EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61994CJ0290

Απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Ιουλίου 1996.
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ελληνικής Δημοκρατίας.
Παράβαση κράτους μέλους - Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων - Απασχόληση στη δημόσια διοίκηση.
Υπόθεση C-290/94.

Συλλογή της Νομολογίας 1996 I-03285

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1996:265

61994J0290

Απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Ιουλίου 1996. - Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ελληνικής Δημοκρατίας. - Παράβαση κράτους μέλους - Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων - Απασχόληση στη δημόσια διοίκηση. - Υπόθεση C-290/94.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1996 σελίδα I-03285


Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Διάδικοι


++++

Στην υπόθεση C-290/94,

Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τη Μαρία Πατακιά, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Carlos Gσmez de la Cruz, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

προσφεύγουσα,

κατά

Ελληνικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενης από την Αικατερίνη Σαμώνη-Ράντου, βοηθό ειδικό νομικό σύμβουλο στην ειδική νομική υπηρεσία Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων του Υπουργείου Εξωτερικών, και τη Σταματίνα Βώδινα, δικηγόρο Αθηνών, ειδική επιστημονική συνεργάτιδα στην ίδια υπηρεσία, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την Πρεσβεία της Ελλάδος, 117, Val Sainte-Croix,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο να αναγνωριστεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία, επιβάλλοντας την προϋπόθεση της ιθαγενείας έναντι των εργαζομένων υπηκόων των άλλων κρατών μελών για την πρόσβαση στις θέσεις εργασίας που υπάγονται στις δημόσιες, ημιδημόσιες ή δημοτικές επιχειρήσεις και εταιρίες οι οποίες διαχειρίζονται τις υπηρεσίες διανομής ύδατος, φωταερίου και ηλεκτρισμού και στις λειτουργικές υπηρεσίες της δημόσιας υγείας, στις θέσεις εκπαιδευτικού στον τομέα της δημόσιας προσχολικής, πρωτοβάθμιας, δευτεροβάθμιας, ανώτερης και πανεπιστημιακής εκπαιδεύσεως που υπάγονται στο Υπουργείο Εθνικής Παιδείας, στις θέσεις εργασίας που υπάγονται στις υπηρεσίες, εταιρίες ή οργανισμούς θαλασσίων και αεροπορικών μεταφορών, στον Οργανισμό Σιδηροδρόμων Ελλάδος (ΟΣΕ) και στους δημόσιους ή δημοτικούς οργανισμούς, εταιρίες και επιχειρήσεις που διαχειρίζονται τις υπηρεσίες των δημοσίων αστικών και υπεραστικών μεταφορών, στις θέσεις εργασίας που κατέχονται από το επιστημονικό και μη επιστημονικό προσωπικό των δημοσίων ερευνητικών κέντρων για μη στρατιωτικούς σκοπούς, στις θέσεις εργασίας που υπάγονται στους δημόσιους ή ημιδημόσιους οργανισμούς ή επιχειρήσεις που διαχειρίζονται τις υπηρεσίες ταχυδρομείων (ΕΛΤΑ), τηλεπικοινωνιών (ΟΤΕ) και ραδιοτηλεοράσεως (ΕΤ), καθώς και στις θέσεις μουσικών στην Εθνική Λυρική Σκηνή και στις ορχήστρες των δήμων και κοινοτήτων, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 48 της Συνθήκης ΕΚ και από τα άρθρα 1 και 7 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 33),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους G. C. Rodrνguez Iglesias, Πρόεδρο, Κ. Ν. Κακούρη, D. A. O. Edward, J.-P. Puissochet και G. Hirsch, προέδρους τμήματος, G. F. Mancini, F. A. Schockweiler, J. C. Moitinho de Almeida, P. J. G. Kapteyn, C. Gulmann, J. L. Murray, P. Jann (εισηγητή), Μ. Ragnemalm, L. Sevσn και M. Wathelet, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Lιger

γραμματέας: D. Louterman-Hubeau, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις αγορεύσεις των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 23ης Ιανουαρίου 1996, κατά την οποία η Επιτροπή εκπροσωπήθηκε από τον Δημήτριο Γκουλούση, νομικό σύμβουλο, και η Ελληνική Δημοκρατία από την Αικατερίνη Σαμώνη-Ράντου,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 5ης Μαρτίου 1996,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 25 Οκτωβρίου 1994, η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων άσκησε δυνάμει του άρθρου 169 της Συνθήκης ΕΚ προσφυγή ζητώντας να αναγνωριστεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία, επιβάλλοντας την προϋπόθεση της ιθαγενείας έναντι των εργαζομένων υπηκόων των άλλων κρατών μελών για την πρόσβαση στις θέσεις εργασίας που υπάγονται στις δημόσιες, ημιδημόσιες ή δημοτικές επιχειρήσεις και εταιρίες οι οποίες διαχειρίζονται τις υπηρεσίες διανομής ύδατος, φωταερίου και ηλεκτρισμού και στις λειτουργικές υπηρεσίες της δημόσιας υγείας, στις θέσεις εκπαιδευτικού στον τομέα της δημόσιας προσχολικής, πρωτοβάθμιας, δευτεροβάθμιας, ανώτερης και πανεπιστημιακής εκπαιδεύσεως που υπάγονται στο Υπουργείο Εθνικής Παιδείας, στις θέσεις εργασίας που υπάγονται στις υπηρεσίες, εταιρίες ή οργανισμούς θαλασσίων και αεροπορικών μεταφορών, στον Οργανισμό Σιδηροδρόμων Ελλάδος (ΟΣΕ) και στους δημόσιους ή δημοτικούς οργανισμούς, εταιρίες και επιχειρήσεις που διαχειρίζονται τις υπηρεσίες των δημοσίων αστικών και υπεραστικών μεταφορών, στις θέσεις εργασίας που κατέχονται από το επιστημονικό και μη επιστημονικό προσωπικό των δημοσίων ερευνητικών κέντρων για μη στρατιωτικούς σκοπούς, στις θέσεις εργασίας που υπάγονται στους δημόσιους ή ημιδημόσιους οργανισμούς ή επιχειρήσεις που διαχειρίζονται τις υπηρεσίες ταχυδρομείων (ΕΛΤΑ), τηλεπικοινωνιών (ΟΤΕ) και ραδιοτηλεοράσεως (ΕΤ), καθώς και στις θέσεις μουσικών στην Εθνική Λυρική Σκηνή και στις ορχήστρες των δήμων και κοινοτήτων, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 48 της Συνθήκης ΕΚ και από τα άρθρα 1 και 7 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 33).

2 Το άρθρο 48, παράγραφοι 1 έως 3, της Συνθήκης ΕΟΚ (ήδη Συνθήκης ΕΚ) καθιερώνει την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων και την κατάργηση κάθε διακρίσεως λόγω ιθαγενείας μεταξύ των εργαζομένων των κρατών μελών. Το άρθρο 48, παράγραφος 4, της Συνθήκης προβλέπει ότι οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν εφαρμόζονται προκειμένου περί απασχολήσεως στη δημόσια διοίκηση. Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η τελευταία αυτή διάταξη αφορά τις θέσεις εργασίας που συνεπάγονται άμεση ή έμμεση συμμετοχή στην άσκηση της δημοσίας εξουσίας και στα καθήκοντα που έχουν ως αντικείμενο τη διασφάλιση των γενικών συμφερόντων του κράτους ή των άλλων δημοσίων οργανισμών και οι οποίες συνεπώς προϋποθέτουν την ύπαρξη ειδικής σχέσεως αλληλεγγύης των κατόχων τους προς το κράτος καθώς και την αμοιβαιότητα των δικαιωμάτων και καθηκόντων που αποτελούν το θεμέλιο του δεσμού της ιθαγενείας. Αντιθέτως, η εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 48, παράγραφος 4, δεν έχει εφαρμογή επί των θέσεων εργασίας που, ενώ υπάγονται στο κράτος ή σε άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου, εντούτοις δεν συνεπάγονται καμία συμμετοχή σε καθήκοντα που ανάγονται στην κατά κυριολεξία δημόσια διοίκηση (απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 1980 στην υπόθεση 149/79, Επιτροπή κατά Βελγίου, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙΙ, σ. 537, σκέψεις 10 και 11).

3 Τα άρθρα 1 και 7 του κανονισμού 1612/68 καθιερώνουν τον κανόνα της ίσης μεταχειρίσεως, αφενός ως προς την πρόσβαση στις θέσεις εργασίας και αφετέρου κατά την παροχή της εργασίας.

4 ςΕχοντας διαπιστώσει ότι, σε ορισμένα κράτη μέλη, πολυάριθμες θέσεις εργασίας που θεωρείται ότι υπάγονται στον δημόσιο τομέα δεν έχουν σχέση με την άσκηση της δημοσίας εξουσίας και τη διασφάλιση των γενικών συμφερόντων του κράτους, η Επιτροπή ανέλαβε, το 1988, «συστηματική δράση», βάσει της ανακοινώσεως 88/C 72/02, η οποία φέρει τον τίτλο «Η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων και η πρόσβαση σε θέσεις απασχολήσεως στη δημόσια διοίκηση των κρατών μελών - Η δράση της Επιτροπής όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 48, παράγραφος 4, της Συνθήκης ΕΟΚ» (ΕΕ 1988, C 72, σ. 2). Με την ανακοίνωση αυτή, η Επιτροπή κάλεσε τα κράτη μέλη να παράσχουν στους υπηκόους των άλλων κρατών μελών τη δυνατότητα προσβάσεως στις θέσεις εργασίας στους οργανισμούς στους οποίους έχει ανατεθεί η διαχείριση μιας υπηρεσίας εμπορικού χαρακτήρα, όπως είναι οι δημόσιες μεταφορές, η διανομή ηλεκτρισμού ή φωταερίου, η αεροπλοα ή η θαλασσοπλοα, τα ταχυδρομεία και οι τηλεπικοινωνίες, καθώς και στους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς και στις λειτουργικές υπηρεσίες της δημόσιας υγείας, στη δημόσια εκπαίδευση και στην έρευνα για μη στρατιωτικούς σκοπούς στα δημόσια ιδρύματα. Η Επιτροπή θεωρούσε ότι τα καθήκοντα και οι ευθύνες που χαρακτηρίζουν τις θέσεις εργασίας που υπάγονται στους τομείς αυτούς δεν εμπίπτουν, παρά μόνον όλως κατ' εξαίρεση, στην παρέκκλιση που προβλέπεται στο άρθρο 48, παράγραφος 4, της Συνθήκης.

5 Στο πλαίσιο της δράσεως αυτής και αφού πληροφορήθηκε ότι η Εθνική Λυρική Σκηνή είχε αρνηθεί να προσλάβει έναν Γερμανό μουσικό λόγω της ιθαγενείας του, η Επιτροπή απηύθυνε, στις 26 Μαρτίου 1991, στις 2 Απριλίου 1991 και στις 21 Μαου 1992, οκτώ έγγραφα οχλήσεως στην Ελληνική Κυβέρνηση σχετικά με τους τομείς της διανομής ύδατος, φωταερίου και ηλεκτρισμού, της υγείας, της εκπαιδεύσεως, των θαλασσίων και αεροπορικών μεταφορών, των σιδηροδρόμων, της έρευνας για μη στρατιωτικούς σκοπούς, των ταχυδρομείων, τηλεπικοινωνιών και ραδιοτηλεοράσεως, καθώς και των ορχηστρών. Με τα έγγραφα αυτά, η Επιτροπή καλούσε την Ελληνική Κυβέρνηση να λάβει τα αναγκαία μέτρα για να απαλείψει την προϋπόθεση της ιθαγενείας από την οποία το κράτος αυτό εξαρτά την πρόσβαση στις θέσεις εργασίας στους τομείς αυτούς και να υποβάλει τις παρατηρήσεις της εντός προθεσμίας έξι μηνών.

6 Στην απάντησή της στα επτά πρώτα έγγραφα οχλήσεως, η Ελληνική Κυβέρνηση σημείωσε, στις 18 Οκτωβρίου 1991, ότι δεν αμφισβητεί τις αρχές που εξήγγειλε η Επιτροπή όσον αφορά το άρθρο 48, παράγραφος 4, της Συνθήκης και ότι είχε αποφασίσει να εντάξει τον τρόπο εφαρμογής της διατάξεως αυτής στο πρόγραμμά της περί διοικητικού εκσυγχρονισμού, τα οποίο θα καταρτιζόταν εντός ολίγου, καθώς και σε ένα μελλοντικό νομοθετικό πρόγραμμα.

7 Επειδή δεν συγκεκριμενοποιήθηκαν τα εξαγγελθέντα σχέδια και δεδομένου ότι έμεινε χωρίς απάντηση το τελευταίο έγγραφο οχλήσεως της 21ης Μαου 1992 σχετικά με την Εθνική Λυρική Σκηνή και τις ορχήστρες των δήμων και κοινοτήτων, η Επιτροπή εξέδωσε, στις 13 Ιουλίου 1992 και στις 3 Μαρτίου 1993, οκτώ αιτιολογημένες γνώμες, καλώντας την Ελληνική Δημοκρατία, με τις επτά πρώτες αιτιολογημένες γνώμες, να λάβει τα αναγκαία μέτρα εντός προθεσμίας τεσσάρων μηνών και, με την τελευταία αιτιολογημένη γνώμη, εντός προθεσμίας δύο μηνών.

8 Σε απάντηση των επτά αιτιολογημένων γνωμών της 13ης Ιουλίου 1992, η Ελληνική Δημοκρατία διαβίβασε στην Επιτροπή, με έγγραφο της 1ης Φεβρουαρίου 1993, το κείμενο ενός νομοσχεδίου σχετικού με την πρόσβαση των κοινοτικών υπηκόων στις θέσεις εργασίας του δημόσιου τομέα, το οποίο επρόκειτο να κατατεθεί προς ψήφιση στη Βουλή τον Φεβρουάριο του 1993, αλλά δεν έχει ακόμη κατατεθεί. Ως προς την αιτιολογημένη γνώμη της 3ης Μαρτίου 1993 σχετικά με την Εθνική Λυρική Σκηνή και τις ορχήστρες των δήμων και κοινοτήτων, οι ελληνικές αρχές δεν έδωσαν καμία απάντηση.

9 Δεδομένου ότι, τελικά, δεν θεσπίστηκε κανένα εθνικό μέτρο εντός των προθεσμιών που τάχθηκαν με τις αιτιολογημένες γνώμες, η Επιτροπή άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

10 Από τη δικογραφία προκύπτει ότι, στην Ελλάδα, οι τομείς τους οποίους αφορά η προσφυγή ανήκουν στη δημόσια διοίκηση. Σε όλους τους τομείς αυτούς, η ελληνική ιθαγένεια απαιτείται κατ' αρχήν για την πρόσβαση στις θέσεις εργασίας.

11 Η αρχή αυτή περιέχεται πρωτ' απ' όλα στο άρθρο 4, παράγραφος 4, του Ελληνικού Συντάγματος, το οποίο προβλέπει ότι «μόνο οΕλληνες πολίτες είναι δεκτοί σε όλες τις δημόσιες λειτουργίες, εκτός από τις εξαιρέσεις που εισάγονται με ειδικούς νόμους». Στη συνέχεια, ο νόμος 1735/87 και η υπουργική απόφαση ΔΙΠΠΠ/Φ.1/116 της 7/8.1.1988, για την πρόσβαση στις θέσεις εργασίας του δημόσιου τομέα, απαιτούν την ελληνική ιθαγένεια για την πρόσβαση σε όλες τις θέσεις εργασίας του δημόσιου τομέα, ο οποίος ορίζεται από το άρθρο 1, παράγραφος 6, του νόμου 1256/82 και οριοθετείται από το άρθρο 51 του νόμου 1892/90. Τέλος, το άρθρο 18 του Υπαλληλικού Κώδικα ορίζει ότι «ουδείς διορίζεται υπάλληλος αν δεν έχη την ελληνικήν ιθαγένειαν».

12 Εξάλλου, τα άρθρα 7 και 66 του κωδικοποιητικού προεδρικού διατάγματος 410/88, σχετικού με την επί συμβάσει ιδιωτικού δικαίου πρόσληψη ειδικευμένου επιστημονικού προσωπικού, τεχνικού προσωπικού και βοηθητικού προσωπικού στον δημόσιο τομέα, παραπέμπουν στο άρθρο 18 του Υπαλληλικού Κώδικα για την επί συμβάσει ιδιωτικού δικαίου πρόσληψη εποχιακού προσωπικού ή προσωπικού που προσλαμβάνεται για την αντιμετώπιση εκτάκτων αναγκών στις διάφορες υπηρεσίες του συνόλου του δημόσιου τομέα.

13 Η προϋπόθεση της ελληνικής ιθαγενείας τάσσεται επί πλέον με ειδικά νομοθετικά ή κανονιστικά κείμενα που αφορούν τους υπό εξέταση τομείς δραστηριοτήτων.

14 νΕτσι, οι υπηρεσίες διανομής ύδατος, φωταερίου και ηλεκτρισμού, καίτοι δεν ανήκουν πλέον στον κατά κυριολεξίαν δημόσιο τομέα, εξασφαλίζονται είτε από οργανισμούς τοπικής αυτοδιοικήσεως είτε από επιχειρήσεις που ελέγχονται από το Δημόσιο και διέπονται από ειδικά νομοθετικά ή κανονιστικά κείμενα, όπως είναι το άρθρο 5, παράγραφος 5, του γενικού κανονισμού του προσωπικού της Δημοσίας Επιχειρήσεως Ηλεκτρισμού, είτε από δημοτικές επιχειρήσεις επί των οποίων έχουν εφαρμογή τα νομοθετικά και κανονιστικά κείμενα που διέπουν την υπηρεσιακή κατάσταση του επί συμβάσει προσωπικού των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως, όπως το άρθρο 260 του νόμου 1188/81 και τα άρθρα 7 και 66 του προεδρικού διατάγματος 410/88, καθώς και οι εσωτερικοί κανονισμοί των εν λόγω επιχειρήσεων ή εταιριών.

15 Οι λειτουργικές υπηρεσίες της δημόσιας υγείας ανήκουν καθ' ολοκληρίαν στον δημόσιο τομέα, τόσο για τους υπαλλήλους τους όσο και για το μη υπαλληλικό προσωπικό τους, με αποτέλεσμα αυτό να υπόκειται στις προαναφερθείσες γενικές διατάξεις. Ωστόσο, οι κοινοτικοί υπήκοοι που γνωρίζουν την ελληνική γλώσσα γίνονται δεκτοί στις θέσεις ιατρών και νοσοκόμων στα δημόσια νοσοκομεία.

16 Ο τομέας της εκπαιδεύσεως ανήκει και αυτός καθ' ολοκληρίαν στον δημόσιο τομέα, περιλαμβανομένων της τεχνικής και ανώτερης εκπαιδεύσεως (νόμος 1404/43) καθώς και της πανεπιστημιακής εκπαιδεύσεως (νόμος 1268/82 και άρθρο 16, παράγραφος 6, του Συντάγματος). Ωστόσο, προβλέπονται εξαιρέσεις από την προϋπόθεση της ελληνικής ιθαγενείας για ορισμένες θέσεις σε περίπτωση ελλείψεως Ελλήνων υποψηφίων (άρθρο 79, παράγραφος 7, του νόμου 1566/85) ή για τους καθηγητές ξένων γλωσσών και λογοτεχνίας που διδάσκονται στα Πανεπιστήμια (άρθρα 4 και 5 του νόμου 5139/31).

17 Στον τομέα των θαλασσίων και αεροπορικών μεταφορών, το άρθρο 4, παράγραφος 1, του νομοθετικού διατάγματος 2651/53, περί της συνθέσεως των πληρωμάτων των ελληνικών πλοίων, απαιτεί την ελληνική ιθαγένεια για κάθε ναυτολόγηση, εκτός από κάποιες εξαιρέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, του διατάγματος αυτού. Εξάλλου, το άρθρο 5 του βασιλικού διατάγματος 1(14)/3.11.1836, περί εμπορικής ναυτιλίας, προβλέπει ότι τουλάχιστον τα τρία τέταρτα του πληρώματος του πλοίου πρέπει να έχουν την ελληνική ιθαγένεια. Η ίδια προϋπόθεση επιβάλλεται από το άρθρο 57 του Κώδικα Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου για την απογραφή των ναυτικών στα οικεία μητρώα, με εξαίρεση των μητρώων των εργατών θαλάσσης. Οι αεροπορικές εταιρίες ανήκουν στον δημόσιο τομέα και, συνεπώς, υπόκεινται στις προαναφερθείσες γενικές διατάξεις.

18 Οι σιδηρόδρομοι, καθώς και οι οργανισμοί, οι εταιρίες ή οι επιχειρήσεις που διαχειρίζονται τις δημόσιες υπηρεσίες αστικών και υπεραστικών μεταφορών, ανήκουν, κατ' αρχήν, στον δημόσιο τομέα και, συνεπώς, υπόκεινται στη γενική προϋπόθεση της ελληνικής ιθαγενείας. Επί πλέον, το άρθρο 19, παράγραφος 1, του γενικού κανονισμού του προσωπικού του Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος ορίζει ότι «ουδείς προσλαμβάνεται εάν μη κέκτηται την ελληνικήν ιθαγένειαν», προβλέπει όμως κάποιες εξαιρέσεις στην παράγραφο 3. Για τις θέσεις εργασίας που δεν ανήκουν στον δημόσιο τομέα, ειδικά νομοθετικά και κανονιστικά κείμενα επιβάλλουν και αυτά την προϋπόθεση ιθαγενείας. Αυτό συμβαίνει με το άρθρο 8 του κανονισμού του προσωπικού των εσωτερικών υπηρεσιών των Ελληνικών Ηλεκτρικών Σιδηροδρόμων, με το άρθρο 15 του κανονισμού του προσωπικού των εξωτερικών υπηρεσιών των Ελληνικών Ηλεκτρικών Σιδηροδρόμων και με το άρθρο 11 του γενικού κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως του προσωπικού των Ηλεκτροκινήτων Λεωφορείων Περιοχής Αθηνών-Πειραιώς.

19 ςΟσον αφορά την έρευνα για μη στρατιωτικούς σκοπούς, τα άρθρα 16, παράγραφος 2, 20 και 21 του νόμου 1514/85, καθώς και οι διατάξεις των διαταγμάτων που έχουν εκδοθεί κατ' εφαρμογήν του άρθρου 25 του νόμου αυτού, απαιτούν κατ' αρχήν την ελληνική ιθαγένεια για όλα τα μέλη του επιστημονικού ερευνητικού προσωπικού. Προβλέπονται όμως κάποιες εξαιρέσεις για τους επισκέπτες εμπειρογνώμονες ερευνητές και για τα ειδικά προγράμματα. αΟσο για το τεχνικό, διοικητικό και επικουρικό προσωπικό, η προϋπόθεση της ελληνικής ιθαγενείας τάσσεται, όταν πρόκειται περί δημοσίων υπαλλήλων, από τις προαναφερθείσες γενικές διατάξεις και, όταν πρόκειται περί μελών του επί συμβάσει προσωπικού, από το άρθρο 24 του νόμου 1514/85, το άρθρο 7 του νόμου 1735/87, την υπουργική απόφαση ΔΙΠΠΠ/Φ.1/116 της 7/8.1.1988 και τα άρθρα 7 και 66 του διατάγματος 410/88.

20 Στις υπηρεσίες των ταχυδρομείων, των τηλεπικοινωνιών και της ραδιοτηλεοράσεως, οι περί ων πρόκειται οργανισμοί ανήκουν στον δημόσιο τομέα και, συνεπώς, υπόκεινται στην προϋπόθεση ιθαγενείας που προβλέπουν οι γενικές διατάξεις. Επί πλέον, οι κανονισμοί των διαφόρων οργανισμών επιβάλλουν την ίδια προϋπόθεση. Τούτο συμβαίνει, παραδείγματος χάριν, με το άρθρο 7 του γενικού κανονισμού του προσωπικού των Ελληνικών Ταχυδρομείων και το άρθρο 6, παράγραφος 1, του γενικού κανονισμού του Οργανισμού Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος.

21 Τέλος, στην Εθνική Λυρική Σκηνή και στις ορχήστρες των δήμων και κοινοτήτων, οι ελληνικές αρχές επιφυλάσσουν, δυνάμει του άρθρου 7 του προαναφερθέντος προεδρικού διατάγματος 410/88, την πρόσβαση στις θέσεις μουσικών μόνο στους ςΕλληνες υπηκόους.

22 Σε όλες τις περιπτώσεις όπου επιβάλλεται, η προϋπόθεση της ελληνικής ιθαγενείας διατυπώνεται κατά γενικό τρόπο και χωρίς να γίνεται διάκριση αναλόγως της φύσεως των καθηκόντων ή της ιεραρχικής σειράς των περί ων πρόκειται θέσεων εργασίας.

23 Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, σε όλους τους τομείς τους οποίους αφορά η προσφυγή, τα καθήκοντα και οι ευθύνες που χαρακτηρίζουν τις θέσεις εργασίας για τις οποίες απαιτείται η προϋπόθεση της ιθαγενείας πόρρω απέχουν, κατά κανόνα, από τις ειδικές δραστηριότητες της δημοσίας διοικήσεως για να εμπίπτουν σχεδόν ανεξαιρέτως στην παρέκκλιση που προβλέπεται στο άρθρο 48, παράγραφος 4, της Συνθήκης. Συνεπώς, η Ελληνική Δημοκρατία δεν μπορεί να απαιτεί την ελληνική ιθαγένεια για το σύνολο των θέσεων εργασίας στους τομείς αυτούς. ςΟσο για τις συγκεκριμένες θέσεις εργασίας για τις οποίες υφίσταται μια τέτοια σχέση με τις ειδικές δραστηριότητες της δημοσίας διοικήσεως, στην καθής κυβέρνηση απόκειται να αποδείξει την ύπαρξη της σχέσεως αυτής.

24 Η Ελληνική Δημοκρατία ζητεί την απόρριψη της προσφυγής. Δεν αμφισβητεί ότι γενικώς, στο έδαφός της, οι θέσεις εργασίας στους εν λόγω τομείς επιφυλάσσονται στους υπηκόους της. Εντούτοις, παρατηρεί, πρώτον, ότι στις 31 Δεκεμβρίου 1992 εκδόθηκε, στον τομέα της ναυτιλίας, το προεδρικό διάταγμα 12/1992 περί προσβάσεως σε θέσεις εργασίας επί ελληνικών εμπορικών πλοίων ναυτικών, υπηκόων κρατών μελών των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, και περί αναγνωρίσεως θαλασσίας υπηρεσίας που διανύεται από όΕλληνες ναυτικούς σε πλοία που φέρουν σημαία κράτους μέλους των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, προς απόκτηση αποδεικτικών ναυτικής ικανότητας. Το διάταγμα αυτό τέθηκε σε ισχύ την 1η Φεβρουαρίου 1993 και κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή στις 18 Μαρτίου 1993. Συνεπώς, ως προς το σημείο αυτό, η προσφυγή στερείται αντικειμένου.

25 Δεύτερον, η Ελληνική Κυβέρνηση επικαλείται, όσον αφορά τον Γερμανό μουσικό του οποίου η υπόθεση αποτέλεσε την αφορμή για την έκδοση της τελευταίας αιτιολογημένης γνώμης της Επιτροπής της 3ης Μαρτίου 1993, μια απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών της 29ης Μαου 1992 (Νομικό Βήμα 1993, σ. 328 έως 332), η οποία, καίτοι απορρίπτει την αγωγή του μουσικού για τυπικούς λόγους, αναγνωρίζει ότι οι επί του θέματος κανόνες του κοινοτικού δικαίου κατισχύουν, ως ειδικοί κανόνες, των επιμάχων εθνικών διατάξεων. Με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, η Ελληνική Δημοκρατία υπογραμμίζει επί πλέον ότι εν τω μεταξύ τακτοποιήθηκε η υπόθεση του εν λόγω μουσικού, καθότι, στις 23 Φεβρουαρίου 1995, αυτός προσλήφθηκε με σύμβαση αορίστου χρόνου, όπως το επιθυμούσε, κατόπιν αποφάσεως του Δημάρχου Αθηναίων.

26 Τρίτον, η Ελληνική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι έχει καταρτιστεί ένα νομοσχέδιο σχετικά με την πρόσβαση των κοινοτικών υπηκόων στις θέσεις εργασίας του δημόσιου τομέα και ότι για το νομοσχέδιο αυτό ήταν θετική η γνώμη της Επιτροπής. Ωστόσο, η κοινοβουλευτική διαδικασία σχετικά με το εν λόγω νομοσχέδιο, το οποίο επρόκειτο να ψηφιστεί τον Απρίλιο του 1993, δεν μπόρεσε να ολοκληρωθεί λόγω της πρόωρης διαλύσεως της Βουλής ενόψει των βουλευτικών εκλογών που είχαν οριστεί για τις 10 Οκτωβρίου 1993.

27 υΟσον αφορά τα δύο πρώτα επιχειρήματα, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, κατά πάγια νομολογία (βλ., ιδίως, την απόφαση της 11ης Αυγούστου 1995 στην υπόθεση C-433/93, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 1995, σ. Ι-2303, σκέψη 15), οι τροποποιήσεις που έχουν γίνει σε μια εθνική νομοθεσία δεν ασκούν επιρροή όσον αφορά την απόφανση επί του αντικειμένου προσφυγής λόγω παραβάσεως κράτους μέλους, όταν οι τροποποιήσεις αυτές δεν έχουν τεθεί σε εφαρμογή πριν από την εκπνοή της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας. Ομοίως, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, για την απόφανση επί της παραβάσεως, οι λύσεις που δόθηκαν σε ειδικές περιπτώσεις μετά την ημερομηνία αυτή.

28 Εν προκειμένω, όσον αφορά τον τομέα των θαλασσίων μεταφορών, η προθεσμία που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη ήταν τεσσάρων μηνών και άρχιζε στις 13 Ιουλίου 1992. Συνεπώς, η Ελληνική Κυβέρνηση δεν μπορεί να επικαλεστεί νομοθετικές τροποποιήσεις επελθούσες, για τις θέσεις εργασίας στο εμπορικό ναυτικό, την 1η Φεβρουαρίου 1993. υΟσον αφορά τον Γερμανό μουσικό, η προθεσμία που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη ήταν δύο μηνών και άρχιζε στις 3 Μαρτίου 1993. Συνεπώς, η λύση που δόθηκε στην περίπτωση αυτή μετά την άσκηση της προσφυγής δεν μπορεί, επίσης, να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο της προβαλλομένης παραβάσεως.

29 ςΟσον αφορά το δεύτερο επιχείρημα, πρέπει να παρατηρηθεί επί πλέον ότι η Ελληνική Κυβέρνηση δεν μπορεί να επικαλεστεί την υπεροχή του κοινοτικού δικαίου, όπως αυτή διαπιστώθηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών στην απόφασή του της 29ης Μαου 1992. Κατά πάγια νομολογία, η υπεροχή και το άμεσο αποτέλεσμα των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου δεν απαλλάσσουν τα κράτη μέλη από την υποχρέωση εξαλείψεως από την εσωτερική τους έννομη τάξη των ασυμβιβάστων με το κοινοτικό δίκαιο διατάξεων· πράγματι, η διατήρηση τέτοιων διατάξεων δημιουργεί μια διφορούμενη κατάσταση πραγμάτων, αφήνοντας τα ενδιαφερόμενα υποκείμενα δικαίου σε μια κατάσταση αβεβαιότητας όσον αφορά τις δυνατότητες που τους επιφυλάσσονται για να επικαλούνται το κοινοτικό δίκαιο (βλ., ιδίως, την απόφαση της 24ης Μαρτίου 1988 στην υπόθεση 104/86, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1988, σ. 1799, σκέψη 12).

30 Ως προς το τρίτο επιχείρημα, πρέπει να υπομνηστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να επικαλεστεί διατάξεις, πρακτική ή καταστάσεις της εσωτερικής έννομης τάξης, προκειμένου να δικαιολογήσει τη μη τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το κοινοτικό δίκαιο (βλ., ιδίως, την απόφαση της 6ης Ιουλίου 1995 στην υπόθεση C-259/94, Επιτροπή κατά Ελλάδος, Συλλογή 1995, σ. Ι-1947, σκέψη 5).

31 Επί πλέον, η Ελληνική Δημοκρατία αμφισβητεί την αποκαλούμενη «σφαιρική» προσέγγιση της Επιτροπής, η οποία συνίσταται στον αποκλεισμό ολόκληρων τομέων από την εξαίρεση του άρθρου 48, παράγραφος 4, της Συνθήκης, και τούτο παρά το ότι ελλείπει κοινοτική ρύθμιση και χωρίς να εκτίθενται λεπτομέρειες ως προς τις περί ων πρόκειται θέσεις εργασίας. Η Επιτροπή επιδιώκει έτσι να απονείμει στον εαυτόν της μια αρμοδιότητα που δεν έχει, δημοσιεύοντας ανακοινώσεις των οποίων το περιεχόμενο δεν μπορεί να επιβληθεί παρά μόνον με αποφάσεις του Δικαστηρίου. Κατά την Ελληνική Δημοκρατία, από πάγια νομολογία (βλ., ιδίως, την προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Βελγίου) προκύπτει ότι η Επιτροπή οφείλει άνευ ετέρου να προβαίνει σε εξέταση των περί ων πρόκειται θέσεων εργασίας κατά περίπτωση, αντί να καθορίζει μια πληθώρα τομέων που αποκλείονται a priori από την εξαίρεση του άρθρου 48, παράγραφος 4, της Συνθήκης, επιρρίπτοντας στα κράτη μέλη το βάρος της αποδείξεως του εναντίου σε συγκεκριμένες ατομικές περιπτώσεις.

32 Η Επιτροπή ισχυρίζεται συναφώς ότι, στην ανακοίνωσή της 88/C 72/02, εξέτασε τις θέσεις εργασίας που υπάγονται στους διαφόρους σχετικούς τομείς υπό το πρίσμα των κριτηρίων ερμηνείας του άρθρου 48, παράγραφος 4, της Συνθήκης, όπως αυτά έχουν προσδιοριστεί από το Δικαστήριο. Η εξέταση αυτή την οδήγησε στη διαπίστωση ότι οι θέσεις αυτές πόρρω απέχουν από τις ειδικές δραστηριότητες της δημοσίας διοικήσεως για να εμπίπτουν, κατά τρόπο γενικό, στην εξαίρεση του άρθρου 48, παράγραφος 4. Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει, κατά την Επιτροπή, να γίνει δεκτό ότι ορθώς απέκλεισε a priori την εφαρμογή της διατάξεως αυτής σε όλους τους τομείς που αφορά η υπό κρίση προσφυγή, χωρίς να είναι αναγκαία μια προηγούμενη εξέταση καθεμιάς θέσης.

33 Η Επιτροπή ισχυρίζεται επί πλέον ότι έχει διαπιστώσει ότι οι δραστηριότητες που ασκούνται στους εν λόγω τομείς είτε υφίστανται και στον ιδιωτικό τομέα είτε μπορούν να ασκούνται στον δημόσιο τομέα χωρίς να υποβάλλονται στην προϋπόθεση της ιθαγενείας.

34 Πρέπει να παρατηρηθεί συναφώς ότι η προσφυγή αφορά τους τομείς της έρευνας, της εκπαιδεύσεως, της υγείας, των χερσαίων, θαλασσίων και αεροπορικών μεταφορών, των ταχυδρομείων, των τηλεπικοινωνιών και της ραδιοτηλεοράσεως, καθώς και τις υπηρεσίες διανομής ύδατος, φωταερίου και ηλεκτρισμού και, τέλος, τον τομέα της μουσικής και της λυρικής σκηνής. ςΟπως παραδέχεται η Ελληνική Κυβέρνηση, οι θέσεις εργασίας στους τομείς αυτούς πόρρω απέχουν, κατά κανόνα, των ειδικών δραστηριοτήτων της δημοσίας διοικήσεως, δεδομένου ότι δεν συνεπάγονται άμεση ή έμμεση συμμετοχή στην άσκηση της δημοσίας εξουσίας ούτε στα καθήκοντα που έχουν ως αντικείμενο τη διασφάλιση των γενικών συμφερόντων του κράτους ή των άλλων δημοσίων οργανισμών (βλ., ιδίως, τις αποφάσεις της 3ης Ιουνίου 1986 στην υπόθεση 307/84, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 1986, σ. 1725, η οποία αφορά τον τομέα της υγείας· της 16ης Ιουνίου 1987 στην υπόθεση 225/85, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1987, σ. 2625, η οποία αφορά τον τομέα της έρευνας για μη στρατιωτικούς σκοπούς· της 3ης Ιουλίου 1986 στην υπόθεση 66/85, Lawrie-Blum, Συλλογή 1986, σ. 2121, της 30ής Μαου 1989 στην υπόθεση 33/88, Alluι και Coonan, Συλλογή 1989, σ. 1591, και της 27ης Νοεμβρίου 1991 στην υπόθεση C-4/91, Bleis, Συλλογή 1991, σ. Ι-5627, οι οποίες αφορούν την εκπαίδευση).

35 Κατά συνέπεια, το κράτος μέλος δεν μπορεί να επιβάλλει γενικά, για το σύνολο των υπαγομένων στους υπό εξέταση τομείς θέσεων εργασίας, την προϋπόθεση της ιθαγενείας, χωρίς να υπερβεί τα όρια της εξαιρέσεως του άρθρου 48, παράγραφος 4, της Συνθήκης.

36 Το γεγονός ότι ορισμένες θέσεις εργασίας στους τομείς αυτούς ενδέχεται να εμπίπτουν στο άρθρο 48, παράγραφος 4, της Συνθήκης δεν μπορεί να δικαιολογήσει μια τέτοια γενική απαγόρευση (βλ., επίσης, τις δημοσιευόμενες σήμερα δύο αποφάσεις στις υποθέσεις C-473/93, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου, και C-173/94, Επιτροπή κατά Βελγίου).

37 Υπό τις συνθήκες αυτές, η Ελληνική Δημοκρατία ήταν υποχρεωμένη, για να εφαρμόσει πλήρως τις αρχές της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων και της ίσης μεταχειρίσεως στην πρόσβαση στις θέσεις εργασίας, να ανοίξει τους εν λόγω τομείς στους υπηκόους των άλλων κρατών μελών, περιορίζοντας την εφαρμογή της προϋποθέσεως της ιθαγενείας στην πρόσβαση μόνο στις θέσεις εργασίας που συνεπάγονται πραγματικά άμεση ή έμμεση συμμετοχή στην άσκηση της δημοσίας εξουσίας και στα καθήκοντα που έχουν ως αντικείμενο τη διασφάλιση των γενικών συμφερόντων του κράτους ή των άλλων δημοσίων οργανισμών.

38 νΟσο για τη νομική βάση της προσφυγής, πρέπει να διευκρινιστεί ότι το άρθρο 7 του κανονισμού 1612/68 αφορά τους όρους ασκήσεως και όχι την πρόσβαση στη θέση εργασίας. ςΟμως, στην παρούσα υπόθεση επίμαχη είναι μόνον η πρόσβαση υπηκόων άλλων κρατών μελών σε θέσεις εργασίας. Συνεπώς, η παράβαση δεν μπορεί να διαπιστωθεί με βάση το άρθρο 7 του κανονισμού 1612/68.

39 Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να διαπιστωθεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 48 της Συνθήκης και από το άρθρο 1 του κανονισμού 1612/68, διότι δεν προέβλεψε ότι η προϋπόθεση της ελληνικής ιθαγενείας απαιτείται για την πρόσβαση μόνο στις θέσεις εργασίας που συνεπάγονται άμεση ή έμμεση συμμετοχή στην άσκηση της δημοσίας εξουσίας και στα καθήκοντα που έχουν ως αντικείμενο τη διασφάλιση των γενικών συμφερόντων του κράτους ή των άλλων δημοσίων οργανισμών στους δημόσιους τομείς της διανομής ύδατος, φωταερίου και ηλεκτρισμού, στις λειτουργικές υπηρεσίες της δημοσίας υγείας, στους τομείς της δημοσίας εκπαιδεύσεως, των θαλασσίων και αεροπορικών μεταφορών, των σιδηροδρόμων, των αστικών και υπεραστικών μεταφορών, της έρευνας για μη στρατιωτικούς σκοπούς, των ταχυδρομείων, των τηλεπικοινωνιών και της ραδιοτηλεοράσεως, καθώς και στην Εθνική Λυρική Σκηνή και στις ορχήστρες των δήμων και κοινοτήτων.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

40 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Εφόσον η Ελληνική Δημοκρατία ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

αποφασίζει:

1) Η Ελληνική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 48 της Συνθήκης ΕΟΚ και από το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας, διότι δεν προέβλεψε ότι η προϋπόθεση της ελληνικής ιθαγενείας απαιτείται για την πρόσβαση μόνο στις θέσεις εργασίας που συνεπάγονται άμεση ή έμμεση συμμετοχή στην άσκηση της δημοσίας εξουσίας και στα καθήκοντα που έχουν ως αντικείμενο τη διασφάλιση των γενικών συμφερόντων του κράτους ή των άλλων δημοσίων οργανισμών στους δημόσιους τομείς της διανομής ύδατος, φωταερίου και ηλεκτρισμού, στις λειτουργικές υπηρεσίες της δημοσίας υγείας, στους τομείς της δημοσίας εκπαιδεύσεως, των θαλασσίων και αεροπορικών μεταφορών, των σιδηροδρόμων, των αστικών και υπεραστικών μεταφορών, της έρευνας για μη στρατιωτικούς σκοπούς, των ταχυδρομείων, των τηλεπικοινωνιών και της ραδιοτηλεοράσεως, καθώς και στην Εθνική Λυρική Σκηνή και στις ορχήστρες των δήμων και κοινοτήτων.

2) Καταδικάζει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

Top