Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61994CJ0182

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 1ης Ιουνίου 1995.
    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιταλικής Δημοκρατίας.
    Παράβαση κράτους μέλους - Μη μεταφορά των οδηγιών 89/392/ΕΟΚ και 91/368/ΕΟΚ του Συμβουλίου στο εθνικό δίκαιο.
    Υπόθεση C-182/94.

    Συλλογή της Νομολογίας 1995 I-01465

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1995:166

    61994J0182

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΠΕΜΠΤΟ ΤΜΗΜΑ) ΤΗΣ 1ΗΣ ΙΟΥΝΙΟΥ 1995. - ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΙΤΑΛΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ. - ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΚΡΑΤΟΥΣ ΜΕΛΟΥΣ - ΠΑΡΑΛΕΙΨΗ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ ΤΩΝ ΟΔΗΓΙΩΝ 89/392/ΕΟΚ ΚΑΙ 91/368/ΕΟΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΣΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-182/94.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1995 σελίδα I-01465


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Σκεπτικό της απόφασης
    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    ++++

    1. Προσφυγή λόγω παραβάσεως * Έννομο συμφέρον * Μη ύπαρξη υποχρεώσεως της Επιτροπής να αποδείξει την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος

    (Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 169)

    2. Κράτη μέλη * Υποχρεώσεις * Εκτέλεση των οδηγιών * Παράβαση * Δικαιολογητικός λόγος συνιστάμενος στην έκδοση τροποποιητικών οδηγιών * Δεν γίνεται δεκτός

    (Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 169)

    Περίληψη


    1. Η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να αποδεικνύει την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων που της παρέχει το άρθρο 169 της Συνθήκης, δεδομένου ότι αποστολή της, προς το γενικό κοινοτικό συμφέρον, είναι να μεριμνά αυτεπαγγέλτως για την εφαρμογή της Συνθήκης από τα κράτη μέλη.

    2. Το γεγονός ότι τα κοινοτικά όργανα προβαίνουν σε τροποποιήσεις των οδηγιών δεν αρκεί για την απαλλαγή των κρατών μελών από την υποχρέωση να συμμορφώνονται εμπροθέσμως προς τις οδηγίες αυτές.

    Διάδικοι


    Στην υπόθεση C-182/94,

    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Antonio Aresu, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Γεώργιο Κρεμλή, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

    προσφεύγουσα,

    κατά

    Ιταλικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενης από τον Umberto Leanza, προϊστάμενο της Υπηρεσίας Διπλωματικών Διαφορών του Υπουργείου Εξωτερικών, επικουρούμενο από τον Maurizio Fiorilli, avvocato dello Stato, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την πρεσβεία της Ιταλίας, 5, rue Marie-Adelaide,

    καθής,

    που έχει ως αντικείμενο να αναγνωρισθεί ότι η Ιταλική Δημοκρατία, μη θεσπίζοντας εμπροθέσμως τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για τη συμμόρφωσή της προς την οδηγία 89/392/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1989, για την προσέγγιση της νομοθεσίας των κρατών μελών σχετικά με τις μηχανές (ΕΕ L 183, σ. 9), και προς την οδηγία 91/368/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 1991, για την τροποποίηση της οδηγίας 89/392/ΕΟΚ (ΕΕ L 198, σ. 16), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το κοινοτικό δίκαιο,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους C. Gulmann (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, P. Jann, D. A. O. Edward, J.-P. Puissochet και L. Sevon, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: C. O. Lenz

    γραμματέας: R. Grass

    έχοντας υπόψη την έκθεση τoυ εισηγητή δικαστή,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 30ής Μαρτίου 1995,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    Σκεπτικό της απόφασης


    1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 29 Ιουνίου 1994, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων άσκησε, δυνάμει του άρθρου 169 της Συνθήκης ΕΚ, προσφυγή με την οποία ζητεί να αναγνωριστεί ότι η Ιταλική Δημοκρατία, μη θεσπίζοντας εμπροθέσμως τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για τη συμμόρφωσή της προς την οδηγία 89/392/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1989, για την προσέγγιση της νομοθεσίας των κρατών μελών σχετικά με τις μηχανές (ΕΕ L 183, σ. 9), και προς την οδηγία 91/368/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 1991, για την τροποποίηση της οδηγίας 89/392/ΕΟΚ (ΕΕ L 198, σ. 16), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το κοινοτικό δίκαιο.

    2 Το άρθρο 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/392 και το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/368 προβλέπουν ότι τα κράτη μέλη θεσπίζουν πριν από την 1η Ιανουαρίου 1992 τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για τη συμμόρφωσή τους προς τις εν λόγω οδηγίες.

    3 Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η Ιταλική Δημοκρατία, μη θεσπίζοντας τις αναγκαίες διατάξεις για τη συμμόρφωσή της προς τις οδηγίες αυτές πριν από την 1η Ιανουαρίου 1992, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το κοινοτικό δίκαιο.

    4 Η Ιταλική Κυβέρνηση δεν αμφισβητεί ότι οι οδηγίες 89/392 και 91/368 δεν μεταφέρθηκαν εμπροθέσμως στο ιταλικό δίκαιο. Εντούτοις, ισχυρίζεται ότι, όταν εκδόθηκε η αιτιολογημένη γνώμη της 28ης Μαΐου 1993, είχε κινηθεί η διαδικασία εκδόσεως δύο τροποποιητικών της οδηγίας 89/392 οδηγιών, και συγκεκριμένα της οδηγίας 93/44/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993 (ΕΕ L 175, σ. 12), και της οδηγίας 93/68/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 1993 (ΕΕ L 220, σ. 1). Η δε προσφυγή κατατέθηκε πριν λήξει η προθεσμία μεταφοράς των δύο αυτών τροποποιητικών οδηγιών στα εθνικά δίκαια. Η καθής ισχυρίζεται συνεπώς ότι το αίτημα της προσφυγής της Επιτροπής συνίσταται στην αναγνώριση της μη συμμορφώσεως της ιταλικής έννομης τάξεως προς κοινοτική ρύθμιση που έχει πλέον αλλάξει μορφή. Η επικρινόμενη παράβαση αποτελεί συνεπώς τυπική και μόνο παράβαση, επί της οποίας δεν μπορεί να στηριχθεί η άσκηση προσφυγής κατά το άρθρο 169 της Συνθήκης. Η Ιταλική Κυβέρνηση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η προσφυγή της Επιτροπής είναι απαράδεκτη λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος.

    5 Συναφώς, πρέπει καταρχάς να τονισθεί ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η Επιτροπή, όπως ορθά τόνισε η ίδια, δεν είναι υποχρεωμένη να αποδεικνύει την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων που της παρέχει το άρθρο 169 της Συνθήκης, δεδομένου ότι αποστολή της, προς το γενικό κοινοτικό συμφέρον, είναι να μεριμνά αυτεπαγγέλτως για την εφαρμογή της Συνθήκης από τα κράτη μέλη (απόφαση της 4ης Απριλίου 1974, 167/73, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή τόμος 1974, σ. 179, σκέψη 15).

    6 Στη συνέχεια πρέπει να υπογραμμισθεί ότι το γεγονός ότι τα κοινοτικά όργανα προβαίνουν σε τροποποιήσεις των οδηγιών δεν αρκεί για την απαλλαγή των κρατών μελών από την υποχρέωση να συμμορφώνονται εμπροθέσμως προς τις οδηγίες αυτές.

    7 Η Ιταλική Κυβέρνηση παρατηρεί επίσης ότι η μεταφορά ολόκληρης της σχετικής ρυθμίσεως στο ιταλικό δίκαιο προβλέφθηκε με τον ιταλικό νόμο 146/94 και ότι η πράξη περί της μεταφοράς αυτής βρίσκεται στο στάδιο της εκδόσεως.

    8 Δεδομένου ότι η μεταφορά των οδηγιών δεν έχει ολοκληρωθεί, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο ισχυρισμός της Επιτροπής περί υπάρξεως παραβάσεως είναι βάσιμος.

    9 Κατά συνέπεια, πρέπει να αναγνωρισθεί ότι η Ιταλική Δημοκρατία, μη θεσπίζοντας εμπροθέσμως τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για τη συμμόρφωσή της προς την οδηγία 89/392 και προς την οδηγία 91/368, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το κοινοτικό δίκαιο.

    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


    Επί των δικαστικών εξόδων

    10 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, o ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Eπειδή η Ιταλική Δημοκρατία ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)

    αποφασίζει:

    1) H Ιταλική Δημοκρατία, μη θεσπίζοντας εμπροθέσμως τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για τη συμμόρφωσή της προς την οδηγία 89/392/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1989, για την προσέγγιση της νομοθεσίας των κρατών μελών σχετικά με τις μηχανές, και προς την οδηγία 91/368/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 1991, για την τροποποίηση της οδηγίας 89/392/ΕΟΚ, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το κοινοτικό δίκαιο.

    2) Kαταδικάζει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

    Top