Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61994TO0395(01)

Διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 22ας Νοεμβρίου 1995.
Atlantic Container Line AB και λοιποί κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Ανταγωνισμός - Θαλάσσιες μεταφορές - Διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων - Αίτηση προσωρινών μέτρων με την οποία ζητείται, προληπτικώς, η αναστολή εκτελέσεως μιας αναμενομένης αποφάσεως - Προϋποθέσεις παραδεκτού.
Υπόθεση T-395/94 R II.

Συλλογή της Νομολογίας 1995 II-02893

ECLI identifier: ECLI:EU:T:1995:196

61994B0395(01)

Διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 22ας Νοεμβρίου 1995. - Atlantic Container Line AB και λοιποί κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. - Ανταγωνισμός - Θαλάσσιες μεταφορές - Διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων - Αίτηση προσωρινών μέτρων με την οποία ζητείται, προληπτικώς, η αναστολή εκτελέσεως μιας αναμενομένης αποφάσεως - Προϋποθέσεις παραδεκτού. - Υπόθεση T-395/94 R II.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1995 σελίδα II-02893


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


++++

Ασφαλιστικά μέτρα * Αναστολή εκτελέσεως * Προσωρινά μέτρα * Αίτηση που υποβλήθηκε από επιχειρήσεις που είχαν κοινοποιήσει μια συμφωνία και με την οποία ζητείται να εμποδιστεί η εφαρμογή μιας μη εισέτι εκδοθείσας αποφάσεως περί άρσεως του ευεργετήματος της εξαιρέσεως από το πρόστιμο * Απαράδεκτο

(Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 173, εδ. 4, 185 και 186 Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 104 PAR 1)

Περίληψη


Δυνάμει του άρθρου 104, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, αφενός, η αίτηση αναστολής εκτελέσεως μιας πράξεως ενός οργάνου, βάσει του άρθρου 185 της Συνθήκης, είναι παραδεκτή μόνον αν ο αιτών έχει προσβάλει την πράξη αυτή με προσφυγή ενώπιον του Πρωτοδικείου και, αφετέρου, η αίτηση για άλλα προσωρινά μέτρα μεταξύ αυτών που προβλέπονται στο άρθρο 186 της Συνθήκης είναι παραδεκτή μόνον αν προέρχεται από διάδικο σε εκκρεμή ήδη υπόθεση ενώπιον του Πρωτοδικείου και αφορά την υπόθεση αυτή.

Ως εκ τούτου, επιχειρήσεις που έχουν κοινοποιήσει μια συμφωνία δεν δικαιούνται, τουλάχιστον κατ' αρχήν, να ζητήσουν, εκ των προτέρων, την αναστολή μιας αποφάσεως περί άρσεως του συνδεομένου με την κοινοποίηση ευεργετήματος της εξαιρέσεως από το πρόστιμο, λόγω παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού της Συνθήκης, αποφάσεως την οποία η Επιτροπή ανακοίνωσε ότι ήθελε να λάβει, προτού ακόμη η απόφαση αυτή εκδοθεί και προτού οι ενδιαφερόμενοι ασκήσουν προσφυγή ζητώντας την ακύρωσή της, κατ' εφαρμογή του άρθρου 173, τέταρτο εδάφιο, της Συνθήκης.

Πράγματι, μια απλή δήλωση δεν έχει, έναντι των εν λόγω επιχειρήσεων, κανένα καταναγκαστικό χαρακτήρα κατά του οποίου θα μπορούσαν βασίμως να θέλουν να προστατευθούν και, αν πράγματι ληφθεί απόφαση, τα έννομα συμφέροντα των επιχειρήσεων αυτών θα προστατευθούν από τη δυνατότητα που θα έχουν να ασκήσουν προσφυγή κατά της αποφάσεως, υποβάλλοντας παραλλήλως, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, αίτηση περί αναστολής της αποφάσεως αυτής.

Το γεγονός ότι η κοινοποιηθείσα συμφωνία αφορά πρακτικές που προβλέπονται ήδη σε προηγούμενη συμφωνία που η Επιτροπή απαγόρευσε με απόφαση, κατά της οποίας οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις άσκησαν προσφυγή ακυρώσεως και της οποίας πέτυχαν την αναστολή εκτελέσεως, δεν μπορεί να εξαλείψει το πρόωρο και, επομένως, το απαράδεκτο της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων που υπέβαλαν. Αφενός, πράγματι, η αίτηση αυτή, καθόσον αφορά ενδεχόμενη άρση του ευεργετήματος της εξαιρέσεως από το πρόστιμο που προκύπτει από την κοινοποίηση μιας συμφωνίας, δεν μπορεί να συνδεθεί με την προσφυγή που στρέφεται κατά της αποφάσεως η οποία αφορά την προηγούμενη συμφωνία, διότι η απόφαση περί άρσεως του ευεργετήματος της εξαιρέσεως εκδίδεται κατόπιν ειδικής διαδικασίας και μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως. Αφετέρου, μόνο μετά την έκδοση της αποφάσεως περί άρσεως του ευεργετήματος της εξαιρέσεως μπορεί να εξεταστεί το ενδεχόμενο του ασυμβίβαστου της αποφάσεως αυτής προς την αναστολή εκτελέσεως που χορηγήθηκε στις επιχειρήσεις, όσον αφορά την υποχρέωση να θέσουν τέρμα στην προηγούμενη συμφωνία τους, στο πλαίσιο της ενδεχομένως συνοδευομένης από αίτηση αναστολής εκτελέσεως προσφυγής, η οποία θα στρεφόταν κατά της αποφάσεως αυτής.

Εξάλλου, η απόφαση περί άρσεως του ευεργετήματος της εξαιρέσεως από το πρόστιμο, της οποίας τα αποτελέσματα, αν εκδιδόταν, δεν θα μπορούσαν να επέλθουν παρά μετά την κοινοποίησή της, δεν θα μπορούσε να παραγάγει συνέπειες μη δυνάμενες να ανατραπούν, ιδίως να υποχρεώσει τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις, παρά την αναστολή εκτελέσεως που πέτυχαν προηγουμένως, να παύσουν αμέσως τις πρακτικές τους για να αποφύγουν το ενδεχόμενο να τους επιβληθούν σημαντικά πρόστιμα προτού καταστεί δυνατή η έκδοση δικαστικής αποφάσεως, πράγμα που συνεπάγεται ότι δεν επιβάλλεται η προληπτική παρέμβαση του δικάζοντος κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστή.

Διάδικοι


Στην υπόθεση T-395/94 R ΙΙ,

Atlantic Container Line AB, εταιρία σουηδικού δικαίου με έδρα το Goeteborg (Σουηδία),

Cho Yang Shipping Company Ltd, εταιρία κορεατικού δικαίου με έδρα τη Σεούλ,

DSR-Senator Lines GmbH, εταιρία γερμανικού δικαίου με έδρα τη Βρέμη (Γερμανία),

Hapag Lloyd AG, εταιρία γερμανικού δικαίου με έδρα το Αμβούργο (Γερμανία),

MSC Mediterranean Shipping Company SA, εταιρία ελβετικού δικαίου με έδρα τη Γενεύη (Ελβετία),

A. P. Moeller-Maersk Line, εταιρία δανικού δικαίου με έδρα την Κοπεγχάγη,

Nedlloyd Lijnen BV, εταιρία ολλανδικού δικαίου με έδρα το Ρότερνταμ (Κάτω Χώρες),

Neptune Orient Lines Ltd (NOL), εταιρία δικαίου Σιγκαπούρης με έδρα τη Σιγκαπούρη,

Nippon Yusen Kaisha (NYK Line), εταιρία ιαπωνικού δικαίου με έδρα το Τόκιο,

Orient Overseas Container Line (UK) Ltd, εταιρία αγγλικού δικαίου με έδρα το Levington (Ηνωμένο Βασίλειο),

P & O Containers Ltd, εταιρία αγγλικού δικαίου με έδρα το Λονδίνο,

Polish Ocean Lines, εταιρία πολωνικού δικαίου με έδρα τη Γδύνια (Πολωνία),

Sea-Land Service Inc., εταιρία δικαίου της πολιτείας του Delaware με έδρα το Jersey City, Νέα Ιερσέη (Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής),

Tecomar SA de CV, εταιρία μεξικανικού δικαίου με έδρα το Mεξικό,

Transportacion Maritima Mexicana SA, εταιρία μεξικανικού δικαίου με έδρα τo Mεξικό,

εκπροσωπούμενες από τους John Pheasant, Nicholas Bromfield και Suyong Kim, solicitors, με αντίκλητους στο Λουξεμβούργο τους δικηγόρους Loesch και Wolter, 11, rue Goethe,

αιτούσες,

υποστηριζόμενες από τις ενώσεις

Japanese Shipowners' Association, ένωση ιαπωνικού δικαίου με έδρα το Τόκιο, εκπροσωπουμένη από τους Nicholas J. Forwood, QC, του δικηγορικού συλλόγου Αγγλίας και Ουαλίας, και Philip Ruttley, solicitor, με αντίκλητους στο Λουξεμβούργο τους δικηγόρους Arendt και Medernach, 8-10, rue Mathias Hardt,

και

European Community Shipowners' Associations ASBL, ένωση βελγικού δικαίου με έδρα τις Βρυξέλλες, εκπροσωπουμένη από τον Denis Waelbroeck, δικηγόρο Βρυξελλών, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο Ernest Arendt, 8-10, rue Mathias Hardt,

παρεμβαίνουσες,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης από τους Bernd Langeheine και Richard Lyal, μέλη της Νομικής Υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Carlos Gomez de la Cruz, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

καθής,

υποστηριζομένης από τις ενώσεις

Freight Transport Association Ltd, ένωση αγγλικού δικαίου με έδρα το Turnbridge Wells (Ηνωμένο Βασίλειο),

Association des utilisateurs de transport de fret, ένωση γαλλικού δικαίου με έδρα το Παρίσι,

και

European Council of Transport Users ASBL, ένωση βελγικού δικαίου με έδρα τις Βρυξέλλες,

εκπροσωπούμενες από τον Mark Clough, barrister, του δικηγορικού συλλόγου Αγγλίας και Ουαλίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο Aloyse May, 31, Grand-rue,

παρεμβαίνουσες,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση με την οποία ζητείται να εμποδιστεί η έναρξη ισχύος μιας αναμενομένης αποφάσεως της Επιτροπής * με την οποία σκοπείται η άρση του ευεργετήματος της εξαιρέσεως των αιτουσών από το πρόστιμο σε σχέση με πρακτικές που απαγορεύθηκαν, κατ' εφαρμογή του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΚ, με απόφαση του οργάνου αυτού, της οποίας η αναστολή εκτελέσεως διατάχθηκε βάσει του άρθρου 185 της Συνθήκης ΕΚ, και οι οποίες συνεχίζονται στο πλαίσιο νέας συμφωνίας κοινοποιηθείσας στην Επιτροπή * έως ότου το Πρωτοδικείο αποφανθεί οριστικώς επί προσφυγής ακυρώσεως κατά της αποφάσεως αυτής,

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

Σκεπτικό της απόφασης


Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

1 Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 23 Δεκεμβρίου 1994, δεκαπέντε εταιρίες τακτικών θαλάσσιων μεταφορών, που συμμετέχουν στη συμφωνία Trans Atlantic Agreement (στο εξής: ΤΑΑ), άσκησαν προσφυγή, δυνάμει του άρθρου 173, τέταρτο εδάφιο, της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (στο εξής: Συνθήκη ΕΚ), ζητώντας την ακύρωση της αποφάσεως 94/980/ΕΚ της Επιτροπής, της 19ης Οκτωβρίου 1994, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΚ (IV/34.446 * Trans Atlantic Agreement, EE L 376, σ. 1, στο εξής: προσβαλλομένη απόφαση).

2 Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την ίδια ημερομηνία, οι προσφεύγουσες υπέβαλαν επίσης αίτηση αναστολής εκτελέσεως της επίδικης αποφάσεως, δυνάμει των άρθρων 185 και 186 της Συνθήκης ΕΚ.

3 Με δικόγραφα που πρωτοκολλήθηκαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 9 Ιανουαρίου 1995, οι ενώσεις Freight Transport Association Ltd (στο εξής: FTA) και Association des utilisateurs de transport de fret (στο εξής: AUTF) ζήτησαν να τους επιτραπεί να παρέμβουν υπέρ της Επιτροπής. Με δικόγραφα που πρωτοκολλήθηκαν στις 20 Ιανουαρίου 1995, οι ενώσεις Japanese Shipowners' Association (στο εξής: JSA) και European Community Shipowners' Associations ASBL (στο εξής: ECSA) ζήτησαν να παρέμβουν υπέρ των αιτουσών. Τέλος, με έγγραφο που πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 24 Ιανουαρίου 1995, η ένωση European Council of Transport Users ASBL (στο εξής: ECTU) ζήτησε επίσης να της επιτραπεί να παρέμβει υπέρ της Επιτροπής.

4 Με διάταξη της 10ης Μαρτίου 1995, ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου δέχθηκε τις προαναφερθείσες αιτήσεις παρεμβάσεως στο πλαίσιο της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων και αποφάσισε να αναστείλει την εκτέλεση των άρθρων 1, 2, 3 και 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως, μέχρις εκδόσεως αποφάσεως του Πρωτοδικείου περατώνουσας την υπόθεση της κυρίας δίκης, καθόσον τα άρθρα αυτά εμποδίζουν τις προσφεύγουσες να ασκούν από κοινού την εξουσία καθορισμού των ναύλων που ισχύουν στα χερσαία τμήματα μεταφοράς, επί του εδάφους της Κοινότητας, στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών συνδυασμένης μεταφοράς (υπόθεση Τ-395/94 R, Atlantic Container κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. ΙΙ-595). Κατά της διατάξεως αυτής, με την οποία έγινε δεκτή η αίτηση αναστολής εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, όσον αφορά τον καθορισμό των ναύλων που ισχύουν στα χερσαία τμήματα μεταφοράς επί του εδάφους της Κοινότητας, ασκήθηκε αναίρεση, η δε αναιρεσιβληθείσα διάταξη επικυρώθηκε με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 19ης Ιουλίου 1995 [υπόθεση C-149/95 Ρ (R), Επιτροπή κατά Atlantic Container Line κ.λπ., Συλλογή 1995, σ. Ι-2165].

5 Mε δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 3 Οκτωβρίου 1995, οι προσφεύγουσες στην προπαρατεθείσα υπόθεση Τ-395/94 δεκαπέντε εταιρίες υπέβαλαν δεύτερη αίτηση προσωρινών μέτρων, βάσει του άρθρου 186 της Συνθήκης, στην ίδια αυτή υπόθεση, με την οποία ζητούν από τον Πρόεδρο του Πρωτοδικείου να αναγνωρίσει ότι "η Επιτροπή δεν (μπορεί) να θέσει σε ισχύ απόφαση περί άρσεως του ευεργετήματος της εξαιρέσεως των αιτουσών από το πρόστιμο, όσον αφορά την εξουσία καθορισμού των ναύλων για τις υπηρεσίες συνδυασμένης μεταφοράς στην Ευρώπη, παρά μόνον αφού το Πρωτοδικείο (...) αποφανθεί οριστικώς επί προσφυγής ακυρώσεως κατά της αποφάσεως αυτής, στηριζομένης στα άρθρα 173 και 174 της Συνθήκης ΕΚ, την οποία οι αιτούσεως θα ασκήσουν επειγόντως" (σημείο 1.26 του δικογράφου της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων). Οι αιτούσες ζητούν, επιπλέον, να καταδικαστεί η Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

6 Η Επιτροπή υπέβαλε γραπτές παρατηρήσεις, με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 13 Οκτωβρίου 1995. Οι JSA και ECSA, παρεμβαίνουσες υπέρ των αιτουσών, καθώς και οι FTA, AUTF και ECTU, παρεμβαίνουσες υπέρ της Επιτροπής, υπέβαλαν επίσης γραπτές παρατηρήσεις, με έγγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την ίδια ημερομηνία.

7 Οι διάδικοι ανέπτυξαν τις προφορικές εξηγήσεις τους στις 18 Οκτωβρίου 1995, κατά την ακρόαση στο πλαίσιο της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων.

8 Προτού εξεταστεί η δεύτερη αυτή αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, πρέπει να υπενθυμιστούν τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, που αποτελούν το ιστορικό της διαφοράς, όπως εκτίθενται στις προπαρατεθείσες διατάξεις και προκύπτουν από τις παρατηρήσεις των διαδίκων.

9 Η ΤΑΑ, που άρχισε να ισχύει στις 31 Αυγούστου 1992, ήταν συμφωνία βάσει της οποίας οι αιτούσες διενεργούσαν από κοινού τις τακτικές διεθνείς μεταφορές εμπορευματοκιβωτίων μέσω του Ατλαντικού, αμφίδρομα μεταξύ της Βόρειας Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Η συμφωνία αυτή εφαρμοζόταν σε διάφορες πτυχές των θαλασσίων μεταφορών.

10 Η ΤΑΑ καθόριζε, μεταξύ άλλων, τους ναύλους που ίσχυαν στη θαλάσσια μεταφορά και στη συνδυασμένη μεταφορά, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνον τη θαλάσσια μεταφορά αλλά και τη χερσαία, από ή προς τις ακτές, εμπορευμάτων με προορισμό ή προέλευση κάποιο σημείο της ενδοχώρας. Επομένως, οι ισχύοντες για τη συνδυασμένη μεταφορά ναύλοι, που αφορούν για κάθε μεταφορά μία μόνη σύμβαση, καλύπτουν τόσο το διά θαλάσσης όσο και το διά ξηράς τμήμα της μεταφοράς.

11 Στις 19 Οκτωβρίου 1994, η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση. Με το άρθρο 1 της αποφάσεως αυτής διαπιστώνεται ότι οι διατάξεις της ΤΑΑ σχετικά με τις συμφωνίες περί των ναύλων και περί του μεταφορικού δυναμικού συνιστούν παράβαση του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης. Με το άρθρο 2 της αποφάσεως, η Επιτροπή αρνείται να εφαρμόσει το άρθρο 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης και το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1017/68 του Συμβουλίου, της 19ης Ιουλίου 1968, περί εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού στους τομείς των σιδηροδρομικών, οδικών και πλωτών εσωτερικών μεταφορών (ΕΕ ειδ. έκδ. 07/001, σ. 86), όσον αφορά τις μνημονευόμενες στο άρθρο 1 διατάξεις της ΤΑΑ. Με το άρθρο 3 οι αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως υποχρεούνται να παύσουν τις παραβάσεις οι οποίες διαπιστώνονται στο άρθρο 1 και με το άρθρο 4 τους επιβάλλεται η υποχρέωση να απέχουν στο μέλλον από κάθε συμφωνία ή εναρμονισμένη πρακτική που μπορεί να έχει αντικείμενο ή αποτέλεσμα ίδιο ή παρόμοιο προς τις παρατιθέμενες στο άρθρο 1 συμφωνίες ή πρακτικές.

12 Εν τω μεταξύ, κατόπιν των συζητήσεων με την Επιτροπή, κατά τη διάρκεια της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, η οποία κατέληξε στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι αιτούσες κοινοποίησαν στο όργανο αυτό, στις 5 Ιουλίου 1994, μια τροποποιημένη μορφή της συμφωνίας ΤΑΑ, την Trans Atlantic Conference Agreement (στο εξής: TACA). Κατόπιν πολλών τροποποιήσεων, η TACA τέθηκε σε ισχύ στις 24 Οκτωβρίου 1994, αντικαθιστώντας την ΤΑΑ. Η Επιτροπή δεν είχε, κατά την ημερομηνία αυτή, περατώσει την ανάλυση της εν λόγω συμφωνίας.

13 Η TACA αποτελεί σήμερα αντικείμενο διαδικασίας εφαρμογής του άρθρου 85 της Συνθήκης.

14 Στις 21 Ιουνίου 1995, η Επιτροπή απέστειλε στα συμβαλλόμενα μέρη της ΤACA μια ανακοίνωση αιτιάσεων αφορώσα αποκλειστικά τη συμφωνία τους σχετικά με τον από κοινού καθορισμό των ναύλων που ισχύουν στα χερσαία τμήματα μεταφοράς, επί του εδάφους της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, στο πλαίσιο των υπηρεσιών συνδυασμένης μεταφοράς, προκειμένου να τους εκθέσει τους λόγους για τους οποίους φρονούσε, κατόπιν προσωρινής εξετάσεως, ότι επληρούντο οι προϋποθέσεις άρσεως του ευεργετήματος της εξαιρέσεως από το πρόστιμο που προέκυπτε από την κοινοποίηση της ΤACA, όσον αφορά ακριβώς τις πρακτικές αυτές ("Statement of objections concerning Case no IV/35.134 * Trans-Atlantic Conference Agreement", παράρτημα 1 της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, σημεία 46 και 47, στο εξής: ανακοίνωση αιτιάσεων). Η Επιτροπή ανέφερε, σ' αυτήν την ανακοίνωση αιτιάσεων, ότι ήταν διατεθειμένη να εκδώσει απόφαση περί άρσεως του ευεργετήματος της εξαιρέσεως από το πρόστιμο * η οποία απέρρεε από την κοινοποίηση της νέας αυτής συμφωνίας, υπό την προϋπόθεση, τόνιζε, ότι είναι δυνατή η κατ' αναλογία εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 15 του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτου κανονισμού εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25), το οποίο προβλέπει, στην παράγραφό του 5, μια τέτοια εξαίρεση για πράξεις μεταγενέστερες της κοινοποιήσεως στην Επιτροπή και προγενέστερες της αποφάσεως που χορηγεί ή αρνείται την εξαίρεση κατ' εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης και το οποίο θεσπίζει, στην παράγραφο 6, μια διαδικασία άρσεως της εξαιρέσεως αυτής * διότι φρονούσε, κατόπιν προσωρινής εξετάσεως, ότι η συμφωνία σχετικά με τους ναύλους που ισχύουν στα χερσαία τμήματα μεταφοράς, επί του εδάφους της Κοινότητας, στο πλαίσιο των υπηρεσιών συνδυασμένης μεταφοράς, αποτελούσε παράβαση των διατάξεων του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, του άρθρου 2 του προπαρατεθέντος κανονισμού 1017/68 και του άρθρου 53, παράγραφος 1, της συμφωνίας περί του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου και ότι δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις εξαιρέσεως του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης, του άρθρου 5 του κανονισμού 1017/68 και του άρθρου 53, παράγραφος 3, της συμφωνίας περί του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου.

Σκεπτικό

15 Δυνάμει του συνδυασμού των διατάξεων των άρθρων 185 και 186 της Συνθήκης και του άρθρου 4 της αποφάσεως 88/591/ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1988, περί ιδρύσεως Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 319, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 93/350/Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 1993 (ΕΕ L 144, σ. 21), και με την απόφαση 94/149/ΕΚΑΧ, ΕΚ του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 1994 (ΕΕ L 66, σ. 29), το Πρωτοδικείο μπορεί, αν κρίνει ότι επιβάλλεται από τις περιστάσεις, να διατάσσει την αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλομένης πράξεως ή κάθε άλλο αναγκαίο προσωρινό μέτρο.

Επί του παραδεκτού της παρούσας αιτήσεως προσωρινών μέτρων

Επιχειρήματα των διαδίκων

16 Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τις παρεμβαίνουσες ενώσεις FTA, AUTF και ECTU, προβάλλει το απαράδεκτο της παρούσας αιτήσεως προσωρινών μέτρων. Επικαλείται δύο λόγους, με τους οποίους συμφωνούν οι προαναφερθείσες παρεμβαίνουσες. Ο πρώτος λόγος αφορά το ότι η αίτηση που υπέβαλαν οι αιτούσες δεν σχετίζεται με την κύρια προσφυγή, με την οποία ζητείται η ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, στην υπόθεση T-395/94. Ο δεύτερος λόγος αφορά το πρόωρο αυτής της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων.

17 Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου περί απαραδέκτου, η Επιτροπή αμφισβητεί ότι η υπό κρίση αίτηση ασφαλιστικών μέτρων σχετίζεται με την απόφαση την οποία προσέβαλαν οι αιτούσες στο πλαίσιο της υποθέσεως T-395/94. Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι αιτούσες για να θεμελιώσουν το εκ πρώτης όψεως βάσιμο δεν έχουν καμία σχέση με τα επιχειρήματα που προβάλλουν στην εν λόγω υπόθεση, αλλά αφορούν μόνο μια "αναμενόμενη" απόφαση της Επιτροπής.

18 Συναφώς, η Επιτροπή απορρίπτει το επιχείρημα των αιτουσών ότι η αναμενόμενη απόφαση, με την οποία σκοπείται η άρση του ευεργετήματος της εξαιρέσεώς τους από το πρόστιμο, δεν συμβιβάζεται προς τη διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 10ης Μαρτίου 1995, με την οποία ανεστάλη η εκτέλεση των άρθρων 1 έως 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον αυτά απαγορεύουν στις αιτούσες την από κοινού άσκηση της εξουσίας καθορισμού των ναύλων που ισχύουν στα χερσαία τμήματα μεταφοράς, επί του εδάφους της Κοινότητας, στο πλαίσιο των υπηρεσιών συνδυασμένης μεταφοράς.

19 Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η εν λόγω αναστολή καλύπτει αποκλειστικά την απαγόρευση των προαναφερθεισών πρακτικών και ουδεμία επίπτωση έχει επί του συννόμου των πρακτικών αυτών, όπως προκύπτει από τη διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 15ης Οκτωβρίου 1974, 71/74 R και RR, Frubo κατά Επιτροπής (ECR 1974, σ. 1031, σκέψη 5). Το να γίνει δεκτό το αντίθετο θα ισοδυναμούσε με το να προδικαστεί η απόφαση του Πρωτοδικείου στην κύρια διαφορά.

20 Περαιτέρω, μια απόφαση που σκοπό έχει να άρει το ευεργέτημα της εξαιρέσεως από το πρόστιμο δεν περιέχει, καθ' εαυτήν, καμία διαταγή. Ειδικότερα, το απλό ενδεχόμενο μετέπειτα επιβολής προστίμου, για την υπό κρίση περίοδο, δεν εμποδίζει τη συνέχιση των εν λόγω πρακτικών (βλ. τη διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 7ης Ιουνίου 1991, Τ-19/91 R, Vichy κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. ΙΙ-265, σκέψη 20). Υπό τις συνθήκες αυτές, η αναμενόμενη απόφαση δεν τελεί σε αντίφαση προς την αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον απαγορεύει τις πρακτικές αυτές.

21 Επιπλέον, οι παρεμβαίνουσες ενώσεις FTA, AUTF και ECTU ισχυρίστηκαν με τις γραπτές παρατηρήσεις τους και επιβεβαίωσαν, κατά την ακρόαση, ότι, εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το Πρωτοδικείο θεωρεί ότι η αναμενόμενη απόφαση άρσεως του ευεργετήματος της εξαιρέσεως από το πρόστιμο δεν συμβιβάζεται με τη διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 10ης Μαρτίου 1995 * πράγμα το οποίο αμφισβητούν *, θα εναπόκειται τότε στον δικάζοντα κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστή να ανακαλέσει ή, τουλάχιστον, να μεταρρυθμίσει τη διάταξη αυτή κατ' εφαρμογήν του άρθρου 108 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, έτσι ώστε να λάβει υπόψη τη μεταβολή των περιστάσεων, απορρέουσα από το ότι οι αιτούσες τροποποίησαν οι ίδιες θεμελιώδεις πτυχές της ΤACA μετά την έκδοση της διατάξεως αυτής.

22 Αφού συνήγαγε από τα ανωτέρω ότι η εξεταζόμενη αίτηση ασφαλιστικών μέτρων δεν έχει καμία σχέση με την προσφυγή ακυρώσεως την οποία οι αιτούσες άσκησαν ενώπιον του Πρωτοδικείου στην υπόθεση Τ-395/94, η Επιτροπή υποστηρίζει, στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου περί απαραδέκτου, ότι η εν λόγω αίτηση ασφαλιστικών μέτρων είναι, εξάλλου, πρόωρη και μη αναγκαία.

23 Προς στήριξη της απόψεως αυτής, η Επιτροπή τονίζει ότι δεν έλαβε κανένα μέτρο ικανό να θίξει την έννομη κατάσταση των αιτουσών. Ισχυρίζεται ότι η μόνη πράξη που εξέδωσε στο πλαίσιο της σχετικής με την ΤACA διαδικασίας, εκκρεμούσας εισέτι, είναι η ανακοίνωση των αιτιάσεων, η οποία δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ούτε προσφυγής ακυρώσεως ούτε προσωρινών μέτρων, όπως έκρινε ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου με τη διάταξή του της 7ης Ιουλίου 1981, 60/81 R και 190/81 R, ΙΒΜ κατά Επιτροπής (Συλλογή 1981, σ. 1857, σκέψεις 9 και 10 βλ., επίσης, την απόφαση του Πρωτοδικείου της 18ης Δεκεμβρίου 1992, T-10/92, T-11/92, T-12/92 και T-15/92, Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. ΙΙ-2667, σκέψη 42).

24 Υπό τις περιστάσεις αυτές, η Επιτροπή αμφισβητεί την ορθότητα του ισχυρισμού των αιτουσών ότι το Πρωτοδικείο μπορεί να διατάξει ένα προσωρινό μέτρο όπως αυτό που ζητείται, εφόσον αναμένεται μια νομική πράξη που μπορεί να προσβληθεί βάσει του άρθρου 173 της Συνθήκης (σημείο 4.4 του δικογράφου της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων). Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι οι υποθέσεις που επικαλούνται οι αιτούσες αφορούσαν, αμφότερες, μέτρα τα οποία είχαν αμέσως δημιουργήσει δικαιώματα έναντι τρίτων και είχαν έτσι παραγάγει αποτελέσματα τα οποία ήταν αδύνατον να επανορθωθούν με μετέπειτα αίτηση προσωρινών μέτρων, που θα υποβαλλόταν την επομένη ημέρα.

25 Στην παρούσα υπόθεση, η μόνη ενδεδειγμένη οδός για να επιτευχθεί το αιτούμενο προσωρινό μέτρο συνίσταται, επομένως, στο να αναμείνουν οι αιτούσες την έκδοση από την Επιτροπή αποφάσεως άρσεως του ευεργετήματος της εξαιρέσεως από το πρόστιμο και να ασκήσουν εν συνεχεία προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής υποβάλλοντας, αυθημερόν, αίτηση αναστολής εκτελέσεως της εν λόγω αποφάσεως, δυνάμει του άρθρου 185 της Συνθήκης.

26 Οι αιτούσες, υποστηριζόμενες από τις παρεμβαίνουσες που συμφωνούν με την επιχειρηματολογία τους, φρονούν ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του παραδεκτού του άρθρου 104, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου. Οι αιτούσες ισχυρίζονται ότι η αίτησή τους περί προσωρινών μέτρων σχετίζεται με την προσφυγή ακυρώσεως που ασκήθηκε κατά της αφορώσας την ΤΑΑ αποφάσεως στο πλαίσιο της υποθέσεως T-395/94. Σκοπός της αιτήσεως αυτής είναι να μπορέσουν να εξακολουθήσουν να καθορίζουν από κοινού τους ναύλους που ισχύουν στα χερσαία τμήματα μεταφοράς, επί του εδάφους της Κοινότητας, στο πλαίσιο των υπηρεσιών συνδυασμένης μεταφοράς, και να διατηρήσουν έτσι την προστασία που τους χορηγήθηκε ήδη με την προπαρατεθείσα διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 10ης Μαρτίου 1995, που διέταξε την αναστολή εκτελέσεως των άρθρων 1 έως 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον απαγορεύουν τις πρακτικές αυτές που τέθηκαν σε εφαρμογή με την ΤΑΑ και συνεχίζονται στο πλαίσιο της ΤACA. Οι αιτούσες, απαντώντας σε ερώτηση κατά την ακρόαση, επιβεβαίωσαν ότι η παρούσα αίτηση ασφαλιστικών μέτρων έχει ακριβώς ως αντικείμενο να εμποδίσει την επέλευση των αποτελεσμάτων της αναμενομένης αποφάσεως περί άρσεως της εξαιρέσεως από το πρόστιμο, στο πλαίσιο της σχετικής με την ΤACA διαδικασίας, έως ότου το Πρωτοδικείο αποφανθεί επί προσφυγής ακυρώσεως της αποφάσεως αυτής, έτσι ώστε να παραμείνει ενεργός η προαναφερθείσα αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συναφώς, οι αιτούσες υπενθυμίζουν ότι, με την προπαρατεθείσα διάταξή του της 19ης Ιουλίου 1995 (σκέψη 33), ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου διαπίστωσε ότι το άρθρο 4 της σχετικής με την ΤAA προσβαλλομένης αποφάσεως, το οποίο απαγορεύει, μεταξύ άλλων, κάθε μελλοντική συμφωνία περί ναύλων σχετικά με τα τμήματα χερσαίας μεταφοράς, επί του εδάφους της Κοινότητας, των συνδυασμένων μεταφορών, κάλυπτε αναμφίβολα την ΤACA, η οποία αποτελούσε μια τροποποιημένη μορφή της ΤΑΑ.

27 Προς στήριξη του παραδεκτού της αιτήσεώς τους, οι αιτούσες υπενθυμίζουν ότι το Δικαστήριο, με την απόφασή του της 15ης Μαρτίου 1967, 8/66 έως 11/66, Cimenterie CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 489, 499 και 514), τόνισε, ακολουθώντας τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Roemer, τη σημασία του δικαιώματος των συμβαλλομένων μερών μιας συμφωνίας να υποβάλουν το νωρίτερο δυνατό σε δικαστικό έλεγχο μια απόφαση αίρουσα το ευεργέτημα της εξαιρέσεως από το πρόστιμο, προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο η απόφαση αυτή να αναγκάσει τα μέρη αυτά να ακυρώσουν τη συμφωνία τους, ανεξάρτητα από το εάν έχουν δίκαιο ή όχι, λόγω του "κινδύνου που ενέχει μια σοβαρή απειλή προστίμου" και τον οποίο συνεπάγεται για τα μέρη αυτά η εν λόγω απόφαση.

28 Επιπλέον, οι αιτούσες ισχυρίζονται ότι, εφόσον αναμένεται μια νομική πράξη δεκτική προσφυγής ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 173, τέταρτο εδάφιο, της Συνθήκης, το Πρωτοδικείο μπορεί να διατάξει, ως προσωρινό μέτρο, ότι η πράξη αυτή δεν θα παραγάγει τα αποτελέσματά της προτού η νομιμότητά της υποστεί τον προσήκοντα δικαστικό έλεγχο. Οι αιτούσες επικαλούνται τις διατάξεις της 16ης Μαρτίου 1974, 160/73 R ΙΙ, 161/73 R ΙΙ και 170/73 R ΙΙ, Miles Druce κατά Επιτροπής (ECR 1974, σ. 281), και της 15ης Αυγούστου 1983, 118/83 R, CMC κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1983, σ. 2583), στις οποίες ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου έκρινε ότι το Δικαστήριο μπορούσε, προσωρινώς, να απευθύνει προσήκουσες διαταγές προς την Επιτροπή, προκειμένου να εμποδίσει την έκδοση μιας πράξεως ή να αναβάλει τη θέση σε ισχύ μιας αποφάσεως του οργάνου αυτού, με σκοπό να παράσχει τη δυνατότητα στα θιγόμενα πρόσωπα να ζητήσουν την έκδοση δικαστικής αποφάσεως, ώστε να μην προκληθεί καμία ανεπανόρθωτη ζημία.

29 Στην υπό κρίση υπόθεση, από την ανακοίνωση των αιτιάσεων που απεστάλη στις αιτούσες στο πλαίσιο της σχετικής με την ΤACA διοικητικής διαδικασίας, καθώς και από διάφορες δημόσιες δηλώσεις του αρμοδίου για τα ζητήματα ανταγωνισμού μέλους της Επιτροπής, προκύπτει ότι η Επιτροπή προτίθεται να εκδώσει και να θέσει σε ισχύ απόφαση αίρουσα το ευεργέτημα της εξαιρέσεως από το πρόστιμο, χωρίς να αναμείνει την απόφαση του Πρωτοδικείου επί της κυρίας προσφυγής που ασκήθηκε κατά της σχετικής με την TAA προσβαλλομένης αποφάσεως. Είναι προφανές ότι η αναμενομένη απόφαση, συνδυαζόμενη με την "αναγγελία βεβαίας επιβολής σημαντικών προστίμων", τελεί σε αντίφαση προς την αναστολή εκτελέσεως των άρθρων 1 έως 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στο μέτρο που σκοπό έχει να αναγκάσει τις αιτούσες να απόσχουν άμεσα από την άσκηση της εξουσίας καθορισμού των ναύλων των χερσαίων τμημάτων μεταφοράς, επί του εδάφους της Κοινότητας, στο πλαίσιο των υπηρεσιών συνδυασμένης μεταφοράς. Μια τέτοια όμως αποχή θα προκαλούσε σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία, πράγμα το οποίο αναγνώρισε ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου όταν αποφάσισε, με την προπαρατεθείσα διάταξή του της 10ης Μαρτίου 1995, να αναστείλει την εκτέλεση των προαναφερθέντων άρθρων της προσβαλλομένης αποφάσεως.

30 Συναφώς, οι αιτούσες και οι υπέρ αυτών παρεμβαίνουσες διευκρίνισαν, απαντώντας σε ερωτήσεις που τους τέθηκαν κατά την ακρόαση, ότι η πίεση που προέκυπτε από την εκ μέρους της Επιτροπής ανακοίνωση της προθέσεώς της να άρει το ευεργέτημα της εξαιρέσεως από το πρόστιμο συνδεόταν ειδικότερα με τη νομική αβεβαιότητα που περιέβαλλε, ενόψει της προπαρατεθείσας διατάξεως του Προέδρου του Πρωτοδικείου, Vichy κατά Επιτροπής, το ζήτημα αν η απόφαση άρσεως του ευεργετήματος της εξαιρέσεως από το πρόστιμο, εφόσον εκδοθεί, θα μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο μέτρου αναστολής εκτελέσεως κατ' εφαρμογήν του άρθρου 185 της Συνθήκης. Για τον λόγο αυτό, οι αιτούσες επέλεξαν να ζητήσουν χωρίς καθυστέρηση προσωρινά μέτρα βάσει του άρθρου 186 της Συνθήκης.

31 Υπό τις συνθήκες αυτές, οι αιτούσες τελούν σε μια καινοφανή και εξαιρετική κατάσταση, δεδομένου ότι η Επιτροπή ουδέποτε ήρε το ευεργέτημα της εξαιρέσεως από το πρόστιμο σε σχέση με μια πρακτική, όσον αφορά την περίοδο κατά την οποία εκκρεμεί ενώπιον του Πρωτοδικείου προσφυγή ακυρώσεως της αποφάσεως που απαγορεύει την πρακτική αυτή. Μάλιστα, η Επιτροπή δεν μπορεί να άρει το ευεργέτημα της εξαιρέσεως από το πρόστιμο εφόσον η εκτέλεση της αποφάσεως αυτής ανεστάλη βάσει του άρθρου 185 της Συνθήκης.

32 Συναφώς, η παρεμβαίνουσα ECSA τονίζει ότι, οσάκις το Πρωτοδικείο αποφασίζει να αναστείλει την εκτέλεση αποφάσεως της Επιτροπής που διατάσσει μια επιχείρηση να παύσει ορισμένες πρακτικές, σε σχέση με τις οποίες το Πρωτοδικείο θεωρεί ότι η προσφεύγουσα προβάλλει, εκ πρώτης όψεως, επιχειρήματα βάσει των οποίων οι πρακτικές αυτές μπορούν να θεωρηθούν ότι δεν είναι αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, η προσφεύγουσα τυγχάνει αυτομάτως του ευεργετήματος της εξαιρέσεως από το πρόστιμο όσον αφορά τις πρακτικές αυτές, έως ότου εκδοθεί η απόφαση του Πρωτοδικείου επί της κυρίας προσφυγής.

33 Εν προκειμένω, δεν είναι επομένως αναγκαίο να αναμείνουν οι αιτούσες την εκ μέρους της Επιτροπής έκδοση της αποφάσεως περί άρσεως της εξαιρέσεως από το πρόστιμο και να προσβάλουν την απόφαση αυτή στο πλαίσιο χωριστής διαδικασίας. Η ECSA υπενθυμίζει ότι ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου υποβλήθηκε από υπάλληλο, ο οποίος είχε προσβάλει την απόφαση της Επιτροπής που τον μετέθεσε από την Ispra στις Βρυξέλλες, αίτηση αναστολής εκτελέσεως μιας ανακοινώσεως κενής θέσεως που αφορούσε τη θέση την οποία κατελάμβανε προηγουμένως, απέρριψε την ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε το όργανο αυτό, για τον λόγο ότι "θα ισοδυναμούμε με υπερβολική τυπολατρεία, σε μια διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων, το να υποχρεωθούν οι διάδικοι να πολλαπλασιάσουν τις διαδικαστικές πράξεις, παρ' όλον ότι εν προκειμένω από τα στοιχεία της υποθέσεως προκύπτει ότι τα αντικείμενα της προσφυγής και της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων αντιστοίχως συνδέονται με αιτιώδη σύνδεσμο, έτσι ώστε το δεύτερο από τα αντικείμενα αυτά εμφανίζεται ως η αναπόφευκτη συνέπεια του πρώτου" (διάταξη της 8ης Απριλίου 1965, 18/65 R, Gutmann κατά Επιτροπής, Rec. 1966, σ. 195, 197).

34 Η παρεμβαίνουσα JSA προσθέτει ότι, στο μέτρο που παραγνωρίζει την προπαρατεθείσα διάταξη της 10ης Μαρτίου 1995, η δεδηλωμένη πρόθεση της Επιτροπής να άρει το ευεργέτημα της εξαιρέσεως από το πρόστιμο τελεί σε αντίφαση όχι μόνο προς το άρθρο 176 της Συνθήκης ΕΚ, το οποίο την υποχρεώνει να απέχει από τη λήψη κάθε μέτρου που δεν συμβιβάζεται προς τη διάταξη αυτή, αλλά και προς τις αρχές της ασφαλείας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, καθώς και προς την αρχή non bis in idem, που καθιερώνεται ειδικότερα με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Συγκεκριμένα, οι αρχές αυτές απαγορεύουν την κίνηση νέας διαδικασίας για τις ίδιες πρακτικές οι οποίες είχαν ήδη αμφισβητηθεί στο πλαίσιο της ΤΑΑ και σε σχέση με την απαγόρευση των οποίων ελήφθη απόφαση αναστολής εκτελέσεως με την προπαρατεθείσα διάταξη.

35 Επιπλέον, η JSA υποστηρίζει ότι δεν υφίσταται, συγκεκριμένα, διαφορά μεταξύ των πρακτικών που προστατεύονται με την προπαρατεθείσα διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 10ης Μαρτίου 1995 και των επίμαχων πρακτικών στο πλαίσιο της υποθέσεως T-86/95 R, Compagnie generale maritime κ.λπ. κατά Επιτροπής, που εκκρεμεί ενώπιον του Πρωτοδικείου, στην οποία η Επιτροπή δέχθηκε να αναστείλει οικειοθελώς τη διαδικασία. Επομένως, η πρόθεση της Επιτροπής να άρει το ευεργέτημα της εξαιρέσεως από το πρόστιμο όσον αφορά την ΤACA εμφανίζεται ως ασυνάρτητη, αυθαίρετη και ενέχουσα διακρίσεις, ενόψει της συμπεριφοράς της στην υπόθεση T-86/95 R.

Εκτίμηση του δικάζοντος κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστή

36 Υπό τις προκείμενες περιστάσεις και ενόψει της επιχειρηματολογίας των διαδίκων, πρέπει να εξεταστεί το παραδεκτό της υπό κρίση αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων.

37 Προς τούτο, πρέπει να υπενθυμιστεί εκ προοιμίου ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 185 και 186 της Συνθήκης που παρέχουν αρμοδιότητα στον κοινοτικό δικαστή να διατάσσει προσωρινά μέτρα στις υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιόν του, το άρθρο 104, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου εξαρτά το παραδεκτό των αιτήσεων προσωρινών μέτρων από τις ακόλουθες προϋποθέσεις. Προβλέπει ότι η αίτηση αναστολής εκτελέσεως μιας πράξεως ενός οργάνου, βάσει του άρθρου 185 της Συνθήκης, είναι παραδεκτή μόνον αν ο αιτών προσέβαλε την πράξη αυτή με προσφυγή ενώπιον του Πρωτοδικείου. Περαιτέρω, η αίτηση για άλλα προσωρινά μέτρα μεταξύ αυτών που προβλέπονται στο άρθρο 186 της Συνθήκης είναι παραδεκτή μόνον αν προέρχεται από διάδικο σε εκκρεμή ήδη υπόθεση ενώπιον του Πρωτοδικείου και αφορά την υπόθεση αυτή (βλ., για παράδειγμα, τη διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 2ας Δεκεμβρίου 1994, T-322/94 R, Union Carbide Corporation κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. ΙΙ-1159, σκέψη 28).

38 Στην υπό κρίση υπόθεση, οι αιτούσες ζητούν ένα προσωρινό μέτρο προκειμένου να προληφθεί η εφαρμογή μιας αποφάσεως * περί άρσεως του ευεργετήματος της εξαιρέσεως από το πρόστιμο που απορρέει από την κοινοποίηση της ΤACA, όσον αφορά τη συμφωνία τους σχετικά με τον από κοινού καθορισμό των ναύλων που ισχύουν στα τμήματα χερσαίας μεταφοράς, επί του εδάφους της Κοινότητας, στο πλαίσιο των υπηρεσιών συνδυασμένης μεταφοράς * την οποία η Επιτροπή προτίθεται να εκδώσει, όπως δήλωσε σχετικώς στις αιτούσες και επιβεβαίωσε κατά την ακρόαση απαντώντας σε ερώτηση, αν οι αιτούσες δεν τροποποιήσουν την ΤACA επί του σημείου αυτού και δεν της κοινοποιήσουν τη νέα αυτή συμφωνία, αφού την καταστήσουν σύμφωνη προς τις προϋποθέσεις εξαιρέσεως που προβλέπονται στο άρθρο 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης.

39 Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η εκ μέρους της Επιτροπής ανακοίνωση της προθέσεώς της να εκδώσει, ενδεχομένως, απόφαση περί άρσεως του ευεργετήματος της εξαιρέσεως από το πρόστιμο δεν έχει καθόλου δεσμευτικό χαρακτήρα για τις αιτούσες. Ενόσω δεν έχει εκδοθεί και δεν παράγει έννομα αποτελέσματα μια απόφαση αίρουσα το ευεργέτημα της εξαιρέσεως, οι αιτούσες δεν μπορούν, επομένως, να κάνουν χρήση του δικαιώματος, που τους παρέχει το άρθρο 185 της Συνθήκης, να ζητήσουν από το Πρωτοδικείο την αναστολή εκτελέσεως της αποφάσεως αυτής (βλ. την απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Ιουνίου 1980, 136/79, National Panasonic κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙ, σ. 347, σκέψη 22, σχετικά με απόφαση της Επιτροπής με την οποία διατασσόταν η διενέργεια ελέγχων σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 17). Κατ' αρχήν, και εφόσον δεν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, το αυτό ισχύει όσον αφορά το δικαίωμά τους να ζητούν τη λήψη άλλων προσωρινών μέτρων βάσει του άρθρου 186 της Συνθήκης, εφόσον η αίτηση με την οποία ζητούνται αυτά τα προσωρινά μέτρα αποβλέπει, κατ' ουσίαν, στο ίδιο αποτέλεσμα, ήτοι στην αναστολή μιας αναμενόμενης αποφάσεως, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της υπό κρίση αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων. Συγκεκριμένα, ένα μέτρο άρσεως του ευεργετήματος της εξαιρέσεως από το πρόστιμο, που απευθύνεται σε επιχείρηση που έχει κοινοποιήσει μια συμφωνία, συνιστά απόφαση δεκτική προσφυγής ακυρώσεως βάσει του άρθρου 173, τέταρτο εδάφιο, της Συνθήκης (προπαρατεθείσα απόφαση του Δικαστηρίου Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, σ. 498 επ., και απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Φεβρουαρίου 1992, T-19/91, Vichy κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. ΙΙ-415, σκέψεις 15 και 16). Επομένως, το έννομο συμφέρον των εμπλεκομένων επιχειρήσεων προστατεύεται με τη δυνατότητα που τους παρέχεται να ασκήσουν προσφυγή κατά μιας τέτοιας αποφάσεως και να υποβάλουν, εκ παραλλήλου, στον δικάζοντα κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστή αίτηση αναστολής εκτελέσεως της ίδιας αυτής αποφάσεως.

40 Επομένως, ενόψει των προϋποθέσεων του παραδεκτού των αιτήσεων προσωρινών μέτρων, που ορίζονται στα προπαρατεθέντα άρθρα 185 και 186 της Συνθήκης και 104, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, οι αιτούσες δεν δικαιούνται, τουλάχιστον κατ' αρχήν, να ζητήσουν, εκ των προτέρων, την αναστολή μιας αναμενομένης αποφάσεως περί άρσεως του ευεργετήματος της εξαιρέσεως από το πρόστιμο, προτού ακόμη αυτή εκδοθεί και προτού οι ενδιαφερόμενοι ασκήσουν προσφυγή ζητώντας την ακύρωσή της, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 173, τέταρτο εδάφιο, της Συνθήκης.

41 Επομένως, πρέπει να εξεταστεί αν, υπό τις ειδικές περιστάσεις της υποθέσεως, τα προβαλλόμενα από τις αιτούσες στοιχεία προς στήριξη του παραδεκτού της αιτήσεώς τους περί προσωρινών μέτρων επιτρέπουν παρ' όλ' αυτά να κριθεί παραδεκτή η αίτηση αυτή, προτού ακόμη εκδοθεί η φερόμενη ως αναμενόμενη απόφαση άρσεως της εξαιρέσεως από το πρόστιμο. Στο πλαίσιο της αναλύσεως αυτής, εναπόκειται στον δικάζοντα κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστή να εξετάσει διαδοχικά τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι αιτούσες, προκειμένου, αφενός, να αποδείξουν ότι η υπό κρίση αίτηση συνδέεται στην πραγματικότητα με την προσφυγή την οποία έχουν ήδη ασκήσει κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως, σχετικά με την TAA, και, αφετέρου, να δικαιολογήσουν την υποβολή της αιτήσεως αυτής, προληπτικώς, πριν από την έκδοση της αναμενομένης αποφάσεως, λόγω της σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας που κινδυνεύουν να υποστούν αν αναβληθεί η λήψη των αιτουμένων προσωρινών μέτρων.

42 Πρώτον, πρέπει να εξεταστεί αν η υπό κρίση αίτηση προσωρινών μέτρων αφορά την προσφυγή ακυρώσεως που άσκησαν οι αιτούσες κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως, σχετικά με την ΤΑΑ, στο πλαίσιο της υποθέσεως T-395/94, όπως υποστηρίζουν. Συναφώς, πρέπει κατ' αρχάς να τονιστεί ότι, σύμφωνα με τα έγγραφα της δικογραφίας, που επιβεβαιώθηκαν από τις συγκλίνουσες παρατηρήσεις των διαδίκων, η αναμενομένη απόφαση, που θα είχε ως αντικείμενο, αν τελικώς εκδιδόταν, την άρση του ευεργετήματος της εξαιρέσεως από το πρόστιμο, ευεργετήματος του οποίου έτυχαν οι αιτούσες λόγω της κοινοποιήσεως της ΤACA, θα αφορούσε μια πρακτική * τον από κοινού καθορισμό των ναύλων που ισχύουν στα χερσαία τμήματα μεταφοράς, επί του εδάφους της Κοινότητας, στο πλαίσιο των συνδυασμένων μεταφορών * της οποίας η απαγόρευση στο πλαίσιο της ΤΑΑ αποτέλεσε αντικείμενο αποφάσεως αναστολής εκτελέσεως βάσει του άρθρου 185 της Συνθήκης, με την προπαρατεθείσα διάταξη του Πρωτοδικείου της 10ης Μαρτίου 1995. Ειδικότερα, η Επιτροπή δέχθηκε, τόσο με τις γραπτές παρατηρήσεις της όσο και κατά την ακρόαση, ότι η ΤACA περιλαμβάνει ορισμένες ρήτρες σχετικά με τις προαναφερθείσες πρακτικές των οποίων ο παράνομος χαρακτήρας έχει ήδη αναγνωριστεί, στο πλαίσιο της ΤΑΑ, με την προσβαλλομένη απόφαση. Κατά την ακρόαση, οι αιτούσες επιβεβαίωσαν, απαντώντας σε ερώτηση που τους τέθηκε, ότι η ΤΑΑ δεν είχε τροποποιηθεί στο συγκεκριμένο αυτό σημείο και ότι η ΤACA επαναλάμβανε, κατ' ουσίαν, τον μηχανισμό και τις διαδικαστικές λεπτομέρειες, όσον αφορά τον καθορισμό των τιμών για αυτά τα χερσαία τμήματα, που είχαν απαγορευθεί στο πλαίσιο της ΤΑΑ με τα προπαρατεθέντα άρθρα 1 έως 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

43 Ωστόσο, ναι μεν η αναμενόμενη απόφαση περί άρσεως του ευεργετήματος της εξαιρέσεως από το πρόστιμο θα αφορά, αν εκδοθεί, μια πρακτική απαγορευθείσα με την προσβαλλομένη απόφαση, πλην όμως η αναμενόμενη απόφαση θα αφορά αποκλειστικά την πρακτική αυτή όπως τέθηκε σε εφαρμογή στο πλαίσιο της ΤACA και, επομένως, θα εντάσσεται σε μια διαδικασία εντελώς χωριστή από εκείνη η οποία κατέληξε στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως σχετικά με την ΤAΑ. Συγκεκριμένα, η αναμενόμενη απόφαση θα έχει ως αντικείμενο την άρση της εξαιρέσεως από το πρόστιμο που προκύπτει από την κοινοποίηση της ΤACA, η οποία αποτελεί σήμερα αντικείμενο μιας διαδικασίας εφαρμογής του άρθρου 85 της Συνθήκης, απολύτως ανεξάρτητης σε σχέση με την προηγούμενη διαδικασία που αφορούσε την ΤΑΑ.

44 Επιπλέον και εν πάση περιπτώσει, πρέπει να τονιστεί ότι, όπως υπενθυμίστηκε ήδη (βλ., ανωτέρω, σκέψη 39), ακόμη και αν η αναμενόμενη απόφαση, της οποίας οι αιτούσες ζητούν την αναστολή προληπτικώς, μπορούσε να θεωρηθεί ως αφορώσα και την ΤΑΑ, θα αποτελούσε παρ' όλ' αυτά απόφαση δυναμένη να αποσπαστεί από τη διαδικασία περί διαπιστώσεως παραβάσεως που περατώθηκε με την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με πάγια νομολογία, μια απόφαση περί άρσεως του ευεργετήματος της εξαιρέσεως από το πρόστιμο εκδίδεται κατά το πέρας ειδικής διαδικασίας και είναι δεκτική προσφυγής ακυρώσεως βάσει του άρθρου 173, τέταρτο εδάφιο, της Συνθήκης, ανεξάρτητα από την τελική απόφαση με την οποία περατώνεται η διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 85 της Συνθήκης.

45 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η αίτηση με την οποία ζητείται προληπτικώς η αναστολή της αναμενομένης αποφάσεως δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει σχέση με την προσφυγή ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συναφώς, ουδόλως επηρεάζεται η ανάλυση αυτή από το γεγονός ότι η τελευταία αυτή απόφαση αποτέλεσε αντικείμενο αναστολής εκτελέσεως, καθόσον απαγορεύει τη συνέχιση της συμφωνίας σχετικά με τον από κοινού καθορισμό των ναύλων που ισχύουν στα χερσαία τμήματα μεταφοράς.

46 Από την άποψη αυτή, το επιχείρημα των αιτουσών ότι ενδεχόμενη απόφαση άρσεως του ευεργετήματος της εξαιρέσεως από το πρόστιμο θα τελούσε σε αντίφαση προς την απόφαση αναστολής της εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν είναι λυσιτελές για την εκτίμηση του παραδεκτού της υπό κρίση αιτήσεως προσωρινών μέτρων. Συγκεκριμένα, για το σύνολο των προεκτεθέντων λόγων, το ζήτημα αν η αναμενόμενη απόφαση συμβιβάζεται με τη διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 10ης Μαρτίου 1995 * η οποία, αποφασίζοντας να αναστείλει την εκτέλεση των άρθρων 1 έως 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως, επιτρέπει στις αιτούσες να συνεχίσουν την εφαρμογή της απαγορευομένης από τα άρθρα αυτά συμφωνίας σχετικά με τον από κοινού καθορισμό των ναύλων που ισχύουν στα χερσαία τμήματα μεταφοράς * εμπίπτει αποκλειστικά στην επί της ουσίας εκτίμηση του συννόμου της αναμενομένης αποφάσεως. Το ζήτημα αυτό δεν συνδέεται με την προσφυγή ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως με την οποία περατώθηκε η διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 85 της Συνθήκης όσον αφορά την ΤAΑ. Το εν λόγω ζήτημα δεν μπορεί να εξεταστεί παρά στο πλαίσιο της προσφυγής ακυρώσεως που θα ασκηθεί, ενδεχομένως, κατά της αποφάσεως περί άρσεως του ευεργετήματος της εξαιρέσεως από το πρόστιμο, αν τελικώς αυτή εκδοθεί. Υπό τις συνθήκες αυτές, η δικαστική προστασία των εννόμων συμφερόντων των αιτουσών διασφαλίζεται απολύτως με την παρεχόμενη σ' αυτές δυνατότητα να ασκήσουν, ενδεχομένως, μια τέτοια προσφυγή, η οποία θα μπορεί να συνοδεύεται με αίτηση αναστολής εκτελέσεως της αποφάσεως αυτής, βάσει του άρθρου 185 της Συνθήκης.

47 Για όλους αυτούς τους λόγους, η υπό κρίση αίτηση προσωρινών μέτρων δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αφορά την προσφυγή ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, σχετικά με την ΤΑΑ, της οποίας τα άρθρα 1 έως 4 αποτέλεσαν αντικείμενο αποφάσεως αναστολής εκτελέσεως.

48 Επομένως, πρέπει να εξεταστεί, δεύτερον, αν, μολονότι τα αιτούμενα μέτρα δεν αφορούν απόφαση προσβληθείσα από τις αιτούσες ενώπιον του Πρωτοδικείου, η υπό κρίση αίτηση πληροί παρ' όλ' αυτά, όπως αυτές υποστηρίζουν, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι ιδιώτες μπορούν παραδεκτώς να υποβάλουν, προληπτικώς, αίτηση προσωρινών μέτρων με σκοπό να προλάβουν την εφαρμογή μιας αναμενομένης αποφάσεως.

49 Συναφώς, από την παρατεθείσα από τις αιτούσες νομολογία απορρέει σαφώς ότι η δυνατότητα υποβολής παραδεκτώς τέτοιων αιτήσεων έγινε δεκτή αποκλειστικά στην περίπτωση όπου οι επίμαχες αποφάσεις, που δεν μπορούσαν να εξατομικευθούν ή ήσαν αναμενόμενες, δημιουργούσαν αμέσως δικαιώματα έναντι τρίτων και παρήγαν αποτελέσματα μη δυνάμενα να ανατραπούν, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή. Ειδικότερα, η προπαρατεθείσα διάταξη Miles Druce κατά Επιτροπής αφορούσε μια δημόσια πρόταση αγοράς η οποία θα συνεπαγόταν την απορρόφηση της εταιρίας την οποία αφορούσε η πρόταση προτού μπορέσει να ληφθεί οποιοδήποτε δικαστικό μέτρο. Ομοίως, με την προπαρατεθείσα διάταξη CMC κ.λπ. κατά Επιτροπής, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου δεν δέχθηκε την ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή, η οποία ισχυριζόταν ότι ήταν αδύνατο να εξατομικευθεί μια απόφαση δεκτική προσφυγής. Ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου έκρινε ότι οι αιτούσες είχαν έννομο συμφέρον να ζητήσουν τη λήψη προσωρινού μέτρου εντός βραχυτάτης προθεσμίας, προκειμένου να αποφευχθεί η δημιουργία μιας καταστάσεως πραγμάτων μη δυναμένης να ανατραπεί (σκέψεις 45 και 52).

50 Στην παρούσα όμως υπόθεση, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η Επιτροπή λαμβάνει την απόφαση περί άρσεως του ευεργετήματος της εξαιρέσεως από το πρόστιμο, μια τέτοια απόφαση δεν μπορεί σε καμία περίπτωση, λόγω της ίδιας της φύσεώς της, να παραγάγει αποτελέσματα μη δυνάμενα να ανατραπούν έναντι των τρίτων ή έναντι των αιτουσών, προτού καταστεί δυνατή η έκδοση οποιασδήποτε δικαστικής αποφάσεως.

51 Ειδικότερα, είναι αβάσιμοι οι ισχυρισμοί των αιτουσών ότι ο κίνδυνος να εκδοθεί μια τέτοια απόφαση αίρουσα το ευεργέτημα της εξαιρέσεως από το πρόστιμο, σε συνδυασμό με τη δηλωθείσα πρόθεση της Επιτροπής να επιβάλει πολύ βαριά πρόστιμα, θα τις ανάγκαζαν να εγκαταλείψουν τη θέση σε εφαρμογή της συμφωνίας τους.

52 Συγκεκριμένα, όπως υπενθυμίστηκε ήδη (βλ., ανωτέρω, σκέψεις 39 και 44), οι αιτούσες θα έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν αμέσως την ακύρωση μιας τέτοιας αποφάσεως, αν αυτή τελικώς εκδοθεί. Επιπλέον, θα έχουν το δικαίωμα να υποβάλουν ενώπιον του Πρωτοδικείου, με χωριστό δικόγραφο, αίτηση αναστολής εκτελέσεως της ίδιας αυτής αποφάσεως, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 185 της Συνθήκης. Κατά την εξέταση μιας τέτοιας αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων θα εναπόκειται στον Πρόεδρο του Πρωτοδικείου να εκτιμήσει, ενόψει ιδίως του γεγονότος ότι η επιβληθείσα με την προσβαλλομένη απόφαση απαγόρευση της επίμαχης πρακτικής ανεστάλη βάσει του άρθρου 185 της Συνθήκης, αν, εκ πρώτης όψεως, η απόφαση άρσεως του ευεργετήματος της εξαιρέσεως από το πρόστιμο έχει ως αποτέλεσμα να εξωθήσει, αν όχι να αναγκάσει τις αιτούσες, να παύσουν την πρακτική αυτή που συνίσταται στον από κοινού καθορισμό των ναύλων που ισχύουν στα τμήματα χερσαίας μεταφοράς, επί του εδάφους της Κοινότητας, στο πλαίσιο των υπηρεσιών συνδυασμένης μεταφοράς.

53 Από την άποψη αυτή, η αβεβαιότητα που υφίσταται, σύμφωνα με τις αιτούσες, σχετικά με το αν μια τέτοια αίτηση αναστολής εκτελέσεως θα γίνει ή όχι δεκτή από τον δικάζοντα κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστή, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να δικαιολογήσει την αναγνώριση της δυνατότητας στους ενδιαφερομένους να υποβάλουν προκαταβολικώς την αίτηση αυτή. Συγκεκριμένα, η αναμενόμενη απόφαση της Επιτροπής, περί άρσεως του ευεργετήματος της εξαιρέσεως από το πρόστιμο, δεν θα μπορεί να παραγάγει τα αποτελέσματά της παρά για τον μετά την ημερομηνία της κοινοποιήσεώς της στις ενδιαφερόμενες χρόνο. Ενόσω η απόφαση δεν έχει πράγματι εκδοθεί, η απλή πρόθεση της Επιτροπής να άρει το απορρέον από την κοινοποίηση της ΤACA ευεργέτημα της εξαιρέσεως από το πρόστιμο, αν οι αιτούσες δεν της κοινοποιήσουν νέα συμφωνία, δεν τις εκθέτει στον κίνδυνο επιβολής προστίμου σε σχέση με τον μετά την κοινοποίηση της ΤACA χρόνο. Επομένως, αντίθετα προς ό,τι ισχυρίζονται οι αιτούσες, η εκ μέρους της Επιτροπής αναγγελία της ενδεχόμενης αποφάσεως άρσεως της εξαιρέσεως από το πρόστιμο δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να τις αναγκάσει να παύσουν την επίμαχη πρακτική. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι αιτούσες δεν δικαιολογούν κανένα έννομο συμφέρον ώστε να εκδοθεί προκαταβολικώς απόφαση περί αναστολής της αναμενομένης αποφάσεως.

54 Επομένως, η υπό κρίση αίτηση, με την οποία ζητείται η αναβολή της εφαρμογής μιας αναμενομένης αποφάσεως περί άρσεως του ευεργετήματος της εξαιρέσεως από το πρόστιμο, έως ότου το Πρωτοδικείο αποφανθεί επί του συννόμου της αποφάσεως αυτής, δεν πληροί τις προϋποθέσεις του παραδεκτού του άρθρου 104, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας και είναι, εν πάση περιπτώσει, πρόωρη.

55 Επιπλέον, πρέπει να τονιστεί ότι, ενόψει των διαπραγματεύσεων που συνεχίζονται επί του παρόντος μεταξύ των διαδίκων, δεν φαίνεται ότι επίκειται απόφαση άρσεως του ευεργετήματος της εξαιρέσεως από το πρόστιμο. Συγκεκριμένα, από τις γραπτές παρατηρήσεις της Επιτροπής, που επιβεβαιώθηκαν κατά την ακρόαση, προκύπτει ότι το όργανο αυτό δήλωσε ότι είναι έτοιμο να χορηγήσει την εξαίρεση σε συμφωνία συνεργασίας, ακόμη και επί ζητημάτων καθορισμού των ναύλων που ισχύουν στα χερσαία τμήματα μεταφοράς στο πλαίσιο των υπηρεσιών συνδυασμένων μεταφορών, συμφωνία την οποία οι αιτούσες θα τροποποιήσουν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να την καταστήσουν σύμφωνη προς τους σκοπούς τους οποίους η Επιτροπή όρισε σε έκθεση που υπέβαλε στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, στις 8 Ιουνίου 1994, στην οποία προτείνει μια νέα προσέγγιση που θα συμβίβαζε τα συμφέροντα των μεταφορέων και των εφοπλιστών προάγοντας μια αποτελεσματικότερη οργάνωση των χερσαίων μεταφορών εμπορευματοκιβωτίων. Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι θα εκδώσει απόφαση περί άρσεως της εξαιρέσεως από το πρόστιμο μόνο στην περίπτωση που δεν υπάρξει μια τέτοια τροποποίηση της ΤACA, καθώς και κοινοποίηση της συμφωνίας αυτής τροποποιημένης έτσι ώστε να καταστεί συμβατή προς το άρθρο 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης. Από την απάντηση όμως των αιτουσών στην ανακοίνωση των αιτιάσεων (παράρτημα 2 της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, σημείο 54), καθώς και από την αλληλογραφία μεταξύ των διαδίκων που περιλαμβάνεται στη δικογραφία και κυρίως από την πρόταση που απηύθυναν οι αιτούσες στην Επιτροπή στις 17 Οκτωβρίου 1995 και προσκομίστηκε κατά την ακρόαση, προκύπτει ότι οι αιτούσες δέχονται να τροποποιήσουν την ΤACA σύμφωνα με τους σκοπούς που καθορίστηκαν στην προαναφερθείσα έκθεση της 8ης Ιουνίου 1994 και να κοινοποιήσουν τη νέα απόφαση στην Επιτροπή, βάσει διαδικασίας καθορισθησομένης κατόπιν κοινής συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων.

56 Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι η υπό κρίση αίτηση προσωρινών μέτρων πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ

διατάσσει:

1) Απορρίπτει την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων.

2) Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Λουξεμβούργο, 22 Νοεμβρίου 1995.

Top