περιλαμβάνονται στην έννοια του δικαιώματος διατροφής (...).

    Κατόπιν αυτού, συναντώνται εν προκειμένω τα ίδια προβλήματα που συνάντησε η ομάδα εμπειρογνωμόνων όσον αφορά την έννοια "αστικές και εμπορικές υποθέσεις". Ωστόσο, ήταν δυνατό να οριστεί η έννοια των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων όχι μόνον αρνητικώς (...) αλλά και θετικώς, έστω και κατά γενικό τρόπο. Αυτό επιτρέπει ειδικά στη νομοθεσία του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας για τη θέση της Συμβάσεως σε εφαρμογή να στηριχθεί στα στοιχεία αυτά και να υποδείξει στα εθνικά δικαστήρια ποιες έννομες σχέσεις εμπίπτουν στις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων (...). Συνεπώς, δεν ήταν αναγκαίο να γίνει προσαρμογή της Συμβάσεως του 1968.

    υΟσο για την αρνητική οριοθέτηση, μπορεί να λεχθεί με κάθε βεβαιότητα ότι σε κανένα νομικό σύστημα οι υποχρεώσεις διατροφής μεταξύ συζύγων δεν απορρέουν από ρυθμίσεις αποτελούσες μέρος των κανόνων που διέπουν τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων. Κατά τα λοιπά, η έννοια των υποχρεώσεων διατροφής δεν μπορεί να περιοριστεί μόνο στις περιοδικές παροχές σε χρήμα (...).

    Η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας καθώς και η υποχρέωσή τους να αναγνωρίζουν και να εκτελούν τις αλλοδαπές αποφάσεις δεν διέπονται από τη Σύμβαση, όταν η διαφορά έχει ως αντικείμενο ζητήματα που ανακύπτουν μεταξύ των συζύγων (...), κατά τον γάμο ή μετά τη λύση του, σχετικά με περιουσιακά δικαιώματα απορρέοντα από τον συζυγικό δεσμό. Τα δικαιώματα αυτά περιλαμβάνουν όλα τα δικαιώματα διοικήσεως και διαθέσεως, που προβλέπονται από τον νόμο ή από συμφωνία των συζύγων περί ρυθμίσεως των περιουσιακών τους σχέσεων, σχετικά με τα αγαθά που ανήκουν από κοινού στους δύο συζύγους» (29).

    37 Δυστυχώς, η νομοθεσία του Ηνωμένου Βασιλείου για την εφαρμογή της Συμβάσεως δεν ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση να κατονομάσει τις έννομες εκείνες σχέσεις που εμπίπτουν στις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων, αλλά απλώς παρέθεσε το κείμενο της Συμβάσεως. Ωστόσο, όπως εξηγείται κατωτέρω, το αγγλικό δίκαιο εξελίχθηκε αργότερα κατά τρόπο που κατέστησε δυνατή τη χάραξη σαφούς νομοθετικής διακρίσεως.

    Το πλαίσιο του άρθρου 5, σημείο 2 - «διατροφή»

    38 Στη Σύμβαση των Βρυξελλών δεν υφίσταται ορισμός της «διατροφής». Ο Schlosser λέγει ότι δεν υφίσταται σημαντική διαφορά μεταξύ της εννοίας της διατροφής στη Σύμβαση αυτή και στη Σύμβαση της Ξάγης του 1973 (30). Ομοίως, η Σύμβαση της Ξάγης του 1973 δεν περιλαμβάνει ορισμό: η έκθεση της ειδικής επιτροπής, που συνέταξε τη Σύμβαση αυτή, εξηγεί:

    «Οι εμπειρογνώμονες θυμήθηκαν ότι οι συνάδελφοί τους που συναντήθηκαν το 1956 υπό την αιγίδα είτε της Συνδιασκέψεως της Ξάγης είτε των Ηνωμένων Εθνών, όταν αντιμετώπισαν τη δυσκολία να διατυπώσουν τέτοιους ορισμούς, προσπάθησαν εις μάτην να καταλήξουν σε ένα ικανοποιητικό κείμενο» (31).

    39 Το περισσότερο που μπορεί να συναχθεί από τις προπαρασκευαστικές εργασίες σχετικά με τη Σύμβαση της Ξάγης της 24ης Οκτωβρίου 1956 για το εφαρμοστέο στη διατροφή τέκνων δίκαιο και τη Σύμβαση της Ξάγης της 15ης Απριλίου 1958 για την αναγνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων διατροφής τέκνων, για τις οποίες εργασίες γίνεται λόγος στο κείμενο που παρατίθεται ανωτέρω, είναι ότι εσκοπείτο να ερμηνεύεται ο όρος ευρέως (32).

    40 Για την εξέταση της εννοίας της διατροφής κατά το άρθρο 5, σημείο 2, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, μπορεί να αντληθούν διάφορες χρήσιμες παρατηρήσεις από την έκθεση Schlosser.

    41 Πρώτον (και όπως ήδη ελέχθη) (33), για να αφορά μια απαίτηση την παροχή διατροφής δεν είναι αναγκαίο να συνίσταται σε περιοδικές καταβολές. ςΟπως παρατηρεί ο Schlosser:

    «Συνεπώς, απλώς και μόνο το γεγονός ότι τα δικαστήρια του Ηνωμένου Βασιλείου έχουν, σε υποθέσεις διαζυγίου, την εξουσία να διατάσσουν όχι μόνο περιοδικές καταβολές εκ μέρους του ενός συζύγου προς τον άλλο, αλλά και την καταβολή ενός κεφαλαίου, δεν αποκλείει τη δυνατότητα να γίνει λόγος περί δίκης ή αποφάσεως διατροφής. Ακόμη και η σύσταση εμπράγματης ασφάλειας και η μεταβίβαση αγαθών, που προβλέπονται παραδείγματος χάριν από τον ιταλικό νόμο περί διαζυγίου στο άρθρο του 8, μπορούν να έχουν τον χαρακτήρα διατροφής.» (34)

    42 Δεύτερον, είναι δύσκολο να γίνει διάκριση μεταξύ δικαιωμάτων διατροφής, αφενός, και δικαιωμάτων αποζημιώσεως και διανομής περιουσιακών στοιχείων, αφετέρου (35). οΟπως εξηγεί ο Schlosser:

    «Στην ηπειρωτική Ευρώπη, η ιδέα της αποζημιώσεως του αναιτίου για το διαζύγιο συζύγου προκειμένου να αντισταθμιστεί η απώλεια της νομικής καταστάσεως που απέρρεε από τον γάμο διαδραματίζει έναν ρόλο κατά τον προσδιορισμό της διατροφής που οφείλει ο υπαίτιος για το διαζύγιο σύζυγος στον πρώην σύντροφό του (...).

    Εντούτοις, το δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου, το οποίο χαρακτηρίζεται από την ευρεία εξουσία εκτιμήσεως που καταλείπεται στον δικαστή και είναι εχθρικό προς οποιαδήποτε μορφή συστηματοποιήσεως, δεν διακρίνει μεταξύ του χαρακτήρα διατροφής ή αποζημιώσεως των επιβαλλομένων παροχών.» (36)

    Ωστόσο, η αντίληψη να αποζημιώνεται ο αναίτιος για το διαζύγιο σύζυγος πρέπει τώρα να θεωρηθεί ως έχουσα σημαντικά μικρότερη επιρροή, δεδομένης της χαρακτηριστικής τάσεως των ευρωπαϋκών δικαίων περί διαζυγίου να εγκαταλείψουν τις αντιλήψεις που βασίζονται στην έννοια της υπαιτιότητας υπέρ του συναινετικού διαζυγίου, το οποίο υπό τη μία ή την άλλη μορφή καθιερώθηκε μεταξύ του 1970 και του 1978 στην Αυστρία, στο Βέλγιο, στη Γαλλία, στη Γερμανία, στο Ηνωμένο Βασίλειο, στην Ιταλία, στις Κάτω Ξώρες, στο Λουξεμβούργο και στην Πορτογαλία (37).

    43 Τέλος, στην περίπτωση της εφ' άπαξ καταβολής ενός χρηματικού ποσού μεταξύ των συζύγων, η διανομή περιουσιακών στοιχείων ή η κατανομή ζημιών μπορεί κάλλιστα να αποτελεί παράγοντα που λαμβάνεται υπόψη· ειδικότερα, όταν και οι δύο σύζυγοι έχουν ικανούς πόρους, η εφ' άπαξ καταβολή ενός χρηματικού ποσού μπορεί να χρησιμεύσει μόνο για τη διανομή περιουσιακών στοιχείων ή για την αποκατάσταση μη περιουσιακής ζημίας, οπότε η υποχρέωση καταβολής δεν έχει τον χαρακτήρα υποχρεώσεως διατροφής. Ο Schlosser επαναλαμβάνει ότι η Σύμβαση ουδόλως έχει εφαρμογή όταν οι ζητούμενες ή διατασσόμενες παροχές διέπονται από το δίκαιο των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων και ότι η εφαρμογή του άρθρου 5, σημείο 2, εξαρτάται, στην περίπτωση της εφ' άπαξ καταβολής ενός χρηματικού ποσού, μόνον από το αν η καταβολή έχει τον χαρακτήρα διατροφής (38).

    Η νομολογία

    44 Η νομολογία σχετικά με την ερμηνεία των ασκουσών επιρροή διατάξεων των άρθρων 1 και 5, σημείο 2, της Συμβάσεως των Βρυξελλών είναι δυστυχώς λιγοστή και δεν βοηθεί ιδιαίτερα.

    45 Στην απόφαση de Cavel κατά de Cavel (στο εξής: απόφαση de Cavel I) (39), το Δικαστήριο εξέτασε το πεδίο του κατ' άρθρο 1 αποκλεισμού των «περιουσιακών σχέσεων των συζύγων». Η υπόθεση εκείνη αφορούσε την εκτέλεση στη Γερμανία αποφάσεως γαλλικού δικαστηρίου με την οποία διατασσόταν, «ως ασφαλιστικό μέτρο, κατά τη διάρκεια διαδικασίας διαζυγίου μεταξύ των διαδίκων της κύριας δίκης, η επίθεση σφραγίδων επί επίπλων, αντικειμένων και ειδών ευρισκομένων στο διαμέρισμα των εν λόγω διαδίκων [στη Γερμανία] και η κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων και λογαριασμών του εναγομένου συζύγου σε δύο τράπεζες [στη Γερμανία]» (40).

    46 Το Δικαστήριο έκρινε:

    «Η προσωρινή ρύθμιση των εννόμων περιουσιακών σχέσεων μεταξύ συζύγων, όταν επιβάλλεται κατά τη διάρκεια δίκης διαζυγίου, συνδέεται στενώς με τους λόγους διαζυγίου, την προσωπική κατάσταση των συζύγων ή των γεννηθέντων εκ του γάμου τέκνων και, για τον λόγο αυτό, δεν μπορεί να διαχωριστεί από τα ζητήματα προσωπικής καταστάσεως των συζύγων που εγείρονται με τη λύση του δεσμού του γάμου, καθώς και με την εκκαθάριση των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων.

    νΕπεται ότι η έννοια "περιουσιακές σχέσεις των συζύγων" περιλαμβάνει, όχι μόνο τις περιουσιακές σχέσεις που ειδικώς και αποκλειστικώς προβλέπουν ορισμένες εθνικές νομοθεσίες ενόψει του γάμου, αλλά και όλες τις περιουσιακές σχέσεις που προκύπτουν άμεσα από το δεσμό του γάμου ή από τη λύση του.

    Διαφορές που αφορούν τα περιουσιακά στοιχεία των συζύγων κατά τη διάρκεια δίκης διαζυγίου μπορούν, συνεπώς, ανάλογα με την περίπτωση, να έχουν σχέση ή να συνδέονται στενά:

    1) είτε με ζητήματα σχετικά με την προσωπική κατάσταση των φυσικών προσώπων,

    2) είτε με έννομες περιουσιακές σχέσεις μεταξύ συζύγων που απορρέουν απευθείας από τον δεσμό του γάμου ή τη λύση του,

    3) είτε και με έννομες περιουσιακές σχέσεις υφιστάμενες μεταξύ αυτών, αλλά χωρίς σχέση με τον γάμο.

    Παρόλον ότι οι διαφορές της τελευταίας κατηγορίας εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως, οι σχετικές με τις δύο πρώτες κατηγορίες διαφορές πρέπει να αποκλειστούν από το εν λόγω πεδίο εφαρμογής.» (41)

    47 Τα ανωτέρω απηχούσαν την άποψη του γενικού εισαγγελέα J.-P. Warner, ο οποίος είχε προτείνει:

    «να δοθεί στη φράση ευρεία έννοια, με έρεισμα το γεγονός ότι, στην πρακτική, σε σπάνιες διαφορές μεταξύ συζύγων σχετικά με αγαθά, είναι πιθανό ότι ο μεταξύ τους δεσμός του γάμου δεν θα διαδραματίσει κανένα ρόλο (...). Κατά τη γνώμη μου, το αποτέλεσμα είναι ότι μια απόφαση ή διατάξη, σχετική με διαφορά που αφορά τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων, θα πρέπει, κατά τεκμήριο, να θεωρείται ότι δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως εκτός αν είναι προφανές, ενόψει της εν λόγω ειδικής αποφάσεως ή διατάξεως, ότι αυτό δεν συμβαίνει» (42).

    48 Στη συνέχεια, ο γενικός εισαγγελέας εξέτασε εν συντομία τις αποφάσεις διατροφής, τονίζοντας ότι «είναι εν γένει αποφάσεις περί καταβολής ποσού. ύΕχουν αποτέλεσμα "in personam" και δεν μπορούν να ασκήσουν επίδραση επί περιουσιακών δικαιωμάτων, εκτός της περιπτώσεως κατά την οποία διατάσσεται εγγυοδοσία για την υποχρέωση διατροφής, αλλά τότε η δέσμευση των αγαθών είναι περιορισμένη και ειδική» (43).

    49 Η συλλογιστική του Δικαστηρίου στην υπόθεση de Cavel I δεν είναι εντελώς διαυγής. Η εξέταση της αποφάσεως δείχνει ότι το Δικαστήριο θεώρησε κρίσιμο το ότι τα επίμαχα ασφαλιστικά μέτρα είχαν παρεπόμενο χαρακτήρα: εφόσον τα μέτρα αυτά «είναι ικανά να διασφαλίσουν ποικίλης φύσεως δικαιώματα, το αν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως καθορίζεται, όχι από την ίδια τους τη φύση, αλλά από τη φύση των δικαιωμάτων των οποίων στη διασφάλιση αποβλέπουν» (44). Επομένως, προκύπτει ότι η ratio decidendi ήταν ότι, εφόσον τα μέτρα είναι παρεπόμενα δίκης που σαφώς δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως (διαζύγιο και η συνακόλουθη λύση του καθεστώτος περιουσιακών σχέσεων των συζύγων που διείπε τον επίμαχο γάμο που είχε συναφθεί κατά το γαλλικό δίκαιο) ούτε και αυτά εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της.

    50 Η επόμενη υπόθεση μεταξύ των αυτών διαδίκων (στο εξής: υπόθεση de Cavel II) (45) αφορούσε, μεταξύ άλλων, τη δυνατότητα να κηρυχθεί εκτελεστή απόφαση γαλλικού δικαστηρίου περί καταβολής κάθε μήνα διατροφής εκδοθείσα στο πλαίσιο δίκης διαζυγίου. Οι ασκούσες επιρροή διατάξεις (άρθρα 270 επ.) του Γαλλικού Αστικού Κώδικα όριζαν ότι με τις καταβολές αυτές σκοπείται να αντισταθμιστεί, στο μέτρο του δυνατού, η διαφορά των αντιστοίχων συνθηκών διαβιώσεως των διαδίκων που δημιουργεί η διάλυση του γάμου και ότι το ποσό πρέπει να καθορίζεται σε συνάρτηση με τις ανάγκες του συζύγου προς τον οποίο καταβάλλεται και τους πόρους του άλλου συζύγου. Το συγκεκριμένο ζήτημα που είχε τεθεί υπό την κρίση του Δικαστηρίου ήταν αν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως οι αποφάσεις περί διατροφής που εκδίδονται στο πλαίσιο δίκης διαζυγίου: η υπόθεση είχε παραπεμφθεί στο Δικαστήριο πριν τροποποιηθεί το άρθρο 5, σημείο 2, κατά την προσχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου, της Ιρλανδίας και της Δανίας, ώστε να καταστεί σαφές ότι περιλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως τέτοιες αποφάσεις παρεπόμενες δίκης διαζυγίου. υΟπως αναμενόταν, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι καταβολές είχαν τη φύση διατροφής και συνήγαγε ότι το πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως εκτείνεται «στις υποχρεώσεις διατροφής που επιβάλλονται από τον νόμο ή από το δικαστήριο στους συζύγους για τη μετά την έκδοση του διαζυγίου περίοδο» (46).

    51 Με την απόφασή του στην υπόθεση de Cavel II το Δικαστήριο επιδίωξε επίσης να αναμορφώσει τη συλλογιστική που αποτέλεσε το βάθρο της παλαιότερης αποφάσεως. Ωστόσο, στην τρίτη υπόθεση με αντικείμενο τον αποκλεισμό των «περιουσιακών σχέσεων των συζύγων», στην υπόθεση W. κατά H. (47) (η οποία δεν χρήζει περαιτέρω αναφοράς, καθότι δεν βοηθεί περισσότερο για την ερμηνεία του όρου), το Δικαστήριο επανέλαβε τη διατυπωθείσα με την απόφαση de Cavel I αρχή, χωρίς να αναφερθεί στις σκέψεις που είχε διατυπώσει στην ενδιάμεση υπόθεση· επομένως, εξακολουθεί να έχει εφαρμογή η νομολογία που διαμορφώθηκε στην πρώτη υπόθεση.

    52 Κατά της γενομένης δεκτής από το Δικαστήριο ευρείας ερμηνείας των «περιουσιακών σχέσεων των συζύγων» μπορεί να αντιταχθεί ότι, ως εξαίρεση από τις «αστικές και εμπορικές υποθέσεις» που καλύπτει η Σύμβαση, ο όρος αυτός μάλλον πρέπει να ερμηνεύεται στενώς. Στην έκθεση Jenard σημειώνεται ότι η έκφραση «αστικές και εμπορικές υποθέσεις» είναι ευρύτατη και ότι η λύση του αποκλεισμού συγκεκριμένων περιπτώσεων υιοθετήθηκε αντί του περιοριστικού θετικού ορισμού του πεδίου εφαρμογής της Συμβάσεως για να διαφυλαχθεί το εύρος αυτό: «από της απόψεως αυτής, η Σύμβαση πρέπει να ερμηνεύεται όσο ευρύτερα είναι δυνατόν» (48).

    53 Θα πρέπει ίσως να υπομνηστεί επίσης ότι το Δικαστήριο στην απόφαση de Cavel I δεν επικέντρωσε την ανάλυσή του στα όρια μεταξύ «των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων» και της διατροφής. Οσάκις επίμαχη είναι η διαχωριστική γραμμή μεταξύ των δύο αυτών εννοιών, η ευρεία ερμηνεία της πρώτης θα γίνεται αναπόφευκτα εις βάρος του πεδίου εφαρμογής της δεύτερης. Δεν βλέπω τον λόγο να διαταραχθεί κατ' αυτόν τον τρόπο η ισορροπία δύο διατάξεων ίσης τυπικής ισχύος.

    Επιδίκαση χρηματικών απαιτήσεων και μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων επί διαζυγίου στην Αγγλία και Ουαλία

    54 Επίμαχο στην παρούσα υπόθεση είναι το ζήτημα αν απόφαση εκδοθείσα από αγγλικό δικαστήριο στο πλαίσιο διαζυγίου αποκλείεται του πεδίου εφαρμογής της Συμβάσεως των Βρυξελλών βάσει του άρθρου 1. Είναι φανερό ότι οι περί ιδιοκτησίας των συζύγων κανόνες στο Ηνωμένο Βασίλειο δεν ταιριάζουν με αυτούς στα συμβαλλόμενα κράτη της ηπειρωτικής Ευρώπης: το ζήτημα είναι μέχρι ποίου σημείου δεν εμπίπτουν, συνεπώς, στην εξαίρεση. Πριν έλθω στο ζήτημα αυτό, θα ήταν προηγουμένως χρήσιμο να περιγράψω διά βραχέων το νομοθετικό πλαίσιο εντός του οποίου ένα αγγλικό δικαστήριο, επί διαζυγίου, επιδικάζει χρηματικές απαιτήσεις και διατάσσει τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων του ενός συζύγου προς τον άλλο.

    55 Από της θεσπίσεως του νόμου Married Women's Property Act του 1882, ο οποίος όριζε ότι η έγγαμη γυναίκα έχει την ικανότητα να αποκτά, να κατέχει και να διαθέτει περιουσιακά στοιχεία ως εάν ήταν feme sole (49) (άγαμη), το αγγλικό δίκαιο εκκινεί από το τεκμήριο της περιουσιακής αυτοτελείας των συζύγων· φυσικά, το τεκμήριο αυτό μπορεί να ανατραπεί με άμεση ή έμμεση απόδειξη ως προς το ότι υφίσταται συγκυριότητα επί συγκεκριμένων περιουσιακών στοιχείων.

    56 Η εξουσία των αγγλικών δικαστηρίων να διατάσσουν επί διαζυγίου την εφ' άπαξ καταβολή χρηματικών ποσών και τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων είναι σχετικά πρόσφατη. Η εξουσία να διαταχθεί η εφ' άπαξ καταβολή χρηματικού ποσού απονεμήθηκε για πρώτη φορά το 1963 (παρ' όλον ότι η εξουσία χορηγήσεως ενός εφ' άπαξ ποσού ως εγγυοδοσίας για την καταβολή της διατροφής μπορεί να αναχθεί μέσω του νόμου Matrimonial Causes Act του 1950 και του νόμου Judicature Act του 1925 στον δέκατο ένατο αιώνα). Η εξουσία να διαταχθεί η μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων χρονολογείται από της θεσπίσεως του νόμου Matrimonial Proceedings and Property Act του 1970: μέχρι τότε, τα δικαστήρια δεν είχαν επί διαζυγίου την εξουσία να διατάσσουν τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων του ενός συζύγου προς τον άλλον· η εξουσία τους να εκδίδουν αποφάσεις σχετικές με περιουσιακά στοιχεία περιορίζονταν στο υφιστάμενο πλαίσιο ιδιοκτησίας (50). Το μεγαλύτερο μέρος του νόμου του 1970 διασώζεται στην ισχύουσα νομοθεσία, τον νόμο Matrimonial Causes Act του 1973. Οι διατάξεις που ασκούν ιδιαίτερη επιρροή στην παρούσα υπόθεση είναι τα άρθρα 21, 23, 24, 25 και 25Α (51) του νόμου του 1973· οι συνέπειές τους έχουν ως εξής:

    57 Επί διαζυγίου (ή ακυρώσεως του γάμου ή χωρισμού των συζύγων από τραπέζης και κοίτης) τα αγγλικά δικαστήρια έχουν ευρεία διακριτική εξουσία να επιδικάζουν χρηματικές απαιτήσεις, περιλαμβανομένης της εξουσίας να διατάσσουν την εφ' άπαξ καταβολή ενός ποσού ή περιοδικές καταβολές μεταξύ των συζύγων, και να διατάσσουν τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων του ενός συζύγου προς τον άλλον, περιλαμβανομένης της εξουσίας να διατάσσουν τη μεταβίβαση της κυριότητας αγαθών. Η διακριτική εξουσία μεταβιβάσεως περιουσιακών στοιχείων του ενός συζύγου προς τον άλλον βρίσκεται σε κατάφωρη αντίθεση με τα νομικά συστήματα ορισμένων κρατών της ηπειρωτικής Ευρώπης, όπου το δικαστήριο επί διαζυγίου δεν έχει εξουσία να διατάσσει τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων, δεσμευόμενο από το υφιστάμενο πλαίσιο ιδιοκτησίας, το οποίο, με τη σειρά του, προκύπτει συνήθως από προηγούμενη συμφωνία ή γραπτούς κανόνες αναγκαστικού δικαίου.

    58 Κατά την άσκηση της διακριτικής του εξουσίας, το αγγλικό δικαστήριο οφείλει να λαμβάνει υπόψη όλες τις περιστάσεις της υποθέσεως, αποδίδοντας προτεραιότητα στην ευημερία κάθε ανηλίκου τέκνου της οικογενείας. Κατά την άσκηση της εξουσίας του να διατάσσει την εφ' άπαξ καταβολή ενός χρηματικού ποσού ή τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων του ενός συζύγου προς τον άλλο (σε αντίθεση προς τα τέκνα της οικογενείας), το δικαστήριο οφείλει να λαμβάνει υπόψη το εισόδημα, τη βιοποριστική ικανότητα, την περιουσία και άλλους πόρους κάθε συζύγου· τις αντίστοιχες οικονομικές ανάγκες, υποχρεώσεις και ευθύνες· το επίπεδο ζωής της οικογενείας πριν από τη διάλυση του γάμου· την ηλικία κάθε συζύγου και τη διάρκεια του γάμου· οποιαδήποτε σωματική ή ψυχική ανικανότητα οποιουδήποτε από τους συζύγους· τη συμβολή κάθε συζύγου στην ευημερία της οικογενείας, περιλαμβανομένης οποιασδήποτε συμβολής που παρασχέθηκε με τη φροντίδα του νοικοκυριού ή της οικογενείας· την αντίστοιχη συμπεριφορά, αν είναι τέτοια, ώστε κατά το δικαστήριο να είναι άδικο να μη ληφθεί υπόψη· και την αξία για κάθε σύζυγο οποιουδήποτε ωφελήματος, παραδείγματος χάριν μιας συντάξεως, που αυτός θα χάσει τη δυνατότητα να αποκτήσει.

    59 Πέραν αυτών των συγκεκριμένων κατευθυντηρίων γραμμών, ο νόμος δεν επιβάλλει έναν γενικό στόχο που το δικαστήριο πρέπει να επιδιώκει όταν αποφασίζει τι θα διατάξει. Πριν από την τροποποίησή του το 1984, ο νόμος απαιτούσε από το δικαστήριο να ασκεί κατά τέτοιον τρόπο την από τη νομοθεσία χορηγουμένη εξουσία του «ώστε να περιαγάγει τους διαδίκους, στο μέτρο που είναι εφικτό και, λαμβανομένης υπόψη της συμπεριφοράς τους, δίκαιο, στην οικονομική κατάσταση που θα βρισκόντουσαν αν δεν είχε διαλυθεί ο γάμος και κάθε ένας είχε εκπληρώσει προσηκόντως τα καθήκοντά του και τις οικονομικές του υποχρεώσεις έναντι του άλλου» (52). Η διάταξη αυτή καταργήθηκε όταν το άρθρο 25 αναδιατυπώθηκε το 1984. Συγχρόνως, ο νόμος τροποποιήθηκε κατά τέτοιον τρόπον ώστε το δικαστήριο να οφείλει σε κάθε περίπτωση που εκδίδει απόφαση υπέρ του ενός συζύγου κατά ή μετά το διαζύγιο ή την ακύρωση του γάμου, να εξετάζει αν θα πρέπει να ασκήσει την εξουσία του κατά τέτοιον τρόπο «ώστε οι οικονομικές υποχρεώσεις του ενός διαδίκου έναντι του άλλου να παύσουν αμέσως μετά την έκδοση της αποφάσεως περί διαζυγίου ή ακυρώσεως του γάμου, εφόσον το δικαστήριο το θεωρεί δίκαιο και εύλογο» (53). Με άλλα λόγια, το δικαστήριο έχει τώρα το καθήκον να εξετάζει αν πρέπει να επιβάλει πλήρη διακοπή των σχέσεων των συζύγων.

    60 Η εξουσία που έχει το δικαστήριο βάσει του νόμου Matrimonial Causes Act του 1973 δεν μπορεί να αναιρεθεί κατόπιν συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων (54). Συνεπώς, η προγενέστερη συμφωνία των συζύγων ως προς την κυριότητα των περιουσιακών τους στοιχείων δεν είναι δεσμευτική για το δικαστήριο όταν εκδίδει απόφαση στο πλαίσιο του διαζυγίου τους, παρ' όλον ότι αποτελεί περιστατικό που το δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψη (55). Τούτο έρχεται πάλι σε κατάφωρη αντίθεση με τα νομικά συστήματα ορισμένων κρατών της ηπειρωτικής Ευρώπης, όπου το δικαστήριο, επί διαφοράς μεταξύ συζύγων ως προς την κυριότητα των περιουσιακών τους στοιχείων, πρέπει να εφαρμόζει οποιαδήποτε συμφωνία μεταξύ αυτών ή το πλαίσιο ιδιοκτησίας που επιβάλλει ο νόμος όταν ελλείπει συμφωνία.

    61 Μία από τις αλλαγές που επέφερε ο νόμος του 1970, ο πρόδρομος του νόμου του 1973, ήταν η κατάργηση της παλαιάς ορολογίας, η οποία διέκρινε μεταξύ «alimony», «maintenance» και «periodical payments». ιΟλα αυτά περιγράφονται τώρα ως financial provision και έχουν τη μορφή περιοδικών καταβολών ή εφ' άπαξ καταβολής ενός χρηματικού ποσού. Ο όρος «maintenance» απορρίφθηκε ως υπαινισσόμενος κάποια κατωτερότητα εκ μέρους του λήπτη (56). Παρ' όλον ότι ένα εφ' άπαξ ποσό μπορεί να αποτελεί διατροφή - μάλιστα, στην περίπτωση της πλήρους διακοπής των σχέσεων των συζύγων, που το δικαστήριο μπορεί τώρα να επιβάλλει αν το θεωρεί ορθό, θα είναι ο μόνος τρόπος να διαταχθεί η καταβολή διατροφής μεταξύ των συζύγων - «η πλέον σημαντική χρησιμοποίηση της εξουσίας (...) συνίσταται στο να διαταχθεί η μεταβίβαση τίτλων του ενός συζύγου προς τον άλλον. Αν, παραδείγματος χάριν, ο σύζυγος έχει την κυριότητα μετοχών, το δικαστήριο ενδέχεται να επιθυμεί να περιέλθει στη σύζυγο το όφελος μέρους αυτών (...). Μπορεί να το πράξει απ' ευθείας με το να διατάξει να μεταβιβαστούν στη σύζυγο μετοχές in specie· ωστόσο, θα είναι πολύ πιο σύνηθες να διαταχθεί ο σύζυγος να καταβάλει εφ' άπαξ ένα χρηματικό ποσό στη σύζυγο» (57).

    62 Εξεταζόμενες ως σύνολο, οι διατάξεις που περιγράφτηκαν με συνοπτικό τρόπο πιο πάνω, δείχνουν ότι μπορεί να είναι αυθαίρετο να επιχειρηθεί η χάραξη σαφούς διακρίσεως, σε μία δεδομένη απόφαση, μεταξύ δίκαιης διανομής των περιουσιακών στοιχείων και διατροφής. Τούτο δείχνει με τη σειρά του ότι, για να υπάρξει εναρμόνιση με την επιδίωξη του Δικαστηρίου να διαμορφωθεί αυτοτελής ερμηνεία των όρων και εννοιών της Συμβάσεως με σκοπό την ομοιόμορφη εφαρμογή της (58), μπορεί σε μερικές περιπτώσεις να είναι αναγκαίο να αναζητηθεί το ουσιαστικό αντικείμενο της αποφάσεως. Θα επιστρέψω σύντομα σ' αυτό το κρίσιμο σημείο.

    Κατευθυντήριες γραμμές για το εθνικό δικαστήριο

    63 Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, θα προτείνω τώρα μερικές ενδείξεις που θα μπορούσαν να βοηθήσουν το εθνικό δικαστήριο να κρίνει αν η εκδοθείσα από αγγλικό δικαστήριο στο πλαίσιο δίκης διαζυγίου απόφαση περί εφ' άπαξ καταβολής ενός χρηματικού ποσού αφορά τις «περιουσιακές σχέσεις των συζύγων» υπό την έννοια του άρθρου 1 της Συμβάσεως ή αφορά υποχρεώσεις διατροφής. Εκθέτοντας τις κατευθυντήριες αυτές γραμμές, θα εξετάσω επίσης πώς επηρεάζουν τον χαρακτηρισμό μιας αποφάσεως τα συγκεκριμένα ζητήματα που ήγειρε το εθνικό δικαστήριο, δηλαδή ο σχηματισμός ενός κεφαλαίου εξασφαλίζοντος το επιβαλλόμενο εισόδημα, η διατάσσουσα τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων παράλληλη διάταξη της αποφάσεως και το γεγονός ότι το αγγλικό δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη την κατά το δίκαιο κράτους της ηπειρωτικής Ευρώπης συμφωνία των συζύγων περί ρυθμίσεως των περιουσιακών τους σχέσεων.

    Η θέση που έχουν στο σύστημα της Συμβάσεως οι αποφάσεις που εκδίδουν τα αγγλικά δικαστήρια στο πλαίσιο διαζυγίου: μερικές γενικές παρατηρήσεις

    64 Θα παρατηρούσα εκ προοιμίου ότι απλώς και μόνο το γεγονός ότι στο αγγλικό δίκαιο δεν υφίσταται χωριστό πλαίσιο συστημάτων περιουσιακών σχέσεων των συζύγων δεν σημαίνει ότι οι αποφάσεις που εκδίδει στο πλαίσιο διαζυγίου ένα αγγλικό δικαστήριο πάντοτε δεν θα εμπίπτουν στην εξαίρεση του άρθρου 1 και ως εκ τούτου, εφόσον θα πρόκειται περί μη ρητώς εξαιρουμένης αστικής υποθέσεως, πάντοτε θα μπορούν να κηρυχθούν εκτελεστές βάσει της Συμβάσεως.

    65 Πρώτον, δεν χωρεί αμφιβολία ότι κατά την προσχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας εσκοπείτο να έχει η έννοια αυτή κάποια εφαρμογή στα εν λόγω κράτη· βλ. τα παρατεθέντα ανωτέρω στο σημείο 36 σχόλια που περιέχονται στην έκθεση Schlosser, περιλαμβανομένης της ευχής να προβεί η νομοθετική εξουσία των κρατών αυτών σε έναν ορισμό της εν λόγω έννοιας. Επί πλέον, αυτό ήταν εκείνο που υποστήριξε ο γενικός εισαγγελέας J.-P. Warner, ο οποίος στην υπόθεση de Cavel I (59) εξέθεσε την άποψή του ότι η προσχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας στη Σύμβαση αύξησε τις διαφορές των κανόνων που διέπουν τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων, τις οποίες το άρθρο 1 σκοπεί να αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως (60).

    66 Σε καμία περίπτωση δεν υφίσταται ευνόητος επιτακτικός λόγος να τύχει ένα νομικό σύστημα που χαρακτηρίζεται από το τεκμήριο του αγγλοσαξωνικού δικαίου περί περιουσιακής αυτοτελείας των συζύγων, η οποία υπόκειται στη διακριτική εξουσία των δικαστηρίων να διατάσσουν κατά τη λύση του γάμου τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων του ενός συζύγου προς τον άλλον, διαφορετικής μεταχειρίσεως από ένα νομικό σύστημα που με την επιβολή ενός νομοθετικού κανόνα καταλήγει στο ίδιο πλαίσιο ιδιοκτησίας των συζύγων κατά τον γάμο. Η προσέγγιση αυτή βρίσκει έρεισμα και στην έκθεση Schlosser, όπου αναφέρεται ότι ακόμη και η αυστηρή περιουσιακή αυτοτέλεια, όταν επιλέγεται από τους συζύγους (πράγμα που τεκμαίρεται μαχητώς στην Αγγλία), «αποτελεί ιδιαίτερο σύστημα περιουσιακών σχέσεων των συζύγων» (61).

    67 Μπορεί να προστεθεί ότι οι λόγοι να αποκλειστούν «οι περιουσιακές σχέσεις των συζύγων» από το πλαίσιο που δημιούργησε η Σύμβαση των Βρυξελλών - δηλαδή λόγοι δημοσίας τάξεως και οι διαφορές στο ουσιαστικό δίκαιο και στους κανόνες συγκρούσεως - ισχύουν εξίσου για το αγγλικό σύστημα. Οι λόγοι δημοσίας τάξεως έχουν σαφώς την ίδια βαρύτητα, οι δε διαφορές που χωρίζουν τόσο το αγγλικό ουσιαστικό δίκαιο όσο και τους αγγλικούς κανόνες συγκρούσεως από τις αντίστοιχες ρυθμίσεις των κρατών της ηπειρωτικής Ευρώπης είναι, τουλάχιστον όσον αφορά το ουσιαστικό δίκαιο, μεγαλύτερες από τις διαφορές μεταξύ των διαφόρων νομικών συστημάτων της ηπειρωτικής Ευρώπης. ςΟσον αφορά ειδικότερα τους κανόνες συγκρούσεως, δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι οι σχετικοί με τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων κανόνες των νομικών συστημάτων του αγγλοσαξωνικού δικαίου είναι λιγότερο πολύπλοκοι ή πολυάριθμοι από αυτούς των νομικών συστημάτων των κρατών της ηπειρωτικής Ευρώπης: βλ. την απάντηση του Ηνωμένου Βασιλείου στο ερωτηματολόγιο ως προς τους κανόνες συγκρούσεως σχετικά με τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων, το οποίο συνέταξε η Συνδιάσκεψη της Ξάγης για το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο (62).

    68 Τέλος, η αντίθετη άποψη, δηλαδή ότι οι κανόνες του αγγλικού δικαίου δεν εμπίπτουν στον ορισμό καθότι αποτελούν μέρος του γενικού δικαίου και δεν έχουν επιβληθεί με συγκεκριμένη νομοθεσία περί των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων, είναι δύσκολο να συμβιβαστεί με την ευρεία ερμηνεία του όρου «περιουσιακές σχέσεις των συζύγων» που έδωσε το Δικαστήριο με την απόφαση de Cavel I (63) και ιδίως με την κρίση του ότι ο όρος αυτός «περιλαμβάνει όχι μόνο τις περιουσιακές σχέσεις που ειδικώς και αποκλειστικώς προβλέπουν ορισμένες εθνικές νομοθεσίες ενόψει του γάμου, αλλά και όλες τις περιουσιακές σχέσεις που προκύπτουν άμεσα από τον δεσμό του γάμου ή από τη λύση του» (64).

    Η επιρροή της συμφωνίας που οι σύζυγοι συνήψαν παλαιότερα κατά το δίκαιο κράτους της ηπειρωτικής Ευρώπης για να ρυθμίσουν τις περιουσιακές τους σχέσεις

    69 Το αιτούν δικαστήριο ήγειρε το ζήτημα της σημασίας που έχει η κατά το ολλανδικό δίκαιο συμφωνία των συζύγων για τη ρύθμιση των περιουσιακών τους σχέσεων (δηλαδή η συμφωνία με την οποία οι σύζυγοι κατά τη διάρκεια του γάμου τους, ο οποίος διεπόταν αρχικώς από το σύστημα της κοινοκτημοσύνης, επέλεξαν το σύστημα της πλήρους περιουσιακής αυτοτελείας), για τον χαρακτηρισμό της αποφάσεως του αγγλικού δικαστηρίου και εντεύθεν για τη δυνατότητα να κηρυχθεί αυτή εκτελεστή. Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν ασκούν επιρροή το γεγονός ότι ο οΑγγλος δικαστής είπε ότι δεν θεωρεί ότι τον δεσμεύει η συμφωνία των συζύγων για τη ρύθμιση των περιουσιακών τους σχέσεων και το γεγονός ότι από την απόφαση δεν μπορεί να συναχθεί σε ποιο βαθμό επηρέασε η άποψη αυτή την κρίση του υΑγγλου δικαστή.

    70 Επί αιτήσεως υποβαλλομένης βάσει της Συμβάσεως των Βρυξελλών για να κηρυχθεί εκτελεστή αυτή ή οποιαδήποτε ανάλογη απόφαση, το μοναδικό ζήτημα συνίσται στο αν - ή σε ποιο βαθμό - η απόφαση αφορά υποχρέωση διατροφής, οπότε εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως και μπορεί να κηρυχθεί εκτελεστή.

    71 Δεν βλέπω κατά ποιο τρόπο η δήλωση του υΑγγλου δικαστή ότι δεν θεωρεί ότι τον δεσμεύει η συμφωνία των συζύγων για τη λύση της κοινοκτημοσύνης ασκεί επιρροή για τον χαρακτηρισμό της τελικής αποφάσεως. ςΟσον αφορά το αγγλικό δίκαιο, η συμφωνία αυτή δεν τον δέσμευε, παρ' όλον ότι αποτελούσε περιστατικό που όφειλε να συνεκτιμήσει. Από την απόφασή του είναι σαφές ότι εξέτασε σε κάποιο βάθος τα σχετικά επιχειρήματα και τις συνέπειές τους στα ζητήματα που είχαν εγερθεί ενώπιον αυτού. Προκύπτει δε ότι θεώρησε τη συμφωνία αυτή εφαρμοστέα, κατά το μέτρο που δέχθηκε ότι, σύμφωνα με αυτήν, δεν υφίσταντο δικαιώματα συγκυριότητας των πρώην συζύγων επί των διαφόρων περιουσιακών τους στοιχείων. Ωστόσο, δεν δέχθηκε ότι η σύζυγος είχε απολέσει, βάσει της συμφωνίας, οποιοδήποτε δικαίωμα να λάβει στο μέλλον χρηματικά ποσά. Η αιτιολογία που παρέθεσε ο δικαστής για το ότι δε έλαβε στην έκταση αυτή υπόψη τη συμφωνία προκύπτει ότι αφορά μόνον το κατά πόσον η συμφωνία αυτή ήταν δίκαιη ενόψει των συνθηκών υπό τις οποίες συνήφθη.

    72 Συνεπώς, στην παρούσα υπόθεση δεν θεωρώ ότι το γεγονός ότι ο οΑγγλος δικαστής δεν έλαβε υπόψη αυτή την πλευρά της συμφωνίας ασκεί επιρροή στο ζήτημα που έχει τεθεί υπό την κρίση του Δικαστηρίου, δηλαδή στο ζήτημα αν η διατάσσουσα την εφ' άπαξ καταβολή ενός χρηματικού ποσού διάταξη της τελικής αποφάσεως μπορεί να κηρυχθεί εκτελεστή ως αφορώσα υποχρέωση διατροφής.

    Το εφ' άπαξ καταβαλλόμενο ποσό ως διατροφή

    73 Ερχόμενος στα κριτήρια για τον χαρακτηρισμό κάθε συγκεκριμένης αποφάσεως περί εφ' άπαξ καταβολής ενός χρηματικού ποσού, θεωρώ ότι είναι σαφές ότι, στο ένα άκρο του φάσματος, όπου ο λήπτης δεν έχει βιοποριστική ικανότητα και το εφ' άπαξ καταβαλλόμενο ποσό χορηγείται στο πλαίσιο πλήρους διακοπής των σχέσεων των πρώην συζύγων αντί περιοδικών καταβολών προς τον λήπτη σύζυγο, τουλάχιστον μέρος του ποσού αυτού πρέπει να έχει τον χαρακτήρα διατροφής. Τούτο αναγνωρίζεται ρητώς από τον Schlosser· μάλιστα, ο Schlosser βαίνει περαιτέρω και αναφέρει ότι η μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων κατά το διαζύγιο μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να έχει τον χαρακτήρα διατροφής (65). Η Επιτροπή προβαίνει στην ίδια παρατήρηση, σημειώνοντας ότι η μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων, αυτή καθαυτή, δεν αποκλείεται αυτομάτως από το πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως, αλλά μόνο στην έκταση που δεν έχει τον χαρακτήρα διατροφής. Η Επιτροπή αναφέρει την άποψη που εξέφρασε με τις γραπτές παρατηρήσεις της στην υπόθεση de Cavel II (66) ως προς το ότι, αν «με την καταβολή που διατάσσεται στο πλαίσιο δίκης διαζυγίου σκοπείται να εξασφαλιστεί η συντήρηση του συζύγου που βρίσκεται σε ανάγκη, πρόκειται περί υποχρεώσεως διατροφής υπό την έννοια της Συμβάσεως του 1968» (67). Η Επιτροπή ορθώς συμπεραίνει ότι η εφ' άπαξ καταβολή ενός χρηματικού ποσού ή η μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων, αν έχει τον σκοπό αυτόν, έχει τον χαρακτήρα διατροφής παρά τη μορφή της· η Αυστριακή Κυβέρνηση θεωρεί ομοίως ότι η εφ' άπαξ καταβολή ενός χρηματικού ποσού έχει τον χαρακτήρα διατροφής εφόσον για τον προσδιορισμό του ποσού αυτού ελήφθησαν υπόψη οι ανάγκες και πόροι κάθε συζύγου. Συνεπώς, εκείνο το οποίο πρέπει να ερευνάται είναι ο σκοπός που επιδιώκεται με τη συγκεκριμένη απόφαση και πρέπει να ελπίσουμε ότι τα εθνικά δικαστήρια όταν συντάσσουν τις αποφάσεις τους θα έχουν υπόψη την ανάγκη να μπορεί να συναχθεί αμέσως ο σκοπός αυτός από το σκεπτικό που παραθέτουν.

    74 Το εθνικό δικαστήριο ερωτά αν ασκεί επιρροή το ότι διατάχθηκε ο σχηματισμός ενός κεφαλαίου για να εξασφαλιστεί η παροχή της διατροφής. Το ερώτημα αυτό περιλαμβάνει δύο χωριστά ζητήματα.

    75 Πρώτον, τίθεται το ζήτημα αν ένα ποσό που καταβάλλεται εφ' άπαξ μπορεί σε κάθε περίπτωση να αποτελεί διατροφή: έχω ήδη διατυπώσει την άποψή μου ότι η απάντηση είναι καταφατική.

    76 Δεύτερον, τίθεται το ζήτημα της σημασίας που έχει για τον χαρακτηρισμό μιας αποφάσεως ως αποφάσεως διατροφής το γεγονός ότι το εφ' άπαξ ποσό προσδιορίστηκε κατά τέτοιον τρόπο ώστε να μπορέσει να αποφέρει ένα προκαθορισμένο εισόδημα. Κατά την άποψή μου, και όπως παρατηρεί η Επιτροπή, το γεγονός αυτό αποτελεί ισχυρή απόδειξη ως προς το ότι με το εφ' άπαξ ποσό εσκοπείτο η δημιουγία εισοδήματος και όχι η αναδιανομή κεφαλαιουχικών στοιχείων· τούτο δείχνει με τη σειρά του ότι το ποσό αυτό έχει τον χαρακτήρα διατροφής παρά το ότι καταβάλλεται εφ' άπαξ: αποδεικνύει ότι το δικαστήριο επιδιώκει να εξασφαλίσει ένα εισόδημα χωρίς να διατάξει περιοδικές καταβολές. Στην παρούσα υπόθεση, παραδείγματος χάριν, στο πλαίσιο του ποσού των 500 000 UK£, που αποτελεί μέρος του ποσού που χορηγήθηκε συνολικώς, ο δικαστής κατέστησε σαφές ότι ο σχηματισμός κεφαλαίου απέβλεπε στο να εξασφαλιστεί ότι η πρώην σύζυγος «δεν θα εξαρτάται πλέον για τη συντήρησή της από τον [πρώην] σύζυγό της».

    77 Αν γίνει δεκτό ότι ένα ποσό που καταβάλλεται εφ' άπαξ μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί διατροφή παρά τη φύση του ως κεφαλαίου, είναι φανερό ότι απλώς και μόνο το γεγονός ότι το δικαστήριο, για τον προσδιορισμό του ποσού αυτού, έλαβε υπόψη τη μερίδα καθε συζύγου από τη συζυγική περιουσία και, με την ίδια απόφαση με την οποία διέταξε την εφ' άπαξ καταβολή του ανωτέρω ποσού, διέταξε τη μεταβίβαση ορισμένων περιουσιακών στοιχείων του ενός συζύγου προς τον άλλον δεν αναιρεί το συμπέρασμα αυτό: ο υπολογισμός του καταλλήλου εφ' άπαξ ποσού μετά τη λύση ενός γάμου απαιτεί, για να είναι και ακριβής και δίκαιος, να λάβει υπόψη το δικαστήριο τους παράγοντες αυτούς, είναι δε δυνατόν να υπάρξουν περιπτώσεις όπου είναι πιο ενδεδειγμένο να διαταχθεί η απ' ευθείας μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων παρά η - ή παράλληλα με την - εφ' άπαξ καταβολή ενός χρηματικού ποσού.

    78 Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι η διατάσσουσα τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων παράλληλη διάταξη μιας αποφάσεως μπορεί - και μάλιστα συμβαίνει συχνά - να οδηγήσει σε μικρότερο εφ' άπαξ ποσό απ' ό,τι θα προέκυπτε διαφορετικά, καθότι παρέσχε στον λήπτη τη δυνατότητα να λάβει μέρος του συνολικού κεφαλαίου που το δικαστήριο κρίνει επιβεβλημένο. Το στοιχείο αυτό καθίσταται εναργέστατο στην παρούσα υπόθεση: παρ' όλον ότι ο δικαστής Cazalet έθεσε ως αφετηρία το συνολικό ποσό των 875 000 UK£ που έκρινε ότι η πρώην σύζυγος «χρειάζεται για τη συντήρησή της», το ποσό που χορηγήθηκε ως εφ' άπαξ ποσό ήταν 340 000 UK£, καθότι το μεγαλύτερο μέρος του υπολοίπου ποσού χορηγήθηκε στην πρώην σύζυγο μέσω διατάξεων που διέτασσαν τη μεταβίβαση σε αυτήν περιουσιακών στοιχείων, που ανήκαν άμεσα ή έμμεσα στον πρώην σύζυγο, προκειμένου να μπορέσει αυτή να τα πωλήσει για να συγκεντρώσει μετρητά.

    79 Συνεπώς, εφόσον από την απόφαση του δικαστή Cazalet προκύπτει ότι το συνολικώς χορηγηθέν ποσό των 875 000 UK£ ήταν το ποσό που αυτός έκρινε ότι η πρώην σύζυγος χρειάζεται για τη συντήρησή της και εφόσον το εφ' άπαξ ποσό των 340 000 UK£, το οποίο αφορά η διάταξη που ζητήθηκε να κηρυχθεί εκτελεστή, αποτελεί μέρος του συνολικού αυτού ποσού, το αιτούν δικαστήριο πρέπει να θεωρήσει ότι το εφ' άπαξ αυτό ποσό έχει τον χαρακτήρα διατροφής και ως εκ τούτου η ανωτέρω διάταξη μπορεί να κηρυχθεί εκτελεστή σύμφωνα τόσο με τη Σύμβαση των Βρυξελλών όσο και με τη Σύμβαση της Ξάγης.

    Το εφ' άπαξ καταβαλλόμενο ποσό ως διανομή περιουσίας

    80 Στο άλλο άκρο του φάσματος, όταν και οι δύο διάδικοι έχουν ικανούς πόρους, η απόφαση με την οποία χορηγείται ένα εφ' άπαξ ποσό θα έχει συχνά σκοπό τη διανομή περιουσιακών στοιχείων και όχι την παροχή διατροφής υπό οποιαδήποτε έννοια: στο άκρο αυτό, κατά την άποψή μου, θα πρόκειται περί «περιουσιακών σχέσεων των συζύγων» και ως εκ τούτου η σχετική απόφαση δεν θα μπορεί να κηρυχθεί εκτελεστή βάσει της Συμβάσεως.

    Αποφάσεις που συνδυάζουν τη διατροφή με τη διανομή περιουσίας

    81 Ωστόσο, θα υφίστανται αναπόφευκτα αποφάσεις περί εφ' άπαξ καταβολής χρηματικού ποσού οι οποίες θα βρίσκονται κάπου στη μέση μεταξύ των άκρων της φανερής διατροφής και της φανερής διανομής περιουσίας. Μερικές από τις αποφάσεις αυτές μπορεί κάλλιστα να έχουν τα γνωρίσματα και των δύο ειδών, έχοντας προορισμό, κατά το ένα μέρος, την εξασφάλιση της διατροφής και, κατά το άλλο μέρος, τη διανομή της συζυγικής περιουσίας. Υπό την προϋπόθεση ότι η απόφαση περιέχει σαφή και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, το δικαστήριο από το οποίο ζητείται να κηρύξει την απόφαση αυτή εκτελεστή πρέπει να είναι σε θέση να εξακριβώσει το ίδιο κατά ποίο μέρος η απόφαση αφορά τη διατροφή και κατά ποίο μέρος αφορά τη διανομή περιουσίας. Πέραν της σαφούς αιτιολογίας, είναι επιτακτικό η απόφαση που συνδυάζει τη διατροφή με τη διανομή περιουσίας να είναι απόλυτα διαυγής, έτσι ώστε το δικαστήριο από το οποίο ζητείται να την κηρύξει εκτελεστή να έχει τη δυνατότητα να διαχωρίσει το μέρος της αποφάσεως που μπορεί να κηρυχθεί εκτελεστό από το μέρος που δεν μπορεί να κηρυχθεί εκτελεστό. Ακόμη και όταν από μια απόφαση περί εφ' άπαξ καταβολής ενός χρηματικού ποσού δεν προκύπτει εκ πρώτης όψεως ότι σκοπείται τόσο η παροχή διατροφής όσο και η διανομή περιουσίας, θα είναι κατά την άποψή μου λογικό να συμπεράνει το δικαστήριο από το οποίο ζητείται να κηρύξει την απόφαση αυτή εκτελεστή ότι, στις περιπτώσεις που ένα επίπεδο διατροφής που θεωρείται κατάλληλο έχει ήδη εξασφαλιστεί (π.χ. μέσω συγκεκριμένου εισοδήματος που πρόκειται να παραχθεί από ένα κεφάλαιο που αποτελεί μέρος του συνολικού ποσού που το δικαστήριο διέταξε να καταβληθεί εφ' άπαξ), το υπόλοιπο ποσό αφορά τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων.

    82 Αν ένα εθνικό δικαστήριο αποφασίσει σε μια συγκεκριμένη υπόθεση ότι απόφαση αγγλικού δικαστηρίου περί εφ' άπαξ καταβολής ενός χρηματικού ποσού αφορά εν μέρει τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων και εν μέρει υποχρεώσεις διατροφής, δύναται, βάσει του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 42 της Συμβάσεως των Βρυξελλών, να κηρύξει την απόφαση εκτελεστή κατά το μέρος που αφορά τις υποχρεώσεις διατροφής, παρά το ότι η απόφαση δεν μπορεί να κηρυχθεί εκτελεστή κατά το μέρος που αφορά τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων.

    83 Το άρθρο 42 ορίζει:

    «Αν η αλλοδαπή απόφαση έκρινε επί πολλών αξιώσεων που έχουν σωρευθεί στην ίδια αγωγή και δεν μπορεί να κηρυχθεί εκτελεστή στο σύνολό της, το δικαστήριο την κηρύσσει εκτελεστή ως προς μια ή περισσότερες από τις αξιώσεις.

    Είναι δυνατόν να ζητηθεί μερική εκτέλεση της αποφάσεως».

    84 Το δεύτερο εδάφιο καλύπτει τις περιπτώσεις όπου, παραδείγματος χάριν, η απόφαση η οποία ζητείται να κηρυχθεί εκτελεστή διατάσσει την καταβολή ενός χρηματικού ποσού, μέρος του οποίου καταβλήθηκε αφότου εκδόθηκε η απόφαση, σε αντίθεση με το πρώτο εδάφιο το οποίο καλύπτει τις περιπτώσεις όπου η αγωγή έχει χωριστά και ανεξάρτητα κεφάλαια και η απόφαση επί μερικών από τα κεφάλαια της αγωγής δεν μπορεί να κηρυχθεί εκτελεστή (68). Κατά την άποψή μου, δεν συντρέχει λόγος να μη μπορεί βάσει του δευτέρου εδαφίου να κηρυχθεί μια απόφαση εν μέρει εκτελεστή, κατ' αναλογίαν του πρώτου εδαφίου, επίσης στις περιπτώσεις που το ένα μέρος του επιδικασθέντος ποσού αφορά ζήτημα σχετικά με το οποίο είναι δυνατόν να κηρυχθεί μια απόφαση εκτελεστή βάσει της Συμβάσεως και το υπόλοιπο μέρος αφορά ζήτημα σχετικά με το οποίο δεν είναι δυνατόν να κηρυχθεί μια απόφαση εκτελεστή βάσει της Συμβάσεως. Το αν το δικαστήριο από το οποίο ζητείται να κηρύξει μια απόφαση εκτελεστή δύναται αυτεπαγγέλτως να την κηρύξει εν μέρει εκτελεστή, ή να επιτρέψει την τροποποίηση της αιτήσεως, εξαρτάται από τους κανόνες του εσωτερικού δικονομικού δικαίου.

    85 Εν κατακλείδι, όταν μια απόφαση, λαμβανομένη ως σύνολο, μπορεί να θεωρηθεί ως αφορώσα, κατά το ουσιώδες αντικείμενό της, υποχρεώσεις διατροφής, πρέπει να αναγνωριστεί και να εκτελεστεί ως σύνολο. οΟταν είναι σαφές ότι μπορεί να χωριστεί, τα μέρη που μπορούν να χαρακτηριστούν ως ανωτέρω πρέπει να αναγνωριστούν και να εκτελεστούν κατ' εφαρμογήν της πιο πάνω διατάξεως.

    Συμπέρασμα

    Κατά συνέπεια, στο ερώτημα που υπέβαλε το Arrondissementsrechtbank te Amsterdam πρέπει να δοθεί η ακόλουθη απάντηση:

    «Απόφαση εκδοθείσα από δικαστήριο στο πλαίσιο δίκης διαζυγίου εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως των Βρυξελλών αν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει, παρά τη μορφή της, ως ουσιώδες αντικείμενο τη διατροφή. Συνεπώς, απόφαση περί εφ' άπαξ καταβολής ενός χρηματικού ποσού μπορεί να κηρυχθεί εκτελεστή αν η διατροφή αποτελεί ουσιώδες αντικείμενό της. Το γεγονός ότι η διατάσσουσα την εφ' άπαξ καταβολή ενός χρηματικού ποσού διάταξη μιας αποφάσεως συνοδεύεται από διάταξη της ίδιας αποφάσεως διατάσσουσα τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων μεταξύ των συζύγων δεν αίρει από μόνο του τον χαρακτήρα της πρώτης διατάξεως ως διατάξεως αφορώσας υποχρεώσεις διατροφής.»

    (1) - Σύμβαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, όπως τροποποιήθηκε από τη Σύμβαση της 9ης Οκτωβρίου 1978 σχετικά με την προσχώρηση του Βασιλείου της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας (OJ 1978, L 304, σ. 77) και από τη Σύμβαση της 25ης Οκτωβρίου 1982 σχετικά με την προσχώρηση της Ελληνικής Δημοκρατίας (EE 1982, L 388, σ. 1).

    (2) - Βλ. την έκθεση του P. Jenard σχετικά με τη Σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (OJ 1979, C 59, σ. 1) (στο εξής: έκθεση Jenard).

    (3) - Νόμος Domicile and Matrimonial Proceedings Act του 1973, άρθρο 5, παράγραφος 2.

    (4) - Βλ. περαιτέρω τα σημεία 57 και 58 των προτάσεών μου.

    (5) - Βλ. το σημείο 8 των προτάσεών μου.

    (6) - Η απόφαση αναφέρεται εν προκειμένω στην τελικώς άκαρπη δίκη που κίνησε η σύζυγος προσπαθώντας να βρει τα ίχνη ενός μεγάλου ποσού που φερόταν ότι ο σύζυγός της είχε εισπράξει ως προμήθεια το 1982. Από το λογαριασμό έγινε ανάληψη ποσού ίσου προς 237 000 UK£ μία εβδομάδα πριν τα ελβετικά δικαστήρια εκδώσουν διάταξη περί κατασχέσεως εις χείρας τρίτου, η οποία όταν κοινοποιήθηκε είχε ως αποτέλεσμα να κατασχεθεί το ένα ολλανδικό φιορίνι που είχε απομείνει στον λογαριασμό.

    (7) - Βλ. το σημείο 60 των προτάσεών μου.

    (8) - Απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Οκτωβρίου 1993, C-127/92, Enderby (Συλλογή 1993, σ. Ι-5535, σκέψη 10).

    (9) - Απόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Φεβρουαρίου 1988, 145/86, Hoffmann (Συλλογή 1988, σ. 645, σκέψεις 26 έως 34).

    (10) - Βλ. την υποσημείωση 1.

    (11) - Σύμβαση της 9ης Οκτωβρίου 1978 σχετικά με την προσχώρηση του Βασιλείου της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας στη Σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις και στο Πρωτόκολλο για την ερμηνεία της Συμβάσεως αυτής από το Δικαστήριο των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων (OJ 1978, L 304, σ. 1).

    (12) - Διάταξη πανομοιότυπη προς το άρθρο 25, παράγραφος 2, της Συμβάσεως Προσχωρήσεως του 1978 προστέθηκε στη Σύμβαση των Βρυξελλών ως άρθρο 57, παράγραφος 2, από τη Σύμβαση Προσχωρήσεως του 1989.

    (13) - Πρέπει να σημειωθεί ότι το διαδικαστικό αυτό πλαίσιο μπορεί να απλουστευθεί περαιτέρω από τη Σύμβαση μεταξύ των κρατών μελών των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων περί απλοποιήσεως της διαδικασίας εκτελέσεως των αποφάσεων διατροφής, η οποία υπεγράφη στις 6 Νοεμβρίου 1990. Η Σύμβαση αυτή τίθεται σε ισχύ 90 ημέρες μετά την επικύρωσή της από τα δώδεκα τότε κράτη μέλη. Μέχρι σήμερα, την έχουν επικυρώσει μόνον η Ιταλία και η Ιρλανδία.

    (14) - Δημοσιεύθηκε με επιμέλεια του Μ. Verwilghen στα Actes et documents de la Douziθme session - Τόμος IV - Obligations alimentaires, Ξάγη, Bureau Permanent de la Confιrence, 1975, σ. 95.

    (15) - Η Σύμβαση των Βρυξελλών τέθηκε σε ισχύ την 1η Φεβρουαρίου 1973· η έκθεση της ειδικής επιτροπής περατώθηκε τον Ιούνιο του 1972.

    (16) - Σημείο 117 της εκθέσεως.

    (17) - Σημείο 118.

    (18) - Βλ., περαιτέρω, την έκθεση Jenard, σ. 11, την έκθεση του Δρος Peter Schlosser για τη Σύμβαση σχετικά με την προσχώρηση του Βασιλείου της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας στη Σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις και στο Πρωτόκολλο για την ερμηνεία της Συμβάσεως αυτής από το Δικαστήριο των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων (OJ 1979, C 59, σ. 71) (στο εξής: έκθεση Schlosser), σημεία 45 έως 47, και τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα J.-P. Warner στην υπόθεση 143/78 (απόφαση της 27ης Μαρτίου 1979, de Cavel κατά de Cavel, Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 597, συγκεκριμένα σ. 610).

    (19) - Προαναφέρθηκε στην υποσημείωση 2.

    (20) - Σ. 11.

    (21) - Βλ. τα σχόλια του G.A.L. Droz σχετικά με την απόφαση de Cavel κατά de Cavel στη Revue critique de droit international privι, 1980, σ. 621, συγκεκριμένα σ. 626.

    (22) - Σ. 10.

    (23) - Βλ. τις παρατηρήσεις της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου στο πλαίσιο της προαναφερθείσας στην υποσημείωση 18 υποθέσεως de Cavel κατά de Cavel (Recueil 1979, σ. 1061) [το μέρος της αποφάσεως το οποίο περιέχει τις παρατηρήσεις δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά].

    (24) - Εκθεση Jenard, σ. 44· προαναφερθείσα στην υποσημείωση 9 απόφαση Hoffmann, σκέψη 21, και απόφαση της 10ης Οκτωβρίου 1996, C-78/95, Hendrikman και Feyen (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 23).

    (25) - «Οι καταστάσεις που θα θεωρούνταν απαράδεκτες από τον δικαστή του κράτους αναγνωρίσεως ή εκτελέσεως θα μπορούσαν ρητώς να αποκλειστούν διά της προβολής λόγων δημοσίας τάξεως». G.A.L. Droz, Compιtence judiciaire et effets des jugements dans le marchι commun, Παρίσι, Librairie Dalloz, 1972, σημείο 43, δεύτερο εδάφιο, στη σ. 34.

    (26) - Εκθεση Jenard, σ. 11.

    (27) - Βλ., περαιτέρω, P. Beaumont και G. Moir, «Brussels Convention II: A New Private International Law Instrument in Family Matters for the European Union or the European Community?», European Law Review, 1995, σ. 268, και Κ. Δ. Κεραμέως, «The Scope of Application of the Brussels Convention and its Extension to Matrimonial Matters», La cooperazione giudiziaria nell'Europa dei cittadini - situazione esistente - prospettive di sviluppo (Speciale documenti giustizia - 1, 1996), στήλες 69 έως 78.

    (28) - Προαναφέρθηκε στην υποσημείωση 18.

    (29) - Σημεία 45 έως 50.

    (30) - Εκθεση Schlosser, σημείο 92.

    (31) - Προαναφερθείσα στην υποσημείωση 14 έκθεση που δημοσιεύθηκε με επιμέλεια του Μ. Verwilghen, σημείο 10 στη σ. 99.

    (32) - Actes de la Huitiθme session, Ξάγη, Bureau Permanent de la Confιrence, 1957, σ. 167.

    (33) - Βλ. το προτελευταίο εδάφιο του κειμένου που παρατίθεται στο σημείο 36 των προτάσεών μου.

    (34) - Σημείο 93.

    (35) - Σημείο 94.

    (36) - Σημείο 95.

    (37) - Βλ. τη συγκριτική μελέτη του D. Dumuse, Le divorce par consentement mutuel dans les lιgislations europιennes, Γενεύη, Librairie Droz, 1980.

    (38) - Σημείο 96.

    (39) - Προαναφέρθηκε στην υποσημείωση 18.

    (40) - Σκέψη 2.

    (41) - Σκέψη 7.

    (42) - Προτάσεις σ. 611.

    (43) - Προτάσεις σ. 612.

    (44) - Σκέψη 8.

    (45) - Απόφαση της 6ης Μαρτίου 1980, 120/79 (Συλλογή τόμος 1980/Ι, σ. 393).

    (46) - Σκέψη 11.

    (47) - Απόφαση της 31ης Μαρτίου 1982, 25/81 (Συλλογή 1982, σ. 1189).

    (48) - Σ. 9 και 10.

    (49) - Αρχαία γαλλικά.

    (50) - Αποφάσεις Pettitt κατά Pettitt [1970] AC σ. 777 και Gissing κατά Gissing [1971] AC σ. 886.

    (51) - Τα άρθρα 25 και 25Α αντικαταστάθηκαν από τον νόμο Matrimonial and Family Proceedings Act του 1984.

    (52) - Αρθρο 25.

    (53) - Αρθρο 25Α, παράγραφος 1.

    (54) - Απόφαση Hyman κατά Hyman [1929] AC σ. 601.

    (55) - Απόφαση Dean κατά Dean [1978] Fam. σ. 161.

    (56) - Law Commission Paper No 25: Εκθεση σχετικά με το financial provision στις γαμικές διαφορές, η οποία οδήγησε στον νόμο του 1970· παρατίθεται από τον S. Cretney στο «The Maintenance Quagmire», Modern Law Review, 1970, σ. 662.

    (57) - P.M. Bromley και N.V. Lowe, Family Law, Λονδίνο, Butterworths, 1992, σ. 733.

    (58) - Απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 1976, 29/76, LTU κατά Eurocontrol (Συλλογή τόμος 1976, σ. 577).

    (59) - Προαναφέρθηκε στην υποσημείωση 18.

    (60) - Βλ. τις προτάσεις, σ. 610.

    (61) - Σημείο 45 της εκθέσεως.

    (62) - Actes et documents de la Treiziθme session, Τόμος ΙΙ, Περιουσιακές σχέσεις των συζύγων, Ξάγη, Bureau Permanent de la Confιrence, 1978, σ. 65 έως 70. Η σύνοδος αυτή της Συνδιασκέψεως της Ξάγης οδήγησε στη σύναψη της Συμβάσεως της Ξάγης της 14ης Μαρτίου 1978 για το εφαρμοστέο επί των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων δίκαιο· παρά τη συμμετοχή του στη σύνταξη της εν λόγω Συμβάσεως, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος σ' αυτή τη Σύμβαση.

    (63) - Προαναφέρθηκε στην υποσημείωση 18.

    (64) - Σκέψη 7.

    (65) - Σημείο 93 της εκθέσεως Schlosser, το οποίο παρατίθεται ανωτέρω στο σημείο 41 των προτάσεών μου.

    (66) - Προαναφέρθηκε στην υποσημείωση 45.

    (67) - Recueil 1980, σ. 736 [το μέρος της αποφάσεως το οποίο περιέχει τις παρατηρήσεις δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά].

    (68) - Βλ. την έκθεση Jenard, σ. 53. Σημειωτέον ότι το άρθρο 10 της Συμβάσεως της Ξάγης έχει σε μεγάλο βαθμό τα ίδια αποτελέσματα με το πρώτο εδάφιο του άρθρου 42.

    Top