EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61994CJ0101

Απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Ιουνίου 1996.
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιταλικής Δημοκρατίας.
Δραστηριότητα μεσιτείας σε συναλλαγές κινητών αξιών.
Υπόθεση C-101/94.

Συλλογή της Νομολογίας 1996 I-02691

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1996:221

61994J0101

Απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Ιουνίου 1996. - Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιταλικής Δημοκρατίας. - Δραστηριότητα μεσιτείας σε συναλλαγές κινητών αξιών. - Υπόθεση C-101/94.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1996 σελίδα I-02691


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


++++

Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων * Ελευθερία εγκαταστάσεως * Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών * Μεσιτεία σε συναλλαγές κινητών αξιών * Επιφύλαξη, εκ μέρους κράτους μέλους, της ασκήσεως της εν λόγω δραστηριότητας μόνο στις εταιρίες που έχουν την έδρα τους στο έδαφός του * Δεν επιτρέπεται

(Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 52 και 59)

Περίληψη


Τα άρθρα 52 και 59 της Συνθήκης δεν επιτρέπουν σε κράτος μέλος να επιφυλάσσει τις δραστηριότητες μεσιτείας σε συναλλαγές κινητών αξιών, εκτός των τραπεζικών ιδρυμάτων, μόνο σε εταιρίες που έχουν την έδρα τους στο έδαφός του, εμποδίζοντας έτσι τις εταιρίες μεσιτείας των άλλων κρατών μελών οι οποίες επιθυμούν να ασκήσουν δραστηριότητα στο έδαφός του να χρησιμοποιούν ορισμένες μορφές εγκαταστάσεως, όπως το πρακτορείο ή το υποκατάστημα, πράγμα το οποίο τις υποχρεώνει να υποβληθούν σε πρόσθετες δαπάνες σε σχέση προς τους υπηκόους του κράτους αυτού, και στερώντας τους τελείως τη δυνατότητα να κάνουν χρήση της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών.

Πράγματι, ενεργώντας κατά τον τρόπο αυτόν, το κράτος επιφυλάσσει διαφορετική μεταχείριση μη δικαιολογούμενη αντικειμενικά, καθόσον η εν λόγω υποχρέωση, έστω και αν διευκολύνει την επιτήρηση και τον έλεγχο των ασκούντων δραστηριότητα στη συναφή αγορά, δεν αποτελεί ούτο το μόνο μέσο ούτε αναγκαία προϋπόθεση ώστε, αφενός, να εξασφαλιστεί η εκ μέρους των χρηματιστών τήρηση των κανόνων ασκήσεως της δραστηριότητας μεσιτείας σε συναλλαγές κινητών αξιών τους οποίους έχει θεσπίσει το εν λόγω κράτος και, αφετέρου, να επιτευχθεί η αποτελεσματική επιβολή κυρώσεων στους παραβάτες των κανόνων αυτών. Ειδικότερα, τίποτε δεν εμποδίζει το κράτος να απαιτήσει από τις εταιρίες μεσιτείας των άλλων κρατών μελών να παρέχουν πληροφορίες και να προσκομίζουν έγγραφα αφορώντα ειδικά τη δραστηριότητα των δευτερευουσών εγκαταστάσεών τους στο έδαφός του, να εξαρτήσει την άσκηση της δραστηριότητάς τους από τη σύσταση χρηματικών εγγυήσεων επί του εδάφους του και να συνάψει με τις επιφορτισμένες με τον έλεγχο αρχές των άλλων κρατών μελών συμφωνίες συνεργασίας στον τομέα της επιτηρήσεως των αγορών και των μεσαζόντων, δεν μπορεί δε το εν λόγω κράτος να υποστηρίξει ότι οι κανόνες προσβάσεως στο επάγγελμα του μεσίτη στα διάφορα κράτη μέλη, και ειδικότερα οι κανόνες που αφορούν τις εγγυήσεις όσον αφορά την ύπαρξη ιδίων κεφαλαίων, δεν είναι συγκρίσιμοι, όταν η νομοθεσία του προβλέπει ρητώς τη δυνατότητα συνάψεως τέτοιων συμφωνιών και όταν, εξάλλου, οι διάφορες μέθοδοι που χρησιμοποιούν τα κράτη μέλη προς καθορισμό των απαιτήσεων όσον αφορά τα ίδια κεφάλαια παρέχουν συνολικά ανάλογη ασφάλεια.

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-101/94,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους Antonino Abate, κύριο νομικό σύμβουλο, και Ben Smulders, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, επικουρούμενους από τον Luca G. Radicati di Brozolo, δικηγόρο Μιλάνου, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Carlos Gomez de la Cruz, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

προσφεύγουσα,

κατά

Ιταλικής Δημοκρατίας, εκπροσωπουμένης από τον καθηγητή Umberto Leanza, προϊστάμενο της υπηρεσίας διπλωματικών διαφορών του Υπουργείου Εξωτερικών, επικουρούμενο από τον Ivo Maria Braguglia, avvocato dello Stato, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την Πρεσβεία της Ιταλίας, 5, rue Marie-Adelaide,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο να αναγνωριστεί ότι η Ιταλική Δημοκρατία, επιτρέποντας την άσκηση της δραστηριότητας της μεσιτείας σε συναλλαγές κινητών αξιών, εκτός των τραπεζικών ιδρυμάτων, μόνο σε εταιρίες που έχουν την έδρα τους στην Ιταλία, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 52 και 59 της Συνθήκης ΕΚ,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους G. C. Rodriguez Iglesias, Πρόεδρο, D. A. O. Edward, J.-P. Puissochet (εισηγητή) και G. Hirsch, προέδρους τμήματος, G. F. Mancini, J. C. Moitinho de Almeida, P. J. G. Kapteyn, C. Gulmann, J. L. Murray, P. Jann και M. Wathelet, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: C. O. Lenz

γραμματέας: H. von Holstein, βοηθός γραμματέας,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις αγορεύσεις των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 16ης Ιανουαρίου 1996,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 19ης Μαρτίου 1996,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 22 Μαρτίου 1994, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων άσκησε, δυνάμει του άρθρου 169 της Συνθήκης ΕΚ, προσφυγή με αίτημα να αναγνωριστεί ότι η Ιταλική Δημοκρατία, επιτρέποντας την άσκηση της δραστηριότητας της μεσιτείας σε συναλλαγές κινητών αξιών, εκτός των τραπεζικών ιδρυμάτων, μόνο στις εταιρίες που έχουν την έδρα τους στην Ιταλία, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 52 και 59 της Συνθήκης ΕΚ.

2 Ο νόμος αριθ. 1, της 2ας Ιανουαρίου 1991, για τη ρύθμιση της δραστηριότητας μεσιτείας σε συναλλαγές κινητών αξιών και για τη θέσπιση διατάξεων περί οργανώσεως των αγορών κινητών αξιών (GURI αριθ. 3, της 4ης Ιανουαρίου 1991, σ. 3, στο εξής: νόμος) έχει εφαρμογή, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 1, στις εξής δραστηριότητες, τις οποίες χαρακτηρίζει ως "δραστηριότητες μεσιτείας σε συναλλαγές κινητών αξιών":

"α) διαπραγμάτευση κινητών αξιών για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτου, ή για ίδιο λογαριασμό και για λογαριασμό τρίτου

β) τοποθέτηση και διάθεση κινητών αξιών με ή χωρίς προεγγραφή ή αγορά σε καθορισμένη ημερομηνία, ή ανάληψη εγγυήσεων έναντι του εκδότη

γ) διαχείριση χαρτοφυλακίων με πράξεις επί κινητών αξιών

δ) συγκέντρωση εντολών αγοράς ή πωλήσεως κινητών αξιών

ε) δραστηριότητες παροχής συμβουλών στον τομέα των κινητών αξιών

στ) προσέλκυση της αποταμιεύσεως του κοινού με την ανάληψη δράσεως προβολής σε τόπους άλλους από τον τόπο της καταστατικής ή κύριας διοικητικής έδρας του εκδότη, του επενδυτή ή του ενεργούντος την τοποθέτηση (...)."

3 Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, του νόμου, στην Ιταλία, το επάγγελμα του μεσίτη σε συναλλαγές κινητών αξιών μπορούν να ασκούν, για το κοινό, εκτός των τραπεζικών ιδρυμάτων, μόνον οι εταιρίες μεσιτείας σε συναλλαγές κινητών αξιών (societa di intermediazione mobiliare, στο εξής: SIM) που έχουν λάβει άδεια από την Εθνική Επιτροπή για τις εταιρίες και το χρηματιστήριο (Commissione nazionale per le societa e la borsa, στο εξής: Consob).

4 Για να λάβουν άδεια ασκήσεως της δραστηριότητας του μεσίτη σε συναλλαγές κινητών αξιών, οι SIM πρέπει να πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τη νομική τους μορφή, το ύψος του αρχικού τους κεφαλαίου και την εντιμότητα των διευθυνόντων και των μετόχων τους.

5 Το άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο a, του νόμου προβλέπει τα εξής:

"Η εταιρία (μεσιτείας σε συναλλαγές κινητών αξιών) πρέπει να έχει συσταθεί υπό μορφή ανώνυμης εταιρίας ή ετερόρρυθμης κατά μετοχές εταιρίας η επωνυμία της πρέπει να περιλαμβάνει τους όρους 'Societa di Intermediazione mobiliare' , η δε έδρα της πρέπει να βρίσκεται επί του εθνικού εδάφους (...)".

6 Με έγγραφο οχλήσεως της 20ής Δεκεμβρίου 1991, η Επιτροπή πληροφόρησε τις ιταλικές αρχές ότι ορισμένες διατάξεις του νόμου και, ειδικότερα, οι διατάξεις του άρθρου 3, παράγραφος 2, στοιχείο a, αντέβαιναν σε διατάξεις των άρθρων 52 και 59 της Συνθήκης. Απαντώντας στις 6 Φεβρουαρίου 1992, οι ιταλικές αρχές αντέκρουσαν την άποψη αυτή. Κατόπιν αυτού, η Επιτροπή εξέδωσε, στις 19 Οκτωβρίου 1992, αιτιολογημένη γνώμη, με την οποία προσήψε στην Ιταλική Δημοκρατία ότι, επιτρέποντας την άσκηση των δραστηριοτήτων μεσιτείας σε συναλλαγές κινητών αξιών μόνο στις εταιρίες που έχουν την έδρα τους στην Ιταλία και πληρούν προϋποθέσεις στις οποίες δεν μπορούν να ανταποκριθούν οι μεσίτες άλλων κρατών μελών, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπείχε από τα άρθρα 52 και 59 της Συνθήκης. Απαντώντας στην αιτιολογημένη αυτή γνώμη, οι ιταλικές αρχές, με έγγραφο της 8ης Ιανουαρίου 1993, ενέμειναν στην άποψη ότι η νομοθεσία τους ήταν σύμφωνη με τις διατάξεις της Συνθήκης.

7 Υπ' αυτές τις συνθήκες, η Επιτροπή άσκησε την υπό κρίση προσφυγή. Όπως προκύπτει τόσο από την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία όσο και από τα υπομνήματα που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο, η προσφυγή αυτή αφορά ουσιαστικά, αν όχι αποκλειστικά, τις διατάξεις του άρθρου 3, παράγραφος 2, στοιχείο a, του νόμου.

Επί της αιτιάσεως περί παραβάσεως του άρθρου 52 της Συνθήκης

8 Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η υποχρέωση που επιβάλλεται στους ενδιαφερόμενους να ασκήσουν τη δραστηριότητα μεσιτείας σε συναλλαγές κινητών αξιών να έχουν τη μορφή εταιρίας εδρεύουσας στην Ιταλία αντιβαίνει στο άρθρο 52 της Συνθήκης. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι κανόνες του είδους αυτού εμποδίζουν τους μεσίτες των άλλων κρατών μελών να χρησιμοποιούν ορισμένες μορφές εγκαταστάσεως, όπως το πρακτορείο ή το υποκατάστημα, και εισάγουν διάκριση εις βάρος τους καθόσον τους υποχρεώνει να υποβληθούν στη δαπάνη συστάσεως νέας εταιρίας. Κατά την προσφεύγουσα, μια τέτοια υποχρέωση δεν είναι αναγκαία για την επίτευξη των θεμιτών σκοπών της ιταλικής νομοθεσίας. Συγκεκριμένα, κατά την προσφεύγουσα, θα ήταν δυνατόν να προβλεφθεί μια διαδικασία, όπως παραδείγματος χάρη μια διαδικασία παροχής αδείας ή εγκρίσεως, προκειμένου να ελέγχεται κατά πόσον οι μεσίτες των άλλων κρατών μελών υπόκεινται, εντός του κράτους μέλους καταγωγής τους, σε κανόνες αντίστοιχους προς εκείνους που προβλέπει η ιταλική νομοθεσία.

9 Δυνάμει του άρθρου 52, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, η ελευθερία εγκαταστάσεως ασκείται σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που ορίζονται από τη νομοθεσία της χώρας εγκαταστάσεως για τους δικούς της υπηκόους.

10 Έτσι, η ανάληψη και η άσκηση ορισμένων μη μισθωτών δραστηριοτήτων μπορούν να εξαρτώνται από την τήρηση ορισμένων νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων, που δικαιολογούνται από λόγους γενικού συμφέροντος, όπως κανόνες που αφορούν την οργάνωση, τα προσόντα, τη δεοντολογία, τον έλεγχο και την ευθύνη (αποφάσεις της 28ης Απριλίου 1977, 71/76, Thieffry, Συλλογή τόμος 1977, σ. 229, σκέψη 12, και της 30ής Νοεμβρίου 1995, C-55/94, Gebhard, Συλλογή 1995, σ. Ι-4165, σκέψη 35). Οι διατάξεις αυτές μπορούν, μεταξύ άλλων, να προβλέπουν ότι η άσκηση ορισμένης δραστηριότητας επιφυλάσσεται στα πρόσωπα που παρέχουν ορισμένες εγγυήσεις ή υπάγονται σε ορισμένο πειθαρχικό καθεστώς ή έλεγχο.

11 Όταν η ανάληψη συγκεκριμένης δραστηριότητας ή η άσκηση της δραστηριότητας αυτής εξαρτάται, εντός του κράτους μέλους υποδοχής, από τέτοιες προϋποθέσεις, ο υπήκοος άλλου κράτους μέλους ο οποίος σκοπεί να ασκήσει την εν λόγω δραστηριότητα πρέπει, κατ' αρχήν, να ανταποκρίνεται στις προϋποθέσεις αυτές (προμνησθείσα απόφαση Gebhard, σκέψη 36).

12 Ωστόσο, όπως έχει ήδη κρίνει το Δικαστήριο, σκοπός του άρθρου 52 της Συνθήκης, το οποίο αποτελεί μια από τις θεμελιώδεις διατάξεις της Κοινότητας, είναι να εξασφαλίσει, όσον αφορά την εγκατάσταση, το πλεονέκτημα της εθνικής μεταχειρίσεως σε κάθε υπήκοο κράτους μέλους ο οποίος επιθυμεί να εγκατασταθεί, έστω και με δευτερεύουσα εγκατάσταση, σε άλλο κράτος μέλος προκειμένου να ασκήσει στο κράτος αυτό μη μισθωτή δραστηριότητα.

13 Το άρθρο αυτό απαγορεύει κάθε διάκριση εις βάρος των υπηκόων άλλων κρατών μελών προκύπτουσα από εθνικές νομοθεσίες, κανονιστικές ρυθμίσεις ή πρακτικές (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, τις αποφάσεις της 28ης Ιανουαρίου 1986, 270/83, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 1986, σ. 273, σκέψεις 13 και 14, και της 30ής Μαρτίου 1993, C-168/91, Κωνσταντινίδης, Συλλογή 1993, σ. Ι-1191, σκέψη 12). Ειδικότερα, το άρθρο αυτό απαγορεύει κάθε εθνικό κανόνα ικανό να περιαγάγει τους υπηκόους των άλλων κρατών μελών σε μειονεκτική πραγματική ή νομική κατάσταση σε σχέση προς την κατάσταση που δημιουργείται, υπό τις ίδιες περιστάσεις, για τους υπηκόους του εν λόγω κράτους μέλους (προμνησθείσα απόφαση Κωνσταντινίδης, σκέψη 13).

14 Η Ιταλική Κυβέρνηση δεν αμφισβητεί ότι η νομοθεσία της εμποδίζει τους μεσίτες των άλλων κρατών μελών να χρησιμοποιούν ορισμένες μορφές δευτερεύουσας εγκαταστάσεως και τους επιβάλλει πρόσθετες δαπάνες στις οποίες δεν υποβάλλονται οι Ιταλοί μεσίτες. Υποστηρίζει απλώς ότι αυτή η διαφορά μεταχειρίσεως δικαιολογείται αντικειμενικά.

15 Συγκεκριμένα, η Ιταλική Κυβέρνηση θεωρεί ότι δεν είναι δυνατή η σύγκριση μεταξύ των προϋποθέσεων της ιταλικής νομοθεσίας και των προϋποθέσεων που θέτουν τα άλλα κράτη μέλη, την οποία προτείνει η Επιτροπή. Η καθής κυβέρνηση υποστηρίζει ότι αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τις εγγυήσεις όσον αφορά τα ίδια κεφάλαια, οι οποίες καθορίζονται σύμφωνα με μέθοδο η οποία διαφέρει από τη μέθοδο που χρησιμοποιείται στα άλλα κράτη μέλη.

16 Ωστόσο, όπως παρατηρεί η Επιτροπή, η ίδια η ιταλική νομοθεσία αναγνωρίζει τη δυνατότητα συγκρίσεως της εθνικής νομοθεσίας προς τις αλλοδαπές νομοθεσίες. Ειδικότερα, δυνάμει του άρθρου 20, παράγραφος 8, του νόμου, η Consob έχει την εξουσία να συνάπτει με τις αρμόδιες για τον έλεγχο αρχές των άλλων χωρών συμφωνίες για την αμοιβαία αναγνώριση των υποκειμένων σε έλεγχο αγορών κινητών αξιών, σ' αυτή δε εναπόκειται να εξασφαλίζει ότι ορισμένες παράμετροι, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι κανόνες επιτηρήσεως των αγορών και των μεσιτών, έχουν "αποτέλεσμα ισοδύναμο προς το αποτέλεσμα της ισχύουσας ιταλικής νομοθεσίας".

17 Εξάλλου, κατά την άποψη της Επιτροπής, η οποία δεν αντικρούσθηκε ως προς το σημείο αυτό, οι διάφορες μέθοδοι που χρησιμοποιούν τα κράτη μέλη για τον καθορισμό των απαιτήσεων όσον αφορά τα ίδια κεφάλαια παρέχουν συνολικά ανάλογη ασφάλεια, έστω και αν, κατά περίπτωση, ορισμένη μέθοδος μπορεί να αποδειχθεί περισσότερο προστατευτική από κάποια άλλη.

18 Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα ότι οι κανόνες προσβάσεως στο επάγγελμα του μεσίτη στα διάφορα κράτη μέλη και, ειδικότερα, αυτοί που αφορούν τα ίδια κεφάλαια των εταιριών δεν είναι συγκρίσιμοι.

19 Η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζει επίσης ότι δεν είναι δυνατή η αποτελεσματική επιτήρηση των μεσιτών που δεν έχουν την κύρια εγκατάστασή τους στην Ιταλία, ούτε η αποτελεσματική επιβολή κυρώσεων σ' αυτούς. Η καθής θεωρεί, συγκεκριμένα, ότι μόνον η παρουσία της κύριας εγκαταστάσεως, ειδικότερα δε της έδρας, επί του εθνικού εδάφους παρέχει τη δυνατότητα συλλογής όλων των αναγκαίων για τον έλεγχο πληροφοριών και εξασφαλίσεως όλων των στοιχείων που εγγυώνται την αποτελεσματικότητα των κυρώσεων.

20 Ούτε αυτό το επιχείρημα μπορεί να γίνει δεκτό. Πράγματι, η Ιταλική Κυβέρνηση δεν απέδειξε ότι η παρουσία της κύριας εγκαταστάσεως του μεσίτη επί του εθνικού εδάφους αποτελεί το μόνο μέσο αποτελεσματικής επιτηρήσεως του εν λόγω μεσίτη και αποτελεσματικής επιβολής κυρώσεων σ' αυτόν, όταν ο μεσίτης αυτός επιθυμεί να ασκήσει δραστηριότητα στην Ιταλία.

21 Είναι μεν αληθές ότι η υποχρέωση διατηρήσεως της έδρας στην Ιταλία διευκολύνει την επιτήρηση και τον έλεγχο των ασκούντων δραστηριότητα στην αγορά κινητών αξιών, η επιβολή, ωστόσο, μιας τέτοιας υποχρεώσεως δεν αποτελεί το μόνο μέσο που καθιστά δυνατή, αφενός, την εξασφάλιση της εκ μέρους των χρηματιστών τηρήσεως των κανόνων ασκήσεως της δραστηριότητας μεσιτείας σε συναλλαγές κινητών αξιών, τους οποίους έχει θεσπίσει ο Ιταλός νομοθέτης, και, αφετέρου, την αποτελεσματική επιβολή κυρώσεων στους παραβάτες των κανόνων αυτών.

22 Όπως αναφέρει η Επιτροπή, είναι δυνατό να απαιτηθεί από τις εταιρίες μεσιτείας που επιθυμούν να ασκήσουν δραστηριότητα στην Ιταλία να δεχθούν να υποβληθούν στους ελέγχους και να παράσχουν τα έγγραφα και στοιχεία που χρειάζονται οι ιταλικές αρχές προκειμένου να βεβαιωθούν ότι οι εταιρίες αυτές πληρούν τις προϋποθέσεις της ιταλικής νομοθεσίας. Εδικότερα, υπάρχει η δυνατότητα να ζητηθεί από τις εταιρίες αυτές να παράσχουν στοιχεία και έγγραφα αφορώντα ειδικά τη δραστηριότητα των δευτερευουσών εγκαταστάσεών τους που βρίσκονται στην Ιταλία.

23 Όσον αφορά τη φερεγγυότητα των χρηματιστών, είναι δυνατόν να εξαρτηθεί η άσκηση δραστηριότητας στην Ιταλία από τη σύσταση χρηματικών εγγυήσεων επί του ιταλικού εδάφους καλυπτουσών τις πράξεις που διενεργούνται επί του εδάφους αυτού.

24 Επιπλέον, υπάρχει επίσης η δυνατότητα να συνάψουν οι ιταλικές αρχές συμφωνίες συνεργασίας στον τομέα της επιτηρήσεως των αγορών και των μεσαζόντων, όπως αυτό συμβαίνει με τις τρίτες χώρες. Εξάλλου, όπως ήδη ελέχθη, αυτή η δυνατότητα προβλέπεται ρητώς από το άρθρο 20, παράγραφος 8, του νόμου.

25 Η Ιταλική Κυβέρνηση δεν μπορεί να στηριχθεί λυσιτελώς ούτε στο άρθρο 56 της Συνθήκης ΕΚ προκειμένου να υποστηρίξει ότι η νομοθεσία της είναι σύμφωνη προς το κοινοτικό δίκαιο.

26 Ακόμα και αν υποτεθεί ότι οι σκοποί τους οποίους επιδιώκει η ιταλική νομοθεσία μπορούν να θεωρηθούν ως σκοποί "δημοσίας τάξεως", υπό την έννοια των διατάξεων αυτών, από τα ανωτέρω εκτεθέντα προκύπτει κατά μείζονα λόγο ότι οι επίδικες υποχρεώσεις δεν είναι απαραίτητες για την επίτευξη των σκοπών αυτών και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι δικαιολογούνται ενόψει των διατάξεων αυτών (βλ. απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 1989, C-3/88, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1989, σ. 4035, σκέψη 15).

27 Τέλος, η Ιταλική Κυβέρνηση δεν μπορεί να επικαλεστεί τη μη τήρηση της αρχής της αμοιβαιότητας ή να στηριχθεί σε τυχόν παράβαση της Συνθήκης εκ μέρους άλλου κράτους μέλους προκειμένου να δικαιολογήσει τη δική της παράβαση (βλ. αποφάσεις της 25ης Σεπτεμβρίου 1979, 232/78, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή τόμος 1979/ΙΙ, σ. 323, σκέψη 9, και της 14ης Φεβρουαρίου 1984, 325/82, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 1984, σ. 777, σκέψη 11).

28 Κατά συνέπεια, η αιτίαση περί παραβάσεως του άρθρου 52 της Συνθήκης πρέπει να γίνει δεκτή.

Επί της αιτιάσεως περί παραβάσεως του άρθρου 59 της Συνθήκης

29 Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η υποχρέωση που επιβάλλεται στους ενδιαφερόμενους να ασκήσουν τη δραστηριότητα μεσιτείας σε συναλλαγές κινητών αξιών να έχουν τη μορφή εταιρίας εδρεύουσας στην Ιταλία αντιβαίνει στο άρθρο 59 της Συνθήκης, καθόσον απαγορεύει απολύτως την παροχή υπηρεσιών εντός της Ιταλίας εκ μέρους των μεσιτών των άλλων κρατών μελών. Κατά την προσφεύγουσα, η επιβολή μιας τέτοιας υποχρεώσεως δεν είναι αναπόφευκτη ούτε καν αναγκαία, σε όλες τις περιπτώσεις, για την επίτευξη των σκοπών της προστασίας των επενδυτών και της σταθερότητας των αγορών, τους οποίους θεμιτώς επιδιώκει η ιταλική νομοθεσία.

30 Η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζει, για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 15 και 19 της παρούσας αποφάσεως, ότι η επιβολή μιας τέτοιας υποχρεώσεως είναι όχι μόνον αναγκαία, αλλά και αναπόφευκτη για την επίτευξη των σκοπών αυτών.

31 Η υποχρέωση που επιβάλλεται στους χρηματιστές των άλλων κρατών μελών να εγκαθιστούν την κύρια εγκατάστασή τους στην Ιταλία αποτελεί, αυτή καθαυτή, άρνηση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 20 έως 24 της παρούσας αποφάσεως, δεν συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού. Συνεπώς, συνιστά παράβαση του άρθρου 59 της Συνθήκης (βλ. απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 1986, 205/84, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 1986, σ. 3755, σκέψη 52).

32 Η Ιταλική Κυβέρνηση δεν μπορεί να στηριχθεί ούτε στις διατάξεις του άρθρου 66 της Συνθήκης ΕΚ, για τους ίδιους λόγους που αναφέρονται στη σκέψη 26 της παρούσας αποφάσεως. Ούτε μπορεί να επικαλεστεί τις παραβάσεις που διαπράττουν άλλα κράτη μέλη προκειμένου να δικαιολογήσει τη δική της παράβαση.

33 Κατά συνέπεια, η αιτίαση περί παραβάσεως του άρθρου 59 της Συνθήκης πρέπει, και αυτή, να γίνει δεκτή.

34 Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να αναγνωριστεί ότι η Ιταλική Δημοκρατία, επιτρέποντας την άσκηση της δραστηριότητας της μεσιτείας σε συναλλαγές κινητών αξιών, εκτός των τραπεζικών ιδρυμάτων, μόνο στις εταιρίες που έχουν την έδρα τους στην Ιταλία, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 52 και 59 της Συνθήκης.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

35 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Επειδή η Ιταλική Δημοκρατία ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

αποφασίζει:

1) Η Ιταλική Δημοκρατία, επιτρέποντας την άσκηση της δραστηριότητας της μεσιτείας σε συναλλαγές κινητών αξιών, εκτός των τραπεζικών ιδρυμάτων, μόνο στις εταιρίες που έχουν την έδρα τους στην Ιταλία, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 52 και 59 της Συνθήκης ΕΚ.

2) Καταδικάζει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

Top