EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61994CJ0196

Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 16ης Νοεμβρίου 1995.
Catherine Schiltz-Thilmann κατά Ministre de l'Agriculture.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Conseil d'Etat - Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου.
Αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως - Ερμηνεία του άρθρου 5γ του κανονισμού (ΕΟΚ) 804/68 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1968, περί κοινής οργανώσεως της αγοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων - Συμπληρωματική εισφορά - Ποσότητα αναφοράς - Υπέρβαση.
Υπόθεση C-196/94.

Συλλογή της Νομολογίας 1995 I-03991

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1995:391

61994J0196

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ) ΤΗΣ 16ΗΣ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1995. - CATHERINE SCHILTZ-THILMANN ΚΑΤΑ MINISTRE DE L'AGRICULTURE. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: CONSEIL D'ETAT - ΜΕΓΑΛΟ ΔΟΥΚΑΤΟ ΤΟΥ ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟΥ. - ΑΙΤΗΣΗ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ - ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 5Γ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ (ΕΟΚ) 804/68 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ, ΤΗΣ 27ΗΣ ΙΟΥΝΙΟΥ 1968, ΠΕΡΙ ΚΟΙΝΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΕΩΣ ΑΓΟΡΑΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΟΥ ΓΑΛΑΚΤΟΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΓΑΛΑΚΤΟΚΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ - ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΗ ΕΙΣΦΟΡΑ - ΠΟΣΟΤΗΤΑ ΑΝΑΦΟΡΑΣ - ΥΠΕΡΒΑΣΗ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-196/94.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1995 σελίδα I-03991


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


++++

Γεωργία * Κοινή οργάνωση αγοράς * Γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα * Συμπληρωματική εισφορά επί του γάλακτος * Υπέρβαση από έναν παραγωγό της μιας από τις ποσότητές του αναφοράς * Αμφισβήτηση της υποχρεώσεως καταβολής της εισφοράς με αιτιολογικό την έλλειψη υπερπαραγωγής σε εθνικό επίπεδο, έλλειψη η οποία εκτιμάται κατόπιν συγκρίσεως του συνόλου των ποσοτήτων που διατέθηκαν στην αγορά με το άθροισμα των δύο ποσοτήτων αναφοράς, αφενός για παραδόσεις και αφετέρου για απ' ευθείας πωλήσεις, που έχουν χορηγηθεί στο οικείο κράτος μέλος * Απαράδεκτο

(Κανονισμοί του Συμβουλίου 804/68, άρθρο 5γ PAR 7, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 856/84 και στη συνέχεια με τον κανονισμό 1298/85, και 857/84, άρθρο 6α, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 590/85)

Περίληψη


Στο καθεστώς συμπληρωματικής εισφοράς επί του γάλακτος, οι συνολικές ποσότητες αναφοράς που χορηγούνται σε ένα κράτος μέλος αντιστοίχως για απ' ευθείας πωλήσεις και για παραδόσεις είναι ανεξάρτητες η μία από την άλλη. Συνεπώς, ο παραγωγός που υπερέβη τη μία από τις ατομικές ποσότητες αναφοράς που διέθετε δεν μπορεί, για να αποφύγει την απορρέουσα από αυτή την υπέρβαση υποχρέωση καταβολής εισφοράς, να επικαλεστεί το γεγονός ότι δεν υπήρξε υπερπαραγωγή σε εθνικό επίπεδο επειδή η παραχθείσα συνολική ποσότητα είναι κατώτερη από το άθροισμα των δύο συνολικών ποσοτήτων αναφοράς που διέθετε το οικείο κράτος μέλος.

Αυτή η ανεξαρτησία των δύο ειδών ποσοτήτων αναφοράς δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση ούτε από το άρθρο 5γ, παράγραφος 7, του κανονισμού 804/68, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 856/84 και στη συνέχεια με τον κανονισμό 1298/85, το οποίο επιτρέπει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να μεταβληθεί, για να ληφθούν υπόψη διαρθρωτικές μεταβολές που επηρεάζουν τις απ' αυθείας πωλήσεις και τις παραδόσεις, η συνολική ποσότητα αναφοράς για παραδόσεις που διαθέτει ένα κράτος μέλος, χωρίς εντούτοις να αυξηθεί το άθροισμα των ποσοτήτων αναφοράς του εν λόγω κράτους μέλους, ούτε από το άρθρο 6α του κανονισμού 857/84, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 590/85, το οποίο επιτρέπει στους κατ' ιδίαν παραγωγούς που διαθέτουν δύο ποσότητες αναφοράς να λάβουν, προκειμένου να αντιμετωπίσουν μεταβολή των αναγκών της εμπορίας τους, αύξηση της μιας από τις ποσότητες αυτές εξαρτωμένη από ισόποση μείωση της άλλης ποσότητας.

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-196/94,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση τoυ Conseil d' Etat του Λουξεμβούργου, τμήμα διοικητικών διαφορών, προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Catherine Schiltz-Thilmann

και

Ministre de l' Agriculture,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 5γ του κανονισμού (ΕΟΚ) 804/68 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1968, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/003, σ. 82), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 856/84 του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984 (ΕΕ L 90, σ. 10), και με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1298/85 του Συμβουλίου, της 23ης Μαΐου 1985 (ΕΕ L 137, σ. 5), και του άρθρου 6α του κανονισμού (ΕΟΚ) 857/84 του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984, περί γενικών κανόνων για την εφαρμογή της εισφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 5γ του κανονισμού (ΕΟΚ) 804/68 στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων (ΕΕ L 90, σ. 13), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 590/85 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 1985 (ΕΕ L 68, σ. 1),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους G. Hirsch, πρόεδρο τμήματος, G. F. Mancini (εισηγητή) και F. A. Schockweiler, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Γ. Κοσμάς

γραμματέας: R. Grass,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

* η Schiltz-Thilmann, εκπροσωπούμενη από τον Fernand Entringer, δικηγόρο Λουξεμβούργου,

* το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, εκπροσωπούμενο από τον Ferdinand Hoffstetter, conseiller de direction 1ere classe,

* η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους Gerard Rozet, νομικό σύμβουλο, και Gerard Berscheid, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας,

έχοντας υπόψη την έκθεση τoυ εισηγητή δικαστή,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 28ης Σεπτεμβρίου 1995,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με απόφαση της 6ης Ιουλίου 1994, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 7 Ιουλίου 1994, το Conseil d' Etat του Λουξεμβούργου, τμήμα διοικητικών διαφορών, υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, ένα προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 5γ του κανονισμού (ΕΟΚ) 804/68 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1968, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/003, σ. 82), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 856/84 του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984 (ΕΕ L 90, σ. 10), και με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1298/85 του Συμβουλίου, της 23ης Μαΐου 1985 (ΕΕ L 137, σ. 5), και του άρθρου 6α του κανονισμού (ΕΟΚ) 857/84 του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984, περί γενικών κανόνων για την εφαρμογή της εισφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 5γ του κανονισμού (ΕΟΚ) 804/68 στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων (ΕΕ L 90, σ. 13), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 590/85 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 1985 (ΕΕ L 68, σ. 1).

2 Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Schiltz-Thilmann, ιδιοκτήτριας γεωργικής εκμεταλλεύσεως παράγουσας γάλα αγελάδας, και του Υπουργού Γεωργίας του Λουξεμβούργου (στο εξής: Υπουργού) όσον αφορά μια απόφαση με την οποία επιβλήθηκε στη Schiltz-Thilmann η καταβολή συμπληρωματικής εισφοράς για υπέρβαση της ποσότητάς της αναφοράς για απ' ευθείας πωλήσεις γάλακτος αγελάδας για την περίοδο εμπορίας 1991/92.

3 Για να περιορίσει την παραγωγή γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων στην Κοινότητα, ο κανονισμός 804/68, ο οποίος τροποποιήθηκε με διάφορους κανονισμούς ένας από τους οποίους είναι ο κανονισμός 856/84, καθιέρωσε με το άρθρο του 5γ συμπληρωματική εισφορά εις βάρος των παραγωγών ή των αγοραστών γάλακτος επί των πωλουμένων ή αγοραζομένων ποσοτήτων που υπερβαίνουν μια καθορισμένη ποσότητα αναφοράς. Το καθεστώς της συμπληρωματικής εισφοράς διακρίνει τις παραδόσεις προς γαλακτοκομεία ή άλλες επιχειρήσεις από τις απ' ευθείας πωλήσεις προς τον καταναλωτή.

4 Όσον αφορά τις παραδόσεις προς γαλακτοκομεία ή άλλες επιχειρήσεις, το άρθρο 5γ, παράγραφος 1, προβλέπει για τα κράτη μέλη δυνατότητα επιλογής μεταξύ δύο εναλλακτικών λύσεων για την εφαρμογή της εισφοράς. Δυνάμει της εναλλακτικής λύσεως "Α", η εισφορά οφείλεται από τον παραγωγό, ενώ, κατά την εναλλακτική λύση "Β", η οποία έχει υιοθετηθεί από το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, η συμπληρωματική εισφορά για υπέρβαση της ποσότητας αναφοράς επιβαρύνει τον αγοραστή.

5 Για τις απ' ευθείας πωλήσεις προς τον καταναλωτή, το άρθρο 5γ, παράγραφος 2, διευκρινίζει ότι η εισφορά οφείλεται από κάθε παραγωγό επί των ποσοτήτων που πωλούνται απ' ευθείας στην κατανάλωση καθ' υπέρβαση της ποσότητας αναφοράς.

6 Η διάκριση μεταξύ απ' ευθείας πωλήσεων προς τον καταναλωτή και παραδόσεων προς γαλακτοκομεία και άλλες επιχειρήσεις απαντάται και στο επίπεδο των συνολικών ποσοτήτων αναφοράς που χορηγούνται στα κράτη μέλη (στο εξής: εθνικών ποσοστώσεων).

7 Το άθροισμα των ατομικών ποσοτήτων αναφοράς που χορηγούνται στους γαλακτοπαραγωγούς για τις απ' ευθείας πωλήσεις ή για τις παραδόσεις δεν πρέπει να υπερβαίνει τις εθνικές ποσοστώσεις που καθορίζονται για τις μεν παραδόσεις από το άρθρο 5γ, παράγραφος 3, του τροποποιημένου κανονισμού 804/68, για τις δε απ' ευθείας πωλήσεις από το παράρτημα του κανονισμού 857/84, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 6, παράγραφος 2.

8 Κατά το άρθρο 5γ, παράγραφος 7, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 804/68, όπως τροποποιήθηκε συναφώς από τον κανονισμό 1298/85, η καθορισμένη για τις παραδόσεις εθνική ποσόστωση μπορεί να προσαρμοστεί, σύμφωνα με την αποκαλουμένη διαδικασία της "επιτροπής διαχειρίσεως", με βάση αντικειμενικά και δεόντως δικαιολογημένα στατιστικά δεδομένα και προκειμένου να ληφθούν υπόψη διαρθρωτικές μεταβολές.

9 Τέλος, το άρθρο 6α του τροποποιημένου κανονισμού 857/84 προβλέπει ότι οι παραγωγοί που διαθέτουν δύο ατομικές ποσότητες αναφοράς, η μία για παραδόσεις και η άλλη για απ' ευθείας πωλήσεις, λαμβάνουν κατόπιν αιτήσεώς τους, προκειμένου να αντιμετωπίσουν μεταβολή των αναγκών της εμπορίας τους, αύξηση της μιας από τις δύο ποσότητες αναφοράς. Ωστόσο, η αύξηση αυτή εξαρτάται από ισόποση μείωση της άλλης ποσότητας αναφοράς.

10 Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η Schiltz-Thilmann παραδίδει το ένα μέρος της σε γάλα παραγωγής της εκμεταλλεύσεώς της σε έναν αγοραστή, ενώ το άλλο μέρος πωλείται απ' ευθείας σε καταναλωτές μέσω παραγωγής τυριού. Για την εφαρμογή του καθεστώτος συμπληρωματικής εισφοράς επί του γάλακτος αγελάδας, η Schiltz-Thilmann διαθέτει, κατά συνέπεια, δύο ποσότητες αναφοράς, η μία για παραδόσεις και η άλλη για απ' ευθείας πωλήσεις. Για την επίμαχη στην κύρια δίκη περίοδο εμπορίας 1991/92, οι ποσότητες αναφοράς που της είχαν χορηγηθεί ανέρχονταν σε 152 654 kg για τις απ' ευθείας πωλήσεις και σε 175 805 kg για τις παραδόσεις, ενώ οι ποσότητες που πράγματι πωλήθηκαν ή παραδόθηκαν κατά την περίοδο αυτή έφθασαν, αντιστοίχως, τα 198 044 kg και 160 594 kg.

11 Σύμφωνα με το άρθρο 6α του κανονισμού 857/84, το τμήμα της χορηγηθείσας στη Schiltz-Thilmann ποσότητας αναφοράς για τις παραδόσεις που δεν χρησιμοποιήθηκε (15 211 kg) προστέθηκε στη σχετική με τις απ' ευθείας πωλήσεις ποσότητα αναφοράς, η οποία έτσι έφθασε τα 167 865 kg. Ο Υπουργός, αφού αύξησε την ποσότητα αυτή με μια κατ' αποκοπήν ποσότητα 5 000 kg, διαπίστωσε τελικά υπέρβαση 25 179 kg για την περίοδο εμπορίας 1991/92 και υποχρέωσε τη Schiltz-Τhilmann να καταβάλει 245 865 φράγκα Λουξεμβούργου ως συμπληρωματική εισφορά για τις απ' ευθείας πωλήσεις που υπερέβησαν την ποσότητα αναφοράς.

12 Ενώπιον του Conseil d' Etat, το οποίο εκδικάζει προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής, η Schiltz-Τhilmann υποστήριξε ότι θα μπορούσε να της επιβληθεί συμπληρωματική εισφορά για υπέρβαση ατομικής ποσότητας αναφοράς μόνον αν κατά την οικεία περίοδο είχε γίνει υπέρβαση και του αθροίσματος των καθορισμένων για το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου εθνικών ποσοστώσεων για τις παραδόσεις και για τις απ' ευθείας πωλήσεις.

13 Ο Υπουργός ισχυρίστηκε ότι η συμπληρωματική εισφορά οφείλεται για τις παραδιδόμενες ή απ' ευθείας πωλούμενες ποσότητες που υπερβαίνουν την αντίστοιχη ποσότητα αναφοράς, ανεξαρτήτως του αν έχει γίνει υπέρβαση των εθνικών ποσοστώσεων, λαμβανομένων ατομικώς ή από κοινού.

14 Αφού διαπίστωσε ότι, για την περίοδο εμπορίας 1991/92, δεν είχε εξαντληθεί η εθνική ποσόστωση για τις παραδόσεις ενώ είχε εξαντληθεί η σχετική με τις απ' ευθείας πωλήσεις προς τον καταναλωτή εθνική ποσόστωση, χωρίς να έχει γίνει υπέρβαση του αθροίσματος των δύο εθνικών ποσοστώσεων, το Conseil d' Etat, εκτιμώντας ότι η λύση της διαφοράς εξαρτάται από την ερμηνεία της κοινοτικής ρυθμίσεως, υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

"Επιτρέπουν οι κοινοτικές διατάξεις και, ιδίως, τα άρθρα 6α του κανονισμού 857/84 και 5γ, έβδομο εδάφιο, του κανονισμού 804/68, προκειμένου να εξεταστεί αν υπάρχει υπερπαραγωγή σε εθνικό επίπεδο, να προστίθενται οι ποσοστώσεις που αποκαλούνται 'αγοραστής' και 'άμεση πώληση' ή μήπως οι ποσοστώσεις αυτές είναι ανεξάρτητες η μία από την άλλη και, συνεπώς, δεν μπορούν να προστίθενται, επιφυλασσομένης μόνον της μεταφοράς της μιας ποσοστώσεως στην άλλη εντός των ορίων του άρθρου 6α του κανονισμού 857/84;"

15 Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, πρέπει να υπομνηστεί ότι το καθεστώς συμπληρωματικής εισφοράς σκοπεί στην αποκατάσταση της ισορροπίας μεταξύ προσφοράς και ζητήσεως στην αγορά γάλακτος, η οποία χαρακτηρίζεται από διαρθρωτικά πλεονάσματα, μέσω περιορισμού της κοινοτικής παραγωγής γάλακτος (βλ., ιδίως, την απόφαση της 17ης Μαΐου 1988, 84/87, Erpelding, Συλλογή 1988, σ. 2647, σκέψη 26).

16 Τα διαρθρωτικά πλεονάσματα πρέπει να εξαλειφθούν χάρη σε δύο χωριστούς μηχανισμούς συμπληρωματικών εισφορών, ο ένας από τους οποίους αφορά τις απ' ευθείας πωλήσεις και ο άλλος τις παραδόσεις. Οι μηχανισμοί αυτοί, ο κάθε ένας από τους οποίους αντιστοιχεί σε χωριστή κατηγορία γενεσιουργών αιτίων, καθιερώθηκαν με διαφορετικές διατάξεις και έχουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.

17 Συγκεκριμένα, πρέπει να επισημανθεί, πρώτον, ότι τα δύο είδη ποσοτήτων αναφοράς καθιερώθηκαν χωριστά με διαφορετικά νομοθετικά κείμενα. Έτσι, η σχετική με τις παραδόσεις ατομική ποσότητα αναφοράς καθιερώθηκε, στο άρθρο 5γ του τροποποιημένου κανονισμού 804/68, με την παράγραφο 1, ενώ η αντίστοιχη εθνική ποσόστωση προβλέπεται στην παράγραφο 3. Όσο για τη σχετική με τις απ' ευθείας πωλήσεις ατομική ποσότητα αναφοράς, αυτή καθιερώθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 5γ, ενώ η αντίστοιχη εθνική ποσόστωση διέπεται από το άρθρο 6 του κανονισμού 857/84 καθώς και από το παράρτημα του κανονισμού αυτού.

18 Δεύτερον, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η ιδιότητα του προσώπου που οφείλει συμπληρωματική εισφορά συναρτάται προς τη φύση της ποσότητας αναφοράς της οποίας έχει γίνει υπέρβαση. Συγκεκριμένα, ενώ ο παραγωγός πρέπει πάντοτε να βαρύνεται με την εισφορά που οφείλεται σε υπέρβαση της ποσότητας αναφοράς για απ' ευθείας πωλήσεις, με την καταβολή της συμπληρωματικής εισφοράς για παραδόσεις βαρύνεται είτε ο αγοραστής είτε ο παραγωγός, αναλόγως του αν το οικείο κράτος μέλος έχει επιλέξει την εναλλακτική λύση "Α" ή την εναλλακτική λύση "Β", οι οποίες αμφότερες προβλέπονται στο άρθρο 5γ, παράγραφος 1, του τροποποιημένου κανονισμού 804/68.

19 Τρίτον, τα ποσοστά της συμπληρωματικής εισφοράς ποικίλλουν αναλόγως του αν η υπέρβαση αφορά την ποσότητα αναφοράς που είναι σχετική με τις παραδόσεις ή αυτή που είναι σχετική με τις απ' ευθείας πωλήσεις. Για την περίοδο εμπορίας 1991/92, τα ποσοστά αυτά ήσαν αντιστοίχως 115 % και 75 %.

20 Τέλος, ο τρόπος που πρέπει κάθε χρόνο να γίνονται υπολογισμοί ώστε να προσδιορίζεται αν πρέπει να εισπραχθεί εισφορά είναι διαφορετικός για τις δύο κατηγορίες ποσοτήτων αναφοράς. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα άρθρα 15 και 16 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1546/88 της Επιτροπής, της 3ης Ιουνίου 1988, σχετικά με τον καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής της συμπληρωματικής εισφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 5γ του κανονισμού (ΕΟΚ) 804/68 (ΕΕ L 139, σ. 12), κανονισμού έχοντος εφαρμογή κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης, οι ετήσιες δηλώσεις σχετικά με τις ποσότητες που πράγματι πωλήθηκαν ή παραδόθηκαν πρέπει να γίνονται από τον αγοραστή για τις παραδόσεις προς γαλακτοκομεία ή άλλες επιχειρήσεις και από τον παραγωγό για τις απ' ευθείας πωλήσεις προς τον καταναλωτή.

21 Ο διακεκριμένος και αυτοτελής χαρακτήρας των δύο ειδών ποσοτήτων αναφοράς, για απ' ευθείας πωλήσεις ή για παραδόσεις, δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση από το άρθρο 6α του τροποποιημένου κανονισμού 857/84 και το άρθρο 5γ, παράγραφος 7, του τροποποιημένου κανονισμού 804/68.

22 Συγκεκριμένα, η εξαιρετική διαδικασία που εισήγαγε το άρθρο 5γ, παράγραφος 7, για να ληφθούν υπόψη διαρθρωτικές μεταβολές που επηρεάζουν τις απ' ευθείας πωλήσεις και τις παραδόσεις αφορά την εθνική ποσόστωση των παραδόσεων συνεπώς, αφορά τα κράτη μέλη και όχι τους κατ' ιδίαν παραγωγούς. Εξάλλου, η ενδεχόμενη προσαρμογή της ποσοστώσεως αυτής δεν μπορεί να συνεπάγεται, σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο της πιο πάνω παραγράφου 7, αύξηση του αθροίσματος των εθνικών ποσοστώσεων. Τέλος, η προσαρμογή αυτή δεν είναι αυτόματη, αλλά γίνεται κατά το πέρας της αποκαλουμένης διαδικασίας της "επιτροπής διαχειρίσεως", η οποία προβλέπεται στο άρθρο 30 του κανονισμού 804/68, και με βάση αντικειμενικά και δεόντως δικαιολογημένα στατιστικά δεδομένα. Η προσαρμογή αυτή δεν περιορίζεται σε μια μεμονωμένη περίοδο εμπορίας, αλλά διατηρείται μέχρι νέας μεταβολής των εν λόγω στατιστικών δεδομένων.

23 Συνεπώς, το άρθρο 5γ, παράγραφος 7, δεν έχει επίπτωση επί της γενεσιουργού αιτίας της συμπληρωματικής εισφοράς που οφείλουν οι κατ' ιδίαν παραγωγοί σε περίπτωση υπερβάσεως της ποσότητας αναφοράς που τους έχει χορηγηθεί.

24 Το ίδιο ισχύει για το άρθρο 6α του τροποποιημένου κανονισμού 857/84. Συγκεκριμένα, δυνάμει της διατάξεως αυτής, οι κατ' ιδίαν παραγωγοί μπορούν να προσθέτουν το τμήμα της μη εξαντληθείσας ποσότητας αναφοράς στην άλλη ποσότητα αναφοράς. Συνεπώς, η μεταφορά αυτή δεν συνεπάγεται αύξηση του αθροίσματος των δύο ατομικών ποσοτήτων. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, όταν η συνολική παραγωγή της εκμεταλλεύσεως υπερβαίνει το άθροισμα των δύο ατομικών ποσοτήτων αναφοράς, η συμπληρωματική εισφορά οφείλεται για το τμήμα που έχει πράγματι παραχθεί και που υπερβαίνει είτε τη μία είτε την άλλη είτε και τις δύο ποσότητες αναφοράς για απ' ευθείας πωλήσεις ή παραδόσεις.

25 Συνεπώς, η υπέρβαση παραμένει η γενεσιουργός αιτία της συμπληρωματικής εισφοράς, ακόμη και αν υπήρξε, σύμφωνα με το άρθρο 6α του τροποποιημένου κανονισμού 857/84, μεταφορά κάποιου ποσού της μιας ποσότητας αναφοράς στην άλλη.

26 Ενόψει των ανωτέρω, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 6α του τροποποιημένου κανονισμού 857/84 και 5γ, παράγραφος 7, του τροποποιημένου κανονισμού 804/68 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι δεν επιτρέπουν, προκειμένου να εξεταστεί αν υπάρχει υπερπαραγωγή σε εθνικό επίπεδο, να προστίθενται οι ποσότητες αναφοράς για απ' ευθείας πωλήσεις και για παραδόσεις, οι οποίες είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

27 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι οποίες κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε με απόφαση της 6ης Ιουλίου 1994 το Conseil d' Etat του Λουξεμβούργου, τμήμα διοικητικών διαφορών, αποφαίνεται:

Τα άρθρα 6α του κανονισμού (ΕΟΚ) 857/84 του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984, περί γενικών κανόνων για την εφαρμογή της εισφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 5γ του κανονισμού (ΕΟΚ) 804/68 στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 590/85 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 1985, και 5γ, παράγραφος 7, του κανονισμού (ΕΟΚ) 804/68 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1968, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 856/84 του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984, και στη συνέχεια με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1298/85 του Συμβουλίου, της 23ης Μαΐου 1985, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι δεν επιτρέπουν, προκειμένου να εξεταστεί αν υπάρχει υπερπαραγωγή σε εθνικό επίπεδο, να προστίθενται οι ποσότητες αναφοράς για απ' ευθείας πωλήσεις και για παραδόσεις, οι οποίες είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους.

Top