EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61994CJ0164

Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 1ης Φεβρουαρίου 1996.
Γεώργιος Αρανίτης κατά Land Berlin.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Oberverwaltungsgericht Berlin - Γερμανία.
Γενικό σύστημα αναγνωρίσεως των διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως - Έμμεση εξάρτηση από τους εθνικούς κανόνες - Νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα.
Υπόθεση C-164/94.

Συλλογή της Νομολογίας 1996 I-00135

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1996:23

61994J0164

Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 1ης Φεβρουαρίου 1996. - Γεώργιος Αρανίτης κατά Land Berlin. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Oberverwaltungsgericht Berlin - Γερμανία. - Γενικό σύστημα αναγνωρίσεως των διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως - Έμμεση εξάρτηση από τους εθνικούς κανόνες - Νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα. - Υπόθεση C-164/94.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1996 σελίδα I-00135


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


++++

1. Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων * Ελευθερία εγκαταστάσεως * Εργαζόμενοι * Αναγνώριση των διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως που πιστοποιούν επαγγελματική εκπαίδευση ελάχιστης διάρκειας τριών ετών * Πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 89/48 * Έννοια του "νομοθετικά κατοχυρωμένου επαγγέλματος" * Επάγγελμα που δεν αποτελεί αντικείμενο καμιάς διατάξεως ως προς τις προϋποθέσεις προσβάσεως ή ασκήσεώς του, το οποίο όμως στην πραγματικότητα προϋποθέτει, για την άσκησή του, προηγούμενη κατάρτιση που να πιστοποιείται με συγκεκριμένο δίπλωμα * Αποκλείεται

(Οδηγία 89/48 του Συμβουλίου, άρθρο 1, στοιχ. γ' και δ')

2. Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων * Ελευθερία εγκαταστάσεως * Εργαζόμενοι * Πρόσβαση σε διάφορα επαγγέλματα * Υποχρέωση των κρατών μελών να λαμβάνουν υπόψη τα διπλώματα, γνώσεις, προσόντα και άλλους τίτλους που έχουν αποκτηθεί στο κράτος μέλος καταγωγής

(Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 6, 48 και 52)

Περίληψη


1. Το άρθρο 1, στοιχείο γ', σε συνδυασμό με το άρθρο 1, στοιχείο δ', της οδηγίας 89/48, σχετικά με ένα γενικό σύστημα αναγνωρίσεως των διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως που πιστοποιούν επαγγελματική εκπαίδευση ελάχιστης διάρκειας τριών ετών, έχει την έννοια ότι ένα επάγγελμα δεν μπορεί να θεωρηθεί νομοθετικά κατοχυρωμένο όταν, στο κράτος μέλος υποδοχής, καμιά νομοθετική, κανονιστική ή διοικητική διάταξη δεν ρυθμίζει την πρόσβαση στο επάγγελμα αυτό, την εξάσκησή του ή έναν από τους τρόπους εξασκήσεώς του, ακόμη και αν η μοναδική συναφής κατάρτιση συνίσταται σε σπουδές τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως τουλάχιστον τεσσεράμισι ετών, οι οποίες πιστοποιούνται με δίπλωμα, και, κατά συνέπεια, μόνον οι κάτοχοι αυτού του διπλώματος τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως παρουσιάζονται κατά κανόνα στην αγορά εργασίας και εξασκούν το επάγγελμα αυτό. Επομένως, επάγγελμα όπως αυτό του γεωλόγου στη Γερμανία δεν μπορεί να θεωρείται ως νομοθετικά κατοχυρωμένο υπό την έννοια της οδηγίας αυτής.

2. Τα άρθρα 6, 48 και 52 της Συνθήκης ΕΚ έχουν την έννοια ότι, όταν οι αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους επιλαμβάνονται αιτήσεως για τη χορήγηση αδείας ασκήσεως επαγγέλματος στο οποίο η πρόσβαση εξαρτάται, κατά την εθνική νομοθεσία, από την κατοχή διπλώματος ή ορισμένη επαγγελματική κατάρτιση, οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τα διπλώματα, πιστοποιητικά και άλλους τίτλους που έχει αποκτήσει ο ενδιαφερόμενος με σκοπό την άσκηση του ιδίου επαγγέλματος σε άλλο κράτος μέλος και να προβαίνουν σε συγκριτική εξέταση των ικανοτήτων που πιστοποιούνται με τα διπλώματα αυτά και των γνώσεων και προσόντων που απαιτούνται από τις εθνικές διατάξεις.

Το ίδιο ισχύει για τις επαγγελματικές δραστηριότητες οι οποίες, ως προς τις προϋποθέσεις προσβάσεως ή εξασκήσεώς τους, δεν εξαρτώνται βάσει νομικών διατάξεων από την κατοχή διπλώματος. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής οι οποίες είναι επιφορτισμένες με την κατάταξη των υπηκόων των άλλων κρατών μελών, η οποία και θα επηρεάσει τη δυνατότητα των προσώπων αυτών να βρουν εργασία στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής, οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη, κατά την κατάταξη αυτή, τα διπλώματα, τις γνώσεις, τα προσόντα και άλλους τίτλους που έχει αποκτήσει ο ενδιαφερόμενος με σκοπό την άσκηση επαγγέλματος στο κράτος μέλος καταγωγής ή προελεύσεώς του.

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-164/94,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Oberverwaltungsgericht Berlin προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Γεωργίου Αρανίτη

και

Land Berlin,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 1, στοιχεία γ' και δ', και 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/48/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, σχετικά με ένα γενικό σύστημα αναγνωρίσεως των διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως που πιστοποιούν επαγγελματική εκπαίδευση ελάχιστης διάρκειας τριών ετών (ΕΕ 1989, L 19, σ. 16),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Κ. Ν. Κακούρη, πρόεδρο τμήματος, F. A. Schockweiler, P. J. G. Kapteyn, J. L. Murray (εισηγητή) και H. Ragnemalm, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Leger

γραμματέας: D. Louterman-Hubeau, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

* η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπουμένη από τον Ernst Roeder, Ministerialrat στο Ομοσπονδιακό Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, και Bernd Kloke, Regierungsrat στο ίδιο Υπουργείο,

* η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπουμένη από τις Εύη Σκανδάλου, νομικό συνεργάτη δευτέρας τάξεως στην Ειδική Νομική Υπηρεσία Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων του Υπουργείου Εξωτερικών, και τη Σταματίνα Βώδινα, ειδικό επιστημονικό συνεργάτη της ίδιας υπηρεσίας,

* η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπουμένη από τον Umberto Leanza, προϊστάμενο της Υπηρεσίας Διπλωματικών Διαφορών του Υπουργείου Εξωτερικών, επικουρούμενο από τον Pier Giorgio Ferri, avvocato dello Stato,

* η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένη από τη Marie-Jose Jonczy και τον Juergen Grunwald, μέλη της Νομικής Υπηρεσίας,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις του Αρανίτη, εκπροσωπουμένου από τον Uwe Mertens, δικηγόρο Wittenberg, της Γερμανικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπουμένης από τον Bernd Kloke, της Ελληνικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπουμένης από τις Εύη Σκανδάλου και Σταματίνα Βώδινα, της Ιταλικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπουμένης από τον Pier Giorgio Ferri, και της Επιτροπής, εκπροσωπουμένης από τον Juergen Grunwald, κατά τη συνεδρίαση της 14ης Σεπτεμβρίου 1995,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 26ης Οκτωβρίου 1995,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με διάταξη της 25ης Απριλίου 1994, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 16 Ιουνίου 1994, το Oberverwaltungsgericht Berlin υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, δύο προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία των άρθρων 1, στοιχεία γ' και δ', και 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/48/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, σχετικά με ένα γενικό σύστημα αναγνωρίσεως των διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως που πιστοποιούν επαγγελματική εκπαίδευση ελάχιστης διάρκειας τριών ετών (ΕΕ 1989, L 19, σ. 16, στο εξής: οδηγία).

2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Αρανίτη (στο εξής: προσφεύγων) και του Land Berlin, επειδή το Land Berlin αρνήθηκε να αναγνωρίσει την ισοτιμία του ελληνικού διπλώματος τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως γεωλογίας με το αντίστοιχο γερμανικό δίπλωμα αποπερατώσεως σπουδών και να επιτρέψει συνεπώς στον προσφεύγοντα να φέρει τον τίτλο που αντιστοιχεί στο γερμανικό δίπλωμα, δηλαδή τον τίτλο του "Diplom-Geologe".

3 Η οδηγία θεσπίζει τις προϋποθέσεις σύμφωνα με τις οποίες ένα κράτος μέλος υποχρεούται να αναγνωρίσει την ισοτιμία των διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως που χορηγούνται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους και αυτών που χορηγούνται στο δικό του έδαφος. Συμφώνως προς το άρθρο 2, δεύτερο εδάφιο, η οδηγία δεν εφαρμόζεται στα επαγγέλματα τα οποία διέπει ειδική οδηγία που καθιερώνει αμοιβαία αναγνώριση διπλωμάτων μεταξύ των κρατών μελών.

4 Σύμφωνα με το άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, η οδηγία εφαρμόζεται σε κάθε υπήκοο κράτους μέλους ο οποίος επιθυμεί να ασκήσει ως ελεύθερος επαγγελματίας ή μισθωτός "νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα" σε κράτος μέλος υποδοχής.

5 Το άρθρο 1, στοιχείο β', της οδηγίας ορίζει το κράτος μέλος υποδοχής ως αυτό "στο οποίο ο υπήκοος κράτους μέλους ζητεί να ασκήσει ένα επάγγελμα το οποίο είναι νομοθετικά κατοχυρωμένο ενώ δεν έχει αποκτήσει στο εν λόγω κράτος μέλος το δίπλωμα το οποίο διαθέτει ή δεν έχει ασκήσει στο εν λόγω κράτος μέλος για πρώτη φορά το περί ου ο λόγος επάγγελμα".

6 Συμφώνως προς το άρθρο 1, στοιχείο γ', της οδηγίας, θεωρείται ως "νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα" η δραστηριότητα ή το σύνολο νομοθετικά κατοχυρωμένων επαγγελματικών δραστηριοτήτων που αποτελούν το επάγγελμα αυτό σε ένα κράτος μέλος. Το άρθρο 1, στοιχείο δ', καθορίζει "τη νομοθετικά κατοχυρωμένη δραστηριότητα" ως "την επαγγελματική δραστηριότητα για την πρόσβαση στην οποία, την εξάσκησή της ή για ένα τρόπο εξασκήσεώς της, σε ένα κράτος μέλος απαιτείται, αμέσως ή εμμέσως, βάσει νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων, η κατοχή διπλώματος".

7 Η έβδομη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας διευκρινίζει ότι η έννοια της νομοθετικά κατοχυρωμένης επαγγελματικής δραστηριότητας δεν περιορίζεται στις επαγγελματικές δραστηριότητες, η πρόσβαση στις οποίες εξαρτάται σε ένα κράτος μέλος από την κατοχή διπλώματος, αλλά εφαρμόζεται επίσης και σε επαγγελματική δραστηριότητα, η πρόσβαση στην οποία είναι ελεύθερη όταν ασκείται υπό επαγγελματικό τίτλο που επιφυλάσσεται σε όσους συγκεντρώνουν ορισμένα προσόντα.

8 'Οταν υπήκοος κράτους μέλους πληροί τους όρους για την πρόσβαση σε νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα ή τους όρους για την εξάσκησή του στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής, το άρθρο 7 της οδηγίας του αναγνωρίζει ένα διττό δικαίωμα: αφενός, να φέρει τον επαγγελματικό τίτλο του κράτους μέλους υποδοχής που αντιστοιχεί στο εν λόγω επάγγελμα (παράγραφος 1), αφετέρου, να κάνει χρήση του νόμιμου ακαδημαϊκού τίτλου που απέκτησε στο κράτος μέλος καταγωγής ή προελεύσεως και, ενδεχομένως, της συντμήσεώς του, στη γλώσσα του κράτους αυτού (παράγραφος 2).

9 Ο προσφεύγων είναι 'Ελληνας υπήκοος. Μετά από τέσσερα έτη σπουδών γεωλογίας σε ελληνικό πανεπιστήμιο, έλαβε το 1979 πτυχίο ως "πτυχιούχος γεωλόγος". Από το 1977 έως το 1990, με εξαίρεση μιας διετούς διακοπής κατά τη διάρκεια της οποίας εκπλήρωσε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, εργάσθηκε στην Ελλάδα ως γεωλόγος.

10 Τον Μάιο του 1990, ο προσφεύγων εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο για να ασκήσει εκεί το επάγγελμά του. Για λόγους που παραμένουν ασαφείς και δεν διευκρινίστηκαν, το Arbeitsamt (υπηρεσία απασχολήσεως) τον κατέταξε στην κατηγορία "μη ειδικευμένο βοηθητικό εργατικό δυναμικό", κατάταξη η οποία, κατά τη συνεδρίαση, χαρακτηρίστηκε ως "ατυχής" από τη Γερμανική Κυβέρνηση.

11 Στη συνέχεια ο προσφεύγων ζήτησε από τη Senatsverwaltung fuer Wissenschaft und Forschung (στο εξής: Senatsverwaltung) να αναγνωρίσει την ισοτιμία του ελληνικού του διπλώματος με το αντίστοιχο γερμανικό δίπλωμα αποπερατώσεως σπουδών. Η Senatsverwaltung έκρινε ότι ο προσφεύγων δεν μπορεί να επικαλεστεί την οδηγία διότι η οδηγία αφορά την πρόσβαση μόνο στα νομοθετικά κατοχυρωμένα επαγγέλματα στα οποία δεν περιλαμβάνεται το επάγγελμα του γεωλόγου στη Γερμανία. Συνεπώς, του επέτρεψε να φέρει μόνον τον τίτλο που αντιστοιχεί στο ελληνικό του δίπλωμα και προσέθεσε, εντός παρενθέσεων, στο πιστοποιητικό που αφορά τη σχετική άδεια, την κατά λέξη μετάφραση "Diplomierter Geologe" (πτυχιούχος γεωλόγος).

12 Ο προσφεύγων άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Verwaltungsgericht Berlin. Στο πλαίσιο της προσφυγής αυτής, υποστήριξε ότι το επάγγελμα του "Diplom-Geologe" είναι νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα υπό την έννοια της οδηγίας, διότι η οδηγία αυτή αφορά όλα τα επαγγέλματα, η πρόσβαση στα οποία εντός κράτους μέλους εξαρτάται από την κατοχή διπλώματος ή τα οποία, εν πάση περιπτώσει, ασκούνται βάσει επαγγελματικού τίτλου ο οποίος επιφυλάσσεται στα πρόσωπα που συγκεντρώνουν ορισμένα προσόντα.

13 Με απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 1991, το Verwaltungsgericht Berlin απέρριψε την προσφυγή αυτή. Επικύρωσε την απόφαση της Senatsverwaltung σύμφωνα με την οποία είναι αμφίβολο εάν το επάγγελμα του γεωλόγου μπορεί να θεωρηθεί ως νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα υπό την έννοια της οδηγίας. 'Εκρινε ότι ο τίτλος του "Diplom-Geologe" δεν είναι επαγγελματικός τίτλος υπό την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας, αλλά η ονομασία, ως ακαδημαϊκός τίτλος, του πτυχίου αποπερατώσεως σπουδών υπό την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας. Επομένως, ο προσφεύγων μπορούσε μόνον, κατά το Verwaltungsgericht, να φέρει τον επαγγελματικό τίτλο που απέκτησε στο κράτος καταγωγής, στη γλώσσα του κράτους αυτού.

14 Ο προσφεύγων άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Oberverwaltungsgericht Berlin.

15 Κρίνοντας ότι η διευθέτηση της διαφοράς απαιτεί την ερμηνεία της οδηγίας και, ιδιαιτέρως, της εννοίας του "νομοθετικά κατοχυρωμένου επαγγέλματος", το Oberverwaltungsgericht Berlin αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

"1) 'Εχει το άρθρο 1, στοιχείο γ', σε συνδυασμό με το στοιχείο δ', της οδηγίας του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, σχετικά με ένα γενικό σύστημα αναγνωρίσεως των διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως που πιστοποιούν επαγγελματική εκπαίδευση ελάχιστης διάρκειας τριών ετών (89/48/ΕΟΚ), την έννοια ότι υφίσταται νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα όταν δεν υπάρχουν μεν νομικές διατάξεις που να ρυθμίζουν την πρόσβαση σε ένα επάγγελμα και την άσκησή του, πλην όμως η μοναδική συναφής κατάρτιση συνίσταται σε σπουδές τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως, διαρκείας τουλάχιστον τεσσεράμισι ετών πιστοποιούμενες από το σχετικό δίπλωμα, ώστε τα μόνα πρόσωπα που εμφανίζονται στην αγορά εργασίας είναι, σε τελική ανάλυση, μόνο οι κάτοχοι αυτού του διπλώματος τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, που είναι και οι μόνοι που ασκούν το εν λόγω επάγγελμα;

2) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα: αποτελεί, υπό τις προϋποθέσεις που εκτίθενται στο δεύτερο μέρος του πρώτου ερωτήματος, ο ακαδημαϊκός τίτλος 'Πτυχιούχος ...' (στην προκειμένη περίπτωση: Γεωλόγος) επαγγελματικό τίτλο κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας, όταν δεν υφίσταται * άλλος * επαγγελματικός τίτλος καθοριζόμενος και προστατευόμενος νομικώς;"

Επί του πρώτου ερωτήματος

16 Για να δοθεί απάντηση στο πρώτο ερώτημα πρέπει να καθοριστεί αν η διαφορά της κύριας δίκης αφορά ένα νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα υπό την έννοια της οδηγίας.

17 Από τα προαναφερθέντα άρθρα 1, στοιχείο β', και 2, της οδηγίας προκύπτει ότι η οδηγία εφαρμόζεται σε κάθε υπήκοο κράτους μέλους ο οποίος επιθυμεί να ασκήσει, ως ελεύθερος επαγγελματίας ή μισθωτός, νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα σε κράτος μέλος υποδοχής. Επομένως, η κατάσταση που επικρατεί στο κράτος μέλος υποδοχής καθορίζει εάν εφαρμόζονται στη συγκεκριμένη περίπτωση οι διατάξεις της οδηγίας.

18 Εξάλλου, από το άρθρο 1, στοιχεία γ' και δ', της οδηγίας προκύπτει ότι η οδηγία εφαρμόζεται μόνο στα νομοθετικά κατοχυρωμένα επαγγέλματα και ότι τέτοιου είδους επάγγελμα συνιστά η επαγγελματική δραστηριότητα η οποία, ως προς τις προϋποθέσεις προσβάσεως ή εξασκήσεώς της, ρυθμίζεται άμεσα ή έμμεσα από διατάξεις νομικής φύσεως, δηλαδή νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις.

19 Η πρόσβαση σε ένα επάγγελμα ή η εξάσκηση ενός επαγγέλματος πρέπει να θεωρείται ότι ρυθμίζεται άμεσα από νομικές διατάξεις όταν οι νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις του κράτους μέλους υποδοχής καθορίζουν ένα καθεστώς που έχει ως αποτέλεσμα ότι επιτρέπει ρητώς την πρόσβαση στην επαγγελματική αυτή δραστηριότητα μόνο στα πρόσωπα που πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις και την απαγορεύει στα πρόσωπα που δεν τις πληρούν.

20 Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα ότι το επάγγελμα του γεωλόγου δεν είναι νομοθετικά κατοχυρωμένο στη Γερμανία εφόσον "δεν υφίσταται καμιά διάταξη που να ρυθμίζει την πρόσβαση στο επάγγελμα και την εξάσκησή του". Συνεπώς, ένα επάγγελμα όπως του γεωλόγου στη Γερμανία δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επάγγελμα το οποίο είναι άμεσα νομοθετικά κατοχυρωμένο υπό την έννοια της οδηγίας.

21 Πρέπει επομένως να εξεταστεί εάν η πρόσβαση σε τέτοιου είδους επάγγελμα ή η εξάσκησή του πρέπει να θεωρηθεί ως έμμεσα νομοθετικά κατοχυρωμένη υπό την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο δ', της οδηγίας.

22 Παρ' όλον που στο κράτος υποδοχής καμιά διάταξη δεν ρυθμίζει την πρόσβαση στο εν λόγω επάγγελμα ή την εξάσκησή του, στην πράξη, μόνον οι κάτοχοι του τίτλου "Diplom-Geologe" παρουσιάζονται κατά κανόνα στην αγορά εργασίας. Επιπλέον, σύμφωνα με τον προσφεύγοντα, οι Γερμανοί εργοδότες αναζητούν μόνον υποψηφίους που έχουν τον τίτλο του "Diplom-Geologe". Υπό τις συνθήκες αυτές, τα πρόσωπα που ασκούν το επάγγελμα του γεωλόγου κατέχουν σχεδόν πάντοτε το δίπλωμα αυτό.

23 Το γεγονός ότι μόνον οι κάτοχοι συγκεκριμένου διπλώματος τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως παρουσιάζονται στην αγορά εργασίας του κράτους υποδοχής και ότι σχεδόν κανένα άλλο πρόσωπο δεν ασκεί το επάγγελμα αυτό δεν αρκεί για να θεωρηθεί ότι το εν λόγω επάγγελμα είναι νομοθετικά κατοχυρωμένο. Το ζήτημα εάν ένα επάγγελμα είναι νομοθετικά κατοχυρωμένο εξαρτάται από το νομικό σύστημα που ισχύει στο κράτος μέλος υποδοχής και όχι από τις συνθήκες της αγοράς εργασίας εντός αυτού του κράτους μέλους.

24 Από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι δεν υφίσταται, στο κράτος μέλος υποδοχής, καμία νομοθετική, κανονιστική ή διοικητική διάταξη που να ρυθμίζει κατά έμμεσο τρόπο την πρόσβαση στο επάγγελμα του γεωλόγου. Συνεπώς, ένα επάγγελμα όπως του γεωλόγου στη Γερμανία δεν μπορεί να θεωρηθεί έμμεσα νομοθετικά κατοχυρωμένο υπό την έννοια της οδηγίας.

25 Η Ιταλική Κυβέρνηση φρονεί ότι η απόφαση του Arbeitsamt να κατατάξει τον προσφεύγοντα ως μη ειδικευμένο βοηθητικό εργατικό δυναμικό καταδεικνύει επαρκώς ότι η γερμανική αγορά εργασίας, όσον αφορά τη δραστηριότητα του γεωλόγου, ρυθμίζεται κατά έμμεσο τρόπο από νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις, οι οποίες αντανακλώνται στη συμπεριφορά της δημόσιας αρχής, κατά τρόπο ώστε να αποκλείεται από το επάγγελμα αυτό ή, εν πάση περιπτώσει, να παρακωλύεται η πρόσβαση σε κάθε πρόσωπο που δεν έχει αποκτήσει τίτλο ("Diplom-Geologe") στη Γερμανία.

26 Το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί.

27 Μια απόφαση, όπως αυτή την οποία έλαβε το Arbeitsamt περί κατατάξεως του προσφεύγοντος ως "μη ειδικευμένο βοηθητικό εργατικό δυναμικό", δεν μπορεί να στηρίξει το συμπέρασμα ότι το εν λόγω επάγγελμα είναι έμμεσα νομοθετικά κατοχυρωμένο. Παρ' όλον ότι οι λόγοι που υπαγορεύουν την απόφαση αυτή δεν διαφωτίστηκαν ποτέ, τίποτα δεν υποδηλώνει ότι η απόφαση αυτή εμπίπτει στο πλαίσιο ενός έμμεσου νομικού ελέγχου της προσβάσεως στο επάγγελμα αυτό ή της εξασκήσεώς του στη Γερμανία.

28 Επιπροσθέτως, η απόφαση της Senatsverwaltung να επιτρέψει στον προσφεύγοντα να φέρει τον τίτλο του με την ελληνική διατύπωση καθώς και το γεγονός ότι πρόσθεσε, στο πιστοποιητικό που αφορά τη σχετική άδεια, την κατά λέξη μετάφραση "Diplomierter Geologe" εντός παρενθέσεων, δείχνει ότι δεν υφίσταται καμιά έμμεση νομοθετική ρύθμιση του επαγγέλματος του γεωλόγου στη Γερμανία.

29 Εφόσον δεν υφίστανται νομικοί κανόνες καθορίζοντες κατά άμεσο ή έμμεσο τρόπο το πλαίσιο ενός επαγγέλματος στο κράτος μέλος υποδοχής, οι διατάξεις της οδηγίας δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής.

30 Προκειμένου να δοθεί μια πλήρης απάντηση στο αιτούν δικαστήριο, πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι ακόμη και αν η οδηγία δεν εφαρμόζεται, το άρθρο 7 της Συνθήκης ΕΟΚ, νυν άρθρο 6 της Συνθήκης ΕΚ, απαγορεύει στα κράτη μέλη να προβαίνουν σε διακρίσεις λόγω ιθαγενείας. Επιπλέον, τα κράτη μέλη υποχρεούνται, κατά το άρθρο 48 της Συνθήκης ΕΚ, να εξασφαλίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων εντός της Κοινότητας καθώς και, συμφώνως προς το άρθρο 52 της Συνθήκης ΕΚ, την ελευθερία εγκαταστάσεώς τους.

31 Κατά πάγια νομολογία, όταν οι αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους επιλαμβάνονται αιτήσεως για τη χορήγηση αδείας ασκήσεως επαγγέλματος στο οποίο η πρόσβαση εξαρτάται, κατά την εθνική νομοθεσία, από την κατοχή διπλώματος ή ορισμένη επαγγελματική κατάρτιση, οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τα διπλώματα, πιστοποιητικά και άλλους τίτλους που έχει αποκτήσει ο ενδιαφερόμενος με σκοπό την άσκηση του ιδίου επαγγέλματος σε άλλο κράτος μέλος και να προβαίνουν σε συγκριτική εξέταση των ικανοτήτων που πιστοποιούνται με τα διπλώματα αυτά και των γνώσεων και προσόντων που απαιτούνται από τις εθνικές διατάξεις (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 7ης Μαΐου 1991, C-340/89, Βλασσοπούλου, Συλλογή 1991, σ. Ι-2357, σκέψη 16, και της 7ης Μαΐου 1992, C-104/91, Aguirre Borrell κ.λπ., Συλλογή 1992, σ. Ι-3003, σκέψη 11).

32 Το ίδιο ισχύει για τις επαγγελματικές δραστηριότητες οι οποίες, ως προς τις προϋποθέσεις προσβάσεως ή εξασκήσεώς τους, δεν εξαρτώνται βάσει νομικών διατάξεων από την κατοχή διπλώματος. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής οι οποίες είναι επιφορτισμένες με την κατάταξη των υπηκόων των άλλων κρατών μελών, η οποία και θα επηρεάσει τη δυνατότητα των προσώπων αυτών να βρουν εργασία στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής, οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη, κατά την κατάταξη αυτή, τα διπλώματα, τις γνώσεις, τα προσόντα και άλλους τίτλους που έχει αποκτήσει ο ενδιαφερόμενος με σκοπό την άσκηση επαγγέλματος στο κράτος μέλος καταγωγής ή προελεύσεώς του.

33 Λαμβανομένων υπόψη των σκέψεων αυτών, διαπιστώνεται ότι το άρθρο 1, στοιχείο γ', σε συνδυασμό με το άρθρο 1, στοιχείο δ', της οδηγίας έχει την έννοια ότι ένα επάγγελμα δεν μπορεί να θεωρηθεί νομοθετικά κατοχυρωμένο όταν, στο κράτος μέλος υποδοχής, καμιά νομοθετική, κανονιστική ή διοικητική διάταξη δεν ρυθμίζει την πρόσβαση στο επάγγελμα αυτό, την εξάσκησή του ή έναν από τους τρόπους εξασκήσεώς του, ακόμη και αν η μοναδική συναφής κατάρτιση συνίσταται σε σπουδές τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως τουλάχιστον τεσσεράμισι ετών, οι οποίες πιστοποιούνται από δίπλωμα, και, κατά συνέπεια, μόνον οι κάτοχοι αυτού του διπλώματος τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως παρουσιάζονται κατά κανόνα στην αγορά εργασίας και εξασκούν το επάγγελμα αυτό.

Επί του δευτέρου ερωτήματος

34 Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως που δόθηκε στο πρώτο ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

35 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Γερμανική, η Ελληνική και η Ιταλική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι οποίες κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με διάταξη της 25ης Απριλίου 1994 το Oberverwaltungsgericht Berlin, αποφαίνεται:

Το άρθρο 1, στοιχείο γ', σε συνδυασμό με το άρθρο 1, στοιχείο δ', της οδηγίας 89/48/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, σχετικά με ένα γενικό σύστημα αναγνωρίσεως των διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως που πιστοποιούν επαγγελματική εκπαίδευση ελάχιστης διάρκειας τριών ετών, έχει την έννοια ότι ένα επάγγελμα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως νομοθετικά κατοχυρωμένο όταν, στο κράτος μέλος υποδοχής, καμιά νομοθετική, κανονιστική ή διοικητική διάταξη δεν ρυθμίζει την πρόσβαση στο επάγγελμα αυτό, την εξάσκησή του ή έναν από τους τρόπους εξασκήσεώς του, ακόμη και αν η μοναδική συναφής κατάρτιση συνίσταται σε σπουδές τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως τουλάχιστον τεσσεράμισι ετών, οι οποίες πιστοποιούνται με δίπλωμα, και, κατά συνέπεια, μόνον οι κάτοχοι αυτού του διπλώματος τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως παρουσιάζονται κατά κανόνα στην αγορά εργασίας και εξασκούν το επάγγελμα αυτό.

Top